Άγιος και Δίκαιος Βασιλιάς Δαυΐδ, ο Προφητάναξ - Μέρος 2ο. Ημέρα Μνήμης: Κυριακή των Προπατόρων.
Μνήμη Δαυΐδ Βασιλέως, υἱοῦ Ἰεσσαί.
Ἐγὼ τὶ φήσω, μαρτυροῦντος Κυρίου,
Τὸν Δαυΐδ εὗρον, ὡς ἐμαυτοῦ καρδίαν;
Ο Δαβίδ υπήρξε ποιμένας, μουσικός, ποιητής, στρατιωτικός διοικητής, προφήτης και βασιλιάς. Το όνομά του στα εβραϊκά σημαίνει "αγαπημένος" ή "αγαπητός". Ήταν ο δεύτερος κατά σειρά μετά τον Σαούλ Βασιλιάς και ο μεγαλύτερος απ' όλους τους βασιλιάδες του Ισραήλ. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των χρονολογιών της Παλαιάς Διαθήκης ο Δαβίδ θα πρέπει να έζησε περίπου το 1041-971 π.Χ. Βασίλευσε για 40 χρόνια, από το 1011-971 π.Χ.. Οι περισσότεροι Ψαλμοί είναι γραμμένοι από τον Δαβίδ.
Ο Δαβίδ ανήκε στη φυλή του Ιούδα και καταγόταν απ' τη Βηθλεέμ. Ήταν γιος του Ιεσσαί από τη Βηθλεέμ, γιου του Ωβήδ, από τη φυλή Ιούδα (Ρουθ 4,22. Α' Βασιλειών 16,12. 16,18-19. 17,12. 17,58. 20,27. 20,30-31. 25,10. Β' Βασιλειών 23,1. Α' Παραλειπομένων 2,15. 10,14. 12,19) και δισέγγονος της Ρουθ και του Βοόζ (Ρουθ 4,22). Ήταν ο μικρότερος από τα εφτά παιδιά του Ιεσσαί. Τα αδέρφια του ήταν ο Ελιάβ, ο Αμιναδάβ (Αβιναδάβ), ο Σαμά ή Σαμαά (Σαμμά, Σιμά), ο Ναθαναήλ, ο Ζαδδαΐ (Ραδδαΐ) και ο Ασόμ (Οσέμ) (Α' Βασιλειών 16,6-12. 17,12-14. Α' Παραλειπομένων 2,13-15). Ακόμη ο Δαβίδ είχε και δύο αδερφές, τη Σαρουΐα (Σερουΐα) και την Αβιγαία (Α' Παραλειπομένων 2,16).
Ο Δαβίδ είχε ως συζύγους τη Μελχόλ (Μιχάλ) που ήταν κόρη του Σαούλ (Α' Βασιλειών 18,27. 19,11). Τον καιρό που τον καταδίωκε ο Σαούλ πήρε την Αβιγαία, πρώην γυναίκα του Ναβάλ από την Κάρμηλο (Α' Βασιλειών 25,42. 27,3. 30,5. Β' Βασιλειών 2,2. Α' Παραλειπομένων 3,1) και την Αχινόομ από την Ιεζραέλ (Α' Βασιλειών 25,43. 27,3. 30,5. Β' Βασιλειών 2,2. 3,2. Α' Παραλειπομένων 3,1). Μετά στη Χεβρών απέκτησε κι άλλες γυναίκες, όπως την Μααχά (Μωχά), που ήταν κόρη του Θολμί, βασιλιά της Γεδσούρ, την Φεγγίθ (Αγγίθ), την Αβιτάλ και την Αιγλά (Αγλά) (Β' Βασιλειών 3,3-5. Α' Παραλειπομένων 3,2-3). Ο Δαβίδ μετά τον ερχομό του στην Ιερουσαλήμ, πήρε κι άλλες γυναίκες και παλλακίδες και συζύγους, από τις οποίες απέκτησε κι άλλους γιους και κόρες. Η κυριότερη από τις γυναίκες που πήρε στην Ιερουσαλήμ ήταν η Βηρσαβεέ (Β' Βασιλειών 11,27. 12,24. Α' Παραλειπομένων 3,5).
Στη Βίβλο περιγράφεται ότι ήταν μικρός στο ανάστημα, ξανθός, με ωραία μάτια και με ωραίο, αγαθό πρόσωπο (Α' Βασιλειών 16,12. 16,18. 17,42). Από μικρή ηλικία ήταν ποιμένας στα πρόβατα της οικογένειάς του (Α' Βασιλειών 16,11) και ήταν πολύ ικανός στη σφεντόνα. Ήταν εξαίρετος μουσικός και ποιητής. Έπαιζε ένα μουσικό όργανο που λεγόταν ψαλτήρι και έμοιαζε με άρπα (Α' Βασιλειών 16,18). Ο Δαβίδ ήταν συνετός και εξαίρετος πολεμιστής, γενναίος, μιλούσε με σοφία και φρόνηση και ήταν πλήρης αφοσιωμένος στο Θεό (Α' Βασιλειών 16,18). Όταν τον επέλεξε ο Κύριος για να τον χρησιμοποιήσει σύμφωνα με το θέλημά Του, τον περιέγραψε ως "άντρα που είναι όπως τον θέλει η καρδιά του Θεού" (Α' Βασιλειών 16,1. Πράξεις 13,22), καθώς επίσης "αγαθός και άξιος ενώπιόν του Κυρίου" (Α' Βασιλειών 16,12).
Ο ΔΑΒΙΔ ΑΝΑΚΗΡΥΣΣΕΤΑΙ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ
Μετά το θάνατο του Σαούλ, ο Δαβίδ μαζί με τις δυο γυναίκες του, την Αχινόομ και την Αβιγαία, και τους άνδρες του με τις οικογένειες τους, εγκαταστάθηκαν, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, στη Χεβρών και στις γύρω πόλεις. Τότε ήρθαν οι άνδρες και οι πρεσβύτεροι του Ιούδα και έχρισαν εκεί το Δαβίδ βασιλιά της φυλής Ιούδα, σύμφωνα με το λόγο που είχε προαναγγείλει ο Κύριος στο Σαμουήλ (Β' Βασιλειών 2,1-4. Α' Παραλειπομένων 11,1-3). Όταν έφτασε στο Δαβίδ η είδηση ότι οι κάτοικοι της Ιαβές (Ιαβίς), στη Γαλαάδ, φρόντισαν κι έθαψαν το Σαούλ, έστειλε σ' αυτούς αγγελιοφόρους και τους επιβράβευσε για την πράξη τους. Τους υποσχέθηκε ακόμη, ότι θα τους ανταποδώσει το καλό που κάνανε στο βασιλιά τους (Β' Βασιλειών 2,5-7).
Όταν ο Δαβίδ εγκαταστάθηκε στη Χεβρών καθημερινά ερχόντουσαν πολεμιστές απ' όλες τις φυλές του Ισραήλ, έτσι που σχηματίστηκε ένα στράτευμα τεράστιο. Όλοι αυτοί ήταν ετοιμοπόλεμοι άνδρες, οι οποίοι ενώθηκαν με το στρατό του Δαβίδ και αποδέχτηκαν το βασιλικό του αξίωμα. Ήταν καλογυμνασμένοι, έμπειροι για πόλεμο, εξοπλισμένοι με κάθε είδους όπλα και αποφασισμένοι να βοηθήσουν το Δαβίδ με όλη τους την καρδιά. Από τη φυλή του Ιούδα ήταν 6.800 άνδρες, ετοιμοπόλεμοι και οπλισμένοι με ασπίδες και δόρατα. Από τη φυλή του Συμεών ήταν 7.100 άνδρες, γενναίοι και ετοιμοπόλεμοι. Από τη φυλή του Λευΐ ήταν 4.600 άνδρες. Από τη φυλή του Βενιαμίν ήταν 3.000 άνδρες, γιατί οι περισσότεροι ήταν ακόμη στη φρουρά του Σαούλ. Από τη φυλή του Εφραίμ ήταν 20.800 άνδρες, γενναίοι και ονομαστοί. Από τη μισή φυλή του Μανασσή ήταν 18.000 άνδρες, οι οποίοι προσκλήθηκαν ονομαστικά για ν' ανακηρύξουν το Δαβίδ βασιλιά του Ισραήλ. Από τη φυλή του Ισσάχαρ ήταν 200 σοφοί αρχηγοί και οι συγγενείς τους, οι οποίοι γνώριζαν τον καιρό και τι έπρεπε να κάνει ο ισραηλιτικός λαός στις διάφορες περιστάσεις. Από τη φυλή του Ζαβουλών ήταν 50.000 άνδρες, ετοιμοπόλεμοι, καλά γυμνασμένοι και οπλισμένοι με όλα τα πολεμικά όπλα, αποφασισμένοι να βοηθήσουν το Δαβίδ με όλη τους την καρδιά. Από τη φυλή του Νεφθαλί ήταν 1000 αρχηγοί και μαζί μ' αυτούς ήταν 37.000 άνδρες, οι οποίοι έφεραν μεγάλες ασπίδες και δόρατα. Από τη φυλή του Δαν ήταν 28.800 ετοιμοπόλεμοι άνδρες. Από τη φυλή του Ασήρ ήταν 40.000 ετοιμοπόλεμοι άνδρες. Από τις φυλές που ήταν πέρα από τον Ιορδάνη, του Ρουβήν, του Γαδ και της μισής Μανασσή, ήταν 120.000 άνδρες, ετοιμοπόλεμοι και οπλισμένοι με όλα τα πολεμικά όπλα. Το Δαβίδ ακολούθησαν ακόμη ο Ιωδαέ, αρχηγός της πατριαρχικής οικογένειας του Ααρών με 3.700 άνδρες, ο νεαρός Σαδώκ, γενναίος άνδρας, με 22 άρχοντες της πατριαρχικής του οικογένειας. Όλοι αυτοί πήγαν στη Χεβρών για ν' ανακηρύξουν το Δαβίδ βασιλιά όλου του Ισραήλ. Εγκαταστάθηκαν στη Χεβρών επί τρεις ημέρες και είχαν φέρει μαζί τους πολλά ζώα και τρόφιμα, αλλά τους συντηρούσε και ο λαός (Α' Παραλειπομένων 12,1-41).
Μεταξύ αυτών ήταν και το σώμα των επιλέκτων και των ανδρείων του Δαβίδ, οι οποίοι τον βοήθησαν να εδραιώσει τη βασιλεία του, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου στον ισραηλιτικό λαό. Οι σημαντικότεροι του σώματος αυτού, οι οποίοι ήταν και αρχηγοί του στρατού του ήταν ο Ιεσεβάαλ, ένας από τους 3 καλύτερους και δυνατότερους ανδρείους του Δαβίδ και αρχηγός 30 επιλέκτων, ο Ελεάζαρ, ένας από τους 3 καλύτερους και δυνατότερους ανδρείους του Δαβίδ, ο Αβεσσά, ανιψιός του Δαβίδ και αδερφός του αρχιστράτηγου Ιωάβ, ο οποίος ήταν ο αρχηγός των τριών πιο δυνατών και ανδρείων του Δαβίδ, ο Βαναίας, ο οποίος ήταν ο πιο ένδοξος από τους τριάντα επιλέκτους και ανδρείους του Δαβίδ και πολύ δυνατός. Ο Βαναίας ήταν ο αρχηγός της σωματοφυλακής του Δαβίδ (Α' Παραλειπομένων 11,10-47).
Στο μεταξύ όμως, ο Αβεννήρ, ο αρχιστράτηγος του Σαούλ, ανακήρυξε στη Μαναέμ τον Ιεβοσθέ, γιο του Σαούλ, βασιλιά στον Ισραήλ. Αλλά η φυλή Ιούδα ακολούθησε το Δαβίδ. Σ' αυτούς ο Δαβίδ βασίλεψε για εφτά χρόνια κι έξι μήνες στη Χεβρών. Ο Αβεννήρ μετά την ανακήρυξη του Ιεβοσθέ, εκστράτευσε εναντίον του Δαβίδ και κατευθύνθηκε από τη Μαναέμ στη Γαβαών. Ο στρατός του Δαβίδ, με αρχιστράτηγο τον Ιωάβ, γιο της Σαρουΐας, παρατάχτηκε απέναντί του για μάχη. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν κοντά σε μια πηγή στη Γαβαών και στρατοπέδευσαν οι μεν από τη μια πλευρά της πηγής και οι δε απ' την άλλη. Ο Αβεννήρ πρότεινε στον Ιωάβ να μονομαχήσουν δώδεκα άντρες από κάθε παράταξη. Ο Ιωάβ δέχτηκε την πρόκληση. Από τη μια πλευρά ήταν 12 Βενιαμινίτες από το στρατό του Ιεβοσθέ και 12 άνδρες του Δαβίδ από την άλλη. Στη μονομαχία που ακολούθησε, ο καθένας έπιασε το κεφάλι του αντιπάλου του και με το ξίφος του διαπέρασε την πλευρά κι έτσι έπεσαν όλοι μαζί. Έτσι ονομάστηκε εκείνος ο τόπος «Μέρος των επιβούλων».
Εκείνη την ημέρα ξέσπασε σκληρή μάχη και νικήθηκε ο Αβεννήρ από τους άνδρες του Δαβίδ. Εκεί ήταν και οι τρεις γιοι της Σαρουΐας, ο Ιωάβ, ο Αβεσσά και ο Ασαήλ. Ο Ασαήλ, που ήταν πολύ γρήγορος, καταδίωξε τον Αβεννήρ. Όταν τον πλησίασε, ο Αβεννήρ του είπε να πάρει μια πανοπλία από κάποιο νεκρό στρατιώτη ως τρόπαιο νίκης και να γυρίσει πίσω. Ο Ασαήλ επέμενε. Τότε ο Αβεννήρ τον χτύπησε με την αιχμή του δόρατος στα νεφρά και τον διαπέρασε από την πίσω πλευρά. Έτσι ο Ασαήλ χτυπημένος θανάσιμα έπεσε νεκρός στο μέρος εκείνο. Σε λίγο κατέφτασαν και τ' αδέρφια του με τον στρατό του Δαβίδ. Ο Ιωάβ και ο Αβεσσά καταδίωξαν τον Αβεννήρ. Ο ήλιος κόντευε να δύσει όταν έφτασαν στο βουνό Αμμάν, απέναντι από τη Γαΐ. Ο Αβεννήρ κατέφυγε σ' εκείνο το βουνό, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι άνδρες της φυλής Βενιαμίν. Από κει ο Αβεννήρ φώναξε στον Ιωάβ και του πρότεινε την κατάπαυση του αδελφικού πολέμου. Ο Ιωάβ συμφώνησε κι έτσι σταμάτησε εκείνη η μάχη. Ο Αβεννήρ με τους άνδρες του βάδισαν όλη τη νύχτα και στρατοπέδευσαν στην τοποθεσία «Παρεμβολή» πέρα από τον Ιορδάνη. Ο Ιωάβ βάδισε κι αυτός όλη τη νύχτα και γύρισε πίσω στη Χεβρών. Από το στρατό του Δαβίδ σκοτώθηκαν 19 άνδρες και ο Ασαήλ, ενώ από το στρατό του Αβεννήρ σκοτώθηκαν 360 άνδρες, κυρίως από τη φυλή Βενιαμίν. Το σώμα του Ασαήλ το έθαψαν στον τάφο του πατέρα του στη Βηθλεέμ (Β' Βασιλειών 2,8-32). Ο πόλεμος ανάμεσα στην οικογένεια του Σαούλ και στην οικογένεια του Δαβίδ κράτησε πολύ. Αλλά ο Δαβίδ γινόταν ολοένα και ισχυρότερος, ενώ η οικογένεια του Σαούλ συνεχώς εξασθενούσε (Β' Βασιλειών 3,1).
Ο ΔΑΒΙΔ ΑΝΑΚΗΡΥΣΣΕΤΑΙ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΟΛΟΥ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ
Μετά από μια διαμάχη που είχε ο Αβεννήρ με τον Ιεβοσθέ, επειδή ο Ιεβοσθέ επέκρινε τον Αβεννήρ, γιατί πλάγιασε με μια παλλακίδα του πατέρα του, ο Αβεννήρ έστειλε αγγελιοφόρους στο Δαβίδ, ο οποίος βρισκόταν τότε στη Θαιλάμ, και του πρότεινε συμφωνία, πως θα τον βοηθούσε να επεκτείνει τη βασιλεία του σε όλο το Ισραήλ. Ο Δαβίδ αποδέχτηκε την πρόταση του Αβεννήρ, με την προϋπόθεση να του φέρει τη Μελχόλ, την κόρη του Σαούλ, επειδή παλιότερα ο πατέρας της την είχε δώσει σε άλλον. Ο Δαβίδ έστειλε ανθρώπους και στον Ιεβοσθέ και του ζητούσε να του δώσει πίσω τη Μελχόλ. Ο Αβεννήρ, με τη σύμφωνη γνώμη του Ιεβοσθέ, παρέλαβε τη Μελχόλ από τον άντρα της, τον Φαλτιήλ, ο οποίος τη συνόδεψε μέχρι τη Βαρακίμ κλαίγοντας, και την παρέδωσε στο Δαβίδ (Β' Βασιλειών 3,6-16). Μετά ο Αβεννήρ μίλησε με τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ και της φυλής Βενιαμίν, και τους πρότεινε, αυτό που κι αυτοί ζητάγανε καιρό τώρα, να γίνει, δηλαδή, ο Δαβίδ βασιλιάς όλου του Ισραήλ. Εκείνοι αποδέχτηκαν την πρόταση του Αβεννήρ. Κατόπιν πήγε στη Χεβρών με 20 άνδρες για να το αναγγείλει στο Δαβίδ. Ο Δαβίδ ετοίμασε συμπόσιο γι' αυτόν και για τους άνδρες του και του εγγυήθηκε να αποχωρήσει με ασφάλεια (Β' Βασιλειών 3,17-21).
Όταν ο Ιωάβ, ο αρχιστράτηγος του Δαβίδ, έφτασε στη Χεβρών ύστερα από μια εκστρατεία, και έμαθε ότι ο Αβεννήρ επισκέφτηκε το Δαβίδ και αποχώρησε ειρηνικά, τότε θύμωσε με το Δαβίδ που τον άφησε να φύγει έτσι. Μετά έστειλε αγγελιοφόρους στον Αβεννήρ και μια κάποια πρόφαση τον γύρισαν πίσω στη Χεβρών. Τότε ο Ιωάβ τον πήρε παράμερα δήθεν για να του μιλήσει κρυφά, κι εκεί τον χτύπησε στα νεφρά και τον σκότωσε, επειδή κι εκείνος είχε σκοτώσει τον αδερφό του τον Ασαήλ. Όταν το έμαθε ο Δαβίδ αποποιήθηκε της πράξης του Ιωάβ, στον οποίο απέδωσε όλη την ευθύνη για τον θάνατο του Αβεννήρ.
Κατά την ταφή του Αβεννήρ στη Χεβρών, ο Δαβίδ και όλος ο στρατός θρήνησαν και έκλαψαν πάνω στον τάφο του. Ύστερα ο Δαβίδ απάγγειλε για τον Αβεννήρ έναν θρήνο και όλος ο λαός τον έκλαψε. Μετά, κι όσο ακόμα ήταν μέρα, προσπάθησαν να πείσουν το Δαβίδ να φάει, αλλά ο Δαβίδ αρνήθηκε να φάει πριν βασιλέψει ο ήλιος. Όταν το έμαθε αυτό ο λαός, το επικρότησε, και όλοι κατάλαβαν ότι δεν ήταν διαταγή του βασιλιά Δαβίδ ο θάνατος του Αβεννήρ (Β' Βασιλειών 3,22-39).
Αμέσως μετά ο Ρεκχά (Ρηχάβ) και ο Βαανά, οι γιοι του Ρεμμών από την Βηρώθ, που ήταν στην υπηρεσία του Ιεβοσθέ και ήταν αρχηγοί ληστρικών συμμοριών, μπήκαν στην κατοικία του Ιεβοσθέ, την πιο ζεστή ώρα της ημέρας, όταν αυτός κοιμόταν για μεσημέρι. Τα δυο αδέρφια μπήκαν στον κοιτώνα όπου κοιμόταν ο Ιεβοσθέ, τον σκότωσαν και του πήραν το κεφάλι και το έφεραν στο Δαβίδ, στη Χεβρών. Ο Δαβίδ, όμως, πρόσταξε τους άνδρες του και σκότωσαν τους δύο γιους του Ρεμμών. Μετά τους έκοψαν τα χέρια και τα πόδια και τους κρέμασαν κοντά στην πηγή της Χεβρών. Έπειτα πήραν το κεφάλι του Ιεβοσθέ και το έθαψαν στον τάφο του Αβεννήρ, στη Χεβρών (Β' Βασιλειών 4,1-12).
Οι πρεσβύτεροι, απ' όλες τις φυλές των Ισραηλιτών ήρθαν στο Δαβίδ, στη Χεβρών, και έχρισαν το Δαβίδ βασιλιά όλου του Ισραήλ. Ο Δαβίδ ήταν 30 ετών όταν έγινε βασιλιάς όλου του Ισραήλ και βασίλεψε 40 χρόνια. Εφτά χρόνια και έξι μήνες ήταν βασιλιάς της φυλής Ιούδα, στη Χεβρών, και 33 τρία χρόνια ήταν βασιλιάς όλου του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,1-5. Α' Παραλειπομένων 3,4. 11,1-3).
ΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΙ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ
Ο Δαβίδ βασίλεψε σε όλο το Ισραήλ και οργάνωσε το βασίλειό του. Δίκαζε κι απέδιδε το δίκαιο σε όλους αμερόληπτα. Τοποθέτησε ικανά στελέχη σε όλες τις κρατικές και στρατιωτικές θέσεις. Ο Ιωάβ, γιος της Σαρουΐας, ήταν ο αρχιστράτηγός του, ο Βαναίας ήταν σύμβουλος του Δαβίδ και αρχηγός της σωματοφυλακής του, ο Χελεθθί και ο Φελεττί ήταν οι αυλάρχες του και οι σωματοφύλακές του. Ο Ιωσαφάτ είχε τη φροντίδα των υπομνημάτων, ο Ασά (Σουσά) ήταν ο γραμματέας, ο Αδωνιράμ ήταν ο υπεύθυνος επί των φόρων (Β' Βασιλειών 8,15-18. 20,23-25. 23,23. Α' Παραλειπομένων 18,14-17. 27,34). Ο Ιωνάθαν, θείος του Δαβίδ, άνθρωπος συνετός ήταν σύμβουλος και γραμματέας του βασιλιά Δαβίδ (Α' Παραλειπομένων 27,32). Σύμβουλοι ήταν επίσης ο Αχιτόφελ ο Γελμωναίος (Β' Βασιλειών 15,12. Α' Παραλειπομένων 27,33) και ο Χουσί που ήταν σύμβουλος και στενός φίλος του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 15,32. 15,37. 16,16-17. Α' Παραλειπομένων 27,33). Ο Ιεήλ, γιος του Αχαμί, ήταν επόπτης και παιδαγωγός των γιων του Δαβίδ (Α' Παραλειπομένων 27,32). Ο Ιωδαέ, πατέρας του Βαναία, μετά την αποστασία και το θάνατο του Αχιτόφελ, πήρε τη θέση του ως σύμβουλος του Δαβίδ (Α' Παραλειπομένων 27,34). Ο Σαδώκ με τον Αβιάθαρ (Β' Βασιλειών 20,25) και αργότερα με τον Αχιμέλεχ, γιο του Αβιάθαρ, ήταν οι αρχιερείς του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 8,17. Α' Παραλειπομένων 18,16). Ο Ιράς αναφέρεται κι αυτός ως ιερέας του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 20,26).
Ο Ασμώθ είχε διορισθεί επόπτης και φύλακας των θησαυρών του βασιλιά Δαβίδ, που υπήρχαν στην Ιερουσαλήμ. Ο Ιωνάθαν είχε διορισθεί επόπτης και φύλακας των θησαυρών του Δαβίδ, που βρίσκονταν στους αγρούς, στις κωμοπόλεις, στις αγροτικές κατοικίες και στους πύργους. Ο Εσδρί είχε διορισθεί επόπτης των εργατών, οι οποίοι εργάζονταν και καλλιεργούσαν τους βασιλικούς αγρούς. Ο Σεμεΐ από τη Ραήλ, είχε διορισθεί επόπτης επί των βασιλικών χωριών. Ο Ζαβδί είχε διορισθεί επόπτης στους βασιλικούς αμπελώνες και του κρασιού. Ο Βαλλανάν από τη Γεδώρ, είχε διορισθεί επόπτης στους βασιλικούς ελαιώνες και τις συκομουριές που βρίσκονταν στην πεδινή περιοχή. Ο Ιωάς είχε διορισθεί επόπτης επί της σοδειάς του ελαίου. Ο Σατραΐ από την Σαρών, είχε διορισθεί επόπτης στις αγέλες των βοοειδών, που έβοσκαν στην πεδιάδα Σαρών. Ο Σωφάτ είχε διορισθεί επόπτης στις αγέλες των βοοειδών, που έβοσκαν στις κοιλάδες. Ο Αβίας ο Ισμαηλίτης είχε διορισθεί ως επόπτης στις αγέλες των καμήλων του βασιλιά. Ο Ιαδίας από την Μεραθών, είχε διορισθεί ως επόπτης στους όνους του βασιλιά. Και ο Ιαζίζ ο Αγαρίτης είχε διορισθεί ως επόπτης στις αγέλες των βασιλικών προβάτων (Α' Παραλειπομένων 27,25-31).
ΟΙ ΓΙΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ
Στη Χεβρών ο Δαβίδ απέκτησε αρκετούς γιους. Πρωτότοκος ήταν ο Αμνών (Αμών) από την Αχινόομ. Δεύτερος ήταν ο Δαλουΐα ή Δαμνιήλ (Δανιήλ, Χιλεάβ) από την Αβιγαία. Τρίτος ο Αβεσσαλώμ, που ήταν γιος της Μααχά (Μωχά), κόρης του Θολμί (Θολμαΐ), βασιλιά της Γεδσούρ (Γεσίρ). Τέταρτος ήταν ο Ορνία ή Αδωνία (Αδωνί) από την Φεγγίθ ή Αγγίθ. Πέμπτος ο Σαβατία ή Σαφατία (Σεφατίας) από την Αβιτάλ. Και έκτος ο Ιεθεραάμ ή Ιεθραάμ (Ιθρεάμ) από την Αιγλά ή Αγλά (Β' Βασιλειών 3,2-5. Α' Παραλειπομένων 3,1-3). Από την Μααχά (Μωχά) ο Δαβίδ είχε και μία κόρη τη Θημάρ (Ταμάρ) (Α' Παραλειπομένων 3,9).
Ο Δαβίδ μετά τον ερχομό του στην Ιερουσαλήμ, πήρε κι άλλες γυναίκες και παλλακίδες και συζύγους, από τις οποίες απέκτησε κι άλλους γιους και κόρες. Τα ονόματα των γιων που απέκτησε στην Ιερουσαλήμ είναι: Από τη Βηρσαβεέ, κόρη του Αμιήλ, απέκτησε τους Σαμμούς ή Σαμαά (Σαμμουά, Σιμεά), Σωβάβ, Νάθαν, Σολωμών ή Σαλομών. Από άλλες συζύγους ή παλλακίδες απέκτησε 9 γιους. Αυτοί είναι: Ιεβαάρ ή Ιβαάρ ή Εβεάρ (Ιβχάρ), Ελισά ή Ελισούς ή Ελισαέ (Ελισουά), Ελιφαλήθ ή Ελιφαλάθ ή Ελιφαλέτ (Ελιφέλετ), Ναγαί ή Ναγέδ ή Ναγέθ (Νωγά), Ναφέκ ή Ναφάγ (Νεφέγ), Ιαφιέ ή Ιεφιές (Ιαφιά), Ελισαμά ή Ελισαμαέ, Ελιαδά ή Ελιαδέ ή Ελιδαέ (Ελεαδά, Ελγιαδά ή Βεελιαδά), Ελιφαλά ή Ελιφαλάτ ή Ελιφαλέτ (Ελιφελέτ, Ελπαλέτ) (Β' Βασιλειών 5,13-16. Α' Παραλειπομένων 3,5-9. 14,3-7). Αναφέρονται όμως και τα ονόματα κι άλλων γιων: Σαμαέ, Ιεσσιβάθ, Νάθαν, Γαλαμαάν, Ιεβαάρ, Θεησούς, Ναφέκ ή Ναφάγ, Ιανάθαν, Λεασαμύς, Βααλιμάθ και Ελιφαάθ (Β' Βασιλειών 5,16). Αυτός όμως που τον διαδέχτηκε στο θρόνο ήταν ο γιος του ο Σολομών (Β' Βασιλέων 5,14. 12,24. Γ' Βασιλειών 1,13. 1,33. 2,1. 2,12-13. 2,19. 2,22. 2,24. 2,46λ. 3,6. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,4. 22,5-7. 22,9. 22,17. 28,5. 28,9. 28,11. 28,20. 29,1. 29,19. 29,22-23. 22,28. Β' Παραλειπομένων 1,1. 1,8).
ΤΑ ΔΩΔΕΚΑ ΣΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ
Όλους τους μάχιμους Ισραηλίτες ο Δαβίδ τους είχε χωρίσει σε δώδεκα τμήματα και κάθε τμήμα αποτελούνταν από 24.000 άνδρες. Κάθε μήνα ο διοικητής του κάθε σώματος αναλάμβανε τη διοίκηση όλων των στρατιωτικών τμημάτων. Οι 12 αρχηγοί των σωμάτων στρατού ήταν ο Ισβοάζ (Ιασοβεάμ), γιος του Ζαβδιήλ, για τον πρώτο μήνα, ο Δωδία (Δωδαΐ), γιος του Χωκ (Αχώαχ), για τον δεύτερο μήνα, ο Βαναίας (Βεναΐας), γιος του Ιωδαέ (Ιεωϊαδά), για τον τρίτο μήνα, ο Ασαήλ, αδερφός του Ιωάβ και αργότερα ο γιος του Ζαβαδίας (Ζεβαδίας), για τον τέταρτο μήνα, ο Σαμαώθ (Σαμούθ), γιος του Ιεσραέ (Ζεράχ), για τον πέμπτο μήνα, ο Οδουΐας (Ιρά), γιος του Εκκής (Ικκές), για τον έκτο μήνα, ο Χελλής (Χελής), γιος του Φαλλούς, για τον έβδομο μήνα, ο Σοβοχαΐ (Σιββεχαΐ), γιος του Ζαραΐ (Ζεράχ), για τον όγδοο μήνα, ο Αβιέζερ για τον ένατο μήνα, ο Μεηρά (Μααραΐ), γιος του Ζαραΐ (Ζεράχ), για τον δέκατο μήνα, ο Βαναίας από τη Φαραθών για τον ενδέκατο μήνα και ο Χολδία (Χελδαΐ), γιος του Γοθονιήλ (Οθνιήλ), για τον δωδέκατο μήνα (Α' Παραλειπομένων 27,1-15). (Α' Παραλειπομένων 27,1-15).
Ο ΔΑΒΙΔ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΙΕΒΟΥΣΑΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΙΛΙΣΤΑΙΩΝ
Μετά απ' αυτά τα γεγονότα, ο Δαβίδ και οι άνδρες του βάδισαν κατά της Ιερουσαλήμ, που μέχρι τότε ονομαζόταν Ιεβούς. Οι Ιεβουσαίοι, που κατοικούσαν στην περιοχή, αρνήθηκαν να παραδώσουν την πόλη στον Δαβίδ. Μάλιστα του είπαν πως ακόμα οι τυφλοί και οι κουτσοί θα τον αποκρούσουν, γιατί η πόλη ήταν καλά οχυρωμένη. Παρ' όλα αυτά όμως ο Δαβίδ κυρίεψε το φρούριο της Σιών, που ονομάστηκε στη συνέχεια, Πόλη Δαβίδ. Εκείνη την ημέρα ο Δαβίδ είχε δώσει διαταγή να χτυπάνε και να σκοτώσουν τους Ιεβουσαίους, ακόμη και τους τυφλούς και τους κουτσούς, γιατί τον περιφρόνησαν (Β' Βασιλειών 5,6-9). Α' Παραλειπομένων 11,4-7). Πριν την κατάληψή της, ο Δαβίδ είχε βγάλει μια διαταγή, ότι ο πρώτος που θα σκότωνε Ιεβουσαίο, θα γινόταν αρχιστράτηγός του. Ο πρώτος που επιτέθηκε στο οχυρωμένο αυτό φρούριο ήταν ο Ιωάβ, ο γιος της Σαρουΐας, κι έτσι έγινε αρχιστράτηγος (Α' Παραλειπομένων 11,6).
Ο Δαβίδ ανοικοδόμησε την πόλη κι εγκαταστάθηκε στην Ιερουσαλήμ το 1004 π.Χ., την οποία έκανε νέα πρωτεύουσα του βασιλείου του. Στη συνέχεια έχτισε κι άλλα οχυρωματικά έργα γύρω από την πόλη, καθώς επίσης και την κατοικία του. Έτσι ο Δαβίδ γινόταν συνεχώς ισχυρότερος, γιατί ο Κύριος ήταν μαζί του και η βασιλεία του έφτασε σε μεγάλη ακμή (Β' Βασιλειών 5,9-10. 5,12). Α' Παραλειπομένων 11,8-9. 14,2). Η Ιερουσαλήμ αναφέρεται στους Ψαλμούς ως κατοικητήριο του Θεού και πολιτεία του Δαβίδ (Ψαλμός 131). Ο Χειράμ, βασιλιάς της Τύρου, έστειλε στο Δαβίδ διπλωματική αντιπροσωπεία. Επίσης του έστειλε ξύλα κέδρων, ξυλουργούς και χτίστες, για να του χτίσουν το ανάκτορό του (Β' Βασιλειών 5,11). Α' Παραλειπομένων 14,1).
Όταν άκουσαν οι Φιλισταίοι ότι ο Δαβίδ χρίστηκε βασιλιάς του Ισραήλ, ξεκίνησαν με όλο το στρατό τους για να τον θέσουν υπό την εξουσία τους. Οι Φιλισταίοι στρατοπέδευσαν στην «κοιλάδα των Τιτάνων». Ο Δαβίδ στρατοπέδευσε στην τοποθεσία «Βαάλ Φαρασίν» ή «Επάνω Διακοπαί» και με τη βοήθεια του Κυρίου, πήγε εκεί που ήταν οι Φιλισταίοι και τους νίκησε. Μετά τη μάχη ο Δαβίδ είπε «ο Κύριος διασκόρπισε τους εχθρούς μου, όπως διακόπτεται η ροή και διασκορπίζονται τα ορμητικά νερά» γι' αυτό και ονομάστηκε η περιοχή «Επάνω Διακοπαί» ή «Διακοπή Φαρασίν». Οι Φιλισταίοι φεύγοντας πανικόβλητοι άφησαν εκεί τα αγάλματα των θεών τους, και ο Δαβίδ και οι άνδρες του τα πήραν και τα έριξαν στη φωτιά.
Οι Φιλισταίοι όμως ξαναγύρισαν στην «κοιλάδα των Τιτάνων» κι αυτή τη φορά ήταν περισσότεροι. Ο Δαβίδ, πάλι με τη βοήθεια και τις οδηγίες του Κυρίου, τους χτύπησε στα νώτα τους, από «το δάσος του Κλαυθμώνος». Μπροστά από το Δαβίδ πήγαινε ο Κύριος, μέσα από μια δυνατή βοή που έβγαινε από τα δέντρα του δάσους και σκόρπισε τον τρόμο στους Φιλισταίους. Ο Δαβίδ νίκησε τους Φιλισταίους και τους έτρεψε σε φυγή καταδιώκοντάς τους από τη Γαβαών έως τη Γαζηρά (Β' Βασιλειών 5,17-25. Α' Παραλειπομένων 14,8-17).
Για όσο κράτησε ο πόλεμος αυτός, ο Δαβίδ είχε στήσει το αρχηγείο του στην Κασών, σ' ένα βράχο κοντά στο σπήλαιο της Οδολλάμ. Ένα στρατιωτικό τμήμα των Φιλισταίων είχε στρατοπεδεύσει στην «κοιλάδα των Τιτάνων». Κάποια στιγμή εκδήλωσε την επιθυμία να πιει νερό από το πηγάδι που βρισκόταν στην πύλη της Βηθλεέμ. Τότε τρεις γενναίοι από το σώμα των επιλέκτων, ο Ιεβοσθέ (Ιεσεβάαλ), ο Ελεανάν και ο Σαμαΐα, πέρασαν με κίνδυνο της ζωής τους μέσα από το φυλάκιο των Φιλισταίων που βρισκόταν κοντά στη Βηθλεέμ και έβγαλαν νερό από το πηγάδι. Όταν το έφεραν στο Δαβίδ, εκείνος δεν θέλησε να το πιει και το πρόσφερε σπονδή στον Κύριο (Β' Βασιλειών 23,13-17. Α' Παραλειπομένων 11,15-19).
Ο ΔΑΒΙΔ ΜΕΤΑΦΕΡΕΙ ΤΗΝ ΚΙΒΩΤΟ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΣΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ
Μετά απ' τα γεγονότα, ο Δαβίδ κατασκεύασε για τον εαυτό του οικίες στην Ιερουσαλήμ, καθώς και μια καινούρια Σκηνή για να τοποθετήσει σ' αυτή την Κιβωτό της Διαθήκης. Έτσι ο Δαβίδ έκανε σύσκεψη με τους αρχηγούς του στρατού και με τους άρχοντες του βασιλείου του, για να μεταφέρουν την Κιβωτό της Διαθήκης από την Κιριάθ-Ιαρίμ στην Ιερουσαλήμ. Σε όλους φάνηκε σωστή η πρόταση του Δαβίδ. Αμέσως μετά ο Δαβίδ κάλεσε όλο τον ισραηλιτικό λαό στην Ιερουσαλήμ, καθώς και όλους τους νέους Ισραηλίτες του βασιλείου, περίπου 70.000 άντρες, για να μεταφέρουν την Κιβωτό της Διαθήκης. Ακόμη ο Δαβίδ πήρε μαζί του τους αρχηγούς της φυλής Ιούδα και τους αξιωματούχους του, και πήγαν για να φέρουν από την Κιριάθ-Ιαρίμ την Κιβωτό του Κυρίου, η οποία βρισκόταν στο σπίτι του Αμιναδάβ, πάνω σ' ένα λόφο (Β' Βασιλειών 6,1-2. Α' Παραλειπομένων 13,1-6. 15,1).
Από το σπίτι του Αμιναδάβ πήραν την Κιβωτό και την ανέβασαν σε μια καινούρια άμαξα, την οποία οδηγούσε ο Οζά και οι αδελφοί του, γιοι του Αμιναδάβ. Ο Δαβίδ κι όλοι οι Ισραηλίτες χόρευαν για να τιμήσουν τον Κύριο και τραγουδούσαν μ' όλη τους τη δύναμη, ενώ ο λαός και οι μουσικοί έπαιζαν μουσικά όργανα κινύρες, νάβλες, αυλούς, τύμπανα, κύμβαλα και με ήχους σαλπίγγων.
Όταν έφτασαν στο αλώνι του Ναχών, ο Οζά άπλωσε το χέρι του στην Κιβωτό για να τη συγκρατήσει, γιατί τα βόδια την είχαν γείρει. Τότε οργίστηκε ο Κύριος εναντίον του και τον χτύπησε επί τόπου για την ανευλάβειά του και πέθανε. Ο Δαβίδ, όταν είδε ότι ο Κύριος θανάτωσε τον Οζά, λυπήθηκε και ο τόπος εκείνος ονομάστηκε «Διακοπή Οζά». Εκείνη την ημέρα ο Δαβίδ φοβήθηκε τον Κύριο και δεν ήθελε να πάρει την Κιβωτό στην Πόλη Δαβίδ, αλλά την οδήγησε στο σπίτι του Αβεδδαρά, του Γεθθαίου (Β' Βασιλειών 6,3-10. Α' Παραλειπομένων 13,7-13).
Η Κιβωτός του Κυρίου έμεινε εκεί τρεις μήνες, κι ο Κύριος ευλόγησε τον Αβεδδαρά και όλη την οικογένειά του. Όταν έφεραν την είδηση στο Δαβίδ ότι ο Κύριος ευλόγησε την οικογένεια του Αβεδδαρά, καθώς κι όλα τα υπάρχοντά του, ο Δαβίδ κάλεσε όλο τον ισραηλιτικό λαό, καθώς επίσης τους ιερείς και τους Λευίτες, να καθαριστούν και να προετοιμαστούν τελετουργικά για να μεταφέρουν την Κιβωτό στο μέρος που ο Δαβίδ είχε ετοιμάσει. Μόνο οι Λευίτες μπορούσαν να μεταφέρουν την Κιβωτό, χωρίς να πάθουν τίποτα και χωρίς να τιμωρηθούν, όπως ο Κύριος τιμώρησε τον Οζά (Β' Βασιλειών 6,11-12. Α' Παραλειπομένων 13,14. 15,2-3).
Ο Δαβίδ κάλεσε όλους τους απογόνους του Ααρών, τους ιερείς και τους Λευίτες. Από τους απογόνους του Καάθ κάλεσε τον αρχηγό τους τον Ουριήλ με τους συγγενείς του, περίπου 120 άνδρες. Από τους απογόνους του Μεραρί κάλεσε τον αρχηγό τους τον Ασαΐα με τους συγγενείς του, περίπου 220 άνδρες. Από τους απογόνους του Γηρσάμ κάλεσε τον αρχηγό τους τον Ιωήλ με τους συγγενείς του, περίπου 130 άνδρες. Από τους απογόνους του Ελισαφάν κάλεσε τον αρχηγό τους τον Σεμεΐ με τους συγγενείς του, περίπου 200 άνδρες. Από τους απογόνους του Χεβρών κάλεσε τον αρχηγό τους τον Ελιήλ με τους συγγενείς του, περίπου 80 άνδρες. Από τους απογόνους του Οζιήλ κάλεσε τον αρχηγό τους τον Αμιναδάβ με τους συγγενείς του, περίπου 112 άνδρες. Ο Δαβίδ προσκάλεσε ακόμη τους αρχιερείς Σαδώκ και Αβιάθαρ. Όλοι οι ιερείς και Λευίτες καθαρίστηκαν και εξαγνίστηκαν για να μεταφέρουν την Κιβωτό της Διαθήκης σύμφωνα με το Νόμο του Κυρίου. Στη συνέχεια οι Λευίτες όρισαν τους ψαλτωδούς και τους μουσικούς που θα συνόδευαν την Κιβωτό. Ακόμη όρισαν ποιοι θα ήταν οι θυρωροί και οι φύλακες της Κιβωτού (Α' Παραλειπομένων 15,4-24).
Ακόμη ο Δαβίδ πήρε μαζί του τους αρχηγούς της φυλής Ιούδα, τους αρχηγούς του στρατού, τους αξιωματούχους του και τους πρεσβυτέρους του λαού, και πήγαν για να φέρουν από την Κιριάθ-Ιαρίμ την Κιβωτό του Κυρίου, η οποία βρισκόταν στο σπίτι του Αβεδδαρά (Αβδεδόμ). Πριν γίνει η μεταφορά της Κιβωτού πρόσφεραν 7 μοσχάρια και 7 κριάρια ως θυσία στον Κύριο. Έτσι οι Λευίτες σήκωσαν την Κιβωτό στους ώμους τους και ο Δαβίδ μετέφερε την Κιβωτό και την ανέβασε στην Πόλη Δαβίδ με πανηγυρική συνοδεία. Ακολουθούσε ο λαός με κραυγές αγαλλιάσεως, παίζοντας μουσικά όργανα κάτω από τους ήχους των σαλπίγγων. Ο ίδιος ο Δαβίδ χόρευε μ' όλη του τη δύναμη κι έπαιζε μουσική ενώπιον του Κυρίου, φορώντας μια λινή ιερατική ενδυμασία, όπως οι Λευίτες (Β' Βασιλειών 6,13-15. Α' Παραλειπομένων 15,25-28).
Όταν η Κιβωτός του Κυρίου έμπαινε στην Πόλη Δαβίδ, η γυναίκα του η Μελχόλ, έσκυψε από το παράθυρο και είδε το Δαβίδ να χορεύει και να παίζει μουσική, τότε ένιωσε βαθιά περιφρόνηση γι' αυτόν (Β' Βασιλειών 6,16. Α' Παραλειπομένων 15,29). Έφεραν την Κιβωτό της Διαθήκης και την τοποθέτησαν στη μέση της Σκηνής που είχε στήσει ο Δαβίδ γι' αυτήν και πρόσφερε ολοκαυτώματα και θυσίες ενώπιον του Κυρίου. Όταν τελείωσε ο Δαβίδ με τις προσφορές των θυσιών, ευλόγησε όλο το λαό Ισραήλ στο όνομα του παντοδύναμου Κυρίου. Μετά μοίρασε στα πλήθη, άντρες και γυναίκες, από ένα ψωμί στον καθένα, ένα κομμάτι ψητό κρέας κι ένα γλύκισμα από ξερές σταφίδες.
Στη συνέχεια ο Δαβίδ όρισε μερικούς Λευίτες να λειτουργούν κάθε μέρα μπροστά στην Κιβωτό της Διαθήκης, να δοξάζουν, να ευχαριστούν και να υμνολογούν τον Κύριο. Ακόμη όρισε τους ιερείς που θα σαλπίζουν ενώπιον της Κιβωτού της Διαθήκης, ενώ ανέλαβαν υπηρεσία οι θυρωροί και οι φύλακες της Κιβωτού. Μετά ο Δαβίδ συνέθεσε κι αφιέρωσε έναν ύμνο στον Κύριο (Α' Παραλειπομένων 16,8-36), τον οποίο παρέδωσε στα χέρια του Ασάφ, ο οποίος ήταν ο αρχηγός των Λευιτών, που όρισε ο Δαβίδ για να λειτουργούν κάθε μέρα μπροστά στην Κιβωτό της Διαθήκης. Τον Σαδώκ εγκατέστησε ο Δαβίδ ως αρχιερέα και τους αδελφούς του ως ιερείς, να υπηρετούν στη Σκηνή του Μαρτυρίου, που βρισκόταν στη Βαμά, κοντά στη Γαβαών, και να προσφέρουν ολοκαυτώματα πρωΐ και βράδυ, σύμφωνα με τα γραμμένα στο Νόμο, που έδωσε ο Κύριος στο όρος Σινά. Όταν τελείωσε η γιορτή έφυγαν όλοι για τα σπίτια τους (Β' Βασιλειών 6,17-19. Α' Παραλειπομένων 16,1-43).
Μετά τη μεταφορά της Κιβωτού ο Δαβίδ επέστρεψε στο σπίτι του και το ευλόγησε. Η γυναίκα του η Μελχόλ βγήκε να τον προϋπαντήσει, και τον ειρωνεύτηκε, που ο βασιλιάς του Ισραήλ χόρευε και ξεγυμνώθηκε μπροστά στα μάτια των υπηκόων του, όπως ένας οποιοσδήποτε χορευτής. Ο Δαβίδ όμως της απάντησε: «Εγώ για να τιμήσω τον Κύριο φέρθηκα έτσι! Ο Κύριος προτίμησε εμένα από τον πατέρα σου κι απ' όλη την οικογένειά σου, για να γίνω βασιλιάς όλου του ισραηλιτικού λαού. Προς τιμήν του, λοιπόν, θα χορεύω ενώπιόν του και θα τον δοξάζω, έστω κι αν ταπεινωθώ ακόμα περισσότερο μπροστά στα μάτια σου και ενώπιον των υπηκόων μου». Η Μελχόλ, η κόρη του Σαούλ και γυναίκα του Δαβίδ, επειδή έτσι μίλησε στο Δαβίδ, σε όλη της τη ζωή δεν απέκτησε παιδί (Β' Βασιλειών 6,20-23).
Ο ΘΕΟΣ ΕΥΛΟΓΕΙ ΤΟΝ ΔΑΒΙΔ
Μετά τη μεταφορά της Κιβωτού, ο βασιλιάς Δαβίδ εγκαταστάθηκε στο ανάκτορό του. Μια μέρα είπε ο Δαβίδ στο Νάθαν, τον προφήτη: «Εγώ κατοικώ σε παλάτι κατασκευασμένο από κέδρους, ενώ η Κιβωτός του Θεού βρίσκεται μέσα σε σκηνή». Κι έτσι σκέφτηκε να χτίσει ένα ναό, για να τοποθετήσει εκεί μέσα την Κιβωτό του Κυρίου (Β' Βασιλειών 7,1-3. Α' Παραλειπομένων 17,1-2).
Αλλά εκείνη τη νύχτα ο Κύριος είπε στον προφήτη Νάθαν: «Πήγαινε και πες εκ μέρους μου στο δούλο μου το Δαβίδ: "θέλεις να μου χτίσεις ναό για να κατοικώ; Εγώ, από την ημέρα που έβγαλα τους Ισραηλίτες από την Αίγυπτο, δεν κατοίκησα ποτέ σε ναό. Εγώ ο Κύριος, λοιπόν, σου αναγγέλλω πως εγώ θα σου χτίσω οίκο. Όταν τελειώσουν οι μέρες σου της ζωής σου, θα αναδείξω διάδοχο μετά από σένα ένα γιο που θα κατάγεται από σένα, και θα διατηρήσω σταθερή τη βασιλεία του. Αυτός θα μου χτίσει ναό κι εγώ θα στερεώσω το θρόνο του για πάντα. Αν αμαρτήσει θα τον σωφρονίσω με πλήγματα. Δε θ' αποσύρω όμως απ' αυτόν την εύνοιά μου, όπως την απέσυρα από το Σαούλ. Οι απόγονοί του θα βασιλεύουν μετά από σένα για πάντα, κι ο θρόνος του θα παραμένει ακατάλυτος παντοτινά"» (Β' Βασιλειών 7,4-16. Γ' Βασιλέων 8,17-19. Α' Παραλειπομένων 17,3-14. 22,6-10. 28,1-8. Β' Παραλειπομένων 6,6-9). Ο Νάθαν ανάγγειλε στο Δαβίδ όλους αυτούς τους λόγους του Κυρίου (Β' Βασιλειών 7,17. Α' Παραλειπομένων 17,15). Τότε ο βασιλιάς Δαβίδ μπήκε μέσα στη σκηνή, παρουσιάστηκε ενώπιον του Κυρίου και προσευχήθηκε (Β' Βασιλειών 7,18-29. Α' Παραλειπομένων 17,16-27).
Ο ΔΑΒΙΔ ΥΠΟΤΑΣΣΕΙ ΤΑ ΓΕΙΤΟΝΙΚΑ ΕΘΝΗ
Ο Δαβίδ στρατιωτικά επέκτεινε τα σύνορα του βασιλείου του, νικώντας όλους τους εχθρούς του. Ο Κύριος βοήθησε το Δαβίδ σε όλες τις εκστρατείες του και σε όλες τις πολεμικές του επιχειρήσεις. Νίκησε τους Φιλισταίους, τους υποδούλωσε και εξουδετέρωσε την κυριαρχία τους στη χώρα του Ισραήλ. Πήρε από τους Φιλισταίους την πόλη Γεθ και τις πόλεις γύρω από αυτή, όπου άλλοτε ανήκαν στους Φιλισταίους. Έπειτα ο Δαβίδ χτύπησε τους Μωαβίτες και τους νίκησε. Ανάγκασε τους αιχμαλώτους να πέσουν καταγής και τους μέτρησε με σχοινιά. Τους χώρισε σε δύο ομάδες και διέταξε οι μισοί να θανατωθούν και οι άλλοι μισοί ν' αφεθούν στη ζωή. Κι έγιναν οι Μωαβίτες φόρου υποτελείς στο Δαβίδ (Β' Βασιλειών 8,1-2. Α' Παραλειπομένων 18,1-2).
Ο Δαβίδ νίκησε στην Ημάθ τον Αδρααζάρ, το βασιλιά της Σουβά (Σωβά) και γιο του Ραάβ, όταν αυτός πήγαινε για να θέσει υπό την κυριαρχία του τους λαούς που ζούσαν κοντά στον Ευφράτη. Ο Δαβίδ μετά τη μάχη που έγινε κυρίεψε τα 1000 άρματά του, 7.000 ιππείς και 20.000 πεζούς. Διέλυσε και αχρήστευσε όλα τ' άρματα εκτός από 100, τα οποία κράτησε για τον εαυτό του. Όταν ήρθαν οι Σύροι από τη Δαμασκό για να βοηθήσουν τον Αδρααζάρ, ο Δαβίδ νίκησε τους Σύρους, οι οποίοι ανέρχονταν σε 22.000 άντρες. Μετά ο Δαβίδ εγκατέστησε στρατιωτική φρουρά στη Δαμασκό και οι Σύροι έγιναν φόρου υποτελείς στον Δαβίδ. Έπειτα πήρε τα χρυσά αντικείμενα που φορούσαν οι στρατιώτες του Αδρααζάρ και τα έφερε στην Ιερουσαλήμ. Ακόμη ο Δαβίδ πήρε από τη Μασβάκ, την Μεταβηχάς και από τις άλλες πόλεις του Αδρααζάρ, μεγάλες ποσότητες χαλκού, με τις οποίες ο Σολομώντας κατασκεύασε αργότερα τη λεγόμενη χάλκινη θάλασσα, τους στύλους και όλα τα χάλκινα σκεύη του Ναού του Σολομώντα (Β' Βασιλειών 8,3-8. Α' Παραλειπομένων 18,3-8).
Ο Θοού (Θωά), βασιλιάς της Ημάθ (Χαμάθ), όταν έμαθε ότι ο Δαβίδ νίκησε κατά κράτος τον Αδρααζάρ, έστειλε σ' αυτόν το γιο του τον Ιεδδουράν (Αδουράμ) για να τον χαιρετίσει και να τον συγχαρεί γι' αυτή τη νίκη του, γιατί ο Θοού ήταν αντίπαλος του Αδρααζάρ. Ο Ιεδδουράν έφερε στο Δαβίδ σκεύη ασημένια, χρυσά και χάλκινα. Αυτά ο Δαβίδ τα αφιέρωσε στον Κύριο, μαζί με το ασήμι και το χρυσάφι που είχε πάρει από όλα τα άλλα έθνη, τα οποία είχε υποτάξει, από τους Εδωμίτες, τους Μωαβίτες, τους Αμμωνίτες, τους Φιλισταίους, τους Αμαληκίτες, καθώς και το βασίλειο του Σουβά. Έτσι ο Δαβίδ απέκτησε μεγάλη δόξα.
Στο μεταξύ οι Ιδουμαίοι επωφελήθηκαν από την απουσία του Δαβίδ στη Συρία και προσπάθησαν να επιτεθούν στους Ισραηλίτες. Έτσι ο Δαβίδ κατά την επιστροφή του από τη Συρία, έστειλε εναντίον των Ιδουμαίων τον Αβεσσά, το γιο της Σαρουΐας. Ο Αβεσσά νίκησε στη Γεβελέμ, στην κοιλάδα της Νεκράς Θάλασσας, 18.000 Ιδουμαίους (Εδωμίτες) και τοποθέτησε στην Εδώμ στρατιωτικούς διοικητές και οι Εδωμίτες έγιναν υποτελείς στο Δαβίδ (Β' Βασιλειών 8,9-14. Α' Παραλειπομένων 18,9-13). Τότε ο αρχιστράτηγος Ιωάβ διέταξε τη θανάτωση όλου του ανδρικού πληθυσμού της Εδώμ. Για 6 μήνες ο Ιωάβ και ο ισραηλιτικός στρατός εγκαταστάθηκε στην Ιδουμαία, μέχρις ότου φονεύτηκε όλος ο ανδρικός πληθυσμός (Γ' Βασιλέων 11,15-16). Μετά το γεγονός αυτό ο Δαβίδ συνέθεσε τον 59ο Ψαλμό (Ψαλμός 59).
ΔΑΒΙΔ ΚΑΙ ΜΕΜΦΙΒΟΣΘΕ
Κάποτε ο Δαβίδ ρώτησε τον Σιβά, που ήταν υπηρέτης του Σαούλ, εάν έχει απομείνει πια κανείς από την οικογένεια του Σαούλ, για να του δείξει την εύνοιά του. Ο Σιβά του είπε, ότι υπάρχει ακόμη ένας, ο Μεμφιβοσθέ, που είναι γιος του Ιωνάθαν και που είναι ανάπηρος στα πόδια (Β' Βασιλειών 9,1-4). Συγκεκριμένα όταν είχε φτάσει η είδηση για το θάνατο του Σαούλ και του Ιωνάθαν, ο Μεμφιβοσθέ ήταν πέντε ετών. Τότε τον άρπαξε βιαστικά η παραμάνα του κι έφυγε. Μα ενώ έφευγε αυτός έπεσε κι έμεινε ανάπηρος (Β' Βασιλειών 4,4). Ο Δαβίδ έστειλε ανθρώπους στο σπίτι του Μαχίρ, στη Λαδάβαρ, σε μια πόλη ανατολικά του Ιορδάνη, όπου βρισκόταν ο Μεμφιβοσθέ και τον έφεραν στο παλάτι (Β' Βασιλειών 9,4-5).
Όταν ο Μεμφιβοσθέ, ήρθε στο Δαβίδ, έσκυψε το κεφάλι του και προσκύνησε. Ο Δαβίδ τον καθησύχασε και του είπε, ότι για χάρη του Ιωνάθαν, του πατέρα του, θα του επιστρέψει όλα τα χωράφια που είχε ο Σαούλ, και ότι στο εξής θα τρώει πάντα στο βασιλικό τραπέζι. Κατόπιν ο Δαβίδ έδωσε διαταγές να επιστραφεί στον Μεμφιβοσθέ η περιουσία του Σαούλ και ακόμη έδωσε διαταγή στον Σιβά, να φροντίσει με τους γιους του και με τους δούλους του, να καλλιεργούν τα κτήματα του Σαούλ και να δίνουν τα εισοδήματα στον Μεμφιβοσθέ. Έτσι ο Μεμφιβοσθέ, μαζί με τον μικρό του γιο τον Μιχά, εγκαταστάθηκε στην Ιερουσαλήμ και έτρωγε στο τραπέζι του Δαβίδ σαν ένας από τους γιους του (Β' Βασιλειών 9,6-13).
Ο ΔΑΒΙΔ ΝΙΚΑΕΙ ΤΟΥΣ ΑΜΜΩΝΙΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΣΥΡΟΥΣ
Μετά από αρκετό καιρό πέθανε ο βασιλιάς των Αμμωνιτών, ο Ναάς (Ναχάς) και τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Αννών (Ανάν). Επειδή Ο Ναάς παλιότερα είχε φερθεί με καλοσύνη στο Δαβίδ, ο Δαβίδ έστειλε απεσταλμένους να συλλυπηθούν τον Αννών για το θάνατο του πατέρα του. Όταν όμως οι απεσταλμένοι του Δαβίδ πήγαν στη χώρα των Αμμωνιτών, οι άρχοντες του Αννών είπαν στον κύριό τους, ότι πρόκειται για τέχνασμα του Δαβίδ για να κατασκοπεύσει τη χώρα και αργότερα να την καταλάβει. Έτσι ο Αννών παρασύρθηκε από τις εισηγήσεις των αρχόντων του και συνέλαβε τους απεσταλμένους του Δαβίδ. Ξύρισε τα γένια τους και έκοψε απ' τη μέση και κάτω τα ρούχα τους ως τους μηρούς, και τους έδιωξε πίσω. Όταν ο Δαβίδ πληροφορήθηκε τα συμβάντα, κατάλαβε πως είχε καταρρακωθεί η τιμή των ανθρώπων του και τους παράγγειλε με αγγελιοφόρους να μείνουν στην Ιεριχώ ώσπου να μεγαλώσουν τα γένια τους και μετά να επιστρέψουν (Β' Βασιλειών 10,1-5. Α' Παραλειπομένων 19,1-5).
Οι Αμμωνίτες επειδή με την πράξη τους πρόσβαλαν το Δαβίδ και φοβήθηκαν πόλεμο, έδωσαν 1000 ασημένια τάλαντα και πήραν μισθοφόρους από τη Συρία, 20.000 πεζούς από τα βασίλεια Βαιθραάμ και της Σουβά (Σωβά), 1000 άντρες από το βασιλιά της Μααχά (Μοοχά) και 12.000 άντρες από το βασίλειο της Ιστώβ. Συνολικά ήταν 32.000 πεζοί, ιππείς και πολεμικά άρματα. Μόλις το 'μαθε ο Δαβίδ, έστειλε εναντίον τους τον αρχιστράτηγο Ιωάβ με όλο το στράτευμα των ανδρείων πολεμιστών. Οι Αμμωνίτες βγήκαν και παρατάχθηκαν σε θέση μάχης έξω από την πύλη της πρωτεύουσάς τους, ενώ οι μισθοφόροι παρατάχθηκαν πιο πέρα στους αγρούς, απέναντι από τη Μαιδαβά.
Όταν ο Ιωάβ τους είδε, παρέταξε τους καλύτερους άντρες του απέναντι από τους Σύρους. Το υπόλοιπο του στρατού το έθεσε στις διαταγές του Αβεσσά, του αδερφού του, ο οποίος το παρέταξε απέναντι στους Αμμωνίτες. Ο Ιωάβ έδωσε εντολή στον αδερφό του, όποιος από τους δύο στρατούς αντιμετωπίσει πρόβλημα στο πεδίο της μάχης, να βοηθηθεί από τον άλλο. Όταν άρχισε η μάχη, ο Ιωάβ κι ο στρατός του νίκησαν τους Σύρους και τους έτρεψαν σε φυγή. Μόλις είδαν οι Αμμωνίτες ότι οι Σύροι τράπηκαν σε φυγή, έφυγαν κι αυτοί πανικόβλητοι από τον Αβεσσά και μπήκαν στην πόλη τους. Έτσι ο Ιωάβ σταμάτησε να πολεμάει τους Αμμωνίτες και γύρισε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 10,6-14. Α' Παραλειπομένων 19,6-15).
Όταν όμως οι Σύροι είδαν ότι νικήθηκαν από τους Ισραηλίτες, έκαναν γενική ανασυγκρότηση των δυνάμεων τους, για ν' ανακτήσουν την τιμή τους. Ο Αδρααζάρ πήρε με το μέρος του τους Σύρους που κατοικούσαν πέρα από τον ποταμό Χαλαμάκ, πέρα από τον Ιορδάνη. Αυτοί συγκεντρώθηκαν στην Αιλάμ με επικεφαλής τον Σωβάκ (Σωφά), αρχιστράτηγο του Αδρααζάρ. Όταν το έμαθε ο Δαβίδ, συγκέντρωσε το στρατό του, πέρασε τον Ιορδάνη και έφτασε στην Αιλάμ. Οι Σύροι παρατάχθηκαν απέναντι στο Δαβίδ και άρχισαν την επίθεση. Αλλά οι Ισραηλίτες τους νίκησαν και τους έτρεψαν σε φυγή. Κατέστρεψαν 7.000 άρματα και σκότωσαν 40.000 πεζούς και ιππείς. Ο Σωβάκ (Σωφά), ο αρχιστράτηγος του Αδρααζάρ, χτυπήθηκε και πέθανε στο πεδίο της μάχης. Οι ηγεμόνες που ως τότε ήταν υποτελείς στον Αδρααζάρ, συνθηκολόγησαν με τους Ισραηλίτες κι έγιναν υποτελείς τους. Από τότε οι Σύροι δεν τόλμησαν πια να βοηθήσουν τους Αμμωνίτες (Β' Βασιλειών 10,15-19. Α' Παραλειπομένων 19,16-19).
Τον επόμενο χρόνο, ο Δαβίδ έστειλε τον Ιωάβ, επικεφαλής του ισραηλιτικού στρατού, να πολεμήσει τους Αμμωνίτες. Λεηλάτησαν τη χώρα τους και πολιόρκησαν την πρωτεύουσα Ραββάθ (Ραββά), ενώ ο Δαβίδ είχε παραμείνει στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 11,1. Α' Παραλειπομένων 20,1). Ο Ιωάβ είχε σχεδόν καταλάβει την πόλη και τότε έστειλε αγγελιοφόρους να πουν στο Δαβίδ, να έρθει με τον υπόλοιπο στρατό και να καταλάβει την πόλη. Έτσι ο Δαβίδ κυρίεψε τη Ραββάθ, την πρωτεύουσα των Αμμωνιτών, που ήταν χτισμένη στις όχθες του ποταμού Ιαβώκ. Κατόπιν πήρε το στέμμα από το κεφάλι του βασιλιά Μολχόμ και το φόρεσε στο κεφάλι του. Το βάρος του ήταν ένα χρυσό τάλαντο και είχε πάνω του ένα πολύτιμο λίθο. Ακόμη ο Δαβίδ πήρε πάρα πολλά λάφυρα. Έβγαλε από την πόλη τους κατοίκους της και τους σκότωσε. Το ίδιο έκανε και με όλες τις άλλες πόλεις των Αμμωνιτών (Β' Βασιλειών 12,26-31. Α' Παραλειπομένων 20,1-3).
ΔΑΒΙΔ ΚΑΙ ΒΗΡΣΑΒΕΕ
Ένα απόγευμα, ο Δαβίδ σηκώθηκε από τον μεσημβρινό του ύπνο και περπατούσε στο βασιλικό του δωμάτιο. Από 'κει είδε μια γυναίκα που έκανε το λουτρό της, η οποία ήταν πολύ ωραία στην εμφάνιση. Αμέσως έστειλε και ζήτησε πληροφορίες για αυτή τη γυναίκα. Του είπαν, λοιπόν, ότι αυτή είναι η Βηρσαβεέ, κόρη του Ελιάβ και γυναίκα του Ουρία του Χετταίου. Ο Δαβίδ τότε έστειλε τους ανθρώπους του και την κάλεσε στην κατοικία του. Εκείνη πήγε κι αυτός πλάγιασε μαζί της. Η Βηρσαβεέ έμεινε έγκυος και το γνωστοποίησε με άνθρωπο στο Δαβίδ (Β' Βασιλειών 11,2-5).
Έστειλε τότε ο Δαβίδ αγγελιαφόρο στον Ιωάβ να του στείλει τον Ουρία το Χετταίο. Πράγματι, ο Ιωάβ τον έστειλε στο Δαβίδ. Όταν παρουσιάστηκε ο Ουρίας, ο Δαβίδ τον ρώτησε για το στρατό και για τον πόλεμο. Έπειτα του έδωσε μια μικρή άδεια για να πάει στο σπίτι του. Μόλις ο Ουρίας βγήκε από το βασιλικό παλάτι, ο Δαβίδ του έστειλε και κάποια δώρα. Ο Ουρίας όμως δεν κοιμήθηκε στο σπίτι του, αλλά στην πύλη του παλατιού, μαζί με τη βασιλική φρουρά. Όταν έφεραν στο Δαβίδ την είδηση ότι ο Ουρίας δεν πήγε στο σπίτι του, ο Δαβίδ τον κάλεσε ξανά και του είπε για ποιο λόγο δεν πήγε στο σπίτι του να ξεκουραστεί. Ο Ουρίας είπε στο βασιλιά, ότι η Κιβωτός της Διαθήκης, ο Ιωάβ ο αρχιστράτηγος και όλοι οι σύντροφοί του ζουν σε σκηνές κι έχουν στρατοπεδεύσει στην ύπαιθρο κι αυτός θα πήγαινε στο σπίτι του; Τότε ο Δαβίδ τον κράτησε στο παλάτι δυο μέρες. Τον κάλεσε να φάει και να πιει μαζί του και τον μέθυσε. Το βράδυ ο Ουρίας κοιμήθηκε πάλι με τη βασιλική φρουρά (Β' Βασιλειών 11,6-13).
Το πρωΐ ο Δαβίδ έγραψε μια επιστολή στον Ιωάβ και την έστειλε με τον Ουρία. Στην επιστολή έγραφε, να βάλει τον Ουρία στην πρώτη γραμμή της πιο σκληρής μάχης κι έπειτα να τραβηχτούν από κοντά του, ώστε να τον χτυπήσει ο εχθρός και να σκοτωθεί. Ήταν ακριβώς τότε που ο Ιωάβ πολιορκούσε τη Ραββάθ, την πρωτεύουσα των Αμμωνιτών. Ο Ιωάβ τοποθέτησε τον Ουρία απέναντι σ' ένα σημείο, που ήξερε ότι το υπερασπίζονταν οι πιο αξιόμαχοι άντρες του εχθρού. Σε μια τους έξοδο, οι άντρες της πόλης επιτέθηκαν στο στρατό του Ιωάβ και τους κυνήγησαν μέχρι την πεδιάδα. Εκεί οι άνδρες του Ιωάβ τους απέκρουσαν και τους κυνήγησαν μέχρι την πύλη της πόλης. Τότε από τα τείχη οι τοξότες της Ραββάθ σκότωσαν αρκετούς από τους άντρες του Δαβίδ. Τότε σκοτώθηκε κι ο Ουρίας ο Χετταίος. Ο Ιωάβ έστειλε αγγελιαφόρο στο Δαβίδ και του ανέφερε τα γεγονότα της μάχης, και βέβαια την είδηση για το θάνατο του Ουρία του Χετταίου. Ο Δαβίδ με τη σειρά του έστειλε μήνυμα στον Ιωάβ, να συνεχίσει την πολιορκία εναντίον της πρωτεύουσας των Αμμωνιτών και να την καταλάβει (Β' Βασιλειών 11,14-25).
Η γυναίκα του Ουρία έμαθε ότι σκοτώθηκε ο άντρας της, κράτησε πένθος γι' αυτόν και τον θρήνησε. Όταν πέρασε το πένθος, ο Δαβίδ έστειλε και την πήρε στο παλάτι κι έγινε γυναίκα του και του γέννησε γιο. Αλλά με την πράξη του αυτή ο Δαβίδ δυσαρέστησε τον Κύριο (Β' Βασιλειών 11,26-27).
Ο Κύριος έστειλε στο Δαβίδ τον προφήτη Νάθαν, ο οποίος μίλησε παραβολικά στο Δαβίδ. Ο Νάθαν του είπε ότι: «Σε μια πόλη ζούσαν δυο άνθρωποι, ένας πλούσιος κι ένας φτωχός. Ο πλούσιος είχε πάρα πολλά πρόβατα και βόδια, ενώ ο φτωχός δεν είχε τίποτα, παρά μια μικρή αμνάδα. Την περιποιόταν, την μεγάλωσε μαζί με τα παιδιά του, έτρωγε από το ψωμί του, έπινε νερό από το ποτήρι του, κοιμόταν στην αγκαλιά του και την είχε σαν θυγατέρα του. Μια μέρα ήρθε κάποιος να επισκεφτεί τον πλούσιο. Ο πλούσιος όμως λυπήθηκε να σφάξει κάποιο από τα ζώα του για να δώσει στον επισκέπτη του, αλλά πήγε και πήρε την αμνάδα του φτωχού και την ετοίμασε να φάει ο ταξιδιώτης» (Β' Βασιλειών 12,1-4). Ο Δαβίδ θύμωσε πάρα πολύ με τον πλούσιο και είπε στο Νάθαν: «Ο άνθρωπος που το έκανε αυτό είναι ένοχος θανάτου! Κι επειδή φέρθηκε τόσο απάνθρωπα, θα πρέπει να αντικαταστήσει την αμνάδα με επτά άλλες, επειδή αδίκησε και δεν λυπήθηκε τον φτωχό».
Τότε ο Νάθαν είπε στο Δαβίδ: «Εσύ είσαι αυτός ο άνθρωπος! Και ο Κύριος λέει: "εγώ σε έχρισα βασιλιά του Ισραήλ κι εγώ σε έσωσα από την καταδίωξη του Σαούλ. Σου έδωσα τόσα αγαθά και απόλυτη εξουσία στο λαό του Ισραήλ και του Ιούδα. Κι αν όλα αυτά σου φαίνονται λίγα, θα μπορούσα να σου δώσω ακόμα περισσότερα. Γιατί, όμως, περιφρόνησες το λόγο μου, κι έπραξες ότι με δυσαρεστεί; Δολοφόνησες τον Ουρία το Χετταίο! Ενήργησες εσκεμμένα, ώστε να σκοτωθεί από τους Αμμωνίτες και μετά πήρες τη γυναίκα του για δική σου. Από 'δω και πέρα, λοιπόν, ποτέ δε θα λείψουν οι σκοτωμοί στην οικογένεια σου, γιατί με περιφρόνησες και πήρες τη γυναίκα του Ουρία του Χετταίου για γυναίκα σου. Θα παραχωρήσω να συμβούν παρόμοιες συμφορές στον οίκο σου για το κακό, το οποίο εσύ διέπραξες κρυφά, εγώ θα σε τιμωρήσω ενώπιον όλου του λαού».
Τότε είπε ο Δαβίδ στο Νάθαν: «Αμάρτησα ενώπιον του Κυρίου!» Κι ο Νάθαν του απάντησε: «Ο Κύριος συγχώρησε την αμαρτία σου και δε θα τιμωρηθείς με θάνατο. Επειδή όμως με την πράξη σου αυτή έδωσες αφορμή στους εχθρούς του Κυρίου να περιφρονήσουν τον Κύριο, γι' αυτό και το παιδί που γεννήθηκε από τη Βηρσαβεέ, θα πεθάνει». Αυτά είπε ο Νάθαν και έφυγε (Β' Βασιλειών 12,5-15). Ο πεντηκοστός Ψαλμός είναι ένας Ψαλμός μετάνοιας του Δαβίδ, όταν ελέγχθη από τον προφήτη Νάθαν, για το μεγάλο του αμάρτημα με τη Βηρσαβεέ (Ψαλμός 50).
Έτσι ο Κύριος έκανε ν' αρρωστήσει βαριά το παιδί που γέννησε στο Δαβίδ η Βηρσαβεέ. Ο Δαβίδ προσευχήθηκε στο Θεό γι' αυτό το παιδί, νήστεψε αυστηρά και το βράδυ κοιμήθηκε στο δάπεδο φορώντας ένα σάκκο. Οι πρεσβύτεροι του παλατιού προσπάθησαν να τον σηκώσουν από κάτω, αλλά αυτός δεν ήθελε κι αρνήθηκε να φάει οτιδήποτε μαζί τους. Την έβδομη μέρα πέθανε το παιδί, αλλά οι υπηρέτες του φοβήθηκαν να του το ανακοινώσουν, μήπως κάνει κανένα κακό. Όταν αντιλήφθηκε ο Δαβίδ ότι οι υπηρέτες του κρυφομιλούσαν, κατάλαβε ότι το παιδί είχε πεθάνει. Όταν επιβεβαιώθηκε το γεγονός, τότε ο Δαβίδ σηκώθηκε από το έδαφος, πλύθηκε, αλείφτηκε με αρωματικό λάδι, άλλαξε ρούχα και μπήκε στο ναό του Κυρίου και προσκύνησε. Έπειτα γύρισε στο σπίτι του και ζήτησε να του βάλουν φαγητό (Β' Βασιλειών 12,15-23).
Τότε ο Δαβίδ πήγε στη γυναίκα του τη Βηρσαβεέ, την παρηγόρησε και συνευρέθηκε μαζί της. Εκείνη του γέννησε γιο που ο Δαβίδ τον ονόμασε Σαλομών (Σολομών). Ο Κύριος αγάπησε το παιδί και το γνωστοποίησε στο Δαβίδ μέσω του προφήτη Νάθαν. Επίσης έδωσε εντολή στο Νάθαν να ονομάσουν για χάρη του το παιδί Ιεδεδί, που σημαίνει «αγαπημένος από τον Κύριο» (Β' Βασιλειών 12,24-25).
ΘΗΜΑΡ ΚΑΙ ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ
Ο Αμνών, ο μεγαλύτερος γιος του Δαβίδ από την Αχινόομ, ερωτεύτηκε την ετεροθαλή αδερφή του Θημάρ, η οποία ήταν ωραιότατη στην εμφάνιση και αδερφή του Αβεσσαλώμ, παιδιά του Δαβίδ από την Μααχά. Ο Αμνών υπέφερε τόσο πολύ από την αγάπη του αυτή, ώστε αρρώστησε και έπεσε στο κρεβάτι. Ο Αμνών είχε φιλία με τον Ιωναδάβ, γιο του Σαμαά, αδερφού του Δαβίδ. Ο Ιωναδάβ ήταν σοφός άνθρωπος και ρώτησε τον Αμνών, για ποιο λόγο κάθε μέρα ήταν μελαγχολικός και καταβεβλημένος. Ο Αμνών του είπε την αιτία και ο Ιωναδάβ, τον συμβούλεψε να προσποιηθεί τον άρρωστο. Όταν ήρθε ο πατέρας του να τον δει, ο Αμνών, σύμφωνα με τις οδηγίες του Ιωναδάβ, του είπε να του στείλει την αδερφή του, την Θημάρ να τον φροντίσει και να του ετοιμάσει φαγητό. Έτσι ο Δαβίδ ειδοποίησε την Θημάρ να φροντίσει τον αδερφό της.
Η Θημάρ πήγε στο σπίτι του Αμνών, του ετοίμασε φαγητό, αλλά εκείνος δεν ήθελε να φάει. Αφού έδιωξε όλους τους παριστάμενους, ζήτησε από τη Θημάρ να του πάει το φαγητό στο δωμάτιό του. Εκεί ο Αμνών ζήτησε από τη Θημάρ να κοιμηθεί μαζί του. Η Θημάρ αντέδρασε και του είπε να μη διαπράξει αυτή την ανοησία, αλλά να πάει να τη ζητήσει από τον πατέρα τους, ο οποίος δεν θα εμπόδιζε αυτό τον γάμο. Ο Αμνών όμως, δεν συμμορφώθηκε με την υπόδειξη της Θημάρ και καθώς ήταν δυνατότερος απ' αυτήν, την υποχρέωσε να πλαγιάσει μαζί του και τη βίασε.
Ο Αμνών έπειτα από την πράξη του μίσησε τη Θημάρ και την έδιωξε από το σπίτι του, παρά τις παρακλήσεις της. Ζήτησε μάλιστα από ένα δούλο του να πετάξει έξω από το σπίτι τη Θημάρ (Β' Βασιλειών 13,1-18).
Η Θημάρ φεύγοντας πήρε χώμα, το έριξε στο κεφάλι της, έσχισε το μακρύ χιτώνα της, έβαλε τα χέρια στο κεφάλι της και έκλαιγε τη δυστυχία της. Ο αδερφός της ο Αβεσσαλώμ κατάλαβε ότι τη βίασε ο Αμνών και την πήρε στο σπίτι του. Μετά το γεγονός αυτό ο Αβεσσαλώμ, δε μιλούσε καθόλου στον Αμνών και τον μίσησε πολύ που είχε ατιμάσει την αδερφή του. Όταν ο Δαβίδ πληροφορήθηκε το γεγονός, θύμωσε πάρα πολύ, που ο Αμνών ατίμασε την αδερφή του. Δεν τον τιμώρησε όμως, γιατί ήταν ο πρωτότοκος και τον αγαπούσε ιδιαίτερα (Β' Βασιλειών 13,19-22).
Μετά από δύο χρόνια, ο Αβεσσαλώμ αποφάσισε να κουρέψει τα πρόβατά του στη Βελασώρ, που βρισκόταν κοντά στα σύνορα με τη φυλή Εφραίμ. Ετοίμασε λοιπόν γιορτή και προσκάλεσε τον πατέρα του και όλα τ' αδέρφια του. Ο πατέρας του δεν μπόρεσε να πάει, παρά την επιμονή του Αβεσσαλώμ, παρά μόνο τον ευλόγησε και του ευχήθηκε.
Ο Αβεσσαλώμ ετοίμασε πλούσιο τραπέζι και τ' αδέρφια του πήγαν όλα. Μετά στο γλέντι που έγινε, όταν ο Αμνών είχε έρθει στο κέφι από το κρασί, τότε ο Αβεσσαλώμ διέταξε τους υπηρέτες του και τον σκότωσαν (Β' Βασιλειών 13,23-29). Έπειτα από το τραγικό αυτό γεγονός και ενώ όλα τα παιδιά του Δαβίδ έφευγαν από το σπίτι του Αβεσσαλώμ, έφτασε η είδηση στο Δαβίδ, ότι ο Αβεσσαλώμ σκότωσε όλους τους γιους του. Ο Δαβίδ τότε σηκώθηκε έσκισε τα ρούχα του και έπεσε καταγής. Το ίδιο έκαναν και οι υπηρέτες του. Αλλά ο Ιωναδάβ, γιος του Σαμαά κι ανεψιός του Δαβίδ, του είπε να μην πιστεψει αυτή την είδηση και ότι μόνο ο Αμνών ήταν νεκρός, γιατί ατίμασε την αδελφή του Αβεσσαλώμ..Ένας από τους υπηρέτες του Δαβίδ τον ειδοποίησε, ότι είδε κάποιους άνδρες να έρχονται από το δρόμο της Ωρωνήν. Ο Ιωναδάβ είπε στο Δαβίδ, ότι αυτοί ήταν οι γιοι του. Μόλις τέλειωσε τα λόγια του, έφτασαν και οι γιοι του βασιλιά και ξέσπασαν όλοι μαζί σε δυνατό κλάμα. Ακόμα και όλοι οι αξιωματούχοι του Δαβίδ έκλαψαν γοερά (Β' Βασιλειών 13,30-36).
Μετά απ' αυτό το γεγονός ο Αβεσσαλώμ κατέφυγε στον παππού του, στο βασιλιά της Γεδσούρ, τον Θολμί, κι έμεινε κοντά του τρία χρόνια, στη γη Μαχάδ. Ο βασιλιάς Δαβίδ όλο αυτό το διάστημα κράτησε πένθος για το γιο του. Όταν παρηγορήθηκε από το θάνατο του Αμνών, επιθύμησε να δει τον Αβεσσαλώμ (Β' Βασιλειών 13,37-39).
Ο Ιωάβ, ο αρχιστράτηγος του Δαβίδ, κατάλαβε ότι ο νους του βασιλιά είχε καταπραϋνθεί και έβλεπε με συμπάθεια τον Αβεσσαλώμ. Έτσι έφερε από την Θεκωέ (Τεκωά) μια έξυπνη γυναίκα και την έστειλε στο Δαβίδ, κάνοντας ότι πενθεί για το νεκρό γιό της, ιστορώντας του μια φανταστική ιστορία, έτσι ώστε ν' αλλάξει τη γνώμη του για τον Αβεσσαλώμ και να τον καλέσει πίσω.
Η γυναίκα πήγε στο Δαβίδ, έσκυψε το πρόσωπό της ως τη γη, τον προσκύνησε και του είπε το πρόβλημά της: ότι είναι χήρα, ότι είχε δύο γιους, αλλά κάποια μέρα φιλονίκησαν μεταξύ τους στους αγρούς, αλλά δεν ήταν εκεί κανείς να τους χωρίσει, κι έτσι ο ένας χτύπησε τον άλλο και τον σκότωσε. Τότε ξεσηκώθηκαν όλοι οι συγγενείς και απαιτούσαν να τους παραδώσω το φονιά για να τον σκοτώσουν και να πάρουν εκδίκηση. Έτσι όλοι αυτοί θέλουν να τους παραδώσω το μοναδικό μου γιο και το μοναδικό κληρονόμο της περιουσίας του ανδρός μου. Ο Δαβίδ την καθησύχασε ότι θα φροντίσει για το πρόβλημά της και ότι κανείς δεν θα πειράξει το γιο της. Η γυναίκα πήρε το λόγο και του είπε, τότε γιατί ο βασιλιάς σχεδιάζει να κάνει μια παρόμοια ενέργεια και δεν φέρνει πίσω τον Αβεσσαλώμ, που ήταν ακόμα στην εξορία;
Αυτά κι άλλα πολλά είπαν στο διάλογό τους και τότε ο Δαβίδ, επειδή άρχισε να υποψιάζεται το τι είχε συμβεί, είπε στη γυναίκα, αν ο Ιωάβ την έβαλε να του τα πει όλα αυτά; Η γυναίκα το παραδέχτηκε και ο Δαβίδ είπε στον Ιωάβ, ότι η υπόθεση τακτοποιήθηκε όπως την ήθελε και να πάει να φέρει πίσω τον Αβεσσαλώμ. Τότε ο Ιωάβ έπεσε με το πρόσωπο στη γη, προσκύνησε κι ευχαρίστησε το Δαβίδ. Μετά πήγε στη Γεδσούρ κι έφερε από εκεί τον Αβεσσαλώμ στην Ιερουσαλήμ, αλλά χωρίς να γίνει ακόμη δεκτός από τον πατέρα του (Β' Βασιλειών 14,1-24).
Ο Αβεσσαλώμ έμεινε στην Ιερουσαλήμ δύο ολόκληρα χρόνια χωρίς να δει τον πατέρα του. Μια μέρα κάλεσε τον Ιωάβ να τον στείλει στο βασιλιά, αλλά ο Ιωάβ δε θέλησε να πάει στον Αβεσσαλώμ. Τον κάλεσε και δεύτερη φορά, αλλά και πάλι δεν πήγε. Τότε διέταξε τους υπηρέτες του, να βάλουν φωτιά στο χωράφι του Ιωάβ, που ήταν κοντά στο δικό του και ήταν σπαρμένο κριθάρι. Όταν οι υπηρέτες του Ιωάβ του έφεραν τα νέα, εκείνος πήγε αγανακτισμένος στο σπίτι του Αβεσσαλώμ και του ζήτησε το λόγο. Ο Αβεσσαλώμ του ζήτησε να μεσολαβήσει στον πατέρα του, ώστε να γίνει δεκτός, κι αν είναι ένοχος, τότε ας τον θανατώσει. Ο Ιωάβ παρουσιάστηκε στο Δαβίδ και του ανέφερε όσα του είχε πει ο Αβεσσαλώμ. Ο βασιλιάς κάλεσε τον Αβεσσαλώμ κι εκείνος παρουσιάστηκε μπροστά του κι έπεσε με το πρόσωπο στη γη και τον προσκύνησε. Κι ο Δαβίδ φίλησε το γιο του (Β' Βασιλειών 14,28-33).
Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ
Μετά απ' αυτά τα γεγονότα, ο Αβεσσαλώμ προμηθεύτηκε μια άμαξα και άλογα, κι έβαλε πενήντα άντρες να τρέχουν ως σωματοφύλακες μπροστά από την άμαξά του. Σηκωνόταν κάθε πρωΐ και στεκόταν στο πλάι του δρόμου που οδηγούσε στην πύλη της Ιερουσαλήμ. Κάθε φορά που ερχόταν κάποιος στο βασιλιά για κρίση και είχε κάποια διαφορά, ο Αβεσσαλώμ του έλεγε, ότι η υπόθεση του ήταν σωστή και δίκαιη, αλλά ο βασιλιάς δεν νοιάζεται για την υπόθεσή του. Τους έλεγε ότι, εάν έκρινε ο ίδιος τις διαφορές θα έδινε σε όλους το δίκιο τους. Κι όταν κανείς ερχόταν να τον προσκυνήσει, τότε ο Αβεσσαλώμ άπλωνε το χέρι του και τον φιλούσε. Αυτά έκανε ο Αβεσσαλώμ κι έτσι κέρδιζε τις καρδιές των Ισραηλιτών (Β' Βασιλειών 15,1-6).
Λίγο καιρό αργότερα, όταν ο Αβεσσαλώμ έγινε 40 ετών, ζήτησε την άδεια από τον πατέρα του να πάει στη Χεβρών για να εκπληρώσει ένα τάμα που είχε κάνει στον Κύριο. Τον καιρό που ήταν στον παππού του στην Γεδσούρ, στη Συρία, έκανε τάμα εάν ο Κύριος τον επανέφερε στην Ιερουσαλήμ, τότε θα του πρόσφερε θυσίες στη Χεβρών. Ο Δαβίδ ανύποπτος του έδωσε την άδεια κι έτσι ο Αβεσσαλώμ πήγε στη Χεβρών. Από κει έστειλε κρυφά ανθρώπους σ' όλες τις φυλές του Ισραήλ και τους μήνυσε, ότι όταν θα ακουστεί ο ήχος της σάλπιγγας, να φωνάξουν: "ο Αβεσσαλώμ έγινε βασιλιάς στη Χεβρών"». Μαζί με τον Αβεσσαλώμ είχαν πάει και 200 άντρες από την Ιερουσαλήμ. Αυτοί όμως ήταν ανυποψίαστοι και δεν ήξεραν τίποτα για τις προθέσεις του Αβεσσαλώμ. Ενώ πρόσφερε τις θυσίες, έστειλε να καλέσουν τον Αχιτόφελ το Γελμωναίο, που καταγόταν από τη Γωλά και ήταν σύμβουλος του Δαβίδ. Έτσι το συνωμοτικό στράτευμα γινόταν ολοένα και ισχυρότερο, διότι ο λαός που ακολουθούσε τον Αβεσσαλώμ, συνεχώς αυξανόταν (Β' Βασιλειών 15,7-12).
Ένας αγγελιοφόρος ήρθε στο Δαβίδ και του είπε, ότι ο Αβεσσαλώμ επαναστάτησε και ότι οι Ισραηλίτες είναι με το μέρος του. Τότε ο Δαβίδ πήρε την οικογένειά του και τους αξιωματούχους του και έφυγαν από την Ιερουσαλήμ. Άφησε μόνο δέκα παλλακίδες να φυλάνε το βασιλικό παλάτι. Τον ακολούθησαν ακόμη οι δύο σωματοφύλακές του, ο Χελεθί και ο Φελεθί, οι 600 επίλεκτοι και ανδρείοι μαχητές του, καθώς και 600 Γεθθαίοι, που ακολούθησαν το Δαβίδ. Σε κάποια στιγμή είπε ο Δαβίδ στον Εθθί το Γεθθαίο, που ήρθε στο στράτευμα τελευταίος με τους 600 στρατιώτες του από τη Γεθ, να μείνει στην πόλη, κοντά στον καινούριο βασιλιά. Αλλά ο Εθθί του είπε ότι θα τον ακολουθήσει όπου κι αν πάει, στη ζωή ή στο θάνατο, και ο Δαβίδ συγκινημένος τον πήρε κι αυτόν μαζί του. Τότε όλος ο κόσμος που ακολουθούσε το Δαβίδ έκλαψε με δυνατούς λυγμούς (Β' Βασιλειών 15,13-23).
Ο Δαβίδ και οι άντρες του πέρασαν το χείμαρρο των Κέδρων και κατευθύνονταν προς την έρημο της Αραβώθ. Εκεί προστέθηκε στη συνοδεία του Δαβίδ και ο αρχιερέας Σαδώκ μαζί με τους Λευίτες, οι οποίοι μετέφεραν την Κιβωτό της Διαθήκης από την Βαιθάρ. Απόθεσαν κάτω την Κιβωτό κι ο Αβιάθαρ στάθηκε εκεί ωσότου πέρασαν όλοι όσοι είχαν βγει από την πόλη. Τότε ο Δαβίδ είπε στο Σαδώκ να γυρίσει πίσω την Κιβωτό του Κυρίου, κι αν τον ευνοήσει ο Κύριος, θα τον ξαναφέρει πάλι πίσω στη θέση του. Έτσι ο Σαδώκ και ο Αβιάθαρ, καθώς και οι γιοι τους Αχιμάας και Ιωνάθαν, με εντολή του Δαβίδ, ξανάφεραν την Κιβωτό του Κυρίου στην Ιερουσαλήμ και έμειναν εκεί (Β' Βασιλειών 15,23-29).
Ο Δαβίδ βάδιζε ξυπόλητος μέσα από το Όρος των Ελαιών, με σκεπασμένο το κεφάλι σε ένδειξη πένθους κι έκλαιγε. Κι όλοι όσοι ήταν μαζί του είχαν κι αυτοί σκεπασμένο το κεφάλι και προχωρούσαν κλαίγοντας. Έφεραν τότε στο Δαβίδ την είδηση ότι ο Αχιτόφελ ήταν ανάμεσα στους συνωμότες. Τότε ο Δαβίδ προσευχήθηκε στον Κύριο να τον φυλάξει από τα πονηρά σχέδια του Αχιτόφελ. Όταν ο Δαβίδ έφτασε στην τοποθεσία Ροώς, στην κορυφή του όρους, προσκύνησε τον Κύριο. Τότε είδε να έρχεται προς το μέρος του ο Χουσί, ο σύμβουλος και ο στενός του φίλος, με σχισμένα τα ρούχα του και με χώμα πάνω στο κεφάλι του. Ο Δαβίδ του είπε να γυρίσει στην πόλη και να προσφέρει δήθεν τις υπηρεσίες του στον Αβεσσαλώμ, έτσι ώστε να καταστρέψει τα σχέδια του Αχιτόφελ. Στην Ιερουσαλήμ θα έχει ως συνεργάτες το Σαδώκ και τον Αβιάθαρ, τους αρχιερείς, καθώς και τους γιους τους, τον Αχιμάας, γιο του Σαδώκ, και τον Ιωνάθαν, γιο του Αβιάθαρ, στους οποίους θα γνωστοποιεί τα σχέδια του Αβεσσαλώμ και του Αχιτόφελ. Ο Χουσί, ο σύμβουλος του Δαβίδ, πείσθηκε και επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ την ώρα που έφτανε εκεί ο Αβεσσαλώμ (Β' Βασιλειών 15,30-37).
Μόλις ο Δαβίδ είχε προχωρήσει λίγο από την τοποθεσία Ροώς, πήγε και τον συνάντησε ο Σιβά, ο υπηρέτης του Μεμφιβοσθέ. Οδηγούσε δύο γαϊδούρια σαμαρωμένα και πάνω τους είχε 200 ψωμιά, 100 μεγάλα τσαμπιά σταφίδες, 100 φοίνικες και ένα ασκό με κρασί. Ο Δαβίδ τον ρώτησε τι τα θέλει όλα αυτά και που είναι ο κύριός του. Ο Σιβά απάντησε ότι τα γαϊδούρια είναι για την οικογένεια του Δαβίδ, τα τρόφιμα και το κρασί είναι για τους άντρες του, που είναι κατάκοποι από την πορεία. Μετά ο Δαβίδ τον ξαναρώτησε που είναι ο κύριός του. Ο Σιβά του είπε, ότι ο κύριός του έμεινε στην Ιερουσαλήμ, γιατί πιστεύει ότι οι Ισραηλίτες θα του αποδώσουν τη βασιλεία του παππού του. Τότε ο Δαβίδ του αποκρίθηκε ότι όσα ανήκουν στο Μεμφιβοσθέ είναι τώρα δικά του. Και ο Σιβά προσκύνησε το Δαβίδ για την εύνοιά του (Β' Βασιλειών 16,1-4).
Όταν ο Δαβίδ βρισκόταν στην τοποθεσία Παρεμβολές και πλησίαζε στη Βαχουρίμ (Βαουρίμ), τον πλησίασε κάποιος που ονομαζόταν Σεμεΐ, γιος του Γηρά, και ήταν συγγενής του Σαούλ. Αυτός άρχισε να καταριέται το Δαβίδ για το χαμό των απογόνων του Σαούλ και να του ρίχνει πέτρες, καθώς και σ' όλους τους αξιωματούχους του, μολονότι ο βασιλιάς περιστοιχιζόταν από το στρατό και τους σωματοφύλακές του. Τότε ο Αβεσσά, ο γιος της Σαρουΐας, ζήτησε από το Δαβίδ την άδεια, να πάρει το κεφάλι αυτού του ανθρώπου, επειδή έβρισε το βασιλιά. Τότε ο Δαβίδ επιτίμισε τον Αβεσσά και τον Ιωάβ και τους είπε, ότι αν ο γιος του, ο Αβεσσαλώμ, ζητάει το θάνατο του πατέρα του, γιατί όχι κι αυτός ο άνθρωπος; Έτσι τον άφησαν να βρίζει και ο Δαβίδ και οι άντρες του συνέχισαν το δρόμο τους, ενώ ο Σεμεΐ βάδιζε στην πλαγιά του βουνού δίπλα τους, ξεστομίζοντας κατάρες και πετώντας πέτρες και χώμα. Ο Δαβίδ κι ο λαός που τον ακολουθούσε κάθησαν σε κάποιο σημείο εξαντλημένοι κι εκεί ξεκουράστηκαν (Β' Βασιλειών 16,5-14. Γ' Βασιλειών 2,8. 2,35λ-μ).
Ο Αβεσσαλώμ και όλοι οι Ισραηλίτες που ήταν μαζί του μπήκαν στην Ιερουσαλήμ. Μαζί τους ήταν και ο Αχιτόφελ. Μόλις ο Χουσί, ο σύμβουλος κι ο φίλος του Δαβίδ, έφτασε στον Αβεσσαλώμ, του ζήτησε να του προσφέρει τις υπηρεσίες του, όπως έκανε και στον πατέρα του. Τότε ο Αβεσσαλώμ ζήτησε τη γνώμη του Αχιτόφελ. Εκείνος του είπε να πλαγιάσει με τις παλλακίδες του πατέρα του, που άφησε στο ανάκτορο, έτσι ώστε όλοι οι Ισραηλίτες να μάθουν ότι ήρθε σε ρήξη με τον πατέρα του. Έστησαν, λοιπόν, μια σκηνή μέσα στα ανάκτορα, και ο Αβεσσαλώμ πήγε μπροστά σ' όλους και πλάγιασε με τις παλλακίδες του πατέρα του. Εκείνο τον καιρό οι συμβουλές που έδινε ο Αχιτόφελ λογαριάζονταν σαν να ήταν λόγος θεού. Έτσι τις θεωρούσαν τόσο ο Δαβίδ όσο κι ο Αβεσσαλώμ (Β' Βασιλειών 16,15-23).
Μετά ο Αχιτόφελ ζήτησε από τον Αβεσσαλώμ, να του δώσει 12.000 άντρες και να καταδιώξει το Δαβίδ το ίδιο βράδυ και να του επιτεθεί, ενώ αυτός θα είναι κουρασμένος κι εξαντλημένος. Αυτός ο λόγος φάνηκε καλός στον Αβεσσαλώμ και σ' όλους του πρεσβυτέρους του Ισραήλ. Όμως ο Αβεσσαλώμ κάλεσε και τον Χουσί, γιο του Αραχί και πρώην σύμβουλο του Δαβίδ, για ν' ακούσει και τη δική του γνώμη (Β' Βασιλειών 17,1-5).
Ο Χουσί παρουσιάστηκε στον Αβεσσαλώμ και εκείνος ζήτησε τη γνώμη του για το συγκεκριμένο θέμα. Ο Χουσί είπε στον Αβεσσαλώμ, ότι δεν είναι καλή η συμβουλή που έδωσε ο Αχιτόφελ. Όλοι ξέρουν καλά ότι οι άντρες του Δαβίδ είναι γενναίοι και έμπειροι πολεμιστές. Τώρα μάλιστα είναι και εξοργισμένοι. Ο πατέρας του ο Δαβίδ είναι έμπειρος στους πολέμους και θα βρει κάποιο καλό στρατηγικό σημείο για να στήσει το στρατό του. Εάν λοιπόν ο πατέρας του κερδίσει την πρώτη μάχη, τότε ο στρατός του Αβεσσαλώμ θα χάσει το ηθικό του και ο λαός θα φοβηθεί, γιατί ξέρει ότι ο πατέρας του είναι δυνατός και οι στρατιώτες του είναι δυνατοί και γενναίοι πολεμιστές. Έτσι λοιπόν ο Χουσί πρότεινε στον Αβεσσαλώμ, να συγκεντρώσει όλους τους Ισραηλίτες από το Βορρά ως το Νότο, να ηγηθεί ο ίδιος ο Αβεσσαλώμ του στρατού αυτού και τότε να επιτεθεί στο Δαβίδ. Κι αν ο πατέρας του καταφύγει σε κάποια πόλη και ζητήσει βοήθεια, τότε θα την τιμωρήσουν παραδειγματικά για την πράξη της αυτή.
Αυτή η άποψη του Χουσί άρεσε στον Αβεσσαλώμ και στους πρεσβυτέρους του Ισραήλ και την προτίμησαν από τη συμβουλή του Αχιτόφελ. Έτσι ο Κύριος εξουδετέρωσε το σχέδιο του Αχιτόφελ, την τόσο συμφέρουσα για τον Αβεσσαλώμ, για να τον τιμωρήσει αργότερα για τις πράξεις του (Β' Βασιλειών 17,6-14).
Αμέσως μετά ο Χουσί γνωστοποίησε στους αρχιερείς Σαδώκ και Αβιάθαρ, το σχέδιο του Αχιτόφελ προς τον Αβεσσαλώμ, αλλά και το δικό του σχέδιο, και συμβούλεψε να πουν στο Δαβίδ να μη μείνει αυτή τη νύχτα στην κοιλάδα του Ιορδάνη, στην Αραβώθ, αλλά να περάσει γρήγορα το ποτάμι, μήπως τυχόν ο Αχιτόφελ αλλάξει τη γνώμη του Αβεσσαλώμ και στείλει το στρατό εναντίον του Δαβίδ. Μια υπηρέτρια, λοιπόν, μετέφερε στον Ιωνάθαν και τον Αχιμάας, που περίμεναν κοντά στην πηγή Ρωγήλ, το μήνυμα του Χουσί (Β' Βασιλειών 17,15-17).
Ένας νεαρός όμως τους είδε και το είπε στον Αβεσσαλώμ, ο οποίος έστειλε ανθρώπους για να τους συλλάβουν. Αλλά ο Ιωνάθαν και ο Αχιμάας επέσπευσαν το βήμα τους και μπήκαν γρήγορα σ' ένα σπίτι στη Βαουρίμ, που είχε στην αυλή του πηγάδι και κρύφτηκαν εκεί. Η γυναίκα του σπιτιού έκλεισε το πηγάδι μ' ένα σκέπασμα και σκόρπισε από πάνω του κόκκους σιταριού για να ξεραθούν κι έτσι δεν φαινόταν τίποτα από κάτω. Οι άνθρωποι του Αβεσσαλώμ πήγαν στο σπίτι αυτό και ρώτησαν τη γυναίκα, εάν είδε τους δύο άντρες. Η γυναίκα τους απάντησε ότι πέρασαν πέρα απ' το ποτάμι. Εκείνοι τους αναζήτησαν, αλλά επειδή δεν τους βρήκαν, επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ.
Όταν οι άνθρωποι του Αβεσσαλώμ έφυγαν, ο Ιωνάθαν κι ο Αχιμάας βγήκαν απ' το πηγάδι και έδωσαν στο βασιλιά Δαβίδ το μήνυμα του Χουσί. Έτσι ο Δαβίδ μέχρι το πρωΐ πέρασε τον Ιορδάνη (Β' Βασιλειών 17,18-22). Ο Αχιτόφελ στο μεταξύ, όταν είδε, ότι δεν ακολούθησαν τη συμβουλή του, σαμάρωσε το γαϊδούρι του κι έφυγε για το σπίτι του, στην πόλη του. Αφού τακτοποίησε τις υποθέσεις του σπιτιού του μετά κρεμάστηκε. Τον έθαψαν στον τάφο του πατέρα του (Β' Βασιλειών 17,23).
Ο Δαβίδ όταν πέρασε τον Ιορδάνη, πήγε στη Μαναΐμ (Μαχαναΐμ). Ο Αβεσσαλώμ πέρασε τον Ιορδάνη, μαζί με όλο τον ισραηλιτικό στρατό και στρατοπέδευσε στη Γαλαάδ. Ως αρχιστράτηγο ο Αβεσσαλώμ διόρισε τον Αμεσσά (Αμεσσαΐ), γιο του Ισμαηλίτη Ιοθόρ και της Αβιγαίας, αδερφή της Σαρουΐας.
Όταν έφτασε ο Δαβίδ στη Μαναΐμ (Μαχαναΐμ), ο Ουεσβί από τη Ραββάθ, γιος του Ναάς, πρώην βασιλιά των Αμμωνιτών, ο Μαχίρ, γιος του Αμιήλ, από την Λωδαβάρ και ο Βερζελλί, από την Ρωγελλίμ της Γαλαάδ, έφεραν στο Δαβίδ κρεβάτια, τάπητες, λέβητες, οικιακά σκεύη, σιτάρι, κριθάρι, αλεύρι, κουκιά, φακές, μέλι, βούτυρο, πρόβατα και αγελαδινό τυρί για να φάνε ο Δαβίδ και ο στρατός που τον ακολουθούσε, επειδή ήταν όλοι τους πεινασμένοι, διψασμένοι κι εξαντλημένοι από την πορεία τους στην έρημο (Β' Βασιλειών 17,24-29). Οι Ψαλμοί 3 και 142 του Δαβίδ είναι αφιερωμένοι στη φυγή του από την πατροκτόνο οργή του γιου του Αβεσσαλώμ (Ψαλμοί 3 και 142).
Η ΗΤΤΑ ΤΩΝ ΣΤΑΣΙΑΣΤΩΝ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ
Ο Δαβίδ επιθεώρησε το στρατό που τον ακολουθούσε και τοποθέτησε επικεφαλής των αντρών χιλίαρχους κι εκατόνταρχους. Χώρισε το στρατό του σε τρία μέρη: Το πρώτο τμήμα το έθεσε υπό τις διαταγές του Ιωάβ, το δεύτερο υπό τις διαταγές του Αβεσσά, αδερφού του Ιωάβ, και το τρίτο υπό τις διαταγές του Εθθί του Γεθθαίου. Ο Δαβίδ τους ανακοίνωσε, ότι σ' αυτή τη μάχη θα πολεμήσει κι αυτός μαζί τους, αλλά ο στρατός του αρνήθηκε τη συμμετοχή του, επειδή η αξία του βασιλιά τους ήταν πολύ μεγαλύτερη από το στρατό του, γι' αυτό θεώρησαν προτιμότερο να μείνει στην πόλη και να τους βοηθήσει εάν υπήρχε ανάγκη. Έτσι ο Δαβίδ έμεινε στην πύλη της πόλης, ενώ όλος ο στρατός έβγαινε από την πόλη κατά εκατό και κατά χίλιους άνδρες. Τέλος, ο Δαβίδ είπε στους στρατηγούς του, στον Ιωάβ, στον Αβεσσά και στον Εθθί να λυπηθούν τον Αβεσσαλώμ και να μην του κάνουν κακό. Κι όλος ο στρατός του πληροφορήθηκε την εντολή του βασιλιά προς τους στρατηγούς του, σχετικά με τον Αβεσσαλώμ (Β' Βασιλειών 18,1-5).
Ο στρατός του Δαβίδ βγήκε από την πόλη για ν' αντιμετωπίσει το στρατό του Αβεσσαλώμ. Η μάχη έγινε στο δάσος του Εφραίμ (δάσος της μεγάλης δρυός). Εκεί ο στρατός του Αβεσσαλώμ νικήθηκε από τα στρατεύματα του Δαβίδ κι έπαθε την ημέρα εκείνη μεγάλη καταστροφή, με 20.000 νεκρούς. Ο πόλεμος επεκτάθηκε σ' όλη την περιοχή. Από το στρατό του Αβεσσαλώμ σκοτώθηκαν περισσότεροι κατά τη φυγή τους στο δάσος, παρά στο πεδίο της μάχης.
Ο Αβεσσαλώμ καβάλα στο μουλάρι του, βρέθηκε αντιμέτωπος με τους στρατιώτες του Δαβίδ. Και καθώς ο Αβεσσαλώμ μπήκε στο δάσος για να γλιτώσει, τα μεγάλα του μαλλιά πιάστηκαν από τα πυκνά κλαδιά μιας μεγάλης βελανιδιάς και κρεμόταν εκεί μετέωρος, ενώ το μουλάρι έφυγε από κάτω του (Β' Βασιλειών 18,6-9).
Ένας στρατιώτης του Δαβίδ τον είδε και το είπε στον Ιωάβ. Εκείνος του είπε, ότι εάν τον σκότωνε επί τόπου, θα του έδινε ως αμοιβή δέκα ασημένιους σίκλους και μία ζώνη. Αλλά ο στρατιώτης απάντησε στον Ιωάβ, ότι κι αν ακόμη του έδινε χίλιους ασημένιους σίκλους, δεν θ' άπλωνε φονικό χέρι στο γιο του βασιλιά, γιατί όλος ο στρατός άκουσε το βασιλιά που έδινε την εντολή στους στρατηγούς του. Έτσι αν διέπραττε κακό στο γιο του βασιλιά θα τιμωρούνταν απ' αυτόν, αλλά και απ' τον ίδιο τον Ιωάβ. Ο Ιωάβ του είπε, ότι θα κάνει αυτό που δεν έκανε εκείνος. Πήρε τρία βέλη στα χέρια του και με το τόξο του τα κάρφωσε στην καρδιά του Αβεσσαλώμ, ενώ αυτός ήταν ακόμα ζωντανός, κρεμασμένος στη βελανιδιά. Κατόπιν δέκα στρατιώτες του Ιωάβ, περικύκλωσαν τον Αβεσσαλώμ, τον χτύπησαν με τα όπλα τους και τον αποτελείωσαν. Μετά ο Ιωάβ σήμανε με τη σάλπιγγα το τέλος της μάχης κι ο στρατός του Δαβίδ σταμάτησε την καταδίωξη των ανδρών του Αβεσσαλώμ, επειδή ο Ιωάβ λυπήθηκε για τον άδικο χαμό τόσων στρατιωτών (Β' Βασιλειών 18,10-16).
Μετά ο Ιωάβ πήρε το πτώμα του Αβεσσαλώμ και τον έριξε σ' ένα λάκκο στο δάσος κι έριξε από πάνω του ένα μεγάλο σωρό από πέτρες. Ύστερα έφυγαν οι Ισραηλίτες, καθένας για το σπίτι του. Κατά σύμπτωση, όταν ακόμα ζούσε Αβεσσαλώμ, είχε στήσει για τον αυτόν του μια αναμνηστική στήλη, κοντά στο σημείο που πέθανε, στην Κοιλάδα του Βασιλέως, γιατί σκεφτόταν ότι δεν είχε γιο για να διατηρήσει τη μνήμη του ονόματός του. Είχε δώσει μάλιστα το όνομά του στη στήλη και ονομάστηκε «Χειρ Αβεσσαλώμ» (Β' Βασιλειών 18,17-18).
Μετά τη μάχη ο Αχιμάας, γιος του Σαδώκ, είπε στον Ιωάβ να του επιτρέψει να πάει και ν' αναγγείλει τα ευχάριστα νέα στο βασιλιά, γιατί ο Κύριος τον έσωσε απ' τους εχθρούς του. Ο Ιωάβ όμως του είπε, να μεταφέρει άλλη μέρα τα ευχάριστα νέα, γιατί αν πήγαινε εκείνη τη στιγμή δεν θα ήταν αγγελιοφόρος καλών ειδήσεων, αφού ο γιος του βασιλιά ήταν νεκρός. Τότε είπε ο Ιωάβ είπε στο Χουσί, να πάει και ν' αναγγείλει στο βασιλιά όσα είδε. Ο Χουσί προσκύνησε τον Ιωάβ και έφυγε. Ο Αχιμάας παρακάλεσε τον Ιωάβ, να τρέξει κι αυτός πίσω απ' τον Χουσί. Αλλά ο Ιωάβ προσπάθησε να τον εμποδίσει, επειδή δεν θα του πήγαινε καλή είδηση. Ο Αχιμάας επέμενε και πήρε την οδό του Κεχάρ και προσπέρασε το Χουσί (Β' Βασιλειών 18,19-23).
Ο Δαβίδ περίμενε ανάμεσα στις δύο πύλες της πόλεως, την εσωτερική και την εξωτερική. Κάποια στιγμή ανέβηκε ο φρουρός πάνω στην πύλη, στο τείχος, κοίταξε μακριά και είδε έναν άνθρωπο που έτρεχε μόνος του. Αμέσως το ανάγγειλε στο βασιλιά. Ο Δαβίδ σκέφτηκε, ότι θα φέρνει καλές ειδήσεις. Ο φρουρός στο μεταξύ είδε κι άλλον άνθρωπο να τρέχει και το είπε στο βασιλιά. Ο Δαβίδ πάλι σκέφτηκε, ότι κι αυτός θα φέρνει καλές ειδήσεις. Ο φρουρός είπε στο βασιλιά, ότι ο πρώτος που ερχόταν ήταν ο Αχιμάας, ο γιος του Σαδώκ. Ο Δαβίδ πάλι σκέφτηκε, ότι ο Αχιμάας ήταν καλός άνθρωπος και οπωσδήποτε θα φέρνει καλές ειδήσεις. Ο Αχιμάας όταν έφτασε, προσκύνησε το βασιλιά και του ανήγγειλε τη νίκη του στρατού του εναντίον του στρατού του Αβεσσαλώμ. Μετά ο Δαβίδ τον ρώτησε, εάν ο γιος του ο Αβεσσαλώμ ήταν καλά. Ο Αχιμάας απάντησε, ότι τον έστειλε ο Ιωάβ και ότι δεν γνωρίζει τι απέγινε ο Αβεσσαλώμ.
Εκείνη τη στιγμή είχε φτάσει και ο Χουσί, ο οποίος κι αυτός με τη σειρά του ανήγγειλε τη νίκη του στρατού του Δαβίδ. Ο Δαβίδ ρώτησε τον Χουσί, εάν ο γιος του ο Αβεσσαλώμ ήταν καλά. Ο Χουσί απάντησε ότι οι εχθροί του βασιλιά στασίασαν εναντίον του, γι' αυτό ας έχουν την τύχη του γιου του βασιλιά, του Αβεσσαλώμ. Τότε ο Δαβίδ ταράχτηκε. Ανέβηκε πάνω στο χώρο που βρισκόταν πάνω από την πύλη κι έκλαψε. Και καθώς πήγαινε προς τα κει έλεγε: «Γιε μου Αβεσσαλώμ! Γιε μου, γιε μου Αβεσσαλώμ! Μακάρι να είχα σκοτωθεί εγώ αντί για σένα, Αβεσσαλώμ, γιε μου, γιε μου!» (Β' Βασιλειών 18,24-33).
Πήγε η είδηση στον Ιωάβ, ότι ο βασιλιάς κλαίει και πενθεί για τον Αβεσσαλώμ. Εκείνη την ημέρα η νίκη είχε μεταβληθεί σε πένθος σ' όλον το λαό, γιατί όλοι άκουσαν ότι ο βασιλιάς ήταν πολύ λυπημένος και θρηνεί για το γιο του. Την ίδια μέρα ο στρατός, αντί να εισέλθει στην πόλη θριαμβευτικά, μπήκε στην πόλη κρυφά. Ο Δαβίδ είχε το πρόσωπο του σκεπασμένο και συνέχιζε να φωνάζει: «Γιε μου, Αβεσσαλώμ! Αβεσσαλώμ, γιε μου, γιε μου!» Ο Ιωάβ μπήκε στο δωμάτιο του βασιλιά και του είπε, ότι με τη στάση αυτή ντρόπιασε όλους τους στρατιώτες, που έσωσαν τη ζωή του και τη ζωή των υπόλοιπων γιων του, των θυγατέρων του και των γυναικών του. Φαίνεται ότι ο βασιλιάς αγαπάει εκείνους που τον μισούν και μισεί εκείνους που τον αγαπούν. Εάν ο Αβεσσαλώμ ήταν ακόμη ζωντανός, όλοι τους θα ήταν νεκροί. Ο Ιωάβ τον συμβούλεψε να βγει έξω και να μιλήσει φιλικά στις καρδιές των στρατιωτών του και των ανθρώπων που τον αγαπούν, γιατί αν συνεχίσει τη στάση του αυτή, το κακό που θα διαπράξει θα είναι πολύ μεγαλύτερο απ' όλες τις συμφορές που τον έχουν βρει ως τώρα (Β' Βασιλειών 19,1-7).
Μνήμη Δαυΐδ Βασιλέως, υἱοῦ Ἰεσσαί.
Ἐγὼ τὶ φήσω, μαρτυροῦντος Κυρίου,
Τὸν Δαυΐδ εὗρον, ὡς ἐμαυτοῦ καρδίαν;
Ο Δαβίδ υπήρξε ποιμένας, μουσικός, ποιητής, στρατιωτικός διοικητής, προφήτης και βασιλιάς. Το όνομά του στα εβραϊκά σημαίνει "αγαπημένος" ή "αγαπητός". Ήταν ο δεύτερος κατά σειρά μετά τον Σαούλ Βασιλιάς και ο μεγαλύτερος απ' όλους τους βασιλιάδες του Ισραήλ. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των χρονολογιών της Παλαιάς Διαθήκης ο Δαβίδ θα πρέπει να έζησε περίπου το 1041-971 π.Χ. Βασίλευσε για 40 χρόνια, από το 1011-971 π.Χ.. Οι περισσότεροι Ψαλμοί είναι γραμμένοι από τον Δαβίδ.
Ο Δαβίδ ανήκε στη φυλή του Ιούδα και καταγόταν απ' τη Βηθλεέμ. Ήταν γιος του Ιεσσαί από τη Βηθλεέμ, γιου του Ωβήδ, από τη φυλή Ιούδα (Ρουθ 4,22. Α' Βασιλειών 16,12. 16,18-19. 17,12. 17,58. 20,27. 20,30-31. 25,10. Β' Βασιλειών 23,1. Α' Παραλειπομένων 2,15. 10,14. 12,19) και δισέγγονος της Ρουθ και του Βοόζ (Ρουθ 4,22). Ήταν ο μικρότερος από τα εφτά παιδιά του Ιεσσαί. Τα αδέρφια του ήταν ο Ελιάβ, ο Αμιναδάβ (Αβιναδάβ), ο Σαμά ή Σαμαά (Σαμμά, Σιμά), ο Ναθαναήλ, ο Ζαδδαΐ (Ραδδαΐ) και ο Ασόμ (Οσέμ) (Α' Βασιλειών 16,6-12. 17,12-14. Α' Παραλειπομένων 2,13-15). Ακόμη ο Δαβίδ είχε και δύο αδερφές, τη Σαρουΐα (Σερουΐα) και την Αβιγαία (Α' Παραλειπομένων 2,16).
Ο Δαβίδ είχε ως συζύγους τη Μελχόλ (Μιχάλ) που ήταν κόρη του Σαούλ (Α' Βασιλειών 18,27. 19,11). Τον καιρό που τον καταδίωκε ο Σαούλ πήρε την Αβιγαία, πρώην γυναίκα του Ναβάλ από την Κάρμηλο (Α' Βασιλειών 25,42. 27,3. 30,5. Β' Βασιλειών 2,2. Α' Παραλειπομένων 3,1) και την Αχινόομ από την Ιεζραέλ (Α' Βασιλειών 25,43. 27,3. 30,5. Β' Βασιλειών 2,2. 3,2. Α' Παραλειπομένων 3,1). Μετά στη Χεβρών απέκτησε κι άλλες γυναίκες, όπως την Μααχά (Μωχά), που ήταν κόρη του Θολμί, βασιλιά της Γεδσούρ, την Φεγγίθ (Αγγίθ), την Αβιτάλ και την Αιγλά (Αγλά) (Β' Βασιλειών 3,3-5. Α' Παραλειπομένων 3,2-3). Ο Δαβίδ μετά τον ερχομό του στην Ιερουσαλήμ, πήρε κι άλλες γυναίκες και παλλακίδες και συζύγους, από τις οποίες απέκτησε κι άλλους γιους και κόρες. Η κυριότερη από τις γυναίκες που πήρε στην Ιερουσαλήμ ήταν η Βηρσαβεέ (Β' Βασιλειών 11,27. 12,24. Α' Παραλειπομένων 3,5).
Στη Βίβλο περιγράφεται ότι ήταν μικρός στο ανάστημα, ξανθός, με ωραία μάτια και με ωραίο, αγαθό πρόσωπο (Α' Βασιλειών 16,12. 16,18. 17,42). Από μικρή ηλικία ήταν ποιμένας στα πρόβατα της οικογένειάς του (Α' Βασιλειών 16,11) και ήταν πολύ ικανός στη σφεντόνα. Ήταν εξαίρετος μουσικός και ποιητής. Έπαιζε ένα μουσικό όργανο που λεγόταν ψαλτήρι και έμοιαζε με άρπα (Α' Βασιλειών 16,18). Ο Δαβίδ ήταν συνετός και εξαίρετος πολεμιστής, γενναίος, μιλούσε με σοφία και φρόνηση και ήταν πλήρης αφοσιωμένος στο Θεό (Α' Βασιλειών 16,18). Όταν τον επέλεξε ο Κύριος για να τον χρησιμοποιήσει σύμφωνα με το θέλημά Του, τον περιέγραψε ως "άντρα που είναι όπως τον θέλει η καρδιά του Θεού" (Α' Βασιλειών 16,1. Πράξεις 13,22), καθώς επίσης "αγαθός και άξιος ενώπιόν του Κυρίου" (Α' Βασιλειών 16,12).
Ο ΔΑΒΙΔ ΑΝΑΚΗΡΥΣΣΕΤΑΙ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ
Μετά το θάνατο του Σαούλ, ο Δαβίδ μαζί με τις δυο γυναίκες του, την Αχινόομ και την Αβιγαία, και τους άνδρες του με τις οικογένειες τους, εγκαταστάθηκαν, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, στη Χεβρών και στις γύρω πόλεις. Τότε ήρθαν οι άνδρες και οι πρεσβύτεροι του Ιούδα και έχρισαν εκεί το Δαβίδ βασιλιά της φυλής Ιούδα, σύμφωνα με το λόγο που είχε προαναγγείλει ο Κύριος στο Σαμουήλ (Β' Βασιλειών 2,1-4. Α' Παραλειπομένων 11,1-3). Όταν έφτασε στο Δαβίδ η είδηση ότι οι κάτοικοι της Ιαβές (Ιαβίς), στη Γαλαάδ, φρόντισαν κι έθαψαν το Σαούλ, έστειλε σ' αυτούς αγγελιοφόρους και τους επιβράβευσε για την πράξη τους. Τους υποσχέθηκε ακόμη, ότι θα τους ανταποδώσει το καλό που κάνανε στο βασιλιά τους (Β' Βασιλειών 2,5-7).
Όταν ο Δαβίδ εγκαταστάθηκε στη Χεβρών καθημερινά ερχόντουσαν πολεμιστές απ' όλες τις φυλές του Ισραήλ, έτσι που σχηματίστηκε ένα στράτευμα τεράστιο. Όλοι αυτοί ήταν ετοιμοπόλεμοι άνδρες, οι οποίοι ενώθηκαν με το στρατό του Δαβίδ και αποδέχτηκαν το βασιλικό του αξίωμα. Ήταν καλογυμνασμένοι, έμπειροι για πόλεμο, εξοπλισμένοι με κάθε είδους όπλα και αποφασισμένοι να βοηθήσουν το Δαβίδ με όλη τους την καρδιά. Από τη φυλή του Ιούδα ήταν 6.800 άνδρες, ετοιμοπόλεμοι και οπλισμένοι με ασπίδες και δόρατα. Από τη φυλή του Συμεών ήταν 7.100 άνδρες, γενναίοι και ετοιμοπόλεμοι. Από τη φυλή του Λευΐ ήταν 4.600 άνδρες. Από τη φυλή του Βενιαμίν ήταν 3.000 άνδρες, γιατί οι περισσότεροι ήταν ακόμη στη φρουρά του Σαούλ. Από τη φυλή του Εφραίμ ήταν 20.800 άνδρες, γενναίοι και ονομαστοί. Από τη μισή φυλή του Μανασσή ήταν 18.000 άνδρες, οι οποίοι προσκλήθηκαν ονομαστικά για ν' ανακηρύξουν το Δαβίδ βασιλιά του Ισραήλ. Από τη φυλή του Ισσάχαρ ήταν 200 σοφοί αρχηγοί και οι συγγενείς τους, οι οποίοι γνώριζαν τον καιρό και τι έπρεπε να κάνει ο ισραηλιτικός λαός στις διάφορες περιστάσεις. Από τη φυλή του Ζαβουλών ήταν 50.000 άνδρες, ετοιμοπόλεμοι, καλά γυμνασμένοι και οπλισμένοι με όλα τα πολεμικά όπλα, αποφασισμένοι να βοηθήσουν το Δαβίδ με όλη τους την καρδιά. Από τη φυλή του Νεφθαλί ήταν 1000 αρχηγοί και μαζί μ' αυτούς ήταν 37.000 άνδρες, οι οποίοι έφεραν μεγάλες ασπίδες και δόρατα. Από τη φυλή του Δαν ήταν 28.800 ετοιμοπόλεμοι άνδρες. Από τη φυλή του Ασήρ ήταν 40.000 ετοιμοπόλεμοι άνδρες. Από τις φυλές που ήταν πέρα από τον Ιορδάνη, του Ρουβήν, του Γαδ και της μισής Μανασσή, ήταν 120.000 άνδρες, ετοιμοπόλεμοι και οπλισμένοι με όλα τα πολεμικά όπλα. Το Δαβίδ ακολούθησαν ακόμη ο Ιωδαέ, αρχηγός της πατριαρχικής οικογένειας του Ααρών με 3.700 άνδρες, ο νεαρός Σαδώκ, γενναίος άνδρας, με 22 άρχοντες της πατριαρχικής του οικογένειας. Όλοι αυτοί πήγαν στη Χεβρών για ν' ανακηρύξουν το Δαβίδ βασιλιά όλου του Ισραήλ. Εγκαταστάθηκαν στη Χεβρών επί τρεις ημέρες και είχαν φέρει μαζί τους πολλά ζώα και τρόφιμα, αλλά τους συντηρούσε και ο λαός (Α' Παραλειπομένων 12,1-41).
Μεταξύ αυτών ήταν και το σώμα των επιλέκτων και των ανδρείων του Δαβίδ, οι οποίοι τον βοήθησαν να εδραιώσει τη βασιλεία του, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου στον ισραηλιτικό λαό. Οι σημαντικότεροι του σώματος αυτού, οι οποίοι ήταν και αρχηγοί του στρατού του ήταν ο Ιεσεβάαλ, ένας από τους 3 καλύτερους και δυνατότερους ανδρείους του Δαβίδ και αρχηγός 30 επιλέκτων, ο Ελεάζαρ, ένας από τους 3 καλύτερους και δυνατότερους ανδρείους του Δαβίδ, ο Αβεσσά, ανιψιός του Δαβίδ και αδερφός του αρχιστράτηγου Ιωάβ, ο οποίος ήταν ο αρχηγός των τριών πιο δυνατών και ανδρείων του Δαβίδ, ο Βαναίας, ο οποίος ήταν ο πιο ένδοξος από τους τριάντα επιλέκτους και ανδρείους του Δαβίδ και πολύ δυνατός. Ο Βαναίας ήταν ο αρχηγός της σωματοφυλακής του Δαβίδ (Α' Παραλειπομένων 11,10-47).
Στο μεταξύ όμως, ο Αβεννήρ, ο αρχιστράτηγος του Σαούλ, ανακήρυξε στη Μαναέμ τον Ιεβοσθέ, γιο του Σαούλ, βασιλιά στον Ισραήλ. Αλλά η φυλή Ιούδα ακολούθησε το Δαβίδ. Σ' αυτούς ο Δαβίδ βασίλεψε για εφτά χρόνια κι έξι μήνες στη Χεβρών. Ο Αβεννήρ μετά την ανακήρυξη του Ιεβοσθέ, εκστράτευσε εναντίον του Δαβίδ και κατευθύνθηκε από τη Μαναέμ στη Γαβαών. Ο στρατός του Δαβίδ, με αρχιστράτηγο τον Ιωάβ, γιο της Σαρουΐας, παρατάχτηκε απέναντί του για μάχη. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν κοντά σε μια πηγή στη Γαβαών και στρατοπέδευσαν οι μεν από τη μια πλευρά της πηγής και οι δε απ' την άλλη. Ο Αβεννήρ πρότεινε στον Ιωάβ να μονομαχήσουν δώδεκα άντρες από κάθε παράταξη. Ο Ιωάβ δέχτηκε την πρόκληση. Από τη μια πλευρά ήταν 12 Βενιαμινίτες από το στρατό του Ιεβοσθέ και 12 άνδρες του Δαβίδ από την άλλη. Στη μονομαχία που ακολούθησε, ο καθένας έπιασε το κεφάλι του αντιπάλου του και με το ξίφος του διαπέρασε την πλευρά κι έτσι έπεσαν όλοι μαζί. Έτσι ονομάστηκε εκείνος ο τόπος «Μέρος των επιβούλων».
Εκείνη την ημέρα ξέσπασε σκληρή μάχη και νικήθηκε ο Αβεννήρ από τους άνδρες του Δαβίδ. Εκεί ήταν και οι τρεις γιοι της Σαρουΐας, ο Ιωάβ, ο Αβεσσά και ο Ασαήλ. Ο Ασαήλ, που ήταν πολύ γρήγορος, καταδίωξε τον Αβεννήρ. Όταν τον πλησίασε, ο Αβεννήρ του είπε να πάρει μια πανοπλία από κάποιο νεκρό στρατιώτη ως τρόπαιο νίκης και να γυρίσει πίσω. Ο Ασαήλ επέμενε. Τότε ο Αβεννήρ τον χτύπησε με την αιχμή του δόρατος στα νεφρά και τον διαπέρασε από την πίσω πλευρά. Έτσι ο Ασαήλ χτυπημένος θανάσιμα έπεσε νεκρός στο μέρος εκείνο. Σε λίγο κατέφτασαν και τ' αδέρφια του με τον στρατό του Δαβίδ. Ο Ιωάβ και ο Αβεσσά καταδίωξαν τον Αβεννήρ. Ο ήλιος κόντευε να δύσει όταν έφτασαν στο βουνό Αμμάν, απέναντι από τη Γαΐ. Ο Αβεννήρ κατέφυγε σ' εκείνο το βουνό, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι άνδρες της φυλής Βενιαμίν. Από κει ο Αβεννήρ φώναξε στον Ιωάβ και του πρότεινε την κατάπαυση του αδελφικού πολέμου. Ο Ιωάβ συμφώνησε κι έτσι σταμάτησε εκείνη η μάχη. Ο Αβεννήρ με τους άνδρες του βάδισαν όλη τη νύχτα και στρατοπέδευσαν στην τοποθεσία «Παρεμβολή» πέρα από τον Ιορδάνη. Ο Ιωάβ βάδισε κι αυτός όλη τη νύχτα και γύρισε πίσω στη Χεβρών. Από το στρατό του Δαβίδ σκοτώθηκαν 19 άνδρες και ο Ασαήλ, ενώ από το στρατό του Αβεννήρ σκοτώθηκαν 360 άνδρες, κυρίως από τη φυλή Βενιαμίν. Το σώμα του Ασαήλ το έθαψαν στον τάφο του πατέρα του στη Βηθλεέμ (Β' Βασιλειών 2,8-32). Ο πόλεμος ανάμεσα στην οικογένεια του Σαούλ και στην οικογένεια του Δαβίδ κράτησε πολύ. Αλλά ο Δαβίδ γινόταν ολοένα και ισχυρότερος, ενώ η οικογένεια του Σαούλ συνεχώς εξασθενούσε (Β' Βασιλειών 3,1).
Ο ΔΑΒΙΔ ΑΝΑΚΗΡΥΣΣΕΤΑΙ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΟΛΟΥ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ
Μετά από μια διαμάχη που είχε ο Αβεννήρ με τον Ιεβοσθέ, επειδή ο Ιεβοσθέ επέκρινε τον Αβεννήρ, γιατί πλάγιασε με μια παλλακίδα του πατέρα του, ο Αβεννήρ έστειλε αγγελιοφόρους στο Δαβίδ, ο οποίος βρισκόταν τότε στη Θαιλάμ, και του πρότεινε συμφωνία, πως θα τον βοηθούσε να επεκτείνει τη βασιλεία του σε όλο το Ισραήλ. Ο Δαβίδ αποδέχτηκε την πρόταση του Αβεννήρ, με την προϋπόθεση να του φέρει τη Μελχόλ, την κόρη του Σαούλ, επειδή παλιότερα ο πατέρας της την είχε δώσει σε άλλον. Ο Δαβίδ έστειλε ανθρώπους και στον Ιεβοσθέ και του ζητούσε να του δώσει πίσω τη Μελχόλ. Ο Αβεννήρ, με τη σύμφωνη γνώμη του Ιεβοσθέ, παρέλαβε τη Μελχόλ από τον άντρα της, τον Φαλτιήλ, ο οποίος τη συνόδεψε μέχρι τη Βαρακίμ κλαίγοντας, και την παρέδωσε στο Δαβίδ (Β' Βασιλειών 3,6-16). Μετά ο Αβεννήρ μίλησε με τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ και της φυλής Βενιαμίν, και τους πρότεινε, αυτό που κι αυτοί ζητάγανε καιρό τώρα, να γίνει, δηλαδή, ο Δαβίδ βασιλιάς όλου του Ισραήλ. Εκείνοι αποδέχτηκαν την πρόταση του Αβεννήρ. Κατόπιν πήγε στη Χεβρών με 20 άνδρες για να το αναγγείλει στο Δαβίδ. Ο Δαβίδ ετοίμασε συμπόσιο γι' αυτόν και για τους άνδρες του και του εγγυήθηκε να αποχωρήσει με ασφάλεια (Β' Βασιλειών 3,17-21).
Όταν ο Ιωάβ, ο αρχιστράτηγος του Δαβίδ, έφτασε στη Χεβρών ύστερα από μια εκστρατεία, και έμαθε ότι ο Αβεννήρ επισκέφτηκε το Δαβίδ και αποχώρησε ειρηνικά, τότε θύμωσε με το Δαβίδ που τον άφησε να φύγει έτσι. Μετά έστειλε αγγελιοφόρους στον Αβεννήρ και μια κάποια πρόφαση τον γύρισαν πίσω στη Χεβρών. Τότε ο Ιωάβ τον πήρε παράμερα δήθεν για να του μιλήσει κρυφά, κι εκεί τον χτύπησε στα νεφρά και τον σκότωσε, επειδή κι εκείνος είχε σκοτώσει τον αδερφό του τον Ασαήλ. Όταν το έμαθε ο Δαβίδ αποποιήθηκε της πράξης του Ιωάβ, στον οποίο απέδωσε όλη την ευθύνη για τον θάνατο του Αβεννήρ.
Κατά την ταφή του Αβεννήρ στη Χεβρών, ο Δαβίδ και όλος ο στρατός θρήνησαν και έκλαψαν πάνω στον τάφο του. Ύστερα ο Δαβίδ απάγγειλε για τον Αβεννήρ έναν θρήνο και όλος ο λαός τον έκλαψε. Μετά, κι όσο ακόμα ήταν μέρα, προσπάθησαν να πείσουν το Δαβίδ να φάει, αλλά ο Δαβίδ αρνήθηκε να φάει πριν βασιλέψει ο ήλιος. Όταν το έμαθε αυτό ο λαός, το επικρότησε, και όλοι κατάλαβαν ότι δεν ήταν διαταγή του βασιλιά Δαβίδ ο θάνατος του Αβεννήρ (Β' Βασιλειών 3,22-39).
Αμέσως μετά ο Ρεκχά (Ρηχάβ) και ο Βαανά, οι γιοι του Ρεμμών από την Βηρώθ, που ήταν στην υπηρεσία του Ιεβοσθέ και ήταν αρχηγοί ληστρικών συμμοριών, μπήκαν στην κατοικία του Ιεβοσθέ, την πιο ζεστή ώρα της ημέρας, όταν αυτός κοιμόταν για μεσημέρι. Τα δυο αδέρφια μπήκαν στον κοιτώνα όπου κοιμόταν ο Ιεβοσθέ, τον σκότωσαν και του πήραν το κεφάλι και το έφεραν στο Δαβίδ, στη Χεβρών. Ο Δαβίδ, όμως, πρόσταξε τους άνδρες του και σκότωσαν τους δύο γιους του Ρεμμών. Μετά τους έκοψαν τα χέρια και τα πόδια και τους κρέμασαν κοντά στην πηγή της Χεβρών. Έπειτα πήραν το κεφάλι του Ιεβοσθέ και το έθαψαν στον τάφο του Αβεννήρ, στη Χεβρών (Β' Βασιλειών 4,1-12).
Οι πρεσβύτεροι, απ' όλες τις φυλές των Ισραηλιτών ήρθαν στο Δαβίδ, στη Χεβρών, και έχρισαν το Δαβίδ βασιλιά όλου του Ισραήλ. Ο Δαβίδ ήταν 30 ετών όταν έγινε βασιλιάς όλου του Ισραήλ και βασίλεψε 40 χρόνια. Εφτά χρόνια και έξι μήνες ήταν βασιλιάς της φυλής Ιούδα, στη Χεβρών, και 33 τρία χρόνια ήταν βασιλιάς όλου του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,1-5. Α' Παραλειπομένων 3,4. 11,1-3).
ΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΙ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ
Ο Δαβίδ βασίλεψε σε όλο το Ισραήλ και οργάνωσε το βασίλειό του. Δίκαζε κι απέδιδε το δίκαιο σε όλους αμερόληπτα. Τοποθέτησε ικανά στελέχη σε όλες τις κρατικές και στρατιωτικές θέσεις. Ο Ιωάβ, γιος της Σαρουΐας, ήταν ο αρχιστράτηγός του, ο Βαναίας ήταν σύμβουλος του Δαβίδ και αρχηγός της σωματοφυλακής του, ο Χελεθθί και ο Φελεττί ήταν οι αυλάρχες του και οι σωματοφύλακές του. Ο Ιωσαφάτ είχε τη φροντίδα των υπομνημάτων, ο Ασά (Σουσά) ήταν ο γραμματέας, ο Αδωνιράμ ήταν ο υπεύθυνος επί των φόρων (Β' Βασιλειών 8,15-18. 20,23-25. 23,23. Α' Παραλειπομένων 18,14-17. 27,34). Ο Ιωνάθαν, θείος του Δαβίδ, άνθρωπος συνετός ήταν σύμβουλος και γραμματέας του βασιλιά Δαβίδ (Α' Παραλειπομένων 27,32). Σύμβουλοι ήταν επίσης ο Αχιτόφελ ο Γελμωναίος (Β' Βασιλειών 15,12. Α' Παραλειπομένων 27,33) και ο Χουσί που ήταν σύμβουλος και στενός φίλος του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 15,32. 15,37. 16,16-17. Α' Παραλειπομένων 27,33). Ο Ιεήλ, γιος του Αχαμί, ήταν επόπτης και παιδαγωγός των γιων του Δαβίδ (Α' Παραλειπομένων 27,32). Ο Ιωδαέ, πατέρας του Βαναία, μετά την αποστασία και το θάνατο του Αχιτόφελ, πήρε τη θέση του ως σύμβουλος του Δαβίδ (Α' Παραλειπομένων 27,34). Ο Σαδώκ με τον Αβιάθαρ (Β' Βασιλειών 20,25) και αργότερα με τον Αχιμέλεχ, γιο του Αβιάθαρ, ήταν οι αρχιερείς του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 8,17. Α' Παραλειπομένων 18,16). Ο Ιράς αναφέρεται κι αυτός ως ιερέας του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 20,26).
Ο Ασμώθ είχε διορισθεί επόπτης και φύλακας των θησαυρών του βασιλιά Δαβίδ, που υπήρχαν στην Ιερουσαλήμ. Ο Ιωνάθαν είχε διορισθεί επόπτης και φύλακας των θησαυρών του Δαβίδ, που βρίσκονταν στους αγρούς, στις κωμοπόλεις, στις αγροτικές κατοικίες και στους πύργους. Ο Εσδρί είχε διορισθεί επόπτης των εργατών, οι οποίοι εργάζονταν και καλλιεργούσαν τους βασιλικούς αγρούς. Ο Σεμεΐ από τη Ραήλ, είχε διορισθεί επόπτης επί των βασιλικών χωριών. Ο Ζαβδί είχε διορισθεί επόπτης στους βασιλικούς αμπελώνες και του κρασιού. Ο Βαλλανάν από τη Γεδώρ, είχε διορισθεί επόπτης στους βασιλικούς ελαιώνες και τις συκομουριές που βρίσκονταν στην πεδινή περιοχή. Ο Ιωάς είχε διορισθεί επόπτης επί της σοδειάς του ελαίου. Ο Σατραΐ από την Σαρών, είχε διορισθεί επόπτης στις αγέλες των βοοειδών, που έβοσκαν στην πεδιάδα Σαρών. Ο Σωφάτ είχε διορισθεί επόπτης στις αγέλες των βοοειδών, που έβοσκαν στις κοιλάδες. Ο Αβίας ο Ισμαηλίτης είχε διορισθεί ως επόπτης στις αγέλες των καμήλων του βασιλιά. Ο Ιαδίας από την Μεραθών, είχε διορισθεί ως επόπτης στους όνους του βασιλιά. Και ο Ιαζίζ ο Αγαρίτης είχε διορισθεί ως επόπτης στις αγέλες των βασιλικών προβάτων (Α' Παραλειπομένων 27,25-31).
ΟΙ ΓΙΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ
Στη Χεβρών ο Δαβίδ απέκτησε αρκετούς γιους. Πρωτότοκος ήταν ο Αμνών (Αμών) από την Αχινόομ. Δεύτερος ήταν ο Δαλουΐα ή Δαμνιήλ (Δανιήλ, Χιλεάβ) από την Αβιγαία. Τρίτος ο Αβεσσαλώμ, που ήταν γιος της Μααχά (Μωχά), κόρης του Θολμί (Θολμαΐ), βασιλιά της Γεδσούρ (Γεσίρ). Τέταρτος ήταν ο Ορνία ή Αδωνία (Αδωνί) από την Φεγγίθ ή Αγγίθ. Πέμπτος ο Σαβατία ή Σαφατία (Σεφατίας) από την Αβιτάλ. Και έκτος ο Ιεθεραάμ ή Ιεθραάμ (Ιθρεάμ) από την Αιγλά ή Αγλά (Β' Βασιλειών 3,2-5. Α' Παραλειπομένων 3,1-3). Από την Μααχά (Μωχά) ο Δαβίδ είχε και μία κόρη τη Θημάρ (Ταμάρ) (Α' Παραλειπομένων 3,9).
Ο Δαβίδ μετά τον ερχομό του στην Ιερουσαλήμ, πήρε κι άλλες γυναίκες και παλλακίδες και συζύγους, από τις οποίες απέκτησε κι άλλους γιους και κόρες. Τα ονόματα των γιων που απέκτησε στην Ιερουσαλήμ είναι: Από τη Βηρσαβεέ, κόρη του Αμιήλ, απέκτησε τους Σαμμούς ή Σαμαά (Σαμμουά, Σιμεά), Σωβάβ, Νάθαν, Σολωμών ή Σαλομών. Από άλλες συζύγους ή παλλακίδες απέκτησε 9 γιους. Αυτοί είναι: Ιεβαάρ ή Ιβαάρ ή Εβεάρ (Ιβχάρ), Ελισά ή Ελισούς ή Ελισαέ (Ελισουά), Ελιφαλήθ ή Ελιφαλάθ ή Ελιφαλέτ (Ελιφέλετ), Ναγαί ή Ναγέδ ή Ναγέθ (Νωγά), Ναφέκ ή Ναφάγ (Νεφέγ), Ιαφιέ ή Ιεφιές (Ιαφιά), Ελισαμά ή Ελισαμαέ, Ελιαδά ή Ελιαδέ ή Ελιδαέ (Ελεαδά, Ελγιαδά ή Βεελιαδά), Ελιφαλά ή Ελιφαλάτ ή Ελιφαλέτ (Ελιφελέτ, Ελπαλέτ) (Β' Βασιλειών 5,13-16. Α' Παραλειπομένων 3,5-9. 14,3-7). Αναφέρονται όμως και τα ονόματα κι άλλων γιων: Σαμαέ, Ιεσσιβάθ, Νάθαν, Γαλαμαάν, Ιεβαάρ, Θεησούς, Ναφέκ ή Ναφάγ, Ιανάθαν, Λεασαμύς, Βααλιμάθ και Ελιφαάθ (Β' Βασιλειών 5,16). Αυτός όμως που τον διαδέχτηκε στο θρόνο ήταν ο γιος του ο Σολομών (Β' Βασιλέων 5,14. 12,24. Γ' Βασιλειών 1,13. 1,33. 2,1. 2,12-13. 2,19. 2,22. 2,24. 2,46λ. 3,6. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,4. 22,5-7. 22,9. 22,17. 28,5. 28,9. 28,11. 28,20. 29,1. 29,19. 29,22-23. 22,28. Β' Παραλειπομένων 1,1. 1,8).
ΤΑ ΔΩΔΕΚΑ ΣΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ
Όλους τους μάχιμους Ισραηλίτες ο Δαβίδ τους είχε χωρίσει σε δώδεκα τμήματα και κάθε τμήμα αποτελούνταν από 24.000 άνδρες. Κάθε μήνα ο διοικητής του κάθε σώματος αναλάμβανε τη διοίκηση όλων των στρατιωτικών τμημάτων. Οι 12 αρχηγοί των σωμάτων στρατού ήταν ο Ισβοάζ (Ιασοβεάμ), γιος του Ζαβδιήλ, για τον πρώτο μήνα, ο Δωδία (Δωδαΐ), γιος του Χωκ (Αχώαχ), για τον δεύτερο μήνα, ο Βαναίας (Βεναΐας), γιος του Ιωδαέ (Ιεωϊαδά), για τον τρίτο μήνα, ο Ασαήλ, αδερφός του Ιωάβ και αργότερα ο γιος του Ζαβαδίας (Ζεβαδίας), για τον τέταρτο μήνα, ο Σαμαώθ (Σαμούθ), γιος του Ιεσραέ (Ζεράχ), για τον πέμπτο μήνα, ο Οδουΐας (Ιρά), γιος του Εκκής (Ικκές), για τον έκτο μήνα, ο Χελλής (Χελής), γιος του Φαλλούς, για τον έβδομο μήνα, ο Σοβοχαΐ (Σιββεχαΐ), γιος του Ζαραΐ (Ζεράχ), για τον όγδοο μήνα, ο Αβιέζερ για τον ένατο μήνα, ο Μεηρά (Μααραΐ), γιος του Ζαραΐ (Ζεράχ), για τον δέκατο μήνα, ο Βαναίας από τη Φαραθών για τον ενδέκατο μήνα και ο Χολδία (Χελδαΐ), γιος του Γοθονιήλ (Οθνιήλ), για τον δωδέκατο μήνα (Α' Παραλειπομένων 27,1-15). (Α' Παραλειπομένων 27,1-15).
Ο ΔΑΒΙΔ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΙΕΒΟΥΣΑΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΙΛΙΣΤΑΙΩΝ
Μετά απ' αυτά τα γεγονότα, ο Δαβίδ και οι άνδρες του βάδισαν κατά της Ιερουσαλήμ, που μέχρι τότε ονομαζόταν Ιεβούς. Οι Ιεβουσαίοι, που κατοικούσαν στην περιοχή, αρνήθηκαν να παραδώσουν την πόλη στον Δαβίδ. Μάλιστα του είπαν πως ακόμα οι τυφλοί και οι κουτσοί θα τον αποκρούσουν, γιατί η πόλη ήταν καλά οχυρωμένη. Παρ' όλα αυτά όμως ο Δαβίδ κυρίεψε το φρούριο της Σιών, που ονομάστηκε στη συνέχεια, Πόλη Δαβίδ. Εκείνη την ημέρα ο Δαβίδ είχε δώσει διαταγή να χτυπάνε και να σκοτώσουν τους Ιεβουσαίους, ακόμη και τους τυφλούς και τους κουτσούς, γιατί τον περιφρόνησαν (Β' Βασιλειών 5,6-9). Α' Παραλειπομένων 11,4-7). Πριν την κατάληψή της, ο Δαβίδ είχε βγάλει μια διαταγή, ότι ο πρώτος που θα σκότωνε Ιεβουσαίο, θα γινόταν αρχιστράτηγός του. Ο πρώτος που επιτέθηκε στο οχυρωμένο αυτό φρούριο ήταν ο Ιωάβ, ο γιος της Σαρουΐας, κι έτσι έγινε αρχιστράτηγος (Α' Παραλειπομένων 11,6).
Ο Δαβίδ ανοικοδόμησε την πόλη κι εγκαταστάθηκε στην Ιερουσαλήμ το 1004 π.Χ., την οποία έκανε νέα πρωτεύουσα του βασιλείου του. Στη συνέχεια έχτισε κι άλλα οχυρωματικά έργα γύρω από την πόλη, καθώς επίσης και την κατοικία του. Έτσι ο Δαβίδ γινόταν συνεχώς ισχυρότερος, γιατί ο Κύριος ήταν μαζί του και η βασιλεία του έφτασε σε μεγάλη ακμή (Β' Βασιλειών 5,9-10. 5,12). Α' Παραλειπομένων 11,8-9. 14,2). Η Ιερουσαλήμ αναφέρεται στους Ψαλμούς ως κατοικητήριο του Θεού και πολιτεία του Δαβίδ (Ψαλμός 131). Ο Χειράμ, βασιλιάς της Τύρου, έστειλε στο Δαβίδ διπλωματική αντιπροσωπεία. Επίσης του έστειλε ξύλα κέδρων, ξυλουργούς και χτίστες, για να του χτίσουν το ανάκτορό του (Β' Βασιλειών 5,11). Α' Παραλειπομένων 14,1).
Όταν άκουσαν οι Φιλισταίοι ότι ο Δαβίδ χρίστηκε βασιλιάς του Ισραήλ, ξεκίνησαν με όλο το στρατό τους για να τον θέσουν υπό την εξουσία τους. Οι Φιλισταίοι στρατοπέδευσαν στην «κοιλάδα των Τιτάνων». Ο Δαβίδ στρατοπέδευσε στην τοποθεσία «Βαάλ Φαρασίν» ή «Επάνω Διακοπαί» και με τη βοήθεια του Κυρίου, πήγε εκεί που ήταν οι Φιλισταίοι και τους νίκησε. Μετά τη μάχη ο Δαβίδ είπε «ο Κύριος διασκόρπισε τους εχθρούς μου, όπως διακόπτεται η ροή και διασκορπίζονται τα ορμητικά νερά» γι' αυτό και ονομάστηκε η περιοχή «Επάνω Διακοπαί» ή «Διακοπή Φαρασίν». Οι Φιλισταίοι φεύγοντας πανικόβλητοι άφησαν εκεί τα αγάλματα των θεών τους, και ο Δαβίδ και οι άνδρες του τα πήραν και τα έριξαν στη φωτιά.
Οι Φιλισταίοι όμως ξαναγύρισαν στην «κοιλάδα των Τιτάνων» κι αυτή τη φορά ήταν περισσότεροι. Ο Δαβίδ, πάλι με τη βοήθεια και τις οδηγίες του Κυρίου, τους χτύπησε στα νώτα τους, από «το δάσος του Κλαυθμώνος». Μπροστά από το Δαβίδ πήγαινε ο Κύριος, μέσα από μια δυνατή βοή που έβγαινε από τα δέντρα του δάσους και σκόρπισε τον τρόμο στους Φιλισταίους. Ο Δαβίδ νίκησε τους Φιλισταίους και τους έτρεψε σε φυγή καταδιώκοντάς τους από τη Γαβαών έως τη Γαζηρά (Β' Βασιλειών 5,17-25. Α' Παραλειπομένων 14,8-17).
Για όσο κράτησε ο πόλεμος αυτός, ο Δαβίδ είχε στήσει το αρχηγείο του στην Κασών, σ' ένα βράχο κοντά στο σπήλαιο της Οδολλάμ. Ένα στρατιωτικό τμήμα των Φιλισταίων είχε στρατοπεδεύσει στην «κοιλάδα των Τιτάνων». Κάποια στιγμή εκδήλωσε την επιθυμία να πιει νερό από το πηγάδι που βρισκόταν στην πύλη της Βηθλεέμ. Τότε τρεις γενναίοι από το σώμα των επιλέκτων, ο Ιεβοσθέ (Ιεσεβάαλ), ο Ελεανάν και ο Σαμαΐα, πέρασαν με κίνδυνο της ζωής τους μέσα από το φυλάκιο των Φιλισταίων που βρισκόταν κοντά στη Βηθλεέμ και έβγαλαν νερό από το πηγάδι. Όταν το έφεραν στο Δαβίδ, εκείνος δεν θέλησε να το πιει και το πρόσφερε σπονδή στον Κύριο (Β' Βασιλειών 23,13-17. Α' Παραλειπομένων 11,15-19).
Ο ΔΑΒΙΔ ΜΕΤΑΦΕΡΕΙ ΤΗΝ ΚΙΒΩΤΟ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΣΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ
Μετά απ' τα γεγονότα, ο Δαβίδ κατασκεύασε για τον εαυτό του οικίες στην Ιερουσαλήμ, καθώς και μια καινούρια Σκηνή για να τοποθετήσει σ' αυτή την Κιβωτό της Διαθήκης. Έτσι ο Δαβίδ έκανε σύσκεψη με τους αρχηγούς του στρατού και με τους άρχοντες του βασιλείου του, για να μεταφέρουν την Κιβωτό της Διαθήκης από την Κιριάθ-Ιαρίμ στην Ιερουσαλήμ. Σε όλους φάνηκε σωστή η πρόταση του Δαβίδ. Αμέσως μετά ο Δαβίδ κάλεσε όλο τον ισραηλιτικό λαό στην Ιερουσαλήμ, καθώς και όλους τους νέους Ισραηλίτες του βασιλείου, περίπου 70.000 άντρες, για να μεταφέρουν την Κιβωτό της Διαθήκης. Ακόμη ο Δαβίδ πήρε μαζί του τους αρχηγούς της φυλής Ιούδα και τους αξιωματούχους του, και πήγαν για να φέρουν από την Κιριάθ-Ιαρίμ την Κιβωτό του Κυρίου, η οποία βρισκόταν στο σπίτι του Αμιναδάβ, πάνω σ' ένα λόφο (Β' Βασιλειών 6,1-2. Α' Παραλειπομένων 13,1-6. 15,1).
Από το σπίτι του Αμιναδάβ πήραν την Κιβωτό και την ανέβασαν σε μια καινούρια άμαξα, την οποία οδηγούσε ο Οζά και οι αδελφοί του, γιοι του Αμιναδάβ. Ο Δαβίδ κι όλοι οι Ισραηλίτες χόρευαν για να τιμήσουν τον Κύριο και τραγουδούσαν μ' όλη τους τη δύναμη, ενώ ο λαός και οι μουσικοί έπαιζαν μουσικά όργανα κινύρες, νάβλες, αυλούς, τύμπανα, κύμβαλα και με ήχους σαλπίγγων.
Όταν έφτασαν στο αλώνι του Ναχών, ο Οζά άπλωσε το χέρι του στην Κιβωτό για να τη συγκρατήσει, γιατί τα βόδια την είχαν γείρει. Τότε οργίστηκε ο Κύριος εναντίον του και τον χτύπησε επί τόπου για την ανευλάβειά του και πέθανε. Ο Δαβίδ, όταν είδε ότι ο Κύριος θανάτωσε τον Οζά, λυπήθηκε και ο τόπος εκείνος ονομάστηκε «Διακοπή Οζά». Εκείνη την ημέρα ο Δαβίδ φοβήθηκε τον Κύριο και δεν ήθελε να πάρει την Κιβωτό στην Πόλη Δαβίδ, αλλά την οδήγησε στο σπίτι του Αβεδδαρά, του Γεθθαίου (Β' Βασιλειών 6,3-10. Α' Παραλειπομένων 13,7-13).
Η Κιβωτός του Κυρίου έμεινε εκεί τρεις μήνες, κι ο Κύριος ευλόγησε τον Αβεδδαρά και όλη την οικογένειά του. Όταν έφεραν την είδηση στο Δαβίδ ότι ο Κύριος ευλόγησε την οικογένεια του Αβεδδαρά, καθώς κι όλα τα υπάρχοντά του, ο Δαβίδ κάλεσε όλο τον ισραηλιτικό λαό, καθώς επίσης τους ιερείς και τους Λευίτες, να καθαριστούν και να προετοιμαστούν τελετουργικά για να μεταφέρουν την Κιβωτό στο μέρος που ο Δαβίδ είχε ετοιμάσει. Μόνο οι Λευίτες μπορούσαν να μεταφέρουν την Κιβωτό, χωρίς να πάθουν τίποτα και χωρίς να τιμωρηθούν, όπως ο Κύριος τιμώρησε τον Οζά (Β' Βασιλειών 6,11-12. Α' Παραλειπομένων 13,14. 15,2-3).
Ο Δαβίδ κάλεσε όλους τους απογόνους του Ααρών, τους ιερείς και τους Λευίτες. Από τους απογόνους του Καάθ κάλεσε τον αρχηγό τους τον Ουριήλ με τους συγγενείς του, περίπου 120 άνδρες. Από τους απογόνους του Μεραρί κάλεσε τον αρχηγό τους τον Ασαΐα με τους συγγενείς του, περίπου 220 άνδρες. Από τους απογόνους του Γηρσάμ κάλεσε τον αρχηγό τους τον Ιωήλ με τους συγγενείς του, περίπου 130 άνδρες. Από τους απογόνους του Ελισαφάν κάλεσε τον αρχηγό τους τον Σεμεΐ με τους συγγενείς του, περίπου 200 άνδρες. Από τους απογόνους του Χεβρών κάλεσε τον αρχηγό τους τον Ελιήλ με τους συγγενείς του, περίπου 80 άνδρες. Από τους απογόνους του Οζιήλ κάλεσε τον αρχηγό τους τον Αμιναδάβ με τους συγγενείς του, περίπου 112 άνδρες. Ο Δαβίδ προσκάλεσε ακόμη τους αρχιερείς Σαδώκ και Αβιάθαρ. Όλοι οι ιερείς και Λευίτες καθαρίστηκαν και εξαγνίστηκαν για να μεταφέρουν την Κιβωτό της Διαθήκης σύμφωνα με το Νόμο του Κυρίου. Στη συνέχεια οι Λευίτες όρισαν τους ψαλτωδούς και τους μουσικούς που θα συνόδευαν την Κιβωτό. Ακόμη όρισαν ποιοι θα ήταν οι θυρωροί και οι φύλακες της Κιβωτού (Α' Παραλειπομένων 15,4-24).
Ακόμη ο Δαβίδ πήρε μαζί του τους αρχηγούς της φυλής Ιούδα, τους αρχηγούς του στρατού, τους αξιωματούχους του και τους πρεσβυτέρους του λαού, και πήγαν για να φέρουν από την Κιριάθ-Ιαρίμ την Κιβωτό του Κυρίου, η οποία βρισκόταν στο σπίτι του Αβεδδαρά (Αβδεδόμ). Πριν γίνει η μεταφορά της Κιβωτού πρόσφεραν 7 μοσχάρια και 7 κριάρια ως θυσία στον Κύριο. Έτσι οι Λευίτες σήκωσαν την Κιβωτό στους ώμους τους και ο Δαβίδ μετέφερε την Κιβωτό και την ανέβασε στην Πόλη Δαβίδ με πανηγυρική συνοδεία. Ακολουθούσε ο λαός με κραυγές αγαλλιάσεως, παίζοντας μουσικά όργανα κάτω από τους ήχους των σαλπίγγων. Ο ίδιος ο Δαβίδ χόρευε μ' όλη του τη δύναμη κι έπαιζε μουσική ενώπιον του Κυρίου, φορώντας μια λινή ιερατική ενδυμασία, όπως οι Λευίτες (Β' Βασιλειών 6,13-15. Α' Παραλειπομένων 15,25-28).
Όταν η Κιβωτός του Κυρίου έμπαινε στην Πόλη Δαβίδ, η γυναίκα του η Μελχόλ, έσκυψε από το παράθυρο και είδε το Δαβίδ να χορεύει και να παίζει μουσική, τότε ένιωσε βαθιά περιφρόνηση γι' αυτόν (Β' Βασιλειών 6,16. Α' Παραλειπομένων 15,29). Έφεραν την Κιβωτό της Διαθήκης και την τοποθέτησαν στη μέση της Σκηνής που είχε στήσει ο Δαβίδ γι' αυτήν και πρόσφερε ολοκαυτώματα και θυσίες ενώπιον του Κυρίου. Όταν τελείωσε ο Δαβίδ με τις προσφορές των θυσιών, ευλόγησε όλο το λαό Ισραήλ στο όνομα του παντοδύναμου Κυρίου. Μετά μοίρασε στα πλήθη, άντρες και γυναίκες, από ένα ψωμί στον καθένα, ένα κομμάτι ψητό κρέας κι ένα γλύκισμα από ξερές σταφίδες.
Στη συνέχεια ο Δαβίδ όρισε μερικούς Λευίτες να λειτουργούν κάθε μέρα μπροστά στην Κιβωτό της Διαθήκης, να δοξάζουν, να ευχαριστούν και να υμνολογούν τον Κύριο. Ακόμη όρισε τους ιερείς που θα σαλπίζουν ενώπιον της Κιβωτού της Διαθήκης, ενώ ανέλαβαν υπηρεσία οι θυρωροί και οι φύλακες της Κιβωτού. Μετά ο Δαβίδ συνέθεσε κι αφιέρωσε έναν ύμνο στον Κύριο (Α' Παραλειπομένων 16,8-36), τον οποίο παρέδωσε στα χέρια του Ασάφ, ο οποίος ήταν ο αρχηγός των Λευιτών, που όρισε ο Δαβίδ για να λειτουργούν κάθε μέρα μπροστά στην Κιβωτό της Διαθήκης. Τον Σαδώκ εγκατέστησε ο Δαβίδ ως αρχιερέα και τους αδελφούς του ως ιερείς, να υπηρετούν στη Σκηνή του Μαρτυρίου, που βρισκόταν στη Βαμά, κοντά στη Γαβαών, και να προσφέρουν ολοκαυτώματα πρωΐ και βράδυ, σύμφωνα με τα γραμμένα στο Νόμο, που έδωσε ο Κύριος στο όρος Σινά. Όταν τελείωσε η γιορτή έφυγαν όλοι για τα σπίτια τους (Β' Βασιλειών 6,17-19. Α' Παραλειπομένων 16,1-43).
Μετά τη μεταφορά της Κιβωτού ο Δαβίδ επέστρεψε στο σπίτι του και το ευλόγησε. Η γυναίκα του η Μελχόλ βγήκε να τον προϋπαντήσει, και τον ειρωνεύτηκε, που ο βασιλιάς του Ισραήλ χόρευε και ξεγυμνώθηκε μπροστά στα μάτια των υπηκόων του, όπως ένας οποιοσδήποτε χορευτής. Ο Δαβίδ όμως της απάντησε: «Εγώ για να τιμήσω τον Κύριο φέρθηκα έτσι! Ο Κύριος προτίμησε εμένα από τον πατέρα σου κι απ' όλη την οικογένειά σου, για να γίνω βασιλιάς όλου του ισραηλιτικού λαού. Προς τιμήν του, λοιπόν, θα χορεύω ενώπιόν του και θα τον δοξάζω, έστω κι αν ταπεινωθώ ακόμα περισσότερο μπροστά στα μάτια σου και ενώπιον των υπηκόων μου». Η Μελχόλ, η κόρη του Σαούλ και γυναίκα του Δαβίδ, επειδή έτσι μίλησε στο Δαβίδ, σε όλη της τη ζωή δεν απέκτησε παιδί (Β' Βασιλειών 6,20-23).
Ο ΘΕΟΣ ΕΥΛΟΓΕΙ ΤΟΝ ΔΑΒΙΔ
Μετά τη μεταφορά της Κιβωτού, ο βασιλιάς Δαβίδ εγκαταστάθηκε στο ανάκτορό του. Μια μέρα είπε ο Δαβίδ στο Νάθαν, τον προφήτη: «Εγώ κατοικώ σε παλάτι κατασκευασμένο από κέδρους, ενώ η Κιβωτός του Θεού βρίσκεται μέσα σε σκηνή». Κι έτσι σκέφτηκε να χτίσει ένα ναό, για να τοποθετήσει εκεί μέσα την Κιβωτό του Κυρίου (Β' Βασιλειών 7,1-3. Α' Παραλειπομένων 17,1-2).
Αλλά εκείνη τη νύχτα ο Κύριος είπε στον προφήτη Νάθαν: «Πήγαινε και πες εκ μέρους μου στο δούλο μου το Δαβίδ: "θέλεις να μου χτίσεις ναό για να κατοικώ; Εγώ, από την ημέρα που έβγαλα τους Ισραηλίτες από την Αίγυπτο, δεν κατοίκησα ποτέ σε ναό. Εγώ ο Κύριος, λοιπόν, σου αναγγέλλω πως εγώ θα σου χτίσω οίκο. Όταν τελειώσουν οι μέρες σου της ζωής σου, θα αναδείξω διάδοχο μετά από σένα ένα γιο που θα κατάγεται από σένα, και θα διατηρήσω σταθερή τη βασιλεία του. Αυτός θα μου χτίσει ναό κι εγώ θα στερεώσω το θρόνο του για πάντα. Αν αμαρτήσει θα τον σωφρονίσω με πλήγματα. Δε θ' αποσύρω όμως απ' αυτόν την εύνοιά μου, όπως την απέσυρα από το Σαούλ. Οι απόγονοί του θα βασιλεύουν μετά από σένα για πάντα, κι ο θρόνος του θα παραμένει ακατάλυτος παντοτινά"» (Β' Βασιλειών 7,4-16. Γ' Βασιλέων 8,17-19. Α' Παραλειπομένων 17,3-14. 22,6-10. 28,1-8. Β' Παραλειπομένων 6,6-9). Ο Νάθαν ανάγγειλε στο Δαβίδ όλους αυτούς τους λόγους του Κυρίου (Β' Βασιλειών 7,17. Α' Παραλειπομένων 17,15). Τότε ο βασιλιάς Δαβίδ μπήκε μέσα στη σκηνή, παρουσιάστηκε ενώπιον του Κυρίου και προσευχήθηκε (Β' Βασιλειών 7,18-29. Α' Παραλειπομένων 17,16-27).
Ο ΔΑΒΙΔ ΥΠΟΤΑΣΣΕΙ ΤΑ ΓΕΙΤΟΝΙΚΑ ΕΘΝΗ
Ο Δαβίδ στρατιωτικά επέκτεινε τα σύνορα του βασιλείου του, νικώντας όλους τους εχθρούς του. Ο Κύριος βοήθησε το Δαβίδ σε όλες τις εκστρατείες του και σε όλες τις πολεμικές του επιχειρήσεις. Νίκησε τους Φιλισταίους, τους υποδούλωσε και εξουδετέρωσε την κυριαρχία τους στη χώρα του Ισραήλ. Πήρε από τους Φιλισταίους την πόλη Γεθ και τις πόλεις γύρω από αυτή, όπου άλλοτε ανήκαν στους Φιλισταίους. Έπειτα ο Δαβίδ χτύπησε τους Μωαβίτες και τους νίκησε. Ανάγκασε τους αιχμαλώτους να πέσουν καταγής και τους μέτρησε με σχοινιά. Τους χώρισε σε δύο ομάδες και διέταξε οι μισοί να θανατωθούν και οι άλλοι μισοί ν' αφεθούν στη ζωή. Κι έγιναν οι Μωαβίτες φόρου υποτελείς στο Δαβίδ (Β' Βασιλειών 8,1-2. Α' Παραλειπομένων 18,1-2).
Ο Δαβίδ νίκησε στην Ημάθ τον Αδρααζάρ, το βασιλιά της Σουβά (Σωβά) και γιο του Ραάβ, όταν αυτός πήγαινε για να θέσει υπό την κυριαρχία του τους λαούς που ζούσαν κοντά στον Ευφράτη. Ο Δαβίδ μετά τη μάχη που έγινε κυρίεψε τα 1000 άρματά του, 7.000 ιππείς και 20.000 πεζούς. Διέλυσε και αχρήστευσε όλα τ' άρματα εκτός από 100, τα οποία κράτησε για τον εαυτό του. Όταν ήρθαν οι Σύροι από τη Δαμασκό για να βοηθήσουν τον Αδρααζάρ, ο Δαβίδ νίκησε τους Σύρους, οι οποίοι ανέρχονταν σε 22.000 άντρες. Μετά ο Δαβίδ εγκατέστησε στρατιωτική φρουρά στη Δαμασκό και οι Σύροι έγιναν φόρου υποτελείς στον Δαβίδ. Έπειτα πήρε τα χρυσά αντικείμενα που φορούσαν οι στρατιώτες του Αδρααζάρ και τα έφερε στην Ιερουσαλήμ. Ακόμη ο Δαβίδ πήρε από τη Μασβάκ, την Μεταβηχάς και από τις άλλες πόλεις του Αδρααζάρ, μεγάλες ποσότητες χαλκού, με τις οποίες ο Σολομώντας κατασκεύασε αργότερα τη λεγόμενη χάλκινη θάλασσα, τους στύλους και όλα τα χάλκινα σκεύη του Ναού του Σολομώντα (Β' Βασιλειών 8,3-8. Α' Παραλειπομένων 18,3-8).
Ο Θοού (Θωά), βασιλιάς της Ημάθ (Χαμάθ), όταν έμαθε ότι ο Δαβίδ νίκησε κατά κράτος τον Αδρααζάρ, έστειλε σ' αυτόν το γιο του τον Ιεδδουράν (Αδουράμ) για να τον χαιρετίσει και να τον συγχαρεί γι' αυτή τη νίκη του, γιατί ο Θοού ήταν αντίπαλος του Αδρααζάρ. Ο Ιεδδουράν έφερε στο Δαβίδ σκεύη ασημένια, χρυσά και χάλκινα. Αυτά ο Δαβίδ τα αφιέρωσε στον Κύριο, μαζί με το ασήμι και το χρυσάφι που είχε πάρει από όλα τα άλλα έθνη, τα οποία είχε υποτάξει, από τους Εδωμίτες, τους Μωαβίτες, τους Αμμωνίτες, τους Φιλισταίους, τους Αμαληκίτες, καθώς και το βασίλειο του Σουβά. Έτσι ο Δαβίδ απέκτησε μεγάλη δόξα.
Στο μεταξύ οι Ιδουμαίοι επωφελήθηκαν από την απουσία του Δαβίδ στη Συρία και προσπάθησαν να επιτεθούν στους Ισραηλίτες. Έτσι ο Δαβίδ κατά την επιστροφή του από τη Συρία, έστειλε εναντίον των Ιδουμαίων τον Αβεσσά, το γιο της Σαρουΐας. Ο Αβεσσά νίκησε στη Γεβελέμ, στην κοιλάδα της Νεκράς Θάλασσας, 18.000 Ιδουμαίους (Εδωμίτες) και τοποθέτησε στην Εδώμ στρατιωτικούς διοικητές και οι Εδωμίτες έγιναν υποτελείς στο Δαβίδ (Β' Βασιλειών 8,9-14. Α' Παραλειπομένων 18,9-13). Τότε ο αρχιστράτηγος Ιωάβ διέταξε τη θανάτωση όλου του ανδρικού πληθυσμού της Εδώμ. Για 6 μήνες ο Ιωάβ και ο ισραηλιτικός στρατός εγκαταστάθηκε στην Ιδουμαία, μέχρις ότου φονεύτηκε όλος ο ανδρικός πληθυσμός (Γ' Βασιλέων 11,15-16). Μετά το γεγονός αυτό ο Δαβίδ συνέθεσε τον 59ο Ψαλμό (Ψαλμός 59).
ΔΑΒΙΔ ΚΑΙ ΜΕΜΦΙΒΟΣΘΕ
Κάποτε ο Δαβίδ ρώτησε τον Σιβά, που ήταν υπηρέτης του Σαούλ, εάν έχει απομείνει πια κανείς από την οικογένεια του Σαούλ, για να του δείξει την εύνοιά του. Ο Σιβά του είπε, ότι υπάρχει ακόμη ένας, ο Μεμφιβοσθέ, που είναι γιος του Ιωνάθαν και που είναι ανάπηρος στα πόδια (Β' Βασιλειών 9,1-4). Συγκεκριμένα όταν είχε φτάσει η είδηση για το θάνατο του Σαούλ και του Ιωνάθαν, ο Μεμφιβοσθέ ήταν πέντε ετών. Τότε τον άρπαξε βιαστικά η παραμάνα του κι έφυγε. Μα ενώ έφευγε αυτός έπεσε κι έμεινε ανάπηρος (Β' Βασιλειών 4,4). Ο Δαβίδ έστειλε ανθρώπους στο σπίτι του Μαχίρ, στη Λαδάβαρ, σε μια πόλη ανατολικά του Ιορδάνη, όπου βρισκόταν ο Μεμφιβοσθέ και τον έφεραν στο παλάτι (Β' Βασιλειών 9,4-5).
Όταν ο Μεμφιβοσθέ, ήρθε στο Δαβίδ, έσκυψε το κεφάλι του και προσκύνησε. Ο Δαβίδ τον καθησύχασε και του είπε, ότι για χάρη του Ιωνάθαν, του πατέρα του, θα του επιστρέψει όλα τα χωράφια που είχε ο Σαούλ, και ότι στο εξής θα τρώει πάντα στο βασιλικό τραπέζι. Κατόπιν ο Δαβίδ έδωσε διαταγές να επιστραφεί στον Μεμφιβοσθέ η περιουσία του Σαούλ και ακόμη έδωσε διαταγή στον Σιβά, να φροντίσει με τους γιους του και με τους δούλους του, να καλλιεργούν τα κτήματα του Σαούλ και να δίνουν τα εισοδήματα στον Μεμφιβοσθέ. Έτσι ο Μεμφιβοσθέ, μαζί με τον μικρό του γιο τον Μιχά, εγκαταστάθηκε στην Ιερουσαλήμ και έτρωγε στο τραπέζι του Δαβίδ σαν ένας από τους γιους του (Β' Βασιλειών 9,6-13).
Ο ΔΑΒΙΔ ΝΙΚΑΕΙ ΤΟΥΣ ΑΜΜΩΝΙΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΣΥΡΟΥΣ
Μετά από αρκετό καιρό πέθανε ο βασιλιάς των Αμμωνιτών, ο Ναάς (Ναχάς) και τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Αννών (Ανάν). Επειδή Ο Ναάς παλιότερα είχε φερθεί με καλοσύνη στο Δαβίδ, ο Δαβίδ έστειλε απεσταλμένους να συλλυπηθούν τον Αννών για το θάνατο του πατέρα του. Όταν όμως οι απεσταλμένοι του Δαβίδ πήγαν στη χώρα των Αμμωνιτών, οι άρχοντες του Αννών είπαν στον κύριό τους, ότι πρόκειται για τέχνασμα του Δαβίδ για να κατασκοπεύσει τη χώρα και αργότερα να την καταλάβει. Έτσι ο Αννών παρασύρθηκε από τις εισηγήσεις των αρχόντων του και συνέλαβε τους απεσταλμένους του Δαβίδ. Ξύρισε τα γένια τους και έκοψε απ' τη μέση και κάτω τα ρούχα τους ως τους μηρούς, και τους έδιωξε πίσω. Όταν ο Δαβίδ πληροφορήθηκε τα συμβάντα, κατάλαβε πως είχε καταρρακωθεί η τιμή των ανθρώπων του και τους παράγγειλε με αγγελιοφόρους να μείνουν στην Ιεριχώ ώσπου να μεγαλώσουν τα γένια τους και μετά να επιστρέψουν (Β' Βασιλειών 10,1-5. Α' Παραλειπομένων 19,1-5).
Οι Αμμωνίτες επειδή με την πράξη τους πρόσβαλαν το Δαβίδ και φοβήθηκαν πόλεμο, έδωσαν 1000 ασημένια τάλαντα και πήραν μισθοφόρους από τη Συρία, 20.000 πεζούς από τα βασίλεια Βαιθραάμ και της Σουβά (Σωβά), 1000 άντρες από το βασιλιά της Μααχά (Μοοχά) και 12.000 άντρες από το βασίλειο της Ιστώβ. Συνολικά ήταν 32.000 πεζοί, ιππείς και πολεμικά άρματα. Μόλις το 'μαθε ο Δαβίδ, έστειλε εναντίον τους τον αρχιστράτηγο Ιωάβ με όλο το στράτευμα των ανδρείων πολεμιστών. Οι Αμμωνίτες βγήκαν και παρατάχθηκαν σε θέση μάχης έξω από την πύλη της πρωτεύουσάς τους, ενώ οι μισθοφόροι παρατάχθηκαν πιο πέρα στους αγρούς, απέναντι από τη Μαιδαβά.
Όταν ο Ιωάβ τους είδε, παρέταξε τους καλύτερους άντρες του απέναντι από τους Σύρους. Το υπόλοιπο του στρατού το έθεσε στις διαταγές του Αβεσσά, του αδερφού του, ο οποίος το παρέταξε απέναντι στους Αμμωνίτες. Ο Ιωάβ έδωσε εντολή στον αδερφό του, όποιος από τους δύο στρατούς αντιμετωπίσει πρόβλημα στο πεδίο της μάχης, να βοηθηθεί από τον άλλο. Όταν άρχισε η μάχη, ο Ιωάβ κι ο στρατός του νίκησαν τους Σύρους και τους έτρεψαν σε φυγή. Μόλις είδαν οι Αμμωνίτες ότι οι Σύροι τράπηκαν σε φυγή, έφυγαν κι αυτοί πανικόβλητοι από τον Αβεσσά και μπήκαν στην πόλη τους. Έτσι ο Ιωάβ σταμάτησε να πολεμάει τους Αμμωνίτες και γύρισε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 10,6-14. Α' Παραλειπομένων 19,6-15).
Όταν όμως οι Σύροι είδαν ότι νικήθηκαν από τους Ισραηλίτες, έκαναν γενική ανασυγκρότηση των δυνάμεων τους, για ν' ανακτήσουν την τιμή τους. Ο Αδρααζάρ πήρε με το μέρος του τους Σύρους που κατοικούσαν πέρα από τον ποταμό Χαλαμάκ, πέρα από τον Ιορδάνη. Αυτοί συγκεντρώθηκαν στην Αιλάμ με επικεφαλής τον Σωβάκ (Σωφά), αρχιστράτηγο του Αδρααζάρ. Όταν το έμαθε ο Δαβίδ, συγκέντρωσε το στρατό του, πέρασε τον Ιορδάνη και έφτασε στην Αιλάμ. Οι Σύροι παρατάχθηκαν απέναντι στο Δαβίδ και άρχισαν την επίθεση. Αλλά οι Ισραηλίτες τους νίκησαν και τους έτρεψαν σε φυγή. Κατέστρεψαν 7.000 άρματα και σκότωσαν 40.000 πεζούς και ιππείς. Ο Σωβάκ (Σωφά), ο αρχιστράτηγος του Αδρααζάρ, χτυπήθηκε και πέθανε στο πεδίο της μάχης. Οι ηγεμόνες που ως τότε ήταν υποτελείς στον Αδρααζάρ, συνθηκολόγησαν με τους Ισραηλίτες κι έγιναν υποτελείς τους. Από τότε οι Σύροι δεν τόλμησαν πια να βοηθήσουν τους Αμμωνίτες (Β' Βασιλειών 10,15-19. Α' Παραλειπομένων 19,16-19).
Τον επόμενο χρόνο, ο Δαβίδ έστειλε τον Ιωάβ, επικεφαλής του ισραηλιτικού στρατού, να πολεμήσει τους Αμμωνίτες. Λεηλάτησαν τη χώρα τους και πολιόρκησαν την πρωτεύουσα Ραββάθ (Ραββά), ενώ ο Δαβίδ είχε παραμείνει στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 11,1. Α' Παραλειπομένων 20,1). Ο Ιωάβ είχε σχεδόν καταλάβει την πόλη και τότε έστειλε αγγελιοφόρους να πουν στο Δαβίδ, να έρθει με τον υπόλοιπο στρατό και να καταλάβει την πόλη. Έτσι ο Δαβίδ κυρίεψε τη Ραββάθ, την πρωτεύουσα των Αμμωνιτών, που ήταν χτισμένη στις όχθες του ποταμού Ιαβώκ. Κατόπιν πήρε το στέμμα από το κεφάλι του βασιλιά Μολχόμ και το φόρεσε στο κεφάλι του. Το βάρος του ήταν ένα χρυσό τάλαντο και είχε πάνω του ένα πολύτιμο λίθο. Ακόμη ο Δαβίδ πήρε πάρα πολλά λάφυρα. Έβγαλε από την πόλη τους κατοίκους της και τους σκότωσε. Το ίδιο έκανε και με όλες τις άλλες πόλεις των Αμμωνιτών (Β' Βασιλειών 12,26-31. Α' Παραλειπομένων 20,1-3).
ΔΑΒΙΔ ΚΑΙ ΒΗΡΣΑΒΕΕ
Ένα απόγευμα, ο Δαβίδ σηκώθηκε από τον μεσημβρινό του ύπνο και περπατούσε στο βασιλικό του δωμάτιο. Από 'κει είδε μια γυναίκα που έκανε το λουτρό της, η οποία ήταν πολύ ωραία στην εμφάνιση. Αμέσως έστειλε και ζήτησε πληροφορίες για αυτή τη γυναίκα. Του είπαν, λοιπόν, ότι αυτή είναι η Βηρσαβεέ, κόρη του Ελιάβ και γυναίκα του Ουρία του Χετταίου. Ο Δαβίδ τότε έστειλε τους ανθρώπους του και την κάλεσε στην κατοικία του. Εκείνη πήγε κι αυτός πλάγιασε μαζί της. Η Βηρσαβεέ έμεινε έγκυος και το γνωστοποίησε με άνθρωπο στο Δαβίδ (Β' Βασιλειών 11,2-5).
Έστειλε τότε ο Δαβίδ αγγελιαφόρο στον Ιωάβ να του στείλει τον Ουρία το Χετταίο. Πράγματι, ο Ιωάβ τον έστειλε στο Δαβίδ. Όταν παρουσιάστηκε ο Ουρίας, ο Δαβίδ τον ρώτησε για το στρατό και για τον πόλεμο. Έπειτα του έδωσε μια μικρή άδεια για να πάει στο σπίτι του. Μόλις ο Ουρίας βγήκε από το βασιλικό παλάτι, ο Δαβίδ του έστειλε και κάποια δώρα. Ο Ουρίας όμως δεν κοιμήθηκε στο σπίτι του, αλλά στην πύλη του παλατιού, μαζί με τη βασιλική φρουρά. Όταν έφεραν στο Δαβίδ την είδηση ότι ο Ουρίας δεν πήγε στο σπίτι του, ο Δαβίδ τον κάλεσε ξανά και του είπε για ποιο λόγο δεν πήγε στο σπίτι του να ξεκουραστεί. Ο Ουρίας είπε στο βασιλιά, ότι η Κιβωτός της Διαθήκης, ο Ιωάβ ο αρχιστράτηγος και όλοι οι σύντροφοί του ζουν σε σκηνές κι έχουν στρατοπεδεύσει στην ύπαιθρο κι αυτός θα πήγαινε στο σπίτι του; Τότε ο Δαβίδ τον κράτησε στο παλάτι δυο μέρες. Τον κάλεσε να φάει και να πιει μαζί του και τον μέθυσε. Το βράδυ ο Ουρίας κοιμήθηκε πάλι με τη βασιλική φρουρά (Β' Βασιλειών 11,6-13).
Το πρωΐ ο Δαβίδ έγραψε μια επιστολή στον Ιωάβ και την έστειλε με τον Ουρία. Στην επιστολή έγραφε, να βάλει τον Ουρία στην πρώτη γραμμή της πιο σκληρής μάχης κι έπειτα να τραβηχτούν από κοντά του, ώστε να τον χτυπήσει ο εχθρός και να σκοτωθεί. Ήταν ακριβώς τότε που ο Ιωάβ πολιορκούσε τη Ραββάθ, την πρωτεύουσα των Αμμωνιτών. Ο Ιωάβ τοποθέτησε τον Ουρία απέναντι σ' ένα σημείο, που ήξερε ότι το υπερασπίζονταν οι πιο αξιόμαχοι άντρες του εχθρού. Σε μια τους έξοδο, οι άντρες της πόλης επιτέθηκαν στο στρατό του Ιωάβ και τους κυνήγησαν μέχρι την πεδιάδα. Εκεί οι άνδρες του Ιωάβ τους απέκρουσαν και τους κυνήγησαν μέχρι την πύλη της πόλης. Τότε από τα τείχη οι τοξότες της Ραββάθ σκότωσαν αρκετούς από τους άντρες του Δαβίδ. Τότε σκοτώθηκε κι ο Ουρίας ο Χετταίος. Ο Ιωάβ έστειλε αγγελιαφόρο στο Δαβίδ και του ανέφερε τα γεγονότα της μάχης, και βέβαια την είδηση για το θάνατο του Ουρία του Χετταίου. Ο Δαβίδ με τη σειρά του έστειλε μήνυμα στον Ιωάβ, να συνεχίσει την πολιορκία εναντίον της πρωτεύουσας των Αμμωνιτών και να την καταλάβει (Β' Βασιλειών 11,14-25).
Η γυναίκα του Ουρία έμαθε ότι σκοτώθηκε ο άντρας της, κράτησε πένθος γι' αυτόν και τον θρήνησε. Όταν πέρασε το πένθος, ο Δαβίδ έστειλε και την πήρε στο παλάτι κι έγινε γυναίκα του και του γέννησε γιο. Αλλά με την πράξη του αυτή ο Δαβίδ δυσαρέστησε τον Κύριο (Β' Βασιλειών 11,26-27).
Ο Κύριος έστειλε στο Δαβίδ τον προφήτη Νάθαν, ο οποίος μίλησε παραβολικά στο Δαβίδ. Ο Νάθαν του είπε ότι: «Σε μια πόλη ζούσαν δυο άνθρωποι, ένας πλούσιος κι ένας φτωχός. Ο πλούσιος είχε πάρα πολλά πρόβατα και βόδια, ενώ ο φτωχός δεν είχε τίποτα, παρά μια μικρή αμνάδα. Την περιποιόταν, την μεγάλωσε μαζί με τα παιδιά του, έτρωγε από το ψωμί του, έπινε νερό από το ποτήρι του, κοιμόταν στην αγκαλιά του και την είχε σαν θυγατέρα του. Μια μέρα ήρθε κάποιος να επισκεφτεί τον πλούσιο. Ο πλούσιος όμως λυπήθηκε να σφάξει κάποιο από τα ζώα του για να δώσει στον επισκέπτη του, αλλά πήγε και πήρε την αμνάδα του φτωχού και την ετοίμασε να φάει ο ταξιδιώτης» (Β' Βασιλειών 12,1-4). Ο Δαβίδ θύμωσε πάρα πολύ με τον πλούσιο και είπε στο Νάθαν: «Ο άνθρωπος που το έκανε αυτό είναι ένοχος θανάτου! Κι επειδή φέρθηκε τόσο απάνθρωπα, θα πρέπει να αντικαταστήσει την αμνάδα με επτά άλλες, επειδή αδίκησε και δεν λυπήθηκε τον φτωχό».
Τότε ο Νάθαν είπε στο Δαβίδ: «Εσύ είσαι αυτός ο άνθρωπος! Και ο Κύριος λέει: "εγώ σε έχρισα βασιλιά του Ισραήλ κι εγώ σε έσωσα από την καταδίωξη του Σαούλ. Σου έδωσα τόσα αγαθά και απόλυτη εξουσία στο λαό του Ισραήλ και του Ιούδα. Κι αν όλα αυτά σου φαίνονται λίγα, θα μπορούσα να σου δώσω ακόμα περισσότερα. Γιατί, όμως, περιφρόνησες το λόγο μου, κι έπραξες ότι με δυσαρεστεί; Δολοφόνησες τον Ουρία το Χετταίο! Ενήργησες εσκεμμένα, ώστε να σκοτωθεί από τους Αμμωνίτες και μετά πήρες τη γυναίκα του για δική σου. Από 'δω και πέρα, λοιπόν, ποτέ δε θα λείψουν οι σκοτωμοί στην οικογένεια σου, γιατί με περιφρόνησες και πήρες τη γυναίκα του Ουρία του Χετταίου για γυναίκα σου. Θα παραχωρήσω να συμβούν παρόμοιες συμφορές στον οίκο σου για το κακό, το οποίο εσύ διέπραξες κρυφά, εγώ θα σε τιμωρήσω ενώπιον όλου του λαού».
Τότε είπε ο Δαβίδ στο Νάθαν: «Αμάρτησα ενώπιον του Κυρίου!» Κι ο Νάθαν του απάντησε: «Ο Κύριος συγχώρησε την αμαρτία σου και δε θα τιμωρηθείς με θάνατο. Επειδή όμως με την πράξη σου αυτή έδωσες αφορμή στους εχθρούς του Κυρίου να περιφρονήσουν τον Κύριο, γι' αυτό και το παιδί που γεννήθηκε από τη Βηρσαβεέ, θα πεθάνει». Αυτά είπε ο Νάθαν και έφυγε (Β' Βασιλειών 12,5-15). Ο πεντηκοστός Ψαλμός είναι ένας Ψαλμός μετάνοιας του Δαβίδ, όταν ελέγχθη από τον προφήτη Νάθαν, για το μεγάλο του αμάρτημα με τη Βηρσαβεέ (Ψαλμός 50).
Έτσι ο Κύριος έκανε ν' αρρωστήσει βαριά το παιδί που γέννησε στο Δαβίδ η Βηρσαβεέ. Ο Δαβίδ προσευχήθηκε στο Θεό γι' αυτό το παιδί, νήστεψε αυστηρά και το βράδυ κοιμήθηκε στο δάπεδο φορώντας ένα σάκκο. Οι πρεσβύτεροι του παλατιού προσπάθησαν να τον σηκώσουν από κάτω, αλλά αυτός δεν ήθελε κι αρνήθηκε να φάει οτιδήποτε μαζί τους. Την έβδομη μέρα πέθανε το παιδί, αλλά οι υπηρέτες του φοβήθηκαν να του το ανακοινώσουν, μήπως κάνει κανένα κακό. Όταν αντιλήφθηκε ο Δαβίδ ότι οι υπηρέτες του κρυφομιλούσαν, κατάλαβε ότι το παιδί είχε πεθάνει. Όταν επιβεβαιώθηκε το γεγονός, τότε ο Δαβίδ σηκώθηκε από το έδαφος, πλύθηκε, αλείφτηκε με αρωματικό λάδι, άλλαξε ρούχα και μπήκε στο ναό του Κυρίου και προσκύνησε. Έπειτα γύρισε στο σπίτι του και ζήτησε να του βάλουν φαγητό (Β' Βασιλειών 12,15-23).
Τότε ο Δαβίδ πήγε στη γυναίκα του τη Βηρσαβεέ, την παρηγόρησε και συνευρέθηκε μαζί της. Εκείνη του γέννησε γιο που ο Δαβίδ τον ονόμασε Σαλομών (Σολομών). Ο Κύριος αγάπησε το παιδί και το γνωστοποίησε στο Δαβίδ μέσω του προφήτη Νάθαν. Επίσης έδωσε εντολή στο Νάθαν να ονομάσουν για χάρη του το παιδί Ιεδεδί, που σημαίνει «αγαπημένος από τον Κύριο» (Β' Βασιλειών 12,24-25).
ΘΗΜΑΡ ΚΑΙ ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ
Ο Αμνών, ο μεγαλύτερος γιος του Δαβίδ από την Αχινόομ, ερωτεύτηκε την ετεροθαλή αδερφή του Θημάρ, η οποία ήταν ωραιότατη στην εμφάνιση και αδερφή του Αβεσσαλώμ, παιδιά του Δαβίδ από την Μααχά. Ο Αμνών υπέφερε τόσο πολύ από την αγάπη του αυτή, ώστε αρρώστησε και έπεσε στο κρεβάτι. Ο Αμνών είχε φιλία με τον Ιωναδάβ, γιο του Σαμαά, αδερφού του Δαβίδ. Ο Ιωναδάβ ήταν σοφός άνθρωπος και ρώτησε τον Αμνών, για ποιο λόγο κάθε μέρα ήταν μελαγχολικός και καταβεβλημένος. Ο Αμνών του είπε την αιτία και ο Ιωναδάβ, τον συμβούλεψε να προσποιηθεί τον άρρωστο. Όταν ήρθε ο πατέρας του να τον δει, ο Αμνών, σύμφωνα με τις οδηγίες του Ιωναδάβ, του είπε να του στείλει την αδερφή του, την Θημάρ να τον φροντίσει και να του ετοιμάσει φαγητό. Έτσι ο Δαβίδ ειδοποίησε την Θημάρ να φροντίσει τον αδερφό της.
Η Θημάρ πήγε στο σπίτι του Αμνών, του ετοίμασε φαγητό, αλλά εκείνος δεν ήθελε να φάει. Αφού έδιωξε όλους τους παριστάμενους, ζήτησε από τη Θημάρ να του πάει το φαγητό στο δωμάτιό του. Εκεί ο Αμνών ζήτησε από τη Θημάρ να κοιμηθεί μαζί του. Η Θημάρ αντέδρασε και του είπε να μη διαπράξει αυτή την ανοησία, αλλά να πάει να τη ζητήσει από τον πατέρα τους, ο οποίος δεν θα εμπόδιζε αυτό τον γάμο. Ο Αμνών όμως, δεν συμμορφώθηκε με την υπόδειξη της Θημάρ και καθώς ήταν δυνατότερος απ' αυτήν, την υποχρέωσε να πλαγιάσει μαζί του και τη βίασε.
Ο Αμνών έπειτα από την πράξη του μίσησε τη Θημάρ και την έδιωξε από το σπίτι του, παρά τις παρακλήσεις της. Ζήτησε μάλιστα από ένα δούλο του να πετάξει έξω από το σπίτι τη Θημάρ (Β' Βασιλειών 13,1-18).
Η Θημάρ φεύγοντας πήρε χώμα, το έριξε στο κεφάλι της, έσχισε το μακρύ χιτώνα της, έβαλε τα χέρια στο κεφάλι της και έκλαιγε τη δυστυχία της. Ο αδερφός της ο Αβεσσαλώμ κατάλαβε ότι τη βίασε ο Αμνών και την πήρε στο σπίτι του. Μετά το γεγονός αυτό ο Αβεσσαλώμ, δε μιλούσε καθόλου στον Αμνών και τον μίσησε πολύ που είχε ατιμάσει την αδερφή του. Όταν ο Δαβίδ πληροφορήθηκε το γεγονός, θύμωσε πάρα πολύ, που ο Αμνών ατίμασε την αδερφή του. Δεν τον τιμώρησε όμως, γιατί ήταν ο πρωτότοκος και τον αγαπούσε ιδιαίτερα (Β' Βασιλειών 13,19-22).
Μετά από δύο χρόνια, ο Αβεσσαλώμ αποφάσισε να κουρέψει τα πρόβατά του στη Βελασώρ, που βρισκόταν κοντά στα σύνορα με τη φυλή Εφραίμ. Ετοίμασε λοιπόν γιορτή και προσκάλεσε τον πατέρα του και όλα τ' αδέρφια του. Ο πατέρας του δεν μπόρεσε να πάει, παρά την επιμονή του Αβεσσαλώμ, παρά μόνο τον ευλόγησε και του ευχήθηκε.
Ο Αβεσσαλώμ ετοίμασε πλούσιο τραπέζι και τ' αδέρφια του πήγαν όλα. Μετά στο γλέντι που έγινε, όταν ο Αμνών είχε έρθει στο κέφι από το κρασί, τότε ο Αβεσσαλώμ διέταξε τους υπηρέτες του και τον σκότωσαν (Β' Βασιλειών 13,23-29). Έπειτα από το τραγικό αυτό γεγονός και ενώ όλα τα παιδιά του Δαβίδ έφευγαν από το σπίτι του Αβεσσαλώμ, έφτασε η είδηση στο Δαβίδ, ότι ο Αβεσσαλώμ σκότωσε όλους τους γιους του. Ο Δαβίδ τότε σηκώθηκε έσκισε τα ρούχα του και έπεσε καταγής. Το ίδιο έκαναν και οι υπηρέτες του. Αλλά ο Ιωναδάβ, γιος του Σαμαά κι ανεψιός του Δαβίδ, του είπε να μην πιστεψει αυτή την είδηση και ότι μόνο ο Αμνών ήταν νεκρός, γιατί ατίμασε την αδελφή του Αβεσσαλώμ..Ένας από τους υπηρέτες του Δαβίδ τον ειδοποίησε, ότι είδε κάποιους άνδρες να έρχονται από το δρόμο της Ωρωνήν. Ο Ιωναδάβ είπε στο Δαβίδ, ότι αυτοί ήταν οι γιοι του. Μόλις τέλειωσε τα λόγια του, έφτασαν και οι γιοι του βασιλιά και ξέσπασαν όλοι μαζί σε δυνατό κλάμα. Ακόμα και όλοι οι αξιωματούχοι του Δαβίδ έκλαψαν γοερά (Β' Βασιλειών 13,30-36).
Μετά απ' αυτό το γεγονός ο Αβεσσαλώμ κατέφυγε στον παππού του, στο βασιλιά της Γεδσούρ, τον Θολμί, κι έμεινε κοντά του τρία χρόνια, στη γη Μαχάδ. Ο βασιλιάς Δαβίδ όλο αυτό το διάστημα κράτησε πένθος για το γιο του. Όταν παρηγορήθηκε από το θάνατο του Αμνών, επιθύμησε να δει τον Αβεσσαλώμ (Β' Βασιλειών 13,37-39).
Ο Ιωάβ, ο αρχιστράτηγος του Δαβίδ, κατάλαβε ότι ο νους του βασιλιά είχε καταπραϋνθεί και έβλεπε με συμπάθεια τον Αβεσσαλώμ. Έτσι έφερε από την Θεκωέ (Τεκωά) μια έξυπνη γυναίκα και την έστειλε στο Δαβίδ, κάνοντας ότι πενθεί για το νεκρό γιό της, ιστορώντας του μια φανταστική ιστορία, έτσι ώστε ν' αλλάξει τη γνώμη του για τον Αβεσσαλώμ και να τον καλέσει πίσω.
Η γυναίκα πήγε στο Δαβίδ, έσκυψε το πρόσωπό της ως τη γη, τον προσκύνησε και του είπε το πρόβλημά της: ότι είναι χήρα, ότι είχε δύο γιους, αλλά κάποια μέρα φιλονίκησαν μεταξύ τους στους αγρούς, αλλά δεν ήταν εκεί κανείς να τους χωρίσει, κι έτσι ο ένας χτύπησε τον άλλο και τον σκότωσε. Τότε ξεσηκώθηκαν όλοι οι συγγενείς και απαιτούσαν να τους παραδώσω το φονιά για να τον σκοτώσουν και να πάρουν εκδίκηση. Έτσι όλοι αυτοί θέλουν να τους παραδώσω το μοναδικό μου γιο και το μοναδικό κληρονόμο της περιουσίας του ανδρός μου. Ο Δαβίδ την καθησύχασε ότι θα φροντίσει για το πρόβλημά της και ότι κανείς δεν θα πειράξει το γιο της. Η γυναίκα πήρε το λόγο και του είπε, τότε γιατί ο βασιλιάς σχεδιάζει να κάνει μια παρόμοια ενέργεια και δεν φέρνει πίσω τον Αβεσσαλώμ, που ήταν ακόμα στην εξορία;
Αυτά κι άλλα πολλά είπαν στο διάλογό τους και τότε ο Δαβίδ, επειδή άρχισε να υποψιάζεται το τι είχε συμβεί, είπε στη γυναίκα, αν ο Ιωάβ την έβαλε να του τα πει όλα αυτά; Η γυναίκα το παραδέχτηκε και ο Δαβίδ είπε στον Ιωάβ, ότι η υπόθεση τακτοποιήθηκε όπως την ήθελε και να πάει να φέρει πίσω τον Αβεσσαλώμ. Τότε ο Ιωάβ έπεσε με το πρόσωπο στη γη, προσκύνησε κι ευχαρίστησε το Δαβίδ. Μετά πήγε στη Γεδσούρ κι έφερε από εκεί τον Αβεσσαλώμ στην Ιερουσαλήμ, αλλά χωρίς να γίνει ακόμη δεκτός από τον πατέρα του (Β' Βασιλειών 14,1-24).
Ο Αβεσσαλώμ έμεινε στην Ιερουσαλήμ δύο ολόκληρα χρόνια χωρίς να δει τον πατέρα του. Μια μέρα κάλεσε τον Ιωάβ να τον στείλει στο βασιλιά, αλλά ο Ιωάβ δε θέλησε να πάει στον Αβεσσαλώμ. Τον κάλεσε και δεύτερη φορά, αλλά και πάλι δεν πήγε. Τότε διέταξε τους υπηρέτες του, να βάλουν φωτιά στο χωράφι του Ιωάβ, που ήταν κοντά στο δικό του και ήταν σπαρμένο κριθάρι. Όταν οι υπηρέτες του Ιωάβ του έφεραν τα νέα, εκείνος πήγε αγανακτισμένος στο σπίτι του Αβεσσαλώμ και του ζήτησε το λόγο. Ο Αβεσσαλώμ του ζήτησε να μεσολαβήσει στον πατέρα του, ώστε να γίνει δεκτός, κι αν είναι ένοχος, τότε ας τον θανατώσει. Ο Ιωάβ παρουσιάστηκε στο Δαβίδ και του ανέφερε όσα του είχε πει ο Αβεσσαλώμ. Ο βασιλιάς κάλεσε τον Αβεσσαλώμ κι εκείνος παρουσιάστηκε μπροστά του κι έπεσε με το πρόσωπο στη γη και τον προσκύνησε. Κι ο Δαβίδ φίλησε το γιο του (Β' Βασιλειών 14,28-33).
Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ
Μετά απ' αυτά τα γεγονότα, ο Αβεσσαλώμ προμηθεύτηκε μια άμαξα και άλογα, κι έβαλε πενήντα άντρες να τρέχουν ως σωματοφύλακες μπροστά από την άμαξά του. Σηκωνόταν κάθε πρωΐ και στεκόταν στο πλάι του δρόμου που οδηγούσε στην πύλη της Ιερουσαλήμ. Κάθε φορά που ερχόταν κάποιος στο βασιλιά για κρίση και είχε κάποια διαφορά, ο Αβεσσαλώμ του έλεγε, ότι η υπόθεση του ήταν σωστή και δίκαιη, αλλά ο βασιλιάς δεν νοιάζεται για την υπόθεσή του. Τους έλεγε ότι, εάν έκρινε ο ίδιος τις διαφορές θα έδινε σε όλους το δίκιο τους. Κι όταν κανείς ερχόταν να τον προσκυνήσει, τότε ο Αβεσσαλώμ άπλωνε το χέρι του και τον φιλούσε. Αυτά έκανε ο Αβεσσαλώμ κι έτσι κέρδιζε τις καρδιές των Ισραηλιτών (Β' Βασιλειών 15,1-6).
Λίγο καιρό αργότερα, όταν ο Αβεσσαλώμ έγινε 40 ετών, ζήτησε την άδεια από τον πατέρα του να πάει στη Χεβρών για να εκπληρώσει ένα τάμα που είχε κάνει στον Κύριο. Τον καιρό που ήταν στον παππού του στην Γεδσούρ, στη Συρία, έκανε τάμα εάν ο Κύριος τον επανέφερε στην Ιερουσαλήμ, τότε θα του πρόσφερε θυσίες στη Χεβρών. Ο Δαβίδ ανύποπτος του έδωσε την άδεια κι έτσι ο Αβεσσαλώμ πήγε στη Χεβρών. Από κει έστειλε κρυφά ανθρώπους σ' όλες τις φυλές του Ισραήλ και τους μήνυσε, ότι όταν θα ακουστεί ο ήχος της σάλπιγγας, να φωνάξουν: "ο Αβεσσαλώμ έγινε βασιλιάς στη Χεβρών"». Μαζί με τον Αβεσσαλώμ είχαν πάει και 200 άντρες από την Ιερουσαλήμ. Αυτοί όμως ήταν ανυποψίαστοι και δεν ήξεραν τίποτα για τις προθέσεις του Αβεσσαλώμ. Ενώ πρόσφερε τις θυσίες, έστειλε να καλέσουν τον Αχιτόφελ το Γελμωναίο, που καταγόταν από τη Γωλά και ήταν σύμβουλος του Δαβίδ. Έτσι το συνωμοτικό στράτευμα γινόταν ολοένα και ισχυρότερο, διότι ο λαός που ακολουθούσε τον Αβεσσαλώμ, συνεχώς αυξανόταν (Β' Βασιλειών 15,7-12).
Ένας αγγελιοφόρος ήρθε στο Δαβίδ και του είπε, ότι ο Αβεσσαλώμ επαναστάτησε και ότι οι Ισραηλίτες είναι με το μέρος του. Τότε ο Δαβίδ πήρε την οικογένειά του και τους αξιωματούχους του και έφυγαν από την Ιερουσαλήμ. Άφησε μόνο δέκα παλλακίδες να φυλάνε το βασιλικό παλάτι. Τον ακολούθησαν ακόμη οι δύο σωματοφύλακές του, ο Χελεθί και ο Φελεθί, οι 600 επίλεκτοι και ανδρείοι μαχητές του, καθώς και 600 Γεθθαίοι, που ακολούθησαν το Δαβίδ. Σε κάποια στιγμή είπε ο Δαβίδ στον Εθθί το Γεθθαίο, που ήρθε στο στράτευμα τελευταίος με τους 600 στρατιώτες του από τη Γεθ, να μείνει στην πόλη, κοντά στον καινούριο βασιλιά. Αλλά ο Εθθί του είπε ότι θα τον ακολουθήσει όπου κι αν πάει, στη ζωή ή στο θάνατο, και ο Δαβίδ συγκινημένος τον πήρε κι αυτόν μαζί του. Τότε όλος ο κόσμος που ακολουθούσε το Δαβίδ έκλαψε με δυνατούς λυγμούς (Β' Βασιλειών 15,13-23).
Ο Δαβίδ και οι άντρες του πέρασαν το χείμαρρο των Κέδρων και κατευθύνονταν προς την έρημο της Αραβώθ. Εκεί προστέθηκε στη συνοδεία του Δαβίδ και ο αρχιερέας Σαδώκ μαζί με τους Λευίτες, οι οποίοι μετέφεραν την Κιβωτό της Διαθήκης από την Βαιθάρ. Απόθεσαν κάτω την Κιβωτό κι ο Αβιάθαρ στάθηκε εκεί ωσότου πέρασαν όλοι όσοι είχαν βγει από την πόλη. Τότε ο Δαβίδ είπε στο Σαδώκ να γυρίσει πίσω την Κιβωτό του Κυρίου, κι αν τον ευνοήσει ο Κύριος, θα τον ξαναφέρει πάλι πίσω στη θέση του. Έτσι ο Σαδώκ και ο Αβιάθαρ, καθώς και οι γιοι τους Αχιμάας και Ιωνάθαν, με εντολή του Δαβίδ, ξανάφεραν την Κιβωτό του Κυρίου στην Ιερουσαλήμ και έμειναν εκεί (Β' Βασιλειών 15,23-29).
Ο Δαβίδ βάδιζε ξυπόλητος μέσα από το Όρος των Ελαιών, με σκεπασμένο το κεφάλι σε ένδειξη πένθους κι έκλαιγε. Κι όλοι όσοι ήταν μαζί του είχαν κι αυτοί σκεπασμένο το κεφάλι και προχωρούσαν κλαίγοντας. Έφεραν τότε στο Δαβίδ την είδηση ότι ο Αχιτόφελ ήταν ανάμεσα στους συνωμότες. Τότε ο Δαβίδ προσευχήθηκε στον Κύριο να τον φυλάξει από τα πονηρά σχέδια του Αχιτόφελ. Όταν ο Δαβίδ έφτασε στην τοποθεσία Ροώς, στην κορυφή του όρους, προσκύνησε τον Κύριο. Τότε είδε να έρχεται προς το μέρος του ο Χουσί, ο σύμβουλος και ο στενός του φίλος, με σχισμένα τα ρούχα του και με χώμα πάνω στο κεφάλι του. Ο Δαβίδ του είπε να γυρίσει στην πόλη και να προσφέρει δήθεν τις υπηρεσίες του στον Αβεσσαλώμ, έτσι ώστε να καταστρέψει τα σχέδια του Αχιτόφελ. Στην Ιερουσαλήμ θα έχει ως συνεργάτες το Σαδώκ και τον Αβιάθαρ, τους αρχιερείς, καθώς και τους γιους τους, τον Αχιμάας, γιο του Σαδώκ, και τον Ιωνάθαν, γιο του Αβιάθαρ, στους οποίους θα γνωστοποιεί τα σχέδια του Αβεσσαλώμ και του Αχιτόφελ. Ο Χουσί, ο σύμβουλος του Δαβίδ, πείσθηκε και επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ την ώρα που έφτανε εκεί ο Αβεσσαλώμ (Β' Βασιλειών 15,30-37).
Μόλις ο Δαβίδ είχε προχωρήσει λίγο από την τοποθεσία Ροώς, πήγε και τον συνάντησε ο Σιβά, ο υπηρέτης του Μεμφιβοσθέ. Οδηγούσε δύο γαϊδούρια σαμαρωμένα και πάνω τους είχε 200 ψωμιά, 100 μεγάλα τσαμπιά σταφίδες, 100 φοίνικες και ένα ασκό με κρασί. Ο Δαβίδ τον ρώτησε τι τα θέλει όλα αυτά και που είναι ο κύριός του. Ο Σιβά απάντησε ότι τα γαϊδούρια είναι για την οικογένεια του Δαβίδ, τα τρόφιμα και το κρασί είναι για τους άντρες του, που είναι κατάκοποι από την πορεία. Μετά ο Δαβίδ τον ξαναρώτησε που είναι ο κύριός του. Ο Σιβά του είπε, ότι ο κύριός του έμεινε στην Ιερουσαλήμ, γιατί πιστεύει ότι οι Ισραηλίτες θα του αποδώσουν τη βασιλεία του παππού του. Τότε ο Δαβίδ του αποκρίθηκε ότι όσα ανήκουν στο Μεμφιβοσθέ είναι τώρα δικά του. Και ο Σιβά προσκύνησε το Δαβίδ για την εύνοιά του (Β' Βασιλειών 16,1-4).
Όταν ο Δαβίδ βρισκόταν στην τοποθεσία Παρεμβολές και πλησίαζε στη Βαχουρίμ (Βαουρίμ), τον πλησίασε κάποιος που ονομαζόταν Σεμεΐ, γιος του Γηρά, και ήταν συγγενής του Σαούλ. Αυτός άρχισε να καταριέται το Δαβίδ για το χαμό των απογόνων του Σαούλ και να του ρίχνει πέτρες, καθώς και σ' όλους τους αξιωματούχους του, μολονότι ο βασιλιάς περιστοιχιζόταν από το στρατό και τους σωματοφύλακές του. Τότε ο Αβεσσά, ο γιος της Σαρουΐας, ζήτησε από το Δαβίδ την άδεια, να πάρει το κεφάλι αυτού του ανθρώπου, επειδή έβρισε το βασιλιά. Τότε ο Δαβίδ επιτίμισε τον Αβεσσά και τον Ιωάβ και τους είπε, ότι αν ο γιος του, ο Αβεσσαλώμ, ζητάει το θάνατο του πατέρα του, γιατί όχι κι αυτός ο άνθρωπος; Έτσι τον άφησαν να βρίζει και ο Δαβίδ και οι άντρες του συνέχισαν το δρόμο τους, ενώ ο Σεμεΐ βάδιζε στην πλαγιά του βουνού δίπλα τους, ξεστομίζοντας κατάρες και πετώντας πέτρες και χώμα. Ο Δαβίδ κι ο λαός που τον ακολουθούσε κάθησαν σε κάποιο σημείο εξαντλημένοι κι εκεί ξεκουράστηκαν (Β' Βασιλειών 16,5-14. Γ' Βασιλειών 2,8. 2,35λ-μ).
Ο Αβεσσαλώμ και όλοι οι Ισραηλίτες που ήταν μαζί του μπήκαν στην Ιερουσαλήμ. Μαζί τους ήταν και ο Αχιτόφελ. Μόλις ο Χουσί, ο σύμβουλος κι ο φίλος του Δαβίδ, έφτασε στον Αβεσσαλώμ, του ζήτησε να του προσφέρει τις υπηρεσίες του, όπως έκανε και στον πατέρα του. Τότε ο Αβεσσαλώμ ζήτησε τη γνώμη του Αχιτόφελ. Εκείνος του είπε να πλαγιάσει με τις παλλακίδες του πατέρα του, που άφησε στο ανάκτορο, έτσι ώστε όλοι οι Ισραηλίτες να μάθουν ότι ήρθε σε ρήξη με τον πατέρα του. Έστησαν, λοιπόν, μια σκηνή μέσα στα ανάκτορα, και ο Αβεσσαλώμ πήγε μπροστά σ' όλους και πλάγιασε με τις παλλακίδες του πατέρα του. Εκείνο τον καιρό οι συμβουλές που έδινε ο Αχιτόφελ λογαριάζονταν σαν να ήταν λόγος θεού. Έτσι τις θεωρούσαν τόσο ο Δαβίδ όσο κι ο Αβεσσαλώμ (Β' Βασιλειών 16,15-23).
Μετά ο Αχιτόφελ ζήτησε από τον Αβεσσαλώμ, να του δώσει 12.000 άντρες και να καταδιώξει το Δαβίδ το ίδιο βράδυ και να του επιτεθεί, ενώ αυτός θα είναι κουρασμένος κι εξαντλημένος. Αυτός ο λόγος φάνηκε καλός στον Αβεσσαλώμ και σ' όλους του πρεσβυτέρους του Ισραήλ. Όμως ο Αβεσσαλώμ κάλεσε και τον Χουσί, γιο του Αραχί και πρώην σύμβουλο του Δαβίδ, για ν' ακούσει και τη δική του γνώμη (Β' Βασιλειών 17,1-5).
Ο Χουσί παρουσιάστηκε στον Αβεσσαλώμ και εκείνος ζήτησε τη γνώμη του για το συγκεκριμένο θέμα. Ο Χουσί είπε στον Αβεσσαλώμ, ότι δεν είναι καλή η συμβουλή που έδωσε ο Αχιτόφελ. Όλοι ξέρουν καλά ότι οι άντρες του Δαβίδ είναι γενναίοι και έμπειροι πολεμιστές. Τώρα μάλιστα είναι και εξοργισμένοι. Ο πατέρας του ο Δαβίδ είναι έμπειρος στους πολέμους και θα βρει κάποιο καλό στρατηγικό σημείο για να στήσει το στρατό του. Εάν λοιπόν ο πατέρας του κερδίσει την πρώτη μάχη, τότε ο στρατός του Αβεσσαλώμ θα χάσει το ηθικό του και ο λαός θα φοβηθεί, γιατί ξέρει ότι ο πατέρας του είναι δυνατός και οι στρατιώτες του είναι δυνατοί και γενναίοι πολεμιστές. Έτσι λοιπόν ο Χουσί πρότεινε στον Αβεσσαλώμ, να συγκεντρώσει όλους τους Ισραηλίτες από το Βορρά ως το Νότο, να ηγηθεί ο ίδιος ο Αβεσσαλώμ του στρατού αυτού και τότε να επιτεθεί στο Δαβίδ. Κι αν ο πατέρας του καταφύγει σε κάποια πόλη και ζητήσει βοήθεια, τότε θα την τιμωρήσουν παραδειγματικά για την πράξη της αυτή.
Αυτή η άποψη του Χουσί άρεσε στον Αβεσσαλώμ και στους πρεσβυτέρους του Ισραήλ και την προτίμησαν από τη συμβουλή του Αχιτόφελ. Έτσι ο Κύριος εξουδετέρωσε το σχέδιο του Αχιτόφελ, την τόσο συμφέρουσα για τον Αβεσσαλώμ, για να τον τιμωρήσει αργότερα για τις πράξεις του (Β' Βασιλειών 17,6-14).
Αμέσως μετά ο Χουσί γνωστοποίησε στους αρχιερείς Σαδώκ και Αβιάθαρ, το σχέδιο του Αχιτόφελ προς τον Αβεσσαλώμ, αλλά και το δικό του σχέδιο, και συμβούλεψε να πουν στο Δαβίδ να μη μείνει αυτή τη νύχτα στην κοιλάδα του Ιορδάνη, στην Αραβώθ, αλλά να περάσει γρήγορα το ποτάμι, μήπως τυχόν ο Αχιτόφελ αλλάξει τη γνώμη του Αβεσσαλώμ και στείλει το στρατό εναντίον του Δαβίδ. Μια υπηρέτρια, λοιπόν, μετέφερε στον Ιωνάθαν και τον Αχιμάας, που περίμεναν κοντά στην πηγή Ρωγήλ, το μήνυμα του Χουσί (Β' Βασιλειών 17,15-17).
Ένας νεαρός όμως τους είδε και το είπε στον Αβεσσαλώμ, ο οποίος έστειλε ανθρώπους για να τους συλλάβουν. Αλλά ο Ιωνάθαν και ο Αχιμάας επέσπευσαν το βήμα τους και μπήκαν γρήγορα σ' ένα σπίτι στη Βαουρίμ, που είχε στην αυλή του πηγάδι και κρύφτηκαν εκεί. Η γυναίκα του σπιτιού έκλεισε το πηγάδι μ' ένα σκέπασμα και σκόρπισε από πάνω του κόκκους σιταριού για να ξεραθούν κι έτσι δεν φαινόταν τίποτα από κάτω. Οι άνθρωποι του Αβεσσαλώμ πήγαν στο σπίτι αυτό και ρώτησαν τη γυναίκα, εάν είδε τους δύο άντρες. Η γυναίκα τους απάντησε ότι πέρασαν πέρα απ' το ποτάμι. Εκείνοι τους αναζήτησαν, αλλά επειδή δεν τους βρήκαν, επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ.
Όταν οι άνθρωποι του Αβεσσαλώμ έφυγαν, ο Ιωνάθαν κι ο Αχιμάας βγήκαν απ' το πηγάδι και έδωσαν στο βασιλιά Δαβίδ το μήνυμα του Χουσί. Έτσι ο Δαβίδ μέχρι το πρωΐ πέρασε τον Ιορδάνη (Β' Βασιλειών 17,18-22). Ο Αχιτόφελ στο μεταξύ, όταν είδε, ότι δεν ακολούθησαν τη συμβουλή του, σαμάρωσε το γαϊδούρι του κι έφυγε για το σπίτι του, στην πόλη του. Αφού τακτοποίησε τις υποθέσεις του σπιτιού του μετά κρεμάστηκε. Τον έθαψαν στον τάφο του πατέρα του (Β' Βασιλειών 17,23).
Ο Δαβίδ όταν πέρασε τον Ιορδάνη, πήγε στη Μαναΐμ (Μαχαναΐμ). Ο Αβεσσαλώμ πέρασε τον Ιορδάνη, μαζί με όλο τον ισραηλιτικό στρατό και στρατοπέδευσε στη Γαλαάδ. Ως αρχιστράτηγο ο Αβεσσαλώμ διόρισε τον Αμεσσά (Αμεσσαΐ), γιο του Ισμαηλίτη Ιοθόρ και της Αβιγαίας, αδερφή της Σαρουΐας.
Όταν έφτασε ο Δαβίδ στη Μαναΐμ (Μαχαναΐμ), ο Ουεσβί από τη Ραββάθ, γιος του Ναάς, πρώην βασιλιά των Αμμωνιτών, ο Μαχίρ, γιος του Αμιήλ, από την Λωδαβάρ και ο Βερζελλί, από την Ρωγελλίμ της Γαλαάδ, έφεραν στο Δαβίδ κρεβάτια, τάπητες, λέβητες, οικιακά σκεύη, σιτάρι, κριθάρι, αλεύρι, κουκιά, φακές, μέλι, βούτυρο, πρόβατα και αγελαδινό τυρί για να φάνε ο Δαβίδ και ο στρατός που τον ακολουθούσε, επειδή ήταν όλοι τους πεινασμένοι, διψασμένοι κι εξαντλημένοι από την πορεία τους στην έρημο (Β' Βασιλειών 17,24-29). Οι Ψαλμοί 3 και 142 του Δαβίδ είναι αφιερωμένοι στη φυγή του από την πατροκτόνο οργή του γιου του Αβεσσαλώμ (Ψαλμοί 3 και 142).
Η ΗΤΤΑ ΤΩΝ ΣΤΑΣΙΑΣΤΩΝ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ
Ο Δαβίδ επιθεώρησε το στρατό που τον ακολουθούσε και τοποθέτησε επικεφαλής των αντρών χιλίαρχους κι εκατόνταρχους. Χώρισε το στρατό του σε τρία μέρη: Το πρώτο τμήμα το έθεσε υπό τις διαταγές του Ιωάβ, το δεύτερο υπό τις διαταγές του Αβεσσά, αδερφού του Ιωάβ, και το τρίτο υπό τις διαταγές του Εθθί του Γεθθαίου. Ο Δαβίδ τους ανακοίνωσε, ότι σ' αυτή τη μάχη θα πολεμήσει κι αυτός μαζί τους, αλλά ο στρατός του αρνήθηκε τη συμμετοχή του, επειδή η αξία του βασιλιά τους ήταν πολύ μεγαλύτερη από το στρατό του, γι' αυτό θεώρησαν προτιμότερο να μείνει στην πόλη και να τους βοηθήσει εάν υπήρχε ανάγκη. Έτσι ο Δαβίδ έμεινε στην πύλη της πόλης, ενώ όλος ο στρατός έβγαινε από την πόλη κατά εκατό και κατά χίλιους άνδρες. Τέλος, ο Δαβίδ είπε στους στρατηγούς του, στον Ιωάβ, στον Αβεσσά και στον Εθθί να λυπηθούν τον Αβεσσαλώμ και να μην του κάνουν κακό. Κι όλος ο στρατός του πληροφορήθηκε την εντολή του βασιλιά προς τους στρατηγούς του, σχετικά με τον Αβεσσαλώμ (Β' Βασιλειών 18,1-5).
Ο στρατός του Δαβίδ βγήκε από την πόλη για ν' αντιμετωπίσει το στρατό του Αβεσσαλώμ. Η μάχη έγινε στο δάσος του Εφραίμ (δάσος της μεγάλης δρυός). Εκεί ο στρατός του Αβεσσαλώμ νικήθηκε από τα στρατεύματα του Δαβίδ κι έπαθε την ημέρα εκείνη μεγάλη καταστροφή, με 20.000 νεκρούς. Ο πόλεμος επεκτάθηκε σ' όλη την περιοχή. Από το στρατό του Αβεσσαλώμ σκοτώθηκαν περισσότεροι κατά τη φυγή τους στο δάσος, παρά στο πεδίο της μάχης.
Ο Αβεσσαλώμ καβάλα στο μουλάρι του, βρέθηκε αντιμέτωπος με τους στρατιώτες του Δαβίδ. Και καθώς ο Αβεσσαλώμ μπήκε στο δάσος για να γλιτώσει, τα μεγάλα του μαλλιά πιάστηκαν από τα πυκνά κλαδιά μιας μεγάλης βελανιδιάς και κρεμόταν εκεί μετέωρος, ενώ το μουλάρι έφυγε από κάτω του (Β' Βασιλειών 18,6-9).
Ένας στρατιώτης του Δαβίδ τον είδε και το είπε στον Ιωάβ. Εκείνος του είπε, ότι εάν τον σκότωνε επί τόπου, θα του έδινε ως αμοιβή δέκα ασημένιους σίκλους και μία ζώνη. Αλλά ο στρατιώτης απάντησε στον Ιωάβ, ότι κι αν ακόμη του έδινε χίλιους ασημένιους σίκλους, δεν θ' άπλωνε φονικό χέρι στο γιο του βασιλιά, γιατί όλος ο στρατός άκουσε το βασιλιά που έδινε την εντολή στους στρατηγούς του. Έτσι αν διέπραττε κακό στο γιο του βασιλιά θα τιμωρούνταν απ' αυτόν, αλλά και απ' τον ίδιο τον Ιωάβ. Ο Ιωάβ του είπε, ότι θα κάνει αυτό που δεν έκανε εκείνος. Πήρε τρία βέλη στα χέρια του και με το τόξο του τα κάρφωσε στην καρδιά του Αβεσσαλώμ, ενώ αυτός ήταν ακόμα ζωντανός, κρεμασμένος στη βελανιδιά. Κατόπιν δέκα στρατιώτες του Ιωάβ, περικύκλωσαν τον Αβεσσαλώμ, τον χτύπησαν με τα όπλα τους και τον αποτελείωσαν. Μετά ο Ιωάβ σήμανε με τη σάλπιγγα το τέλος της μάχης κι ο στρατός του Δαβίδ σταμάτησε την καταδίωξη των ανδρών του Αβεσσαλώμ, επειδή ο Ιωάβ λυπήθηκε για τον άδικο χαμό τόσων στρατιωτών (Β' Βασιλειών 18,10-16).
Μετά ο Ιωάβ πήρε το πτώμα του Αβεσσαλώμ και τον έριξε σ' ένα λάκκο στο δάσος κι έριξε από πάνω του ένα μεγάλο σωρό από πέτρες. Ύστερα έφυγαν οι Ισραηλίτες, καθένας για το σπίτι του. Κατά σύμπτωση, όταν ακόμα ζούσε Αβεσσαλώμ, είχε στήσει για τον αυτόν του μια αναμνηστική στήλη, κοντά στο σημείο που πέθανε, στην Κοιλάδα του Βασιλέως, γιατί σκεφτόταν ότι δεν είχε γιο για να διατηρήσει τη μνήμη του ονόματός του. Είχε δώσει μάλιστα το όνομά του στη στήλη και ονομάστηκε «Χειρ Αβεσσαλώμ» (Β' Βασιλειών 18,17-18).
Μετά τη μάχη ο Αχιμάας, γιος του Σαδώκ, είπε στον Ιωάβ να του επιτρέψει να πάει και ν' αναγγείλει τα ευχάριστα νέα στο βασιλιά, γιατί ο Κύριος τον έσωσε απ' τους εχθρούς του. Ο Ιωάβ όμως του είπε, να μεταφέρει άλλη μέρα τα ευχάριστα νέα, γιατί αν πήγαινε εκείνη τη στιγμή δεν θα ήταν αγγελιοφόρος καλών ειδήσεων, αφού ο γιος του βασιλιά ήταν νεκρός. Τότε είπε ο Ιωάβ είπε στο Χουσί, να πάει και ν' αναγγείλει στο βασιλιά όσα είδε. Ο Χουσί προσκύνησε τον Ιωάβ και έφυγε. Ο Αχιμάας παρακάλεσε τον Ιωάβ, να τρέξει κι αυτός πίσω απ' τον Χουσί. Αλλά ο Ιωάβ προσπάθησε να τον εμποδίσει, επειδή δεν θα του πήγαινε καλή είδηση. Ο Αχιμάας επέμενε και πήρε την οδό του Κεχάρ και προσπέρασε το Χουσί (Β' Βασιλειών 18,19-23).
Ο Δαβίδ περίμενε ανάμεσα στις δύο πύλες της πόλεως, την εσωτερική και την εξωτερική. Κάποια στιγμή ανέβηκε ο φρουρός πάνω στην πύλη, στο τείχος, κοίταξε μακριά και είδε έναν άνθρωπο που έτρεχε μόνος του. Αμέσως το ανάγγειλε στο βασιλιά. Ο Δαβίδ σκέφτηκε, ότι θα φέρνει καλές ειδήσεις. Ο φρουρός στο μεταξύ είδε κι άλλον άνθρωπο να τρέχει και το είπε στο βασιλιά. Ο Δαβίδ πάλι σκέφτηκε, ότι κι αυτός θα φέρνει καλές ειδήσεις. Ο φρουρός είπε στο βασιλιά, ότι ο πρώτος που ερχόταν ήταν ο Αχιμάας, ο γιος του Σαδώκ. Ο Δαβίδ πάλι σκέφτηκε, ότι ο Αχιμάας ήταν καλός άνθρωπος και οπωσδήποτε θα φέρνει καλές ειδήσεις. Ο Αχιμάας όταν έφτασε, προσκύνησε το βασιλιά και του ανήγγειλε τη νίκη του στρατού του εναντίον του στρατού του Αβεσσαλώμ. Μετά ο Δαβίδ τον ρώτησε, εάν ο γιος του ο Αβεσσαλώμ ήταν καλά. Ο Αχιμάας απάντησε, ότι τον έστειλε ο Ιωάβ και ότι δεν γνωρίζει τι απέγινε ο Αβεσσαλώμ.
Εκείνη τη στιγμή είχε φτάσει και ο Χουσί, ο οποίος κι αυτός με τη σειρά του ανήγγειλε τη νίκη του στρατού του Δαβίδ. Ο Δαβίδ ρώτησε τον Χουσί, εάν ο γιος του ο Αβεσσαλώμ ήταν καλά. Ο Χουσί απάντησε ότι οι εχθροί του βασιλιά στασίασαν εναντίον του, γι' αυτό ας έχουν την τύχη του γιου του βασιλιά, του Αβεσσαλώμ. Τότε ο Δαβίδ ταράχτηκε. Ανέβηκε πάνω στο χώρο που βρισκόταν πάνω από την πύλη κι έκλαψε. Και καθώς πήγαινε προς τα κει έλεγε: «Γιε μου Αβεσσαλώμ! Γιε μου, γιε μου Αβεσσαλώμ! Μακάρι να είχα σκοτωθεί εγώ αντί για σένα, Αβεσσαλώμ, γιε μου, γιε μου!» (Β' Βασιλειών 18,24-33).
Πήγε η είδηση στον Ιωάβ, ότι ο βασιλιάς κλαίει και πενθεί για τον Αβεσσαλώμ. Εκείνη την ημέρα η νίκη είχε μεταβληθεί σε πένθος σ' όλον το λαό, γιατί όλοι άκουσαν ότι ο βασιλιάς ήταν πολύ λυπημένος και θρηνεί για το γιο του. Την ίδια μέρα ο στρατός, αντί να εισέλθει στην πόλη θριαμβευτικά, μπήκε στην πόλη κρυφά. Ο Δαβίδ είχε το πρόσωπο του σκεπασμένο και συνέχιζε να φωνάζει: «Γιε μου, Αβεσσαλώμ! Αβεσσαλώμ, γιε μου, γιε μου!» Ο Ιωάβ μπήκε στο δωμάτιο του βασιλιά και του είπε, ότι με τη στάση αυτή ντρόπιασε όλους τους στρατιώτες, που έσωσαν τη ζωή του και τη ζωή των υπόλοιπων γιων του, των θυγατέρων του και των γυναικών του. Φαίνεται ότι ο βασιλιάς αγαπάει εκείνους που τον μισούν και μισεί εκείνους που τον αγαπούν. Εάν ο Αβεσσαλώμ ήταν ακόμη ζωντανός, όλοι τους θα ήταν νεκροί. Ο Ιωάβ τον συμβούλεψε να βγει έξω και να μιλήσει φιλικά στις καρδιές των στρατιωτών του και των ανθρώπων που τον αγαπούν, γιατί αν συνεχίσει τη στάση του αυτή, το κακό που θα διαπράξει θα είναι πολύ μεγαλύτερο απ' όλες τις συμφορές που τον έχουν βρει ως τώρα (Β' Βασιλειών 19,1-7).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου