Άγιος Γκουενόλιος εν Βρεττάνη Γαλλίας. Ημέρα Μνήμης: 3 Μαρτίου.
Οι γονείς του αγίου Γκουενολίου*, ευγενείς κέλτες της Μεγάλης Βρεταννίας που είχαν μεταναστεύσει στην Αρμορική (Βρετάνη) για να γλυτώσουν από την εισβολή των Σαξόνων, είχαν κάνει τάμα να αφιερώσουν τον τριτότοκο γιο τους στον Κύριο (περί το 460). Βλέποντάς τον όμως προικισμένο με όλα τα φυσικά χαρίσματα, αθέτησαν την υπόσχεσή τους και τον προετοίμαζαν για μια ευσεβή ζωή στον κόσμο. Μια μέρα, εκεί που ο πατέρας του πήγαινε στα κοπάδια του, μια ξαφνική θύελλα τον έριξε κάτω σαν να τον χτύπησε αστροπελέκι. Καταλαβαίνοντας ότι πρόκειται για θεϊκή προειδοποίηση, μόλις γύρισε σπίτι του, αποφάσισε να πάει χωρίς χρονοτριβή να εμπιστευτεί τον γιο του σε έναν άγιο ασκητή, ονομαζόμενο Μπυντόκ (Budoc), που εγκαταβίωνε στο νησάκι Λαβρέ, γειτονικό στη νήσο Μπρεχά (Bréhat).
Το παιδί, που είχε αποκτήσει τη συνήθεια να δοξολογεί ακατάπαυστα τον Θεό από τότε που έμαθε να μιλάει, προόδευσε γοργά, έμαθε σε μια μέρα το λατινικό αλφάβητο και σε λίγο ήξερε από στήθους την Αγία Γραφή. Ο ζήλος του για την προσευχή και την άσκηση προκαλούσε το θαυμασμό του πνευματικού του πατέρα και των άλλων μοναχών, και ο Θεός, βλέποντας την ταπείνωσή του και την ευσπλαγχνία του για τους θλιβομένους, τον προίκισε με το χάρισμα να κάνει εκπληκτικά θαύματα, όπως να αναστήσει την κόρη του διοικητού του νησιού. Ο όσιος Γκουενόλιος θλιβόταν ωστόσο βλέποντας ότι τα θαύματά του προξενούσαν εκτίμηση και σεβασμό προς το πρόσωπό του, ενώ αυτός είχε επιλέξει να ζει με πένθος και εν τω κρυπτώ. Ο Μπυντόκ όμως τον παρότρυνε να υπακούσει στο θέλημα του Θεού για την παρηγορία των ανθρώπων.
Καθώς η φήμη του αγίου Πατρικίου, που είχε κοιμηθεί μερικά χρόνια πρωτύτερα, († 466, τιμάται 17 Μαρτίου), απλωνόταν παντού, ο νεαρός μοναχός, φλεγόμενος από επιθυμία να μεταβεί στην Ιρλανδία για να προσκυνήσει τα τίμια λείψανά του και να ωφεληθεί από το παράδειγμα ενός τέτοιου αγίου, αποφάσισε ένα βράδυ να μιλήσει το άλλο πρωί στον Γέροντά του. Την νύχτα όμως του φανερώθηκε ο άγιος απόστολος της Ιρλανδίας καταλαμπόμενος από ουράνιο φως και τον πρόσταξε να παραμείνει στην ήπειρο, όπου ο Θεός τον είχε καλέσει να εργασθεί για την δόξα του.
Την επομένη, ο Μπυντόκ, αναγνωρίζοντας σε αυτό το όραμα το θέλημα του Θεού, επέλεξε ένδεκα από τους καλύτερους μαθητές του και αφού τους εμπιστεύθηκε στη θεία Πρόνοια υπό την καθοδήγηση του Γκουενολίου, που τότε δεν ήταν παρά μονάχα είκοσι ενός ετών, τους απέστειλε να ιδρύσουν ενα νέο μοναστήρι. Προχωρώντας με εμπιστοσύνη στον Θεό οι δώδεκα νέοι απόστολοι εγκαταστάθηκαν σε ένα νησάκι, το Τιμπιντί (Tibidi), στο κέντρο του όρμου της Βρέστης, όπου πέρασαν τρία χρόνια τρώγοντας μόνον ρίζες και λίγο κριθάρι που με μεγάλο κόπο κατάφερναν να καλλιεργούν. Φορώντας τρίχινα ρούχα, είχαν ως κανόνα να αποστηθίζουν καθημερινά όλο το Ψαλτήρι με τα χέρια υψωμένα προς τον ουρανό. Καθώς όμως τα στοιχεία της φύσεως τους δυσκόλευαν πολύ, αποφάσισαν να σταθεροποιήσουν την κατοικία τους στη στεριά σε μικρή απόσταση από εκεί, σε μέρος ακατοίκητο και σκεπασμένο με δένδρα, το Λαντεβεννέκ (Landevennec), που απέβη η πρώτη μονή στη Βρετάνη (485). Η αυστηρή ζωή των μοναχών, αφιερωμένη αποκλειστικά στον Θεό, η σκληρή τους εργασία, οι αδιάκοπες προσευχές τους και οι πολυάριθμες ιάσεις που ενεργούσε ο άγιος Γκουενόλιος τους έκαναν ξακουστούς στην περιοχή. Οι κάτοικοι, που ήταν ειδωλολάτρες ακόμη, καθώς και ο βασιλιάς τους ο Γκραλών, πλησίαζαν τους ανθρώπους του Θεού, και γοητευμένοι από την ευπροσηγορία τους, την μόνιμή τους χαρά και τη γλυκύτητά τους, παράτησαν τη βαρβαρότητα των εθίμων τους για να ασπαστούν τον χριστιανισμό.
Όταν ο άγιος έγινε ογδόντα πέντε χρόνων (περί το 532), άγγελος εξ ουρανού τον ειδοποίησε για την επικείμενη εκδημία του. Την επομένη ενεδύθη τα ιερατικά του άμφια και ετέλεσε την θεία Λειτουργία, στηριζόμενος από δύο μαθητές του και συνοδευόμενος από τον χορό των μοναχών. Την ώρα της εκφώνησης των ευχαριστηρίων ευχών μετά τη θεία Κοινωνία παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό. Ο όσιος Γκουενόλιος παρέμεινε στη διάρκεια των αιώνων ένας από τους πιο τιμωμένους βρετόνους αγίους.
*Guénolé. Λατινιστί Winwaloeus, στην τοπική γλώσσα λέγεται Guingalois.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Μάρτιος. Εκδόσεις Ορμύλια.
Οι γονείς του αγίου Γκουενολίου*, ευγενείς κέλτες της Μεγάλης Βρεταννίας που είχαν μεταναστεύσει στην Αρμορική (Βρετάνη) για να γλυτώσουν από την εισβολή των Σαξόνων, είχαν κάνει τάμα να αφιερώσουν τον τριτότοκο γιο τους στον Κύριο (περί το 460). Βλέποντάς τον όμως προικισμένο με όλα τα φυσικά χαρίσματα, αθέτησαν την υπόσχεσή τους και τον προετοίμαζαν για μια ευσεβή ζωή στον κόσμο. Μια μέρα, εκεί που ο πατέρας του πήγαινε στα κοπάδια του, μια ξαφνική θύελλα τον έριξε κάτω σαν να τον χτύπησε αστροπελέκι. Καταλαβαίνοντας ότι πρόκειται για θεϊκή προειδοποίηση, μόλις γύρισε σπίτι του, αποφάσισε να πάει χωρίς χρονοτριβή να εμπιστευτεί τον γιο του σε έναν άγιο ασκητή, ονομαζόμενο Μπυντόκ (Budoc), που εγκαταβίωνε στο νησάκι Λαβρέ, γειτονικό στη νήσο Μπρεχά (Bréhat).
Το παιδί, που είχε αποκτήσει τη συνήθεια να δοξολογεί ακατάπαυστα τον Θεό από τότε που έμαθε να μιλάει, προόδευσε γοργά, έμαθε σε μια μέρα το λατινικό αλφάβητο και σε λίγο ήξερε από στήθους την Αγία Γραφή. Ο ζήλος του για την προσευχή και την άσκηση προκαλούσε το θαυμασμό του πνευματικού του πατέρα και των άλλων μοναχών, και ο Θεός, βλέποντας την ταπείνωσή του και την ευσπλαγχνία του για τους θλιβομένους, τον προίκισε με το χάρισμα να κάνει εκπληκτικά θαύματα, όπως να αναστήσει την κόρη του διοικητού του νησιού. Ο όσιος Γκουενόλιος θλιβόταν ωστόσο βλέποντας ότι τα θαύματά του προξενούσαν εκτίμηση και σεβασμό προς το πρόσωπό του, ενώ αυτός είχε επιλέξει να ζει με πένθος και εν τω κρυπτώ. Ο Μπυντόκ όμως τον παρότρυνε να υπακούσει στο θέλημα του Θεού για την παρηγορία των ανθρώπων.
Καθώς η φήμη του αγίου Πατρικίου, που είχε κοιμηθεί μερικά χρόνια πρωτύτερα, († 466, τιμάται 17 Μαρτίου), απλωνόταν παντού, ο νεαρός μοναχός, φλεγόμενος από επιθυμία να μεταβεί στην Ιρλανδία για να προσκυνήσει τα τίμια λείψανά του και να ωφεληθεί από το παράδειγμα ενός τέτοιου αγίου, αποφάσισε ένα βράδυ να μιλήσει το άλλο πρωί στον Γέροντά του. Την νύχτα όμως του φανερώθηκε ο άγιος απόστολος της Ιρλανδίας καταλαμπόμενος από ουράνιο φως και τον πρόσταξε να παραμείνει στην ήπειρο, όπου ο Θεός τον είχε καλέσει να εργασθεί για την δόξα του.
Την επομένη, ο Μπυντόκ, αναγνωρίζοντας σε αυτό το όραμα το θέλημα του Θεού, επέλεξε ένδεκα από τους καλύτερους μαθητές του και αφού τους εμπιστεύθηκε στη θεία Πρόνοια υπό την καθοδήγηση του Γκουενολίου, που τότε δεν ήταν παρά μονάχα είκοσι ενός ετών, τους απέστειλε να ιδρύσουν ενα νέο μοναστήρι. Προχωρώντας με εμπιστοσύνη στον Θεό οι δώδεκα νέοι απόστολοι εγκαταστάθηκαν σε ένα νησάκι, το Τιμπιντί (Tibidi), στο κέντρο του όρμου της Βρέστης, όπου πέρασαν τρία χρόνια τρώγοντας μόνον ρίζες και λίγο κριθάρι που με μεγάλο κόπο κατάφερναν να καλλιεργούν. Φορώντας τρίχινα ρούχα, είχαν ως κανόνα να αποστηθίζουν καθημερινά όλο το Ψαλτήρι με τα χέρια υψωμένα προς τον ουρανό. Καθώς όμως τα στοιχεία της φύσεως τους δυσκόλευαν πολύ, αποφάσισαν να σταθεροποιήσουν την κατοικία τους στη στεριά σε μικρή απόσταση από εκεί, σε μέρος ακατοίκητο και σκεπασμένο με δένδρα, το Λαντεβεννέκ (Landevennec), που απέβη η πρώτη μονή στη Βρετάνη (485). Η αυστηρή ζωή των μοναχών, αφιερωμένη αποκλειστικά στον Θεό, η σκληρή τους εργασία, οι αδιάκοπες προσευχές τους και οι πολυάριθμες ιάσεις που ενεργούσε ο άγιος Γκουενόλιος τους έκαναν ξακουστούς στην περιοχή. Οι κάτοικοι, που ήταν ειδωλολάτρες ακόμη, καθώς και ο βασιλιάς τους ο Γκραλών, πλησίαζαν τους ανθρώπους του Θεού, και γοητευμένοι από την ευπροσηγορία τους, την μόνιμή τους χαρά και τη γλυκύτητά τους, παράτησαν τη βαρβαρότητα των εθίμων τους για να ασπαστούν τον χριστιανισμό.
Όταν ο άγιος έγινε ογδόντα πέντε χρόνων (περί το 532), άγγελος εξ ουρανού τον ειδοποίησε για την επικείμενη εκδημία του. Την επομένη ενεδύθη τα ιερατικά του άμφια και ετέλεσε την θεία Λειτουργία, στηριζόμενος από δύο μαθητές του και συνοδευόμενος από τον χορό των μοναχών. Την ώρα της εκφώνησης των ευχαριστηρίων ευχών μετά τη θεία Κοινωνία παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό. Ο όσιος Γκουενόλιος παρέμεινε στη διάρκεια των αιώνων ένας από τους πιο τιμωμένους βρετόνους αγίους.
*Guénolé. Λατινιστί Winwaloeus, στην τοπική γλώσσα λέγεται Guingalois.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Μάρτιος. Εκδόσεις Ορμύλια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου