Τετάρτη 6 Μαρτίου 2019

Άγιος Μάρτυς Βεντσέσλαος, Πρίγκιπας της Βοημίας. Ημέρα Μνήμης: 28 Σεπτεμβρίου.

Άγιος Μάρτυς Βεντσέσλαος, Πρίγκιπας της Βοημίας. Ημέρα Μνήμης: 28 Σεπτεμβρίου.



Ο Άγιος Βεντσέσλαος ή Άγιος Βεντσέσλαβος ή Βεγκέσλαος Α' ή Βεντσέσλας Α' ή Βεντσέσλαος Α' ή Βεντσέσλαβος Α' (στα Λατινικά Wenceslaus, στα Τσεχικά Václav), ήταν ηγεμόνας του Μεσαιωνικού πριγκιπάτου της Βοημίας το 921 - 935 (σπανιότερα θεωρείται ότι κυβέρνησε ως το 929). Γεννήθηκε περί το 907 και θεωρείται ως ο άγιος προστάτης της Τσεχίας.

Κύριες πηγές για τη ζωή του αποτελούν οι "Βίοι" του, που οι πιο πρώϊμοι από αυτούς πρέπει να τοποθετούνται πιθανότατα στη δεκαετία των 970, με αφορμή τη δημιουργία στην πρωτεύουσα της Βοημίας, την Πράγα, επισκοπής (πρόκειται για τα κείμενα του «Crescente fide» και του "Πρώτου Σλαβικού Βίου του Αγίου Βεντσέσλάου". Λίγα χρόνια αργότερα, ο επίσκοπος της Μαντούας ονόματι Γουμπόλδος, βασιζόμενος στην ύλη που του έφεραν από την Τσεχία, έγραψε έναν ακόμα Βίο του Αγίου κατ'εντολή του Γερμανού αυτοκράτορα Όθωνα Β'. Μερικές σημαντικές πληροφορίες για τον Άγιο Βεντσέσλαο διασώζονται επίσης στο "Εισαγωγικό Βίο του Βεντσέσλαου" (ένα κείμενο που σώζεται σε πολλά χειρόγραφα), στο "Εισαγωγικό Βίο της Ιερομάρτυρος Λιουντμίλας" και στο "Χρονικό" του Βιδουκίνδου από την επισκοπή Κορβέυ (το οποίο γράφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του 970). Εκτός αυτού, μερικές πληροφορίες για τον Άγιο Βεντσέσλαο μπορούμε να εντοπίσουμε στον "Θρύλο του Κριστιάν", ο οποίος γράφτηκε στην Πράγα μεταξύ 992 και 996 κατ'εντολήν του επισκόπου της Πράγας, του Αγίου Αδαλβέρτου της Πράγας. Ο συγγραφέας αυτού του έργου προσπάθησε να αποτυπώσει ό,τι ήταν γνωστό ως εκείνη τη στιγμή στην Πράγα για τον Άγιο Βεντσέσλαο. Ακόμα δύο Βίοι του Αγίου γράφτηκαν στον 11ο αιώνα (ο πρώτος από αυτούς συντάχθηκε από τον Λαυρέντιο του Μόντε - Κασσίνο κατά τη δεκαετία του 1030 με βάση υλικό που εκείνος έλαβε από την Τσεχία· ο δεύτερος φέρει την ονομασία "Θρύλος του Νικόλσκι", που γράφτηκε κατά το 2-ο ήμισυ του 11ου αιώνα, και πιθανότατα στο μοναστήρι του ποταμού Σαζάβα, στην Τσεχία - βάση αυτού του κειμένου αποτέλεσε ο "Βίος του Αγίου Βεντσεσλάου" που είχε συντάξει έναν αιώνα νωρίτερα ο Γουμπόλδος, η ύλη του οποίου συμπληρώθηκε από κάποιες άγνωστες σήμερα πηγές).


Κατά το "Χρονικό της Βοημίας", το οποίο συνέγραψε ο Κοσμάς της Πράγας, ένας ηγεμόνας του πριγκιπάτου της Βοημίας, ονόματι Μπορζιβόϊ ή Μποριβόϊ (Bořivoj στη σύγχρονη γραφή στα Τσεχικά, ενώ στο πρωτότυπο του κειμένου στα Λατινικά αναφέρεται ως Borivoy), που ήταν ο άνθρωπος ο οποίος βαπτίστηκε Χριστιανός από τους Αγίους Κύριλλο και Μεθόδιο, είχε δύο γιους από την κόρη του κόμητος της πόλης του Πσόβ (Psov) Σλαβιμπόριδος (Zlaviborus), η οποία έφερε το όνομα Λιουντμίλα. Τους γιους αυτούς τους έλεγαν Σπιτιγκνέβος (Zpitigneus) και Βρατίσλαβος (Wratizlaus). Τον Μπορζιβόϊ τον διαδέχτηκε ο Σπιτιγκνέβος, και εκείνον - ο αδελφός του, ο Βρατίσλαβος. Αυτός παντρεύτηκε τη Δραγκομίρα, που ήταν από τη σκληρή φυλή των Λούτιτσοι (η Ρωσική "Ορθόδοξη Εγκυκλοπαίδεια" λέει ότι η Ντραγκομίρα ήταν από τη φυλή των Γκαβολιάνων από τους Πολάμπους Σλάβους) που ζούσε στην περιοχή του Στόντορ (Stodor). Μαζί γέννησαν δύο γιους, τους Βεντσέσλαο (Wencezlaus) και αδελφοκτόνο Μπολέσλαβο (Bolezlaus).

Ο Βεντσέσλαος έγινε πρίγκιπας της Βοημίαςμετά τον πατέρα του, και έχτισε την πρώτη εκκλησία προς τιμήν του Αγίου μάρτυρος Βίτου στην κύρια πόλη του κράτους του, την Πράγα, που όμως δεν πρόλαβε να καθαγιάσει εξ'αιτίας του πρόωρου θανάτου του.

Στις 28 Σεπτεμβρίου του έτος 929 (DCCCCXXVIIII) ο πρίγκιπας της Βοημίας (dux Boemorum) Βεντσέσλαος κατά το ύπουλο σχέδιο του αδελφού του, του Μπολεσλάβου, είχε μαρτυρήσει στην πόλη Μπολέσλαβο (Bolezlaum) - ένα φρούριο, που ο Μπολέσλαβος είχε χτίσει με μια πρωτοφανή σκληρότητα που επέδειξε προς τον λαό του, καθ'ομοίωση της Ρώμης. Ο Μποσλεσλάβος τον είχε δελεάσει να έλθει σε πριγκιπικό συμπόσιο, έχοντας κρυφά αποφασίσει να τον εξοντώσει και να καταλάβει τη θέση του.

Αφού ο Μπολεσλάβος σκότωσε τον αδελφό του, κατάφερε να κρύψει την αδελφοκτονία, που είχε διαπράξει. Κατά το τρομερό αδελφοκτόνο συμπόσιο ο Μπολεσλάβος απέκτησε από τη γυναίκα του και έναν γιο, ο οποίος εξ'αιτίας αυτού του γεγονότος απέκτησε το όνομα Στράχκβας (Ztrahquaz), που σημαίνει "τρομακτικό συμπόσιο". Ο Μπολεσλάβος

με πολύ δυσκολία κατάφερε να πείσει τον επίσκοπο του Ρέγκενσμπουργκ, ονόματι Μιχαήλ, που ήταν φίλος και καθοδηγητής του Βεντσέσλαου, να καθαγιάσει την εκκλησία του Αγίου Βίτου στην Πράγα στις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ο Άγιος Βεντσέσλαος ήδη είχε δολοφονηθεί. Στις 4 Μαρτίου του 932 (DCCCCXXXII) το πτώμα του μαρτυρήσαντα Αγίου Βεντσεσλάου μεταφέρθηκε από το φρούριο Μπολέσλαβο (Bolezlaum oppidum) στην Πράγα, στο ναό του Αγίου Βίτου, επειδή στον πρώτο τάφο του στο φρούριο Μπολέσλαβο συνεχώς γίνονταν διάφορα θαύματα, και ο ηγεμόνας με τη μεταφορά της σωρού του αγίου ήθελε να φανεί ότι τα θαύματα αυτά προέρχονταν από τον Άγιο Βίτο, κάτοχο της εκκλησίας στην οποία μεταφέρθηκε η σωρός. Εξ'αίτίας της σκληρότητάς του ο πρίγκιπας Μπολέσλαβος έλαβε την επωνομασία Σκληρός.

Στον Πρώτο Σλαβικό Βίο του Αγίου Βεντσέσλαου, ο οποίος σώζεται σε αρχαία Ρωσικά και σε Κροατικά χειρόγραφα, όπως και, εν μέρει, στον "Βίο του Αγίου Βεντσέσλαου" που συνέγραψε ο Λαυρέντιος από το μοναστήρι του Μόντε - Κασσίνο, διατηρείται η εκδοχή, η οποία διαφέρει σημαντικά από την εκδοχή, η οποία αποτυπώθηκε στο "Crescente fide", στον "Θρύλο του Γουμπόλδου" και στον "Θρύλο του Κριστιάν". Η εκδοχή των δευτέρων βρίσκει την αντιστοιχία της επίσης και στη μαρτυρία του "Εισαγωγικού Βίου της Αγίας Λιουντμίλας". Σύμφωνα με αυτήν την περισσότερο διαδεδομένη εκδοχή, στους ηγεμόνα της Βοημίας Βρατίσλαβου και ηγεμόνισσα Ντραγκομίρα γεννήθηκαν δύο γιοί - ο Βεντσέσλαος και ο Μπολέσλαβος. Όταν απεβίωσε ο πατέρας τους, αυτοί και οι δύο ήταν πάρα πολύ μικροί, και γι'αυτό την διοίκηση του κράτους την ανέλαβε η Ντραγκομίρα, ενώ ο Βεντσέσλαος δόθηκε στη Αγία Λιουντμίλα για να τον μεγαλώσει και να τον εκπαιδεύσει. Αυτό το τελευταίο γεγονός προκάλεσε ένα έντονο μίσος της Ντραγκομίρας και του στρατού της ηγεμόνιδος προς την Αγία Λιουντμίλα, γιατί θεωρούσαν ότι εκείνη τον μεγάλωνε σαν έναν μοναχό, και όχι σαν έναν ηγεμόνα. Κατά την εντολή της Ντραγκομίρας η οσιομάρτυς Λιουντμίλα δολοφονήθηκε, ενώ οι Χριστιανοί ιερείς με επικεφαλείς τον αρχιπρεσβύτερο Παύλο, με τους οποίους η Αγία Λιουντμίλα είχε συνδεθεί, εκδιώχθηκαν από την χώρα. Τον ίδιο τον Βεντσέσλαο τον παρότρυναν να κάνει θυσίες σε παγανιστικές θεότητες των Τσέχων, αλλά εκείνος το απέφευγε, ενώ επίσης κουβαλούσε κάτω από τα ρούχα του τη "Μικρή Βίβλο", την οποία συνέχισε να διαβάζει κρυφά.

Όταν ο Άγιος Βεντσέσλαος ενηλικιώθηκε, τότε έλαβε στα χέρια του την εξουσία στο κράτος του, και εξεδίωξε από εκεί τη μητέρα του τη Ντραγκομίρα και τους υποστηρικτές της. Επίσης έδωσε την εντολή να μεταφερθούν στην Πράγα τα λείψανα της οσιομάρτυρος Λιουντμίλας, όπου και τάφηκαν στις 25 Οκτωβρίου του 925 στον ναό του μεγαλομάρτυρα

Γεωργίου (Ίρζι). Επίσης ο Άγιος Βεντσέσλαος επανέφερε στη χώρα τους ιερείς που είχαν διωχθεί από τη Ντραγκομίρα, και προσκάλεσε από τα γειτονικά Γερμανικά εδάφη να προσέλθουν και πολλοί άλλοι ιερείς, τους οποίους τίμησε γενναιόδωρα. Αυτός πρόσεχε, ώστε τα μέλη του εκλεκτού του στρατιωτικού ηγεμονικού σώματος περνούσαν μια ζωή πρέπουσα για Χριστιανούς, ενώ όσους δεν φέρονταν σωστά τιμωρούσε με ραβδισμούς. Ως ηγεμόνας ο Άγιος Βεντσέσλαος τελούσε δίκαιες δίκες. Κανέναν δεν καταδίκαζαν εκείνη την εποχή σε θάνατο. Ο ηγεμόνας κατέστρεφε τις φυλακές και τις κρεμάλες, ενώ φρόντιζε τους φτωχούς, τους ορφανούς και τις χήρες. Ο Βεντσέσλαος συνέχεια προσευχόταν, ενώ κάτω από τα ηγεμονικά του ρούχα συνέχεια φορούσε κιλίκιο. Κατά τη διάρκεια της νηστείας, ξυπόλυτος και πεζός, αυτός, σπάζοντας τα πόδια του μέχρι αίματος, "πήγαινε σε χριστιανικούς ναούς σε διάφορες πόλεις", ενώ τις νύχτες ετοίμαζε οίνο και έψηνε προσφορές για το μυστήριο της Θείας ευχαριστίας.

Στην Πράγα ο Άγιος Βεντσέσλαος έχτισε ναό προς τιμήν του Αγίου Βίτου - έπειτα από καιρό ο ναός αυτός έγινε καθεδρικός της επισκοπής της Πράγας. Στοιχεία των Βίων του Αγίου συμπληρώνωνται σε αυτό το επεισόδειο από τον χρονικογράφο Βιδουκίνδο από το μοναστήρι του Κορβέυ. Ο τελευταίος διευκρινίζει, ότι το 929 ο Γερμανός βασιλιάς Ερρίκος Α' ο Ορνιθοθήρας διεξήγε στρατιωτική εκστρατεία στην Πράγα, και έτσι ο Βεντσέσλαος υποχρεώθηκε να αποδεχτεί την ανώτατη εξουσία του, και να του αποδίδει φόρο υποτελείας. Επίσης, το ίδιο το γεγονος της δημιουργίας ενός ναού προς τιμήν του Αγίου Βίτου, προστάτη της Σαξωνίας, πατρίδος του Ερρίκου Α' του Ορνιθοθήρα, πρέπει να μαρτυρεί την επιθυμία του Αγίου Βεντσέσλαου να έχει καλές σχέσεις με τον ηγεμόνα του.

* * *

Ο Άγιος Βάτσλαβ, που με το μαρτύριό του έγινε «ο ουράνιος προστάτης του Σλαβικού έθνους» γεννήθηκε γύρω στο έτος 907 σαν πρεσβύτερος γιος του Τσέχου πρίγκηπα Βράπσλαβ και της γυναίκας του Ντραχομίρα. Ο παππούς του ήταν ο Τσέχος πρίγκηπας Μπορζιβόυ και η γιαγιά του η Αγία Λουντμίλα. Ο Άγιος Βάτσλαβ βαπτίστηκε με το σλαβωνικό, δηλαδή το ορθόδοξο τυπικό. Όταν το αγόρι ωρίμασε πνευματικά ο πατέρας του του έκοψε τα μαλλιά σύμφωνα επίσης με το σλαβωνικό τυπικό. Με την ευκαιρία της εκκλησιαστικής τελετής της τριχοκουρίας του Βάτσλαβ, όπως λέγει ο πρώτος παλαιός εκκλησιαστικός σλαβωνικός Βίος, ο πρίγκηπας Μπορζιβόυ κάλεσε κάποιο επίσκοπο ονομαζόμενο Νοτάριο μαζί με τον κλήρο του. Στην εκκλησία της Αγίας Θεοτόκου, στο κάστρο της Πράγας τελέστηκε πρώτα η θεία λειτουργία και στη συνέχεια ο Επίσκοπος πήρε τον Αγιο Βάτσλαβ, τον έβαλε στην εξέδρα μπροστά στην αγία τράπεζα και τον ευλόγησε με τα εξής λόγια: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ευλόγησε αυτό το αγόρι, όπως ευλόγησες όλους τους δίκαιους».

Υπό την εποπτεία του ιερέως Πάβελ του σλαβωνικου τυπικού και την επίβλεψη της γιαγιάς του της Λουντμίλας, ο Άγιος Βάτσλαβ άρχισε να μαθαίνει την επίσημη σλαβωνική γλώσσα. Μετά ο πατέρας του τον έστειλε στο κάστρο του Μπούντετς με σκοπό να σπουδάσει επίσης λατινικά, που θα ήσαν αναγκαία για τη μελλοντική του σταδιοδρομία και τις επαφές με τους δυτικούς Γερμανούς γείτονες. Επιπρόσθετα ο Αγιος Βάτσλαβ είχε καλή γνώση των ελληνικών και ανήκε στους μορφωμένους ηγεμόνες της περιοχής.

Στα 920 ο πατέρας του Βάτσλαβ πέθανε και τον ίδιο χρόνο απεβίωσε σαν μάρτυρας η αγαπητή του γιαγιά Λουντμίλα. Ο Άγιος Βάτσλαβ ηταν μόνο 13 χρονών όταν ανέβηκε στο θρόνο των προγόνων του. Μέχρι να φτάσει ο νεαρός Βάτσλαβ στην ωριμότητα κυβερνούσε εν ονόματι του η μητέρα του Ντραχομίρα.

Σαν 18χρονος άνδρας ο Άγιος Βάτσλαβ πήρε τα ηνία της εξουσίας στα χέρια του. Είχε πολύ έντονη την αίσθηση της δικαιοσύνης και ένοιωθε ότι έπρεπε να αντισταθεί εναντίον των ραδιουργιών της αυλής. Έτσι αποφάσισε ν’ αφήσει τη μητέρα του εκτός της αυλής και παραχώρησε σ’ αυτήν σαν κατοικία το κάστρο του Μπούντετς. Ταυτόχρονα μετέφερε τα λείψανα της Αγίας Λουντμίλας από το Τετίν στο κάστρο της Πράγας, όπου τα τοποθέτησε στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.

Σαν ηγεμόνας ο Άγιος Βάτσλαβ ηταν υπόδειγμα Χριστιανού. Προικισμένος με υψηλή θρησκευτική και ηθική ζωή, ζήλο για την τιμή και δόξα του Θεού, ενδιαφέρον για την επέκταση της χριστιανικής πίστης σ’ ολόκληρο το Έθνος, το κτίσιμο πολυάριθμων εκκλησιών (στο ίδιο το κάστρο της Πράγας έκτισε το ναό του Αγίου Βίτου) και τακτική συμμετοχή στις εκκλησιαστικές ακολουθίες. Ένας από τους παλαιοτέρους και ιστορικά πολύτιμους Βίους του Αγίου λέγει γι’ αυτόν ότι ενδιαφερόταν για τους φτωχούς, τους άρρωστους και τα ορφανά, παρείχε καταφύγιο και φιλοξενία στους ταξιδιώτες και τους ξένους και ότι δεν ανεχόταν οποιανδήποτε αδικία. Έγινε το αγαπητό πρόσωπο του έθνους του που αγαπούσε το γεγονός ότι ο Άγιος Βάτσλαβ ήταν επίσης προσωπικά γενναίος κι εξαιρετικός καβαλλάρης.

Έν τούτοις δεν ηταν γραφτό να κυβερνήσει για πολύ. Οι Τσέχοι ευγενείς, συνηθισμένοι σε αυθαιρεσίες, δεν αρέσκονταν να βλέπουν ότι ο Άγιος Βάτσλαβ ενεργούσε εναντίον των αδικιών τους. Νοιάζονταν μόνο για τα δικά τους προσωπικά οφέλη και ήταν αδιάφοροι, λόγω της κοντόφθαλμης στάσης τους, για το μέλλον του έθνους τους. Επέμεναν στις σκευωρίες τους κι έκαναν πολλές απόπειρες για να πείσουν τον Άγιο Βάτσλαβ ότι ο αδελφός του θέλει να τον σκοτώσει και το ίδιο συνήθιζαν να λένε και στον Μπόλεσλαβ. Καίτοι ο Άγιος δεν τους πίστευε, ο Μπόλεσλαβ από την άλλη τελικά πείστηκε από τους καλοθελητές.

Τελικά ο Μπόλεσλαβ προσκάλεσε τον αδελφό του Βάτσλαβ στη σημερινή πόλη Στάρα Μπόλεσλαβ, όπου ζούσε σαν πρίγκηπας. Ο Άγιος Βάτσλαβ, του οποίου η έδρα ήταν η Πράγα, αποδέχτηκε την πρόσκληση καίτοι είχε προειδοποιηθεί για τους κινδύνους. Μετά τη θεία λειτουργία θέλησε να γυρίσει στην Πράγα. Ο Μπόλεσλαβ εν τούτοις τον παρεκάλεσε να μη φύγει αλλά να μείνει και να συμμετάσχει στο συμπόσιο. Ο Βάτσλαβ συμφώνησε. Εν τω μεταξύ πάλι τον προειδοποίησαν ότι ο Μπόλεσλαβ θα προσπαθούσε να τον σκοτώσει. Ακόμη και τότε ο Βάτσλαβ δεν το πίστεψε κι άφησε τα πάντα στα χέρια του Θεού.

Την επομένη, νωρίς το πρωί, ο Άγιος Βάτσλαβ σηκώθηκε και ξεκίνησε για την εκκλησία για την πρωινή ακολουθία. Οι δολοφόνοι τον ανέμεναν, ενώ ο αδελφός του Μπόλεσλαβ έτρεξε από το κάστρο προς την έκκλησία. Ο Άγιος Βάτσλαβ άκουσε τα βήματά του κι όταν γύρισε πίσω είδε τον Μπόλεσλαβ. Τότε τον χαιρέτησε λέγοντας: «Να ζήσεις, αδελφέ μου, σ’ ευχαριστώ για τη μεγάλη γιορτή που ετοίμασες για μένα και την ακολουθία μου χτες… Μακάρι ο Χριστός να σε πάρει στην αιώνιά του γιορτή». Ο Μπόλεσλαβ απάντησε: «Καλύτερη γιορτή πρόκειται να ετοιμάσω για σένα σήμερα» και κτύπησε το Βάτσλαβ με το σπαθί του. Αλλά ο Βάτσλαβ απέσπασε το σπαθί από το χέρι του και είπε: «Πόσο αδέξια ενεργείς έπιθυμώντας να με κτυπήσεις». Τελικά επέστρεψε το σπαθί στο Μπόλεσλαβ και δοκίμασε να εισέλθει στην εκκλησία.

Τότε οι βοηθοί του Μπόλεσλαβ, που ήσαν μέχρι τότε κρυμμένοι, όρμησαν γρήγορα προς τον Βάτσλαβ και τον διαπέρασαν μερικές φορές με τα δόρατα και τα ξίφη τους. Ο θανάσιμα τραυματισμένος πρίγκηπας Βάτσλαβ μεταφέρθηκε στο διαμέρισμα του ιερέα Κράστεϊ κι εκεί τον έπλυναν, τον έντυσαν και τον ετοίμασαν για την κηδεία. Εν τω μεταξύ ο ιερέας Πάβελ του σλαβωνικού τυπικού έφτασε από την Πράγα για να διαβάσει τις προσευχές για τον νεκρό. Το τίμιο σώμα του Αγίου Βάτσλαβ κηδεύτηκε στην εκκλησία της πόλεως του Μπόλεσλαβ, αλλά το αίμα του για τρεις μέρες δεν απορροφήθηκε από το χώμα. Μόνο την τρίτη μέρα εξαφανίστηκε, αλλά προς γενική κατάπληξη, εμφανίστηκε πάνω στο μνήμα του Βάτσλαβ στην έκκλησία. Ο Άγιος πρίγκηπας Βάτσλαβ είχε φονευθεί στις 28 Σεπτεμβρίου του 929 μ.Χ. (ή στα 935).

Ακόμη και μετά το θάνατο του Βάτσλαβ ο Θεός φανέρωσε μέσω του σώματος του Αγίου την εύνοιά του και τη βοήθειά του για όλους εκείνους που ζητούσαν τη μεσιτεία του Αγίου. Συνέβηκαν πολλά θαύματα στον τόπο της ταφής των αγίων λειψάνων.

Ο Άγιος Βάτσλαβ τιμήθηκε λίγο μετά το μαρτύριό του σαν άγιος μάρτυρας. Φονεύθηκε βίαια σαν τη γιαγιά του την Αγία Λουντμίλα και ήταν θύμα εσωτερικών εντάσεων και ραδιουργιών στις οποίες η συνειδητή χριστιανική ιδιότητα των δύο μαρτύρων έπαιξε σημαίνοντα ρόλο. Μετά από τρία χρόνια το σώμα του μεταφέρθηκε στο κάστρο της Πράγας με πρωτοβουλία του δυστυχούς αδελφοκτόνου πρίγκηπα Μπόλεσλαβ, που είχε μετανοιώσει ειλικρινά για τις αμαρτωλές του ενέργειες. Η μεταφορά των αγίων λειψάνων ήταν ταυτόχρονα και η πράξη αγιοποίησης.

Σαν Άγιος και θερμός συνήγορος στον ουρανό ο Άγιος Βάτσλαβ τιμήθηκε και από το τσεχικό έθνος κι από την εθνική Εκκλησία στην οποία ανήκε προσωπικά. Η Σλαβωνική Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν το περιβάλλον στο οποίο αμέσως μετά το θάνατό του γράφτηκε η βιογραφία του και συντάχθηκε η Ακολουθία προς τιμήν του. Η Λατινική Εκκλησία ανέβαλλε να τιμήσει τον Άγιο Βάτσλαβ. Ο πρώτος λατινικός βίος Crescende Fide γράφτηκε 30 χρόνια μετά τον πρώτο σλαβωνικό «Βίο του Αγίου Βάτσλαβ». Με τη μορφή των εκκλησιαστικών ακολουθιών ο Άγιος Βάτσλαβ ετιμάτο επισήμως από την Ορθόδοξη Εκκλησία από το 10ο αιώνα

Η τιμή προς τον άγιο πρίγκηπα μέσω της Ορθόδοξης Εκκλησίας γρήγορα εξαπλώθηκε στην Ρωσσία, όπου οι γιοί της κυβερνώσας οικογένειας συχνά βαπτίζονταν με το όνομα Βάτσλαβ (στο σλαβωνικό τύπο Βυάτσεσλαβ). Το όνομα αυτό σύντομα πολιτογραφήθηκε από το ρωσσικό έθνος και δίνεται στα παιδιά μέχρι τις μέρες μας.

Στις τσεχικές χώρες η γενική τιμή προς τον Άγιο Βάτσλαβ διετηρείτο για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά μετά τη ολίσθηση προς τη Λατινική Εκκλησία τα σλαβωνικά λογοτεχνικά μνημεία καταστράφηκαν. Στο Ρωμαιοκαθολικισμό μερικοί αυστηροί Ιησουίτες ακόμη και το πρώτο μισό του 17ου αιώνα δεν ήθελαν να αναγνωρίσουν τον Άγιο Βάτσλαβ σαν άγιο και διεκήρυσσαν ότι ήταν «αυτοανακηρυχθείς άγιος», δηλαδή το Έθνος τον ανακήρυξε άγιο από μόνο του. Μόλις στα 1670 ο πάπας Κλήμης Γ΄ διέταξε να εισαχθεί η ακολουθία προς τιμήν του στο Ρωμαϊκό Μπρεβιάριο. Η αιτία γι’ αυτή την έλλειψη σεβασμού ήταν το γεγονός ότι ο Άγιος Βάτσλαβ ανήκε στη Σλαβωνική Εκκλησία (την Ορθόδοξη) κι όχι στη Λατινική. Συχνά σήμερα ακούμε τη γνώμη ότι ο πρίγκηπας Βάτσλαβ ήταν καλός γνώστης της Λατινικής. Από αυτό συμπέραναν ότι ήταν στραμμένος προς τη Δύση και ουσιαστικά στον Καθολικισμό. Όμως αυτό δεν είναι σωστό. Ο πρίγκηπας δεν οδήγησε το Έθνος προς τη Δύση, αλλά απλώς προσπάθησε να κάνει ειρήνη με τους Δυτικούς ηγεμόνες που ήθελαν να αρπάξουν τις τσεχικές χώρες (τη Βοημία).

Οι Ορθόδοξοι χριστιανοί αγάλλονται από το γεγονός ότι το τσεχικό έθνος, καίτοι υποχρεώθηκε από τους ηγέτες του να δεχθεί τη Λατινική Εκκλησία, ακόμη τιμά τον Άγιο Βάτσλαβ σαν μεσίτη του προς το Θεό και ψάλλει με πνευματική χαρά τον αρχαίο ύμνο του Αγίου Βάτσλαβ˙ «Άγιε Βάτσλαβ, πρίγκηπα της Βοημίας…».

Η μνήμη του Αγίου Βάτσλαβ γιορτάζεται δυο φορές το χρόνο στη Τσέχικη Ορθόδοξη Εκκλησία, στις 28 Σεπτεμβρίου (μέρα του μαρτυρίου του) και στις 4 Μαρτίου (μέρα της μεταφοράς των λειψάνων του στην Πράγα).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου