Δικαία Σωσσάνα. Ημέρα Μνήμης: Κυριακή των Προπατόρων.
Μνήμη τῆς δικαίας Σωσάννης.
Kανὼν πρόκειται σωφρονούσαις ἐν βίῳ,
Ὁ τῆς Σωσάννης σωφρονέστατος βίος.
Την εποχή της αιχμαλωσίας της Βαβυλώνας, οι Εβραίοι που ζούσαν μακριά απ την πατρίδα τους κρατούσαν όσο μπορούσαν τις παραδόσεις τους και τιμούσαν το Θεό τους. Κάποιοι όμως απ'αυτούς παραβίασαν τον ηθικό νόμο και επιδόθηκαν στις απολαύσεις της σάρκας. Εκείνη την περίοδο στη Βαβυλώνα ζούσε ο Ιωακείμ με την πανέμορφη γυναίκα του τη Σωσάννα. Η Σωσάννα, κόρη του Ελκίου, μεγάλωσε σε μια οικογένεια που τιμούσε την πίστη και την παράδοση. Ο Ιωακείμ ήταν πολύ πλούσιος αλλά συγχρόνως και απόλυτα δίκαιος άνθρωπος, γι'αυτό και είχε μεγάλο κύρος ανάμεσα στους συμπολίτες του. Δίπλα στο σπίτι τους είχε αγοράσει ένα μεγάλο περιβόλι που ήταν αληθινός παράδεισος. Εκεί δίκαζαν οι Κριτές τις διαφορές που προέκυπταν ανάμεσα στους κατοίκους. Στον πανέμορφο αυτό κήπο περνούσε όμως και πολλές ώρες η Σωσάννα.
Κάποια χρονιά Κριτές ήταν δυο γέροντες, τα ονόματα των οποίων δεν μας τα δίνει η Βίβλος. Ήταν δυο άνθρωποι μορφωμένοι αλλά όχι και τόσο ηθικοί. Οι δυο γέροντες γοητεύτηκαν από τα κάλλη της πανέμορφης Σωσάννας που έβλεπαν κάθε μέρα να κάνει τον περίπατό της στον κήπο και βάλθηκαν να την κατακτήσουν. Ο καθένας φυσικά για τον εαυτό του. Ένα μεσημέρι έφυγαν για φαγητό ο καθένας στο σπίτι του. Σκοπός τους ήταν ο καθένας να γυρίσει, αφού ο άλλος θα έλειπε και να εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι η Σωσάννα ήταν μόνη της. Για κακή τους τύχη όμως έκαναν την ίδια σκέψη και οι δύο με αποτέλεσμα να πέσουν ο ένας πάνω στον άλλο. Έτσι αποκάλυψαν τις προθέσεις τους για το κοινό αντικείμενο του πόθου τους και αποφάσισαν να συμμαχήσουν. Άρχισαν λοιπόν να κρύβονται προκειμένου να πετύχουν την πιο κατάλληλη στιγμή για να την ξεμοναχιάσουν.
Η επίθεση των Γερόντων.
Ένα μεσημέρι η Σωσάννα διαπιστώνοντας ότι ήταν μόνη της στον κήπο αποφάσισε να κάνει ένα μπάνιο στο καθαρό νερό του συντριβανιού. Είπε στις δούλες να της φέρουν λάδι για να αλείψει το σώμα της και να κλείσουν καλά τις πόρτες, ώστε να μην μπει κανένας. Αγνοούσε βέβαια την υπάρξη των δύο γερόντων που παρακολουθούσαν κρυμμένοι.
Οι δούλες αφού έκαναν ότι τους είπε η Σωσάννα έφυγαν για να κάνει το μπάνιο της. Τότε οι δυο γέροντες τρελάθηκαν στη θέα του γυμνού κορμιού της και όρμηξαν. Την απείλησαν ότι αν δεν δεχόταν τις προτάσεις τους θα την κατήγγειλαν ότι τη συνέλαβαν στον κήπο ημίγυμνη να ερωτοτροπεί με άγνωστο νεαρό. Σύμφωνα με το Μωσαϊκό Νόμο η μοιχεία τιμωρείται με λιθοβολισμό. Η Σωσάννα έβγαλε μια κραυγή αγωνίας και φόβου γιατί ήταν χαμένη. Είτε θα έπεφτε στα χέρια τους είτε θα την παρουσίαζαν ως άτιμη.
Η σκευωρία στήνεται.
Μόλις άκουσαν τη φωνή οι γέροντες φοβήθηκαν ότι θα μαζευτούν οι υπηρέτες, οπότε θα έπρεπε να δικαιολογήσουν πολλά. Έτσι για να γλυτώσουν άρχισαν και φώναζαν κι εκείνοι, ώστε να πείσουν ότι ο παράνομος εραστής έφυγε τρέχοντας και εκείνοι έπιασαν επ'αυτοφώρω τη Σωσάννα. Τότε οι άνθρωποι του σπιτιού έτρεξαν στον κήπο να δουν γιατί φωνάζει η κυρία τους και οι γέροντες.
Όλοι ντράπηκαν με όσα άκουσαν για τη Σωσάννα που ποτέ δεν είχε δώσει δείγματα ανήθικης συμπεριφοράς. Οι κάτοικοι μαζί με τον σύζυγό της και φυσικά με παρόντες τους συκοφάντες συγκεντρώθηκαν σ’ένα άτυπο δικαστήριο για να τιμωρήσουν τη μοιχαλίδα.
Η σκευωρία καταρρέει.
Ανάμεσα στο πλήθος που την καταδίκασε ήταν και ένας νεαρός ο Δανιήλ που γύριζε εκείνη την ώρα από βασιλική αποστολή. Ήταν ένας νέος μορφωμένος που οι κάτοικοι εκτιμούσαν. Πήρε τότε την πρωτοβουλία να κάνει την ανάκριση και αν όντως ίσχυαν οι κατηγορίες να τη λιθοβολήσουν. Εκείνος τότε ρώτησε τους δυο γέροντες κάτω από ποιο δέντρο έπιασαν τη Σωσάννα να ερωτοτροπεί με τον δήθεν εραστή της. Οι γέροντες έπεσαν σε αντιφάσεις γιατί είπαν διαφορετικό δέντρο. Έτσι όλος ο κόσμος κατάλαβε τη σκευωρία και αποκαλύφθηκε η αθωότητα της Σωσάννας, ενώ οι δυο συκοφάντες τιμωρήθηκαν όπως τους άξιζε. Ο νεαρός χάρη στον οποίο αποκαλύφθηκε η αλήθεια ήταν ο μελλοντικός προφήτης Δανιήλ.
Σωσ. Α,1 Υπήρχεν ένας ανήρ, κάτοικος της Βαβυλώνος, ο οποίος ωνομάζετο Ιωακείμ.
Σωσ. Α,2 Αυτός επήρεν ως σύζυγον του μίαν γυναίκα, η οποία ωνομάζετο Σωσάννα και ήτο θυγάτηρ του Χελκίου. Αυτή ήτο ωραιοτάτη και πολύ ευσεβής ενώπιον του Κυρίου.
Σωσ. Α,3 Αλλά και οι γονείς της επίσης ήσαν ευσεβείς και ενάρετοι. Εδίδαξαν δε και εμόρφωσαν την θυγατέρα αυτών σύμφωνα με τον νόμον του Μωϋσέως.
Σωσ. Α,4 Ο Ιωακείμ ήτο πολύ πλούσιος, είχε δε πλησίον της οικίας του ένα ωραίον δενδροφυτευμένον κήπον. Εις τον οίκον του Ιωακείμ προσήρχοντο τακτικά οι Ιουδαίοι, διότι αυτός ήτο ο επισημότερος μεταξύ όλων των εκεί εγκατεστημένων Ιουδαίων.
Σωσ. Α,5 Κατά το έτος εκείνο ανεδείχθησαν ως δικασταί του λαού δύο κατά την ηλικίαν πρεσβύτεροι Ιουδαίοι. Δια κάτι τέτοιους τύπους είχεν είπει κάπου ο Κυριος· η παρανομία εβγήκεν από την Βαβυλώνα, από γέροντας δικαστάς οι οποίοι εθεωρούντο και ενεφανίζοντο ως κυβερνήται του λαού.
Σωσ. Α,6 Αυτοί προσήρχοντο συχνότερον και έμενον επί μακρότερον χρόνον εις την οικίαν του Ιωακείμ. Προς αυτούς δε προσήρχοντο και όλοι οι Ιουδαίοι, όσοι είχαν μεταξύ των διαφοράς.
Σωσ. Α,7 Κατά την μεσημβρίαν, όταν οι επισκέπται απήρχοντο, η Σωσάννα έκαμνε τον περίπατόν της στον κήπον του ανδρός της.
Σωσ. Α,8 Οι δύο αυτοί προχωρημένης ηλικίας δικασταί την περιειργάζοντο κάθε ημέραν, όταν αυτή εισήρχετο στον κήπον και περιπατούσε. Εκυριεύθησαν δε από πονηράν σαρκικήν επιθυμίαν δι' αυτήν.
Σωσ. Α,9 Ο νους των διεστράφη και εσκοτίσθη και δεν ηθέλησαν να ανυψώσουν τα βλέμματά των προς τον ουρανόν, προς τον δίκαιον και παντεπόπτην Θεόν, ούτε και να ενθυμηθούν τας δικαίας εντολάς και κρίσστου Θεού.
Σωσ. Α,10 Είχαν και οι δύο πληγωθή από το σαρκικόν πάθος των προς αυτήν. Δεν ανεκοίνωσαν δε ο ενας προς τον άλλον τον εσωτερικόν των πόνον από την σφοδρότητα του σαρκικού πάθους,
Σωσ. Α,11 διότι εντρεποντο να καταστήση ο ενας προς τον άλλον γνωστήν την επιθυμίαν των, ότι δηλαδή είχαν πόθον να έλθουν εις σαρκικήν ένωσιν με εκείνην.
Σωσ. Α,12 Με επιμονήν δε εξεμεταλλεύοντο κάθε ευκαιρίαν, δια να την παρακολουθούν και να την βλέπουν κάθε ημέραν.
Σωσ. Α,13 Καποιαν μεσημβρίαν, όταν όλοι είχαν αποχωρήσει, είπεν ο ενας στον άλλον· “ας πάμε πλέον στο σπίτι μας, διότι τώρα είναι ώρα του γεύματος”. Εβγήκαν από τον κήπον και εχωρίσθησαν ο ενας από τον άλλον.
Σωσ. Α,14 Ομως ο καθένας ιδιαιτέρως επέστρεψεν στον κήπον του Ιωακείμ, συνηντήθησαν, χωρίς να το θέλουν, και ηρώτησαν ο ένας τον άλλον την αιτίαν, δια την οποίαν επέστρεψαν. Ωμολόγησαν και οι δύο την επιθυμίαν των. Τοτε συνεφώνησαν μεταξύ των και ώρισαν καιρόν, κατά τον οποίον θα ημπορούσαν να εύρουν αυτήν μόνην.
Σωσ. Α,15 Συνέβη δέ, ενώ αυτοί επερίμεναν να εύρουν την κατάλληλον ημέραν, η Σωσάννα, όπως εσυνήθιζε και κατά τας άλλας ημέρας, εισήλθεν στον κήπον, συνοδευομένη από δύο μόνον μικράς υπηρετρίας χωρίς κανένα άλλον, δια να λουσθή στον κήπον, διότι έκαμνε ζέστη.
Σωσ. Α,16 Εκεί δεν υπήρχε κανένας άλλος πλην των δύο πρεσβυτέρων, οι οποίοι ήσαν κρυμμένοι και παρατηρούσαν εμπαθώς την Σωσάνναν.
Σωσ. Α,17 Η Σωσάννα είπεν εις τας δύο υπηρετρίας της· “φέρετέ μου αρωματικόν έλαιον και τα άλλα ειδκ καθαριότητος, και κλείσατε τας θύρας του κήπου, δια να λουσθώ”.
Σωσ. Α,18 Αι κορασίδες εκείναι έκαμαν όπως είπεν εις αυτάς η Σωσάννα. Επειτα εβγήκαν από τας πλαγίας θύρας του κήπου, δια να φέρουν εκείνα που η κυρία των τας είχε διατάξει. Δεν είδαν δε τους πρεσβυτέρους, διότι εκείνοι ήσαν κρυμμένοι.
Σωσ. Α,19 Οταν, λοιπόν, εξήλθαν τα δύο κοράσια, εσηκώθησαν οι δύο αυτοί πρεσβύτεροι και έτρεξαν προς την Σωσάνναν
Σωσ. Α,20 και είπαν· “ιδού αι θύραι του κήπου είναι κλεισταί και κανείς δεν μας βλέπει. Επιθυμούμεν να ενωθούμε σαρκικώς μαζή σου. Λοιπόν, χωρίς καμμίαν αντίστασιν, ενώσου μαζί μας.
Σωσ. Α,21 Εαν τυχόν και δεν υποχωρήσης εις την πρότασίν μας, θα καταθέσωμεν μαρτυρίαν εναντίον σου, ότι κάποιος νέος ήτο μαζή σου και δι' αυτόν τον λόγον απεμάκρυνες από κοντά σου τα δύο κοράσια”.
Σωσ. Α,22 Η Σωσσάνα ανεστέναξε και είπε· “από παντού υπάρχει στενοχωρία.
Ευρίσκομαι εις αδιέξοδον, διότι εάν υποχωρήσω και πράξω αυτό, που μου προτείνετε, με περιμένει ο θάνατος που προκαλεί η αμαρτία. Εάν αρνηθώ να πράξω το πονηρόν, δεν θα γλυτώσω από τα χέρια σας.
Σωσ. Α,23 Ομως είναι προτιμότερον δι' εμέ να μη αμαρτήσω και να πέσω εις τα χέρια σας, παρά να αμαρτήσω ενώπιον του Κυρίου”.
Σωσ. Α,24 Αμέσως η Σωσάννα εφώναξε με μεγάλην κραυγήν. Εφώναξαν ταυτοχρόνως και οι δύο πρεσβύτεροι, που ευρίσκοντο πλησίον της.
Σωσ. Α,25 Ο Ενας από αυτούς έτρεξε και ήνοιξε τας θύρας, του κήπου.
Σωσ. Α,26 Οταν δε οι υπηρέται της οικίας του Ιωακείμ ήκουσαν τας στον κήπον κραυγάς, εισώρμησαν από την πλαγίαν θύραν του κήπου, δια να ίδουν τι είχε συμβή εις την Σωσάνναν.
Σωσ. Α,27 Οταν οι δύο εκείνοι πρεσβύτεροι είπαν τας ψευδολογίας των εναντίον της Σωσάννης, κατεντροπιάσθησαν οι υπηρέται, διότι ποτέ άλλοτε δεν είχε λεχθή τέτοιος πονηρός λόγος δια την Σωσάνναν.
Σωσ. Α,28 Κατά την επομένην ημέραν ο λαός των Ιουδαίων συνεκεντρώθη εις την οικίαν του ανδρός της Σωσάννης, του Ιωακείμ. Εκεί προσήλθον και οι δύο πρεσβύτεροι έχοντες στερεάν την απόφασιν της παρανομίας στον εσκοτισμένον νουν των εναντίον της Σωσάννης, δια να την καταδικάσουν εις θάνατον. Αυτοί λοιπόν είπαν ενώπιον όλου του λαού·
Σωσ. Α,29 “Στείλατε άνθρωπον και φέρετε εδώ την Σωσάνναν, την θυγατέρα του Χελκίου, η οποία είναι σύζυγος του Ιωακείμ”. Εκείνοι απέστειλαν προς τούτο ανθρώπους.
Σωσ. Α,30 Η Σωσάννα ήλθε. Μαζή δέ με αυτήν ήλθαν οι γονείς της, τα τέκνα της και όλοι οι συγγενείς της.
Σωσ. Α,31 Η Σωσάννα ήτο τρυφερώτατον και ωραιότατον πλάσμα.
Σωσ. Α,32 Επειδή δε η Σωσσάνα ήτο σκεπασμένη, οι παράνομοι εκείνοι πρεσβύτεροι δικασταί της διέταξαν να αφαιρέσουν την καλύπτραν της, δια να ίδουν πάλιν εμπαθώς και χορτάσουν βλέποντες το κάλλος της.
Σωσ. Α,33 Οι συγγενείς της και όλοι εκείνοι, οι οποίοι την είχαν γνωρίσει, έκλαιαν.
Σωσ. Α,34 Εσηκώθησαν τότε οι δύο πρεσβύτεροι εν μέσω του συγκεντρωθέντος πλήθους και έθεσαν τα χέρια των επάνω εις την κεφαλήν της Σωσάννης.
Σωσ. Α,35 Εκείνη κλαίουσα ύψωσε τα βλέμματά της στον ουρανόν, διότι η καρδία της είχεν απόλυτον πεποίθησιν στον Κυριον.
Σωσ. Α,36 Οι δύο πρεσβύτεροι είπαν· “την ώραν, κατά την οποίαν ημείς περιπατούσαμεν μόνοι στον κήπον, εισήλθεν αυτή μαζή με δύο υπηρετρίας και έκλεισε τας θύρας του κήπου, έδιωξε δε τας υπηρετρίας της.
Σωσ. Α,37 Τοτε ήλθε προς αυτήν ένας νεαρός ανήρ, ο οποίος ήτο κάπου εκεί κρυμμένος, και έπεσε μαζί μέ αυτήν δια την αμαρτίαν.
Σωσ. Α,38 Ημείς ευρισκόμενοι εις κάποιαν γωνίαν του κήπου, ειδαμεν με τα μάτια μας την παρανομίαν αυτήν και ετρέξαμεν προς αυτούς. Τους είδαμεν να αμαρτάνουν.
Σωσ. Α,39 Εκείνον, βεβαίως, τον νεαρόν άνδρα δεν ημπορέσαμεν να τον συλλάβωμεν, διότι ήτο ισχυρότερος από ημάς. Ηνοιξε την θύραν και επήδησε έξω από τον κήπον.
Σωσ. Α,40 Συνελάβομεν όμως αυτήν και την ερωτούσαμεν· Ποιός ήτο ο νεαρός εκείνος ανήρ;
Σωσ. Α,41 Αυτή δεν ηθέλησε να μας τον φανερώση. Αυτάς τας μαρτυρίας καταθέτομεν”. Ολος ο συγκεντρωμένος εκεί λαός επίστευσεν εις την καταμαρτυρίαν εκείνων, διότι ήσαν μεγαλύτεροι κατά την ηλικίαν και δικασταί ως προς το αξίωμα. Ολοι κατεδίκασαν την Σωσάνναν εις θάνατον.
Σωσ. Α,42 Η Σωσάννά έκραξε τότε με μεγάλην φωνήν προς τον Θεόν και είπε· “Συ ο αιώνιος Θεός, ο οποίος γνωρίζεις τα κρυπτά των ανθρώπων, γνωρίζεις τα πάντα και πριν ακόμη γίνουν,
Σωσ. Α,43 συ γνωρίζεις πολύ καλά, ότι ψεύδη είναι όλα όσα κατέθεσαν αυτοί εναντίον μου. Ιδού, εξ αιτίας της ψευδολογίας των κατεδικάσθην εις θάνατον. Πεθαίνω χωρίς να έχω πράξει τίποτε από εκείνα, τα οποία αυτοί εν τη πονηρία των εμηχανορράφησαν εναντίον μου”.
Σωσ. Α,44 Ο Κυριος ήκουσε την φωνήν της προσευχής της.
Σωσ. Α,45 Και ιδού, ενώ εκείνη ωδηγείτο εις θανατικήν εκτέλεσιν, ο Θεός διήγειρε και εφώτισε την αγίαν ψυχήν ενός νεαρού παιδαρίου, που ωνομάζετο Δανιήλ.
Σωσ. Α,46 Αυτός με μεγάλην φωνήν εφώναξε και είπε· “αθώος είμαι εγώ από την ευθύνην του αδίκου αυτού αίματος, που πρόκειται να χυθή”.
Σωσ. Α,47 Ολος ο λαός εστράφη προς τον Δανιήλ και του είπαν· “τι σημαίνει αυτός ο λόγος, τον οποίον είπες;”
Σωσ. Α,48 Ο Δανιήλ εστάθη ανάμεσα από αυτούς και είπε· “τόσον μωροί είσθε σεις, οι Ισραηλίται; Χωρίς να ερευνήσετε την υπόθεσιν, χωρίς τίποτε το σαφές και συγκεκριμένον να γνωρίζετε, κατεδικάσατε την θυγατέρα αυτήν του Ισραήλ εις θάνατον;
Σωσ. Α,49 Επιστρέψατε στο δικαστήριον, διότι αυτοί οι πρεσβύτεροι κατέθεσαν ψευδείς μαρτυρίας εναντίον της”.
Σωσ. Α,50 Ολος ο λαός επέστρεψε βιαστικά στο δικαστήριον. Οι πρεσβύτεροι με προφανή ειρωνείαν είπαν στον Δανιήλ· “ελά, λοιπόν, κάθισε ανάμεσά μας και ειπέ την γνώμην σου, διότι φαίνεται ότι έδωσεν ο Θεός εις σε το δικαίωμα του πρεσβυτέρου, να κρίνης και να δικάζης”!
Σωσ. Α,51 Ο Δανιήλ είπε προς τον λαόν· “χωρίσατε τον ένα μακρυά από τον άλλον και εγώ θα τους εξετάσω ιδιαιτέρως”.
Σωσ. Α,52 Οταν εχώρισαν τον ένα από τον άλλον, εκάλεσε τον πρώτον από τους δύο ο Δανιήλ και είπε προς αυτόν·
Σωσ. Α,53 “εξέδιδες αδίκους αποφάσεις, δια των οποίων τους μεν αθώους κατεδίκαζες, τους δε ενόχους ηθώωνες και απέλυες, μολονότι ο Κυριος έλεγε· Δεν θα καταδικάσης και δεν θα παραδώσης εις θάνατον αθώον και δίκαιον άνθρωπον.
Σωσ. Α,54 Εάν, λοιπόν, πράγματι είδες την γυναίκα αυτήν να αμαρτάνη, ειπέ μας τώρα, κάτω από ποιό δένδρον είδες αυτήν και τον νεαρόν να διαπράττουν αμαρτίαν;” Ο γέρων εκείνος απήντησε· “κάτω από ένα σχίνον”.
Σωσ. Α,55 Ο Δανιήλ του απήντησε· “ολοφάνερα και αναισχύντως ψεύδεσαι εις βάρος όμως του κεφαλιού σου, εις βάρος της ζωής σου. Διότι ο άγγελος του Θεού έλαβε πλέον εντολήν παρά του Θεού να σε σχίση στο μέσον”.
Σωσ. Α,56 Αφού απεμάκρυνεν αυτόν, διέταξε να παρουσιασθή ενώπιόν του ο άλλος πρεσβύτερος και ηρώτησεν αυτόν· “πονηρέ απόγονε του αμαρτωλού Χαναάν και οχι του Ιούδα, σε εξηπάτησε το κάλλος και διέστρεψε την καρδίαν σου η πονηρά επιθυμία.
Σωσ. Α,57 Τέτοιες παρανομίες διεπράττετε με τας θυγατέρας του Ισραήλ, επειδή δε εκείναι σας εφοβούντο, υποχωρούσαν εις τας ανηθίκους προτάσεις σας και ήρχοντο εις σχέσεις μαζή σας. Αλλ' ιδού ότι μία θυγάτηρ της φυλής του Ιούδα δεν ηνέχθη την παρανομίαν σας.
Σωσ. Α,58 Τωρα, λοιπόν, ειπέ μου· κάτω από ποιό δένδρον συνέλαβες αυτούς να αμαρτάνουν;” Εκείνος είπε· “κάτω από ένα πρινάρι”.
Σωσ. Α,59 Ο Δανιήλ του απήντησε· “ολοφάνερα και αναισχύντως ψεύδεσαι και συ εις βάρος του κεφαλιού σου, εις βάρος της ζωής σου. Διότι ο άγγελος του Θεού με την ρομφαίαν στο χέρι περιμένει την στιγμήν να σε πριονίση στο μέσον και να εξολοθρεύση και τους δυο σας”.
Σωσ. Α,60 Τοτε όλος ο λαός ο συγκεντρωμένος εκραάγασε με φωνήν μεγάλην και εδόξασαν τον Θεόν, ο οποίος σώζει τους αθώους ανθρώπους που στηρίζουν εις αυτόν τας ελπίδας των.
Σωσ. Α,61 Εξηγέρθησαν δε εναντίον των δυο εκείνων πρεσβυτέρων, διότι ο Δανιήλ τους απέδειξεν από τας ιδίας αυτών μαρτυρίας ότι εψευδομαρτύρηοαν, επέβαλαν ομοφώνως εις αυτούς την ποινήν, την οποίαν εκείνοι εν τη πονηρία των ήθελαν να επιβάλουν εις την πλησίον των, την Σωσάνναν.
Σωσ. Α,62 Δια να εκπληρωθή δε ο νόμος του Μωϋσέως, που διατάσσει να επιβάλλεται στον ψευδομάρτυρα η ποινή που θα επεβάλλετο στον αδίκως κατασυκοφαντούμενον, τους εφόνευσαν. Και έτσι διεσώθη από βέβαιον θάνατον κατά την ημέραν εκείνην μία αθώα ύπαρξις.
Σωσ. Α,63 Ο Χελκίας και η σύζυγος του εδόξασαν τον Θεόν δια την σωτηρίαν της θυγατρός των, μαζή με τον Ιωακείμ, τον σύζυγόν της Σωσάννης, και με όλους τους συγγενείς των. Διότι δεν ευρέθη καμμία πονηρά πράξις, καμμία ενοχή εις αυτήν.
Σωσ. Α,64 Ο δε Δανιήλ από την ημέραν εκείνην και έπειτα ανεδείχθη μέγας ενώπιον του ιουδαϊκού λαού.
Μνήμη τῆς δικαίας Σωσάννης.
Kανὼν πρόκειται σωφρονούσαις ἐν βίῳ,
Ὁ τῆς Σωσάννης σωφρονέστατος βίος.
Την εποχή της αιχμαλωσίας της Βαβυλώνας, οι Εβραίοι που ζούσαν μακριά απ την πατρίδα τους κρατούσαν όσο μπορούσαν τις παραδόσεις τους και τιμούσαν το Θεό τους. Κάποιοι όμως απ'αυτούς παραβίασαν τον ηθικό νόμο και επιδόθηκαν στις απολαύσεις της σάρκας. Εκείνη την περίοδο στη Βαβυλώνα ζούσε ο Ιωακείμ με την πανέμορφη γυναίκα του τη Σωσάννα. Η Σωσάννα, κόρη του Ελκίου, μεγάλωσε σε μια οικογένεια που τιμούσε την πίστη και την παράδοση. Ο Ιωακείμ ήταν πολύ πλούσιος αλλά συγχρόνως και απόλυτα δίκαιος άνθρωπος, γι'αυτό και είχε μεγάλο κύρος ανάμεσα στους συμπολίτες του. Δίπλα στο σπίτι τους είχε αγοράσει ένα μεγάλο περιβόλι που ήταν αληθινός παράδεισος. Εκεί δίκαζαν οι Κριτές τις διαφορές που προέκυπταν ανάμεσα στους κατοίκους. Στον πανέμορφο αυτό κήπο περνούσε όμως και πολλές ώρες η Σωσάννα.
Κάποια χρονιά Κριτές ήταν δυο γέροντες, τα ονόματα των οποίων δεν μας τα δίνει η Βίβλος. Ήταν δυο άνθρωποι μορφωμένοι αλλά όχι και τόσο ηθικοί. Οι δυο γέροντες γοητεύτηκαν από τα κάλλη της πανέμορφης Σωσάννας που έβλεπαν κάθε μέρα να κάνει τον περίπατό της στον κήπο και βάλθηκαν να την κατακτήσουν. Ο καθένας φυσικά για τον εαυτό του. Ένα μεσημέρι έφυγαν για φαγητό ο καθένας στο σπίτι του. Σκοπός τους ήταν ο καθένας να γυρίσει, αφού ο άλλος θα έλειπε και να εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι η Σωσάννα ήταν μόνη της. Για κακή τους τύχη όμως έκαναν την ίδια σκέψη και οι δύο με αποτέλεσμα να πέσουν ο ένας πάνω στον άλλο. Έτσι αποκάλυψαν τις προθέσεις τους για το κοινό αντικείμενο του πόθου τους και αποφάσισαν να συμμαχήσουν. Άρχισαν λοιπόν να κρύβονται προκειμένου να πετύχουν την πιο κατάλληλη στιγμή για να την ξεμοναχιάσουν.
Η επίθεση των Γερόντων.
Ένα μεσημέρι η Σωσάννα διαπιστώνοντας ότι ήταν μόνη της στον κήπο αποφάσισε να κάνει ένα μπάνιο στο καθαρό νερό του συντριβανιού. Είπε στις δούλες να της φέρουν λάδι για να αλείψει το σώμα της και να κλείσουν καλά τις πόρτες, ώστε να μην μπει κανένας. Αγνοούσε βέβαια την υπάρξη των δύο γερόντων που παρακολουθούσαν κρυμμένοι.
Οι δούλες αφού έκαναν ότι τους είπε η Σωσάννα έφυγαν για να κάνει το μπάνιο της. Τότε οι δυο γέροντες τρελάθηκαν στη θέα του γυμνού κορμιού της και όρμηξαν. Την απείλησαν ότι αν δεν δεχόταν τις προτάσεις τους θα την κατήγγειλαν ότι τη συνέλαβαν στον κήπο ημίγυμνη να ερωτοτροπεί με άγνωστο νεαρό. Σύμφωνα με το Μωσαϊκό Νόμο η μοιχεία τιμωρείται με λιθοβολισμό. Η Σωσάννα έβγαλε μια κραυγή αγωνίας και φόβου γιατί ήταν χαμένη. Είτε θα έπεφτε στα χέρια τους είτε θα την παρουσίαζαν ως άτιμη.
Η σκευωρία στήνεται.
Μόλις άκουσαν τη φωνή οι γέροντες φοβήθηκαν ότι θα μαζευτούν οι υπηρέτες, οπότε θα έπρεπε να δικαιολογήσουν πολλά. Έτσι για να γλυτώσουν άρχισαν και φώναζαν κι εκείνοι, ώστε να πείσουν ότι ο παράνομος εραστής έφυγε τρέχοντας και εκείνοι έπιασαν επ'αυτοφώρω τη Σωσάννα. Τότε οι άνθρωποι του σπιτιού έτρεξαν στον κήπο να δουν γιατί φωνάζει η κυρία τους και οι γέροντες.
Όλοι ντράπηκαν με όσα άκουσαν για τη Σωσάννα που ποτέ δεν είχε δώσει δείγματα ανήθικης συμπεριφοράς. Οι κάτοικοι μαζί με τον σύζυγό της και φυσικά με παρόντες τους συκοφάντες συγκεντρώθηκαν σ’ένα άτυπο δικαστήριο για να τιμωρήσουν τη μοιχαλίδα.
Η σκευωρία καταρρέει.
Ανάμεσα στο πλήθος που την καταδίκασε ήταν και ένας νεαρός ο Δανιήλ που γύριζε εκείνη την ώρα από βασιλική αποστολή. Ήταν ένας νέος μορφωμένος που οι κάτοικοι εκτιμούσαν. Πήρε τότε την πρωτοβουλία να κάνει την ανάκριση και αν όντως ίσχυαν οι κατηγορίες να τη λιθοβολήσουν. Εκείνος τότε ρώτησε τους δυο γέροντες κάτω από ποιο δέντρο έπιασαν τη Σωσάννα να ερωτοτροπεί με τον δήθεν εραστή της. Οι γέροντες έπεσαν σε αντιφάσεις γιατί είπαν διαφορετικό δέντρο. Έτσι όλος ο κόσμος κατάλαβε τη σκευωρία και αποκαλύφθηκε η αθωότητα της Σωσάννας, ενώ οι δυο συκοφάντες τιμωρήθηκαν όπως τους άξιζε. Ο νεαρός χάρη στον οποίο αποκαλύφθηκε η αλήθεια ήταν ο μελλοντικός προφήτης Δανιήλ.
Σωσ. Α,1 Υπήρχεν ένας ανήρ, κάτοικος της Βαβυλώνος, ο οποίος ωνομάζετο Ιωακείμ.
Σωσ. Α,2 Αυτός επήρεν ως σύζυγον του μίαν γυναίκα, η οποία ωνομάζετο Σωσάννα και ήτο θυγάτηρ του Χελκίου. Αυτή ήτο ωραιοτάτη και πολύ ευσεβής ενώπιον του Κυρίου.
Σωσ. Α,3 Αλλά και οι γονείς της επίσης ήσαν ευσεβείς και ενάρετοι. Εδίδαξαν δε και εμόρφωσαν την θυγατέρα αυτών σύμφωνα με τον νόμον του Μωϋσέως.
Σωσ. Α,4 Ο Ιωακείμ ήτο πολύ πλούσιος, είχε δε πλησίον της οικίας του ένα ωραίον δενδροφυτευμένον κήπον. Εις τον οίκον του Ιωακείμ προσήρχοντο τακτικά οι Ιουδαίοι, διότι αυτός ήτο ο επισημότερος μεταξύ όλων των εκεί εγκατεστημένων Ιουδαίων.
Σωσ. Α,5 Κατά το έτος εκείνο ανεδείχθησαν ως δικασταί του λαού δύο κατά την ηλικίαν πρεσβύτεροι Ιουδαίοι. Δια κάτι τέτοιους τύπους είχεν είπει κάπου ο Κυριος· η παρανομία εβγήκεν από την Βαβυλώνα, από γέροντας δικαστάς οι οποίοι εθεωρούντο και ενεφανίζοντο ως κυβερνήται του λαού.
Σωσ. Α,6 Αυτοί προσήρχοντο συχνότερον και έμενον επί μακρότερον χρόνον εις την οικίαν του Ιωακείμ. Προς αυτούς δε προσήρχοντο και όλοι οι Ιουδαίοι, όσοι είχαν μεταξύ των διαφοράς.
Σωσ. Α,7 Κατά την μεσημβρίαν, όταν οι επισκέπται απήρχοντο, η Σωσάννα έκαμνε τον περίπατόν της στον κήπον του ανδρός της.
Σωσ. Α,8 Οι δύο αυτοί προχωρημένης ηλικίας δικασταί την περιειργάζοντο κάθε ημέραν, όταν αυτή εισήρχετο στον κήπον και περιπατούσε. Εκυριεύθησαν δε από πονηράν σαρκικήν επιθυμίαν δι' αυτήν.
Σωσ. Α,9 Ο νους των διεστράφη και εσκοτίσθη και δεν ηθέλησαν να ανυψώσουν τα βλέμματά των προς τον ουρανόν, προς τον δίκαιον και παντεπόπτην Θεόν, ούτε και να ενθυμηθούν τας δικαίας εντολάς και κρίσστου Θεού.
Σωσ. Α,10 Είχαν και οι δύο πληγωθή από το σαρκικόν πάθος των προς αυτήν. Δεν ανεκοίνωσαν δε ο ενας προς τον άλλον τον εσωτερικόν των πόνον από την σφοδρότητα του σαρκικού πάθους,
Σωσ. Α,11 διότι εντρεποντο να καταστήση ο ενας προς τον άλλον γνωστήν την επιθυμίαν των, ότι δηλαδή είχαν πόθον να έλθουν εις σαρκικήν ένωσιν με εκείνην.
Σωσ. Α,12 Με επιμονήν δε εξεμεταλλεύοντο κάθε ευκαιρίαν, δια να την παρακολουθούν και να την βλέπουν κάθε ημέραν.
Σωσ. Α,13 Καποιαν μεσημβρίαν, όταν όλοι είχαν αποχωρήσει, είπεν ο ενας στον άλλον· “ας πάμε πλέον στο σπίτι μας, διότι τώρα είναι ώρα του γεύματος”. Εβγήκαν από τον κήπον και εχωρίσθησαν ο ενας από τον άλλον.
Σωσ. Α,14 Ομως ο καθένας ιδιαιτέρως επέστρεψεν στον κήπον του Ιωακείμ, συνηντήθησαν, χωρίς να το θέλουν, και ηρώτησαν ο ένας τον άλλον την αιτίαν, δια την οποίαν επέστρεψαν. Ωμολόγησαν και οι δύο την επιθυμίαν των. Τοτε συνεφώνησαν μεταξύ των και ώρισαν καιρόν, κατά τον οποίον θα ημπορούσαν να εύρουν αυτήν μόνην.
Σωσ. Α,15 Συνέβη δέ, ενώ αυτοί επερίμεναν να εύρουν την κατάλληλον ημέραν, η Σωσάννα, όπως εσυνήθιζε και κατά τας άλλας ημέρας, εισήλθεν στον κήπον, συνοδευομένη από δύο μόνον μικράς υπηρετρίας χωρίς κανένα άλλον, δια να λουσθή στον κήπον, διότι έκαμνε ζέστη.
Σωσ. Α,16 Εκεί δεν υπήρχε κανένας άλλος πλην των δύο πρεσβυτέρων, οι οποίοι ήσαν κρυμμένοι και παρατηρούσαν εμπαθώς την Σωσάνναν.
Σωσ. Α,17 Η Σωσάννα είπεν εις τας δύο υπηρετρίας της· “φέρετέ μου αρωματικόν έλαιον και τα άλλα ειδκ καθαριότητος, και κλείσατε τας θύρας του κήπου, δια να λουσθώ”.
Σωσ. Α,18 Αι κορασίδες εκείναι έκαμαν όπως είπεν εις αυτάς η Σωσάννα. Επειτα εβγήκαν από τας πλαγίας θύρας του κήπου, δια να φέρουν εκείνα που η κυρία των τας είχε διατάξει. Δεν είδαν δε τους πρεσβυτέρους, διότι εκείνοι ήσαν κρυμμένοι.
Σωσ. Α,19 Οταν, λοιπόν, εξήλθαν τα δύο κοράσια, εσηκώθησαν οι δύο αυτοί πρεσβύτεροι και έτρεξαν προς την Σωσάνναν
Σωσ. Α,20 και είπαν· “ιδού αι θύραι του κήπου είναι κλεισταί και κανείς δεν μας βλέπει. Επιθυμούμεν να ενωθούμε σαρκικώς μαζή σου. Λοιπόν, χωρίς καμμίαν αντίστασιν, ενώσου μαζί μας.
Σωσ. Α,21 Εαν τυχόν και δεν υποχωρήσης εις την πρότασίν μας, θα καταθέσωμεν μαρτυρίαν εναντίον σου, ότι κάποιος νέος ήτο μαζή σου και δι' αυτόν τον λόγον απεμάκρυνες από κοντά σου τα δύο κοράσια”.
Σωσ. Α,22 Η Σωσσάνα ανεστέναξε και είπε· “από παντού υπάρχει στενοχωρία.
Ευρίσκομαι εις αδιέξοδον, διότι εάν υποχωρήσω και πράξω αυτό, που μου προτείνετε, με περιμένει ο θάνατος που προκαλεί η αμαρτία. Εάν αρνηθώ να πράξω το πονηρόν, δεν θα γλυτώσω από τα χέρια σας.
Σωσ. Α,23 Ομως είναι προτιμότερον δι' εμέ να μη αμαρτήσω και να πέσω εις τα χέρια σας, παρά να αμαρτήσω ενώπιον του Κυρίου”.
Σωσ. Α,24 Αμέσως η Σωσάννα εφώναξε με μεγάλην κραυγήν. Εφώναξαν ταυτοχρόνως και οι δύο πρεσβύτεροι, που ευρίσκοντο πλησίον της.
Σωσ. Α,25 Ο Ενας από αυτούς έτρεξε και ήνοιξε τας θύρας, του κήπου.
Σωσ. Α,26 Οταν δε οι υπηρέται της οικίας του Ιωακείμ ήκουσαν τας στον κήπον κραυγάς, εισώρμησαν από την πλαγίαν θύραν του κήπου, δια να ίδουν τι είχε συμβή εις την Σωσάνναν.
Σωσ. Α,27 Οταν οι δύο εκείνοι πρεσβύτεροι είπαν τας ψευδολογίας των εναντίον της Σωσάννης, κατεντροπιάσθησαν οι υπηρέται, διότι ποτέ άλλοτε δεν είχε λεχθή τέτοιος πονηρός λόγος δια την Σωσάνναν.
Σωσ. Α,28 Κατά την επομένην ημέραν ο λαός των Ιουδαίων συνεκεντρώθη εις την οικίαν του ανδρός της Σωσάννης, του Ιωακείμ. Εκεί προσήλθον και οι δύο πρεσβύτεροι έχοντες στερεάν την απόφασιν της παρανομίας στον εσκοτισμένον νουν των εναντίον της Σωσάννης, δια να την καταδικάσουν εις θάνατον. Αυτοί λοιπόν είπαν ενώπιον όλου του λαού·
Σωσ. Α,29 “Στείλατε άνθρωπον και φέρετε εδώ την Σωσάνναν, την θυγατέρα του Χελκίου, η οποία είναι σύζυγος του Ιωακείμ”. Εκείνοι απέστειλαν προς τούτο ανθρώπους.
Σωσ. Α,30 Η Σωσάννα ήλθε. Μαζή δέ με αυτήν ήλθαν οι γονείς της, τα τέκνα της και όλοι οι συγγενείς της.
Σωσ. Α,31 Η Σωσάννα ήτο τρυφερώτατον και ωραιότατον πλάσμα.
Σωσ. Α,32 Επειδή δε η Σωσσάνα ήτο σκεπασμένη, οι παράνομοι εκείνοι πρεσβύτεροι δικασταί της διέταξαν να αφαιρέσουν την καλύπτραν της, δια να ίδουν πάλιν εμπαθώς και χορτάσουν βλέποντες το κάλλος της.
Σωσ. Α,33 Οι συγγενείς της και όλοι εκείνοι, οι οποίοι την είχαν γνωρίσει, έκλαιαν.
Σωσ. Α,34 Εσηκώθησαν τότε οι δύο πρεσβύτεροι εν μέσω του συγκεντρωθέντος πλήθους και έθεσαν τα χέρια των επάνω εις την κεφαλήν της Σωσάννης.
Σωσ. Α,35 Εκείνη κλαίουσα ύψωσε τα βλέμματά της στον ουρανόν, διότι η καρδία της είχεν απόλυτον πεποίθησιν στον Κυριον.
Σωσ. Α,36 Οι δύο πρεσβύτεροι είπαν· “την ώραν, κατά την οποίαν ημείς περιπατούσαμεν μόνοι στον κήπον, εισήλθεν αυτή μαζή με δύο υπηρετρίας και έκλεισε τας θύρας του κήπου, έδιωξε δε τας υπηρετρίας της.
Σωσ. Α,37 Τοτε ήλθε προς αυτήν ένας νεαρός ανήρ, ο οποίος ήτο κάπου εκεί κρυμμένος, και έπεσε μαζί μέ αυτήν δια την αμαρτίαν.
Σωσ. Α,38 Ημείς ευρισκόμενοι εις κάποιαν γωνίαν του κήπου, ειδαμεν με τα μάτια μας την παρανομίαν αυτήν και ετρέξαμεν προς αυτούς. Τους είδαμεν να αμαρτάνουν.
Σωσ. Α,39 Εκείνον, βεβαίως, τον νεαρόν άνδρα δεν ημπορέσαμεν να τον συλλάβωμεν, διότι ήτο ισχυρότερος από ημάς. Ηνοιξε την θύραν και επήδησε έξω από τον κήπον.
Σωσ. Α,40 Συνελάβομεν όμως αυτήν και την ερωτούσαμεν· Ποιός ήτο ο νεαρός εκείνος ανήρ;
Σωσ. Α,41 Αυτή δεν ηθέλησε να μας τον φανερώση. Αυτάς τας μαρτυρίας καταθέτομεν”. Ολος ο συγκεντρωμένος εκεί λαός επίστευσεν εις την καταμαρτυρίαν εκείνων, διότι ήσαν μεγαλύτεροι κατά την ηλικίαν και δικασταί ως προς το αξίωμα. Ολοι κατεδίκασαν την Σωσάνναν εις θάνατον.
Σωσ. Α,42 Η Σωσάννά έκραξε τότε με μεγάλην φωνήν προς τον Θεόν και είπε· “Συ ο αιώνιος Θεός, ο οποίος γνωρίζεις τα κρυπτά των ανθρώπων, γνωρίζεις τα πάντα και πριν ακόμη γίνουν,
Σωσ. Α,43 συ γνωρίζεις πολύ καλά, ότι ψεύδη είναι όλα όσα κατέθεσαν αυτοί εναντίον μου. Ιδού, εξ αιτίας της ψευδολογίας των κατεδικάσθην εις θάνατον. Πεθαίνω χωρίς να έχω πράξει τίποτε από εκείνα, τα οποία αυτοί εν τη πονηρία των εμηχανορράφησαν εναντίον μου”.
Σωσ. Α,44 Ο Κυριος ήκουσε την φωνήν της προσευχής της.
Σωσ. Α,45 Και ιδού, ενώ εκείνη ωδηγείτο εις θανατικήν εκτέλεσιν, ο Θεός διήγειρε και εφώτισε την αγίαν ψυχήν ενός νεαρού παιδαρίου, που ωνομάζετο Δανιήλ.
Σωσ. Α,46 Αυτός με μεγάλην φωνήν εφώναξε και είπε· “αθώος είμαι εγώ από την ευθύνην του αδίκου αυτού αίματος, που πρόκειται να χυθή”.
Σωσ. Α,47 Ολος ο λαός εστράφη προς τον Δανιήλ και του είπαν· “τι σημαίνει αυτός ο λόγος, τον οποίον είπες;”
Σωσ. Α,48 Ο Δανιήλ εστάθη ανάμεσα από αυτούς και είπε· “τόσον μωροί είσθε σεις, οι Ισραηλίται; Χωρίς να ερευνήσετε την υπόθεσιν, χωρίς τίποτε το σαφές και συγκεκριμένον να γνωρίζετε, κατεδικάσατε την θυγατέρα αυτήν του Ισραήλ εις θάνατον;
Σωσ. Α,49 Επιστρέψατε στο δικαστήριον, διότι αυτοί οι πρεσβύτεροι κατέθεσαν ψευδείς μαρτυρίας εναντίον της”.
Σωσ. Α,50 Ολος ο λαός επέστρεψε βιαστικά στο δικαστήριον. Οι πρεσβύτεροι με προφανή ειρωνείαν είπαν στον Δανιήλ· “ελά, λοιπόν, κάθισε ανάμεσά μας και ειπέ την γνώμην σου, διότι φαίνεται ότι έδωσεν ο Θεός εις σε το δικαίωμα του πρεσβυτέρου, να κρίνης και να δικάζης”!
Σωσ. Α,51 Ο Δανιήλ είπε προς τον λαόν· “χωρίσατε τον ένα μακρυά από τον άλλον και εγώ θα τους εξετάσω ιδιαιτέρως”.
Σωσ. Α,52 Οταν εχώρισαν τον ένα από τον άλλον, εκάλεσε τον πρώτον από τους δύο ο Δανιήλ και είπε προς αυτόν·
Σωσ. Α,53 “εξέδιδες αδίκους αποφάσεις, δια των οποίων τους μεν αθώους κατεδίκαζες, τους δε ενόχους ηθώωνες και απέλυες, μολονότι ο Κυριος έλεγε· Δεν θα καταδικάσης και δεν θα παραδώσης εις θάνατον αθώον και δίκαιον άνθρωπον.
Σωσ. Α,54 Εάν, λοιπόν, πράγματι είδες την γυναίκα αυτήν να αμαρτάνη, ειπέ μας τώρα, κάτω από ποιό δένδρον είδες αυτήν και τον νεαρόν να διαπράττουν αμαρτίαν;” Ο γέρων εκείνος απήντησε· “κάτω από ένα σχίνον”.
Σωσ. Α,55 Ο Δανιήλ του απήντησε· “ολοφάνερα και αναισχύντως ψεύδεσαι εις βάρος όμως του κεφαλιού σου, εις βάρος της ζωής σου. Διότι ο άγγελος του Θεού έλαβε πλέον εντολήν παρά του Θεού να σε σχίση στο μέσον”.
Σωσ. Α,56 Αφού απεμάκρυνεν αυτόν, διέταξε να παρουσιασθή ενώπιόν του ο άλλος πρεσβύτερος και ηρώτησεν αυτόν· “πονηρέ απόγονε του αμαρτωλού Χαναάν και οχι του Ιούδα, σε εξηπάτησε το κάλλος και διέστρεψε την καρδίαν σου η πονηρά επιθυμία.
Σωσ. Α,57 Τέτοιες παρανομίες διεπράττετε με τας θυγατέρας του Ισραήλ, επειδή δε εκείναι σας εφοβούντο, υποχωρούσαν εις τας ανηθίκους προτάσεις σας και ήρχοντο εις σχέσεις μαζή σας. Αλλ' ιδού ότι μία θυγάτηρ της φυλής του Ιούδα δεν ηνέχθη την παρανομίαν σας.
Σωσ. Α,58 Τωρα, λοιπόν, ειπέ μου· κάτω από ποιό δένδρον συνέλαβες αυτούς να αμαρτάνουν;” Εκείνος είπε· “κάτω από ένα πρινάρι”.
Σωσ. Α,59 Ο Δανιήλ του απήντησε· “ολοφάνερα και αναισχύντως ψεύδεσαι και συ εις βάρος του κεφαλιού σου, εις βάρος της ζωής σου. Διότι ο άγγελος του Θεού με την ρομφαίαν στο χέρι περιμένει την στιγμήν να σε πριονίση στο μέσον και να εξολοθρεύση και τους δυο σας”.
Σωσ. Α,60 Τοτε όλος ο λαός ο συγκεντρωμένος εκραάγασε με φωνήν μεγάλην και εδόξασαν τον Θεόν, ο οποίος σώζει τους αθώους ανθρώπους που στηρίζουν εις αυτόν τας ελπίδας των.
Σωσ. Α,61 Εξηγέρθησαν δε εναντίον των δυο εκείνων πρεσβυτέρων, διότι ο Δανιήλ τους απέδειξεν από τας ιδίας αυτών μαρτυρίας ότι εψευδομαρτύρηοαν, επέβαλαν ομοφώνως εις αυτούς την ποινήν, την οποίαν εκείνοι εν τη πονηρία των ήθελαν να επιβάλουν εις την πλησίον των, την Σωσάνναν.
Σωσ. Α,62 Δια να εκπληρωθή δε ο νόμος του Μωϋσέως, που διατάσσει να επιβάλλεται στον ψευδομάρτυρα η ποινή που θα επεβάλλετο στον αδίκως κατασυκοφαντούμενον, τους εφόνευσαν. Και έτσι διεσώθη από βέβαιον θάνατον κατά την ημέραν εκείνην μία αθώα ύπαρξις.
Σωσ. Α,63 Ο Χελκίας και η σύζυγος του εδόξασαν τον Θεόν δια την σωτηρίαν της θυγατρός των, μαζή με τον Ιωακείμ, τον σύζυγόν της Σωσάννης, και με όλους τους συγγενείς των. Διότι δεν ευρέθη καμμία πονηρά πράξις, καμμία ενοχή εις αυτήν.
Σωσ. Α,64 Ο δε Δανιήλ από την ημέραν εκείνην και έπειτα ανεδείχθη μέγας ενώπιον του ιουδαϊκού λαού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου