Όσιος Σάββας ὁ Πνευματικός, ὁ ἀσκητὴς τῆς νήσου τῶν Ἰωαννίνων. Ημέρα Μνήμης: 3 Φεβρουαρίου.
Ὁ ὅσιος Σάββας ὁ «ἐν τῇ νήσῳ», ὅπως ἀναφέρουν στὴν Ἀπόλυση τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν οἱ Ἰωαννῖτες ἱερεῖς, εἶναι μιὰ ἐξέχουσα πνευματικὴ προσωπικότητα, ἡ ὁποία ἔλαμψε στὸ νοητὸ τῆς Ἐκκλησίας στερέωμα στὰ τέλη τοῦ δεκάτου πέμπτου καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ δεκάτου ἔκτου αἰῶνος. Εἶναι ὁ πνευματικὸς πατέρας τῶν αὐταδέλφων ὁσίων, τῶν θαυμαστῶν Ἀψαράδων, Θεοφάνους καὶ Νεκταρίου, οἱ ὁποῖοι ἔκτισαν τὸ περίφημο μοναστήρι τοῦ Βαρλαὰμ στὴν ἅγια λιθόπολη τῶν Σταγῶν, στὸ πέτρινο δάσος τῶν Μετεώρων, ποὺ ὅταν τὸ πρωτοαντίκρισαν ἐκστατικοὶ μαζὶ μὲ τὴ δοξολογία τοῦ Δημιουργοῦ, ὁ ὁποῖος τὰ πάντα «ἐν σοφίᾳ ἐπόιησε»(Ψαλμ. 103, 24), ἀναρωτήθηκαν: «Τίς δώσει πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς καὶ πετασθήσομαι καὶ καταπαύσω» (Ψαλμ. 54, 7). Αὐτοὶ μὲ τὴν θεοκίνητη γραφίδα τους μᾶς διέσωσαν καὶ τὸ βίο, τὶς ἀρετὲς καὶ τὰ θαυμάσια τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἐρημίτη τῆς νήσου τῆς γαλήνιας λίμνης τῶν Ἰωαννίνων.
Ὁ θαυμαστὸς ἀσκητὴς Σάββας, τὸν ὁποῖο περιγράφουν ὡς «ὅσιον ἄνδρα, γηραιὸν συνέσει καὶ ἡλικίᾳ καὶ πάσῃ κεκοσμημένον ἀρετῇ» ὑπῆρξε ὄχι μόνο συνώνυμος τοῦ «ἡγιασμένου» ἐρημίτου τῆς Ἰουδαίας, ἀλλὰ καὶ κατὰ πάντα ἐφάμιλλος τῶν κατορθωμάτων του. Αὐτὸ ἀποδεικνύουν καὶ τὰ ἐπακολουθήσαντα τὴν κοίμησή του θαυμαστὰ σημεῖα τὰ βεβαιοῦντα τὴν δόξα ποὺ τὸν περίμενε στοὺς οὐρανούς, δόξα ποὺ περιβάλλει ὅλους αὐτοὺς ποὺ μὲ τὴν ὁσιακή τους βιοτὴ εὐαρέστησαν στὸ Θεό μας.
Ὁ ὅσιος Σάββας ὑπῆρξε γόνος ἀρχοντικῆς οἰκογενείας. Ἡ εὐγένεια τῆς καταγωγῆς του μεταποιήθηκε σὲ εὐγένεια ἤθους, σὲ εὐγένεια ψυχῆς καὶ ὁ πλοῦτος τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν του σὲ πλοῦτο ἀγάπης πρὸς τὴν «ἐνυπόστατη ἀγάπη», τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ, καὶ συμπαθείας πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς πένητες. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ὁ θεῖος ἔρωτας, ποὺ κατέτρωγε τὰ σωθικά του, τὸν ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὶς πατρικὲς ἀνέσεις, γιὰ νὰ τὸν ἀναδείξει ταπεινὸ καὶ πτωχὸ ἐρημίτη τῆς νήσου τῶν Ἰωαννίνων. Τὸ μικρὸ μοναστηράκι τοῦ Τιμίου Προδρόμου ἔγινε ἡ ἀσκητική του παλαίστρα, ὅπου πάλαιψε μὲ τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἐξουσίες, μὲ «τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου» (Ἐφ. στ΄ 12) μιμούμενος τοὺς ἀγῶνες τοῦ ἰσάγγελου πολιστῆ τοῦ Ἰορδάνη καὶ ἀφέντη τοῦ μοναστηριοῦ του. Δὲν κατόρθωσε ποτὲ νὰ ἀποκτήσει δεύτερο ράσο καὶ δεύτερο ζευγάρι ὑποδημάτων, ἀφοῦ στὸ ἀντίκρισμα τοῦ κάθε ἀδελφοῦ, στὸ πρόσωπο τοῦ ὁποίου ἔβλεπε τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, καὶ μάλιστα μυστικὰ νὰ τοῦ ψυθιρίζει: «τῷ αἰτοῦντί σε δίδου» (Ματθ. ε΄ 42), ἔδινε μὲ χαρὰ καὶ προθυμία ὅ,τι εἶχε στὸ ἐρημητήριό του, τρόφιμα καὶ ἐνδύματα. Δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολὴ νὰ λέγαμε ὅτι δὲν περίμενε ὁ ὅσιος ἀσκητὴς νὰ τοῦ ζητήσουν, γιὰ νὰ δώσει, ἀλλὰ προέτρεχε στὴν ἀγάπη καί, μόλις ἀντιλαμβανόταν τὴν ἀνάγκη, ἔδιδε χωρὶς νὰ τοῦ ζητηθεῖ διεγειρόμενος πάντοτε «εἰς παροξυσμὸν ἀγάπης καὶ καλῶν ἔργων» (Ἑβρ. ι΄ 24). Ἔφερνε συχνὰ στὰ χείλη του τὰ λόγια τοῦ ταπεινοῦ Ναζωραίου, ὅπως μᾶς τὰ μεταφέρει ὁ πολὺς Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος : «Ἐγὼ εἶμαι πατέρας σου, ἐγὼ ἀδελφός σου, ἐγὼ νυμφίος τῆς ψυχῆς σου, ἐγὼ ἡ καταφυγή σου, ἐγὼ τὸ ἔνδυμά σου, ἐγὼ ἡ τροφή σου, ἐγὼ τὸ στήριγμά σου. Ἐγὼ ἔγινα πτωχὸς γιὰ σένα μὲ τὴν ἐνανθρώπησή μου· γιὰ σένα ἔγινα ζητιάνος· γιὰ σένα ἀνέβηκα στὸ Σταυρό· γιὰ σένα κατέβηκα στὸν τάφο· γιὰ σένα παρακαλῶ στὸν οὐρανὸ τὸν Πατέρα μου»(Ὁμιλ. εἰς Ματθ. ΟΣΤ΄, 5).
Ὁ πράος ἐραστὴς τῶν πατέρων τῆς ἐρήμου, Σάββας, ποτὲ δὲν ὀργίστηκε, ἀλλὰ ἔδινε «τόπον τῇ ὀργῇ» (Ῥωμ. ιβ΄ 19), λέγοντας ὅτι αὐτὴ αἴρει τὴν χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος ποὺ κατοικεῖ ἐντός μας. Ποτὲ δὲν κατέκρινε κανένα, ἀκολουθώντας τὸ τῆς Γραφῆς: «Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε» (Ματθ. ζ΄ 1). Ἡ ταπεινοφροσύνη του ὑπῆρξε ὑποδειγματικὴ καὶ σ’ αὐτὴν ἐπάνω, ὡς σὲ θεμέλιο γερό, στήριξε τὴν πνευματική του οἰκοδομὴ καὶ τελείωση. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀσκητική του ἀγωγὴ εἶχε ἐμφανῆ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς θείας ἐπενέργειας, ἀφοῦ ὁ Κύριος «ταπεινοῖς δίδωσι χάριν» (Ἰακ. δ΄ 6). Ἐξαγόραζε τὸν καιρό του μὲ σύνεση καὶ ἰδιαίτερη προσοχή, κυρίως ὅμως μὲ ἀδιάλειπτη προσευχή. Τὶς νύχτες ἀγρυπνοῦσε καὶ οἱ βραδινὲς ἀκολουθίες ἦταν ἡ γλυκύτερη τροφὴ τῆς καρδιᾶς του, ἡ τροφὴ ποὺ περιεῖχε τὰ θρεπτικὰ συστατικὰ τῆς ἀτέλεστης μακαριότητος. Αὐτὴν ἄλλωστε ποθοῦσε, γι’ αὐτὴν εἶχε βάλει πλώρη, στὸ λιμάνι της ἤθελε νὰ ἀγκυροβολήσει. Ἔτσι, οἱ τροφὲς τῆς σάρκας δὲν τὸν ἀπασχολοῦσαν. Τὶς παρέβλεπε καὶ ἀρκοῦταν σὲ λίγο ἀνάλαδο φαγητὸ καὶ παξιμάδι, ὅταν καὶ αὐτὸ τὸ ψωμὶ ἦταν ἔδεσμα γιορτινό.
Ἡ ἰσάγγελη πολιτεία τοῦ ὁσίου Σάββα τὸν ἔκανε γνωστὸ σ’ ὅλη τὴν κοινωνία τῶν Ἰωαννίνων καὶ τῆς γύρω περιοχῆς, γι’ αὐτὸ καὶ πλῆθος πιστῶν κατέφευγε στὶς νουθεσίες καὶ συμβουλές του. Ἔτσι ἀναδείχθηκε ἀπλανὴς πνευματικὸς καθοδηγητὴς τῶν χριστιανῶν τῆς Ἠπείρου. Μεταξὺ αὐτῶν ὁ καλὸς Θεὸς τοῦ ἔστειλε καὶ δύο ἀφοσιωμένους ὑποτακτικούς, τοὺς ἀδελφοὺς Ἀψαράδες, τὸν Νεκτάριο καὶ τὸν Θεοφάνη, οἱ ὁποῖοι ἔφθασαν μὲ πολὺ ὑψηλὰ μέτρα ἀρετῆς. Αὐτοὶ ἔζησαν μαζί του δέκα ὁλόκληρα χρόνια καὶ ὠφελήθηκαν ἀπὸ τὶς διδασκαλίες καὶ τὸ παράδειγμά του καὶ στάθηκαν δίπλα του καὶ στὶς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ἐπὶ γῆς ὁσιακῆς βιοτῆς του. Τοὺς εἶχε προείπει τὸ τέλος του καὶ εἶχε ζητήσει τὴν ἡμέρα τῆς ἀναλύσεώς του νὰ κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Τὴν ὥρα τοῦ Μεσονυκτικοῦ προφασιζόμενος κόπωση ἔστειλε τοὺς ὁσίους ὑποτακτικούς του στὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὴ συνήθη ἀκολουθία καὶ ὁ ἴδιος ἀποσύρθηκε γιὰ ἀνάπαυση. Τὸ πρωΐ τῆς ἑπόμενης ἡμέρας αὐτοὶ στὴ συνηθισμένη τους ἐπίσκεψη στὸ κελλί του, γιὰ νὰ πάρουν τὴν εὐχή του, τὸν βρῆκαν ἀκίνητο μὲ τὸ κουκούλι καὶ τὸ μοναχικὸ σχῆμα, μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια καὶ γαλήνια ἔκφραση. Εἶχε ἤδη ἀναχωρήσει γιὰ τὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἡ εὐωδία ἡ ὁποία χυνόταν ἀπὸ τὸ ἅγιο σκήνωμά του ἦταν ἡ θεία βεβαίωση πὼς ὁ Γέοντάς του βρισκόταν ἤδη στὴν ἐκλεκτὴ συνοδία τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ. Ἦταν 9 Ἀπριλίου τοῦ 1505.
Ἡ εἴδηση τοῦ θανάτου ἔκανε σύντομα τὸ γύρο τῶν μοναστηριῶν τοῦ νησιοῦ καὶ αὐτῶν τῶν Ἰωαννίνων. Σὲ λίγο πλήθη προσκυνητῶν, ἱερέων καὶ λαϊκῶν, ἔφθαναν στὸ νησί, γιὰ νὰ ἀσπασθοῦν τὸ ἱερὸ σκήνωμα τοῦ ὁσίου Σάββα καὶ ὅλοι ζητοῦσαν νὰ πάρουν κάτι ἀπὸ τὰ ἐνδύματά του γιὰ εὐλογία καὶ ἁγιασμό. Αὐτὰ τὰ ράκη ἀμέσως ἄρχισαν νὰ θαυματουργοῦν καὶ στὸ ἄγγιγμά τους οἱ ἄρρωστοι εὕρισκαν θεραπεία. Ἔτσι, δόξασε ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος μᾶς εἶπε «τοὺς δοξάζοντάς με δοξάσω (Α΄ Βασιλ. 2, 30), τὸν ὅσιό Του ἀσκητὴ Σάββα. Ἡ μνήμη του ἔκτοτε γιορτάζεται παραδοσιακὰ στὶς 3 Φεβρουαρίου, γιατὶ ἡ ἐπέτειος τῆς κοιμήσεώς του συμπίπτει πολλὲς φορὲς μέσα στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή.
Ὁ ὅσιος Σάββας ὁ «ἐν τῇ νήσῳ», ὅπως ἀναφέρουν στὴν Ἀπόλυση τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν οἱ Ἰωαννῖτες ἱερεῖς, εἶναι μιὰ ἐξέχουσα πνευματικὴ προσωπικότητα, ἡ ὁποία ἔλαμψε στὸ νοητὸ τῆς Ἐκκλησίας στερέωμα στὰ τέλη τοῦ δεκάτου πέμπτου καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ δεκάτου ἔκτου αἰῶνος. Εἶναι ὁ πνευματικὸς πατέρας τῶν αὐταδέλφων ὁσίων, τῶν θαυμαστῶν Ἀψαράδων, Θεοφάνους καὶ Νεκταρίου, οἱ ὁποῖοι ἔκτισαν τὸ περίφημο μοναστήρι τοῦ Βαρλαὰμ στὴν ἅγια λιθόπολη τῶν Σταγῶν, στὸ πέτρινο δάσος τῶν Μετεώρων, ποὺ ὅταν τὸ πρωτοαντίκρισαν ἐκστατικοὶ μαζὶ μὲ τὴ δοξολογία τοῦ Δημιουργοῦ, ὁ ὁποῖος τὰ πάντα «ἐν σοφίᾳ ἐπόιησε»(Ψαλμ. 103, 24), ἀναρωτήθηκαν: «Τίς δώσει πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς καὶ πετασθήσομαι καὶ καταπαύσω» (Ψαλμ. 54, 7). Αὐτοὶ μὲ τὴν θεοκίνητη γραφίδα τους μᾶς διέσωσαν καὶ τὸ βίο, τὶς ἀρετὲς καὶ τὰ θαυμάσια τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἐρημίτη τῆς νήσου τῆς γαλήνιας λίμνης τῶν Ἰωαννίνων.
Ὁ θαυμαστὸς ἀσκητὴς Σάββας, τὸν ὁποῖο περιγράφουν ὡς «ὅσιον ἄνδρα, γηραιὸν συνέσει καὶ ἡλικίᾳ καὶ πάσῃ κεκοσμημένον ἀρετῇ» ὑπῆρξε ὄχι μόνο συνώνυμος τοῦ «ἡγιασμένου» ἐρημίτου τῆς Ἰουδαίας, ἀλλὰ καὶ κατὰ πάντα ἐφάμιλλος τῶν κατορθωμάτων του. Αὐτὸ ἀποδεικνύουν καὶ τὰ ἐπακολουθήσαντα τὴν κοίμησή του θαυμαστὰ σημεῖα τὰ βεβαιοῦντα τὴν δόξα ποὺ τὸν περίμενε στοὺς οὐρανούς, δόξα ποὺ περιβάλλει ὅλους αὐτοὺς ποὺ μὲ τὴν ὁσιακή τους βιοτὴ εὐαρέστησαν στὸ Θεό μας.
Ὁ ὅσιος Σάββας ὑπῆρξε γόνος ἀρχοντικῆς οἰκογενείας. Ἡ εὐγένεια τῆς καταγωγῆς του μεταποιήθηκε σὲ εὐγένεια ἤθους, σὲ εὐγένεια ψυχῆς καὶ ὁ πλοῦτος τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν του σὲ πλοῦτο ἀγάπης πρὸς τὴν «ἐνυπόστατη ἀγάπη», τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ, καὶ συμπαθείας πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς πένητες. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ὁ θεῖος ἔρωτας, ποὺ κατέτρωγε τὰ σωθικά του, τὸν ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὶς πατρικὲς ἀνέσεις, γιὰ νὰ τὸν ἀναδείξει ταπεινὸ καὶ πτωχὸ ἐρημίτη τῆς νήσου τῶν Ἰωαννίνων. Τὸ μικρὸ μοναστηράκι τοῦ Τιμίου Προδρόμου ἔγινε ἡ ἀσκητική του παλαίστρα, ὅπου πάλαιψε μὲ τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἐξουσίες, μὲ «τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου» (Ἐφ. στ΄ 12) μιμούμενος τοὺς ἀγῶνες τοῦ ἰσάγγελου πολιστῆ τοῦ Ἰορδάνη καὶ ἀφέντη τοῦ μοναστηριοῦ του. Δὲν κατόρθωσε ποτὲ νὰ ἀποκτήσει δεύτερο ράσο καὶ δεύτερο ζευγάρι ὑποδημάτων, ἀφοῦ στὸ ἀντίκρισμα τοῦ κάθε ἀδελφοῦ, στὸ πρόσωπο τοῦ ὁποίου ἔβλεπε τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, καὶ μάλιστα μυστικὰ νὰ τοῦ ψυθιρίζει: «τῷ αἰτοῦντί σε δίδου» (Ματθ. ε΄ 42), ἔδινε μὲ χαρὰ καὶ προθυμία ὅ,τι εἶχε στὸ ἐρημητήριό του, τρόφιμα καὶ ἐνδύματα. Δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολὴ νὰ λέγαμε ὅτι δὲν περίμενε ὁ ὅσιος ἀσκητὴς νὰ τοῦ ζητήσουν, γιὰ νὰ δώσει, ἀλλὰ προέτρεχε στὴν ἀγάπη καί, μόλις ἀντιλαμβανόταν τὴν ἀνάγκη, ἔδιδε χωρὶς νὰ τοῦ ζητηθεῖ διεγειρόμενος πάντοτε «εἰς παροξυσμὸν ἀγάπης καὶ καλῶν ἔργων» (Ἑβρ. ι΄ 24). Ἔφερνε συχνὰ στὰ χείλη του τὰ λόγια τοῦ ταπεινοῦ Ναζωραίου, ὅπως μᾶς τὰ μεταφέρει ὁ πολὺς Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος : «Ἐγὼ εἶμαι πατέρας σου, ἐγὼ ἀδελφός σου, ἐγὼ νυμφίος τῆς ψυχῆς σου, ἐγὼ ἡ καταφυγή σου, ἐγὼ τὸ ἔνδυμά σου, ἐγὼ ἡ τροφή σου, ἐγὼ τὸ στήριγμά σου. Ἐγὼ ἔγινα πτωχὸς γιὰ σένα μὲ τὴν ἐνανθρώπησή μου· γιὰ σένα ἔγινα ζητιάνος· γιὰ σένα ἀνέβηκα στὸ Σταυρό· γιὰ σένα κατέβηκα στὸν τάφο· γιὰ σένα παρακαλῶ στὸν οὐρανὸ τὸν Πατέρα μου»(Ὁμιλ. εἰς Ματθ. ΟΣΤ΄, 5).
Ὁ πράος ἐραστὴς τῶν πατέρων τῆς ἐρήμου, Σάββας, ποτὲ δὲν ὀργίστηκε, ἀλλὰ ἔδινε «τόπον τῇ ὀργῇ» (Ῥωμ. ιβ΄ 19), λέγοντας ὅτι αὐτὴ αἴρει τὴν χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος ποὺ κατοικεῖ ἐντός μας. Ποτὲ δὲν κατέκρινε κανένα, ἀκολουθώντας τὸ τῆς Γραφῆς: «Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε» (Ματθ. ζ΄ 1). Ἡ ταπεινοφροσύνη του ὑπῆρξε ὑποδειγματικὴ καὶ σ’ αὐτὴν ἐπάνω, ὡς σὲ θεμέλιο γερό, στήριξε τὴν πνευματική του οἰκοδομὴ καὶ τελείωση. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀσκητική του ἀγωγὴ εἶχε ἐμφανῆ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς θείας ἐπενέργειας, ἀφοῦ ὁ Κύριος «ταπεινοῖς δίδωσι χάριν» (Ἰακ. δ΄ 6). Ἐξαγόραζε τὸν καιρό του μὲ σύνεση καὶ ἰδιαίτερη προσοχή, κυρίως ὅμως μὲ ἀδιάλειπτη προσευχή. Τὶς νύχτες ἀγρυπνοῦσε καὶ οἱ βραδινὲς ἀκολουθίες ἦταν ἡ γλυκύτερη τροφὴ τῆς καρδιᾶς του, ἡ τροφὴ ποὺ περιεῖχε τὰ θρεπτικὰ συστατικὰ τῆς ἀτέλεστης μακαριότητος. Αὐτὴν ἄλλωστε ποθοῦσε, γι’ αὐτὴν εἶχε βάλει πλώρη, στὸ λιμάνι της ἤθελε νὰ ἀγκυροβολήσει. Ἔτσι, οἱ τροφὲς τῆς σάρκας δὲν τὸν ἀπασχολοῦσαν. Τὶς παρέβλεπε καὶ ἀρκοῦταν σὲ λίγο ἀνάλαδο φαγητὸ καὶ παξιμάδι, ὅταν καὶ αὐτὸ τὸ ψωμὶ ἦταν ἔδεσμα γιορτινό.
Ἡ ἰσάγγελη πολιτεία τοῦ ὁσίου Σάββα τὸν ἔκανε γνωστὸ σ’ ὅλη τὴν κοινωνία τῶν Ἰωαννίνων καὶ τῆς γύρω περιοχῆς, γι’ αὐτὸ καὶ πλῆθος πιστῶν κατέφευγε στὶς νουθεσίες καὶ συμβουλές του. Ἔτσι ἀναδείχθηκε ἀπλανὴς πνευματικὸς καθοδηγητὴς τῶν χριστιανῶν τῆς Ἠπείρου. Μεταξὺ αὐτῶν ὁ καλὸς Θεὸς τοῦ ἔστειλε καὶ δύο ἀφοσιωμένους ὑποτακτικούς, τοὺς ἀδελφοὺς Ἀψαράδες, τὸν Νεκτάριο καὶ τὸν Θεοφάνη, οἱ ὁποῖοι ἔφθασαν μὲ πολὺ ὑψηλὰ μέτρα ἀρετῆς. Αὐτοὶ ἔζησαν μαζί του δέκα ὁλόκληρα χρόνια καὶ ὠφελήθηκαν ἀπὸ τὶς διδασκαλίες καὶ τὸ παράδειγμά του καὶ στάθηκαν δίπλα του καὶ στὶς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ἐπὶ γῆς ὁσιακῆς βιοτῆς του. Τοὺς εἶχε προείπει τὸ τέλος του καὶ εἶχε ζητήσει τὴν ἡμέρα τῆς ἀναλύσεώς του νὰ κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Τὴν ὥρα τοῦ Μεσονυκτικοῦ προφασιζόμενος κόπωση ἔστειλε τοὺς ὁσίους ὑποτακτικούς του στὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὴ συνήθη ἀκολουθία καὶ ὁ ἴδιος ἀποσύρθηκε γιὰ ἀνάπαυση. Τὸ πρωΐ τῆς ἑπόμενης ἡμέρας αὐτοὶ στὴ συνηθισμένη τους ἐπίσκεψη στὸ κελλί του, γιὰ νὰ πάρουν τὴν εὐχή του, τὸν βρῆκαν ἀκίνητο μὲ τὸ κουκούλι καὶ τὸ μοναχικὸ σχῆμα, μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια καὶ γαλήνια ἔκφραση. Εἶχε ἤδη ἀναχωρήσει γιὰ τὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἡ εὐωδία ἡ ὁποία χυνόταν ἀπὸ τὸ ἅγιο σκήνωμά του ἦταν ἡ θεία βεβαίωση πὼς ὁ Γέοντάς του βρισκόταν ἤδη στὴν ἐκλεκτὴ συνοδία τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ. Ἦταν 9 Ἀπριλίου τοῦ 1505.
Ἡ εἴδηση τοῦ θανάτου ἔκανε σύντομα τὸ γύρο τῶν μοναστηριῶν τοῦ νησιοῦ καὶ αὐτῶν τῶν Ἰωαννίνων. Σὲ λίγο πλήθη προσκυνητῶν, ἱερέων καὶ λαϊκῶν, ἔφθαναν στὸ νησί, γιὰ νὰ ἀσπασθοῦν τὸ ἱερὸ σκήνωμα τοῦ ὁσίου Σάββα καὶ ὅλοι ζητοῦσαν νὰ πάρουν κάτι ἀπὸ τὰ ἐνδύματά του γιὰ εὐλογία καὶ ἁγιασμό. Αὐτὰ τὰ ράκη ἀμέσως ἄρχισαν νὰ θαυματουργοῦν καὶ στὸ ἄγγιγμά τους οἱ ἄρρωστοι εὕρισκαν θεραπεία. Ἔτσι, δόξασε ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος μᾶς εἶπε «τοὺς δοξάζοντάς με δοξάσω (Α΄ Βασιλ. 2, 30), τὸν ὅσιό Του ἀσκητὴ Σάββα. Ἡ μνήμη του ἔκτοτε γιορτάζεται παραδοσιακὰ στὶς 3 Φεβρουαρίου, γιατὶ ἡ ἐπέτειος τῆς κοιμήσεώς του συμπίπτει πολλὲς φορὲς μέσα στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου