Άγιος Σώζων (Σώστης). Ημέρα Μνήμης: 7 Σεπτεμβρίου.
Ἀντεῖχε Σῴζων σώματος πρὸς αἰκίας,
Πρὸς τὸν μόνον σῴζοντα τὴν ψυχὴν βλέπων.
Ἑβδομάτη Σῴζων θάνε, τυπτόμενος χρόα λαμπρόν.
Ο άγιος Σώζων κατήγετο από την Λυκαονία της Μικράς Ασίας και έζησε κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού (284-305). Το όνομά του προτού βαπτισθή ήτο Ταράσιος. Νεαρός στην ηλικία και ποιμήν προβάτων, σε όποιον τόπο οδηγούσε το κοπάδι του για βοσκή δίδασκε στους κατοίκους τον λόγο της ευσεβείας και έφερνε πολλούς ειδωλολάτρες στην μάνδρα του Θεού.
Κάποια ημέρα, τον καιρό που ξέσπασε ο μεγάλος διωγμός, ενώ έβοσκε το ποίμνιό του σε χλοερό λιβάδι, αποκοιμήθηκε ελαφρά και είδε θεία οπτασία, η οποία τον εθέρμανε στην πίστι. Κυριευμένος από ιερό ζήλο κατέβηκε στην Πομπηιούπολη της Κιλικίας και εισήλθε στο ναό των ειδώλων, όπου λατρευόταν το χρυσό άγαλμα της θεάς Αρτέμιδος. Έκοψε το δεξί χέρι του αγάλματος, το κατατεμάχισε, πούλησε τα τεμάχια και διεμοίρασε τα χρήματα στους πτωχούς. Μεγάλη ήταν η αγανάκτησις των ειδωλολατρών. Ακόμη μεγαλύτερη όμως ήταν η έκπληξις τους, όταν είδαν των Σώζοντα να προλαμβάνη τις υποψίες τους και να παραδίδεται μόνος του στους νεωκόρους του ειδωλείου. Τον συνέλαβαν αμέσως και τον οδήγησαν στον ηγεμόνα της Κιλικίας Μαξιμιανό, που βρισκόταν τότε στην Πομπηιούπολη, για να αποδώση τιμές στο χρυσό αυτό ξόανοι. Ο ηγεμών τον προέτρεψε να θυσιάση στους θεούς, για να εξιλεωθή και να ελευθερωθή. Αλλά ο μάρτυς, αντί να απαντήση, περιέπαιζε τα είδωλα και τα ονόμαζε «έργα χειρών ανθρώπων». Έτσι, παραδόθηκε στους δημίους με την διαταγή να τού ξεσκίσουν τις σάρκες με σιδερένια νύχια. Κατόπιν τού φόρεσαν στα πόδια σιδερένια σανδάλια με αιχμηρά καρφιά και τον ανάγκασαν να βαδίζη.
Ενώ ο άγιος σεμνυνόταν για το άφθονο αίμα που έρρεε από τα πόδια του, ο Μαξιμιανός τού είπε ειρωνευόμενος: «Αύριο, Σώζων, που θα βγή η μεγάλη θεά, παίξε τον αυλό σου και σού ορκίζομαι ότι αυτή θα σε απαλλάξη από κάθε ευθύνη και τιμωρία». Και ο μάρτυς: «Εσύ μέν», τού απήντησε, «μού λέγεις αυτά που σού υποβάλλει ο εμπνευστής σου πονηρός δαίμων, για να με περιπαίξης· αλλά εγώ και πρώτα έπαιζα την φλογέρα μου στους αγρούς βόσκοντας τα πρόβατά μου και τώρα ψάλλω στον Κύριό μου άσμα καινόν ευαγγελιζόμενος σε όλους την σωτηρία. Η δική σου όμως θεά θα στέκεται, κατά την παροιμία, απέναντι από τον αυλό μου σαν άψυχη και αναίσθητη όνος».
Με θυμό ο Μαξιμιανός διέταξε να τον μαστιγώσουν σκληρά, έως ότου διαλυθή το σώμα του. Καθώς το μαρτυρικό του αίμα έπεφτε στην γή σαν ευεργετική δροσιά, ο Σώζων παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό μέσα σε υπερφυσική αγαλλίασι. Οι δήμιοι άναψαν φωτιά, για να κατακαύσουν τα διαλυμένα του μέλη, με την φοβερή όμως καταιγίδα που ξέσπασε η φωτιά σβήσθηκε και αυτοί σκορπίσθηκαν. Ελεύθεροι οι πιστοί συνέλεξαν και επιμελήθηκαν τα τίμια λείψανα οδηγούμενοι από λαμπρότατο φώς, το οποίο τους έφεγγε μέχρι να τελειώσουν την ταφή.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Δι' ὄμφης οὐρανίου πιστωθεῖς πρὸς τὰ κρείττονα, τοὺς τῆς εὐσέβειας ἀγῶνας, ἄπτοητως διέδραμες· καὶ ὤφθης τοῦ Σωτῆρος κοινωνός, ἀθλήσας Μάρτυς Σῴζων ἄνδρικως· διὰ τοῦτο διασῴζεις ἐκ πειρασμῶν, τοὺς πίστει προσιόντας σοί. Δόξα τῷ παρασχόντι σοὶ ἴσχυν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἔνεργουντι διὰ σοῦ πάσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ὁ Μάρτυς σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τὸν ἀληθῆ, καὶ θεοφόρον Μάρτυρα, καὶ ἀθλητὴν τῆς εὐσεβείας δόκιμον, συνελθόντες ἀνυμνήσωμεν, μεγαλοφώνως πάντες σήμερον, Σῴζοντα τὸν θεῖον μύστην τῆς χάριτος, ἰάσεων δοτῆρα πλουσιώτατον· πρεσβεύει γὰρ τῷ θεῷ, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Κάθισμα
Ἦχος δ’.
Ταχὺ προκατάλαβε σωθεὶς διὰ πίστεως, Σῴζων πολύαθλε, σωτήριος γέγονας, χειμαζομένων λιμήν, προνοίᾳ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ· βρύεις γὰρ ἰαμάτων, ποταμοὺς τοῖς ποθοῦσι, παύεις ἀρρωστημάτων, τὸν φλογμὸν καθ᾿ ἑκάστην· διὸ τὴν θείαν μνήμην σου, πίστει γεραίρομεν.
Ἀντεῖχε Σῴζων σώματος πρὸς αἰκίας,
Πρὸς τὸν μόνον σῴζοντα τὴν ψυχὴν βλέπων.
Ἑβδομάτη Σῴζων θάνε, τυπτόμενος χρόα λαμπρόν.
Ο άγιος Σώζων κατήγετο από την Λυκαονία της Μικράς Ασίας και έζησε κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού (284-305). Το όνομά του προτού βαπτισθή ήτο Ταράσιος. Νεαρός στην ηλικία και ποιμήν προβάτων, σε όποιον τόπο οδηγούσε το κοπάδι του για βοσκή δίδασκε στους κατοίκους τον λόγο της ευσεβείας και έφερνε πολλούς ειδωλολάτρες στην μάνδρα του Θεού.
Κάποια ημέρα, τον καιρό που ξέσπασε ο μεγάλος διωγμός, ενώ έβοσκε το ποίμνιό του σε χλοερό λιβάδι, αποκοιμήθηκε ελαφρά και είδε θεία οπτασία, η οποία τον εθέρμανε στην πίστι. Κυριευμένος από ιερό ζήλο κατέβηκε στην Πομπηιούπολη της Κιλικίας και εισήλθε στο ναό των ειδώλων, όπου λατρευόταν το χρυσό άγαλμα της θεάς Αρτέμιδος. Έκοψε το δεξί χέρι του αγάλματος, το κατατεμάχισε, πούλησε τα τεμάχια και διεμοίρασε τα χρήματα στους πτωχούς. Μεγάλη ήταν η αγανάκτησις των ειδωλολατρών. Ακόμη μεγαλύτερη όμως ήταν η έκπληξις τους, όταν είδαν των Σώζοντα να προλαμβάνη τις υποψίες τους και να παραδίδεται μόνος του στους νεωκόρους του ειδωλείου. Τον συνέλαβαν αμέσως και τον οδήγησαν στον ηγεμόνα της Κιλικίας Μαξιμιανό, που βρισκόταν τότε στην Πομπηιούπολη, για να αποδώση τιμές στο χρυσό αυτό ξόανοι. Ο ηγεμών τον προέτρεψε να θυσιάση στους θεούς, για να εξιλεωθή και να ελευθερωθή. Αλλά ο μάρτυς, αντί να απαντήση, περιέπαιζε τα είδωλα και τα ονόμαζε «έργα χειρών ανθρώπων». Έτσι, παραδόθηκε στους δημίους με την διαταγή να τού ξεσκίσουν τις σάρκες με σιδερένια νύχια. Κατόπιν τού φόρεσαν στα πόδια σιδερένια σανδάλια με αιχμηρά καρφιά και τον ανάγκασαν να βαδίζη.
Ενώ ο άγιος σεμνυνόταν για το άφθονο αίμα που έρρεε από τα πόδια του, ο Μαξιμιανός τού είπε ειρωνευόμενος: «Αύριο, Σώζων, που θα βγή η μεγάλη θεά, παίξε τον αυλό σου και σού ορκίζομαι ότι αυτή θα σε απαλλάξη από κάθε ευθύνη και τιμωρία». Και ο μάρτυς: «Εσύ μέν», τού απήντησε, «μού λέγεις αυτά που σού υποβάλλει ο εμπνευστής σου πονηρός δαίμων, για να με περιπαίξης· αλλά εγώ και πρώτα έπαιζα την φλογέρα μου στους αγρούς βόσκοντας τα πρόβατά μου και τώρα ψάλλω στον Κύριό μου άσμα καινόν ευαγγελιζόμενος σε όλους την σωτηρία. Η δική σου όμως θεά θα στέκεται, κατά την παροιμία, απέναντι από τον αυλό μου σαν άψυχη και αναίσθητη όνος».
Με θυμό ο Μαξιμιανός διέταξε να τον μαστιγώσουν σκληρά, έως ότου διαλυθή το σώμα του. Καθώς το μαρτυρικό του αίμα έπεφτε στην γή σαν ευεργετική δροσιά, ο Σώζων παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό μέσα σε υπερφυσική αγαλλίασι. Οι δήμιοι άναψαν φωτιά, για να κατακαύσουν τα διαλυμένα του μέλη, με την φοβερή όμως καταιγίδα που ξέσπασε η φωτιά σβήσθηκε και αυτοί σκορπίσθηκαν. Ελεύθεροι οι πιστοί συνέλεξαν και επιμελήθηκαν τα τίμια λείψανα οδηγούμενοι από λαμπρότατο φώς, το οποίο τους έφεγγε μέχρι να τελειώσουν την ταφή.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Δι' ὄμφης οὐρανίου πιστωθεῖς πρὸς τὰ κρείττονα, τοὺς τῆς εὐσέβειας ἀγῶνας, ἄπτοητως διέδραμες· καὶ ὤφθης τοῦ Σωτῆρος κοινωνός, ἀθλήσας Μάρτυς Σῴζων ἄνδρικως· διὰ τοῦτο διασῴζεις ἐκ πειρασμῶν, τοὺς πίστει προσιόντας σοί. Δόξα τῷ παρασχόντι σοὶ ἴσχυν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἔνεργουντι διὰ σοῦ πάσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ὁ Μάρτυς σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τὸν ἀληθῆ, καὶ θεοφόρον Μάρτυρα, καὶ ἀθλητὴν τῆς εὐσεβείας δόκιμον, συνελθόντες ἀνυμνήσωμεν, μεγαλοφώνως πάντες σήμερον, Σῴζοντα τὸν θεῖον μύστην τῆς χάριτος, ἰάσεων δοτῆρα πλουσιώτατον· πρεσβεύει γὰρ τῷ θεῷ, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Κάθισμα
Ἦχος δ’.
Ταχὺ προκατάλαβε σωθεὶς διὰ πίστεως, Σῴζων πολύαθλε, σωτήριος γέγονας, χειμαζομένων λιμήν, προνοίᾳ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ· βρύεις γὰρ ἰαμάτων, ποταμοὺς τοῖς ποθοῦσι, παύεις ἀρρωστημάτων, τὸν φλογμὸν καθ᾿ ἑκάστην· διὸ τὴν θείαν μνήμην σου, πίστει γεραίρομεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου