Αγία Νεομάρτυς Μαρία Σκόμπτσοβα. Ημέρα Μνήμης: 31 Μαρτίου και 20 Ιουλίου.
«Θαυμαστός ο Θεός, εν τοις αγίοις αυτού». Η θριαμβευτική αυτή διαπίστωση που κάνει η Εκκλησία κάθε φορά που θυμάται την ζωή των αγίων της, μας υπενθυμίζει και σε μας πως τίποτε άλλο δεν είναι η ζωή του πιστού παρά η αποδοχή της Ζωής του Χριστού, ως ζωής δικής του. Οι άγιοι, οι θαυμαστές αυτές προσωπικότητες των οποίων ολόκληρος ο βίος αποτελεί την σάρκωση του Ευαγγελίου και την διαπίστωση πως τα λόγια του Χριστού είναι δυνατά και εφαρμόσιμα από τον καθένα, είναι αυτοί τελικά που θα μείνουν στην ιστορική διαχρονική μνήμη, όσοι αιώνες ακόμα κι αν περάσουν, όσα δισεκατομμύρια ανθρώπων ακόμα περιπατήσουν στη γη, οι άγιοι και τα έργα τους θα παραμείνουν άσβηστα στη συλλογική μνήμη του κόσμου.
Υπάρχει η διαδεδομένη σε πολλούς εντύπωση πως η Εκκλησία δεν γεννά πια αγίους, πως η αγιότητα είμαι μια ανέφικτη εμπειρία για τον σύγχρονο άνθρωπο, πως οι άγιοι αποτελούν ιστορικές μορφές του παρελθόντος, και μάλιστα του πολύ απώτατου. Καμιά άλλη άποψη δεν είναι όμως πιο ξένη από την αλήθεια. Η ρήση του Κυρίου «γίνετε άγιοι, όπως είναι και ο επουράνιος Πατέρας σας» δεν θα είχε διατυπωθεί αν ήταν αδύνατη.
Η ιστορία του περασμένου αιώνα επιβεβαιώνει την αλήθεια της παραπάνω εντολής: και στον 20ο αιώνα η Εκκλησία γνώρισε πολλές άγιες προσωπικότητες, αληθινούς δηλαδή φίλους του Χριστού που εφάρμοσαν με συνέπεια και αγωνιστικότητα τις εντολές του από αγάπη σ’ Αυτόν και την εικόνα Του, τον άνθρωπο. Η αγιότητα δεν είναι μια υπερφυσική κατάσταση, ούτε μια εξωκοσμική εμπειρία, ούτε τέλος μια ατομική κατάκτηση όπως συμβαίνει στον χώρο των ανατολικών θρησκειών, αλλά η συνέργια Θεού και ανθρώπου για την μεταμόρφωση της καρδιάς του ανθρώπου η οποία γίνεται το αληθινό κατοικητήριο του Θεού, ο όντως ναός Του, αυτός και όχι τα πέτρινα κτίσματα ενός επίγειου ναού.
Μια από τις μορφές λοιπόν που σημάδεψαν την ζωή των ανθρώπων στον αιώνα που πέρασε ήταν η Μαρία Σκόμπτσοβα, ρωσίδα αγωνίστρια του πνεύματος η οποία έζησε μια ζωή απόλυτης θυσιαστικής διακονίας σε πολύ δύσκολους καιρούς.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑ
Γεννήθηκε το 1891 στην Ρίγα της Λετονίας, η οικογένεια της ήταν αριστοκρατικής καταγωγής. Το όνομα της, πριν παντρευτεί, ήταν Ελισαβέτα Πιλένκο.
Οι γονείς της ήσαν πιστοί και ευσεβείς άνθρωποι που της μετέδωσαν από μικρή τα ουσιώδη της πίστης. Ωστόσο, όπως συμβαίνει συχνά, η πίστη για να εδραιωθεί θα περάσει μέσα από την κάμινο και τα βάσανα της αμφιβολίας, για να θυμηθούμε την ανάλογη έκφραση του Ντοστογέφσκυ. Στα 14 της χρόνια θα πεθάνει ο πατέρας της, και η μικρή Ελισαβέτα θα νιώσει την αδικία του θανάτου, άρα και την απουσία του Θεού τον οποίο θεωρούσε πια ως ανύπαρκτο.
Το 1906 μαζί με την χήρα μητέρα της θα μετακομίσουν στην Αγία Πετρούπολη, όπου θα αναμειχθεί με τους κύκλους των διανοουμένων ήταν άλλωστε εποχή μεγάλων και σημαντικών εξελίξεων στο χώρο της ρώσικης ιντελλιγκέντσια ιδιαίτερα με τον ποιητή Αλεξάντερ Μπλοκ. Επίσης, όπως τόσοι άλλοι σύγχρονοι της, θα γίνει μέλος αριστερών πολιτικών οργανώσεων, «για να πολεμήσω την αδικία μέσα στον κόσμο» όπως έλεγε αργότερα.
Το 1910 η Λίζα θα παντρευτεί τον Ντμίτρι Κούζμιν-Καράβιεφ, ένα μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, πιο γνωστό ως «Μπολσεβίκοι». Ένας γάμος που έγινε όχι από αγάπη, αλλά από συμπάθεια περισσότερο. Συνέχιζε τις επαφές της με πολιτικούς και πνευματικούς κύκλους, ενώ αν και θεωρούσε τον εαυτό της άθεο, αναζωπυρωνόταν το παλιό της ενδιαφέρον για τον Χριστό, περισσότερο όμως ως ηρωική μορφή.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ
«Τινα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι;» [=ποιος λένε οι άνθρωποι ότι είμαι;] ρωτούσε τους μαθητές του ο Ιησούς, και από τότε ως σήμερα έχουν δοθεί αμέτρητοι χαρακτηρισμοί και έχουν σμιλευτεί πάμπολλα πορτραίτα για το ποιος πράγματι ήταν ο Κύριος, η Λίζα δεν ήταν δυνατό να ξεφύγει από τον «κανόνα» αυτό, ειδικά σε μια εποχή ανακατατάξεων όπου γραφόταν καθημερινά η ιστορία.
Ωστόσο, οι παλιές της παιδικές μνήμες δεν την εγκατέλειπαν. Παράλληλα με την συγγραφή ποιημάτων (είχε ήδη εκδώσει 2 ποιητικές συλλογές) αποφάσισε ν’ ασχοληθεί με τις θεολογικές σπουδές: «ο κόσμος περισσότερο ανάγκη έχει τον Χριστό και όχι επαναστατικές θεωρίες».
Γράφτηκε λοιπόν στην Θεολογική Ακαδημία της Μονής του Αλεξάνδρου Νιέβσκυ στην Αγία Πετρούπολη, αλλά σημαντικά γεγονότα έμελλαν να συμβούν σε λίγο: ο γάμος της θα διαλυθεί το 1913, αλλά τον Οκτώβρη του ίδιου έτους θα γεννηθεί το πρώτο της παιδί. Εμβαθύνοντας στις σπουδές της, παράλληλα όμως με την δική της προσωπική αναζήτηση της πίστης, θα συμπεράνει πως ο χριστιανικός ασκητισμός δεν συνίσταται στον βασανισμό του σώματος, αλλά το ενδιαφέρον για τις ανάγκες των άλλων ανθρώπων, μαζί με το ενδιαφέρον για καλυτέρευση των κοινωνικών συνθηκών. Έτσι στράφηκε προς το μικρό Σοσιαλεπαναστατικό Κόμμα τον οποίο ήταν μακρόθεν των ιδεών του Λένιν.
Τα γεγονότα τρέχουν. Καταδιώκεται από την μπολσεβίκικη εξουσία που προσπαθεί να στεριωθεί στην Ρωσία. Λόγω φιλίας της με την γυναίκα του Λένιν διασώζεται από εκτέλεση. Ωστόσο η καταδίωξη της είναι ανηλεής: αν και εκλέχθηκε δήμαρχος της μικρής πόλης Άναπα, στην Μαύρη Θάλασσα, είναι τα χρόνια του εμφύλιου πολέμου και αυτή τη φορά θα την συλλάβουν οι Λευκοί, οι αντίπαλοι των Μπολσεβίκων. Θα γλυτώσει και πάλι την εκτέλεση , την φορά αυτή χάρη στον Δανιήλ Σκόμπτσοβ ο οποίος ήταν ο δικαστής της. Αργότερα θα τον ερωτευτεί, και το ειδύλλιο θα καταλήξει σε γάμο. Για την Λίζα πλέον η ζωή στη Ρωσία ήταν επικίνδυνη, ο εμφύλιος αιματοκυλούσε όλη την χώρα και οι Μπολσεβίκοι φαινόταν πως είχαν κερδίσει σημαντικά ερείσματα.
ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ
Μαζί με την οικογένεια της παίρνουν την πρωτοβουλία να μεταναστεύσουν, για να φτάσουν τελικά μετά από περιπέτειες στο Παρίσι το 1923. Το 1926 είναι χρονιά μεγάλης δοκιμασίας και θλίψης καθώς χάνει την κόρη της από μηνιγγίτιδα. «Ο θάνατος κάποιου αγαπημένου σου προσώπου ανοίγει διάπλατα τις πύλες της αιωνιότητας, ενώ ολόκληρη η φυσική ύπαρξη χάνει την σταθερότητα και την συνοχή της. Οι νόμοι του χθες έχουν καταργηθεί, οι επιθυμίες έχουν σβήσει, η απουσία νοήματος αντικατέστησε το νόημα…..πριν τον μαύρο λάκκο του τάφου, τα πάντα πρέπει να επανεξεταστούν, να συγκριθούν με το ψεύδος και την διαφθορά».
Η Λίζα όλο και πιο πολύ πια θα αφιερωθεί στην μελέτη και την κοινωνική εργασία στο Παρίσι. Έγινε μέλος της Ρωσικής Φοιτητικής Χριστιανικής Κίνησης, έργο που την έφερε σε επαφή με πάμφτωχους ρώσους μετανάστες στις πόλεις και τα χωριά σε όλη την Γαλλία.
Αναρωτιόταν διαρκώς για την αληθινή της κλίση στη ζωή. Της άρεσε να βοηθά τους αναξιοπαθούντες βλέποντας σ’ αυτούς το αληθινό πρόσωπο του Χριστού, διότι για την Λίζα ο ανθρωπισμός και η φιλευσπλαχνία θεμελιώνονταν όχι σε κάποια κοσμική ηθική αλλά στα ίδια τα λόγια του Χριστού, γι’ αυτό έμεινε στην διακονία αυτή στερεωμένη ως το τέλος. Από την άλλη αναρωτιόταν για το είδος της εργασίας της εντός του εκκλησιαστικού χώρου. Οραματιζόταν ένα διαφορετικό είδος κοινότητας, μοναστικής και αδελφικής συνάμα.
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΟΝΑΧΗ
Ο Μητροπολίτης Ευλόγιος γνωρίζοντας τον κοινωνικό ακτιβισμό της Λίζας ανάμεσα στους πρόσφυγες, της πρότεινε να γίνει μοναχή. Η Λίζα συμφώνησε, υπήρχε όμως το πρόβλημα του υφιστάμενου γάμου της. Αν και διαφωνούσε στην αρχή, ο σύζυγος της θα συναινέσει στο εκκλησιαστικό διαζύγιο το 1932. Λίγες εβδομάδες αργότερα στο παρεκκλήσι του Θεολογικού Ινστιτούτου του Παρισιού, στον Αγιο Σέργιο [ρωσική θεολογική σχολή στο Παρίσι, με σημαντική προσφορά στη μελέτη της ορθόδοξης πνευματικής κληρονομιάς], θα γίνει η κουρά της, και το νέο της όνομα θα είναι Μαρία.
«Μοναχισμός μέσα στον κόσμο», όπως έλεγε η ίδια, θα είναι πια η αποστολή της, κάτι ολότελα διαφορετικό από την μέχρι σήμερα εμπειρία της Εκκλησίας, αλλά ταυτόχρονα ενταγμένο στην πρακτική της «οικονομίας» την οποία επέβαλαν οι καιροί.
Από δω και στο εξής η Μαρία αναλαμβάνει σημαντική δράση. Φτιάχνει ένα μικρό σπίτι που θα γίνει καταφύγιο όλων των κατατρεγμένων του Παρισιού, αλλά ταυτόχρονα και εστία συνάντησης σπουδαίων προσωπικοτήτων. Το 1937 θα φτάσουν να σερβίρονται μέχρι και 120 γεύματα σε απόρους. Παρακαλούσε για το φαγητό των απόρων η ίδια, όλο το Παρίσι άρχισε να γνωρίζει την καλόγρια ζητιάνα που κάπνιζε. Κατάφερνε όμως να συγκεντρώνει μεγάλες ποσότητες τροφής για όσους είχαν ανάγκη. Ο κάθε άνθρωπος εικονίζει τον Θεό, αυτό ήταν το μόνο της πιστεύω.
Ένας άλλος σημαντικός σταθμός υπήρξε η ίδρυση το 1935 της «Ορθόδοξης Δράσης», ενός οργανισμού στον οποίο συμμετείχε η αφρόκρεμα της ρωσικής διανόησης. Χάρη στις δωρεές που ελάμβανε από υποστηρικτές της όχι μόνο στην Γαλλία, αλλά και από χώρες του εξωτερικού, κατόρθωσαν να υλοποιήσουν ένα μεγάλο εύρος σχεδίων όπως την δημιουργία ξενώνων, καταφυγίων, σχολείων, την παροχή βοήθειας στους ανέργους και στους ηλικιωμένους, την έκδοση βιβλίων κλπ.
Ο μοναχισμός όπως τον αντιλαμβανόταν η Μαρία βρισκόταν σε συμφωνία πνεύματος με όλη την υπερχιλιετή παράδοση και εμπειρία των ασκητών πατέρων και μητέρων, διέφερε μόνο στους τύπους, στην μορφή δράσης. Η Μαρία δεν απομακρύνθηκε από τον κόσμο σωματικά, γιατί ο κόσμος την χρειαζόταν. Είχε όμως απομακρυνθεί από το πνεύμα του κόσμου. Ήταν παρούσα ανάμεσα στους αδελφούς του Χριστού γιατί τούτη ήταν η κλίση της όμως ο κόσμος δεν την έκανε ποτέ δική του. Παρέπεμπε στα λόγια του Ιωάννη Χρυσοστόμου για την θεία λειτουργία που τελείται μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας επί της Αγίας Τραπέζης. Η Τράπεζα τη φορά αυτή ήταν το σώμα και η καρδιά των ανθρώπων.
ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΝΑΖΙ - ΒΟΗΘΕΙΑ ΣΕ ΕΒΡΑΙΟΥΣ
Το Παρίσι στις 14 Ιουνίου 1940 θα πέσει στα χέρια των ναζί. Ήταν η σειρά των Εβραίων να δεχτούν την αγάπη της. Για να γλυτώσει πολλούς που κινδυνεύαν με σίγουρο αφανισμό , τους προμήθευε πλαστές βεβαιώσεις ότι είχαν βαπτιστεί χριστιανοί. Ήταν βέβαιη πως σε μια παρόμοια κατάσταση και ο ίδιος ο Χριστός θα έπραττε έτσι.
Τελικά, και αφού κατάφερε να περιθάλψει δεκάδες Εβραίους στο σπίτι της και να προσφέρει βοήθεια σε πολλά παιδιά τον καιρό της κατοχής, οι ναζί θα την συλλάβουν για να την στείλουν στο στρατόπεδο του Ravensbruck στην Γερμανία όπου έζησε 2 χρόνια κι αυτό χάρη στην ασκητική της ζωή. Ο θάνατος θα βρει την Μαρία τον Μάρτιο του 1945, την Μεγάλη Παρασκευή. Οι λόγοι του θανάτου της διίστανται. Υπάρχουν κάποιοι που την αποδίδουν στις κακουχίες του στρατοπέδου συγκέντρωσης, άλλοι ότι ήταν σ’ αυτούς που επιλέχθηκαν να εκτελεστούν, ενώ υπάρχουν και μαρτυρίες ότι πήρε την θέση ενός άλλου Εβραίου φυλακισμένου για εκτέλεση.
Η ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ
Ο θάνατος της όμως δεν ήταν δυνατό να σβήσει την μνήμη της από την Εκκλησία. Οι διασωθέντες του πολέμου που την γνώρισαν θα προκαλέσουν το ενδιαφέρον γύρω από τις ιδέες της και την ανθρωπιστική της συνεισφορά. Λίγο μετά την λήξη του πολέμου δοκίμια και βιβλία θ’ αρχίσουν να γράφονται γι’ αυτή, στα Γαλλικά και τα Ρωσικά. Βιογραφίες δημοσιεύτηκαν, και ρωσικό φιλμ γυρίστηκε το 1982.
Η οσία Μαρία έχει αναγνωριστεί επίσημα ως αγία και τιμάται 20 Ιουλίου στη “Σύναξη Ρώσων αγίων εν Γαλλία Τελειωθέντων”, μαζί με τους: π. Δημήτριο Κλεπίνιν, Γιούρι Σκόπμπτσωφ (γιο της οσίας Μαρίας), Ηλία Φονταμίνσκι και π. Αλέξιο εν Υζίν Σαβοΐας (βλ. Γεωργίου Πιπεράκι, “ΠΑΝΑΓΙΟΝ Ορθοδόξων Αγίων”, εκδ. “Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος”, Μήλεσι 2006, σελ. 157).
Ίσως πολλοί να σκανδαλίζονται από το «καινοτομικό» της πνεύμα. Ίσως να είναι αρκετοί ακόμα αυτοί που δεν έχουν πειστεί, δεν έχουν διαπιστώσει υπερφυσικά ασκητικά κατορθώματα, θαύματα κλπ. Όμως δεν είναι ακριβής ο παρακάτω λόγος ενός μεγάλου αγίου, του Σεραφείμ του Σαρώφ; «Το ότι είμαι μοναχός και συ λαϊκός δεν έχει καμιά σημασία, αλλά το ότι και οι δυο μας είμαστε στο φως του Αγίου Πνεύματος. Απέκτησε την ειρήνη και χιλιάδες γύρω σου θα σωθούν». Πραγματικά. Όπως έλεγε και η Μαρία, ο Κύριος δεν θα την ρωτήσει αν έκανε πολλές μετάνοιες κλπ, αλλά αν έθρεψε τον πλησίον της, αυτόν που συναντούσε και είχε την ανάγκη της. Δεν πήγε στην έρημο να μονάσει, και να αγιάσει προφανώς, η Μαρία. Έρημος γι’ αυτήν ήταν η ανθρώπινη καρδιά που διαβιούσε μέσα στα πολλά και σημαντικά προβλήματα του κόσμου.
«Θαυμαστός ο Θεός, εν τοις αγίοις αυτού». Η θριαμβευτική αυτή διαπίστωση που κάνει η Εκκλησία κάθε φορά που θυμάται την ζωή των αγίων της, μας υπενθυμίζει και σε μας πως τίποτε άλλο δεν είναι η ζωή του πιστού παρά η αποδοχή της Ζωής του Χριστού, ως ζωής δικής του. Οι άγιοι, οι θαυμαστές αυτές προσωπικότητες των οποίων ολόκληρος ο βίος αποτελεί την σάρκωση του Ευαγγελίου και την διαπίστωση πως τα λόγια του Χριστού είναι δυνατά και εφαρμόσιμα από τον καθένα, είναι αυτοί τελικά που θα μείνουν στην ιστορική διαχρονική μνήμη, όσοι αιώνες ακόμα κι αν περάσουν, όσα δισεκατομμύρια ανθρώπων ακόμα περιπατήσουν στη γη, οι άγιοι και τα έργα τους θα παραμείνουν άσβηστα στη συλλογική μνήμη του κόσμου.
Υπάρχει η διαδεδομένη σε πολλούς εντύπωση πως η Εκκλησία δεν γεννά πια αγίους, πως η αγιότητα είμαι μια ανέφικτη εμπειρία για τον σύγχρονο άνθρωπο, πως οι άγιοι αποτελούν ιστορικές μορφές του παρελθόντος, και μάλιστα του πολύ απώτατου. Καμιά άλλη άποψη δεν είναι όμως πιο ξένη από την αλήθεια. Η ρήση του Κυρίου «γίνετε άγιοι, όπως είναι και ο επουράνιος Πατέρας σας» δεν θα είχε διατυπωθεί αν ήταν αδύνατη.
Η ιστορία του περασμένου αιώνα επιβεβαιώνει την αλήθεια της παραπάνω εντολής: και στον 20ο αιώνα η Εκκλησία γνώρισε πολλές άγιες προσωπικότητες, αληθινούς δηλαδή φίλους του Χριστού που εφάρμοσαν με συνέπεια και αγωνιστικότητα τις εντολές του από αγάπη σ’ Αυτόν και την εικόνα Του, τον άνθρωπο. Η αγιότητα δεν είναι μια υπερφυσική κατάσταση, ούτε μια εξωκοσμική εμπειρία, ούτε τέλος μια ατομική κατάκτηση όπως συμβαίνει στον χώρο των ανατολικών θρησκειών, αλλά η συνέργια Θεού και ανθρώπου για την μεταμόρφωση της καρδιάς του ανθρώπου η οποία γίνεται το αληθινό κατοικητήριο του Θεού, ο όντως ναός Του, αυτός και όχι τα πέτρινα κτίσματα ενός επίγειου ναού.
Μια από τις μορφές λοιπόν που σημάδεψαν την ζωή των ανθρώπων στον αιώνα που πέρασε ήταν η Μαρία Σκόμπτσοβα, ρωσίδα αγωνίστρια του πνεύματος η οποία έζησε μια ζωή απόλυτης θυσιαστικής διακονίας σε πολύ δύσκολους καιρούς.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑ
Γεννήθηκε το 1891 στην Ρίγα της Λετονίας, η οικογένεια της ήταν αριστοκρατικής καταγωγής. Το όνομα της, πριν παντρευτεί, ήταν Ελισαβέτα Πιλένκο.
Οι γονείς της ήσαν πιστοί και ευσεβείς άνθρωποι που της μετέδωσαν από μικρή τα ουσιώδη της πίστης. Ωστόσο, όπως συμβαίνει συχνά, η πίστη για να εδραιωθεί θα περάσει μέσα από την κάμινο και τα βάσανα της αμφιβολίας, για να θυμηθούμε την ανάλογη έκφραση του Ντοστογέφσκυ. Στα 14 της χρόνια θα πεθάνει ο πατέρας της, και η μικρή Ελισαβέτα θα νιώσει την αδικία του θανάτου, άρα και την απουσία του Θεού τον οποίο θεωρούσε πια ως ανύπαρκτο.
Το 1906 μαζί με την χήρα μητέρα της θα μετακομίσουν στην Αγία Πετρούπολη, όπου θα αναμειχθεί με τους κύκλους των διανοουμένων ήταν άλλωστε εποχή μεγάλων και σημαντικών εξελίξεων στο χώρο της ρώσικης ιντελλιγκέντσια ιδιαίτερα με τον ποιητή Αλεξάντερ Μπλοκ. Επίσης, όπως τόσοι άλλοι σύγχρονοι της, θα γίνει μέλος αριστερών πολιτικών οργανώσεων, «για να πολεμήσω την αδικία μέσα στον κόσμο» όπως έλεγε αργότερα.
Το 1910 η Λίζα θα παντρευτεί τον Ντμίτρι Κούζμιν-Καράβιεφ, ένα μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, πιο γνωστό ως «Μπολσεβίκοι». Ένας γάμος που έγινε όχι από αγάπη, αλλά από συμπάθεια περισσότερο. Συνέχιζε τις επαφές της με πολιτικούς και πνευματικούς κύκλους, ενώ αν και θεωρούσε τον εαυτό της άθεο, αναζωπυρωνόταν το παλιό της ενδιαφέρον για τον Χριστό, περισσότερο όμως ως ηρωική μορφή.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ
«Τινα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι;» [=ποιος λένε οι άνθρωποι ότι είμαι;] ρωτούσε τους μαθητές του ο Ιησούς, και από τότε ως σήμερα έχουν δοθεί αμέτρητοι χαρακτηρισμοί και έχουν σμιλευτεί πάμπολλα πορτραίτα για το ποιος πράγματι ήταν ο Κύριος, η Λίζα δεν ήταν δυνατό να ξεφύγει από τον «κανόνα» αυτό, ειδικά σε μια εποχή ανακατατάξεων όπου γραφόταν καθημερινά η ιστορία.
Ωστόσο, οι παλιές της παιδικές μνήμες δεν την εγκατέλειπαν. Παράλληλα με την συγγραφή ποιημάτων (είχε ήδη εκδώσει 2 ποιητικές συλλογές) αποφάσισε ν’ ασχοληθεί με τις θεολογικές σπουδές: «ο κόσμος περισσότερο ανάγκη έχει τον Χριστό και όχι επαναστατικές θεωρίες».
Γράφτηκε λοιπόν στην Θεολογική Ακαδημία της Μονής του Αλεξάνδρου Νιέβσκυ στην Αγία Πετρούπολη, αλλά σημαντικά γεγονότα έμελλαν να συμβούν σε λίγο: ο γάμος της θα διαλυθεί το 1913, αλλά τον Οκτώβρη του ίδιου έτους θα γεννηθεί το πρώτο της παιδί. Εμβαθύνοντας στις σπουδές της, παράλληλα όμως με την δική της προσωπική αναζήτηση της πίστης, θα συμπεράνει πως ο χριστιανικός ασκητισμός δεν συνίσταται στον βασανισμό του σώματος, αλλά το ενδιαφέρον για τις ανάγκες των άλλων ανθρώπων, μαζί με το ενδιαφέρον για καλυτέρευση των κοινωνικών συνθηκών. Έτσι στράφηκε προς το μικρό Σοσιαλεπαναστατικό Κόμμα τον οποίο ήταν μακρόθεν των ιδεών του Λένιν.
Τα γεγονότα τρέχουν. Καταδιώκεται από την μπολσεβίκικη εξουσία που προσπαθεί να στεριωθεί στην Ρωσία. Λόγω φιλίας της με την γυναίκα του Λένιν διασώζεται από εκτέλεση. Ωστόσο η καταδίωξη της είναι ανηλεής: αν και εκλέχθηκε δήμαρχος της μικρής πόλης Άναπα, στην Μαύρη Θάλασσα, είναι τα χρόνια του εμφύλιου πολέμου και αυτή τη φορά θα την συλλάβουν οι Λευκοί, οι αντίπαλοι των Μπολσεβίκων. Θα γλυτώσει και πάλι την εκτέλεση , την φορά αυτή χάρη στον Δανιήλ Σκόμπτσοβ ο οποίος ήταν ο δικαστής της. Αργότερα θα τον ερωτευτεί, και το ειδύλλιο θα καταλήξει σε γάμο. Για την Λίζα πλέον η ζωή στη Ρωσία ήταν επικίνδυνη, ο εμφύλιος αιματοκυλούσε όλη την χώρα και οι Μπολσεβίκοι φαινόταν πως είχαν κερδίσει σημαντικά ερείσματα.
ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ
Μαζί με την οικογένεια της παίρνουν την πρωτοβουλία να μεταναστεύσουν, για να φτάσουν τελικά μετά από περιπέτειες στο Παρίσι το 1923. Το 1926 είναι χρονιά μεγάλης δοκιμασίας και θλίψης καθώς χάνει την κόρη της από μηνιγγίτιδα. «Ο θάνατος κάποιου αγαπημένου σου προσώπου ανοίγει διάπλατα τις πύλες της αιωνιότητας, ενώ ολόκληρη η φυσική ύπαρξη χάνει την σταθερότητα και την συνοχή της. Οι νόμοι του χθες έχουν καταργηθεί, οι επιθυμίες έχουν σβήσει, η απουσία νοήματος αντικατέστησε το νόημα…..πριν τον μαύρο λάκκο του τάφου, τα πάντα πρέπει να επανεξεταστούν, να συγκριθούν με το ψεύδος και την διαφθορά».
Η Λίζα όλο και πιο πολύ πια θα αφιερωθεί στην μελέτη και την κοινωνική εργασία στο Παρίσι. Έγινε μέλος της Ρωσικής Φοιτητικής Χριστιανικής Κίνησης, έργο που την έφερε σε επαφή με πάμφτωχους ρώσους μετανάστες στις πόλεις και τα χωριά σε όλη την Γαλλία.
Αναρωτιόταν διαρκώς για την αληθινή της κλίση στη ζωή. Της άρεσε να βοηθά τους αναξιοπαθούντες βλέποντας σ’ αυτούς το αληθινό πρόσωπο του Χριστού, διότι για την Λίζα ο ανθρωπισμός και η φιλευσπλαχνία θεμελιώνονταν όχι σε κάποια κοσμική ηθική αλλά στα ίδια τα λόγια του Χριστού, γι’ αυτό έμεινε στην διακονία αυτή στερεωμένη ως το τέλος. Από την άλλη αναρωτιόταν για το είδος της εργασίας της εντός του εκκλησιαστικού χώρου. Οραματιζόταν ένα διαφορετικό είδος κοινότητας, μοναστικής και αδελφικής συνάμα.
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΟΝΑΧΗ
Ο Μητροπολίτης Ευλόγιος γνωρίζοντας τον κοινωνικό ακτιβισμό της Λίζας ανάμεσα στους πρόσφυγες, της πρότεινε να γίνει μοναχή. Η Λίζα συμφώνησε, υπήρχε όμως το πρόβλημα του υφιστάμενου γάμου της. Αν και διαφωνούσε στην αρχή, ο σύζυγος της θα συναινέσει στο εκκλησιαστικό διαζύγιο το 1932. Λίγες εβδομάδες αργότερα στο παρεκκλήσι του Θεολογικού Ινστιτούτου του Παρισιού, στον Αγιο Σέργιο [ρωσική θεολογική σχολή στο Παρίσι, με σημαντική προσφορά στη μελέτη της ορθόδοξης πνευματικής κληρονομιάς], θα γίνει η κουρά της, και το νέο της όνομα θα είναι Μαρία.
«Μοναχισμός μέσα στον κόσμο», όπως έλεγε η ίδια, θα είναι πια η αποστολή της, κάτι ολότελα διαφορετικό από την μέχρι σήμερα εμπειρία της Εκκλησίας, αλλά ταυτόχρονα ενταγμένο στην πρακτική της «οικονομίας» την οποία επέβαλαν οι καιροί.
Από δω και στο εξής η Μαρία αναλαμβάνει σημαντική δράση. Φτιάχνει ένα μικρό σπίτι που θα γίνει καταφύγιο όλων των κατατρεγμένων του Παρισιού, αλλά ταυτόχρονα και εστία συνάντησης σπουδαίων προσωπικοτήτων. Το 1937 θα φτάσουν να σερβίρονται μέχρι και 120 γεύματα σε απόρους. Παρακαλούσε για το φαγητό των απόρων η ίδια, όλο το Παρίσι άρχισε να γνωρίζει την καλόγρια ζητιάνα που κάπνιζε. Κατάφερνε όμως να συγκεντρώνει μεγάλες ποσότητες τροφής για όσους είχαν ανάγκη. Ο κάθε άνθρωπος εικονίζει τον Θεό, αυτό ήταν το μόνο της πιστεύω.
Ένας άλλος σημαντικός σταθμός υπήρξε η ίδρυση το 1935 της «Ορθόδοξης Δράσης», ενός οργανισμού στον οποίο συμμετείχε η αφρόκρεμα της ρωσικής διανόησης. Χάρη στις δωρεές που ελάμβανε από υποστηρικτές της όχι μόνο στην Γαλλία, αλλά και από χώρες του εξωτερικού, κατόρθωσαν να υλοποιήσουν ένα μεγάλο εύρος σχεδίων όπως την δημιουργία ξενώνων, καταφυγίων, σχολείων, την παροχή βοήθειας στους ανέργους και στους ηλικιωμένους, την έκδοση βιβλίων κλπ.
Ο μοναχισμός όπως τον αντιλαμβανόταν η Μαρία βρισκόταν σε συμφωνία πνεύματος με όλη την υπερχιλιετή παράδοση και εμπειρία των ασκητών πατέρων και μητέρων, διέφερε μόνο στους τύπους, στην μορφή δράσης. Η Μαρία δεν απομακρύνθηκε από τον κόσμο σωματικά, γιατί ο κόσμος την χρειαζόταν. Είχε όμως απομακρυνθεί από το πνεύμα του κόσμου. Ήταν παρούσα ανάμεσα στους αδελφούς του Χριστού γιατί τούτη ήταν η κλίση της όμως ο κόσμος δεν την έκανε ποτέ δική του. Παρέπεμπε στα λόγια του Ιωάννη Χρυσοστόμου για την θεία λειτουργία που τελείται μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας επί της Αγίας Τραπέζης. Η Τράπεζα τη φορά αυτή ήταν το σώμα και η καρδιά των ανθρώπων.
ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΝΑΖΙ - ΒΟΗΘΕΙΑ ΣΕ ΕΒΡΑΙΟΥΣ
Το Παρίσι στις 14 Ιουνίου 1940 θα πέσει στα χέρια των ναζί. Ήταν η σειρά των Εβραίων να δεχτούν την αγάπη της. Για να γλυτώσει πολλούς που κινδυνεύαν με σίγουρο αφανισμό , τους προμήθευε πλαστές βεβαιώσεις ότι είχαν βαπτιστεί χριστιανοί. Ήταν βέβαιη πως σε μια παρόμοια κατάσταση και ο ίδιος ο Χριστός θα έπραττε έτσι.
Τελικά, και αφού κατάφερε να περιθάλψει δεκάδες Εβραίους στο σπίτι της και να προσφέρει βοήθεια σε πολλά παιδιά τον καιρό της κατοχής, οι ναζί θα την συλλάβουν για να την στείλουν στο στρατόπεδο του Ravensbruck στην Γερμανία όπου έζησε 2 χρόνια κι αυτό χάρη στην ασκητική της ζωή. Ο θάνατος θα βρει την Μαρία τον Μάρτιο του 1945, την Μεγάλη Παρασκευή. Οι λόγοι του θανάτου της διίστανται. Υπάρχουν κάποιοι που την αποδίδουν στις κακουχίες του στρατοπέδου συγκέντρωσης, άλλοι ότι ήταν σ’ αυτούς που επιλέχθηκαν να εκτελεστούν, ενώ υπάρχουν και μαρτυρίες ότι πήρε την θέση ενός άλλου Εβραίου φυλακισμένου για εκτέλεση.
Η ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ
Ο θάνατος της όμως δεν ήταν δυνατό να σβήσει την μνήμη της από την Εκκλησία. Οι διασωθέντες του πολέμου που την γνώρισαν θα προκαλέσουν το ενδιαφέρον γύρω από τις ιδέες της και την ανθρωπιστική της συνεισφορά. Λίγο μετά την λήξη του πολέμου δοκίμια και βιβλία θ’ αρχίσουν να γράφονται γι’ αυτή, στα Γαλλικά και τα Ρωσικά. Βιογραφίες δημοσιεύτηκαν, και ρωσικό φιλμ γυρίστηκε το 1982.
Η οσία Μαρία έχει αναγνωριστεί επίσημα ως αγία και τιμάται 20 Ιουλίου στη “Σύναξη Ρώσων αγίων εν Γαλλία Τελειωθέντων”, μαζί με τους: π. Δημήτριο Κλεπίνιν, Γιούρι Σκόπμπτσωφ (γιο της οσίας Μαρίας), Ηλία Φονταμίνσκι και π. Αλέξιο εν Υζίν Σαβοΐας (βλ. Γεωργίου Πιπεράκι, “ΠΑΝΑΓΙΟΝ Ορθοδόξων Αγίων”, εκδ. “Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος”, Μήλεσι 2006, σελ. 157).
Ίσως πολλοί να σκανδαλίζονται από το «καινοτομικό» της πνεύμα. Ίσως να είναι αρκετοί ακόμα αυτοί που δεν έχουν πειστεί, δεν έχουν διαπιστώσει υπερφυσικά ασκητικά κατορθώματα, θαύματα κλπ. Όμως δεν είναι ακριβής ο παρακάτω λόγος ενός μεγάλου αγίου, του Σεραφείμ του Σαρώφ; «Το ότι είμαι μοναχός και συ λαϊκός δεν έχει καμιά σημασία, αλλά το ότι και οι δυο μας είμαστε στο φως του Αγίου Πνεύματος. Απέκτησε την ειρήνη και χιλιάδες γύρω σου θα σωθούν». Πραγματικά. Όπως έλεγε και η Μαρία, ο Κύριος δεν θα την ρωτήσει αν έκανε πολλές μετάνοιες κλπ, αλλά αν έθρεψε τον πλησίον της, αυτόν που συναντούσε και είχε την ανάγκη της. Δεν πήγε στην έρημο να μονάσει, και να αγιάσει προφανώς, η Μαρία. Έρημος γι’ αυτήν ήταν η ανθρώπινη καρδιά που διαβιούσε μέσα στα πολλά και σημαντικά προβλήματα του κόσμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου