Άγιος Ιερομάρτυς Δημήτριος Βαστάκης ο Πρεσβύτερος. Ημέρα Μνήμης: 24 Δεκεμβρίου.
Στους Δομιανούς Ευρυτανίας, όπου είδε το φως ο ηρωικός παπα-Χρίστος Κακαβάς, γεννήθηκε και ο παπα-Βαστάκης στα 1900. Προερχόταν από φτωχή οικογένεια. Αλλ’ η αγάπη του προς τα γράμματα έκαμε τους γονείς του να τον στείλουν μ’ όλη τη φτώχεια τους στο Ιεροδιδασκαλείο Άρτης. Ξεχώρισε ανάμεσα στους συμμαθητάς του. Δεν πρόλαβε να τελειώση κι η φωνή της πατρίδος τον κάλεσε στη Μικρά Ασία.
Μετά την καταστροφή τελείωσε το ιεροδιδασκαλείο, έλαβε σύζυγο την Αμαλία Μαργαριτοπούλου και το 1926 διορίσθηκε διδάσκαλος στο χωριό Θερμάτι. Το 1930 χειροτονήθηκε ιερεύς και πήγε εφημέριος στην Αγία Παρασκευή του Μεγάλου Χωρίου.
Πρότυπο οικογενειάρχου, εδημιούργησε οικογένεια χριστιανική, που όλοι την καμάρωναν και τη ζήλευαν. Φιλότιμος διδάσκαλος, προσπαθούσε όχι μόνο γράμματα να μάθη στα παιδιά, αλλά και να τους εμφυσήση ευσέβεια και φόβο Θεού.
Και στην ιερατική του διακονία επέτυχε ο π. Δημήτριος. Αγαπούσε τους χριστιανούς με δημιουργικήν αγάπη. Ήταν αφιλοχρήματος κι έγινε πολλές φορές ο παρηγορητής κι ο προστάτης των ορφανών και των πασχόντων. Ίδρυσε και φρόντιζε με στοργή το πρώτο Κατηχητικό στην Επαρχία. Το απλό μα αλατισμένο κήρυγμά του τραβούσε πολλούς στην εκκλησία και στη χριστιανική ζωή.
Στην ωραία αυτήν άνθησι της ιερατικής του ζωής ήρθαν οι κατακτηταί στην Ελλάδα. Στις 18 Δεκεμβρίου 1942 ένα τάγμα ιταλικό τραβούσε από το Καρπενήσι προς το Μεγάλο Χωριό. Το μισό τάγμα είχε μπη μέσα και οι πρόκριτοι του χωρίου έκαμαν ό,τι μπορούσαν για να τους περιποιηθούν, για να προλάβουν ενδεχόμενη καταστροφή. Μαζί και ο εφημέριος και δάσκαλος π. Δημήτριος. Μα το άλλο μισό τάγμα, που πήγαινε προς το Μικρό Χωριό έπεσε σ’ ενέδρα ανταρτών και δεκατίστηκε στ’ αληθινά. Έξαλλοι από θυμό και φόβο οι Ιταλοί ξέσπασαν στους αόπλους. Κράτησαν όλους τους προκρίτους και τον ιερέα μαζί στο σχολείο του Μ. Χωρίου.
Από τη στιγμή αυτή άρχισε το μαρτύριο του π. Δημητρίου. Άγρια μανία έπιασε τον Ιταλό ταγματάρχη, όταν είδε τον ιερέα. Έξαλλος τον άρπαξε από τα γένεια και κλωτσώντας τον τον ξάπλωσε κάτω. Ο ιερεύς ήρθε σε άθλια κατάστασι. Σε λίγο τον πήραν οι Ιταλοί στο κατάλυμά τους κι εκεί ο ξυλοδαρμός επανελήφθηκε, αφού μάλιστα τον κρέμασαν στην κληματαριά του σπιτιού. Μια βαριά πέτρα κρεμόταν από τα πόδια του. Κι αυτοί γύρω του, τον κοροΐδευαν, τον κτυπούσαν, έκαιγαν τα γένεια και τα μαλλιά του με τους αναπτήρες τους. Από το ένα μέρος το πρόσωπό του είχε καή εντελώς.
Μισοπεθαμένο τον μετέφεραν σ’ άλλο σπίτι. Ήταν τελείως παραμορφωμένος. Το πρόσωπό του μελανό. Τα μάτια του να σταλάζουν αίμα. Τα χέρια να κρέμωνται νεκρά, βγαλμένα απ’ τις αρθρώσεις τους. Το σώμα ολόκληρο μωλωπισμένο τόσο, που να μην έχη τόπο για καινούργιους μωλωπισμούς. Και να σκεφθή κανείς μονάχα την κατάστασι αυτή του δυστυχισμένου π. Δημητρίου, αισθάνεται την ψυχή του να πλημμυρίζη απ’ οδύνη κι αποτροπιασμό. Τέτοια συναισθήματα εξεδήλωσε, όταν αργότερα αφέθηκε ελεύθερος, γιατρός συνδεσμώτης του ιερέως.
Στις 23 Δεκεμβρίου μαζί με άλλους συγκρατουμένους τους πήγαν στο Μεγάλο Χωριό. Εκεί τους φανέρωσαν την καταδίκη τους σε θάνατο και τους επέτρεψαν να κάνουν τις τελευταίες παραγγελίες τους προφορικά ή με γράμμα. Ο π. Δημήτριος δεν μπορούσε να κρατήση μολύβι. Γι’ αυτό παρεκάλεσε να πουν, πως ο «παπά-Δημήτρης παραγγέλλει στους δικούς του να είναι καλοί χριστιανοί. Συγχωρεί όλους όσους τον έβλαψαν και παρακαλεί να τον συγχωρήσουν εκείνοι που τυχόν ελύπησε».
Το πρωί στις 24 Δεκεμβρίου 1942 οι Ιταλοί είχαν βάλει πυρκαγιές στο χωριό. Σ’ ένα από τα καιόμενα σπίτια έρριξαν τον βασανισμένο π. Δημήτρη, «ιερείον έμψυχον» ολοκαύτωμα στον Κύριο δεκτό.
Από το βιβλίο: Εκτελεσθέντες & μαρτυρήσαντες κληρικοί 1941-1949, Μητροπολίτου Λήμνου Διονυσίου.
Στους Δομιανούς Ευρυτανίας, όπου είδε το φως ο ηρωικός παπα-Χρίστος Κακαβάς, γεννήθηκε και ο παπα-Βαστάκης στα 1900. Προερχόταν από φτωχή οικογένεια. Αλλ’ η αγάπη του προς τα γράμματα έκαμε τους γονείς του να τον στείλουν μ’ όλη τη φτώχεια τους στο Ιεροδιδασκαλείο Άρτης. Ξεχώρισε ανάμεσα στους συμμαθητάς του. Δεν πρόλαβε να τελειώση κι η φωνή της πατρίδος τον κάλεσε στη Μικρά Ασία.
Μετά την καταστροφή τελείωσε το ιεροδιδασκαλείο, έλαβε σύζυγο την Αμαλία Μαργαριτοπούλου και το 1926 διορίσθηκε διδάσκαλος στο χωριό Θερμάτι. Το 1930 χειροτονήθηκε ιερεύς και πήγε εφημέριος στην Αγία Παρασκευή του Μεγάλου Χωρίου.
Πρότυπο οικογενειάρχου, εδημιούργησε οικογένεια χριστιανική, που όλοι την καμάρωναν και τη ζήλευαν. Φιλότιμος διδάσκαλος, προσπαθούσε όχι μόνο γράμματα να μάθη στα παιδιά, αλλά και να τους εμφυσήση ευσέβεια και φόβο Θεού.
Και στην ιερατική του διακονία επέτυχε ο π. Δημήτριος. Αγαπούσε τους χριστιανούς με δημιουργικήν αγάπη. Ήταν αφιλοχρήματος κι έγινε πολλές φορές ο παρηγορητής κι ο προστάτης των ορφανών και των πασχόντων. Ίδρυσε και φρόντιζε με στοργή το πρώτο Κατηχητικό στην Επαρχία. Το απλό μα αλατισμένο κήρυγμά του τραβούσε πολλούς στην εκκλησία και στη χριστιανική ζωή.
Στην ωραία αυτήν άνθησι της ιερατικής του ζωής ήρθαν οι κατακτηταί στην Ελλάδα. Στις 18 Δεκεμβρίου 1942 ένα τάγμα ιταλικό τραβούσε από το Καρπενήσι προς το Μεγάλο Χωριό. Το μισό τάγμα είχε μπη μέσα και οι πρόκριτοι του χωρίου έκαμαν ό,τι μπορούσαν για να τους περιποιηθούν, για να προλάβουν ενδεχόμενη καταστροφή. Μαζί και ο εφημέριος και δάσκαλος π. Δημήτριος. Μα το άλλο μισό τάγμα, που πήγαινε προς το Μικρό Χωριό έπεσε σ’ ενέδρα ανταρτών και δεκατίστηκε στ’ αληθινά. Έξαλλοι από θυμό και φόβο οι Ιταλοί ξέσπασαν στους αόπλους. Κράτησαν όλους τους προκρίτους και τον ιερέα μαζί στο σχολείο του Μ. Χωρίου.
Από τη στιγμή αυτή άρχισε το μαρτύριο του π. Δημητρίου. Άγρια μανία έπιασε τον Ιταλό ταγματάρχη, όταν είδε τον ιερέα. Έξαλλος τον άρπαξε από τα γένεια και κλωτσώντας τον τον ξάπλωσε κάτω. Ο ιερεύς ήρθε σε άθλια κατάστασι. Σε λίγο τον πήραν οι Ιταλοί στο κατάλυμά τους κι εκεί ο ξυλοδαρμός επανελήφθηκε, αφού μάλιστα τον κρέμασαν στην κληματαριά του σπιτιού. Μια βαριά πέτρα κρεμόταν από τα πόδια του. Κι αυτοί γύρω του, τον κοροΐδευαν, τον κτυπούσαν, έκαιγαν τα γένεια και τα μαλλιά του με τους αναπτήρες τους. Από το ένα μέρος το πρόσωπό του είχε καή εντελώς.
Μισοπεθαμένο τον μετέφεραν σ’ άλλο σπίτι. Ήταν τελείως παραμορφωμένος. Το πρόσωπό του μελανό. Τα μάτια του να σταλάζουν αίμα. Τα χέρια να κρέμωνται νεκρά, βγαλμένα απ’ τις αρθρώσεις τους. Το σώμα ολόκληρο μωλωπισμένο τόσο, που να μην έχη τόπο για καινούργιους μωλωπισμούς. Και να σκεφθή κανείς μονάχα την κατάστασι αυτή του δυστυχισμένου π. Δημητρίου, αισθάνεται την ψυχή του να πλημμυρίζη απ’ οδύνη κι αποτροπιασμό. Τέτοια συναισθήματα εξεδήλωσε, όταν αργότερα αφέθηκε ελεύθερος, γιατρός συνδεσμώτης του ιερέως.
Στις 23 Δεκεμβρίου μαζί με άλλους συγκρατουμένους τους πήγαν στο Μεγάλο Χωριό. Εκεί τους φανέρωσαν την καταδίκη τους σε θάνατο και τους επέτρεψαν να κάνουν τις τελευταίες παραγγελίες τους προφορικά ή με γράμμα. Ο π. Δημήτριος δεν μπορούσε να κρατήση μολύβι. Γι’ αυτό παρεκάλεσε να πουν, πως ο «παπά-Δημήτρης παραγγέλλει στους δικούς του να είναι καλοί χριστιανοί. Συγχωρεί όλους όσους τον έβλαψαν και παρακαλεί να τον συγχωρήσουν εκείνοι που τυχόν ελύπησε».
Το πρωί στις 24 Δεκεμβρίου 1942 οι Ιταλοί είχαν βάλει πυρκαγιές στο χωριό. Σ’ ένα από τα καιόμενα σπίτια έρριξαν τον βασανισμένο π. Δημήτρη, «ιερείον έμψυχον» ολοκαύτωμα στον Κύριο δεκτό.
Από το βιβλίο: Εκτελεσθέντες & μαρτυρήσαντες κληρικοί 1941-1949, Μητροπολίτου Λήμνου Διονυσίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου