Άγιος Ιερομάρτυς Άνθιμος, Επίσκοπος Νικομήδειας. Ημέρα Μνήμης: 3 Σεπτεμβρίου.
Τμηθεὶς κεφαλὴν Μάρτυς Ἄνθιμε ξίφει,
Καὶ νεκρὸς ἀνθεῖς εἰς Θεοῦ δόξαν τρίχας.
Ἄνθιμον ἐν τριτάτῃ ἀπέκτεινε ξίφος ὀξύ.
Ο Άγιος Άνθιμος έζησε στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. και πατρίδα του ήταν η Νικομήδεια. Από μικρός διακρίθηκε για τον ευσεβή ζήλο του προς τα θεία. Όταν ενηλικιώθηκε, η ζωή του ήταν υπόδειγμα σωφροσύνης και αγάπης. Επειδή πλούσια κατείχε το θησαυρό των θείων αληθειών, η θερμή του διδασκαλία, εμπνεόμενη από αποστολικό ζήλο, έβρισκε σχεδόν πάντα ανταπόκριση στις ψυχές των πιστών. Η πνευματική ικανότητα του Άνθιμου ώθησε τους χριστιανούς της Νικομήδειας και τον έπεισαν να γίνει Ιερέας και αργότερα επίσκοπος τους. Όταν, όμως, έγινε ο διωγμός επί Διοκλητιανού, τον κυνήγησαν και τον συνέλαβαν (302 μ.Χ.). Ο Διοκλητιανός του πρότεινε να θυσιάσει στους Θεούς για να κερδίσει τη ζωή του, αλλιώς τον περίμεναν φρικτά βασανιστήρια, και του έδειξε το όργανα που θα τον βασάνιζαν. Ο Άνθιμος είπε: «Γιατί μου τα δείχνεις; για να με φοβίσεις; Αυτά ας τα φοβούνται εκείνοι, για τους οποίους η παρούσα ζωή είναι μόνο ηδονή και τη στέρηση της θεωρούν μεγάλη απώλεια. Αλλά σε μένα, όπως και σε κάθε χριστιανό, αυτά δεν ασκούν καμιά γοητεία. Το σώμα μου είναι πρόσκαιρο και ευτελές, που μόνη αξία έχει, όταν αγιασθεί δια του Χριστού και δοθεί εις την κατά Χριστόν ζωή. Επομένως, τιμωρίες και βάσανα είναι για μένα πιο ποθητά από του να αρνηθώ το Σωτήρα μου». Τότε, αφού τον βασάνισαν φρικτά, τελικά τον αποκεφάλισαν.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς φοῖνιξ ἐξήνθισας, τὴ Ἐκκλησία Χριστοῦ, καρποὶς τοὶς τῶν λόγων σου, τῶν εὐσεβῶν τᾶς ψυχᾶς, ἐκτρέφων ἐν χάριτι ὅθεν καὶ ἐναθλήσας, Πάτερ Ἄνθιμε χαίρων, ὤφθης Ἱερομάρτυς, εὐκλεὴς τοῦ Σωτῆρος, ὦ πρέσβευε δεόμεθα, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Καὶ τρόπων μέτοχος, καὶ θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διὰ τοῦτο τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καὶ τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Ἄνθιμε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῆς ποίμνης σου θεόφρον, στερρὸς προστάτης γενόμενος, ὑπὲρ αὐτῆς ἑτοίμως τὸ σὸν αἷμα ἐξέχεας, καὶ ἀπειλὰς τῶν δυσμενῶν μὴ πτοηθείς, ἐν οὐρανοῖς νῦν ἀγάλλῃ, τῷ θρόνῳ τῆς τρισηλίου Θεότητος παριστάμενος. Δόξα τῷ ἐνισχύσαντί σε Χριστῷ· δόξα τῇ εὐψυχίᾳ σου, δόξα τῇ μαρτυρικῇ σου Ἄνθιμε καρτερότητι.
(Ποίημα Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἀνθίμου Δ').
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Φωστὴρ Νικομηδείας ἀνεδείχθης πολύφωτος, καὶ πάσης Ἐκκλησίας Πάτερ Ἄνθιμε πρόβολος· ἀθλήσας γὰρ στεῤῥῶς ὑπὲρ Χριστοῦ, πλουσίων ἠξιώθης δωρεῶν· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν ἀσματικῶς, Ἱερομάρτυς κράζοντες: Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’ . Ὁ ὑψωθεὶς.
Ἐν ἱερεῦσιν εὐσεβῶς διαπρέψας, καὶ μαρτυρίου τὴν ὁδὸν διανύσας, τὰ τῶν εἰδώλων ἔσβεσας σεβάσματα, πρόμαχος γενόμενος, τῆς σῆς ποίμνης θεόφρον, διό σε καὶ γεραίρει νῦν, μυστικῶς ἐκβοῶσα· Ἐκ τῶν κινδύνων λύτρωσαι ἡμᾶς, ταῖς σαῖς πρεσβείαις, Πατὴρ ἡμῶν Ἄνθιμε.
Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Τὸ αἷμά σου σοφέ, μυστικῶς ἀνεβόα, ἐκ γῆς πρὸς τὸν Θεόν, ὡς τοῦ Ἄβελ θεόφρον· σαφῶς γὰρ ἐκήρυξας, τὴν Τριάδα τὴν ἄκτιστον· ὅθεν Ἄνθιμε, ποιμαντικῶς διαπρέψας, ἀπεδίωξας, τοὺς τῶν αἱρέσεων θῆρας, ὡς φύλαξ τῆς πίστεως.
Ὁ Οἶκος
Ἐνθεὶς μοι γνῶσιν θεϊκήν, τὸν ζόφον τῆς ἀγνοίας, ἐκ τῆς ἐμῆς καρδίας, ἀπέλασον εὐχαῖς σου, ὅπως ὑμνήσω σου πιστῶς τὴν ἁγίαν μνήμην, ἐν ᾗ Ἀγγέλων χοροί, μετὰ Μαρτύρων σήμερον εὐφραίνονται ἐνθέως· καὶ ἄνθρωποι, ὕμνοις ἐγκωμίων τὴν σὴν κάραν, ὥσπερ ἄνθη συμπλέξαντες, στέφουσιν ἀξίως, αἰτοῦντες παρὰ σοῦ λαβεῖν, τῶν πταισμάτων ἀποχήν, καὶ τῶν κακῶν τοῦ βίου λύσιν, καὶ ἐχθρῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ῥυσθῆναι, ταῖς σαῖς πρεσβείαις, Πατὴρ ἡμῶν Ἄνθιμε.
Μεγαλυνάριον
Τὸν ἐν ἰερεῦσιν ἱερουργόν, μύστην τοῦ Δεσπότου, καὶ ἐν μάρτυσι θαυμαστόν, Ἱερομαρτύρων, τὸ κλέος εὐφημοῦμεν· Ἄνθιμε Ἱεράρχα, θεομακάριστε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἔχει δὲ τὸ πνεῦμά σου Οὐρανός, καὶ ἡμεῖς πλουτοῦμεν, τὴν εἰκόνα σου φέροντες, ἥν μετ’ εὐλαβείας καὶ πόθου ἀνεικάστου, τιμῶντες προσκυνοῦμεν, καὶ ἀσπαζόμεθα.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Φύλαττε τρισμάκαρ ταῖς σαῖς εὐχαῖς, πάντας τοὺς τιμῶντας, τὴν πανίερον μνήμην σου, καὶ τοὺς σοὺς ἀγῶνας, καὶ ῥῦσαι αἰωνίως, παντοίας καταδίκης, Ἄνθιμε ἔνδοξε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις τοῦ Σωτῆρος μυσταγωγέ, τῶν Ἀρχιερέων, ὐποτύπωσις καὶ κανών· χαίροις τῶν Μαρτύρων, σύναθλος καὶ ἀλείπτης, Ἄνθιμε Ἱεράρχα, ἡμῶν ἀντίληψις.
Τμηθεὶς κεφαλὴν Μάρτυς Ἄνθιμε ξίφει,
Καὶ νεκρὸς ἀνθεῖς εἰς Θεοῦ δόξαν τρίχας.
Ἄνθιμον ἐν τριτάτῃ ἀπέκτεινε ξίφος ὀξύ.
Ο Άγιος Άνθιμος έζησε στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. και πατρίδα του ήταν η Νικομήδεια. Από μικρός διακρίθηκε για τον ευσεβή ζήλο του προς τα θεία. Όταν ενηλικιώθηκε, η ζωή του ήταν υπόδειγμα σωφροσύνης και αγάπης. Επειδή πλούσια κατείχε το θησαυρό των θείων αληθειών, η θερμή του διδασκαλία, εμπνεόμενη από αποστολικό ζήλο, έβρισκε σχεδόν πάντα ανταπόκριση στις ψυχές των πιστών. Η πνευματική ικανότητα του Άνθιμου ώθησε τους χριστιανούς της Νικομήδειας και τον έπεισαν να γίνει Ιερέας και αργότερα επίσκοπος τους. Όταν, όμως, έγινε ο διωγμός επί Διοκλητιανού, τον κυνήγησαν και τον συνέλαβαν (302 μ.Χ.). Ο Διοκλητιανός του πρότεινε να θυσιάσει στους Θεούς για να κερδίσει τη ζωή του, αλλιώς τον περίμεναν φρικτά βασανιστήρια, και του έδειξε το όργανα που θα τον βασάνιζαν. Ο Άνθιμος είπε: «Γιατί μου τα δείχνεις; για να με φοβίσεις; Αυτά ας τα φοβούνται εκείνοι, για τους οποίους η παρούσα ζωή είναι μόνο ηδονή και τη στέρηση της θεωρούν μεγάλη απώλεια. Αλλά σε μένα, όπως και σε κάθε χριστιανό, αυτά δεν ασκούν καμιά γοητεία. Το σώμα μου είναι πρόσκαιρο και ευτελές, που μόνη αξία έχει, όταν αγιασθεί δια του Χριστού και δοθεί εις την κατά Χριστόν ζωή. Επομένως, τιμωρίες και βάσανα είναι για μένα πιο ποθητά από του να αρνηθώ το Σωτήρα μου». Τότε, αφού τον βασάνισαν φρικτά, τελικά τον αποκεφάλισαν.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς φοῖνιξ ἐξήνθισας, τὴ Ἐκκλησία Χριστοῦ, καρποὶς τοὶς τῶν λόγων σου, τῶν εὐσεβῶν τᾶς ψυχᾶς, ἐκτρέφων ἐν χάριτι ὅθεν καὶ ἐναθλήσας, Πάτερ Ἄνθιμε χαίρων, ὤφθης Ἱερομάρτυς, εὐκλεὴς τοῦ Σωτῆρος, ὦ πρέσβευε δεόμεθα, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Καὶ τρόπων μέτοχος, καὶ θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διὰ τοῦτο τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καὶ τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Ἄνθιμε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῆς ποίμνης σου θεόφρον, στερρὸς προστάτης γενόμενος, ὑπὲρ αὐτῆς ἑτοίμως τὸ σὸν αἷμα ἐξέχεας, καὶ ἀπειλὰς τῶν δυσμενῶν μὴ πτοηθείς, ἐν οὐρανοῖς νῦν ἀγάλλῃ, τῷ θρόνῳ τῆς τρισηλίου Θεότητος παριστάμενος. Δόξα τῷ ἐνισχύσαντί σε Χριστῷ· δόξα τῇ εὐψυχίᾳ σου, δόξα τῇ μαρτυρικῇ σου Ἄνθιμε καρτερότητι.
(Ποίημα Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἀνθίμου Δ').
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Φωστὴρ Νικομηδείας ἀνεδείχθης πολύφωτος, καὶ πάσης Ἐκκλησίας Πάτερ Ἄνθιμε πρόβολος· ἀθλήσας γὰρ στεῤῥῶς ὑπὲρ Χριστοῦ, πλουσίων ἠξιώθης δωρεῶν· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν ἀσματικῶς, Ἱερομάρτυς κράζοντες: Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’ . Ὁ ὑψωθεὶς.
Ἐν ἱερεῦσιν εὐσεβῶς διαπρέψας, καὶ μαρτυρίου τὴν ὁδὸν διανύσας, τὰ τῶν εἰδώλων ἔσβεσας σεβάσματα, πρόμαχος γενόμενος, τῆς σῆς ποίμνης θεόφρον, διό σε καὶ γεραίρει νῦν, μυστικῶς ἐκβοῶσα· Ἐκ τῶν κινδύνων λύτρωσαι ἡμᾶς, ταῖς σαῖς πρεσβείαις, Πατὴρ ἡμῶν Ἄνθιμε.
Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Τὸ αἷμά σου σοφέ, μυστικῶς ἀνεβόα, ἐκ γῆς πρὸς τὸν Θεόν, ὡς τοῦ Ἄβελ θεόφρον· σαφῶς γὰρ ἐκήρυξας, τὴν Τριάδα τὴν ἄκτιστον· ὅθεν Ἄνθιμε, ποιμαντικῶς διαπρέψας, ἀπεδίωξας, τοὺς τῶν αἱρέσεων θῆρας, ὡς φύλαξ τῆς πίστεως.
Ὁ Οἶκος
Ἐνθεὶς μοι γνῶσιν θεϊκήν, τὸν ζόφον τῆς ἀγνοίας, ἐκ τῆς ἐμῆς καρδίας, ἀπέλασον εὐχαῖς σου, ὅπως ὑμνήσω σου πιστῶς τὴν ἁγίαν μνήμην, ἐν ᾗ Ἀγγέλων χοροί, μετὰ Μαρτύρων σήμερον εὐφραίνονται ἐνθέως· καὶ ἄνθρωποι, ὕμνοις ἐγκωμίων τὴν σὴν κάραν, ὥσπερ ἄνθη συμπλέξαντες, στέφουσιν ἀξίως, αἰτοῦντες παρὰ σοῦ λαβεῖν, τῶν πταισμάτων ἀποχήν, καὶ τῶν κακῶν τοῦ βίου λύσιν, καὶ ἐχθρῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ῥυσθῆναι, ταῖς σαῖς πρεσβείαις, Πατὴρ ἡμῶν Ἄνθιμε.
Μεγαλυνάριον
Τὸν ἐν ἰερεῦσιν ἱερουργόν, μύστην τοῦ Δεσπότου, καὶ ἐν μάρτυσι θαυμαστόν, Ἱερομαρτύρων, τὸ κλέος εὐφημοῦμεν· Ἄνθιμε Ἱεράρχα, θεομακάριστε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἔχει δὲ τὸ πνεῦμά σου Οὐρανός, καὶ ἡμεῖς πλουτοῦμεν, τὴν εἰκόνα σου φέροντες, ἥν μετ’ εὐλαβείας καὶ πόθου ἀνεικάστου, τιμῶντες προσκυνοῦμεν, καὶ ἀσπαζόμεθα.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Φύλαττε τρισμάκαρ ταῖς σαῖς εὐχαῖς, πάντας τοὺς τιμῶντας, τὴν πανίερον μνήμην σου, καὶ τοὺς σοὺς ἀγῶνας, καὶ ῥῦσαι αἰωνίως, παντοίας καταδίκης, Ἄνθιμε ἔνδοξε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις τοῦ Σωτῆρος μυσταγωγέ, τῶν Ἀρχιερέων, ὐποτύπωσις καὶ κανών· χαίροις τῶν Μαρτύρων, σύναθλος καὶ ἀλείπτης, Ἄνθιμε Ἱεράρχα, ἡμῶν ἀντίληψις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου