Ἅγιος Μάρτυς Ὀσουάλδος ἢ Ὀσβάλδος
Βασιλεὺς τῆς Νορθουμβρίας. Ήμέρα Μνήμης: 5 Αὐγούστου.
῾Ο Ἅγιος Ὀσουάλδος ἦταν υἱὸς τοῦ Βασιλέως τῆς Βερνικίας*, Ἐθελφρίδου. Ὁταν ὁ τελευταῖος ἐθανατώθη στὸν πόλεμο κατὰ τοῦ Βασιλέως τῆς Ἀνατολικῆς Ἀγγλίας, ὁ νεαρὸς Ὀσουάλδος κατέφυγε στὴν Σκωτία, ὅπου καὶ ἐβαπτίσθη στὴν Μονὴ τῆς Ἀϊόνας.
Ὅταν ὁ Καντγουόλον, Βασιλεὺς τῆς χώρας
τῶν Οὐαλῶν, ὁ ὁποῖος εἶχε συμμαχήσει μὲ
τὸν Πέντα, ἕναν ἄγριο εἰδωλολάτρη Βασιλέα τῆς Μερκίας, ἐθανάτωσε τὸν Βασιλέα Ἅγιο Ἐδουΐνο (τιμάται 12 Ὀκτωβρίου) καὶ κατέλαβε τὴν Νορθουμβρία, ὁ Ἅγιος Ὀσουάλδος, ἡλικίας τριάντα ἐτῶν τότε (634), ἀνέλαβε τὴν ἐπανάκτησι τῆς χώρας του, πολεμῶν ἐπὶ κεφαλῆς ἑνὸς στρατοῦ ἀδύναμου ἀριθμητικῶς, ἀλλὰ ἰσχυροῦ λόγῳ τῆς ἐμπιστοσύνης του στὴν βοήθεια τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Εὑρέθησαν κάποια ἡμέρα ἀντιμέτωποι μέ τούς ἀντιπάλους τους, οἱ ὁποῖοι ὑπερίσχυον ἀσυγκρίτως κατά τόν ἀριθμό, σέ μία τοποθεσία, ἡ ὁποῖα εἶχε ἐκ θείας Προνοίας τό ὄνομα "Πεδίο τοῦ Οὐρανοῦ".
Tότε, ὁ Ὀσουάλδος διέταξε νὰ ὑψώσουν
ἕναν μεγάλο ξύλινο Σταυρό, τὸν ὁποῖον ὁ ἴδιος ἐκρατοῦσε στὰ χέρια του μέχρι νὰ τὸν στερεώσουν στὴν γῆ οἱ σύντροφοί του. Καὶ ἀφοῦ ἐνεδυναμώθη ἀπὸ ἕνα ὅραμα τοῦ Ἁγίου Κολομβανοῦ (τιμάται 9 Ἰουνίου), τὴν ἑπομένη ἡμέρα κατήγαγε λαμπρὰ νίκη, ἡ ὁποία τοῦ ἐπέτρεψε νὰ ἑνώση ὑπὸ τὴν ἐξουσία του τὰ δύο τμήματα τῆς Νορθουμβρίας καὶ νὰ ἐπεκτείνη σταδιακὰ τὴν κυριαρχία του εἰς ὅλην τὴν ἀγγλοσαξωνικὴ Ἑπταρχία.
Ὁ Βασιλεὺς Ὁσουάλδος κατενόησε, ὅτι ὁ Θεὸς τοῦ εἶχε χαρίσει τὴν νίκη αὐτή, μὲ σκοπὸ νὰ ἐκχύση στὸν λαό του τὰ νάματα τῆς θείας Χάριτος. Προσέφυγε στοὺς Κέλτες Μοναχοὺς τῆς Ἀϊόνας γιὰ νὰ συνεχίσουν τὸν εὐαγγελισμὸ τῶν Σαξώνων τοῦ Βορρᾶ, ὁ ὁποῖος εἶχε διακοπῆ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἁγίου Ἐδουΐνου.
Μετὰ τὴν ἀποτυχία ἑνὸς πρώτου ἱεραποστόλου, ὁ ὁποῖος ἀπεδείχθη ὑπερβολικὰ ἀπαιτητικός, ἐστάλη ὁ Ἅγιος Ἀϊδᾶνος ὡς ἱεραποστολικὸς Ἐπίσκοπος (τιμάτα 31 Αὐγούστου). Ὁ τελευταῖος, τὸν ὁποῖον ἀκολούθησαν συντόμως πολλοὶ Κέλτες Μοναχοί, ἐγκατέστησε τὴν ἐπισκοπικὴ Ἕδρα του στὸ νησὶ Λίντισφαρν (20 Μαρτίου), τὸ ὁποῖο ἔμοιαζε ἀπὸ πολλὲς ἀπόψεις μὲ τὴν Ἀϊόνα καὶ ἐλειτούργησε ἔκτοτε ὡς Μονή-Ἐπισκοπή· ἔγινε ἕνα πραγματικὸ φυτώριο ἁγιότητος καὶ ἐπωνομάσθη «Ἱερὰ Νῆσος».
Ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος Ἱεράρχης ἀγνοοῦσε τὴν γλῶσσα τῶν Ἀγγλοσαξώνων, ὁ Βασιλεὺς Ὀσουάλδος τὸν ὑπηρετοῦσε ὁ ἴδιος ὡς διερμηνέας τῶν κηρυγμάτων του. Βασιλεὺς καὶ Ἐπίσκοπος συνηγωνίζοντο στὴν ἀρετή, τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν ἀγάπη, ὥστε τὸ παράδειγμα τῆς εὐαγγελικῆς πολιτείας τους περισσότερο ἀπό τούς λόγους τους ἦταν ἐκεῖνο, τό ὁποῖο ἐπιτελοῦσε πλῆθος μεταστροφῶν.
Ὁ Ἡγεμὼν ἐφαίνετο νὰ μεριμνᾶ περισσότερο νὰ κερδίση τὸν Οὐρανό, παρὰ νὰ ἐπεκτείνη τὴν ἐπίγεια ἐξουσία του.
Παρέμενε νύκτες ὁλόκληρες ἀγρυπνῶν καὶ προσευχόμενος καὶ ἐξώδευε ἄφθονα χρήματα γιὰ τοὺς πτωχούς. Ὑπάνδρευσε τὴν κόρη του μὲ τὸν Βασιλέα τοῦ Οὐέσεξ καὶ κατώρθωσε νὰ μεταστρέψη στὸν Χριστιανισμὸ τὸν πεθερό του καὶ τοὺς Σάξωνες τῆς Δύσεως.
Ἀλλά, ἡ εὐλογημένη αὐτὴ Βασιλεία δὲν ἔμελλε νὰ διαρκέση πολύ. Παρὰ τὴν προχωρημένη ἡλικία του, ὁ φοβερὸς Βασιλεὺς τῆς Μερκίας, Πέντα, ἐδημιούργησε νέο συνασπισμὸ καὶ ἐκήρυξε στὸν Ὀσουάλδο λυσσαλέο πόλεμο, ὁ ὁποῖος κατέληξε στὴν μάχη τοῦ Μεΐζερφελθ (5η Αὐγούστου 642), κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Ἅγιος
Ὀσουάλδος εὗρεν ἡρωϊκὸ θάνατο σὲ ἡλικία τριάντα ὀκτὼ ἐτῶν.
Περικυκλωμένος ἀπὸ ἐχθροὺς καὶ τρυπημένος ἀπὸ βέλη ἔπεσε ἔχων στὰ χείλη τὴν προσευχὴ αὐτή: «Θεέ μου, σῶσον τὰς ψυχάς!».
Τὸ σῶμα του μετεφέρθη στὸν Πέντα, ὁ ὁποῖος προσέταξε νὰ κόψουν τὸ κεφάλι καὶ τὰ χέρια του Ἁγίου καὶ νὰ τὰ στηλιτεύσουν ἐπάνω σὲ πασσάλους.
Τὰ τίμια αὐτὰ Λείψανα, τὰ ὁποῖα περισυνέλεξαν Χριστιανοί, ἔγιναν ἐν συνεχείᾳ ἀντικείμενο εὐλαβοῦς προσκυνήσεως καὶ ἡ τιμὴ τοῦ Ἁγίου Ὀσουάλδου διεδόθη εἰς ὅλην τὴν βόρεια Εὐρώπη, ὅπως μαρτυροῦν μέχρι σήμερα τὸ πλῆθος τῶν Ναῶν ἀφιερωμένων στὸ ὄνομα τοῦ Βασιλομάρτυρος.
(*) Ἡ Νορθουμβρία, ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ Βασίλεια τῆς Ἀγγλίας, ἀποτελεῖτο ἀπὸ δύο Ἐπαρχίες: τῆς Βερνίκια (Bernice) καὶ τῆς Ντέϊρα (Deira).
Βασιλεὺς τῆς Νορθουμβρίας. Ήμέρα Μνήμης: 5 Αὐγούστου.
῾Ο Ἅγιος Ὀσουάλδος ἦταν υἱὸς τοῦ Βασιλέως τῆς Βερνικίας*, Ἐθελφρίδου. Ὁταν ὁ τελευταῖος ἐθανατώθη στὸν πόλεμο κατὰ τοῦ Βασιλέως τῆς Ἀνατολικῆς Ἀγγλίας, ὁ νεαρὸς Ὀσουάλδος κατέφυγε στὴν Σκωτία, ὅπου καὶ ἐβαπτίσθη στὴν Μονὴ τῆς Ἀϊόνας.
Ὅταν ὁ Καντγουόλον, Βασιλεὺς τῆς χώρας
τῶν Οὐαλῶν, ὁ ὁποῖος εἶχε συμμαχήσει μὲ
τὸν Πέντα, ἕναν ἄγριο εἰδωλολάτρη Βασιλέα τῆς Μερκίας, ἐθανάτωσε τὸν Βασιλέα Ἅγιο Ἐδουΐνο (τιμάται 12 Ὀκτωβρίου) καὶ κατέλαβε τὴν Νορθουμβρία, ὁ Ἅγιος Ὀσουάλδος, ἡλικίας τριάντα ἐτῶν τότε (634), ἀνέλαβε τὴν ἐπανάκτησι τῆς χώρας του, πολεμῶν ἐπὶ κεφαλῆς ἑνὸς στρατοῦ ἀδύναμου ἀριθμητικῶς, ἀλλὰ ἰσχυροῦ λόγῳ τῆς ἐμπιστοσύνης του στὴν βοήθεια τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Εὑρέθησαν κάποια ἡμέρα ἀντιμέτωποι μέ τούς ἀντιπάλους τους, οἱ ὁποῖοι ὑπερίσχυον ἀσυγκρίτως κατά τόν ἀριθμό, σέ μία τοποθεσία, ἡ ὁποῖα εἶχε ἐκ θείας Προνοίας τό ὄνομα "Πεδίο τοῦ Οὐρανοῦ".
Tότε, ὁ Ὀσουάλδος διέταξε νὰ ὑψώσουν
ἕναν μεγάλο ξύλινο Σταυρό, τὸν ὁποῖον ὁ ἴδιος ἐκρατοῦσε στὰ χέρια του μέχρι νὰ τὸν στερεώσουν στὴν γῆ οἱ σύντροφοί του. Καὶ ἀφοῦ ἐνεδυναμώθη ἀπὸ ἕνα ὅραμα τοῦ Ἁγίου Κολομβανοῦ (τιμάται 9 Ἰουνίου), τὴν ἑπομένη ἡμέρα κατήγαγε λαμπρὰ νίκη, ἡ ὁποία τοῦ ἐπέτρεψε νὰ ἑνώση ὑπὸ τὴν ἐξουσία του τὰ δύο τμήματα τῆς Νορθουμβρίας καὶ νὰ ἐπεκτείνη σταδιακὰ τὴν κυριαρχία του εἰς ὅλην τὴν ἀγγλοσαξωνικὴ Ἑπταρχία.
Ὁ Βασιλεὺς Ὁσουάλδος κατενόησε, ὅτι ὁ Θεὸς τοῦ εἶχε χαρίσει τὴν νίκη αὐτή, μὲ σκοπὸ νὰ ἐκχύση στὸν λαό του τὰ νάματα τῆς θείας Χάριτος. Προσέφυγε στοὺς Κέλτες Μοναχοὺς τῆς Ἀϊόνας γιὰ νὰ συνεχίσουν τὸν εὐαγγελισμὸ τῶν Σαξώνων τοῦ Βορρᾶ, ὁ ὁποῖος εἶχε διακοπῆ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἁγίου Ἐδουΐνου.
Μετὰ τὴν ἀποτυχία ἑνὸς πρώτου ἱεραποστόλου, ὁ ὁποῖος ἀπεδείχθη ὑπερβολικὰ ἀπαιτητικός, ἐστάλη ὁ Ἅγιος Ἀϊδᾶνος ὡς ἱεραποστολικὸς Ἐπίσκοπος (τιμάτα 31 Αὐγούστου). Ὁ τελευταῖος, τὸν ὁποῖον ἀκολούθησαν συντόμως πολλοὶ Κέλτες Μοναχοί, ἐγκατέστησε τὴν ἐπισκοπικὴ Ἕδρα του στὸ νησὶ Λίντισφαρν (20 Μαρτίου), τὸ ὁποῖο ἔμοιαζε ἀπὸ πολλὲς ἀπόψεις μὲ τὴν Ἀϊόνα καὶ ἐλειτούργησε ἔκτοτε ὡς Μονή-Ἐπισκοπή· ἔγινε ἕνα πραγματικὸ φυτώριο ἁγιότητος καὶ ἐπωνομάσθη «Ἱερὰ Νῆσος».
Ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος Ἱεράρχης ἀγνοοῦσε τὴν γλῶσσα τῶν Ἀγγλοσαξώνων, ὁ Βασιλεὺς Ὀσουάλδος τὸν ὑπηρετοῦσε ὁ ἴδιος ὡς διερμηνέας τῶν κηρυγμάτων του. Βασιλεὺς καὶ Ἐπίσκοπος συνηγωνίζοντο στὴν ἀρετή, τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν ἀγάπη, ὥστε τὸ παράδειγμα τῆς εὐαγγελικῆς πολιτείας τους περισσότερο ἀπό τούς λόγους τους ἦταν ἐκεῖνο, τό ὁποῖο ἐπιτελοῦσε πλῆθος μεταστροφῶν.
Ὁ Ἡγεμὼν ἐφαίνετο νὰ μεριμνᾶ περισσότερο νὰ κερδίση τὸν Οὐρανό, παρὰ νὰ ἐπεκτείνη τὴν ἐπίγεια ἐξουσία του.
Παρέμενε νύκτες ὁλόκληρες ἀγρυπνῶν καὶ προσευχόμενος καὶ ἐξώδευε ἄφθονα χρήματα γιὰ τοὺς πτωχούς. Ὑπάνδρευσε τὴν κόρη του μὲ τὸν Βασιλέα τοῦ Οὐέσεξ καὶ κατώρθωσε νὰ μεταστρέψη στὸν Χριστιανισμὸ τὸν πεθερό του καὶ τοὺς Σάξωνες τῆς Δύσεως.
Ἀλλά, ἡ εὐλογημένη αὐτὴ Βασιλεία δὲν ἔμελλε νὰ διαρκέση πολύ. Παρὰ τὴν προχωρημένη ἡλικία του, ὁ φοβερὸς Βασιλεὺς τῆς Μερκίας, Πέντα, ἐδημιούργησε νέο συνασπισμὸ καὶ ἐκήρυξε στὸν Ὀσουάλδο λυσσαλέο πόλεμο, ὁ ὁποῖος κατέληξε στὴν μάχη τοῦ Μεΐζερφελθ (5η Αὐγούστου 642), κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Ἅγιος
Ὀσουάλδος εὗρεν ἡρωϊκὸ θάνατο σὲ ἡλικία τριάντα ὀκτὼ ἐτῶν.
Περικυκλωμένος ἀπὸ ἐχθροὺς καὶ τρυπημένος ἀπὸ βέλη ἔπεσε ἔχων στὰ χείλη τὴν προσευχὴ αὐτή: «Θεέ μου, σῶσον τὰς ψυχάς!».
Τὸ σῶμα του μετεφέρθη στὸν Πέντα, ὁ ὁποῖος προσέταξε νὰ κόψουν τὸ κεφάλι καὶ τὰ χέρια του Ἁγίου καὶ νὰ τὰ στηλιτεύσουν ἐπάνω σὲ πασσάλους.
Τὰ τίμια αὐτὰ Λείψανα, τὰ ὁποῖα περισυνέλεξαν Χριστιανοί, ἔγιναν ἐν συνεχείᾳ ἀντικείμενο εὐλαβοῦς προσκυνήσεως καὶ ἡ τιμὴ τοῦ Ἁγίου Ὀσουάλδου διεδόθη εἰς ὅλην τὴν βόρεια Εὐρώπη, ὅπως μαρτυροῦν μέχρι σήμερα τὸ πλῆθος τῶν Ναῶν ἀφιερωμένων στὸ ὄνομα τοῦ Βασιλομάρτυρος.
(*) Ἡ Νορθουμβρία, ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ Βασίλεια τῆς Ἀγγλίας, ἀποτελεῖτο ἀπὸ δύο Ἐπαρχίες: τῆς Βερνίκια (Bernice) καὶ τῆς Ντέϊρα (Deira).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου