Παρασκευή 22 Μαρτίου 2019

Δίκαιος Μελχισεδέκ, Ιερέας και Βασιλεύς της Σαλήμ. Ημέρα Μνήμης: Κυριακή των Προπατόρων.

Δίκαιος Μελχισεδέκ, Ιερέας και Βασιλεύς της Σαλήμ. Ημέρα Μνήμης: Κυριακή των Προπατόρων.


Ο Δίκαιος Μελχισεδέκ ήταν βασιλιάς της Σαλήμ και ιερέας του Κυρίου (19ος - 18ος αιώνας π.Χ.) (Γένεση 14,17-20). Καθώς ο Αβραάμ επέστρεφε μετά τη συντριβή του Χοδολλογομόρ, τον προϋπάντησαν ο βασιλιάς των Σοδόμων και ο Μελχισεδέκ, στην κοιλάδα Σαβύ. Ο Μελχισεδέκ έφερε στον Αβραάμ ψωμί και κρασί και τον ευλόγησε. Ο Αβραάμ τότε έδωσε στο Μελχισεδέκ το ένα δέκατο απ' όλα του τα λάφυρα (Γένεση 14,18-20).

Στο βιβλίο των Ψαλμών αναφέρεται η ιεροσύνη του Μελχισεδέκ (Ψαλμός 109,4).

O Μελχισεδέκ το οποίο σημαίνει "βασιλεύς δικαιοσύνης", ήταν σύγχρονος του Αβραάμ, βασιλιάς της χαναανιτικής πόλης Σαλήμ η οποία αργότερα ονομάστηκε Ιερουσαλήμ. Επειδή Σαλήμ σημαίνει "ειρήνη", ο Μελχισεδέκ ήταν και βασιλιάς ειρήνης αλλά και "Ιερεύς Θεού του Υψίστου", του αληθινού δηλαδή Θεού, τον οποίο λάτρευε και ο Αβραάμ, και αποτελούσε φωτεινή εξαίρεση μεταξύ των Χαναναίων, οι οποίοι ήταν ειδωλολάτρες. Ο Μελχισεδέκ, ένας μη εβραίος ιερέας, έχει κυρίαρχο ρόλο αφού μπροστά του, ο Αβραάμ, πρόγονος των λευιτών ιερέων, περιορίζεται σε μιά κατώτερη βαθμίδα, κάτι που "η ραβινική ερμηνεία θα προσπαθήσει να το κάνει να ξεχαστεί, ενώ η χριστιανική θα το θυμάται": παλιοί Εβραίοι σχολιαστές, για να δικαιολογήσουν την υπεροχή του Μελχισεδέκ έναντι του Αβραάμ, επινόησαν, ότι ο βασιλιάς της Σαλήμ ήταν ο Σημ, ο πρωτότοκος γιος του Νώε.

Σύμφωνα με την Προς Εβραίους επιστολή, ο Μελχισεδέκ ήταν "απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος, μήτε αρχήν ημερών μήτε ζωής τέλος έχων" (Εβρ. 7,3) και πράγματι, η Αγία Γραφή δεν κάνει λόγο για τον πατέρα, τη μητέρα, τη γέννηση, τη γενεαλογία ή το θάνατό του. Αναφέρεται χωρίς προκάτοχο και διάδοχο, ως βασιλιάς και ιερέας ορισμένος από τον Θεό, με αποτέλεσμα τα χαρακτηριστικά αυτά να σκιαγραφούν τον Ιησού και να προτυπώνουν τον Χριστό τον αιώνιο Ιερέα και Βασιλιά "κατά την τάξιν Μελχισεδέκ, «Σύ ει ιερεύς, εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ». Δηλαδή «Εσύ είσαι παντοτεινός ιερέας κατά θέση και αξίωμα Μελχισεδέκ» ή «Εσύ είσαι ιερέας για πάντα όπως ο Μελχισεδέκ» (Εβρ. 7,11) και όχι κατά την τάξη Ααρών, του ορισμένου από τον Θεό στο Σινά πρώτου αρχιερέα του Ισραήλ, ο οποίος ήταν "γνωστού βίου, καταγωγής, θανάτου και διαδοχής".

Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του την Κυριακή προ του Χριστού Γεννήσεως (Κυριακή των Προπατόρων) μεταξύ 18 και 24 Δεκεμβρίου εκάστου έτους.

ΤΙΝΟΣ ΕΝΕΚΕΝ ΕΚΛΗΘΗ Ο ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ, ΑΠΑΤΩΡ, ΑΜΗΤΩΡ, ΚΑΙ ΑΓΕΝΕΑΛΟΓΗΤΟΣ;

Εν τω καιρώ εκείνω, ην τις βασίλισσα Σαλήμ, κατά το όνομα της πόλεως· εγέννησε δε Σαλαάδ·Σαλαάδ δε εγέννησε Μελχί,  Μελχί δε έσχε γυναίκα και το όνομα αυτής Σαλήμ· έτεκε δύο υιούς, ένα καλούμενον Μελχί, και έτερον τον Μελχισεδέκ· ην δε ο ΠΑΤΗΡ ΑΥΤΩΝ ΕΛΛΗΝάσωτος, θυσίας επιτελών τοις ειδώλοις· ην δε θυσιάζων εν τω Δωδεκαθέω και λέγει Μελχί ο βασιλεύς τω αυτώ υιώ, Μελχισεδέκ, λάβε μετά σου εκ των παιδαρίων και άπελθε εις το βουκόλιον, και προσάγαγέ μοι επτά μόσχους, ίνα θύσωμεν τοις θεοίς. Απερχομένω ουν τω Μελχισεδέκ έννοια θεϊκή επήλθεν αυτώ κατά την οδόν, και ατενίσας τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν ητένιζε τω ηλίω και ενεθυμείτο περί της σελήνης και των αστέρων, και εν αυτώ γενόμενος είπεν. Είτις εποίησε τον ουρανόν, την γην και την θάλασσαν και τα άστρα, εκείνω οφείλει δοθήναι η θυσία τω κτίσαντι αυτά· έκδηλόν μοι ποιούσι τα σημεία του ουρανού, ότι ο Κτίστης επάνω αυτών επαναπαύεται, άφθαρτος, αθάνατος, μόνος υπάρχων εν ουρανώ και επί γης, επιστάμενος βλασφημίας καρδιών. Αυτός εστιν αληθινός Θεός. Αυτώ οφείλει δοθήναι η θυσία. Απέλθω ουν προς τον πατέρα μου και συμβουλεύσω αυτώ, ίσως ακουσέταί μου. Ανέλυσε δε ο Μελχισεδέκ μηδέν αποφέρων.

Ιδών δε ο πατήρ λέγει αυτώ, πού εισίν οι μόσχοι; Ο δε Μελχισεδέκ λέγει αυτώ, μη οργίζου πάτερ βασιλεύ, αλλ’ άκουσόν μου. Ο δε είπε, τι έχεις ποιείν; Ειπέ δια τάχους.

Ο δε Μελχισεδέκ λέγει· δεύρο θυσίαν ην έχομεν δούναι, μη δώμεν αυτήν τοις θεοίς τούτοις ούτοι γαρ ου φαίνονταί μοι θεοί, αλλά μάλλον δώμεν θυσίαν τω επαναπαυομένω επάνω των ουρανών. Αυτός γαρ Θεός θεών. Ο δε πατήρ αυτού οργισθείς, λέγει αυτώ·πορεύου άγαγε α είπον σοι, επεί ου ζήση. Απιόντος δε αυτού πάλιν του Μελχισεδέκ εις το βουκόλιον, εισήλθεν ο βασιλεύς Μελχί προς Σαλήμ την γυναίκα αυτού, λέγων αυτή· δεύρο δώμεν θυσίαν ένα των υιών ημών. Η δε γυνή αυτού ακούσασα, έκλαυσε πικρώς· επέγνω γαρ, ότι προφάσει θέλει ο βασιλεύς φονεύσε τον Μελχισεδέκ, ότι ωνείδισεν αυτώ επί την θυσίαν· και ανεστέναξεν η βασίλισσα και είπεν, οίμοι! εκόπιασα και εμόχθησα εις κενόν. Ιδών δε αυτήν ο βασιλεύς είπεν αυτή, μη κλαίε, αλλά δεύρο λάχωμεν· και εάν λάχη μοι, επιλέγομαι ον θέλω, και δώσω αυτόν θυσίαν τοις θεοίς ημών· εάν λάχη σοι, επίλεξαι ον αν θέλης, και παραφύλαττε αυτόν· τούτω δε έλεγε δοκών καταλαγχάνειν τω ιερεί. Και βαλόντες κλήρον, έλαχεν η βασίλισσα και επιλέξατο τον Μελχισεδέκ ον ηγάπα. Ο βασιλεύς Μελχί, λαβών παρά της γυναικός αυτού, τον λαχόντα αυτού υιόν, ηυτρέπισεν εις θυσίαν, και ελθών ο Μελχισεδέκ ήνεγκε τους επτά μόσχους. Λαβών δε ο πατήρ τον λαχόντα αυτώ υιόν, επορεύετο επί τον ναόν των ειδώλων εν τω Δωδεκαθέω. Συνήλθον δε επί την θυσίαν παίδες υπό των ιδίων πατέρων προσφερόμενοι, και άλλοι παρά των μητέρων, και βόες και πρόβατα αναρίθμητα, και εγένετο η θυσία έτοιμος.
Σελήμ δε η μήτηρ του Μελχισεδέκ, καθημένη εν τω οίκω αυτής, ανεφώνησε φωνή μεγάλη, και λέγει τω Μελχισεδέκ, ου κλαίεις τον αδελφόν σου, ότι μετά τοσούτον κάματον απέρχεται σφαγήναι; Και ταύτα ακούσας παρ’ αυτής, έκλαυσε και λέγει τη μητρί αυτού· έως των ώδε χρείαν έχω. Και αναστάς ανήλθεν εν τω όρει Ζαβώρ· και η μήτηρ αυτού αναστάσα, απήλθεν εν τω ναώ των ειδώλων ιδέσθαι τον εαυτής υιόν, πριν ή σφαγήναι, και όλον το γένος αυτής. Ανελθών δε ο Μελχισεδέκ εις το όρος Ζαβώρ, κλίναι τα γόνατα είπεν. Τον Θεόν των όλων Κύριον, τον ποιήσαντα τον ουρανόν και την γην, σε επικαλούμαι τον μόνον αληθινόν Θεόν, επάκουσόν μου τη ώρα ταύτη, και πρόσταξον, ίνα όσα παρεγένοντο επί τη θυσία του αδελφού μου Μελχί, ο τόπος άδης γένηται, και καταπίη αυτούς. Και επήκουσενο Θεός του Μελχισεδέκ, και ευθέως έχανεν η γη, και κατέπιεν αυτούς, και πάσαν φυλή του Μελχί, συν πάσει τη πόλει, και ούτε άνθρωπος, ου βωμός, ου ναός, ουκ άλογον, ούτε τις κτίσις της πάσης πόλεως έμεινεν, αλλά πάντα εχανώθη. Κατήλθε δε ο Μελχισεδέκ από του όρους Ζαβώρ, και ιδών, ότι επήκουσεν αυτού ο Θεός, εν φόβω μεγάλω πάλιν υπέστρεψεν εις το όρος, και εν τω δάσει της ύλης ελθών, εμόνασεν εκεί έτη επτά, γυμνός από γαστρός αυτού έως της οσφύος αυτού, και ο νώτος αυτού εγένετο ωσεί δέρμα χελώνης. Η δε τροφή αυτού ακρόδρυα ην, και ο πότος αυτού δρόσος ον έλειχε.

Και μετά επτά έτη φωνή ήλθε τω Αβραάμ, λέγουσα· Αβραάμ, και είπεν Αρβαάμ, ο Κύριός μου· και είπε· στρώσον το υποζύγιόν σου, και βάσταζε ιμάτια πολυτελή και θύσον και άνελθε εν τω όρει Ζαβώρ, και κράξον τρεις φωνάς. Άνθρωπε του Θεού· και ελεύσεται άνθρωπος ηγριωμένος, μη φοβηθής ουν αυτόν, αλλά ξύρισον, ονύχισον, και αμφίεσον αυτόν, και ευλογήθητι παρ’ αυτού. Και εποίησεν Αβραάμ καθά συνέταξεν αυτώ Κύριος, και απήλθεν εις το όρος Ζαβώρ. Και έστη εις τα δάση της ύλης, και έκραξε τρεις φωνάς. Άνθρωπε του Θεού! και εξήλθεν ο Μελχισεδέκ και είδεν Αβραάμ και εφοβήθη. Και είπεν αυτώ ο Μελχισεδέκ, μη φοβού, αλλ’ ειπέ τις ει, και τίνα ζητείς; είπε δε Αβραάμ, προσέταξέ μοι Κύριος ξυρίσαι σε και αμφίεσαι, και ευλογήναι παρά σου. Ο δε Μελχισεδέκ είπεν αυτώ· ως προσέταξέ σοι ο Κύριος, ποίησον· και εποίησεν Αβραάμ ως προσέταξεν αυτώ ο Κύριος· και κατελθών ο Μελχισεδέκ από του όρους Ζαβώρ, μετά τρεις ημέρας, κέρας ελαίου λαβών, και επισφραγίσας τω ρήματι του Θεού, ηυλόγησε τον Αβραάμ λέγων. Ευλογημένος ει τω Θεώ τω Υψίστω και το λοιπόν καλείται το όνομά σου τετελειωμένον. Και πάλιν φωνή ήλθεν τω Αβραάμ και είπε· τι Κύριέ μου; ο δε Κύριος προς αυτόν. Επειδή ουδείς εκ του γένους Μελχισεδέκ επερίσσευσεν από της γης, δια του το κληθήσεται, Απάτωρ, Αμήτωρ, Αγενεαλόγητος, μήτε αρχή ημερών, μήτε τέλος έχων ζωής. Αφωμοιωμένος δε τω Υιώ του Θεού, μένει ιερεύς εις τον αιώνα· και ηγάπησα αυτόν, ως ηγάπησα τον Υιόν μου τον αγαπητόν, ότι εφύλαξε τας εντολάς μου, και φυλάξει εις τον αιώνα. Ίνα ουν μη δόξη αρχή ημερών μη έχειν, δια τούτο μη ειδέναι τινά, πότε εγεννήθη, μήτε δε γενεαλογίας, μήτε πατρός, μήτε μητρός· δια τούτο λέγεται απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος, και δια το ευαρεστήσαι αυτός τω Θεώ μένει ιερεύς εις το διηνεκές. Ως ουν απήντησεν ο Μελχισεδέκ τω Αβραάμ, υποστρέφοντι από της κοπής των βασιλέων, επέδωκεν αυτώ ποτήριον άκρατον, επιβαλών αυτώ και κλάσμα άρτου, και τω λαώ αυτού, και έως της σήμερον ημέρας κατά τούτον τον τρόπον ωμοιώθη τω Υιώ του Θεού. Αλλ’ ουκ εις την χάριν, αλλ’ ου πρώτος τύπος του αναίμακτον θυσίαν προσφέρειν, την αγίαν προσφοράν. Διο λέγει. «Συ ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ» επειδή τύπος εβάνετο της αγίας προσφοράς επιδεδωκώς τω Αβραάμ και τοις τιη.

Ούτως τε και οι άγιοι Πατέρες κατά καιρούς, ευρέθησαν εν τη Νικαέων πόλει, οι και ωρθοτόμησαν την πίστιν· ων η ποσότης καθ’ ομοιότητα του Πατριάρχου Αβραάμ εστί, τριακόσιοι δέκα και οκτώ άγιοι Επίσκοποι εν τη Συνόδω. Αμήν.

Πηγή: Εκ των απάντων του εν αγίοις πατρός ημών Αθανασίου Επισκόπου Αλεξανδρείας. (Τομ. β’, σελ. 7).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου