Τρίτη 24 Μαρτίου 2020

Δίκαιος Πέτρος ὁ Άγρότης. Ήμέρα Μνήμης: ᾿Εκοιμήθη τὴν ῾Εβδομάδα τοῦ Θωμᾶ.

Δίκαιος Πέτρος ὁ Άγρότης. Ήμέρα Μνήμης: ᾿Εκοιμήθη τὴν ῾Εβδομάδα τοῦ Θωμᾶ.


Έδῶ θ᾿ ἀφηγηθοῦμε μιὰ σύντομη ἱστορία, γιὰ τὸ βίο ἑνὸς νέου (Ρώσου) χωρικοῦ. ῏Ηταν ἁγνός, ἐργαζόταν σκληρὰ κι ἤθελε ν᾿ ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὸ Θεό. ῞Ομως δὲν ἔμελλε νὰ πραγματώσει τὴν ἐπιθυμία του, ἀλλὰ νὰ ζήσει στὸν κόσμο ἐνάρετα, τηρώντας τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Κι ὁ Κύριος τὸν βοήθησε νὰ σώσει τὴν ψυχή του. ῾Ο βίος του δὲν εἶναι μιὰ ἐξαιρετικὰ ἀσυνήθιστη περίπτωση. Τέτοιοι ἄνθρωποι, δόξα τῷ Θεῷ, ὑπῆρχαν πολλοὶ στὴ ρωσικὴ γῆ. Εἶναι ὅμως πολὺ παρήγορο νὰ ᾿χουμε κατὰ νοῦ τέτοιους ψυχωφελεῖς βίους.

Πρὸς τὸ τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ 1850, ἕνα μεγάλος ᾿Ασκητής, ὁ π. ῾Ησαΐας (μετέπειτα μεγαλόσχημος ᾿Ιγνάτιος), ἀναβίωσε τὸ ᾿Ερημητήριο τοῦ ῾Αγίου Νικηφόρου, στὴν ἐπισκοπὴ τοῦ ῎Ολονετς. ῞Ενας ἀπὸ τοὺς
κυριότερους βοηθούς του ἦταν ὁ Μοναχὸς Γεράσιμος. Καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Μπλίτοβο τῆς περιοχῆς τοῦ Νόβγκοροντ, τῆς εὐρύτερης περιφέρειας τῆς Νέας Λάντογκα τοῦ Προύσιν.

῞Οταν ὁ π. Γεράσιμος ἔφυγε, ἄφησε πίσω στὸ σπίτι του δυὸ ἀδελφούς. Οἱ δικοί του ἦταν χωρικοὶ καὶ πολὺ εὐλαβεῖς ἄνθρωποι. Διατηροῦσαν στενὲς σχέσεις μὲ τοὺς διάφορους ᾿Ερημίτες ποὺ ἀσκήτευαν στὰ δάση καὶ μὲ τοὺς Μοναχοὺς τοῦ ᾿Ερημητηρίου τοῦ ῾Αγίου Νικηφόρου. ῞Ενας ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του ὁ Σέργιος, ἐπισκεπτόταν συχνὰ τὸ ᾿Ερημητήριο μαζὶ μὲ τοὺς γιούς του κι ἔμεναν ἐκεῖ ἀρκετὸ διάστημα. ῾Ο Πέτρος, ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ τοὺς γιούς του, ἀγάπησε πολὺ τὴ μοναχικὴ ζωή. ῞Οπως ὁ θεῖος του, ἤθελε κι αὐτὸς νὰ γίνει Μοναχός. ῎Εκανε τὸ.ξεκίνημά του στὸ ᾿Ερημητήριο σὰν ἐργάτης, «γιὰ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ». Αὐτὴ ἡ φράση λεγόταν γιὰ τοὺς προσκυνητὲς ποὺ ἤθελαν νὰ ὑπηρετήσουν τὸ Θεὸ κι ἔμεναν στὸ Μοναστήρι κάποιο ἀκαθόριστο διάστημα, γιὰ νὰ ἐργαστοῦν ἐκεῖ ἀμισθὶ σὰν ἐργάτες, «γιὰ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ».

῾Ο Πέτρος ἐργαζόταν πολὺ καὶ ταυτόχρονα παρακολουθοῦσε ἀνελλιπῶς καὶ ὄρθιος ὅλες τὶς μακρὲς ἐκκλησιαστικὲς ᾿Ακολουθίες. Εἶχε τέτοιο ζῆλο, ποὺ ξεπερνοῦσε σὲ θέρμη ὅλους τοὺς ἄλλους Δόκιμους. Προόδευσε στοὺς μοναχικοὺς ἀγῶνες, μέσα του ὅμως ὀρθωνόταν ἕνα αἴσθημα ὑπερηφανείας. Εἶναι τὸ χειρότερο ἐμπόδιο στὸ ἔργο τῆς πνευματικῆς προόδου καὶ τῆς σωτηρίας. Κι οἱ δυὸ Γέροντες, ὁ π. ᾿Ιγνάτιος κι ὁ θεῖος τοῦ Πέτρου, ὁ π. Γεράσιμος, ἀνησύχησαν γιὰ τὸ νεαρό. Συσκέφτηκαν κι ἔβγαλαν τὸ συμπέρασμα πὼς θὰ ᾿ταν καλύτερα γιὰ τὴν ψυχή του νὰ παραμείνει στὸν κόσμο ταπεινὸς λαϊκός, μὲ αὐτομεμψία, παρὰ νὰ ἐξελιχτεῖ σὲ ὑπερήφανο Μοναχό.

῾Ο π. ᾿Ιγνάτιος εἶπε μιὰ μέρα στὸν Πέτρο:

- ῎Ακουσέ με, Πέτρουσκα. ῍Αν μείνεις ἐδῶ στὸ Μοναστήρι, θὰ ἐξελιχτεῖς σὲ ὑπερήφανο Μοναχὸ καὶ θὰ καταστραφεῖς ἀπὸ τὸ θέλημά σου. ῎Ακουσε καὶ μένα, τὸν ταπεινὸ κι ἀνάξιο καθοδηγητή σου. Γύρνα πίσω στὸ χωριό σου καὶ κεῖ θὰ κατορθώσεις νὰ σωθεῖς μαζὶ μὲ τὴν οἰκογένειά σου. Διάλεξε μιὰ ταπεινὴ γυναίκα, μιὰ κοπέλλα μὲ φόβο Θεοῦ, παντρέψου την, δούλεψε σκληρὰ σὰν ἀγρότης κι ἀνάθρεψε τὰ παιδιά σου μὲ φόβο Θεοῦ. Κι ἐγώ, ἂν ἀποκτήσω παρρησία στὸ Θεό, μετὰ τὸ θάνατό μου θὰ σὲ πάρω μαζί μου καὶ θὰ παρουσιαστοῦμε μαζὶ μπροστὰ στὸ Θεό.

῾Ο Πέτρος ἔπεσε μὲ δάκρυα στὰ πόδια τοῦ Γέροντα καὶ τὸν ἱκέτευε νὰ παρακαλέσει τὸ Θεὸ νὰ πεθάνει ἐκεῖνος πρῶτος. Πίστευε ἀκράδαντα πὼς οἱ προσευχές του θὰ βοηθοῦσαν τὴν ψυχή του νὰ περάσει ἀνενόχλητα τὰ τελώνια. Κι ὁ Γέροντας τοῦ ἀπάντησε πὼς ὁ ᾿Ελεήμων Κύριος θὰ ἐνεργήσει σύμφωνα μὲ τὴν πίστη του.

῾Ο Πέτρος συμμορφώθηκε ταπεινὰ στὶς ὑποδείξεις τοῦ Γέροντα. ῎Εκανε ὑπομονὴ κι ἔφυγε ἀπὸ τὸ Μοναστήρι, μαζὶ μὲ τ᾿ἀγαπημένο ὄνειρο ποὺ εἶχε γιὰ νὰ μονάσει. Γύρισε στὸν κόσμο καὶ παντρεύτηκε μὲ μιὰ ταπεινὴ κοπέλλα. Στὴ θέση του, ἔφερε τὸ νεώτερο γιό του νὰ ζήσει στὸ ᾿Ερημητήριο τοῦ ῾Αγίου Νικηφόρου. ᾿Αργότερα ὁ γιός του αὐτὸς κάρηκε ἐκεῖ Μοναχός.

῾Ο Πέτρος, ὁ ὁποῖος στὸ Μοναστήρι εἶχε συνηθίσει ν᾿ ἀγωνίζεται σκληρὰ καὶ νὰ ζεῖ μὲ ἐγκράτεια, συνέχισε καὶ στὸν κόσμο νὰ ὑπηρετεῖ τὸ Θεὸ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Τὰ καλοκαίρια ἔκανε ὅλες τὶς γεωργικὲς
δουλειές. Τοὺς χειμῶνες πήγαινε στὴν Πετρούπολη κι ἐργαζόταν ὡς ζευγηλάτης. ῾Η ἁγνὴ καρδιά του δὲ σταμάτησε ποτὲ ν᾿ ἀγαπᾶ τὸ Θεὸ καὶ τὴν ἁγία ᾿Εκκλησία Του. ῍Αν καὶ τώρα δὲν ζοῦσε στὴν ἡσυχία τῆς ἐρήμου, ἀλλὰ σὲ χώρους ποὺ ἡ ζωὴ ἦταν γεμάτη θορύβους καὶ τὸν τράβαγε ἀπὸ παντοῦ σὰν ἀνεμοστρόβιλος, θυμόταν πάντα τὸ ὄνειρο τῆς νεότητάς του. ᾿Αγωνιζόταν μ᾿ ὅλη του τὴν ψυχὴ γιὰ ἕναν καλλίτερο καὶ τελειότερο τρόπο ζωῆς.

῾Ο ἑκούσιος αὐτὸς σταυρὸς τῆς ὑπακοῆς στὸν κόσμο ὅμως δὲν ἔμελλε νὰ κρατήσει πολύ. Κάποτε ποὺ βρισκόταν στὴν Πετρούπολη, στὴ διάρκεια μιᾶς κρύας καὶ ὑγρῆς ἄνοιξης, ἅρπαξε ἕνα γερὸ κρυολόγημα. Γύρισε στὸ σπίτι καὶ πέρασε τὸ Πάσχα βαριὰ ἄρρωστος. Γιὰ δυὸ
βδομάδες πάλεψε κάπως νὰ κρατηθεῖ στὴ ζωή, στὴ συνέχεια ὅμως οἱ δυνάμεις του τὸν ἄφησαν τελείως. Εἶχε ὑψηλὸ πυρετὸ καὶ δὲν μποροῦσε νὰ σταθεῖ στὰ πόδια του. Τοῦ ἔκαναν Εὐχέλαιο, κοινώνησε κι ἔδωσε στὰ παιδιά του τὴν εὐχή του καὶ τὶς τελευταῖες ὁδηγίες του.

Μετὰ ζήτησε ἀπὸ τὸν ἀδελφό του Λεόντιο νὰ τοῦ κάνει μιὰ τελευταία χάρη: νὰ προσπαθήσει, ὅσο γρηγορότερα μπορεῖ, νὰ πάει μέσ᾿ἀπὸ τοὺς βάλτους καὶ τοὺς ἀνοιξιάτικους χειμάρρους στὸ ᾿Ερημητήριο τοῦ ῾Αγίου Νικηφόρου. Νὰ ὑπενθυμίσει στὸν π. ᾿Ιγνάτιο ὅτι ἦρθε ὁ καιρὸς νὰ ἐκπληρώσει τὴν ὑπόσχεσή του. Νὰ προσευχηθεῖ στὸ Θεὸ γιὰ τὴν ψυχή του, ἀφοῦ ὁ πρώην ἐργάτης του, «γιὰ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ», ἔπνεε τώρα τὰ λοίσθια.

Τὸ χιόνι εἶχε ἀρχίσει νὰ λιώνει. Εἶχε παγωνιὰ καὶ ὑγρασία. ῾Η λάσπη ἦταν τόση, ποὺ δὲν μποροῦσε κανεὶς νὰ περπατήσει. ῾Ο Λεόντιος ἔκανε ὑπεράνθρωπες προσπάθειες γιὰ νὰ φτάσει στὸ ᾿Ερημητήριο. Μόλις ἔφτασε ἐκεῖ, οἱ Μοναχοὶ τὸν πληροφόρησαν πὼς ὁ π. ᾿Ιγνάτιος εἶχε ἐξασθενήσει πάρα πολὺ καὶ πὼς μὲ δυσκολία κατάφερναν νὰ τὸν ὁδηγήσουν ἀκόμα κι ἀπὸ τὴν ἐκκλησία στὴν τράπεζα.

῾Ο Λεόντιος ἔτρεξε κοντά του καὶ τοῦ μεταβίβασε τὸ αἴτημα τοῦ ἀδελφοῦ του. Σχεδὸν ἑτοιμοθάνατος ὁ Γέροντας, ἔκανε τὸ σταυρό του κι ἔδωσε ἐντολὴ νὰ χτυπήσουν τὴ μεγάλη καμπάνα. Οἱ Μοναχοὶ μαζεύτηκαν στὴν ἐκκλησία κι ἔκαναν ἀγρυπνία γιὰ τὸν Πέτρο, τὸ δοῦλο τοῦ Θεοῦ, ποὺ μόλις ἀναπαύτηκε. ῾Ο π. ᾿Ιγνάτιος συγκέντρωσε τὶς τελευταῖες δυνάμεις του καὶ ζήτησε νὰ τὸν μεταφέρουν στὴν ἐκκλησία, ὅπου προσευχήθηκε γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ πρώην δόκιμου. Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγες ὧρες, ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας ἀναχώρησε γιὰ τὴν αἰωνιότητα.

῾Ο Πέτρος στὸ μεταξύ, ἀφοῦ ἔφυγε ὁ ἀδελφός του ἠρέμησε. Σταμάτησε νὰ μιλάει σὲ ὅλους καὶ βυθίστηκε σὲ νοερὰ προσευχή. ῞Οταν ἔφτασε ἡ τελευταία ὥρα τῆς ζωῆς του, κάλεσε τὴ γυναίκα του κοντά του καὶ τῆς εἶπε: «᾿Ακοῦς, Μαρία, τί μεγαλειώδεις καμπάνες χτυποῦν ἐδῶ;». ῾Η γυναίκα του ὅμως δὲν ἄκουγε τίποτα. Καὶ τὸ θεώρησε φυσικὸ νὰ μὴν τὶς ἀκούει, ἀφοῦ τὴν ἡμέρα ἐκείνη δὲν ἦταν κάποια μεγάλη γιορτή. Κι ἐκτὸς αὐτοῦ, ἡ ἐκκλησία ἦταν ἀρκετὰ μακριὰ ἀπὸ τὸ σπίτι τους.

῾Ο ἑτοιμοθάνατος συνέχισε: «Εἶναι ὁ ἦχος ἀπὸ τὶς καμπάνες τῆς ῾Ιερουσαλήμ». Μετὰ σίγησε γιὰ πάντα. Κι ἔφυγε ἤρεμα γιὰ τὸ Θεό, ποὺ εἶδε τὴν ἀγάπη του, τοὺς ἀγῶνες του καὶ τὴ διάθεσή του ν᾿ ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ σ᾿ ᾿Εκεῖνον. ῾Ο Θεὸς κάλεσε νωρὶς τὸν πιστὸ δοῦλο Του νὰ φύγει ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ τῶν στεναγμῶν καὶ τῶν δακρύων καὶ νὰ πορευτεῖ στὴ βασιλεία τῆς αἰώνιας μακαριότητας.

῾Ο Πέτρος πέθανε σὲ ἡλικία 36 ἐτῶν...

Πηγή: ᾿Απὸ τὸ λίαν ψυχωφελὲς βιβλίο: «῾Οσία Μαρία τοῦ ῎Ολονετς», σειρὰ «Οἱ Φιλόθεες» (Αʹ), Μετάφρασις-᾿Επιμέλεια Πέτρου Μπότση, ᾿Αθήνα 1992, σελ. 120-125.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου