Άγιος και Δίκαιος Βασιλιάς Δαυΐδ, ο Προφητάναξ - Μέρος 4ο. Ημέρα Μνήμης: Κυριακή των Προπατόρων.
ΤΑ ΑΔΕΡΦΙΑ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ
ΟΙ ΓΙΟΙ ΤΟΥ ΙΕΣΣΑΙ
ΕΛΙΑΒ: Ο Ελιάβ ήταν ο πρωτότοκος γιος του Ιεσσαί και αδερφός του Δαβίδ (Α' Βασιλειών 16,6. 17,13. Α' Παραλειπομένων 2,13. 27,18. Β' Παραλειπομένων 11,18). Ο Ελιάβ ήταν αρχηγός της φυλής Ιούδα και αρχηγός πατριαρχικής οικογένειας την εποχή του Δαβίδ (Α' Παραλειπομένων 27,18). Κόρη του Ελιάβ ήταν η Αβιγαία (Αβιαΐλ), η οποία ήταν η δεύτερη σύζυγος του βασιλιά Ροβοάμ, γιου του Σολομώντα (Β' Παραλειπομένων 11,18).
ΑΜΙΝΑΔΑΒ (ΑΒΙΝΑΔΑΒ): Ο Αμιναδάβ (Αβιναδάβ) ήταν ο δεύτερος γιος του Ιεσσαί και αδερφός του Δαβίδ (Α' Βασιλειών 16,8. 17,13. Α' Παραλειπομένων 2,13).
ΣΑΜΑ Ή ΣΑΜΑΑ (ΣΑΜΜΑ, ΣΙΜΑ, ΣΕΜΕΪ): Ο Σαμά ή Σαμαά (Σαμμά, Σιμά, Σεμεΐ) ήταν ο τρίτος γιος του Ιεσσαί και αδερφός του Δαβίδ (Α' Βασιλειών 16,9. 17,13. Α' Παραλειπομένων 2,13). Ο Σαμαά είχε δύο γιους τον Ιωναδάβ (Β' Βασιλειών 13,3. 13,32) και τον Ιωνάθαν (Β' Βασιλειών 21,21. Α' Παραλειπομένων 20,7).
ΝΑΘΑΝΑΗΛ: Ο Ναθαναήλ ήταν ο τέταρτος γιος του Ιεσσαί και αδερφός του Δαβίδ (Α' Παραλειπομένων 2,14).
ΖΑΔΔΑΪ (ΡΑΔΔΑΪ): Ο Ζαδδαΐ (Ραδδαΐ) ήταν ο πέμπτος γιος του Ιεσσαί και αδερφός του Δαβίδ (Α' Παραλειπομένων 2,14).
ΑΣΟΜ (ΟΣΕΜ): Ο Ασόμ (Οσέμ) ήταν ο έκτος γιος του Ιεσσαί και αδερφός του Δαβίδ (Α' Παραλειπομένων 2,15).
ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΤΟΥ ΙΕΣΣΑΙ
ΣΑΡΟΥΪΑ (ΣΕΡΟΥΪΑ): Η Σαρουΐα (Σερουΐα) ήταν κόρη του Ιεσσαί και αδερφή του Δαβίδ (Α' Παραλειπομένων 2,16). Η Σαρουΐα είχε τρεις γιους τον Αβεσσά (Αβισάΐ), τον Ιωάβ και τον Ασαήλ (Α' Βασιλειών 26,6. Β' Βασιλειών 2,18. 3,30. 16,9-10. 18,2. Α' Παραλειπομένων 2,16). Η Σαρουΐα είχε ως αδελφή την Αβιγαία (Β' Βασιλειών 17,25. Α' Παραλειπομένων 2,16-17).
ΑΒΙΓΑΙΑ: Η Αβιγαία ήταν κόρη του Ιεσσαί και αδερφή του Δαβίδ. Η Αβιγαία είχε γιο τον Αμεσσά (Αμασά, Αμεσσαΐ) από τον Ιοθόρ (Ιεθέρ) τον Ισμαηλίτη (Β' Βασιλειών 17,25. Α' Παραλειπομένων 2,17). Η Αβιγαία είχε ως αδελφή την Σαρουΐα (Β' Βασιλειών 17,25. Α' Παραλειπομένων 2,16-17). Στο Β' Βασιλειών αναφέρεται ο Νάας (Ναχάς) ως ο πατέρας της Αβιγαίας (Β' Βασιλειών 17,25). Βέβαια υπάρχει σφάλμα στο σημείο αυτό, αφού ο πατέρας του Δαβίδ, των αδελφών του, της Σαρουΐας και της Αβιγαίας αναφέρεται ο Ιεσσαί (Α' Παραλειπομένων 2,17).
ΑΛΛΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
ΙΟΘΟΡ (ΙΕΘΕΡ): Ο Ιοθόρ (Ιεθέρ) ήταν σύζυγος της Αβιγαίας και πατέρας του Αμεσσαΐ (Αμεσσά). Ήταν Ισμαηλίτης στην καταγωγή (Β' Βασιλειών 17,25. Γ' Βασιλειών 2,5. 2,32. Α' Παραλειπομένων 2,17).
ΙΩΝΑΔΑΒ ΚΑΙ ΙΩΝΑΘΑΝ
ΙΩΝΑΔΑΒ: Ο Ιωναδάβ ήταν γιος του Σαμά ή Σαμαά (Σαμμά, Σιμά, Σεμεΐ) και ανηψιός του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 13,3. 13,32). Ήταν σοφός άνθρωπος και είχε μεγάλη φιλία με τον πρωτότοκο γιο του Δαβίδ τον Αμνών (Β' Βασιλειών 13,3).
Ο Ιωναδάβ μια μέρα ρώτησε το φίλο του Αμνών, για ποιο λόγο ήταν μελαγχολικός και καταβεβλημένος. Ο Αμνών του είπε ότι ερωτεύτηκε την ετεροθαλή αδερφή του τη Θημάρ, η οποία ήταν ωραιότατη στην εμφάνιση. Ο Ιωναδάβ τον συμβούλεψε να προσποιηθεί τον άρρωστο. Έτσι ο Αμνών, σύμφωνα με τις οδηγίες του Ιωναδάβ, όταν ο πατέρας του πήγε να τον δει, του ζήτησε να του στείλει την αδερφή του, την Θημάρ, για να τον φροντίσει. Όταν πήγε η αδερφή του, ο Αμνών την υποχρέωσε να πλαγιάσει μαζί του και τη βίασε (Β' Βασιλειών 13,1-18).
Μετά το φόνο του Αμνών από τον Αβεσσαλώμ, είχε φτάσει η είδηση στο Δαβίδ, ότι ο Αβεσσαλώμ είχε σκοτώσει όλους τους γιους του και γι' αυτό είχε αρχίσει να τους θρηνεί. Αλλά ο Ιωναδάβ, γιος του Σαμαά κι ανεψιός του Δαβίδ, του είπε να μην πιστεψει αυτή την είδηση και ότι μόνο ο Αμνών ήταν νεκρός, γιατί ατίμασε την αδελφή του Αβεσσαλώμ. Όταν μάλιστα εμφανίστηκε από μακριά ένα πλήθος ανθρώπων να έρχονται, ο Ιωναδάβ είπε στο Δαβίδ, ότι αυτοί ήταν οι γιοι του (Β' Βασιλειών 13,30-36).
ΙΩΝΑΘΑΝ: Ο Ιωνάθαν ήταν γιος του Σαμά ή Σαμαά (Σαμμά, Σιμά, Σεμεΐ) και ανηψιός του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 21,21. Α' Παραλειπομένων 20,7).
Στις τελευταίες νικηφόρες επιχειρήσεις του Δαβίδ κατά των Φιλισταίων, στην περιοχή της Γεθ, ήταν ένας γίγαντας φαλακρός, ο οποίος είχε έξι δάκτυλα στα χέρια και στα πόδια (συνολικά είχε 24 δάκτυλα). Αυτός έβριζε συνέχεια τους Ισραηλίτες, αλλά ο Ιωνάθαν, γιος του Σαμμαά (Σεμεΐ) και ανηψιός του Δαβίδ, τον σκότωσε. Ο γίγαντας αυτός ήταν ένας από τους τελευταίους απογόνους των γιγάντων στη Γεθ (Β' Βασιλειών 21,20-22. Α' Παραλειπομένων 20,6-8).
ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ
Η ΜΕΛΧΟΛ (ΜΙΧΑΛ)
Η Μελχόλ (Μιχάλ) ήταν η μικρότερη κόρη του βασιλιά Σαούλ και της Αχινοόμ (Αχινοάμ) (Α' Βασιλειών 14,49-50. 18,20. 18,27. 25,44. Β' Βασιλειών 3,13. 6,16. 6,20. Α' Παραλειπομένων 15,29) και η πρώτη σύζυγος του βασιλιά Δαβίδ (Α' Βασιλειών 18,27. 19,11. Β' Βασιλειών 3,14. 6,16. 6,20. Α' Παραλειπομένων 15,29). Η Μελχόλ είχε μία αδερφή της Μερόβ ή Μιχόλ (Μεράβ) και τέσσερις αδερφούς, τον Ιωνάθαν, τον Ιεσσιού ή Ασαβάλ ή Ιεβοσθέ (Ιουεί ή Ισβί ή Ισβόσεθ ή Εσβαάλ), τον Μελχισουέ ή Μελχισά (Μαλχί-Σουά) και τον Αμιναδάβ (Α' Βασιλειών 13,2. 14,49. Α' Παραλειπομένων 8,33. 9,39). Μετά το Δαβίδ η Μελχόλ πήρε ως σύζυγο τον Φαλτί (Φαλτιήλ), γιο του Αμίς (Σελλής), ο οποίος καταγόταν από τη Ρομμά (Α' Βασιλειών 25,44. Β' Βασιλειών 3,15).
ΔΑΒΙΔ ΚΑΙ ΜΕΛΧΟΛ
Ο Σαούλ μετά τη νίκη του Δαβίδ επί του Γολιάθ, τον ζήλεψε και τον φθόνησε επειδή είχε γίνει πολύ αγαπητός στο λαό. Έτσι αποφάσισε να τον σκοτώσει και σκέφτηκε ότι μέσω της κόρης του θα τον παγιδεύσει και θα σκοτωνόταν σε κάποια μάχη με τους Φιλισταίους. Έτσι ήθελε να παντρέψει το Δαβίδ με τη μεγαλύτερη κόρη του, τη Μερόβ, για τις υπηρεσίες του που είχε προσφέρει πολεμώντας τους Φιλισταίους. Όταν όμως ήρθε ο καιρός να του τη δώσει, ο Σαούλ άλλαξε γνώμη και την έδωσε στον Αδριήλ το Μοθυλαθείτη.
Αλλά η Μελχόλ (Μιχάλ), η μικρότερη κόρη του Σαούλ, αγαπούσε το Δαβίδ και το ανάγγειλαν στον πατέρα της. Του Σαούλ του άρεσε η ιδέα, γιατί σκέφτηκε ότι μέσω της κόρης του θα τον παγιδεύσει και θα σκοτωνόταν σε κάποια μάχη με τους Φιλισταίους. Οι αξιωματούχοι του Σαούλ μετέφεραν στο Δαβίδ την πρόταση του Σαούλ να τον παντρέψει με τη μικρότερη κόρη του. Εκείνος θεώρησε και πάλι ανάξιο τον εαυτό του να γίνει γαμπρός του Σαούλ, επειδή ήταν αρκετά φτωχός και δεν είχε να προσφέρει κάποιο σημαντικό δώρο στο βασιλιά για την κόρη του. Οι αξιωματούχοι μετέφεραν την απάντηση του Δαβίδ στο Σαούλ και εκείνος απάντησε, ότι δεν θέλει κάποιο σημαντικό δώρο παρά μόνο να του πάει εκατό ακροβυστίες Φιλισταίων, να κόψει δηλαδή ο Δαβίδ το άκρο του γεννητικού μορίου εκατό Φιλισταίων, προκειμένου να εκδικηθεί τους εχθρούς του βασιλιά. Ο Σαούλ σκεφτόταν πως με αυτόν τον τρόπο θα τον έριχνε στα χέρια των Φιλισταίων.
Ο Δαβίδ δέχτηκε να γίνει γαμπρός του βασιλιά μ' αυτόν τον όρο. Προτού μάλιστα συμπληρωθούν οι μέρες της διορίας, ο Δαβίδ με τους άντρες του, σκότωσε εκατό Φιλισταίους κι έφερε τις ακροβυστίες τους στο Σαούλ. Έτσι ο Σαούλ του έδωσε την κόρη του, τη Μελχόλ, για γυναίκα (Α' Βασιλειών 18,17-29).
Ένα βράδυ ο Σαούλ έστειλε ανθρώπους, να παραφυλάξουν στο σπίτι του Δαβίδ και το πρωί να τον σκοτώσουν. Αλλά η κόρη του και γυναίκα του Δαβίδ, η Μελχόλ, τον ειδοποίησε και εκείνος διέφυγε από το παράθυρο και ξέφυγε.
Τότε η Μελχόλ πήρε ένα από τα αγάλματα του σπιτιού, το τοποθέτησε στο κρεβάτι του Δαβίδ, έβαλε στο προσκέφαλο ένα κατσικίσιο συκώτι και τα σκέπασε με το πανωφόρι του Δαβίδ, έτσι ώστε να φαίνεται ότι ο Δαβίδ κοιμόταν. Οι απεσταλμένοι του Σαούλ του είπαν ότι ο Δαβίδ ήταν αδιάθετος και κοιμόταν. Αυτός τους είπε να τον φέρουν μπροστά του, όπως ήταν πάνω στο κρεβάτι για να τον φονεύσει. Τότε αυτοί μπήκαν ξαφνικά στο σπίτι και στο κρεβάτι δε βρήκαν παρά μονάχα το άγαλμα και το κατσικίσιο συκώτι στο προσκέφαλο. Ανακοίνωσαν το γεγονός στο Σαούλ κι εκείνος ρώτησε την κόρη του γιατί τον άφησε να ξεφύγει. Η Μελχόλ είπε στον πατέρα της, ότι ο Δαβίδ την απείλησε δήθεν να τη σκοτώσει και γι' αυτό ξέφυγε (Α' Βασιλειών 19,11-17).
Αργότερα ο Σαούλ, όταν έμαθε ότι ο Δαβίδ παντρεύτηκε την Αβιγαία και την Αχινόομ, έδωσε την κόρη του τη Μελχόλ, στον Φαλτί, γιο του Αμίς (Σελλής), ο οποίος καταγόταν από τη Ρομμά (Α' Βασιλειών 25,43-44). Αργότερα ο Δαβίδ, όταν ο Αβεννήρ, αρχιστράτηγος του Σαούλ, του πρότεινε πως θα τον βοηθούσε να επεκτείνει τη βασιλεία του σε όλο το Ισραήλ, ο Δαβίδ αποδέχτηκε την πρόταση του Αβεννήρ, με την προϋπόθεση να του φέρει τη Μελχόλ, επειδή παλιότερα ο πατέρας της την είχε δώσει σε άλλον. Ο Δαβίδ έστειλε ανθρώπους και στον Ιεβοσθέ, αδερφό της Μελχόλ, και του ζητούσε να του δώσει πίσω την αδερφή του. Ο Αβεννήρ, με τη σύμφωνη γνώμη του Ιεβοσθέ, παρέλαβε τη Μελχόλ από τον άντρα της, τον Φαλτί (Φαλτιήλ), ο οποίος τη συνόδεψε μέχρι τη Βαρακίμ κλαίγοντας, και την παρέδωσε στο Δαβίδ (Β' Βασιλειών 3,12-16).
Η Μελχόλ, αν και αγαπούσε το Δαβίδ, εν τούτοις όταν τον είδε να χορεύει κατά τη μεταφορά της Κιβωτού της Διαθήκης, ένιωσε βαθιά περιφρόνηση γι' αυτόν. Όταν ο Δαβίδ μετά τη μεταφορά της Κιβωτού επέστρεψε στο σπίτι του, η Μελχόλ βγήκε να τον προϋπαντήσει, και τον ειρωνεύτηκε, που ο βασιλιάς του Ισραήλ χόρευε και ξεγυμνώθηκε μπροστά στα μάτια των υπηκόων του, όπως ένας οποιοσδήποτε χορευτής. Ο Δαβίδ όμως της απάντησε: «Εγώ για να τιμήσω τον Κύριο φέρθηκα έτσι. Ο Κύριος προτίμησε εμένα από τον πατέρα σου κι απ' όλη την οικογένειά σου, για να γίνω βασιλιάς όλου του ισραηλιτικού λαού. Προς τιμήν του, λοιπόν, θα χορεύω ενώπιόν του και θα τον δοξάζω, έστω κι αν ταπεινωθώ ακόμα περισσότερο μπροστά στα μάτια σου και ενώπιον των υπηκόων μου». Η Μελχόλ, η κόρη του Σαούλ και γυναίκα του Δαβίδ, επειδή έτσι μίλησε στο Δαβίδ, σε όλη της τη ζωή δεν απέκτησε παιδί (Β' Βασιλειών 6,16. 6,20-23. Α' Παραλειπομένων 15,29).
Η ΑΒΙΓΑΙΑ
Η Αβιγαία ήταν η δεύτερη σύζυγος του Δαβίδ (Α' Βασιλειών 25,42. 27,3. 30,5. Β' Βασιλειών 2,2. Α' Παραλειπομένων 3,1). Πριν απ' αυτόν ήταν σύζυγος του Νάβαλ, ενός πλούσιου, σκληρού και κακού ανθρώπου (Α' Βασιλειών 25,3. 25,14. 27,3. 30,5. Β' Βασιλειών 2,2). Η Αβιγαία ήταν πολύ συνετή και ωραιότατη στην εμφάνιση (Α' Βασιλειών 25,3). Γιος του Δαβίδ και της Αβιγαίας ήταν ο δεύτερος γιος του, ο Δαλουΐα ή Δαμνιήλ (Δανιήλ, Χιλεάβ) (Β' Βασιλειών 3,3. Α' Παραλειπομένων 3,1). Καταγόταν από την Κάρμηλο (Α' Βασιλειών 25,2-3. 27,3. 30,5. Β' Βασιλειών 2,2. 3,3. Α' Παραλειπομένων 3,1).
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΒΙΓΑΙΑΣ
Tον καιρό που ο Σαούλ καταδίωκε το Δαβίδ, εκείνος κατέφυγε στην έρημο Μαάν. Εκεί ζούσε κάποιος, που είχε τα κοπάδια του στο βουνό Κάρμηλο. Το όνομα του ήταν Νάβαλ και ήταν πάρα πολύ πλούσιος με τρεις χιλιάδες πρόβατα και χίλια γίδια. Η γυναίκα του η Αβιγαία ήταν πολύ συνετή και ωραιότατη στην εμφάνιση. Ο ίδιος ήταν σκληρός και κακός άνθρωπος, αναιδής και κτηνώδης (Α' Βασιλειών 25,1-3).
Ο Δαβίδ έμαθε ότι ο Νάβαλ είχε πάει στον Κάρμηλο να κουρέψει τα πρόβατά του. Έστειλε λοιπόν δέκα ανθρώπους να πάνε ειρηνικά στο Νάβαλ και να του ζητήσουν τρόφιμα. Εκείνος αρνήθηκε να προσφέρει βοήθεια στο Δαβίδ, μιλώντας με πολύ σκληρά και περιφρονητικά λόγια γι' αυτόν. Όταν οι απεσταλμένοι του Δαβίδ του ανήγγειλαν τα λόγια του Νάβαλ, ο Δαβίδ πήρε μαζί του 400 άνδρες και ξεκίνησε για να τιμωρήσει το Νάβαλ, ενώ τους υπόλοιπους 200 τους άφησε να προσέχουν τα πράγματα (Α' Βασιλειών 25,4-13).
Στο μεταξύ ένας από τους νεαρούς δούλους του Νάβαλ πήγε στην Αβιγαία, τη γυναίκα του αφεντικού, και της ανέφερε τα γεγονότα. Της τόνισε την καλοσύνη του Δαβίδ και την κακία του αφεντικού του.
Η Αβιγαία χωρίς να πει τίποτα στον άντρα της, πήρε 200 καρβέλια ψωμί, 2 ασκιά κρασί, πέντε πρόβατα σφαγμένα, πάνω από 100 κιλά κοπανισμένο κριθάρι, 5 περίπου κιλά ξερή σταφίδα και 200 αρμαθιές ξερά σύκα και τα φόρτωσε στα γαϊδούρια για να τα δώσει στο Δαβίδ (Α' Βασιλειών 25,14-19).
Ενώ η Αβιγαία πήγαινε καβάλα στο γαϊδούρι της, ο Δαβίδ και οι άνδρες του έρχονταν προς το μέρος της και συναντήθηκαν. Μόλις είδε το Δαβίδ, κατέβηκε βιαστικά από το γαϊδούρι, έσκυψε το κεφάλι της μπροστά του και τον προσκύνησε ως το έδαφος. Η Αβιγαία έπεσε στα πόδια του και ζήτησε συγχώρεση για τη συμπεριφορά του συζύγου της. Αναγνώρισε στο πρόσωπο του Δαβίδ το μελλοντικό βασιλιά του Ισραήλ και του ζήτησε επειδή έχει την εύνοια του Θεού να μη βαρύνει τη συνείδησή του χύνοντας αίμα αθώων ανθρώπων (Α' Βασιλειών 25,20-31).
Ο Δαβίδ δέχτηκε τα δώρα που του πρόσφερε η Αβιγαία και την καθησύχασε ότι δεν πρόκειται να πράξει κάποιο κακό πάνω στην οικογένειά της και στους δούλους της (Α' Βασιλειών 25,32-35). Όταν η Αβιγαία γύρισε στον Νάβαλ, εκείνος είχε φαγοπότι στο σπίτι του και ήταν τύφλα στο μεθύσι. Την άλλη μέρα το πρωί, όταν ο Νάβαλ είχε πια ξεμεθύσει, η Αβιγαία του διηγήθηκε όλα όσα συνέβησαν. Τότε ο Νάβαλ έπαθε συμφόρηση από την καρδιά του και παρέλυσε. Μετά από δέκα περίπου μέρες πέθανε (Α' Βασιλειών 25,36-38).
Όταν έμαθε ο Δαβίδ ότι ο Νάβαλ πέθανε, δοξολόγησε τον Κύριο που εκδικήθηκε την προσβολή που του έκανε ο Νάβαλ και τον εμπόδισε να κάνει στο σπίτι του κάποιο κακό. Μετά έστειλε ανθρώπους στο όρος Κάρμηλο να προτείνουν στην Αβιγαία να γίνει γυναίκα του. Εκείνη πήγε στο Δαβίδ κι έπεσε με το πρόσωπο καταγής και αποδέχτηκε την πρόταση. Μετά η Αβιγαία ετοιμάστηκε, πήρε τις πέντε υπηρέτριές της, ανέβηκε στο γαϊδούρι της και ακολούθησε τους ανθρώπους του Δαβίδ και έγινε γυναίκα του (Α' Βασιλειών 25,39-42).
Όταν ο Δαβίδ με τους 600 άντρες του, για να γλιτώσουν από την καταδίωξη του Σαούλ, κατέφυγαν στους Φιλισταίους, πήραν μαζί τους και τις οικογένειές τους και εγκαταστάθηκαν στη Σικελάγ (Σεκελάκ). Έτσι ο Δαβίδ είχε μαζί του και τις δύο γυναίκες του, την Αβιγαία και την Αχινοάμ (Α' Βασιλειών 27,1-3).
Τον επόμενο χρόνο που ο Δαβίδ με τους άντρες του ακολούθησαν τους Φιλισταίους σε πόλεμο με τους Ισραηλίτες, οι Αμαληκίτες βρήκαν την ευκαιρία και επιτέθηκαν στη Σικελάγ. Πυρπόλησαν την πόλη, αιχμαλώτισαν άνδρες και γυναίκες, και τους πήραν μαζί τους. Όταν, μετά από τρεις ημέρες, ήρθε ο Δαβίδ και οι άνδρες του στην πόλη, τη βρήκαν πυρπολημένη και είδαν ότι οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους είχαν απαχθεί. Τότε άρχισαν όλοι τους να κλαίνε με γοερές κραυγές, ώσπου εξαντλήθηκαν από το κλάμα. Αιχμαλωτίστηκαν επίσης και οι δύο γυναίκες του Δαβίδ, η Αχινόομ και η Αβιγαία (Α' Βασιλειών 30,1-8).
Ο Δαβίδ με τους άντρες του καταδίωξαν τους Αμαληκίτες, και με τη βοήθεια ενός νεαρού Αιγυπτίου, τους πρόλαβε και τους πολέμησε με επιτυχία. Κανείς απ' αυτούς δε σώθηκε κι έτσι ο Δαβίδ ελευθέρωσε τις δύο γυναίκες του και όλες τις οικογένειες των στρατιωτών του. Ακόμη πήρε πίσω όλα όσα είχαν αρπάξει οι Αμαληκίτες, αλλά και όλα τα ζώα των Αμαληκιτών (Α' Βασιλειών 30,9-20).
Μετά το θάνατο του Σαούλ, ο Δαβίδ μαζί με τις δυο γυναίκες του, την Αχινόομ και την Αβιγαία, και τους άνδρες του με τις οικογένειες τους, εγκαταστάθηκαν, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, στη Χεβρών και στις γύρω πόλεις. Εκεί ο Δαβίδ χρίστηκε βασιλιάς της φυλής Ιούδα (Β' Βασιλειών 2,1-3. 3,2). Από την Αβιγαία ο Δαβίδ απέκτησε στη Χεβρών τον δεύτερο γιο του, τον Δαλουΐα (Χιλεάβ) (Β' Βασιλειών 3,3).
Η ΑΧΙΝΟΟΜ (ΑΧΙΝΑΑΜ, ΑΧΙΝΟΑΜ)
Η Αχινόομ (Αχινοάμ, Αχινάαμ) ήταν η τρίτη σύζυγος του βασιλιά Δαβίδ. Καταγόταν από την Ιεζραέλ (Α' Βασιλειών 25,43. 27,3. 30,5. Β' Βασιλειών 2,2. 3,2. Α' Παραλειπομένων 3,1). Γιος του Δαβίδ και της Αχινόομ ήταν ο πρωτότοκος γιος του, ο Αμνών (Αμών) (Β' Βασιλειών 3,2. Α' Παραλειπομένων 3,1).
Ο Δαβίδ, εκτός από την Αβιγαία, πήρε και την Αχινόομ (Αχινοάμ) από την Ιεζραέλ (Α' Βασιλειών 25,43). Η Αχινόομ (Αχινάαμ) μαζί με την Αβιγαία, ακολούθησαν το Δαβίδ και εγκαταστάθηκαν στη Σικελάγ (Σεκελάκ) (Α' Βασιλειών 27,1-3). Κατόπιν αιχμαλωτίστηκαν από τους Αμαληκίτες όταν αυτοί βρήκαν την ευκαιρία και πυρπόλησαν την πόλη. Όταν ο Δαβίδ και οι άντρες του βρήκαν πυρπολημένη την πόλη, και είδαν ότι οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους είχαν απαχθεί, καταδίωξαν τους Αμαληκίτες, και με τη βοήθεια ενός νεαρού Αιγυπτίου, τους πρόλαβαν και τους νίκησαν. Κανείς απ αυτούς δε σώθηκε κι έτσι ο Δαβίδ ελευθέρωσε τις δύο γυναίκες του και όλες τις οικογένειες των στρατιωτών του. Ακόμη πήρε πίσω όλα όσα είχαν αρπάξει οι Αμαληκίτες, αλλά και όλα τα ζώα των Αμαληκιτών (Α' Βασιλειών 30,1-20).
Μετά το θάνατο του Σαούλ, ο Δαβίδ μαζί με τις δυο γυναίκες του, την Αχινόομ και την Αβιγαία, και τους άνδρες του με τις οικογένειες τους, εγκαταστάθηκαν, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, στη Χεβρών και στις γύρω πόλεις. Εκεί ο Δαβίδ χρίστηκε βασιλιάς της φυλής Ιούδα (Β' Βασιλειών 2,1-3. 3,2). Από την Αχινόομ ο Δαβίδ απέκτησε στη Χεβρών τον πρωτότοκο γιο του, τον Αμνών (Β' Βασιλειών 3,2).
Η ΒΗΡΣΑΒΕΕ (ΒΗΘΣΑΒΕΕ)
Η Βηρσαβεέ (Βηθσαβεέ) ήταν κόρη του Ελιάβ (Ελιάμ) (Β' Βασιλέων 11,3) ή του Αμιήλ (Αμμιήλ) (Α' Παραλειπομένων 3,5), εγγονή του Αχιτόφελ (Αχιτόλεφ) του Γελωνίτη (Β' Βασιλειών 23,34). Υπήρξε σύζυγος πρώτα του Ουρία του Χετταίου (Β' Βασιλέων 11,3. 11,26. 12,10. 12,15), αξιωματικού του Δαβίδ, και έπειτα του ίδιου του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 11,27. 12,24. Α' Παραλειπομένων 3,5).
Η Βηρσαβεέ απέκτησε με το Δαβίδ τέσσερις γιους το Σολομών (Σαλομών) (Β' Βασιλειών 5,14. 12,24. Γ' Βασιλειών 1,11-12. 1,30. 2,13. 2,19. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,4), τον Σαμμούς ή Σαμαά (Σαμμουά, Σιμεά), τον Σωβάβ και τον Νάθαν (Α' Παραλειπομένων 3,5).
ΔΑΒΙΔ ΚΑΙ ΒΗΡΣΑΒΕΕ
Η ομορφιά και η γοητεία της Βηρσαβεέ παρέσυραν το Δαβίδ στο να την αποκτήσει. Έτσι ένα απόγευμα, ο Δαβίδ σηκώθηκε από τον μεσημβρινό του ύπνο και περπατούσε στο βασιλικό του δωμάτιο. Από 'κει είδε μια γυναίκα που έκανε το λουτρό της, η οποία ήταν πολύ ωραία στην εμφάνιση. Αμέσως έστειλε και ζήτησε πληροφορίες για αυτή τη γυναίκα. Του είπαν, λοιπόν, ότι αυτή είναι η Βηρσαβεέ, κόρη του Ελιάβ και γυναίκα του Ουρία του Χετταίου. Ο Δαβίδ τότε έστειλε τους ανθρώπους του και την κάλεσε στην κατοικία του. Εκείνη πήγε κι αυτός πλάγιασε μαζί της. Η Βηρσαβεέ έμεινε έγκυος και το γνωστοποίησε με άνθρωπο στο Δαβίδ (Β' Βασιλειών 11,2-5).
Τότε εκείνος για να καλύψει την πράξη του κάλεσε πίσω τον Ουρία από τη μάχη που βρισκόταν, έτσι ώστε να πάει σπίτι του και να κοιμηθεί με τη γυναίκα του. Ο Ουρίας όμως δεν κοιμήθηκε στο σπίτι του, αλλά στην πύλη του ανακτόρου, μαζί με τη βασιλική φρουρά.
Τότε ο Δαβίδ δε δίστασε να οργανώσει το θάνατο του Ουρία. Τον έστειλε ξανά στη μάχη, και μάλιστα ζήτησε να τον βάλουν στην πρώτη γραμμή της πιο σκληρής μάχης, έτσι ώστε να τον χτυπήσει ο εχθρός και να σκοτωθεί, κάτι που τελικά έγινε (Β' Βασιλειών 11,6-25).
Η Βηρσαβεέ, όταν έμαθε ότι σκοτώθηκε ο άντρας της, κράτησε πένθος γι' αυτόν και τον θρήνησε. Όταν πέρασε το πένθος, ο Δαβίδ έστειλε και την πήρε στο παλάτι κι έγινε γυναίκα του και του γέννησε γιο (Β' Βασιλειών 11,26-27). Επειδή όμως ο Κύριος είχε δυσαρεστηθεί από την πράξη του Δαβίδ, γι' αυτό έκανε ν' αρρωστήσει βαριά το παιδί που γέννησε η Βηρσαβεέ. Μετά από εφτά μέρες το παιδί πέθανε (Β' Βασιλειών 12,15-23).
Τότε ο Δαβίδ πήγε στη γυναίκα του τη Βηρσαβεέ, την παρηγόρησε και συνευρέθηκε μαζί της. Εκείνη του γέννησε γιο που ο Δαβίδ τον ονόμασε Σαλομών (Σολομών). Ο Κύριος αγάπησε το παιδί και το γνωστοποίησε στο Δαβίδ μέσω του προφήτη Νάθαν. Επίσης έδωσε εντολή στο Νάθαν να ονομάσουν για χάρη του το παιδί Ιεδεδί, που σημαίνει «αγαπημένος από τον Κύριο» (Β' Βασιλειών 12,24-25).
Από την Βηρσαβεέ ο Δαβίδ απέκτησε τον Σολομώντα (Σαλομών) (Β' Βασιλειών 5,14. 12,24. Γ' Βασιλειών 1,11-12. 1,30. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,4) και άλλους τρεις γιους, τον Σαμμούς ή Σαμαά (Σαμμουά, Σιμεά), τον Σωβάβ και τον Νάθαν (Α' Παραλειπομένων 3,5).
Η Βηρσαβεέ υπήρξε δυναμική και με επιρροή στο Δαβίδ. Όταν ο Αδωνίας, ένας από τους γιους του, θέλησε να καταλάβει το θρόνο, η Βηρσαβεέ μετά από τις συμβουλές του προφήτη Νάθαν ενημέρωσε το Δαβίδ. Συγκεκριμένα ο προφήτης Νάθαν πήγε στη Βηρσαβεέ και της είπε, ότι για να σώσει τη ζωή της και τη ζωή του γιου της, του Σολομώντα, να πάει στο βασιλιά Δαβίδ, επειδή δεν είχε ιδέα για τις κινήσεις του Αδωνία, και να του πει πως υποσχέθηκε να παραδώσει τη βασιλεία του στο γιο της το Σολομώντα. Και μετά να τον ρωτήσει, γιατί αφού έδωσε την υπόσχεσή του, έγινε βασιλιάς ο Αδωνίας; Ο προφήτης Νάθαν της είπε, ότι την ώρα που θα μιλάει με το βασιλιά, θα έρθει και εκείνος για να επιβεβαιώσει τα λόγια της. Έτσι, η Βηρσαβεέ παρουσιάστηκε στο βασιλιά, στο δωμάτιό του, επειδή ήταν πολύ γέρος και τον υπηρετούσε η Αβισάγ η Σωμανίτισσα. Η Βηρσαβεέ έσκυψε και προσκύνησε το βασιλιά. Μετά του θύμισε την υπόσχεσή του για το Σολομώντα και του ανήγγειλε τα σχέδια του Αδωνία για το θρόνο. Του είπε ακόμη για τη γιορτή που έκανε ο Αδωνίας και ποιους κάλεσε σ' αυτή. Την ώρα που μιλούσε η Βηρσαβεέ, ήρθε και ο προφήτης Νάθαν, ο οποίος επιβεβαίωσε τα λόγια της (Γ' Βασιλειών 1,11-27).
Τότε ο Δαβίδ διέταξε να φέρουν μέσα στο δωμάτιό του τη Βηρσαβεέ, η οποία είχε αποχωρήσει προσωρινά. Έτσι ο Δαβίδ ενώπιον του προφήτη Νάθαν και της Βηρσαβεέ επιβεβαίωσε εκ νέου την υπόσχεσή του, για την διαδοχή της βασιλείας από τον γιο του, το Σολομώντα. Η Βηρσαβεέ προσκύνησε το Δαβίδ και αποχώρησε (Γ' Βασιλειών 1,28-31). Στη συνέχεια ο Δαβίδ ματαίωσε τα σχέδια του Αδωνία και εξασφάλισε τη διαδοχή του θρόνου στον Σολομώντα.
Η ΒΗΡΣΑΒΕΕ ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ
Μια μέρα ο Αδωνίας πήγε και συνάντησε τη Βηρσαβεέ, μητέρα του Σολομώντα, την οποία προσκύνησε. Ο Αδωνίας ζήτησε από τη Βηρσαβεέ, να μιλήσει στο γιο της το Σολομώντα και να του ζητήσει να του δώσει ως γυναίκα την Αβισάγ τη Σωμανίτισσα, η οποία ήταν δούλη του Δαβίδ.
Έτσι η Βηρσαβεέ απονήρευτη για τις προθέσεις του Αδωνία, παρουσιάστηκε στο βασιλιά Σολομώντα για να του μιλήσει. Ο Σολομώντας σηκώθηκε να την προϋπαντήσει, την ασπάστηκε με στοργή και κάθισε στο θρόνο του. Έβαλαν στα δεξιά του κι ένα άλλο θρόνο για τη μητέρα του, κι εκείνη κάθισε. Τότε η Βηρσαβεέ του μίλησε για τη χάρη, που της ζήτησε ο Αδωνίας.
Ο Σολομών αντιλήφθηκε την πονηρία του Αδωνία και αποκρίθηκε στη μητέρα του, ότι μ' αυτό που του ζήτησε, ουσιαστικά προσφέρουν τη βασιλεία στον Αδωνία, επειδή η Αβισάγ ήταν ουσιαστικά άτυπη σύζυγος του βασιλιά Δαβίδ και επειδή ο Αδωνίας, ως μεγαλύτερος απ' αυτόν θα διεκδικούσε το θρόνο, μιας και είχε πάρει με το μέρος του τον ιερέα Αβιάθαρ και τον Ιωάβ, τον αρχιστράτηγο του Δαβίδ. Τότε ο βασιλιάς Σολομών τιμώρησε τον Αδωνία με θάνατο, αφού με δόλιο τρόπο προσπάθησε να διεκδικήσει το θρόνο (Γ' Βασιλειών 2,13-25).
ΑΛΛΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ
ΜΑΑΧΑ Ή ΜΩΧΑ: Η Μααχά ή Μωχά ήταν η τέταρτη σύζυγος του βασιλιά Δαβίδ (Β' Βασιλειών 3,3. Α' Παραλειπομένων 3,2). Ήταν κόρη του Θολμί (Θολμαΐ), του βασιλιά της Γεδσούρ (Γεσίρ) (Β' Βασιλειών 3,3. Α' Παραλειπομένων 3,2). Γιος του Δαβίδ και της Μααχά ή Μωχά ήταν ο τρίτος γιος του, ο Αβεσσαλώμ (Β' Βασιλειών 3,3. Α' Παραλειπομένων 3,2), τον οποίο απέκτησε στη Χεβρών (Β' Βασιλειών 3,2. Α' Παραλειπομένων 3,1).
ΦΕΓΓΙΘ ή ΑΓΓΙΘ: Η Φεγγίθ ή Αγγίθ ήταν η πέμπτη σύζυγος του βασιλιά Δαβίδ (Β' Βασιλειών 3,4. Α' Παραλειπομένων 3,2). Γιος του Δαβίδ και της Φεγγίθ ή (Αγγίθ) ήταν ο τέταρτος γιος του, ο Ορνία ή Αδωνία (Αδωνί) (Β' Βασιλειών 3,4. Γ' Βασιλειών 1,5. 1,11. 2,13. Α' Παραλειπομένων 3,2), τον οποίο απέκτησε στη Χεβρών (Β' Βασιλειών 3,2. Α' Παραλειπομένων 3,1).
ΑΒΙΤΑΛ: Η Αβιτάλ ήταν η έκτη σύζυγος του βασιλιά Δαβίδ (Β' Βασιλειών 3,4. Α' Παραλειπομένων 3,3). Γιος του Δαβίδ και της Αβιτάλ ήταν ο πέμπτος γιος του, ο Σαβατία ή Σαφατία (Σεφατίας) (Β' Βασιλειών 3,4. Α' Παραλειπομένων 3,3), τον οποίο απέκτησε στη Χεβρών (Β' Βασιλειών 3,2. Α' Παραλειπομένων 3,1).
ΑΙΓΛΑ (ΑΓΛΑ): Η Αιγλά ή Αγλά ήταν η έβδομη σύζυγος του βασιλιά Δαβίδ (Β' Βασιλειών 3,5. Α' Παραλειπομένων 3,3). Γιος του Δαβίδ και της Αιγλά (Αγλά) ήταν ο έκτος γιος του, ο Ιεθεραάμ ή Ιεθραάμ (Ιθρεάμ) (Β' Βασιλειών 3,5. Α' Παραλειπομένων 3,3), τον οποίο απέκτησε στη Χεβρών (Β' Βασιλειών 3,2. Α' Παραλειπομένων 3,1).
Η ΑΒΙΣΑΓ Η ΣΩΜΑΝΙΤΙΔΑ
ΑΒΙΣΑΓ: Η Αβισάγ ήταν Σωμανίτιδα στην καταγωγή και πολύ όμορφη. Υπηρετούσε το Δαβίδ στα βαθιά του γεράματα (Γ' Βασιλειών 1,3-4). Ουσιαστικά ήταν άτυπη σύζυγος του Δαβίδ (Γ' Βασιλειών 2,22).
Όταν ο Δαβίδ είχε πια γεράσει πολύ, όσο και να τον σκέπαζαν με ρούχα, δεν μπορούσε να ζεσταθεί. Γι' αυτό οι δούλοι του βρήκαν μια νέα κοπέλα να τον περιποιείται και να κοιμάται μαζί του για να τον ζεσταίνει. Αναζήτησαν, λοιπόν, στην περιοχή του Ισραήλ μια νέα κοπέλα και βρήκαν την Αβισάγ τη Σωμανίτιδα, η οποία ήταν πολύ όμορφη. Την έφεραν στο βασιλιά κι αυτή τον ζέσταινε και τον υπηρετούσε. Αλλά δεν υπήρξαν σαρκικές σχέσεις μεταξύ του Δαβίδ και της Αβισάγ (Γ' Βασιλειών 1,1-4). Η Αβισάγ βρισκόταν στο δωμάτιο του Δαβίδ και τον υπηρετούσε, όταν η Βηρσαβεέ παρουσιάστηκε στο βασιλιά και του ανήγγειλε τα σχέδια του Αδωνία για το θρόνο (Γ' Βασιλειών 1,15).
Μια μέρα ο Αδωνίας, γιος του Δαβίδ, πήγε και συνάντησε τη Βηρσαβεέ, μητέρα του Σολομώντα, και της ζήτησε να μεσολαβήσει στο Σολομώντα, προκειμένου να του δώσει ως γυναίκα την Αβισάγ τη Σωμανίτιδα. Η Βηρσαβεέ μίλησε στο Σολομώντα, αλλά εκείνος αντιλήφθηκε την πονηρία του Αδωνία, επειδή με την πράξη αυτή προσφέρουν τη βασιλεία στον Αδωνία, γιατί η Αβισάγ ήταν ουσιαστικά άτυπη σύζυγος του βασιλιά Δαβίδ και επειδή ο Αδωνίας, ως μεγαλύτερος απ' αυτόν θα διεκδικούσε το θρόνο. Η απαίτηση αυτή του Αδωνία του στοίχησε τη ζωή, γιατί αμέσως μετά ο Σολομώντας τον θανάτωσε (Γ' Βασιλειών 2,13-25).
ΟΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ
Ο ΑΜΝΩΝ (ΑΜΩΝ)
Ο Αμνών (Αμών) ήταν ο πρωτότοκος γιος του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 3,2. 13,1. 13,21. 13,32-33. Α' Παραλειπομένων 3,1) από την (Αχινόομ, Αχινάαμ) την Ιζρεελίτισσα. Γεννήθηκε στη Χεβρών (Β' Βασιλειών 3,2. Α' Παραλειπομένων 3,1). Το όνομά του σημαίνει "πιστός".
Ο Αμνών ερωτεύτηκε την ετεροθαλή αδερφή του Θημάρ, η οποία ήταν ωραιότατη στην εμφάνιση και αδερφή του Αβεσσαλώμ, παιδιά του Δαβίδ από την Μααχά. Ο Αμνών υπέφερε τόσο πολύ από την αγάπη του αυτή, ώστε αρρώστησε και έπεσε στο κρεβάτι. Ο Αμνών είχε φιλία με τον Ιωναδάβ, γιο του Σαμαά, αδερφού του Δαβίδ. Ο Ιωναδάβ ήταν σοφός άνθρωπος και ρώτησε τον Αμνών, για ποιο λόγο κάθε μέρα ήταν μελαγχολικός και καταβεβλημένος. Ο Αμνών του είπε την αιτία και ο Ιωναδάβ, τον συμβούλεψε να προσποιηθεί τον άρρωστο. Όταν ήρθε ο πατέρας του να τον δει, ο Αμνών, σύμφωνα με τις οδηγίες του Ιωναδάβ, του είπε να του στείλει την αδερφή του, την Θημάρ να τον φροντίσει και να του ετοιμάσει φαγητό. Έτσι ο Δαβίδ ειδοποίησε την Θημάρ να φροντίσει τον αδερφό της.
Η Θημάρ πήγε στο σπίτι του Αμνών, του ετοίμασε φαγητό, αλλά εκείνος δεν ήθελε να φάει. Αφού έδιωξε όλους τους παριστάμενους, ζήτησε από τη Θημάρ να του πάει το φαγητό στο δωμάτιό του. Εκεί ο Αμνών ζήτησε από τη Θημάρ να κοιμηθεί μαζί του. Η Θημάρ αντέδρασε και του είπε να μη διαπράξει αυτή την ανοησία, αλλά να πάει να τη ζητήσει από τον πατέρα τους, ο οποίος δεν θα εμπόδιζε αυτό τον γάμο. Ο Αμνών όμως, δεν συμμορφώθηκε με την υπόδειξη της Θημάρ και καθώς ήταν δυνατότερος απ' αυτήν, την υποχρέωσε να πλαγιάσει μαζί του και τη βίασε.
Ο Αμνών έπειτα από την πράξη του μίσησε τη Θημάρ και την έδιωξε από το σπίτι του, παρά τις παρακλήσεις της. Ζήτησε μάλιστα από ένα δούλο του να πετάξει έξω από το σπίτι τη Θημάρ (Β' Βασιλειών 13,1-18).
Μετά απ' αυτό, ο πατέρας του ο Δαβίδ θύμωσε πάρα πολύ. Ο Αβεσσαλώμ, εξάλλου, δε μιλούσε καθόλου στον Αμνών και τον μίσησε πολύ που είχε ατιμάσει την αδερφή του (Β' Βασιλειών 13,21-22).
Μετά από δύο χρόνια, ο Αβεσσαλώμ αποφάσισε να κουρέψει τα πρόβατά του στη Βελασώρ, που βρισκόταν κοντά στα σύνορα με τη φυλή Εφραίμ. Ετοίμασε λοιπόν γιορτή και προσκάλεσε τον πατέρα του και όλα τ' αδέρφια του. Ο πατέρας του δεν μπόρεσε να πάει, παρά την επιμονή του Αβεσσαλώμ, παρά μόνο τον ευλόγησε και του ευχήθηκε.
Ο Αβεσσαλώμ ετοίμασε πλούσιο τραπέζι και τ' αδέρφια του πήγαν όλα. Μετά στο γλέντι που έγινε, όταν ο Αμνών είχε έρθει στο κέφι από το κρασί, τότε ο Αβεσσαλώμ διέταξε τους υπηρέτες του και τον σκότωσαν (Β' Βασιλειών 13,23-29). Όταν έφτασε η είδηση στο Δαβίδ, ότι ο Αβεσσαλώμ σκότωσε τον Αμνών, τότε σηκώθηκε έσκισε τα ρούχα του και έπεσε καταγής, ξεσπώντας σε δυνατό κλάμα (Β' Βασιλειών 13,23-36).
Ο ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ
Ο Αβεσσαλώμ ήταν ο τρίτος γιος του Δαβίδ από τη σύζυγό του Μααχά (Μωχά), κόρη του βασιλιά της Γεδσούρ (Γεσίρ) (Β' Βασιλειών 3,3. 13,1. 14,21. 16,8. 18,12. 18,33. 19,4. Α' Παραλειπομένων 3,2). Το όνομά του σημαίνει "πατήρ ειρήνης". Ο Αβεσσαλώμ γεννήθηκε στη Χεβρών (Β' Βασιλειών 3,2. Α' Παραλειπομένων 3,1). Αδερφή του Αβεσσαλώμ από την Μααχά ήταν η Θημάρ (Ταμάρ) (Β' Βασιλειών 13,1. 13,4. 13,20. 13,22. 13,32).
Ο Αβεσσαλώμ ήταν εντυπωσιακά όμορφος, όπως και η αδερφή του η Θημάρ. Σε όλον τον Ισραήλ δεν υπήρχε άλλος, που να εγκωμιάζεται τόσο πολύ για την ομορφιά του. Δεν υπήρχε κανένα ψεγάδι πάνω του. Κάθε χρόνο κούρευε το κεφάλι του, γιατί τα μαλλιά του αυξάνονταν υπερβολικά και τον βάραιναν. Όταν κουρεύονταν τα μαλλιά του ζύγιζαν περίπου 2.200 γραμμάρια (Β' Βασιλειών 14,25-26). Ο Αβεσσαλώμ είχε τρεις γιους και μία κόρη, που ονομαζόταν Θημάρ (Ταμάρ). Η κόρη του ήταν πολύ ωραία γυναίκα και παντρεύτηκε τον Ροβοάμ, γιο του Σολομώντα (Β' Βασιλειών 14,27).
Σε άλλα σημεία της Παλαιάς Διαθήκης αναφέρεται πως η κόρη του Αβεσσαλώμ, που παντρεύτηκε τον Ροβοάμ, ονομαζόταν Μααχά, αλλά αυτό δεν αληθεύει γιατί η Μααχά ήταν κόρη του Ουριήλ από τη Γαβαών κι όχι του Αβεσσαλώμ (Γ' Βασιλέων 15,2. Β' Παραλειπομένων 11,20. 13,2).
ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ ΚΑΙ ΘΗΜΑΡ
Ο Αβεσσαλώμ είχε μια ωραία αδερφή, που ονομαζόταν Θημάρ (Ταμάρ). Αυτήν την ερωτεύτηκε ο ετεροθαλής αδερφός της ο Αμνών, ο μεγαλύτερος γιος του Δαβίδ από την Αχινόομ. Ο Αμνών υπέφερε τόσο πολύ από την αγάπη του αυτή, ώστε αρρώστησε και έπεσε στο κρεβάτι. Ο Αμνών, σύμφωνα με τις οδηγίες του φίλου του Ιωναδάβ, γιου του Σαμαά, αδερφού του Δαβίδ, προφασίστηκε πως ήταν άρρωστος κι έτσι η Θημάρ πήγε για να τον φροντίσει. Τότε την υποχρέωσε να πλαγιάσει μαζί του και τη βίασε.
Ο αδερφός της ο Αβεσσαλώμ κατάλαβε ότι τη βίασε ο Αμνών και την πήρε στο σπίτι του. Μετά το γεγονός αυτό ο Αβεσσαλώμ, δε μιλούσε καθόλου στον Αμνών και τον μίσησε πολύ που είχε ατιμάσει την αδερφή του (Β' Βασιλειών 13,1-22).
Μετά από δύο χρόνια, ο Αβεσσαλώμ αποφάσισε να κουρέψει τα πρόβατά του στη Βελασώρ, που βρισκόταν κοντά στα σύνορα με τη φυλή Εφραίμ. Ετοίμασε λοιπόν γιορτή και προσκάλεσε τον πατέρα του και όλα τ' αδέρφια του. Ο πατέρας του δεν μπόρεσε να πάει, παρά την επιμονή του Αβεσσαλώμ, παρά μόνο τον ευλόγησε και του ευχήθηκε.
Ο Αβεσσαλώμ ετοίμασε πλούσιο τραπέζι και τ' αδέρφια του πήγαν όλα. Μετά στο γλέντι που έγινε, όταν ο Αμνών είχε έρθει στο κέφι από το κρασί, τότε ο Αβεσσαλώμ διέταξε τους υπηρέτες του και τον σκότωσαν (Β' Βασιλειών 13,23-29). Μετά απ' αυτό το γεγονός ο Αβεσσαλώμ κατέφυγε στον παππού του, στο βασιλιά της Γεδσούρ, τον Θολμί, κι έμεινε κοντά του τρία χρόνια, στη γη Μαχάδ. Ο βασιλιάς Δαβίδ όλο αυτό το διάστημα κράτησε πένθος για το γιο του. Όταν παρηγορήθηκε από το θάνατο του Αμνών, επιθύμησε να δει τον Αβεσσαλώμ (Β' Βασιλειών 13,37-39).
Ο Ιωάβ, ο αρχιστράτηγος του Δαβίδ, έπεισε τον Δαβίδ να επαναφέρει τον Αβεσσαλώμ από την εξορία. Μετά πήγε στη Γεδσούρ κι έφερε από 'κει τον Αβεσσαλώμ στην Ιερουσαλήμ, αλλά χωρίς να γίνει ακόμη δεκτός από τον πατέρα του (Β' Βασιλειών 14,1-24).
Ο Αβεσσαλώμ έμεινε στην Ιερουσαλήμ δύο ολόκληρα χρόνια χωρίς να δει τον πατέρα του. Μια μέρα κάλεσε τον Ιωάβ να τον στείλει στο βασιλιά, αλλά ο Ιωάβ δε θέλησε να πάει στον Αβεσσαλώμ. Τον κάλεσε και δεύτερη φορά, αλλά και πάλι δεν πήγε. Τότε διέταξε τους υπηρέτες του, να βάλουν φωτιά στο χωράφι του Ιωάβ, που ήταν κοντά στο δικό του και ήταν σπαρμένο κριθάρι.
Όταν οι υπηρέτες του Ιωάβ του έφεραν τα νέα, εκείνος πήγε αγανακτισμένος στο σπίτι του Αβεσσαλώμ και του ζήτησε το λόγο. Ο Αβεσσαλώμ του ζήτησε να μεσολαβήσει στον πατέρα του, ώστε να γίνει δεκτός, κι αν είναι ένοχος, τότε ας τον θανατώσει. Ο Ιωάβ παρουσιάστηκε στο Δαβίδ και του ανέφερε όσα του είχε πει ο Αβεσσαλώμ. Ο βασιλιάς κάλεσε τον Αβεσσαλώμ κι εκείνος παρουσιάστηκε μπροστά του κι έπεσε με το πρόσωπο στη γη και τον προσκύνησε. Κι ο Δαβίδ φίλησε το γιο του (Β' Βασιλειών 14,28-33).
Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ
Μετά απ' αυτά τα γεγονότα, ο Αβεσσαλώμ προμηθεύτηκε μια άμαξα και άλογα, κι έβαλε πενήντα άντρες να τρέχουν ως σωματοφύλακες μπροστά από την άμαξά του. Σηκωνόταν κάθε πρωΐ και στεκόταν στο πλάι του δρόμου που οδηγούσε στην πύλη της Ιερουσαλήμ. Κάθε φορά που ερχόταν κάποιος στο βασιλιά για κρίση και είχε κάποια διαφορά, ο Αβεσσαλώμ του έλεγε, ότι η υπόθεση του ήταν σωστή και δίκαιη, αλλά ο βασιλιάς δεν νοιάζεται για την υπόθεσή του. Τους έλεγε ότι, εάν έκρινε ο ίδιος τις διαφορές θα έδινε σε όλους το δίκιο τους. Κι όταν κανείς ερχόταν να τον προσκυνήσει, τότε ο Αβεσσαλώμ άπλωνε το χέρι του και τον φιλούσε. Αυτά έκανε ο Αβεσσαλώμ κι έτσι κέρδιζε τις καρδιές των Ισραηλιτών (Β' Βασιλειών 15,1-6).
Λίγο καιρό αργότερα, όταν ο Αβεσσαλώμ έγινε 40 ετών, ζήτησε την άδεια από τον πατέρα του να πάει στη Χεβρών για να εκπληρώσει ένα τάμα που είχε κάνει στον Κύριο. Τον καιρό που ήταν στον παππού του στην Γεδσούρ, στη Συρία, έκανε τάμα εάν ο Κύριος τον επανέφερε στην Ιερουσαλήμ, τότε θα του πρόσφερε θυσίες στη Χεβρών. Ο Δαβίδ ανύποπτος του έδωσε την άδεια κι έτσι ο Αβεσσαλώμ πήγε στη Χεβρών. Από κει έστειλε κρυφά ανθρώπους σ' όλες τις φυλές του Ισραήλ και τους μήνυσε, ότι όταν θα ακουστεί ο ήχος της σάλπιγγας, να φωνάξουν: "ο Αβεσσαλώμ έγινε βασιλιάς στη Χεβρών"».
Μαζί με τον Αβεσσαλώμ είχαν πάει και 200 άντρες από την Ιερουσαλήμ. Αυτοί όμως ήταν ανυποψίαστοι και δεν ήξεραν τίποτα για τις προθέσεις του Αβεσσαλώμ. Ενώ πρόσφερε τις θυσίες, έστειλε να καλέσουν τον Αχιτόφελ το Γελμωναίο, που καταγόταν από τη Γωλά και ήταν σύμβουλος του Δαβίδ. Έτσι το συνωμοτικό στράτευμα γινόταν ολοένα και ισχυρότερο, διότι ο λαός που ακολουθούσε τον Αβεσσαλώμ, συνεχώς αυξανόταν (Β' Βασιλειών 15,7-12).
Ένας αγγελιοφόρος πήγε στο Δαβίδ και του είπε, ότι ο Αβεσσαλώμ επαναστάτησε και ότι οι Ισραηλίτες είναι με το μέρος του. Τότε ο Δαβίδ πήρε την οικογένειά του και τους αξιωματούχους του και έφυγαν από την Ιερουσαλήμ. Άφησε μόνο δέκα παλλακίδες να φυλάνε το βασιλικό παλάτι. Τον ακολούθησαν ακόμη οι σωματοφύλακές του και οι ανδρείοι μαχητές του. Ο Δαβίδ και οι άντρες του πέρασαν το χείμαρρο των Κέδρων και κατευθύνονταν προς την έρημο της Αραβώθ (Β' Βασιλειών 15,13-23).
Ο Αβεσσαλώμ και όλοι οι Ισραηλίτες που ήταν μαζί του μπήκαν στην Ιερουσαλήμ. Μαζί τους ήταν και ο Αχιτόφελ. Όταν ο Χουσί, ο σύμβουλος κι ο φίλος του Δαβίδ, έφτασε στον Αβεσσαλώμ, του ζήτησε να του προσφέρει τις υπηρεσίες του, όπως έκανε και στον πατέρα του. Τότε ο Αβεσσαλώμ ζήτησε τη γνώμη του Αχιτόφελ. Εκείνος του είπε να πλαγιάσει με τις παλλακίδες του πατέρα του, που άφησε στο ανάκτορο, έτσι ώστε όλοι οι Ισραηλίτες να μάθουν ότι ήρθε σε ρήξη με τον πατέρα του. Έστησαν, λοιπόν, μια σκηνή μέσα στα ανάκτορα, και ο Αβεσσαλώμ πήγε μπροστά σ' όλους και πλάγιασε με τις παλλακίδες του πατέρα του. Εκείνο τον καιρό οι συμβουλές που έδινε ο Αχιτόφελ λογαριάζονταν σαν να ήταν λόγος θεού. Έτσι τις θεωρούσαν τόσο ο Δαβίδ όσο κι ο Αβεσσαλώμ (Β' Βασιλειών 16,15-23).
Μετά ο Αχιτόφελ ζήτησε από τον Αβεσσαλώμ, να του δώσει 12.000 άντρες και να καταδιώξει το Δαβίδ το ίδιο βράδυ και να του επιτεθεί, ενώ αυτός θα είναι κουρασμένος κι εξαντλημένος. Αυτός ο λόγος φάνηκε καλός στον Αβεσσαλώμ και σ' όλους του πρεσβυτέρους του Ισραήλ. Έτσι ο Αβεσσαλώμ κάλεσε και τον Χουσί, γιο του Αραχί και πρώην σύμβουλο του Δαβίδ, για ν' ακούσει και τη δική του γνώμη (Β' Βασιλειών 17,1-5).
Ο Χουσί παρουσιάστηκε στον Αβεσσαλώμ και εκείνος ζήτησε τη γνώμη του για το συγκεκριμένο θέμα. Ο Χουσί είπε στον Αβεσσαλώμ, ότι δεν είναι καλή η συμβουλή που έδωσε ο Αχιτόφελ. Όλοι ξέρουν καλά ότι οι άντρες του Δαβίδ είναι γενναίοι και έμπειροι πολεμιστές. Τώρα μάλιστα είναι και εξοργισμένοι. Ο πατέρας του ο Δαβίδ είναι έμπειρος στους πολέμους και θα βρει κάποιο καλό στρατηγικό σημείο για να στήσει το στρατό του. Εάν λοιπόν ο πατέρας του κερδίσει την πρώτη μάχη, τότε ο στρατός του Αβεσσαλώμ θα χάσει το ηθικό του και ο λαός θα φοβηθεί, γιατί ξέρει ότι ο πατέρας του είναι δυνατός και οι στρατιώτες του είναι δυνατοί και γενναίοι πολεμιστές. Έτσι λοιπόν ο Χουσί πρότεινε στον Αβεσσαλώμ, να συγκεντρώσει όλους τους Ισραηλίτες από το Βορρά ως το Νότο, να ηγηθεί ο ίδιος ο Αβεσσαλώμ του στρατού αυτού και τότε να επιτεθεί στο Δαβίδ. Κι αν ο πατέρας του καταφύγει σε κάποια πόλη και ζητήσει βοήθεια, τότε θα την τιμωρήσουν παραδειγματικά για την πράξη της αυτή.
Αυτή η άποψη του Χουσί άρεσε στον Αβεσσαλώμ και στους πρεσβυτέρους του Ισραήλ και την προτίμησαν από τη συμβουλή του Αχιτόφελ. Έτσι ο Κύριος εξουδετέρωσε το σχέδιο του Αχιτόφελ, την τόσο συμφέρουσα για τον Αβεσσαλώμ, για να τον τιμωρήσει αργότερα για τις πράξεις του (Β' Βασιλειών 17,6-14).
Αμέσως μετά ο Χουσί γνωστοποίησε στους ιερείς Σαδώκ και Αβιάθαρ, που ήταν με το μέρος του Δαβίδ, τα σχέδια του Αχιτόφελ και του Αβεσσαλώμ, και συμβούλεψε να πουν στο Δαβίδ να μη μείνει αυτή τη νύχτα στην κοιλάδα του Ιορδάνη, στην Αραβώθ, αλλά να περάσει γρήγορα το ποτάμι, μήπως τυχόν ο Αχιτόφελ αλλάξει τη γνώμη του Αβεσσαλώμ και στείλει το στρατό εναντίον του Δαβίδ. Μια υπηρέτρια, λοιπόν, μετέφερε στον Αχιμάας και στον Ιωνάθαν, τους γιους του Σαδώκ και του Αβιάθαρ, που περίμεναν κοντά στην πηγή Ρωγήλ, το μήνυμα του Χουσί κι αυτοί με τη σειρά τους στο βασιλιά Δαβίδ (Β' Βασιλειών 17,15-17).
Ένας νεαρός όμως τους είδε και το είπε στον Αβεσσαλώμ, ο οποίος έστειλε ανθρώπους για να τους συλλάβουν. Αλλά ο Ιωνάθαν και ο Αχιμάας επέσπευσαν το βήμα τους και μπήκαν γρήγορα σ' ένα σπίτι στη Βαουρίμ, που είχε στην αυλή του πηγάδι και κρύφτηκαν εκεί. Η γυναίκα του σπιτιού έκλεισε το πηγάδι μ' ένα σκέπασμα και σκόρπισε από πάνω του κόκκους σιταριού για να ξεραθούν κι έτσι δεν φαινόταν τίποτα από κάτω.
Οι άνθρωποι του Αβεσσαλώμ πήγαν στο σπίτι αυτό και ρώτησαν τη γυναίκα, εάν είδε τους δύο άντρες. Η γυναίκα τους απάντησε ότι πέρασαν πέρα απ' το ποτάμι. Εκείνοι τους αναζήτησαν, αλλά επειδή δεν τους βρήκαν, επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ. Όταν οι άνθρωποι του Αβεσσαλώμ έφυγαν, ο Ιωνάθαν κι ο Αχιμάας βγήκαν απ' το πηγάδι και έδωσαν στο βασιλιά Δαβίδ το μήνυμα του Χουσί. Έτσι ο Δαβίδ μέχρι το πρωΐ πέρασε τον Ιορδάνη (Β' Βασιλειών 17,18-22). Ο Αχιτόφελ στο μεταξύ, όταν είδε ότι δεν ακολούθησαν τη συμβουλή του, σαμάρωσε το γαϊδούρι του κι έφυγε για το σπίτι του, στην πόλη του. Αφού τακτοποίησε τις υποθέσεις του σπιτιού του μετά κρεμάστηκε. Τον έθαψαν στον τάφο του πατέρα του (Β' Βασιλειών 17,23).
Ο Δαβίδ όταν πέρασε τον Ιορδάνη, πήγε στη Μαναΐμ (Μαχαναΐμ). Ο Αβεσσαλώμ πέρασε τον Ιορδάνη, μαζί με όλο τον ισραηλιτικό στρατό και στρατοπέδευσε στη Γαλαάδ. Ως αρχιστράτηγο ο Αβεσσαλώμ διόρισε τον Αμεσσά (Αμεσσαΐ), γιο του Ισμαηλίτη Ιοθόρ και της Αβιγαίας, αδερφή της Σαρουΐας (Β' Βασιλειών 17,24-26).
Η ΗΤΤΑ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ
Ο Δαβίδ επιθεώρησε το στρατό του και το χώρισε σε τρία μέρη: Το πρώτο τμήμα το έθεσε υπό τις διαταγές του Ιωάβ, το δεύτερο υπό τις διαταγές του Αβεσσά, αδερφού του Ιωάβ, και το τρίτο υπό τις διαταγές του Εθθί του Γεθθαίου. Την ώρα που ο στρατός του έβγαινε από την Μαναΐμ (Μαχαναΐμ), ο Δαβίδ είπε στους στρατηγούς του, να λυπηθούν τον Αβεσσαλώμ και να μην του κάνουν κακό (Β' Βασιλειών 18,1-5).
Η μάχη έγινε στο δάσος του Εφραίμ (δάσος της μεγάλης δρυός). Εκεί ο στρατός του Αβεσσαλώμ νικήθηκε από τα στρατεύματα του Δαβίδ κι έπαθε την ημέρα εκείνη μεγάλη καταστροφή, με 20.000 νεκρούς. Ο πόλεμος επεκτάθηκε σ' όλη την περιοχή. Από το στρατό του Αβεσσαλώμ σκοτώθηκαν περισσότεροι κατά τη φυγή τους στο δάσος, παρά στο πεδίο της μάχης. Ο Αβεσσαλώμ καβάλα στο μουλάρι του, βρέθηκε αντιμέτωπος με τους στρατιώτες του Δαβίδ. Και καθώς ο Αβεσσαλώμ μπήκε στο δάσος για να γλιτώσει, τα μεγάλα του μαλλιά πιάστηκαν από τα πυκνά κλαδιά μιας μεγάλης βελανιδιάς και κρεμόταν εκεί μετέωρος, ενώ το μουλάρι έφυγε από κάτω του (Β' Βασιλειών 18,6-9).
Ένας στρατιώτης του Δαβίδ τον είδε και το είπε στον Ιωάβ. Εκείνος πήρε τρία βέλη στα χέρια του και με το τόξο του τα κάρφωσε στην καρδιά του Αβεσσαλώμ, ενώ αυτός ήταν ακόμα ζωντανός, κρεμασμένος στη βελανιδιά. Κατόπιν δέκα στρατιώτες του Ιωάβ, περικύκλωσαν τον Αβεσσαλώμ, τον χτύπησαν με τα όπλα τους και τον αποτελείωσαν (Β' Βασιλειών 18,10-16).
Μετά ο Ιωάβ πήρε το πτώμα του Αβεσσαλώμ και τον έριξε σ' ένα λάκκο στο δάσος κι έριξε από πάνω του ένα μεγάλο σωρό από πέτρες. Ύστερα έφυγαν οι Ισραηλίτες, καθένας για το σπίτι του. Κατά σύμπτωση, όταν ακόμα ζούσε Αβεσσαλώμ, είχε στήσει για τον αυτόν του μια αναμνηστική στήλη, κοντά στο σημείο που πέθανε, στην Κοιλάδα του Βασιλέως, γιατί σκεφτόταν ότι δεν είχε γιο για να διατηρήσει τη μνήμη του ονόματός του. Είχε δώσει μάλιστα το όνομά του στη στήλη και ονομάστηκε «Χειρ Αβεσσαλώμ» (Β' Βασιλειών 18,17-18).
Όταν οι αγγελιαφόροι πήγαν την είδηση στο Δαβίδ, εκείνος ταράχτηκε. Ανέβηκε πάνω στο χώρο που βρισκόταν πάνω από την πύλη κι έκλαψε. Και καθώς πήγαινε προς τα κει έλεγε: «Γιε μου Αβεσσαλώμ! Γιε μου, γιε μου Αβεσσαλώμ! Μακάρι να είχα σκοτωθεί εγώ αντί για σένα, Αβεσσαλώμ, γιε μου, γιε μου!» (Β' Βασιλειών 18,28-33). Ο 3ος ψαλμός αναφέρεται στη στάση του Αβεσσαλώμ.
Σημειώνεται ότι έξω από την Ιερουσαλήμ, στο Όρος των Ελαιών, σώζεται μέχρι σήμερα οικοδόμημα που φέρει το όνομα «Τάφος του Αβεσσαλώμ», που προφανώς όμως πρόκειται για μνημείο της μεταγενέστερης ελληνορωμαϊκής εποχής. Έχει βάση περίπτερο τετράγωνο που υψώνεται κυλινδρικά και καταλήγει σε κόλουρο κώνο.
ΟΙ ΓΙΟΙ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ ΣΤΗ ΧΕΒΡΩΝ
ΔΑΛΟΥΪΑ ή ΔΑΜΝΙΗΛ (ΔΑΝΙΗΛ, ΧΙΛΕΑΒ): Ο Δαλουΐα ή Δαμνιήλ (Δανιήλ, Χιλεάβ) ήταν ο δεύτερος γιος του Δαβίδ από τη δεύτερη σύζυγό του την Αβιγαία από την Κάρμηλο (Β' Βασιλειών 3,3. Α' Παραλειπομένων 3,1). Ο Δαλουΐα ή Δαμνιήλ γεννήθηκε στη Χεβρών (Β' Βασιλειών 3,2. Α' Παραλειπομένων 3,1).
ΟΡΝΙΑ Ή ΑΔΩΝΙΑ (ΑΔΩΝΙ): Ο Αδωνία ή Ορνία (Αδωνί) ήταν ο τέταρτος γιος του Δαβίδ από την πέμπτη σύζυγό του την Φεγγίθ ή Αγγίθ (Β' Βασιλειών 3,4. Γ' Βασιλειών 1,5. 1,11. Α' Παραλειπομένων 3,2). Ο Αδωνία ή Ορνία γεννήθηκε στη Χεβρών (Β' Βασιλειών 3,2. Α' Παραλειπομένων 3,1). Ο Δαβίδ τον είχε αποκτήσει μετά τον Αβεσσαλώμ. Ο Αδωνίας ήταν ωραιότατος κατά τη μορφή και το παράστημα (Γ' Βασιλειών 1,6). Ήταν πολύ φιλόδοξος και σφετερίστηκε το θρόνο από τον Σολομώντα.
ΣΑΒΑΤΙΑ Ή ΣΑΦΑΤΙΑ (ΣΕΦΑΤΙΑΣ): Ο Σαβατία ή Σαφατία (Σεφατίας) ήταν ο πέμπτος γιος του Δαβίδ από την έκτη σύζυγό του την Αβιτάλ (Β' Βασιλειών 3,4. Α' Παραλειπομένων 3,3). Ο Σαβατία ή Σαφατία γεννήθηκε στη Χεβρών (Β' Βασιλειών 3,2. Α' Παραλειπομένων 3,1).
ΙΕΘΕΡΑΑΜ Ή ΙΕΘΡΑΑΜ (ΙΘΡΕΑΜ): Ο Ιεθεραάμ ή Ιεθραάμ (Ιθρεάμ) ήταν ο έκτος γιος του Δαβίδ από την έβδομη σύζυγό του την Αιγλά ή Αγλά (Β' Βασιλειών 3,5. Α' Παραλειπομένων 3,3). Ο Ιεθεραάμ ή Ιεθραάμ γεννήθηκε στη Χεβρών (Β' Βασιλειών 3,2. Α' Παραλειπομένων 3,1).
Ο ΣΟΛΟΜΩΝ
Τρίτος και τελευταίος βασιλιάς του ενωμένου βασιλείου του Ισραήλ, βασίλευσε μετά το Σαούλ και το Δαβίδ. Ήταν ο δεύτερος γιος του Δαβίδ από τη Βηρσαβεέ (Βηθσαβεέ) (Β' Βασιλέων 12,24. Γ' Βασιλειών 1,11-12. 1,30. Α' Παραλειπομένων 3,5), πρώην σύζυγο του Ουρία. Το όνομά του ετυμολογικά προέρχεται από την εβραϊκή λέξη «σαλόμ», που σημαίνει «ειρήνη», «ειρηνικός», ενώ ονομάστηκε από τον Κύριο Ιεδεδί (Ιεδιδίας), δηλαδή "αγαπημένος του Κυρίου" (Β' Βασιλέων 12,24-25). Ανέβηκε στο θρόνο του Ισραήλ στα 972 π.Χ. και βασίλεψε επί 40 χρόνια. Ο Σολομώντας είχε τρεις αδελφούς: τον Σαμμούς ή Σαμαά (Σαμμουά, Σιμεά), τον Σωβάβ και τον Νάθαν (Α' Παραλειπομένων 3,5).
Έγραψε 3.000 παροιμίες, 1005 τραγούδια (Α' Βασιλέων 4,32 ή 5,12) και ένα ψαλμό (127ος). Έψαξε και βρήκε αρκετές παροιμίες τις οποίες αφού μελέτησε ποιες από αυτές ήταν αληθινές και σωστές τις κατέγραψε με τα καλύτερα λόγια (Εκκλησιαστής 12,9-10). Τα βιβλία Άσμα Ασμάτων, Παροιμίες και Εκκλησιαστής αποδίδονται στο Σολομώντα και αποτελούν πηγή για τη ζωή και το έργο του.
ΟΙ ΓΙΟΙ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ ΑΠΟ ΤΗ ΒΗΡΣΑΒΕΕ
ΣΑΜΜΟΥΣ Ή ΣΑΜΑΑ (ΣΑΜΜΟΥΑ, ΣΙΜΕΑ): Ο Σαμμούς ή Σαμαά (Σαμμουά, Σιμεά) ήταν γιος του Δαβίδ από τη Βηρσαβεέ (Βηθσαβεέ) (Β' Βασιλειών 5,14. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,4). Ο Σαμμούς ή Σαμαά γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,14. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,3) και είχε τρεις αδελφούς: τον Σολωμών ή Σαλομών, τον Σωβάβ και τον Νάθαν (Β' Βασιλειών 5,14. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,4).
ΣΩΒΑΒ: Ο Σωβάβ ήταν γιος του Δαβίδ από τη Βηρσαβεέ (Βηθσαβεέ) (Β' Βασιλειών 5,14. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,4). Ο Σωβάβ γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,14. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,3) και είχε τρεις αδελφούς: τον Σολωμών ή Σαλομών, τον Σαμμούς ή Σαμαά (Σαμμουά, Σιμεά) και τον Νάθαν (Β' Βασιλειών 5,14. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,4).
ΝΑΘΑΝ: Ο Νάθαν ήταν γιος του Δαβίδ από τη Βηρσαβεέ (Βηθσαβεέ) (Β' Βασιλειών 5,14. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,4). Ο Νάθαν γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,14. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,3) και είχε τρεις αδελφούς: τον Σολωμών ή Σαλομών, τον Σαμμούς ή Σαμαά (Σαμμουά, Σιμεά) και τον Σωβάβ (Β' Βασιλειών 5,14. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,4).
ΟΙ ΓΙΟΙ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ ΣΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ
ΙΕΒΑΑΡ Ή ΙΒΑΑΡ Ή ΕΒΕΑΡ (ΙΒΧΑΡ): Ο Ιεβαάρ ή Ιβαάρ ή Εβεάρ (Ιβχάρ) ήταν γιος του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 5,15. Α' Παραλειπομένων 3,6. 14,5) από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,13. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,3).
ΕΛΙΣΑ Ή ΕΛΙΣΑΕ Ή ΕΛΙΣΟΥΣ (ΕΛΙΣΟΥΑ): Ο Ελισά ή Ελισούς ή Ελισαέ (Ελισουά) ήταν γιος του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 5,15. Α' Παραλειπομένων 3,6. 14,5) από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,13. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,3).
ΕΛΙΦΑΛΗΘ Ή ΕΛΙΦΑΛΑΘ Ή ΕΛΙΦΑΛΕΤ (ΕΛΙΦΕΛΕΤ): Ο Ελιφαλήθ ή Ελιφαλάθ ή Ελιφαλέτ (Ελιφέλετ) ήταν γιος του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 5,16. Α' Παραλειπομένων 3,6. 14,5) από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,13. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,3).
ΝΑΓΑΙ Ή ΝΑΓΕΔ Ή ΝΑΓΕΘ (ΝΩΓΑ): Ο Ναγαί ή Ναγέδ ή Ναγέθ (Νωγά) ήταν γιος του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 5,16. Α' Παραλειπομένων 3,7. 14,6) από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,13. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,3).
ΝΑΦΕΚ Ή ΝΑΦΑΓ (ΝΕΦΕΓ): Ο Ναφέκ ή Ναφάγ (Νεφέγ) ήταν γιος του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 5,15. Α' Παραλειπομένων 3,7. 14,6) από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,13. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,3).
ΙΑΦΙΕ Ή ΙΕΦΙΕΣ (ΙΑΦΙΑ): Ο Ιαφιέ ή Ιεφιές (Ιαφιά) ήταν γιος του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 5,15. Α' Παραλειπομένων 3,7. 14,6) από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,13. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,3).
ΕΛΙΣΑΜΑ Ή ΕΛΙΣΑΜΑΕ: Ο Ελισαμά ή Ελισαμαέ ήταν γιος του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 5,16. Α' Παραλειπομένων 3,8. 14,7) από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,13. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,3).
ΕΛΙΑΔΑ Ή ΕΛΙΑΔΕ Ή ΕΛΙΔΑΕ (ΕΛΕΑΔΑ, ΕΛΓΙΑΔΑ, ΒΕΕΛΙΑΔΑ: Ο Ελιαδά ή Ελιαδέ ή Ελιδαέ (Ελεαδά, Ελγιαδά ή Βεελιαδά) ήταν γιος του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 5,16. Α' Παραλειπομένων 3,8. 14,7) από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,13. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,3).
ΕΛΙΦΑΛΑ Ή ΕΛΙΦΑΛΑΤ Ή ΕΛΙΦΑΛΕΤ (ΕΛΙΦΕΛΕΤ, ΕΛΠΑΛΕΤ): Ο Ελιφαλά ή Ελιφαλάτ ή Ελιφαλέτ (Ελιφελέτ, Ελπαλέτ) ήταν γιος του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 5,16. Α' Παραλειπομένων 3,8. 14,7) από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,13. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,3).
ΑΜΑΕ: Ο Σαμαέ ήταν γιος του Δαβίδ από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,16).
ΙΕΣΣΙΒΑΘ: Ο Ιεσσιβάθ ήταν γιος του Δαβίδ από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,16).
ΝΑΘΑΝ: Ο Νάθαν ήταν γιος του Δαβίδ από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,16). Αναφέρονται δύο με τ' όνομα αυτό ως γιοι του Δαβίδ.
ΓΑΛΑΜΑΑΝ: Ο Γαλαμαάν ήταν γιος του Δαβίδ από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,16).
ΙΕΒΑΑΡ: Ο Ιεβαάρ ήταν γιος του Δαβίδ από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,16). Αναφέρονται δύο με τ' όνομα αυτό ως γιοι του Δαβίδ.
ΘΕΗΣΟΥΣ: Ο Θεησούς ήταν γιος του Δαβίδ από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,16).
ΝΑΦΕΚ (ΝΑΦΑΓ): Ο Ναφέκ (Νάφαγ) ήταν γιος του Δαβίδ από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,16).
ΙΑΝΑΘΑΝ: Ο Ιανάθαν ήταν γιος του Δαβίδ από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,16).
ΛΕΑΣΑΜΥΣ: Ο Λεασαμύς ήταν γιος του Δαβίδ από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,16).
ΒΑΑΛΙΜΑΘ: Ο Βααλιμάθ ήταν γιος του Δαβίδ από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,16).
ΕΛΙΦΑΑΘ: Ο Ελιφαάθ ήταν γιος του Δαβίδ από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,16).
ΙΕΡΙΜΟΥΘ (ΙΕΡΙΜΩΘ): Ο Ιεριμούθ (Ιεριμώθ) ήταν γιος του Δαβίδ (Β' Παραλειπομένων 11,18). Κόρη του Ιεριμούθ ήταν η Μολλάθ (Μαχαλάθ), η οποία ήταν η πρώτη γυναίκα του Ροβοάμ (Β' Παραλειπομένων 11,18).
Η ΘΗΜΑΡ (ΤΑΜΑΡ)
Η Θημάρ (Ταμάρ) ήταν κόρη του Δαβίδ από τη σύζυγό του Μααχά (Μωχά) (Α' Παραλειπομένων 3,9), κόρη του βασιλιά της Γεδσούρ (Γεσίρ) Θολμί (Θολμαΐ) (Β' Βασιλειών 3,3. Α' Παραλειπομένων 3,2) και αδερφή του Αβεσσαλώμ (Β' Βασιλειών 13,1. 13,4. 13,20. 13,22. 13,32). Η Θημάρ ήταν ωραιότατη στην εμφάνιση (Β' Βασιλειών 13,1).
Η Θημάρ ήταν αρκετά όμορφη και ο ετεροθαλής αδερφός της ο Αμνών την ερωτεύτηκε. Ο Αμνών υπέφερε τόσο πολύ από την αγάπη του αυτή, ώστε αρρώστησε και έπεσε στο κρεβάτι. Ο Αμνών είχε φιλία με τον Ιωναδάβ, γιο του Σαμαά, αδερφού του Δαβίδ. Ο Ιωναδάβ ρώτησε τον Αμνών, για ποιο λόγο κάθε μέρα ήταν μελαγχολικός και καταβεβλημένος. Ο Αμνών του είπε την αιτία και ο Ιωναδάβ, τον συμβούλεψε να προσποιηθεί τον άρρωστο. Όταν ήρθε ο πατέρας του να τον δει, ο Αμνών, σύμφωνα με τις οδηγίες του Ιωναδάβ, του είπε να του στείλει την αδερφή του, την Θημάρ να τον φροντίσει και να του ετοιμάσει φαγητό. Έτσι ο Δαβίδ ειδοποίησε την Θημάρ να φροντίσει τον αδερφό της.
Η Θημάρ πήγε στο σπίτι του Αμνών, του ετοίμασε φαγητό, αλλά εκείνος δεν ήθελε να φάει. Αφού έδιωξε όλους τους παριστάμενους, ζήτησε από τη Θημάρ να του πάει το φαγητό στο δωμάτιό του. Εκεί ο Αμνών ζήτησε από τη Θημάρ να κοιμηθεί μαζί του. Η Θημάρ αντέδρασε και του είπε να μη διαπράξει αυτή την ανοησία, αλλά να πάει να τη ζητήσει από τον πατέρα τους, ο οποίος δεν θα εμπόδιζε αυτό τον γάμο. Ο Αμνών όμως, δεν συμμορφώθηκε με την υπόδειξη της Θημάρ και καθώς ήταν δυνατότερος απ' αυτήν, την υποχρέωσε να πλαγιάσει μαζί του και τη βίασε.
Ο Αμνών έπειτα από την πράξη του μίσησε τη Θημάρ και την έδιωξε από το σπίτι του, παρά τις παρακλήσεις της. Ζήτησε μάλιστα από ένα δούλο του να πετάξει έξω από το σπίτι τη Θημάρ (Β' Βασιλειών 13,1-18).
Η Θημάρ φεύγοντας πήρε χώμα, το έριξε στο κεφάλι της, έσχισε το μακρύ χιτώνα της, έβαλε τα χέρια στο κεφάλι της και έκλαιγε τη δυστυχία της. Ο αδερφός της ο Αβεσσαλώμ κατάλαβε ότι τη βίασε ο Αμνών και την πήρε στο σπίτι του. Μετά το γεγονός αυτό ο Αβεσσαλώμ, δε μιλούσε καθόλου στον Αμνών και τον μίσησε πολύ που είχε ατιμάσει την αδερφή του.
Όταν ο Δαβίδ πληροφορήθηκε το γεγονός, θύμωσε πάρα πολύ, που ο Αμνών ατίμασε την αδερφή του. Δεν τον τιμώρησε όμως, γιατί ήταν ο πρωτότοκος και τον αγαπούσε ιδιαίτερα (Β' Βασιλειών 13,19-22). Μετά από δύο χρόνια, ο Αβεσσαλώμ εκδικήθηκε την ατίμωση της αδερφής του. Μετά από μια γιορτή που έγινε στο σπίτι του, όταν ο Αμνών είχε έρθει στο κέφι από το κρασί, τότε ο Αβεσσαλώμ διέταξε τους υπηρέτες του και τον σκότωσαν (Β' Βασιλειών 13,26-29).
ΤΑ ΑΔΕΡΦΙΑ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ
ΟΙ ΓΙΟΙ ΤΟΥ ΙΕΣΣΑΙ
ΕΛΙΑΒ: Ο Ελιάβ ήταν ο πρωτότοκος γιος του Ιεσσαί και αδερφός του Δαβίδ (Α' Βασιλειών 16,6. 17,13. Α' Παραλειπομένων 2,13. 27,18. Β' Παραλειπομένων 11,18). Ο Ελιάβ ήταν αρχηγός της φυλής Ιούδα και αρχηγός πατριαρχικής οικογένειας την εποχή του Δαβίδ (Α' Παραλειπομένων 27,18). Κόρη του Ελιάβ ήταν η Αβιγαία (Αβιαΐλ), η οποία ήταν η δεύτερη σύζυγος του βασιλιά Ροβοάμ, γιου του Σολομώντα (Β' Παραλειπομένων 11,18).
ΑΜΙΝΑΔΑΒ (ΑΒΙΝΑΔΑΒ): Ο Αμιναδάβ (Αβιναδάβ) ήταν ο δεύτερος γιος του Ιεσσαί και αδερφός του Δαβίδ (Α' Βασιλειών 16,8. 17,13. Α' Παραλειπομένων 2,13).
ΣΑΜΑ Ή ΣΑΜΑΑ (ΣΑΜΜΑ, ΣΙΜΑ, ΣΕΜΕΪ): Ο Σαμά ή Σαμαά (Σαμμά, Σιμά, Σεμεΐ) ήταν ο τρίτος γιος του Ιεσσαί και αδερφός του Δαβίδ (Α' Βασιλειών 16,9. 17,13. Α' Παραλειπομένων 2,13). Ο Σαμαά είχε δύο γιους τον Ιωναδάβ (Β' Βασιλειών 13,3. 13,32) και τον Ιωνάθαν (Β' Βασιλειών 21,21. Α' Παραλειπομένων 20,7).
ΝΑΘΑΝΑΗΛ: Ο Ναθαναήλ ήταν ο τέταρτος γιος του Ιεσσαί και αδερφός του Δαβίδ (Α' Παραλειπομένων 2,14).
ΖΑΔΔΑΪ (ΡΑΔΔΑΪ): Ο Ζαδδαΐ (Ραδδαΐ) ήταν ο πέμπτος γιος του Ιεσσαί και αδερφός του Δαβίδ (Α' Παραλειπομένων 2,14).
ΑΣΟΜ (ΟΣΕΜ): Ο Ασόμ (Οσέμ) ήταν ο έκτος γιος του Ιεσσαί και αδερφός του Δαβίδ (Α' Παραλειπομένων 2,15).
ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΤΟΥ ΙΕΣΣΑΙ
ΣΑΡΟΥΪΑ (ΣΕΡΟΥΪΑ): Η Σαρουΐα (Σερουΐα) ήταν κόρη του Ιεσσαί και αδερφή του Δαβίδ (Α' Παραλειπομένων 2,16). Η Σαρουΐα είχε τρεις γιους τον Αβεσσά (Αβισάΐ), τον Ιωάβ και τον Ασαήλ (Α' Βασιλειών 26,6. Β' Βασιλειών 2,18. 3,30. 16,9-10. 18,2. Α' Παραλειπομένων 2,16). Η Σαρουΐα είχε ως αδελφή την Αβιγαία (Β' Βασιλειών 17,25. Α' Παραλειπομένων 2,16-17).
ΑΒΙΓΑΙΑ: Η Αβιγαία ήταν κόρη του Ιεσσαί και αδερφή του Δαβίδ. Η Αβιγαία είχε γιο τον Αμεσσά (Αμασά, Αμεσσαΐ) από τον Ιοθόρ (Ιεθέρ) τον Ισμαηλίτη (Β' Βασιλειών 17,25. Α' Παραλειπομένων 2,17). Η Αβιγαία είχε ως αδελφή την Σαρουΐα (Β' Βασιλειών 17,25. Α' Παραλειπομένων 2,16-17). Στο Β' Βασιλειών αναφέρεται ο Νάας (Ναχάς) ως ο πατέρας της Αβιγαίας (Β' Βασιλειών 17,25). Βέβαια υπάρχει σφάλμα στο σημείο αυτό, αφού ο πατέρας του Δαβίδ, των αδελφών του, της Σαρουΐας και της Αβιγαίας αναφέρεται ο Ιεσσαί (Α' Παραλειπομένων 2,17).
ΑΛΛΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
ΙΟΘΟΡ (ΙΕΘΕΡ): Ο Ιοθόρ (Ιεθέρ) ήταν σύζυγος της Αβιγαίας και πατέρας του Αμεσσαΐ (Αμεσσά). Ήταν Ισμαηλίτης στην καταγωγή (Β' Βασιλειών 17,25. Γ' Βασιλειών 2,5. 2,32. Α' Παραλειπομένων 2,17).
ΙΩΝΑΔΑΒ ΚΑΙ ΙΩΝΑΘΑΝ
ΙΩΝΑΔΑΒ: Ο Ιωναδάβ ήταν γιος του Σαμά ή Σαμαά (Σαμμά, Σιμά, Σεμεΐ) και ανηψιός του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 13,3. 13,32). Ήταν σοφός άνθρωπος και είχε μεγάλη φιλία με τον πρωτότοκο γιο του Δαβίδ τον Αμνών (Β' Βασιλειών 13,3).
Ο Ιωναδάβ μια μέρα ρώτησε το φίλο του Αμνών, για ποιο λόγο ήταν μελαγχολικός και καταβεβλημένος. Ο Αμνών του είπε ότι ερωτεύτηκε την ετεροθαλή αδερφή του τη Θημάρ, η οποία ήταν ωραιότατη στην εμφάνιση. Ο Ιωναδάβ τον συμβούλεψε να προσποιηθεί τον άρρωστο. Έτσι ο Αμνών, σύμφωνα με τις οδηγίες του Ιωναδάβ, όταν ο πατέρας του πήγε να τον δει, του ζήτησε να του στείλει την αδερφή του, την Θημάρ, για να τον φροντίσει. Όταν πήγε η αδερφή του, ο Αμνών την υποχρέωσε να πλαγιάσει μαζί του και τη βίασε (Β' Βασιλειών 13,1-18).
Μετά το φόνο του Αμνών από τον Αβεσσαλώμ, είχε φτάσει η είδηση στο Δαβίδ, ότι ο Αβεσσαλώμ είχε σκοτώσει όλους τους γιους του και γι' αυτό είχε αρχίσει να τους θρηνεί. Αλλά ο Ιωναδάβ, γιος του Σαμαά κι ανεψιός του Δαβίδ, του είπε να μην πιστεψει αυτή την είδηση και ότι μόνο ο Αμνών ήταν νεκρός, γιατί ατίμασε την αδελφή του Αβεσσαλώμ. Όταν μάλιστα εμφανίστηκε από μακριά ένα πλήθος ανθρώπων να έρχονται, ο Ιωναδάβ είπε στο Δαβίδ, ότι αυτοί ήταν οι γιοι του (Β' Βασιλειών 13,30-36).
ΙΩΝΑΘΑΝ: Ο Ιωνάθαν ήταν γιος του Σαμά ή Σαμαά (Σαμμά, Σιμά, Σεμεΐ) και ανηψιός του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 21,21. Α' Παραλειπομένων 20,7).
Στις τελευταίες νικηφόρες επιχειρήσεις του Δαβίδ κατά των Φιλισταίων, στην περιοχή της Γεθ, ήταν ένας γίγαντας φαλακρός, ο οποίος είχε έξι δάκτυλα στα χέρια και στα πόδια (συνολικά είχε 24 δάκτυλα). Αυτός έβριζε συνέχεια τους Ισραηλίτες, αλλά ο Ιωνάθαν, γιος του Σαμμαά (Σεμεΐ) και ανηψιός του Δαβίδ, τον σκότωσε. Ο γίγαντας αυτός ήταν ένας από τους τελευταίους απογόνους των γιγάντων στη Γεθ (Β' Βασιλειών 21,20-22. Α' Παραλειπομένων 20,6-8).
ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ
Η ΜΕΛΧΟΛ (ΜΙΧΑΛ)
Η Μελχόλ (Μιχάλ) ήταν η μικρότερη κόρη του βασιλιά Σαούλ και της Αχινοόμ (Αχινοάμ) (Α' Βασιλειών 14,49-50. 18,20. 18,27. 25,44. Β' Βασιλειών 3,13. 6,16. 6,20. Α' Παραλειπομένων 15,29) και η πρώτη σύζυγος του βασιλιά Δαβίδ (Α' Βασιλειών 18,27. 19,11. Β' Βασιλειών 3,14. 6,16. 6,20. Α' Παραλειπομένων 15,29). Η Μελχόλ είχε μία αδερφή της Μερόβ ή Μιχόλ (Μεράβ) και τέσσερις αδερφούς, τον Ιωνάθαν, τον Ιεσσιού ή Ασαβάλ ή Ιεβοσθέ (Ιουεί ή Ισβί ή Ισβόσεθ ή Εσβαάλ), τον Μελχισουέ ή Μελχισά (Μαλχί-Σουά) και τον Αμιναδάβ (Α' Βασιλειών 13,2. 14,49. Α' Παραλειπομένων 8,33. 9,39). Μετά το Δαβίδ η Μελχόλ πήρε ως σύζυγο τον Φαλτί (Φαλτιήλ), γιο του Αμίς (Σελλής), ο οποίος καταγόταν από τη Ρομμά (Α' Βασιλειών 25,44. Β' Βασιλειών 3,15).
ΔΑΒΙΔ ΚΑΙ ΜΕΛΧΟΛ
Ο Σαούλ μετά τη νίκη του Δαβίδ επί του Γολιάθ, τον ζήλεψε και τον φθόνησε επειδή είχε γίνει πολύ αγαπητός στο λαό. Έτσι αποφάσισε να τον σκοτώσει και σκέφτηκε ότι μέσω της κόρης του θα τον παγιδεύσει και θα σκοτωνόταν σε κάποια μάχη με τους Φιλισταίους. Έτσι ήθελε να παντρέψει το Δαβίδ με τη μεγαλύτερη κόρη του, τη Μερόβ, για τις υπηρεσίες του που είχε προσφέρει πολεμώντας τους Φιλισταίους. Όταν όμως ήρθε ο καιρός να του τη δώσει, ο Σαούλ άλλαξε γνώμη και την έδωσε στον Αδριήλ το Μοθυλαθείτη.
Αλλά η Μελχόλ (Μιχάλ), η μικρότερη κόρη του Σαούλ, αγαπούσε το Δαβίδ και το ανάγγειλαν στον πατέρα της. Του Σαούλ του άρεσε η ιδέα, γιατί σκέφτηκε ότι μέσω της κόρης του θα τον παγιδεύσει και θα σκοτωνόταν σε κάποια μάχη με τους Φιλισταίους. Οι αξιωματούχοι του Σαούλ μετέφεραν στο Δαβίδ την πρόταση του Σαούλ να τον παντρέψει με τη μικρότερη κόρη του. Εκείνος θεώρησε και πάλι ανάξιο τον εαυτό του να γίνει γαμπρός του Σαούλ, επειδή ήταν αρκετά φτωχός και δεν είχε να προσφέρει κάποιο σημαντικό δώρο στο βασιλιά για την κόρη του. Οι αξιωματούχοι μετέφεραν την απάντηση του Δαβίδ στο Σαούλ και εκείνος απάντησε, ότι δεν θέλει κάποιο σημαντικό δώρο παρά μόνο να του πάει εκατό ακροβυστίες Φιλισταίων, να κόψει δηλαδή ο Δαβίδ το άκρο του γεννητικού μορίου εκατό Φιλισταίων, προκειμένου να εκδικηθεί τους εχθρούς του βασιλιά. Ο Σαούλ σκεφτόταν πως με αυτόν τον τρόπο θα τον έριχνε στα χέρια των Φιλισταίων.
Ο Δαβίδ δέχτηκε να γίνει γαμπρός του βασιλιά μ' αυτόν τον όρο. Προτού μάλιστα συμπληρωθούν οι μέρες της διορίας, ο Δαβίδ με τους άντρες του, σκότωσε εκατό Φιλισταίους κι έφερε τις ακροβυστίες τους στο Σαούλ. Έτσι ο Σαούλ του έδωσε την κόρη του, τη Μελχόλ, για γυναίκα (Α' Βασιλειών 18,17-29).
Ένα βράδυ ο Σαούλ έστειλε ανθρώπους, να παραφυλάξουν στο σπίτι του Δαβίδ και το πρωί να τον σκοτώσουν. Αλλά η κόρη του και γυναίκα του Δαβίδ, η Μελχόλ, τον ειδοποίησε και εκείνος διέφυγε από το παράθυρο και ξέφυγε.
Τότε η Μελχόλ πήρε ένα από τα αγάλματα του σπιτιού, το τοποθέτησε στο κρεβάτι του Δαβίδ, έβαλε στο προσκέφαλο ένα κατσικίσιο συκώτι και τα σκέπασε με το πανωφόρι του Δαβίδ, έτσι ώστε να φαίνεται ότι ο Δαβίδ κοιμόταν. Οι απεσταλμένοι του Σαούλ του είπαν ότι ο Δαβίδ ήταν αδιάθετος και κοιμόταν. Αυτός τους είπε να τον φέρουν μπροστά του, όπως ήταν πάνω στο κρεβάτι για να τον φονεύσει. Τότε αυτοί μπήκαν ξαφνικά στο σπίτι και στο κρεβάτι δε βρήκαν παρά μονάχα το άγαλμα και το κατσικίσιο συκώτι στο προσκέφαλο. Ανακοίνωσαν το γεγονός στο Σαούλ κι εκείνος ρώτησε την κόρη του γιατί τον άφησε να ξεφύγει. Η Μελχόλ είπε στον πατέρα της, ότι ο Δαβίδ την απείλησε δήθεν να τη σκοτώσει και γι' αυτό ξέφυγε (Α' Βασιλειών 19,11-17).
Αργότερα ο Σαούλ, όταν έμαθε ότι ο Δαβίδ παντρεύτηκε την Αβιγαία και την Αχινόομ, έδωσε την κόρη του τη Μελχόλ, στον Φαλτί, γιο του Αμίς (Σελλής), ο οποίος καταγόταν από τη Ρομμά (Α' Βασιλειών 25,43-44). Αργότερα ο Δαβίδ, όταν ο Αβεννήρ, αρχιστράτηγος του Σαούλ, του πρότεινε πως θα τον βοηθούσε να επεκτείνει τη βασιλεία του σε όλο το Ισραήλ, ο Δαβίδ αποδέχτηκε την πρόταση του Αβεννήρ, με την προϋπόθεση να του φέρει τη Μελχόλ, επειδή παλιότερα ο πατέρας της την είχε δώσει σε άλλον. Ο Δαβίδ έστειλε ανθρώπους και στον Ιεβοσθέ, αδερφό της Μελχόλ, και του ζητούσε να του δώσει πίσω την αδερφή του. Ο Αβεννήρ, με τη σύμφωνη γνώμη του Ιεβοσθέ, παρέλαβε τη Μελχόλ από τον άντρα της, τον Φαλτί (Φαλτιήλ), ο οποίος τη συνόδεψε μέχρι τη Βαρακίμ κλαίγοντας, και την παρέδωσε στο Δαβίδ (Β' Βασιλειών 3,12-16).
Η Μελχόλ, αν και αγαπούσε το Δαβίδ, εν τούτοις όταν τον είδε να χορεύει κατά τη μεταφορά της Κιβωτού της Διαθήκης, ένιωσε βαθιά περιφρόνηση γι' αυτόν. Όταν ο Δαβίδ μετά τη μεταφορά της Κιβωτού επέστρεψε στο σπίτι του, η Μελχόλ βγήκε να τον προϋπαντήσει, και τον ειρωνεύτηκε, που ο βασιλιάς του Ισραήλ χόρευε και ξεγυμνώθηκε μπροστά στα μάτια των υπηκόων του, όπως ένας οποιοσδήποτε χορευτής. Ο Δαβίδ όμως της απάντησε: «Εγώ για να τιμήσω τον Κύριο φέρθηκα έτσι. Ο Κύριος προτίμησε εμένα από τον πατέρα σου κι απ' όλη την οικογένειά σου, για να γίνω βασιλιάς όλου του ισραηλιτικού λαού. Προς τιμήν του, λοιπόν, θα χορεύω ενώπιόν του και θα τον δοξάζω, έστω κι αν ταπεινωθώ ακόμα περισσότερο μπροστά στα μάτια σου και ενώπιον των υπηκόων μου». Η Μελχόλ, η κόρη του Σαούλ και γυναίκα του Δαβίδ, επειδή έτσι μίλησε στο Δαβίδ, σε όλη της τη ζωή δεν απέκτησε παιδί (Β' Βασιλειών 6,16. 6,20-23. Α' Παραλειπομένων 15,29).
Η ΑΒΙΓΑΙΑ
Η Αβιγαία ήταν η δεύτερη σύζυγος του Δαβίδ (Α' Βασιλειών 25,42. 27,3. 30,5. Β' Βασιλειών 2,2. Α' Παραλειπομένων 3,1). Πριν απ' αυτόν ήταν σύζυγος του Νάβαλ, ενός πλούσιου, σκληρού και κακού ανθρώπου (Α' Βασιλειών 25,3. 25,14. 27,3. 30,5. Β' Βασιλειών 2,2). Η Αβιγαία ήταν πολύ συνετή και ωραιότατη στην εμφάνιση (Α' Βασιλειών 25,3). Γιος του Δαβίδ και της Αβιγαίας ήταν ο δεύτερος γιος του, ο Δαλουΐα ή Δαμνιήλ (Δανιήλ, Χιλεάβ) (Β' Βασιλειών 3,3. Α' Παραλειπομένων 3,1). Καταγόταν από την Κάρμηλο (Α' Βασιλειών 25,2-3. 27,3. 30,5. Β' Βασιλειών 2,2. 3,3. Α' Παραλειπομένων 3,1).
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΒΙΓΑΙΑΣ
Tον καιρό που ο Σαούλ καταδίωκε το Δαβίδ, εκείνος κατέφυγε στην έρημο Μαάν. Εκεί ζούσε κάποιος, που είχε τα κοπάδια του στο βουνό Κάρμηλο. Το όνομα του ήταν Νάβαλ και ήταν πάρα πολύ πλούσιος με τρεις χιλιάδες πρόβατα και χίλια γίδια. Η γυναίκα του η Αβιγαία ήταν πολύ συνετή και ωραιότατη στην εμφάνιση. Ο ίδιος ήταν σκληρός και κακός άνθρωπος, αναιδής και κτηνώδης (Α' Βασιλειών 25,1-3).
Ο Δαβίδ έμαθε ότι ο Νάβαλ είχε πάει στον Κάρμηλο να κουρέψει τα πρόβατά του. Έστειλε λοιπόν δέκα ανθρώπους να πάνε ειρηνικά στο Νάβαλ και να του ζητήσουν τρόφιμα. Εκείνος αρνήθηκε να προσφέρει βοήθεια στο Δαβίδ, μιλώντας με πολύ σκληρά και περιφρονητικά λόγια γι' αυτόν. Όταν οι απεσταλμένοι του Δαβίδ του ανήγγειλαν τα λόγια του Νάβαλ, ο Δαβίδ πήρε μαζί του 400 άνδρες και ξεκίνησε για να τιμωρήσει το Νάβαλ, ενώ τους υπόλοιπους 200 τους άφησε να προσέχουν τα πράγματα (Α' Βασιλειών 25,4-13).
Στο μεταξύ ένας από τους νεαρούς δούλους του Νάβαλ πήγε στην Αβιγαία, τη γυναίκα του αφεντικού, και της ανέφερε τα γεγονότα. Της τόνισε την καλοσύνη του Δαβίδ και την κακία του αφεντικού του.
Η Αβιγαία χωρίς να πει τίποτα στον άντρα της, πήρε 200 καρβέλια ψωμί, 2 ασκιά κρασί, πέντε πρόβατα σφαγμένα, πάνω από 100 κιλά κοπανισμένο κριθάρι, 5 περίπου κιλά ξερή σταφίδα και 200 αρμαθιές ξερά σύκα και τα φόρτωσε στα γαϊδούρια για να τα δώσει στο Δαβίδ (Α' Βασιλειών 25,14-19).
Ενώ η Αβιγαία πήγαινε καβάλα στο γαϊδούρι της, ο Δαβίδ και οι άνδρες του έρχονταν προς το μέρος της και συναντήθηκαν. Μόλις είδε το Δαβίδ, κατέβηκε βιαστικά από το γαϊδούρι, έσκυψε το κεφάλι της μπροστά του και τον προσκύνησε ως το έδαφος. Η Αβιγαία έπεσε στα πόδια του και ζήτησε συγχώρεση για τη συμπεριφορά του συζύγου της. Αναγνώρισε στο πρόσωπο του Δαβίδ το μελλοντικό βασιλιά του Ισραήλ και του ζήτησε επειδή έχει την εύνοια του Θεού να μη βαρύνει τη συνείδησή του χύνοντας αίμα αθώων ανθρώπων (Α' Βασιλειών 25,20-31).
Ο Δαβίδ δέχτηκε τα δώρα που του πρόσφερε η Αβιγαία και την καθησύχασε ότι δεν πρόκειται να πράξει κάποιο κακό πάνω στην οικογένειά της και στους δούλους της (Α' Βασιλειών 25,32-35). Όταν η Αβιγαία γύρισε στον Νάβαλ, εκείνος είχε φαγοπότι στο σπίτι του και ήταν τύφλα στο μεθύσι. Την άλλη μέρα το πρωί, όταν ο Νάβαλ είχε πια ξεμεθύσει, η Αβιγαία του διηγήθηκε όλα όσα συνέβησαν. Τότε ο Νάβαλ έπαθε συμφόρηση από την καρδιά του και παρέλυσε. Μετά από δέκα περίπου μέρες πέθανε (Α' Βασιλειών 25,36-38).
Όταν έμαθε ο Δαβίδ ότι ο Νάβαλ πέθανε, δοξολόγησε τον Κύριο που εκδικήθηκε την προσβολή που του έκανε ο Νάβαλ και τον εμπόδισε να κάνει στο σπίτι του κάποιο κακό. Μετά έστειλε ανθρώπους στο όρος Κάρμηλο να προτείνουν στην Αβιγαία να γίνει γυναίκα του. Εκείνη πήγε στο Δαβίδ κι έπεσε με το πρόσωπο καταγής και αποδέχτηκε την πρόταση. Μετά η Αβιγαία ετοιμάστηκε, πήρε τις πέντε υπηρέτριές της, ανέβηκε στο γαϊδούρι της και ακολούθησε τους ανθρώπους του Δαβίδ και έγινε γυναίκα του (Α' Βασιλειών 25,39-42).
Όταν ο Δαβίδ με τους 600 άντρες του, για να γλιτώσουν από την καταδίωξη του Σαούλ, κατέφυγαν στους Φιλισταίους, πήραν μαζί τους και τις οικογένειές τους και εγκαταστάθηκαν στη Σικελάγ (Σεκελάκ). Έτσι ο Δαβίδ είχε μαζί του και τις δύο γυναίκες του, την Αβιγαία και την Αχινοάμ (Α' Βασιλειών 27,1-3).
Τον επόμενο χρόνο που ο Δαβίδ με τους άντρες του ακολούθησαν τους Φιλισταίους σε πόλεμο με τους Ισραηλίτες, οι Αμαληκίτες βρήκαν την ευκαιρία και επιτέθηκαν στη Σικελάγ. Πυρπόλησαν την πόλη, αιχμαλώτισαν άνδρες και γυναίκες, και τους πήραν μαζί τους. Όταν, μετά από τρεις ημέρες, ήρθε ο Δαβίδ και οι άνδρες του στην πόλη, τη βρήκαν πυρπολημένη και είδαν ότι οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους είχαν απαχθεί. Τότε άρχισαν όλοι τους να κλαίνε με γοερές κραυγές, ώσπου εξαντλήθηκαν από το κλάμα. Αιχμαλωτίστηκαν επίσης και οι δύο γυναίκες του Δαβίδ, η Αχινόομ και η Αβιγαία (Α' Βασιλειών 30,1-8).
Ο Δαβίδ με τους άντρες του καταδίωξαν τους Αμαληκίτες, και με τη βοήθεια ενός νεαρού Αιγυπτίου, τους πρόλαβε και τους πολέμησε με επιτυχία. Κανείς απ' αυτούς δε σώθηκε κι έτσι ο Δαβίδ ελευθέρωσε τις δύο γυναίκες του και όλες τις οικογένειες των στρατιωτών του. Ακόμη πήρε πίσω όλα όσα είχαν αρπάξει οι Αμαληκίτες, αλλά και όλα τα ζώα των Αμαληκιτών (Α' Βασιλειών 30,9-20).
Μετά το θάνατο του Σαούλ, ο Δαβίδ μαζί με τις δυο γυναίκες του, την Αχινόομ και την Αβιγαία, και τους άνδρες του με τις οικογένειες τους, εγκαταστάθηκαν, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, στη Χεβρών και στις γύρω πόλεις. Εκεί ο Δαβίδ χρίστηκε βασιλιάς της φυλής Ιούδα (Β' Βασιλειών 2,1-3. 3,2). Από την Αβιγαία ο Δαβίδ απέκτησε στη Χεβρών τον δεύτερο γιο του, τον Δαλουΐα (Χιλεάβ) (Β' Βασιλειών 3,3).
Η ΑΧΙΝΟΟΜ (ΑΧΙΝΑΑΜ, ΑΧΙΝΟΑΜ)
Η Αχινόομ (Αχινοάμ, Αχινάαμ) ήταν η τρίτη σύζυγος του βασιλιά Δαβίδ. Καταγόταν από την Ιεζραέλ (Α' Βασιλειών 25,43. 27,3. 30,5. Β' Βασιλειών 2,2. 3,2. Α' Παραλειπομένων 3,1). Γιος του Δαβίδ και της Αχινόομ ήταν ο πρωτότοκος γιος του, ο Αμνών (Αμών) (Β' Βασιλειών 3,2. Α' Παραλειπομένων 3,1).
Ο Δαβίδ, εκτός από την Αβιγαία, πήρε και την Αχινόομ (Αχινοάμ) από την Ιεζραέλ (Α' Βασιλειών 25,43). Η Αχινόομ (Αχινάαμ) μαζί με την Αβιγαία, ακολούθησαν το Δαβίδ και εγκαταστάθηκαν στη Σικελάγ (Σεκελάκ) (Α' Βασιλειών 27,1-3). Κατόπιν αιχμαλωτίστηκαν από τους Αμαληκίτες όταν αυτοί βρήκαν την ευκαιρία και πυρπόλησαν την πόλη. Όταν ο Δαβίδ και οι άντρες του βρήκαν πυρπολημένη την πόλη, και είδαν ότι οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους είχαν απαχθεί, καταδίωξαν τους Αμαληκίτες, και με τη βοήθεια ενός νεαρού Αιγυπτίου, τους πρόλαβαν και τους νίκησαν. Κανείς απ αυτούς δε σώθηκε κι έτσι ο Δαβίδ ελευθέρωσε τις δύο γυναίκες του και όλες τις οικογένειες των στρατιωτών του. Ακόμη πήρε πίσω όλα όσα είχαν αρπάξει οι Αμαληκίτες, αλλά και όλα τα ζώα των Αμαληκιτών (Α' Βασιλειών 30,1-20).
Μετά το θάνατο του Σαούλ, ο Δαβίδ μαζί με τις δυο γυναίκες του, την Αχινόομ και την Αβιγαία, και τους άνδρες του με τις οικογένειες τους, εγκαταστάθηκαν, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, στη Χεβρών και στις γύρω πόλεις. Εκεί ο Δαβίδ χρίστηκε βασιλιάς της φυλής Ιούδα (Β' Βασιλειών 2,1-3. 3,2). Από την Αχινόομ ο Δαβίδ απέκτησε στη Χεβρών τον πρωτότοκο γιο του, τον Αμνών (Β' Βασιλειών 3,2).
Η ΒΗΡΣΑΒΕΕ (ΒΗΘΣΑΒΕΕ)
Η Βηρσαβεέ (Βηθσαβεέ) ήταν κόρη του Ελιάβ (Ελιάμ) (Β' Βασιλέων 11,3) ή του Αμιήλ (Αμμιήλ) (Α' Παραλειπομένων 3,5), εγγονή του Αχιτόφελ (Αχιτόλεφ) του Γελωνίτη (Β' Βασιλειών 23,34). Υπήρξε σύζυγος πρώτα του Ουρία του Χετταίου (Β' Βασιλέων 11,3. 11,26. 12,10. 12,15), αξιωματικού του Δαβίδ, και έπειτα του ίδιου του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 11,27. 12,24. Α' Παραλειπομένων 3,5).
Η Βηρσαβεέ απέκτησε με το Δαβίδ τέσσερις γιους το Σολομών (Σαλομών) (Β' Βασιλειών 5,14. 12,24. Γ' Βασιλειών 1,11-12. 1,30. 2,13. 2,19. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,4), τον Σαμμούς ή Σαμαά (Σαμμουά, Σιμεά), τον Σωβάβ και τον Νάθαν (Α' Παραλειπομένων 3,5).
ΔΑΒΙΔ ΚΑΙ ΒΗΡΣΑΒΕΕ
Η ομορφιά και η γοητεία της Βηρσαβεέ παρέσυραν το Δαβίδ στο να την αποκτήσει. Έτσι ένα απόγευμα, ο Δαβίδ σηκώθηκε από τον μεσημβρινό του ύπνο και περπατούσε στο βασιλικό του δωμάτιο. Από 'κει είδε μια γυναίκα που έκανε το λουτρό της, η οποία ήταν πολύ ωραία στην εμφάνιση. Αμέσως έστειλε και ζήτησε πληροφορίες για αυτή τη γυναίκα. Του είπαν, λοιπόν, ότι αυτή είναι η Βηρσαβεέ, κόρη του Ελιάβ και γυναίκα του Ουρία του Χετταίου. Ο Δαβίδ τότε έστειλε τους ανθρώπους του και την κάλεσε στην κατοικία του. Εκείνη πήγε κι αυτός πλάγιασε μαζί της. Η Βηρσαβεέ έμεινε έγκυος και το γνωστοποίησε με άνθρωπο στο Δαβίδ (Β' Βασιλειών 11,2-5).
Τότε εκείνος για να καλύψει την πράξη του κάλεσε πίσω τον Ουρία από τη μάχη που βρισκόταν, έτσι ώστε να πάει σπίτι του και να κοιμηθεί με τη γυναίκα του. Ο Ουρίας όμως δεν κοιμήθηκε στο σπίτι του, αλλά στην πύλη του ανακτόρου, μαζί με τη βασιλική φρουρά.
Τότε ο Δαβίδ δε δίστασε να οργανώσει το θάνατο του Ουρία. Τον έστειλε ξανά στη μάχη, και μάλιστα ζήτησε να τον βάλουν στην πρώτη γραμμή της πιο σκληρής μάχης, έτσι ώστε να τον χτυπήσει ο εχθρός και να σκοτωθεί, κάτι που τελικά έγινε (Β' Βασιλειών 11,6-25).
Η Βηρσαβεέ, όταν έμαθε ότι σκοτώθηκε ο άντρας της, κράτησε πένθος γι' αυτόν και τον θρήνησε. Όταν πέρασε το πένθος, ο Δαβίδ έστειλε και την πήρε στο παλάτι κι έγινε γυναίκα του και του γέννησε γιο (Β' Βασιλειών 11,26-27). Επειδή όμως ο Κύριος είχε δυσαρεστηθεί από την πράξη του Δαβίδ, γι' αυτό έκανε ν' αρρωστήσει βαριά το παιδί που γέννησε η Βηρσαβεέ. Μετά από εφτά μέρες το παιδί πέθανε (Β' Βασιλειών 12,15-23).
Τότε ο Δαβίδ πήγε στη γυναίκα του τη Βηρσαβεέ, την παρηγόρησε και συνευρέθηκε μαζί της. Εκείνη του γέννησε γιο που ο Δαβίδ τον ονόμασε Σαλομών (Σολομών). Ο Κύριος αγάπησε το παιδί και το γνωστοποίησε στο Δαβίδ μέσω του προφήτη Νάθαν. Επίσης έδωσε εντολή στο Νάθαν να ονομάσουν για χάρη του το παιδί Ιεδεδί, που σημαίνει «αγαπημένος από τον Κύριο» (Β' Βασιλειών 12,24-25).
Από την Βηρσαβεέ ο Δαβίδ απέκτησε τον Σολομώντα (Σαλομών) (Β' Βασιλειών 5,14. 12,24. Γ' Βασιλειών 1,11-12. 1,30. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,4) και άλλους τρεις γιους, τον Σαμμούς ή Σαμαά (Σαμμουά, Σιμεά), τον Σωβάβ και τον Νάθαν (Α' Παραλειπομένων 3,5).
Η Βηρσαβεέ υπήρξε δυναμική και με επιρροή στο Δαβίδ. Όταν ο Αδωνίας, ένας από τους γιους του, θέλησε να καταλάβει το θρόνο, η Βηρσαβεέ μετά από τις συμβουλές του προφήτη Νάθαν ενημέρωσε το Δαβίδ. Συγκεκριμένα ο προφήτης Νάθαν πήγε στη Βηρσαβεέ και της είπε, ότι για να σώσει τη ζωή της και τη ζωή του γιου της, του Σολομώντα, να πάει στο βασιλιά Δαβίδ, επειδή δεν είχε ιδέα για τις κινήσεις του Αδωνία, και να του πει πως υποσχέθηκε να παραδώσει τη βασιλεία του στο γιο της το Σολομώντα. Και μετά να τον ρωτήσει, γιατί αφού έδωσε την υπόσχεσή του, έγινε βασιλιάς ο Αδωνίας; Ο προφήτης Νάθαν της είπε, ότι την ώρα που θα μιλάει με το βασιλιά, θα έρθει και εκείνος για να επιβεβαιώσει τα λόγια της. Έτσι, η Βηρσαβεέ παρουσιάστηκε στο βασιλιά, στο δωμάτιό του, επειδή ήταν πολύ γέρος και τον υπηρετούσε η Αβισάγ η Σωμανίτισσα. Η Βηρσαβεέ έσκυψε και προσκύνησε το βασιλιά. Μετά του θύμισε την υπόσχεσή του για το Σολομώντα και του ανήγγειλε τα σχέδια του Αδωνία για το θρόνο. Του είπε ακόμη για τη γιορτή που έκανε ο Αδωνίας και ποιους κάλεσε σ' αυτή. Την ώρα που μιλούσε η Βηρσαβεέ, ήρθε και ο προφήτης Νάθαν, ο οποίος επιβεβαίωσε τα λόγια της (Γ' Βασιλειών 1,11-27).
Τότε ο Δαβίδ διέταξε να φέρουν μέσα στο δωμάτιό του τη Βηρσαβεέ, η οποία είχε αποχωρήσει προσωρινά. Έτσι ο Δαβίδ ενώπιον του προφήτη Νάθαν και της Βηρσαβεέ επιβεβαίωσε εκ νέου την υπόσχεσή του, για την διαδοχή της βασιλείας από τον γιο του, το Σολομώντα. Η Βηρσαβεέ προσκύνησε το Δαβίδ και αποχώρησε (Γ' Βασιλειών 1,28-31). Στη συνέχεια ο Δαβίδ ματαίωσε τα σχέδια του Αδωνία και εξασφάλισε τη διαδοχή του θρόνου στον Σολομώντα.
Η ΒΗΡΣΑΒΕΕ ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ
Μια μέρα ο Αδωνίας πήγε και συνάντησε τη Βηρσαβεέ, μητέρα του Σολομώντα, την οποία προσκύνησε. Ο Αδωνίας ζήτησε από τη Βηρσαβεέ, να μιλήσει στο γιο της το Σολομώντα και να του ζητήσει να του δώσει ως γυναίκα την Αβισάγ τη Σωμανίτισσα, η οποία ήταν δούλη του Δαβίδ.
Έτσι η Βηρσαβεέ απονήρευτη για τις προθέσεις του Αδωνία, παρουσιάστηκε στο βασιλιά Σολομώντα για να του μιλήσει. Ο Σολομώντας σηκώθηκε να την προϋπαντήσει, την ασπάστηκε με στοργή και κάθισε στο θρόνο του. Έβαλαν στα δεξιά του κι ένα άλλο θρόνο για τη μητέρα του, κι εκείνη κάθισε. Τότε η Βηρσαβεέ του μίλησε για τη χάρη, που της ζήτησε ο Αδωνίας.
Ο Σολομών αντιλήφθηκε την πονηρία του Αδωνία και αποκρίθηκε στη μητέρα του, ότι μ' αυτό που του ζήτησε, ουσιαστικά προσφέρουν τη βασιλεία στον Αδωνία, επειδή η Αβισάγ ήταν ουσιαστικά άτυπη σύζυγος του βασιλιά Δαβίδ και επειδή ο Αδωνίας, ως μεγαλύτερος απ' αυτόν θα διεκδικούσε το θρόνο, μιας και είχε πάρει με το μέρος του τον ιερέα Αβιάθαρ και τον Ιωάβ, τον αρχιστράτηγο του Δαβίδ. Τότε ο βασιλιάς Σολομών τιμώρησε τον Αδωνία με θάνατο, αφού με δόλιο τρόπο προσπάθησε να διεκδικήσει το θρόνο (Γ' Βασιλειών 2,13-25).
ΑΛΛΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ
ΜΑΑΧΑ Ή ΜΩΧΑ: Η Μααχά ή Μωχά ήταν η τέταρτη σύζυγος του βασιλιά Δαβίδ (Β' Βασιλειών 3,3. Α' Παραλειπομένων 3,2). Ήταν κόρη του Θολμί (Θολμαΐ), του βασιλιά της Γεδσούρ (Γεσίρ) (Β' Βασιλειών 3,3. Α' Παραλειπομένων 3,2). Γιος του Δαβίδ και της Μααχά ή Μωχά ήταν ο τρίτος γιος του, ο Αβεσσαλώμ (Β' Βασιλειών 3,3. Α' Παραλειπομένων 3,2), τον οποίο απέκτησε στη Χεβρών (Β' Βασιλειών 3,2. Α' Παραλειπομένων 3,1).
ΦΕΓΓΙΘ ή ΑΓΓΙΘ: Η Φεγγίθ ή Αγγίθ ήταν η πέμπτη σύζυγος του βασιλιά Δαβίδ (Β' Βασιλειών 3,4. Α' Παραλειπομένων 3,2). Γιος του Δαβίδ και της Φεγγίθ ή (Αγγίθ) ήταν ο τέταρτος γιος του, ο Ορνία ή Αδωνία (Αδωνί) (Β' Βασιλειών 3,4. Γ' Βασιλειών 1,5. 1,11. 2,13. Α' Παραλειπομένων 3,2), τον οποίο απέκτησε στη Χεβρών (Β' Βασιλειών 3,2. Α' Παραλειπομένων 3,1).
ΑΒΙΤΑΛ: Η Αβιτάλ ήταν η έκτη σύζυγος του βασιλιά Δαβίδ (Β' Βασιλειών 3,4. Α' Παραλειπομένων 3,3). Γιος του Δαβίδ και της Αβιτάλ ήταν ο πέμπτος γιος του, ο Σαβατία ή Σαφατία (Σεφατίας) (Β' Βασιλειών 3,4. Α' Παραλειπομένων 3,3), τον οποίο απέκτησε στη Χεβρών (Β' Βασιλειών 3,2. Α' Παραλειπομένων 3,1).
ΑΙΓΛΑ (ΑΓΛΑ): Η Αιγλά ή Αγλά ήταν η έβδομη σύζυγος του βασιλιά Δαβίδ (Β' Βασιλειών 3,5. Α' Παραλειπομένων 3,3). Γιος του Δαβίδ και της Αιγλά (Αγλά) ήταν ο έκτος γιος του, ο Ιεθεραάμ ή Ιεθραάμ (Ιθρεάμ) (Β' Βασιλειών 3,5. Α' Παραλειπομένων 3,3), τον οποίο απέκτησε στη Χεβρών (Β' Βασιλειών 3,2. Α' Παραλειπομένων 3,1).
Η ΑΒΙΣΑΓ Η ΣΩΜΑΝΙΤΙΔΑ
ΑΒΙΣΑΓ: Η Αβισάγ ήταν Σωμανίτιδα στην καταγωγή και πολύ όμορφη. Υπηρετούσε το Δαβίδ στα βαθιά του γεράματα (Γ' Βασιλειών 1,3-4). Ουσιαστικά ήταν άτυπη σύζυγος του Δαβίδ (Γ' Βασιλειών 2,22).
Όταν ο Δαβίδ είχε πια γεράσει πολύ, όσο και να τον σκέπαζαν με ρούχα, δεν μπορούσε να ζεσταθεί. Γι' αυτό οι δούλοι του βρήκαν μια νέα κοπέλα να τον περιποιείται και να κοιμάται μαζί του για να τον ζεσταίνει. Αναζήτησαν, λοιπόν, στην περιοχή του Ισραήλ μια νέα κοπέλα και βρήκαν την Αβισάγ τη Σωμανίτιδα, η οποία ήταν πολύ όμορφη. Την έφεραν στο βασιλιά κι αυτή τον ζέσταινε και τον υπηρετούσε. Αλλά δεν υπήρξαν σαρκικές σχέσεις μεταξύ του Δαβίδ και της Αβισάγ (Γ' Βασιλειών 1,1-4). Η Αβισάγ βρισκόταν στο δωμάτιο του Δαβίδ και τον υπηρετούσε, όταν η Βηρσαβεέ παρουσιάστηκε στο βασιλιά και του ανήγγειλε τα σχέδια του Αδωνία για το θρόνο (Γ' Βασιλειών 1,15).
Μια μέρα ο Αδωνίας, γιος του Δαβίδ, πήγε και συνάντησε τη Βηρσαβεέ, μητέρα του Σολομώντα, και της ζήτησε να μεσολαβήσει στο Σολομώντα, προκειμένου να του δώσει ως γυναίκα την Αβισάγ τη Σωμανίτιδα. Η Βηρσαβεέ μίλησε στο Σολομώντα, αλλά εκείνος αντιλήφθηκε την πονηρία του Αδωνία, επειδή με την πράξη αυτή προσφέρουν τη βασιλεία στον Αδωνία, γιατί η Αβισάγ ήταν ουσιαστικά άτυπη σύζυγος του βασιλιά Δαβίδ και επειδή ο Αδωνίας, ως μεγαλύτερος απ' αυτόν θα διεκδικούσε το θρόνο. Η απαίτηση αυτή του Αδωνία του στοίχησε τη ζωή, γιατί αμέσως μετά ο Σολομώντας τον θανάτωσε (Γ' Βασιλειών 2,13-25).
ΟΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ
Ο ΑΜΝΩΝ (ΑΜΩΝ)
Ο Αμνών (Αμών) ήταν ο πρωτότοκος γιος του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 3,2. 13,1. 13,21. 13,32-33. Α' Παραλειπομένων 3,1) από την (Αχινόομ, Αχινάαμ) την Ιζρεελίτισσα. Γεννήθηκε στη Χεβρών (Β' Βασιλειών 3,2. Α' Παραλειπομένων 3,1). Το όνομά του σημαίνει "πιστός".
Ο Αμνών ερωτεύτηκε την ετεροθαλή αδερφή του Θημάρ, η οποία ήταν ωραιότατη στην εμφάνιση και αδερφή του Αβεσσαλώμ, παιδιά του Δαβίδ από την Μααχά. Ο Αμνών υπέφερε τόσο πολύ από την αγάπη του αυτή, ώστε αρρώστησε και έπεσε στο κρεβάτι. Ο Αμνών είχε φιλία με τον Ιωναδάβ, γιο του Σαμαά, αδερφού του Δαβίδ. Ο Ιωναδάβ ήταν σοφός άνθρωπος και ρώτησε τον Αμνών, για ποιο λόγο κάθε μέρα ήταν μελαγχολικός και καταβεβλημένος. Ο Αμνών του είπε την αιτία και ο Ιωναδάβ, τον συμβούλεψε να προσποιηθεί τον άρρωστο. Όταν ήρθε ο πατέρας του να τον δει, ο Αμνών, σύμφωνα με τις οδηγίες του Ιωναδάβ, του είπε να του στείλει την αδερφή του, την Θημάρ να τον φροντίσει και να του ετοιμάσει φαγητό. Έτσι ο Δαβίδ ειδοποίησε την Θημάρ να φροντίσει τον αδερφό της.
Η Θημάρ πήγε στο σπίτι του Αμνών, του ετοίμασε φαγητό, αλλά εκείνος δεν ήθελε να φάει. Αφού έδιωξε όλους τους παριστάμενους, ζήτησε από τη Θημάρ να του πάει το φαγητό στο δωμάτιό του. Εκεί ο Αμνών ζήτησε από τη Θημάρ να κοιμηθεί μαζί του. Η Θημάρ αντέδρασε και του είπε να μη διαπράξει αυτή την ανοησία, αλλά να πάει να τη ζητήσει από τον πατέρα τους, ο οποίος δεν θα εμπόδιζε αυτό τον γάμο. Ο Αμνών όμως, δεν συμμορφώθηκε με την υπόδειξη της Θημάρ και καθώς ήταν δυνατότερος απ' αυτήν, την υποχρέωσε να πλαγιάσει μαζί του και τη βίασε.
Ο Αμνών έπειτα από την πράξη του μίσησε τη Θημάρ και την έδιωξε από το σπίτι του, παρά τις παρακλήσεις της. Ζήτησε μάλιστα από ένα δούλο του να πετάξει έξω από το σπίτι τη Θημάρ (Β' Βασιλειών 13,1-18).
Μετά απ' αυτό, ο πατέρας του ο Δαβίδ θύμωσε πάρα πολύ. Ο Αβεσσαλώμ, εξάλλου, δε μιλούσε καθόλου στον Αμνών και τον μίσησε πολύ που είχε ατιμάσει την αδερφή του (Β' Βασιλειών 13,21-22).
Μετά από δύο χρόνια, ο Αβεσσαλώμ αποφάσισε να κουρέψει τα πρόβατά του στη Βελασώρ, που βρισκόταν κοντά στα σύνορα με τη φυλή Εφραίμ. Ετοίμασε λοιπόν γιορτή και προσκάλεσε τον πατέρα του και όλα τ' αδέρφια του. Ο πατέρας του δεν μπόρεσε να πάει, παρά την επιμονή του Αβεσσαλώμ, παρά μόνο τον ευλόγησε και του ευχήθηκε.
Ο Αβεσσαλώμ ετοίμασε πλούσιο τραπέζι και τ' αδέρφια του πήγαν όλα. Μετά στο γλέντι που έγινε, όταν ο Αμνών είχε έρθει στο κέφι από το κρασί, τότε ο Αβεσσαλώμ διέταξε τους υπηρέτες του και τον σκότωσαν (Β' Βασιλειών 13,23-29). Όταν έφτασε η είδηση στο Δαβίδ, ότι ο Αβεσσαλώμ σκότωσε τον Αμνών, τότε σηκώθηκε έσκισε τα ρούχα του και έπεσε καταγής, ξεσπώντας σε δυνατό κλάμα (Β' Βασιλειών 13,23-36).
Ο ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ
Ο Αβεσσαλώμ ήταν ο τρίτος γιος του Δαβίδ από τη σύζυγό του Μααχά (Μωχά), κόρη του βασιλιά της Γεδσούρ (Γεσίρ) (Β' Βασιλειών 3,3. 13,1. 14,21. 16,8. 18,12. 18,33. 19,4. Α' Παραλειπομένων 3,2). Το όνομά του σημαίνει "πατήρ ειρήνης". Ο Αβεσσαλώμ γεννήθηκε στη Χεβρών (Β' Βασιλειών 3,2. Α' Παραλειπομένων 3,1). Αδερφή του Αβεσσαλώμ από την Μααχά ήταν η Θημάρ (Ταμάρ) (Β' Βασιλειών 13,1. 13,4. 13,20. 13,22. 13,32).
Ο Αβεσσαλώμ ήταν εντυπωσιακά όμορφος, όπως και η αδερφή του η Θημάρ. Σε όλον τον Ισραήλ δεν υπήρχε άλλος, που να εγκωμιάζεται τόσο πολύ για την ομορφιά του. Δεν υπήρχε κανένα ψεγάδι πάνω του. Κάθε χρόνο κούρευε το κεφάλι του, γιατί τα μαλλιά του αυξάνονταν υπερβολικά και τον βάραιναν. Όταν κουρεύονταν τα μαλλιά του ζύγιζαν περίπου 2.200 γραμμάρια (Β' Βασιλειών 14,25-26). Ο Αβεσσαλώμ είχε τρεις γιους και μία κόρη, που ονομαζόταν Θημάρ (Ταμάρ). Η κόρη του ήταν πολύ ωραία γυναίκα και παντρεύτηκε τον Ροβοάμ, γιο του Σολομώντα (Β' Βασιλειών 14,27).
Σε άλλα σημεία της Παλαιάς Διαθήκης αναφέρεται πως η κόρη του Αβεσσαλώμ, που παντρεύτηκε τον Ροβοάμ, ονομαζόταν Μααχά, αλλά αυτό δεν αληθεύει γιατί η Μααχά ήταν κόρη του Ουριήλ από τη Γαβαών κι όχι του Αβεσσαλώμ (Γ' Βασιλέων 15,2. Β' Παραλειπομένων 11,20. 13,2).
ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ ΚΑΙ ΘΗΜΑΡ
Ο Αβεσσαλώμ είχε μια ωραία αδερφή, που ονομαζόταν Θημάρ (Ταμάρ). Αυτήν την ερωτεύτηκε ο ετεροθαλής αδερφός της ο Αμνών, ο μεγαλύτερος γιος του Δαβίδ από την Αχινόομ. Ο Αμνών υπέφερε τόσο πολύ από την αγάπη του αυτή, ώστε αρρώστησε και έπεσε στο κρεβάτι. Ο Αμνών, σύμφωνα με τις οδηγίες του φίλου του Ιωναδάβ, γιου του Σαμαά, αδερφού του Δαβίδ, προφασίστηκε πως ήταν άρρωστος κι έτσι η Θημάρ πήγε για να τον φροντίσει. Τότε την υποχρέωσε να πλαγιάσει μαζί του και τη βίασε.
Ο αδερφός της ο Αβεσσαλώμ κατάλαβε ότι τη βίασε ο Αμνών και την πήρε στο σπίτι του. Μετά το γεγονός αυτό ο Αβεσσαλώμ, δε μιλούσε καθόλου στον Αμνών και τον μίσησε πολύ που είχε ατιμάσει την αδερφή του (Β' Βασιλειών 13,1-22).
Μετά από δύο χρόνια, ο Αβεσσαλώμ αποφάσισε να κουρέψει τα πρόβατά του στη Βελασώρ, που βρισκόταν κοντά στα σύνορα με τη φυλή Εφραίμ. Ετοίμασε λοιπόν γιορτή και προσκάλεσε τον πατέρα του και όλα τ' αδέρφια του. Ο πατέρας του δεν μπόρεσε να πάει, παρά την επιμονή του Αβεσσαλώμ, παρά μόνο τον ευλόγησε και του ευχήθηκε.
Ο Αβεσσαλώμ ετοίμασε πλούσιο τραπέζι και τ' αδέρφια του πήγαν όλα. Μετά στο γλέντι που έγινε, όταν ο Αμνών είχε έρθει στο κέφι από το κρασί, τότε ο Αβεσσαλώμ διέταξε τους υπηρέτες του και τον σκότωσαν (Β' Βασιλειών 13,23-29). Μετά απ' αυτό το γεγονός ο Αβεσσαλώμ κατέφυγε στον παππού του, στο βασιλιά της Γεδσούρ, τον Θολμί, κι έμεινε κοντά του τρία χρόνια, στη γη Μαχάδ. Ο βασιλιάς Δαβίδ όλο αυτό το διάστημα κράτησε πένθος για το γιο του. Όταν παρηγορήθηκε από το θάνατο του Αμνών, επιθύμησε να δει τον Αβεσσαλώμ (Β' Βασιλειών 13,37-39).
Ο Ιωάβ, ο αρχιστράτηγος του Δαβίδ, έπεισε τον Δαβίδ να επαναφέρει τον Αβεσσαλώμ από την εξορία. Μετά πήγε στη Γεδσούρ κι έφερε από 'κει τον Αβεσσαλώμ στην Ιερουσαλήμ, αλλά χωρίς να γίνει ακόμη δεκτός από τον πατέρα του (Β' Βασιλειών 14,1-24).
Ο Αβεσσαλώμ έμεινε στην Ιερουσαλήμ δύο ολόκληρα χρόνια χωρίς να δει τον πατέρα του. Μια μέρα κάλεσε τον Ιωάβ να τον στείλει στο βασιλιά, αλλά ο Ιωάβ δε θέλησε να πάει στον Αβεσσαλώμ. Τον κάλεσε και δεύτερη φορά, αλλά και πάλι δεν πήγε. Τότε διέταξε τους υπηρέτες του, να βάλουν φωτιά στο χωράφι του Ιωάβ, που ήταν κοντά στο δικό του και ήταν σπαρμένο κριθάρι.
Όταν οι υπηρέτες του Ιωάβ του έφεραν τα νέα, εκείνος πήγε αγανακτισμένος στο σπίτι του Αβεσσαλώμ και του ζήτησε το λόγο. Ο Αβεσσαλώμ του ζήτησε να μεσολαβήσει στον πατέρα του, ώστε να γίνει δεκτός, κι αν είναι ένοχος, τότε ας τον θανατώσει. Ο Ιωάβ παρουσιάστηκε στο Δαβίδ και του ανέφερε όσα του είχε πει ο Αβεσσαλώμ. Ο βασιλιάς κάλεσε τον Αβεσσαλώμ κι εκείνος παρουσιάστηκε μπροστά του κι έπεσε με το πρόσωπο στη γη και τον προσκύνησε. Κι ο Δαβίδ φίλησε το γιο του (Β' Βασιλειών 14,28-33).
Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ
Μετά απ' αυτά τα γεγονότα, ο Αβεσσαλώμ προμηθεύτηκε μια άμαξα και άλογα, κι έβαλε πενήντα άντρες να τρέχουν ως σωματοφύλακες μπροστά από την άμαξά του. Σηκωνόταν κάθε πρωΐ και στεκόταν στο πλάι του δρόμου που οδηγούσε στην πύλη της Ιερουσαλήμ. Κάθε φορά που ερχόταν κάποιος στο βασιλιά για κρίση και είχε κάποια διαφορά, ο Αβεσσαλώμ του έλεγε, ότι η υπόθεση του ήταν σωστή και δίκαιη, αλλά ο βασιλιάς δεν νοιάζεται για την υπόθεσή του. Τους έλεγε ότι, εάν έκρινε ο ίδιος τις διαφορές θα έδινε σε όλους το δίκιο τους. Κι όταν κανείς ερχόταν να τον προσκυνήσει, τότε ο Αβεσσαλώμ άπλωνε το χέρι του και τον φιλούσε. Αυτά έκανε ο Αβεσσαλώμ κι έτσι κέρδιζε τις καρδιές των Ισραηλιτών (Β' Βασιλειών 15,1-6).
Λίγο καιρό αργότερα, όταν ο Αβεσσαλώμ έγινε 40 ετών, ζήτησε την άδεια από τον πατέρα του να πάει στη Χεβρών για να εκπληρώσει ένα τάμα που είχε κάνει στον Κύριο. Τον καιρό που ήταν στον παππού του στην Γεδσούρ, στη Συρία, έκανε τάμα εάν ο Κύριος τον επανέφερε στην Ιερουσαλήμ, τότε θα του πρόσφερε θυσίες στη Χεβρών. Ο Δαβίδ ανύποπτος του έδωσε την άδεια κι έτσι ο Αβεσσαλώμ πήγε στη Χεβρών. Από κει έστειλε κρυφά ανθρώπους σ' όλες τις φυλές του Ισραήλ και τους μήνυσε, ότι όταν θα ακουστεί ο ήχος της σάλπιγγας, να φωνάξουν: "ο Αβεσσαλώμ έγινε βασιλιάς στη Χεβρών"».
Μαζί με τον Αβεσσαλώμ είχαν πάει και 200 άντρες από την Ιερουσαλήμ. Αυτοί όμως ήταν ανυποψίαστοι και δεν ήξεραν τίποτα για τις προθέσεις του Αβεσσαλώμ. Ενώ πρόσφερε τις θυσίες, έστειλε να καλέσουν τον Αχιτόφελ το Γελμωναίο, που καταγόταν από τη Γωλά και ήταν σύμβουλος του Δαβίδ. Έτσι το συνωμοτικό στράτευμα γινόταν ολοένα και ισχυρότερο, διότι ο λαός που ακολουθούσε τον Αβεσσαλώμ, συνεχώς αυξανόταν (Β' Βασιλειών 15,7-12).
Ένας αγγελιοφόρος πήγε στο Δαβίδ και του είπε, ότι ο Αβεσσαλώμ επαναστάτησε και ότι οι Ισραηλίτες είναι με το μέρος του. Τότε ο Δαβίδ πήρε την οικογένειά του και τους αξιωματούχους του και έφυγαν από την Ιερουσαλήμ. Άφησε μόνο δέκα παλλακίδες να φυλάνε το βασιλικό παλάτι. Τον ακολούθησαν ακόμη οι σωματοφύλακές του και οι ανδρείοι μαχητές του. Ο Δαβίδ και οι άντρες του πέρασαν το χείμαρρο των Κέδρων και κατευθύνονταν προς την έρημο της Αραβώθ (Β' Βασιλειών 15,13-23).
Ο Αβεσσαλώμ και όλοι οι Ισραηλίτες που ήταν μαζί του μπήκαν στην Ιερουσαλήμ. Μαζί τους ήταν και ο Αχιτόφελ. Όταν ο Χουσί, ο σύμβουλος κι ο φίλος του Δαβίδ, έφτασε στον Αβεσσαλώμ, του ζήτησε να του προσφέρει τις υπηρεσίες του, όπως έκανε και στον πατέρα του. Τότε ο Αβεσσαλώμ ζήτησε τη γνώμη του Αχιτόφελ. Εκείνος του είπε να πλαγιάσει με τις παλλακίδες του πατέρα του, που άφησε στο ανάκτορο, έτσι ώστε όλοι οι Ισραηλίτες να μάθουν ότι ήρθε σε ρήξη με τον πατέρα του. Έστησαν, λοιπόν, μια σκηνή μέσα στα ανάκτορα, και ο Αβεσσαλώμ πήγε μπροστά σ' όλους και πλάγιασε με τις παλλακίδες του πατέρα του. Εκείνο τον καιρό οι συμβουλές που έδινε ο Αχιτόφελ λογαριάζονταν σαν να ήταν λόγος θεού. Έτσι τις θεωρούσαν τόσο ο Δαβίδ όσο κι ο Αβεσσαλώμ (Β' Βασιλειών 16,15-23).
Μετά ο Αχιτόφελ ζήτησε από τον Αβεσσαλώμ, να του δώσει 12.000 άντρες και να καταδιώξει το Δαβίδ το ίδιο βράδυ και να του επιτεθεί, ενώ αυτός θα είναι κουρασμένος κι εξαντλημένος. Αυτός ο λόγος φάνηκε καλός στον Αβεσσαλώμ και σ' όλους του πρεσβυτέρους του Ισραήλ. Έτσι ο Αβεσσαλώμ κάλεσε και τον Χουσί, γιο του Αραχί και πρώην σύμβουλο του Δαβίδ, για ν' ακούσει και τη δική του γνώμη (Β' Βασιλειών 17,1-5).
Ο Χουσί παρουσιάστηκε στον Αβεσσαλώμ και εκείνος ζήτησε τη γνώμη του για το συγκεκριμένο θέμα. Ο Χουσί είπε στον Αβεσσαλώμ, ότι δεν είναι καλή η συμβουλή που έδωσε ο Αχιτόφελ. Όλοι ξέρουν καλά ότι οι άντρες του Δαβίδ είναι γενναίοι και έμπειροι πολεμιστές. Τώρα μάλιστα είναι και εξοργισμένοι. Ο πατέρας του ο Δαβίδ είναι έμπειρος στους πολέμους και θα βρει κάποιο καλό στρατηγικό σημείο για να στήσει το στρατό του. Εάν λοιπόν ο πατέρας του κερδίσει την πρώτη μάχη, τότε ο στρατός του Αβεσσαλώμ θα χάσει το ηθικό του και ο λαός θα φοβηθεί, γιατί ξέρει ότι ο πατέρας του είναι δυνατός και οι στρατιώτες του είναι δυνατοί και γενναίοι πολεμιστές. Έτσι λοιπόν ο Χουσί πρότεινε στον Αβεσσαλώμ, να συγκεντρώσει όλους τους Ισραηλίτες από το Βορρά ως το Νότο, να ηγηθεί ο ίδιος ο Αβεσσαλώμ του στρατού αυτού και τότε να επιτεθεί στο Δαβίδ. Κι αν ο πατέρας του καταφύγει σε κάποια πόλη και ζητήσει βοήθεια, τότε θα την τιμωρήσουν παραδειγματικά για την πράξη της αυτή.
Αυτή η άποψη του Χουσί άρεσε στον Αβεσσαλώμ και στους πρεσβυτέρους του Ισραήλ και την προτίμησαν από τη συμβουλή του Αχιτόφελ. Έτσι ο Κύριος εξουδετέρωσε το σχέδιο του Αχιτόφελ, την τόσο συμφέρουσα για τον Αβεσσαλώμ, για να τον τιμωρήσει αργότερα για τις πράξεις του (Β' Βασιλειών 17,6-14).
Αμέσως μετά ο Χουσί γνωστοποίησε στους ιερείς Σαδώκ και Αβιάθαρ, που ήταν με το μέρος του Δαβίδ, τα σχέδια του Αχιτόφελ και του Αβεσσαλώμ, και συμβούλεψε να πουν στο Δαβίδ να μη μείνει αυτή τη νύχτα στην κοιλάδα του Ιορδάνη, στην Αραβώθ, αλλά να περάσει γρήγορα το ποτάμι, μήπως τυχόν ο Αχιτόφελ αλλάξει τη γνώμη του Αβεσσαλώμ και στείλει το στρατό εναντίον του Δαβίδ. Μια υπηρέτρια, λοιπόν, μετέφερε στον Αχιμάας και στον Ιωνάθαν, τους γιους του Σαδώκ και του Αβιάθαρ, που περίμεναν κοντά στην πηγή Ρωγήλ, το μήνυμα του Χουσί κι αυτοί με τη σειρά τους στο βασιλιά Δαβίδ (Β' Βασιλειών 17,15-17).
Ένας νεαρός όμως τους είδε και το είπε στον Αβεσσαλώμ, ο οποίος έστειλε ανθρώπους για να τους συλλάβουν. Αλλά ο Ιωνάθαν και ο Αχιμάας επέσπευσαν το βήμα τους και μπήκαν γρήγορα σ' ένα σπίτι στη Βαουρίμ, που είχε στην αυλή του πηγάδι και κρύφτηκαν εκεί. Η γυναίκα του σπιτιού έκλεισε το πηγάδι μ' ένα σκέπασμα και σκόρπισε από πάνω του κόκκους σιταριού για να ξεραθούν κι έτσι δεν φαινόταν τίποτα από κάτω.
Οι άνθρωποι του Αβεσσαλώμ πήγαν στο σπίτι αυτό και ρώτησαν τη γυναίκα, εάν είδε τους δύο άντρες. Η γυναίκα τους απάντησε ότι πέρασαν πέρα απ' το ποτάμι. Εκείνοι τους αναζήτησαν, αλλά επειδή δεν τους βρήκαν, επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ. Όταν οι άνθρωποι του Αβεσσαλώμ έφυγαν, ο Ιωνάθαν κι ο Αχιμάας βγήκαν απ' το πηγάδι και έδωσαν στο βασιλιά Δαβίδ το μήνυμα του Χουσί. Έτσι ο Δαβίδ μέχρι το πρωΐ πέρασε τον Ιορδάνη (Β' Βασιλειών 17,18-22). Ο Αχιτόφελ στο μεταξύ, όταν είδε ότι δεν ακολούθησαν τη συμβουλή του, σαμάρωσε το γαϊδούρι του κι έφυγε για το σπίτι του, στην πόλη του. Αφού τακτοποίησε τις υποθέσεις του σπιτιού του μετά κρεμάστηκε. Τον έθαψαν στον τάφο του πατέρα του (Β' Βασιλειών 17,23).
Ο Δαβίδ όταν πέρασε τον Ιορδάνη, πήγε στη Μαναΐμ (Μαχαναΐμ). Ο Αβεσσαλώμ πέρασε τον Ιορδάνη, μαζί με όλο τον ισραηλιτικό στρατό και στρατοπέδευσε στη Γαλαάδ. Ως αρχιστράτηγο ο Αβεσσαλώμ διόρισε τον Αμεσσά (Αμεσσαΐ), γιο του Ισμαηλίτη Ιοθόρ και της Αβιγαίας, αδερφή της Σαρουΐας (Β' Βασιλειών 17,24-26).
Η ΗΤΤΑ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ
Ο Δαβίδ επιθεώρησε το στρατό του και το χώρισε σε τρία μέρη: Το πρώτο τμήμα το έθεσε υπό τις διαταγές του Ιωάβ, το δεύτερο υπό τις διαταγές του Αβεσσά, αδερφού του Ιωάβ, και το τρίτο υπό τις διαταγές του Εθθί του Γεθθαίου. Την ώρα που ο στρατός του έβγαινε από την Μαναΐμ (Μαχαναΐμ), ο Δαβίδ είπε στους στρατηγούς του, να λυπηθούν τον Αβεσσαλώμ και να μην του κάνουν κακό (Β' Βασιλειών 18,1-5).
Η μάχη έγινε στο δάσος του Εφραίμ (δάσος της μεγάλης δρυός). Εκεί ο στρατός του Αβεσσαλώμ νικήθηκε από τα στρατεύματα του Δαβίδ κι έπαθε την ημέρα εκείνη μεγάλη καταστροφή, με 20.000 νεκρούς. Ο πόλεμος επεκτάθηκε σ' όλη την περιοχή. Από το στρατό του Αβεσσαλώμ σκοτώθηκαν περισσότεροι κατά τη φυγή τους στο δάσος, παρά στο πεδίο της μάχης. Ο Αβεσσαλώμ καβάλα στο μουλάρι του, βρέθηκε αντιμέτωπος με τους στρατιώτες του Δαβίδ. Και καθώς ο Αβεσσαλώμ μπήκε στο δάσος για να γλιτώσει, τα μεγάλα του μαλλιά πιάστηκαν από τα πυκνά κλαδιά μιας μεγάλης βελανιδιάς και κρεμόταν εκεί μετέωρος, ενώ το μουλάρι έφυγε από κάτω του (Β' Βασιλειών 18,6-9).
Ένας στρατιώτης του Δαβίδ τον είδε και το είπε στον Ιωάβ. Εκείνος πήρε τρία βέλη στα χέρια του και με το τόξο του τα κάρφωσε στην καρδιά του Αβεσσαλώμ, ενώ αυτός ήταν ακόμα ζωντανός, κρεμασμένος στη βελανιδιά. Κατόπιν δέκα στρατιώτες του Ιωάβ, περικύκλωσαν τον Αβεσσαλώμ, τον χτύπησαν με τα όπλα τους και τον αποτελείωσαν (Β' Βασιλειών 18,10-16).
Μετά ο Ιωάβ πήρε το πτώμα του Αβεσσαλώμ και τον έριξε σ' ένα λάκκο στο δάσος κι έριξε από πάνω του ένα μεγάλο σωρό από πέτρες. Ύστερα έφυγαν οι Ισραηλίτες, καθένας για το σπίτι του. Κατά σύμπτωση, όταν ακόμα ζούσε Αβεσσαλώμ, είχε στήσει για τον αυτόν του μια αναμνηστική στήλη, κοντά στο σημείο που πέθανε, στην Κοιλάδα του Βασιλέως, γιατί σκεφτόταν ότι δεν είχε γιο για να διατηρήσει τη μνήμη του ονόματός του. Είχε δώσει μάλιστα το όνομά του στη στήλη και ονομάστηκε «Χειρ Αβεσσαλώμ» (Β' Βασιλειών 18,17-18).
Όταν οι αγγελιαφόροι πήγαν την είδηση στο Δαβίδ, εκείνος ταράχτηκε. Ανέβηκε πάνω στο χώρο που βρισκόταν πάνω από την πύλη κι έκλαψε. Και καθώς πήγαινε προς τα κει έλεγε: «Γιε μου Αβεσσαλώμ! Γιε μου, γιε μου Αβεσσαλώμ! Μακάρι να είχα σκοτωθεί εγώ αντί για σένα, Αβεσσαλώμ, γιε μου, γιε μου!» (Β' Βασιλειών 18,28-33). Ο 3ος ψαλμός αναφέρεται στη στάση του Αβεσσαλώμ.
Σημειώνεται ότι έξω από την Ιερουσαλήμ, στο Όρος των Ελαιών, σώζεται μέχρι σήμερα οικοδόμημα που φέρει το όνομα «Τάφος του Αβεσσαλώμ», που προφανώς όμως πρόκειται για μνημείο της μεταγενέστερης ελληνορωμαϊκής εποχής. Έχει βάση περίπτερο τετράγωνο που υψώνεται κυλινδρικά και καταλήγει σε κόλουρο κώνο.
ΟΙ ΓΙΟΙ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ ΣΤΗ ΧΕΒΡΩΝ
ΔΑΛΟΥΪΑ ή ΔΑΜΝΙΗΛ (ΔΑΝΙΗΛ, ΧΙΛΕΑΒ): Ο Δαλουΐα ή Δαμνιήλ (Δανιήλ, Χιλεάβ) ήταν ο δεύτερος γιος του Δαβίδ από τη δεύτερη σύζυγό του την Αβιγαία από την Κάρμηλο (Β' Βασιλειών 3,3. Α' Παραλειπομένων 3,1). Ο Δαλουΐα ή Δαμνιήλ γεννήθηκε στη Χεβρών (Β' Βασιλειών 3,2. Α' Παραλειπομένων 3,1).
ΟΡΝΙΑ Ή ΑΔΩΝΙΑ (ΑΔΩΝΙ): Ο Αδωνία ή Ορνία (Αδωνί) ήταν ο τέταρτος γιος του Δαβίδ από την πέμπτη σύζυγό του την Φεγγίθ ή Αγγίθ (Β' Βασιλειών 3,4. Γ' Βασιλειών 1,5. 1,11. Α' Παραλειπομένων 3,2). Ο Αδωνία ή Ορνία γεννήθηκε στη Χεβρών (Β' Βασιλειών 3,2. Α' Παραλειπομένων 3,1). Ο Δαβίδ τον είχε αποκτήσει μετά τον Αβεσσαλώμ. Ο Αδωνίας ήταν ωραιότατος κατά τη μορφή και το παράστημα (Γ' Βασιλειών 1,6). Ήταν πολύ φιλόδοξος και σφετερίστηκε το θρόνο από τον Σολομώντα.
ΣΑΒΑΤΙΑ Ή ΣΑΦΑΤΙΑ (ΣΕΦΑΤΙΑΣ): Ο Σαβατία ή Σαφατία (Σεφατίας) ήταν ο πέμπτος γιος του Δαβίδ από την έκτη σύζυγό του την Αβιτάλ (Β' Βασιλειών 3,4. Α' Παραλειπομένων 3,3). Ο Σαβατία ή Σαφατία γεννήθηκε στη Χεβρών (Β' Βασιλειών 3,2. Α' Παραλειπομένων 3,1).
ΙΕΘΕΡΑΑΜ Ή ΙΕΘΡΑΑΜ (ΙΘΡΕΑΜ): Ο Ιεθεραάμ ή Ιεθραάμ (Ιθρεάμ) ήταν ο έκτος γιος του Δαβίδ από την έβδομη σύζυγό του την Αιγλά ή Αγλά (Β' Βασιλειών 3,5. Α' Παραλειπομένων 3,3). Ο Ιεθεραάμ ή Ιεθραάμ γεννήθηκε στη Χεβρών (Β' Βασιλειών 3,2. Α' Παραλειπομένων 3,1).
Ο ΣΟΛΟΜΩΝ
Τρίτος και τελευταίος βασιλιάς του ενωμένου βασιλείου του Ισραήλ, βασίλευσε μετά το Σαούλ και το Δαβίδ. Ήταν ο δεύτερος γιος του Δαβίδ από τη Βηρσαβεέ (Βηθσαβεέ) (Β' Βασιλέων 12,24. Γ' Βασιλειών 1,11-12. 1,30. Α' Παραλειπομένων 3,5), πρώην σύζυγο του Ουρία. Το όνομά του ετυμολογικά προέρχεται από την εβραϊκή λέξη «σαλόμ», που σημαίνει «ειρήνη», «ειρηνικός», ενώ ονομάστηκε από τον Κύριο Ιεδεδί (Ιεδιδίας), δηλαδή "αγαπημένος του Κυρίου" (Β' Βασιλέων 12,24-25). Ανέβηκε στο θρόνο του Ισραήλ στα 972 π.Χ. και βασίλεψε επί 40 χρόνια. Ο Σολομώντας είχε τρεις αδελφούς: τον Σαμμούς ή Σαμαά (Σαμμουά, Σιμεά), τον Σωβάβ και τον Νάθαν (Α' Παραλειπομένων 3,5).
Έγραψε 3.000 παροιμίες, 1005 τραγούδια (Α' Βασιλέων 4,32 ή 5,12) και ένα ψαλμό (127ος). Έψαξε και βρήκε αρκετές παροιμίες τις οποίες αφού μελέτησε ποιες από αυτές ήταν αληθινές και σωστές τις κατέγραψε με τα καλύτερα λόγια (Εκκλησιαστής 12,9-10). Τα βιβλία Άσμα Ασμάτων, Παροιμίες και Εκκλησιαστής αποδίδονται στο Σολομώντα και αποτελούν πηγή για τη ζωή και το έργο του.
ΟΙ ΓΙΟΙ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ ΑΠΟ ΤΗ ΒΗΡΣΑΒΕΕ
ΣΑΜΜΟΥΣ Ή ΣΑΜΑΑ (ΣΑΜΜΟΥΑ, ΣΙΜΕΑ): Ο Σαμμούς ή Σαμαά (Σαμμουά, Σιμεά) ήταν γιος του Δαβίδ από τη Βηρσαβεέ (Βηθσαβεέ) (Β' Βασιλειών 5,14. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,4). Ο Σαμμούς ή Σαμαά γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,14. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,3) και είχε τρεις αδελφούς: τον Σολωμών ή Σαλομών, τον Σωβάβ και τον Νάθαν (Β' Βασιλειών 5,14. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,4).
ΣΩΒΑΒ: Ο Σωβάβ ήταν γιος του Δαβίδ από τη Βηρσαβεέ (Βηθσαβεέ) (Β' Βασιλειών 5,14. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,4). Ο Σωβάβ γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,14. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,3) και είχε τρεις αδελφούς: τον Σολωμών ή Σαλομών, τον Σαμμούς ή Σαμαά (Σαμμουά, Σιμεά) και τον Νάθαν (Β' Βασιλειών 5,14. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,4).
ΝΑΘΑΝ: Ο Νάθαν ήταν γιος του Δαβίδ από τη Βηρσαβεέ (Βηθσαβεέ) (Β' Βασιλειών 5,14. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,4). Ο Νάθαν γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,14. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,3) και είχε τρεις αδελφούς: τον Σολωμών ή Σαλομών, τον Σαμμούς ή Σαμαά (Σαμμουά, Σιμεά) και τον Σωβάβ (Β' Βασιλειών 5,14. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,4).
ΟΙ ΓΙΟΙ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ ΣΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ
ΙΕΒΑΑΡ Ή ΙΒΑΑΡ Ή ΕΒΕΑΡ (ΙΒΧΑΡ): Ο Ιεβαάρ ή Ιβαάρ ή Εβεάρ (Ιβχάρ) ήταν γιος του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 5,15. Α' Παραλειπομένων 3,6. 14,5) από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,13. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,3).
ΕΛΙΣΑ Ή ΕΛΙΣΑΕ Ή ΕΛΙΣΟΥΣ (ΕΛΙΣΟΥΑ): Ο Ελισά ή Ελισούς ή Ελισαέ (Ελισουά) ήταν γιος του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 5,15. Α' Παραλειπομένων 3,6. 14,5) από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,13. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,3).
ΕΛΙΦΑΛΗΘ Ή ΕΛΙΦΑΛΑΘ Ή ΕΛΙΦΑΛΕΤ (ΕΛΙΦΕΛΕΤ): Ο Ελιφαλήθ ή Ελιφαλάθ ή Ελιφαλέτ (Ελιφέλετ) ήταν γιος του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 5,16. Α' Παραλειπομένων 3,6. 14,5) από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,13. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,3).
ΝΑΓΑΙ Ή ΝΑΓΕΔ Ή ΝΑΓΕΘ (ΝΩΓΑ): Ο Ναγαί ή Ναγέδ ή Ναγέθ (Νωγά) ήταν γιος του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 5,16. Α' Παραλειπομένων 3,7. 14,6) από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,13. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,3).
ΝΑΦΕΚ Ή ΝΑΦΑΓ (ΝΕΦΕΓ): Ο Ναφέκ ή Ναφάγ (Νεφέγ) ήταν γιος του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 5,15. Α' Παραλειπομένων 3,7. 14,6) από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,13. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,3).
ΙΑΦΙΕ Ή ΙΕΦΙΕΣ (ΙΑΦΙΑ): Ο Ιαφιέ ή Ιεφιές (Ιαφιά) ήταν γιος του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 5,15. Α' Παραλειπομένων 3,7. 14,6) από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,13. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,3).
ΕΛΙΣΑΜΑ Ή ΕΛΙΣΑΜΑΕ: Ο Ελισαμά ή Ελισαμαέ ήταν γιος του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 5,16. Α' Παραλειπομένων 3,8. 14,7) από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,13. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,3).
ΕΛΙΑΔΑ Ή ΕΛΙΑΔΕ Ή ΕΛΙΔΑΕ (ΕΛΕΑΔΑ, ΕΛΓΙΑΔΑ, ΒΕΕΛΙΑΔΑ: Ο Ελιαδά ή Ελιαδέ ή Ελιδαέ (Ελεαδά, Ελγιαδά ή Βεελιαδά) ήταν γιος του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 5,16. Α' Παραλειπομένων 3,8. 14,7) από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,13. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,3).
ΕΛΙΦΑΛΑ Ή ΕΛΙΦΑΛΑΤ Ή ΕΛΙΦΑΛΕΤ (ΕΛΙΦΕΛΕΤ, ΕΛΠΑΛΕΤ): Ο Ελιφαλά ή Ελιφαλάτ ή Ελιφαλέτ (Ελιφελέτ, Ελπαλέτ) ήταν γιος του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 5,16. Α' Παραλειπομένων 3,8. 14,7) από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,13. Α' Παραλειπομένων 3,5. 14,3).
ΑΜΑΕ: Ο Σαμαέ ήταν γιος του Δαβίδ από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,16).
ΙΕΣΣΙΒΑΘ: Ο Ιεσσιβάθ ήταν γιος του Δαβίδ από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,16).
ΝΑΘΑΝ: Ο Νάθαν ήταν γιος του Δαβίδ από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,16). Αναφέρονται δύο με τ' όνομα αυτό ως γιοι του Δαβίδ.
ΓΑΛΑΜΑΑΝ: Ο Γαλαμαάν ήταν γιος του Δαβίδ από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,16).
ΙΕΒΑΑΡ: Ο Ιεβαάρ ήταν γιος του Δαβίδ από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,16). Αναφέρονται δύο με τ' όνομα αυτό ως γιοι του Δαβίδ.
ΘΕΗΣΟΥΣ: Ο Θεησούς ήταν γιος του Δαβίδ από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,16).
ΝΑΦΕΚ (ΝΑΦΑΓ): Ο Ναφέκ (Νάφαγ) ήταν γιος του Δαβίδ από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,16).
ΙΑΝΑΘΑΝ: Ο Ιανάθαν ήταν γιος του Δαβίδ από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,16).
ΛΕΑΣΑΜΥΣ: Ο Λεασαμύς ήταν γιος του Δαβίδ από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,16).
ΒΑΑΛΙΜΑΘ: Ο Βααλιμάθ ήταν γιος του Δαβίδ από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,16).
ΕΛΙΦΑΑΘ: Ο Ελιφαάθ ήταν γιος του Δαβίδ από άλλη σύζυγο ή παλλακίδα και γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,16).
ΙΕΡΙΜΟΥΘ (ΙΕΡΙΜΩΘ): Ο Ιεριμούθ (Ιεριμώθ) ήταν γιος του Δαβίδ (Β' Παραλειπομένων 11,18). Κόρη του Ιεριμούθ ήταν η Μολλάθ (Μαχαλάθ), η οποία ήταν η πρώτη γυναίκα του Ροβοάμ (Β' Παραλειπομένων 11,18).
Η ΘΗΜΑΡ (ΤΑΜΑΡ)
Η Θημάρ (Ταμάρ) ήταν κόρη του Δαβίδ από τη σύζυγό του Μααχά (Μωχά) (Α' Παραλειπομένων 3,9), κόρη του βασιλιά της Γεδσούρ (Γεσίρ) Θολμί (Θολμαΐ) (Β' Βασιλειών 3,3. Α' Παραλειπομένων 3,2) και αδερφή του Αβεσσαλώμ (Β' Βασιλειών 13,1. 13,4. 13,20. 13,22. 13,32). Η Θημάρ ήταν ωραιότατη στην εμφάνιση (Β' Βασιλειών 13,1).
Η Θημάρ ήταν αρκετά όμορφη και ο ετεροθαλής αδερφός της ο Αμνών την ερωτεύτηκε. Ο Αμνών υπέφερε τόσο πολύ από την αγάπη του αυτή, ώστε αρρώστησε και έπεσε στο κρεβάτι. Ο Αμνών είχε φιλία με τον Ιωναδάβ, γιο του Σαμαά, αδερφού του Δαβίδ. Ο Ιωναδάβ ρώτησε τον Αμνών, για ποιο λόγο κάθε μέρα ήταν μελαγχολικός και καταβεβλημένος. Ο Αμνών του είπε την αιτία και ο Ιωναδάβ, τον συμβούλεψε να προσποιηθεί τον άρρωστο. Όταν ήρθε ο πατέρας του να τον δει, ο Αμνών, σύμφωνα με τις οδηγίες του Ιωναδάβ, του είπε να του στείλει την αδερφή του, την Θημάρ να τον φροντίσει και να του ετοιμάσει φαγητό. Έτσι ο Δαβίδ ειδοποίησε την Θημάρ να φροντίσει τον αδερφό της.
Η Θημάρ πήγε στο σπίτι του Αμνών, του ετοίμασε φαγητό, αλλά εκείνος δεν ήθελε να φάει. Αφού έδιωξε όλους τους παριστάμενους, ζήτησε από τη Θημάρ να του πάει το φαγητό στο δωμάτιό του. Εκεί ο Αμνών ζήτησε από τη Θημάρ να κοιμηθεί μαζί του. Η Θημάρ αντέδρασε και του είπε να μη διαπράξει αυτή την ανοησία, αλλά να πάει να τη ζητήσει από τον πατέρα τους, ο οποίος δεν θα εμπόδιζε αυτό τον γάμο. Ο Αμνών όμως, δεν συμμορφώθηκε με την υπόδειξη της Θημάρ και καθώς ήταν δυνατότερος απ' αυτήν, την υποχρέωσε να πλαγιάσει μαζί του και τη βίασε.
Ο Αμνών έπειτα από την πράξη του μίσησε τη Θημάρ και την έδιωξε από το σπίτι του, παρά τις παρακλήσεις της. Ζήτησε μάλιστα από ένα δούλο του να πετάξει έξω από το σπίτι τη Θημάρ (Β' Βασιλειών 13,1-18).
Η Θημάρ φεύγοντας πήρε χώμα, το έριξε στο κεφάλι της, έσχισε το μακρύ χιτώνα της, έβαλε τα χέρια στο κεφάλι της και έκλαιγε τη δυστυχία της. Ο αδερφός της ο Αβεσσαλώμ κατάλαβε ότι τη βίασε ο Αμνών και την πήρε στο σπίτι του. Μετά το γεγονός αυτό ο Αβεσσαλώμ, δε μιλούσε καθόλου στον Αμνών και τον μίσησε πολύ που είχε ατιμάσει την αδερφή του.
Όταν ο Δαβίδ πληροφορήθηκε το γεγονός, θύμωσε πάρα πολύ, που ο Αμνών ατίμασε την αδερφή του. Δεν τον τιμώρησε όμως, γιατί ήταν ο πρωτότοκος και τον αγαπούσε ιδιαίτερα (Β' Βασιλειών 13,19-22). Μετά από δύο χρόνια, ο Αβεσσαλώμ εκδικήθηκε την ατίμωση της αδερφής του. Μετά από μια γιορτή που έγινε στο σπίτι του, όταν ο Αμνών είχε έρθει στο κέφι από το κρασί, τότε ο Αβεσσαλώμ διέταξε τους υπηρέτες του και τον σκότωσαν (Β' Βασιλειών 13,26-29).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου