Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

Άγιος Ἱερομάρτυς Κωνσταντῖνος ὁ Νέος. Ήμέρα Μνήμης: 26 Ὀκτωβρίου.

Άγιος Ἱερομάρτυς Κωνσταντῖνος ὁ Νέος. Ήμέρα Μνήμης: 26 Ὀκτωβρίου.


Τὴν 31η Μαΐου /13ην Ἰουνίου 2001, οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ Κιρζεμάνι, στὴν περιοχὴ Μπολσόγιε Ἰγνάτιεβο (Большое Игнатово), τῆς Μορντοβίας τῆς Ρωσικῆς Ὁμοσπονδίας, ἀξιώθηκαν μιᾶς μεγάλης εὐλογίας: ἀνεκάλυψαν μὲ θαυμαστὸ τρόπο τὰ ἱερὰ μαρτυρικὰ Λείψανα τοῦ πατρὸς Κωνσταντίνου Ποντγκόρσκυ (Константин Подгорский), ὁ ὁποῖος ἐφονεύθη ἀπὸ τοὺς Μπολσεβίκους τὸ 1918.

Ὁ Ἐφημέριος τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, π. Ἀλέξανδρος Νικίτιν, ἐρευνοῦσε γιὰ τὸ μέρος τῆς ταφῆς του ἐπὶ ὀκτὼ ἔτη. Μὲ τὴν βοήθεια τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς ἄνοιξε ἕναν τάφο στὸ Κοιμητήριο τοῦ χωριοῦ, ὁ ὁποῖος ἐθεωρεῖτο ὅτι εἶναι αὐτὸς τοῦ Ἱερέως. Μόλις ἀνοίχθηκε ὁ τάφος, μία πηγὴ ὕδατος ἀνέβλυσε κάτω ἀπὸ τὸ φέρετρο ποὺ περιεῖχε τὰ λείψανα τοῦ Ἱερέως! Οἱ ἐνορῖτες πιστεύουν, ὅτι πρόκειται περὶ θαύματος, ποὺ θὰ ἐπισπεύση τὴν Διακήρυξι τῆς Ἁγιότητος τοῦ Ἱερέως ὡς Μάρτυρος τῆς Πίστεως.

Τὰ Λείψανα τοῦ Ἱερέως ἀνέδιδαν εὐῶδες μύρο. Ἂν καὶ ἔμειναν στὴν γῆ γιὰ 83 χρόνια, εἶχαν διατηρηθῆ σὲ ἐξαιρετικὰ  καλὴ κατάστασι. Τὸ δέρμα, τὰ ὀστᾶ, τὰ νύχια καὶ τὰ μαλλιὰ δὲν εἶχαν ὑποστῆ καμμίαν φθορά. Σύμφωνα μὲ τὴν Παράδοσι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ἀδιαφθορία τῶν Λειψάνων ἀποτελεῖ μία ἀπόδειξι Ἁγιότητος.

Ὁ π. Ἀλέξανδρος ἐπίσης θεωρεῖ ὡς θαῦμα τὸ γεγονός, ὅτι εὑρέθησαν τὰ Λείψανα ἀμέσως, ἂν καὶ δὲν εἶχαν ἀξιόπιστες πληροφορίες ἕως καὶ τὴν τελευταία στιγμή. «Τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἔβρεχε πολύ, ἀλλὰ πρὶν τὰ φτυάρια ἀρχίσουν τὴν δουλειά τους ἡ βροχὴ σταμάτησε καὶ ὁ ἥλιος ἔλαμψε», εἶπε ὁ π. Ἀλέξανδρος. «Μόλις ἀφαιρέσαμε τὸ γρασίδι, ὅλοι ἀμέσως αἰσθανθήκαμε τὴν εὐωδία τοῦ μύρου. Τὸ ὠσφράνθηκα ἀμέσως, ἀλλὰ παρέμεινα σιωπηλός, ὥσπου οἱ βοηθοί μου ἄρχισαν νὰ τὸ συζητοῦν». Ἐπὶ τοῦ παρόντος, τὰ Λείψανα τοῦ π. Κωνσταντίνου Ποντγκόρσκυ εἶναι τοποθετημένα στὸν Ναὸ τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ...

Ὁ π. Ἀλέξανδρος ἄρχισε τὴν ἔρευνά του τὸ 1992. Λίγες ἡμέρες πρὶν τὰ Χριστούγεννα εὐλόγησε τὴν οἰκία ἑνὸς ἐνορίτου, ὁ ὁποῖος τὴν ὥρα τοῦ κεράσματος, ἄρχισε νὰ ἐξιστορῆ τὴν τοπικὴ παράδοσι γιὰ τὸν Ἱερέα, ὁ ὁποῖος ἐφονεύθη ἀγρίως ἀπὸ τοὺς Μπολσεβίκους. «Τοῦ ἔβαλαν χαλινὸ καὶ τὸν περιέφεραν ὅλη τὴν ἡμέρα», εἶπε. Ὁ Ἱερέας ἄρχισε νὰ ἐρωτᾶ τοὺς γέροντες τοῦ χωριοῦ γιὰ τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Ἱερομάρτυρα. Τότε ὑπῆρχε μόνο ἕνα πρόσωπο ἀκόμη ἐν ζωῇ ποὺ τὸν θυμόταν. Ἐπρόκειτο γιὰ τὴν Ἀναστασία Ντόλγκοβα, ἡ ὁποία ἤδη ἔχει κοιμηθῆ. Ἡ Ἀναστασία ἦταν δέκα ἐτῶν, ὅταν ἐφονεύθη ὁ π. Κωνσταντῖνος. Θυμόταν, ὅτι οἱ ἐνορῖτες τὸν ἀγαποῦσαν πάρα πολὺ καὶ τὸν θεωροῦσαν προορατικό...

Ὁ Πρωτοπρεσβύτερος Κωνσταντῖνος κατοικοῦσε στὸ Μπολσόγιε Ἰγνάτιεβο καὶ ὑπηρετοῦσε ὡς Ἐφημέριος στὸ γειτονικὸ
χωριὸ Κιρζεμάνυ (Киржеманы). Ὑπῆρξε ζηλωτὴς ἐφημέριος, ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ εἶχε στὴν κατοχή του πολλὰ χωράφια, δὲν διέθεσε ποτὲ τὰ κέρδη του στὰ δέκα τέκνα του, ἀλλὰ στὴν ἀνέγερσι σχολείων, στὰ ὁποῖα μάλιστα ἐδίδασκε ὁ ἴδιος ἀνάγνωσι καὶ γραφή.

Τόσο ὁ π. Κωνσταντῖνος ὅσο καὶ ἡ Πρεσβυτέρα του ἦσαν πολὺ ἀγαπητοὶ στοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς. Λέγεται, ὅτι ὁ ἴδιος εἶχε προικισθῆ μὲ τὸ διορατικὸ χάρισμα νὰ βλέπη τὶς κρυμμένες ἁμαρτίες τῶν ἐξομολογουμένων, νὰ τὶς ἀποκαλύπτη καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ νὰ τοὺς φέρνη
ὅλους σὲ μετάνοια.

Ὁ Σταυρὸς καὶ τὸ καρφὶ εὑρέθησαν στὸ φέρετρο τοῦ π. Κωνσταντίνου.

Μετὰ τὴν ἐκτέλεσι τῆς Βασιλικῆς Οἰκογενείας († 4.7.1918), ὁ π. Κωνσταντῖνος ἄρχισε νὰ ἐπιτελῆ ἐπιμνημόσυνες δεήσεις γιὰ τὸν Τσάρο. Ἐπίσης ἐκήρυττε, ὅτι εἶναι ἄδικο νὰ ζημιώνωνται οἱ χωρικοί, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν καὶ ἐργάζονταν μὲ τιμιότητα, ἀπὸ τοὺς Μπολσεβῖκους, οἱ ὁποῖοι τοὺς ἅρπαζαν τὶς σοδειὲς καὶ τὰ ὑπάρχοντα. Οἱ ἐνέργειές του αὐτὲς ἤγειραν ἐναντίον του τὴν ὀργὴ τῶν τοπικῶν παραγόντων τοῦ κόμματος, ἡ ὁποία κορυφώθηκε τὴν 25η Ὀκτωβρίου τοῦ 1918.

Ἐκείνη τὴν ἡμέρα, οἱ ἀπεσταλμένοι τῶν ἐπαναστατῶν ἔφθασαν στὸ Κιρζεμάνυ ὄχι μόνο γιὰ νὰ ἑορτάσουν τὴν πρώτη ἐπέτειο
τῆς Ὀκτωβριανῆς Ἐπαναστάσεως, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ κατάσχουν ἕνα μέρος ἀπὸ τὴν σοδειὰ τῶν ἀγροτῶν γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν ἐπαναστατῶν. Οἱ περισσότεροι κάτοικοι τοῦ χωριοῦ δὲν παρευρέθησαν στὴν ἐπετειακὴ ἑορτή, ἀλλὰ μετέβησαν στὸν Ναὸ γιὰ τὴν Θεία Λειτουργία πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Ἦταν τέτοια ἡ μανία τῶν ἀπεσταλμένων, ὅταν ἔμαθαν τὸ συμβάν, ὥστε ἔφτασαν στὸ σημεῖο νὰ ἁρπάξουν ὅλη τὴν σοδειὰ τῶν ἀγροτῶν, ἀκόμη καὶ αὐτῶν, τῶν ὁποίων οἱ υἱοὶ ὑπηρετοῦσαν στὸν Κόκκινο Στρατό.

Τὴν ἑπομένη, τὸ στρατιωτικὸ προλεταριᾶτο ὥρμησε στὴν Ἐκκλησία. Ἔσχισαν τὰ ἔνδύματα τοῦ π. Κωνσταντίνου, τὸν ἔσυραν ἔξω στοὺς δρόμους μὲ τὰ ἐσώρουχα καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν ξυλοκοποῦν βιαίως. Τὸν ἐκτύπησαν γιὰ ἀρκετὲς ὧρες, ὅπως χαρακτηριστικὰ διηγήθηκαν ἀργότερα στὰ παιδιὰ καὶ στὰ ἐγγόνια αὐτῶν κάτοικοι τοῦ χωριοῦ. Ἂν καὶ ὁ π. Κωνσταντῖνος ἦταν ἀρκετὰ δυνατὸς καὶ θά μποροῦσε τουλάχιστον νὰ ἀντισταθῆ, ἐν τούτοις ἐπέλεξε νὰ ὑπομείνη ἕως τέλους τὸ μαρτύριο.

Λίγο ἀργότερα, μετὰ τὰ ἀλλεπάλληλα κτυπήματα τὸν ἐξανάγκασαν νὰ ζευχθῆ ὁ ἴδιος ἕνα κάρο καὶ τὸν περιέφεραν ἔτσι σὲ ὁλόκληρο τὸ χωριό. Ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ κλείσθηκαν ἔμφοβοι στὰ σπίτια τους.

Ὅταν ὁ π. Κωνσταντῖνος δὲν εἶχε ἄλλες
δυνάμεις γιὰ νὰ σέρνη τὸ κάρο, τοῦ φόρεσαν ἕνα κολάρο ἀλόγου στὸ λαιμὸ καὶ τὸν ὡδήγησαν στὸ χωριό, ἐνῶ κτυποῦσαν αὐτὸν ἀλύπητα μὲ ἕνα μαστίγιο, ἀλλὰ καὶ μὲ ὁ,τιδήποτε ἄλλο. Τέλος, ἔσυραν αὐτὸν ἀπὸ τὰ μαλλιὰ μέχρι τὴν αὐλὴ τοῦ Ναοῦ καὶ τὸν ἐσταύρωσαν ἐπάνω στὴν πόρτα του. Μὲ τὸν τρόπο αὐτό, ὁ γενναῖος καὶ ἀληθινὸς ποιμένας τῶν τοῦ Χριστοῦ προβάτων ἐτελειώθη διὰ μαρτυρίου τὴν 26ην Ὀκτωβρίου 1918.

Τὸ σῶμα τοῦ πατρὸς Κωνσταντίνου εἶχε ἐμφανῆ τὰ σημάδια τοῦ ξυλοδαρμοῦ: τὸ κρανίο σπασμένο, ἕνα δάχτυλο ἀποκομμένο καὶ πολλὰ σημάδια ἀπὸ τὶς μαστιγώσεις... Τὴν ἑπομένη, ὁ νεωκόρος καὶ ὁ φύλακας τοῦ Ναοῦ εὑρῆκαν τὸ μαρτυρικὸ σῶμα καρφωμένο στὴν πόρτα καὶ τὸ κατέβασαν. Ἐνέδυσαν αὐτὸ μὲ τὰ ἱερατικὰ ἄμφια καὶ τὸν ἐναπόθεσαν μέσα σὲ ἕνα ξύλινο φέρετρο, μαζὶ μὲ ἕνα Εὐαγγέλιο καὶ τὰ καρφιά, μὲ τὰ ὅποῖα τὸν εἶχαν σταυρώσει. Ἀφοῦ οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ κόμματος ἀπηγόρευσαν τὴν ταφὴ τοῦ π. Κωνσταντίνου στὴν κρύπτη τῆς Ἐκκλησίας, οἱ χωρικοὶ τὸν ἔθαψαν στὸ ἄκρο τοῦ κοιμητηρίου.

Μετὰ τὶς ἀπάνθρωπες αὐτὲς βιαιότητες οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ κόμματος δὲν ἐπέστρεψαν ὅμως στὸ προορισμό τους: ἔπεσε ἡ ἁμαξά τους στὸν πάγο καὶ σκοτώθηκαν ἅπαντες...

Ἡ γιαγιὰ Ἀναστασία ἔδειξε στὸν π. Ἀλέξανδρο τὸν πιθανὸ τόπο τοῦ μνήματος τοῦ π. Κωνσταντίνου. Σὲ ἀκτῖνα δέκα μέτρων γύρω ἀπὸ τὸν πιθανὸ τόπο τοῦ μνήματός του, οἱ χωρικοὶ δὲν ἔθαψαν κανέναν συγγενῆ τους. Πολλοὶ πιστοὶ προσήρχοντο ἐκεῖ σὰν σὲ ἱερὸ τόπο καὶ ὐπῆρχαν περιπτώσεις ἰάσεως ἀσθενειῶν... Γιὰ νὰ ὑπολογίση τὸν ἀκριβῆ τόπο τοῦ μνήματος, ὁ π. Ἀλέξανδρος ἄρχισε νὰ ἐρωτᾶ καὶ ἄλλους μάρτυρες. Λίγο πρὶν εἶχε ἔλθει στὸ Μπολσόγιε Ἰγνάτιεβο ἡ Τατιάνα Τσυπλένκοβα, 84 ἐτῶν, ὁποία ἦταν δύο ἐτῶν, ὅταν ἐφονεύθη ὁ π. Κωνσταντῖνος, ἀλλὰ ἐγνώριζε τὴν ἱστορία τοῦ Μάρτυρος Ἱερέως ἀπὸ τὶς θεῖες της, οἱ ὁποῖες ἦσαν πνευματικές του θυγατέρες. Μία ἀπὸ αὐτές, ἡ Εὐφημία, ἔδειξε κάποτε στὴν ἀνιψιά της τὸν τόπο τοῦ μνήματος.

Λειψανοθήκη μὲ τὸ δάκτυλο τοῦ π. Κωνσταντίνου.

Τὸ ἔτος 1957 ἡ Τατιάνα Τσυπλένκοβα τοποθέτησε ἐκεῖ ἕναν σταυρό, ὁ ὁποῖος ὑπῆρχε μέχρι πρόσφατα. Οἱ προηγούμενοι τέσσερις ἢ πέντε σταυροί, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τοποθετηθῆ, κατεστράφησαν ἀπὸ ἀντιπροσώπους τῶν σοβιετικῶν, ὁ δὲ τάφος τοῦ Ἱερέως βεβηλώθηκε πολλὲς φορὲς στὴν διάρκεια τῆς κομμουνιστικῆς κυριαρχίας.

Στὶς 31 Μαΐου 2001 ἐκ. ἡμ., ὁ π. Ἀλέξανδρος παρέλαβε τρεῖς κατοίκους τοῦ χωριοῦ γιὰ νὰ τὸν βοηθήσουν καὶ μετὰ τὴν τέλεσι Τρισαγίου, ἄρχισαν τὸ σκάψιμο. Τὸ φέρετρο βρέθηκε σὲ βάθος δύο μέτρων. «Ἀπὸ τὸ ἄνοιγμα ποὺ εἶχε προκληθῆ ἀπὸ τὴν μετακίνησι τοῦ σκεπάσματος τοῦ φερέτρου εἴδαμε τὶς μπότες του», εἶπε ὁ π. Ἀλέξανδρος. «Μετὰ ἀπὸ 83 ἔτη δὲν εἶχαν σαπίσει καὶ ἔπρεπε νὰ τὶς χαλάσουμε γιὰ νὰ ἐλευθερώσουμε τὰ πόδια του. Μόλις ἀνασύραμε τὸ καπάκι τοῦ φερέτρου, μία πηγὴ κρυστάλλινου καθαροῦ νεροῦ ξεπήδησε ἀπὸ τὸ ἂνω μέρος τοῦ φερέτρου καὶ ἀπὸ τὸ κάτω τρεῖς μικρότερες πηγὲς ἄρχισαν νὰ ρέουν! Σχεδὸν λιποθύμησα καὶ ἄρχισε νὰ τρέμη ὅλο μου τὸ σῶμα! Ὁ Ἱερεὺς ἦταν μὲ τὰ ἄμφιά του καὶ μὲ τὰ χέρια του σταυρωμένα στὸ στῆθος του. Στὸ ἀριστερό του χέρι κρατοῦσε σταυρὸ καὶ κάτω ἀπὸ τὸ δεξί του χέρι ἦταν ἕνα Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο ἀνοίξαμε καὶ ξεφυλλίσαμε. Τὸ ἄνω τμῆμα τοῦ ὀστοῦ τῆς σιαγόνος του ἦταν διαλυμένο· στὰ χέρια του ἦσαν ὁρατὰ τὰ τρυπήματα τῶν καρφιῶν. Βρήκαμε τέσσερα σιδερένια καρφιὰ μέσα στὸ φέρετρο. Οἱ βοηθοί μου βοηθήθηκαν ἀπὸ τὸν Ἱερομάρτυρα: ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς θεραπεύθηκε ἀπὸ μία χρόνια ἀσθένεια ποὺ τὸν ἐβασάνιζε καὶ ἄλλος τὴν ἑπομένη ἀμέσως ἡμέρα βρῆκε λύσι σὲ κάποια προσωπικά του προβλήματα»!...

Ὕστερα ἀπὸ μικρὸ χρονικὸ διάστημα, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ἐπιχωρίου Ἐπισκόπου, τὸ σκήνωμα τοῦ π. Κωνσταντίνου μεταφέρθηκε στὸ ἱερὸ Βῆμα τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, στὸ Μπολσογιὲ Ἰγνάτοβο. Τὸ δὲ σπασμένο δάκτυλό του τοποθέτησαν σὲ εἰδικὴ Λειψανοθήκη, ἡ ὁποία φυλάσσεται στὸ ἱερὸ τοῦ Ναοῦ. Ἔχει διατηρήσει τὴν εὐκαμψία του καὶ ἀναδύει ὑπερκόσμια εὐωδία...

Τὰ ἱερὰ Λείψανα τοῦ πατρὸς Κωνσταντίνου
ἄρχισαν νὰ θεραπεύουν ἀκόμη καὶ μὴ ἰάσιμες ἀσθένειες, ὅπως παιδικὴ ἐγκεφαλικὴ παραλυσία, ἐπιληψία καὶ καρκῖνο.

Ὁ π. Ἀλέξανδρος διηγεῖται ἕνα ἐκ τῶν πολλῶν περιστατικῶν τῶν ὁποίων ἀξιώθηκε νὰ γίνη μάρτυρας: «Ἕνα παιδάκι, τὸ ὁποῖο ἔπασχε ἀπὸ ἐγκεφαλικὴ παραλυσία μεταφέρθηκε μὲ τὸ ἀναπηρικό του ἁμαξίδιο ἐνώπιον τοῦ φερέτρου γιὰ νὰ προσκυνήση τὰ ἱερὰ Λείψανα. Μόλις προσεκύνησε καὶ ἀπομακρύνθηκε ὀλίγον ἀπὸ τὸ σκήνωμα, τὸ παιδὶ ἀνασηκώθηκε ἀπὸ τὸ ἁμαξίδιο καὶ περιεπάτησε. Τότε ἐπέστρεψε μόνο του νὰ τὰ προσκυνήση ἐκ νέου...».

Τῷ δὲ ἐν Τριάδι Παναγίῳ Θεῷ, τῷ ἐνδοξαζομένῳ ἐν τοῖς Ἁγίοις Αὐτοῦ,
προσκύνησις καὶ εὐχαριστία, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου