Ἁγίος Ἰσίδωρος Ἐπίσκοπος Σεβίλλης. Ήμέρα Μνήμης: 4 Ἀπριλίου.
῾O ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Ἰσίδωρος ἦταν γόνος πριγκιπικῆς οἰκογενείας τῆς Καρθαγένης τῆς Ἱσπανίας.
Τὸ 552, τὰ στρατεύματα τοῦ Αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ κατέλαβαν τὴν Καρθαγένη καὶ οἱ γονεῖς του κατέφυγαν στὴν πόλι Ἵσπαλι, τὴν μετέπειτα Σεβίλλη, μία ἀπὸ τὶς πλέον σημαντικὲς πόλεις τοῦ Βασιλείου τῶν Βησιγότθων μὲ πρωτεύουσα τὸ Τολέτουμ (νῦν Τολέδο, Toledo), μαζὶ μὲ τὰ δύο πρῶτα τους τέκνα, τὸν Ἅγιο Λέανδρο (τιμάται 26 Φεβρουαρίου) καὶ τὴν Φλωρεντῖνα (τιμάται 20 Ιουνίου).
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη συνυπῆρχαν στὸ Βασίλειο Ὀρθόδοξοι καὶ Ἀρειανοί, οἱ τελευταῖοι δὲ εἶχαν τὴν ὑποστήριξι τοῦ φανατικοῦ Βασιλέως Λεοβιγκίλδου (568-586).
Στὴν Σεβίλλη, ἐγεννήθησαν ὁ Φουλγέντιος (τιμάται 4 Ιανουαρίου) καὶ ὁ Ἰσίδωρος (μετὰ τὸ 560), ὁ νεώτερος τῆς οἰκογενείας.
Διηγοῦνται, ὅτι ἡ τροφός του ἄφησε κάποτε τὸν Ἰσίδωρο, ἀκόμη σπαργανωμένο βρέφος, πλησίον σὲ ἕνα δένδρο τοῦ κήπου. Ἕνα σμάρι μελισσῶν ἐκύκλωσε τὸ βρέφος καὶ ἄφησε στὰ χείλη του λεπτότατο ἴχνος μελιοῦ, τὸ ὁποῖο ἦταν μία προτύπωσις τῆς μελίρρυτης εὐφράδειας τοῦ Ἁγίου.
Ὅταν ἐκοιμήθη ὁ πατέρας τους, ὁ Λέανδρος, ἤδη Ἡγούμενος τῆς Μονῆς τῆς Σεβίλλης, καὶ φίλος τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου (τιμάται 12 Μαρτίου), ἔγινε κηδεμὼν τοῦ μικροῦ ἀδελφοῦ του καὶ ἐφρόντιζε ἐπιμελῶς ὁ ἴδιος γιὰ τὴν μόρφωσί του, μαζὶ μὲ ἐκείνη τῶν υἱῶν του Βασιλέως, Ἑρμενεγκίλδο καὶ Ρεκχαρέδο.
Μία ἡμέρα, ὁ Ἰσίδωρος ἐδραπέτευσε ἀπὸ τὸ σχολεῖο γιὰ νὰ ἀποφύγη τὶς ἐπιπλήξεις τοῦ ἀδελφοῦ του. Ἐστάθη γιὰ νὰ ξεκουρασθῆ δίπλα σὲ ἕνα πηγάδι καὶ μὲ παιδικὴ περιέργεια παρατηροῦσε τὶς αὐλακιὲς στὸ φιλιατρό. Μία γυναίκα, ἡ ὁποία ἦλθε νὰ ἀντλήση νερό, τοῦ ἐξήγησε, ὅτι τὸ σκοινὶ τοῦ κουβᾶ ἔγλυψε τὴν πέτρα καὶ κατέληξε νὰ τὴν αὐλακώση. Ὁ μικρὸς Ἰσίδωρος κατενόησε τότε ὅτι, ἂν ἦταν δυνατὸ στὸ σχοινὶ νὰ αὐλακώση τὴν πέτρα, τότε θὰ ἦταν δυνατὸ στὸν ἴδιο, μὲ φιλόπονη μελέτη, νὰ κατανικήση τὴν δυσχέρεια τῆς διανοίας του.
Ἐπέστρεψε πλησίον τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ ἄρχισε μὲ ἀπαράμιλλο ζῆλο νὰ ἐγκολπώμεται ὅλες τὶς γνώσεις καὶ ἐπιστῆμες τῆς ἐποχῆς του.
Τὸ ἔτος 576, ὁ Ἅγιος Λέανδρος ἐκλέγεται Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Βετικῆς μὲ ἕδρα τὴν Σεβίλλη. Ἐκτὸς τῶν ποιμαντικῶν καὶ λειτουργικῶν δραστηριοτήτων, ἐργάσθηκε ἀόκνως, ὥστε ἡ Σεβίλλη νὰ γίνη ἕνα λαμπρὸ πολιτιστικὸ κέντρο.
Στὴν Βιβλιοθήκη τῆς Ἐπισκοπῆς συγκεντρώνει πολλὰ χειρόγραφα, ἐκκλησιαστικὰ καὶ τῆς θύραθεν σοφίας, ἀπὸ τὴν Ρώμη, τὴν Κωνσταντινούπολι καὶ τὴν Ἀφρική.
Ὁ δὲ Ἅγιος Ἰσίδωρος ἐπρόκοψε τόσο πολὺ στὴν κατ᾿ ἄμφω γνῶσι καὶ σοφία, ὥστε ὑπερέβη τοὺς διδασκάλους του καὶ ἔγινε ὁ σοφώτερος ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς του, σὲ βαθμὸ ὥστε πολλοὶ ἤρχοντο ἀπὸ μακριὰ γιὰ νὰ ἀκούσουν τοὺς λόγους του.
Συνεργὸς στὸ ποιμαντικὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Λεάνδρου, ἀντεστάθη σθεναρῶς στὸν φανατικὸ αἱρετικὸ Βασιλέα Λεοβίγιλδο καὶ ἐργάσθηκε δραστήρια γιὰ τὴν μεταστροφὴ τῶν ἀρειανοφρόνων Γότθων.
Ὁ Ἅγιος Λέανδρος μετέστρεψε στὴν Ὀρθοδοξία τὸν πρεσβύτερο υἱὸ τοῦ Βασιλέως, Ἑρμενεγκίλδο, ὁ ὁποῖος ἐμαρτύρησε γιὰ τὴν ὁμολογία του τὸ Μεγάλο Σάββατο, 13ην Ἀπριλίου 584. Ὁ δὲ Λέανδρος ἐξωρίσθη καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐξορίας του, ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ἀνέλαβε ἐξ ὁλοκλήρου τὴν ὑπεράσπισι τῆς ἀληθοῦς Πίστεως καὶ τῶν συμφερόντων τῆς Ἐκκλησίας.
Τὴν 21ην Ἀπριλίου 586 ὁ Βασιλεὺς Λεοβίλγιδος ἐτελεύτησε μετὰ ἀπὸ ὀδυνηρὰ νόσου. Εἶχε μετανοήσει γιὰ τὴν ἀπανθρωπία του καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἀνακαλέσουν τὸν Ἅγιο Λέανδρο, προκειμένου νὰ γίνη ὁδηγὸς καὶ στήριγμα τοῦ διαδόχου του, Ρεκχαρέδου Α' (586-601).
Πράγματι, ὁ νέος Βασιλεὺς ἀσπάσθηκε τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τρία ἔτη ἀργότερα προΐστατο μετὰ τοῦ Ἁγίου Λεάνδρου τῆς Γ' Συνόδου τοῦ Τολέδου (8η Μαΐου 589), ὅπου διακηρύττεται ἡ μεταστροφὴ ὅλων τῶν Ἀρειανῶν τῆς χώρας στὴν Ὀρθοδοξία.
Μετὰ τὴν Σύνοδο τοῦ Τολέδου (589), ὁ Ἰσίδωρος ἀπεσύρθη σὲ Μονή, ὅπου ἀφιερώθηκε στὴν ἡσυχία, τὴν μελέτη καὶ τὴν προσευχή. Σύντομα ὅμως ἐκοιμήθη ὁ Ἅγιος Λέανδρος (600) καὶ ὁ Ἰσίδωρος ὑποχρεώθηκε νὰ δεχθῆ τὴν χειροτονία εἰς Ἐπίσκοπον Σεβίλλης, ὡς πρώτης ἕδρας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἱσπανίας.
Ἐγκαινιάζεται πλέον γιὰ τὴν Ἱσπανία τῶν Βησιγότθων καὶ τὴν Ἐκκλησία της μία νέα περίοδος, ἡ ὁποία ἐπωνομάσθη Ἰσιδωριανὴ Ἀναγέννησις, χαρακτηριζομένη ἀπὸ μία στενὴ συμμαχία Ἐκκλησίας καὶ Βασιλέως: rex, gens, patria (ἕνας βασιλεύς, μία πίστις, ἕνας νόμος), εἶναι ἤδη ἕνα ἱσπανικὸ γνωμικό.
Κατὰ τὰ σαράντα χρόνια τῆς ἐπισκοπικῆς του θητείας, ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὑπῆρξε παρηγορητὴς τῶν χειμαζομένων, καταφύγιο τῶν δεινοπαθούντων, ὑπέρμαχος τῆς δικαιοσύνης. Ἰδιαιτέρα ἦταν ἡ μέριμνά του γιὰ τὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες, ὥστε ἐφρόντιζε νὰ τελοῦνται μὲ τρόπο ἀντάξιο τῆς θείας Δόξης· γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ θεωρεῖται, ὅτι ἦταν ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος καθιέρωσε τὸ λεγόμενο Μοζαραβικὸ Λειτουργικὸ Τυπικό.
Ἐπολέμησε σθεναρῶς τὸν προσυλιτισμὸ ἐκ μέρους τῶν Ἑβραίων, χωρὶς ὅμως νὰ συγκατεθῆ στὸν διωγμὸ αὐτῶν. Ἐπέκρινε τὶς μεθόδους (ἀπέλασις καὶ δέσμευσις τῶν ὑπαρχόντων) τοῦ ζηλωτοῦ Βασιλέως Σισεμπούντου (612-621), γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγραψε: « Ἤθελε νὰ ἐπιβάλη μὲ ἐξαναγκασμὸ αὐτό, τὸ ὁποῖο ἔπρεπε νὰ ἐπιτευχθῆ διὰ τῆς πειθοῦς καὶ τῆς φωτεισμένης λογικῆς».
Πλήθη κόσμου προσήρχοντο γιὰ νὰ ἀντλήσουν ἀπὸ τὴν σοφία του, ἡ ὁποία ὑπερεῖχε, λέγεται, ἐκείνης τοῦ Σολομῶντος, καὶ νὰ ἀκούσουν τὰ κηρύγματά του, τὰ ὁποῖα πολὺ συχνὰ ἐπεβεβαιώνοντο ἀπὸ θαύματα.
Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Β' Συνόδου τῆς Σεβίλλης (619), τῆς ὁποίας προήδρευσε, ἀναίρεσε μὲ τρόπο ἐκπληκτικὸ τὰ ἐπιχειρήματα ἑνὸς αἱρετικοῦ μονοφυσίτου ὀπαδοῦ τοῦ Σεβήρου καὶ ἐνώπιον πάντων ἐθεράπευσε ἕναν τυφλό, ἀγγίζων αὐτὸν ἁπλῶς μὲ τὸ γάντι του.
Ἵδρυσε μεγάλο ἀριθμὸ Μονῶν καὶ διωργάνωσε στὴν Σεβίλλη Σχολὴ γιὰ τὴν ἐπιμόρφωσι τῶν Κληρικῶν, ὅπου ἐδίδασκε εὐχαρίστως καὶ ὁ ἴδιος. Κανένα γνωστικὸ ἀντικείμενο δὲν τοῦ ἦταν ξένο, καὶ ἄφησε κληρονομιὰ ἕναν ἐντυπωσιακὸ ἀριθμὸ πραγματειῶν κάθε εἴδους, οἱ ὁποῖες ἀπετέλεσαν τὴν κύρια πηγὴ τῆς γνώσεως στὴν Δύσι κατὰ τὸν Μεσαίωνα.
Σὲ μεγάλη ἡλικία, ὁ Ἅγιος Ἐπίσκοπος προσεβλήθη ἀπὸ σοβαρὰ ἀσθένεια. Διεμοίρασε τότε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του σὲ ἐλεημοσύνες καὶ προετοιμάσθη μὲ προσευχὴ καὶ μετάνοια, προλέγων τὴν θλιβερὰ δοκιμασία, ἡ ὁποία ἐπέκειτο γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἱσπανίας, δηλαδὴ τὴν κατάκτησι τῆς χώρας ὑπὸ τῶν Μουσουλμάνων.
Τέσσερεις ἡμέρες πρὸ τῆς μακαρίας ἐκδημίας του, διέταξε νὰ τὸν μεταφέρουν στὸν Καθεδρικὸ Ναό, ὅπου ἐξαπλωμένος ἐπὶ τέφρας καὶ σποδοῦ στὸ κέντρο τοῦ Ναοῦ, φορῶν ἕναν τρίχινο χιτῶνα, ἐπεκαλέσθη τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου μὲ μιὰ σεμνὴ καὶ μεγαλειώδη προσευχή, λέγων μεταξὺ ἄλλων: «Δι᾿ ἐμέ, Κύριε, καὶ ὄχι γιὰ τοὺς δικαίους, καθιέρωσες ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τὸ σωτηριῶδες λουτρὸ τῆς Μετανοίας…».
Ἀφοῦ ἔλαβε τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν ἀπὸ κάποιον ἀπὸ τοὺς παρισταμένους Ἐπισκόπους, ἐζήτησε νὰ τὸν βοηθήσουν ὅλοι μὲ τὶς προσευχές τους, ἀντήλλαξε τὸν ἀσπασμὸ τῆς ἀγάπης μὲ τοὺς Ἱερεῖς, προσηυχήθη ὑπὲρ τοῦ λαοῦ καὶ κατόπιν ἐπέστρεψε στὸ κελλί του, ὅπου ἐκοιμήθη ἐν σιωπῇ τὴν 4η Ἀπριλίου 636.
Ἡ Σύνοδος τοῦ Τολέδου (653) συναρίθμησε αὐτὸν μὲ τοῦς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸν ὠνόμασε Ἔξοχο Διδάσκαλο (Doctor Egregius).
Τὸ ἱερὸ Σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου κατετέθη ἀρχικῶς ἀνάμεσα σὲ ἐκεῖνα τῶν Ἁγίων Λεάνδρου καὶ Φλωρεντίνης στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῆς Σεβίλλης. Ἀργότερα, μὲ τὴν ἄδεια τοῦ μουσουλμάνου ἄρχοντος τῆς Σεβίλλης, Ἀββὰδ Β' Ἀμποὺ Ἂμ (1042-1069), ὁ ὁποῖος ἐσέβετο τὸν Χριστιανισμό, τὰ σεπτά του Λείψανα μετεφέρθησαν στὸν Καθεδρικὸ Ναὸ τῆς πόλεως Λεόν, ὥστε νὰ εὑρεθοῦν σὲ χριστιανικὴ χώρα. Τὸ ἔτος 1063 ὁ Ναὸς ἀφιερώθηκε πλέον στὸν Ἅγιο Ἱεράρχη.
Τὰ πολυάριθμα ἔργα τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου ἔχουν ἐγκυκλοπαιδικὸ χαρακτῆρα. Ἦταν ὁ οἰκουμενικὸς ἐπιστήμων τοῦ πρωΐμου Μεσαιῶνος, ὅπως τὸ μαρτυρεῖ τὸ πλέον περίφημο ἔργο του, «Ἐτυμολογίαι ἢ Περὶ τῆς τῶν πραγμάτων ἀρχῆς» (20 βιβλία, PL 82, 73-728), τὸ ὁποῖο εἶχε εὐρυτάτη διάδοσι ἀνὰ τοὺς αἰῶνες μέχρι τὴν Ἀναγέννησι καὶ συγκεντρώνει ὅλες τὶς γνώσεις τῆς ἐποχῆς του. Σὲ αὐτὸν ὀφείλει ἡ Δύσις, πολὺ πρὶν τοὺς Ἄραβες, τὴν γνωριμία της μὲ τὸ ἔργο τοῦ Ἀριστοτέλους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου