Αγία Θεοδώρα Αλεξανδρείας. Ημέρα Μνήμης: 11 Σεπτεμβρίου.
Καὶ σχῆμα καὶ νοῦν ἀρρενοῖ Θεοδώρα,
Καὶ τὸν μέγαν νοῦν αἰσχύνει πρὸ τοῦ τέλους.
Ἑνδεκάτῃ πύματον Θεοδώρη ὕπνον ἰαύει.
Όπως η βασιλεία των ουρανών παρομοιάστηκε με δέκα παρθένους, όπως λέει το στόμα του Χριστού στη νέα διαθήκη του Ευαγγελίου, έτσι και δέκα γυναίκες που έγιναν όμοιες με αντρικό σχήμα, συνέτριψαν τα όπλα του ανθρωποκτόνου διαβόλου. μία από αυτές τις δέκα ήταν και η αγία Θεοδώρα. Καταγόταν από την πόλη της Αλεξάνδρειας και έζησε στα χρόνια του Βασιλιά Ζήνωνα (472)∙ αφού συζεύχτηκε νόμιμα με άντρα, ζούσε μια ζωή με τάξη και χωρίς να δίνει δικαιώματα για κατηγορίες. Επειδή όμως από το φθόνο του μισόκαλου διαβόλου έπεσε κρυφά σε μοιχεία, αποφάσισε να ζητήσει και να βρει τη σωτηρία της. Έτσι, αφού άκουσε τα Ευαγγελικά λόγια, με τα οποία διδάσκει ο Κύριος ότι δεν υπάρχει κανένα κρυφό, το οποίο να μη γίνει φανερό αργότερα, «Ουκ έστι κρυπτόν, ο ου φανερόν γενήσεται» (Λουκ. η΄, 17) ∙ χάρη σε αυτό, επειδή στοχάστηκε το βάρος της αμαρτίας, την οποία έκανε, σιχάθηκε αυτή την αμαρτία σαν ένα σίχαμα και μια ακαθαρσία∙ πέταξε λοιπόν τη γυναικεία ενδυμασία και πήρε το αγγελικό σχήμα των μοναχών, και αντί για Θεοδώρα, ονομάζεται Θεόδωρος. Και αφού μετέβη σε ανδρικό μοναστήρι, μετανοούσε και έκλαιγε την αμαρτία της.
Και αφού πέρασε η μακαρία δύο ολόκληρα χρόνια κοπιάζοντας με βαριές δουλειές και με αγώνα να σηκώνει τα αναγκαία πράγματα του μοναστηριού, από φθόνο του ψυχοφθόρου διαβόλου συκοφαντήθηκε από μερικούς κακότροπους ότι επόρνευσε με μία γυναίκα∙ έπειτα αυτοί έφεραν ένα βρέφος και το έριξαν έξω σην πόρτα του μοναστηριού, συκοφαντώντας ψευδώς, ότι ήταν δικό της. Και για χάρη του, η αοίδιμος Θεοδώρα δέχτηκε τη συκοφαντία αυτή σαν αληθινή και πήρε το βρέφος και το ανέτρεφε σαν να ήταν δικό της∙ γιατί επιδίωκε η τρισόλβια να κρύψει τον εαυτό της, ότι ήταν γυναίκα κατά φύση∙ και αφού έκανε υπομονή έξω από το μοναστήρι για την αγάπη του Θεού και για κανόνα της αμαρτίας της επτά ολόκληρα χρόνια, παλεύοντας με το κρύο του χειμώνα, με τη ζέστη του καλοκαιρού και με το χώμα για προσκέφαλο, μόλις και μετά βίας ύστερα από όλα αυτά, μπήκε μέσα στο μοναστήρι.
Από τότε λοιπόν, αφού έκανε ξερακιανό το σώμα της με συχνές προσευχές, με κόπους, με ολονύκτιες στάσεις και αγρυπνίες και αφού κατανόησε την κληρονομία της Βασιλείας των ουρανών, έφτασε σε εκείνο το σκοπό και το τέλος, το οποίο αγαπούσε: διότι αληθινά φοβερό θαύμα ακολούθησε την αγία αυτή, το οποίο ποιος να μη θαυμάσει; Επειδή αυτή ήταν γυναίκα κατά φύση, έζησε μαζί με άνδρες χωρίς να αναγνωρισθεί. Και ενώ βρισκόταν στο μέσο του σταδίου της άσκησης, αγωνίζονταν σαν ένας από τους άνδρες, λάμποντας ασκητικά σαν μέγας φωστήρας. Για αυτό, φορτωμένη από τους άξιους μισθούς των κόπων της, ανέβηκε με χαρά προς τον ποθητό της νυμφίο Χριστό∙ κι οι μοναχοί βλέποντας το παράδοξο αυτό θαύμα έκαναν στην άκρη και δόξαζαν τον Θεό.
Για την οσία αυτή Θεοδώρα γράφεται στον Παράδεισο των πατέρων ότι είπε το αξιόλογο αυτό απόφθεγμα: ότι δεν σώζει τον άνθρωπο, ούτε η άσκηση, ούτε η αγρυπνία, ούτε κανείς άλλος κόπος, παρά η γνήσια ταπεινοφροσύνη. Διότι ήταν κάποτε ένας αναχωρητής και εδίωκε δαιμόνια∙ και τα ρωτούσε αυτά με ποια αρετή βγαίνουν από τους ανθρώπους, έτσι, με τη νηστεία βγαίνετε; Και απαντούσαν τα δαιμόνια∙ εμείς ποτέ δεν τρώμε, ούτε πίνουμε∙ με την αγρυπνία βγαίνετε; Και απαντούσαν∙ εμείς ποτέ δεν κοιμόμαστε∙ με την αναχώρηση και την ερημία βγαίνετε; Κι εκείνα αποκρίνονταν∙ εμείς στην αναχώρηση και την ερημία βρισκόμαστε∙ με ποια, τους είπε, αρετή βγαίνετε; Και απάντησαν, εμάς καμιά αρετή δε μας νικά, παρά μόνο η ταπεινοφροσύνη∙ επειδή αυτή είναι ο νικητής των δαιμόνων. Είπε πάλι η ίδια, ότι ήταν ένας μοναχός που καθόταν στην έρημο στο κελλί του∙ κι επειδή κουράστηκε από το πλήθος των πειρασμών, που του προξενούσε ο διάβολος, είπε∙ ας φύγω από εδώ για να γλυτώσω. Και όταν ετοίμαζε τα υποδήματά του για να φύγει, βλέπει έναν άλλον άνθρωπο, ο οποίος φορούσε κι εκείνος τα υποδήματά του (ήταν ο διάβολος) και λέει στον μοναχό∙ εσύ φεύγεις από εδώ για μένα, αλλά κοίτα και εγώ, ότι προλαβαίνω και ετοιμάζομαι να πάω μπροστά, όπου εσύ πηγαίνεις.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Δῶρον ἔνθεον, ἠγιασμένον, Θεῶ ἤνεγκας, τὴν βιοτήν σου, Θεοδώρα Ὁσία πανεύφημε, τῆς μετανοίας τὸ πῦρ γὰρ ἐμφαίνουσα, μέσον ἀνδρῶν φιλοσόφως διέλαμψας, ὅθεν πρέσβευε, ἀπαύστως τῷ σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοὶ Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ᾽ εἰκόνα· λαβοῦσα γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Θεοδώρα τὸ πνεῦμά σου.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὸ σῶμα τὸ σόν, νηστείας κατατήξασα, ἀγρύπνοις εὐχαῖς, τὸν Κτίστην καθικέτευσας, τοῦ λαβεῖν συγχώρησιν, τὴν τελείαν τῆς ἁμαρτίας σου· ἣν καὶ ἔλαβες ἀληθῶς, ὁδὸν μετανοίας ὑποδείξασα.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος α’. Χορός, Ἀγγελικὸς.
Τὴν νύκτα τῶν παθῶν, ἐκφυγοῦσα θεόφρον, προσῆλθες νοητῶς, τῷ Ἡλίῳ τῆς δόξης, ἀσκήσει νεκρώσασα, τῆς σαρκὸς τὰ σκιρτήματα· ὅθεν γέγονας, ὑπογραμμὸς μοναζόντων, καὶ ἀνόρθωσις, τῶν πεπτωκότων ἐν βίῳ" διὸ σε γεραίρομεν.
Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀσκήσει ἐλάμπρυνας, τὴν Ἱεράν σου στολήν, καὶ δῶρον προσήνεξαι, τῷ σαρκωθέντι Θεῷ, Θεοδώρα θεόπνευστε· χάριν δὲ ἰαμάτων, πρὸς αὐτοῦ εἰληφυῖα, νόσων ἀποδιώκεις, τὴν ἀχλὺν μακαρία, πρεσβεύουσα τοῦ σωθῆναι, ἡμᾶς τοὺς εὐφημοῦντάς σε.
Ὁ Οἶκος
Ὑπογραμμὸς ἀναδέδεικται πεπτωκόσιν ὁ βίος σου, καὶ βουλομένοις προσέρχεσθαι διὰ μετανοίας, τῷ εἰδότι τὰ πταίσματα συγχωρεῖν, καθὼς γέγραπται· αὐτῷ γὰρ πιστεύσασα, καθάπερ ἡ πόρνη, ἀντὶ μύρου προσήγαγες ὄμβρους δακρύων· ἐν οἷς τὸν ὄφιν ποντίσασα καθεῖλες, καὶ τὴν νίκην ἀνεδήσω, Θεοδώρα τρισόλβιε· διὸ τὸ θηρίον νεκρώσασα εὐχαῖς σου, νεκρὸν ἐξανέστησας δυνάμει τοῦ Κτίστου σου, ὑπὲρ οὗ σὺ νενέκρωσαι· διὸ σε γεραίρομεν.
Καὶ σχῆμα καὶ νοῦν ἀρρενοῖ Θεοδώρα,
Καὶ τὸν μέγαν νοῦν αἰσχύνει πρὸ τοῦ τέλους.
Ἑνδεκάτῃ πύματον Θεοδώρη ὕπνον ἰαύει.
Όπως η βασιλεία των ουρανών παρομοιάστηκε με δέκα παρθένους, όπως λέει το στόμα του Χριστού στη νέα διαθήκη του Ευαγγελίου, έτσι και δέκα γυναίκες που έγιναν όμοιες με αντρικό σχήμα, συνέτριψαν τα όπλα του ανθρωποκτόνου διαβόλου. μία από αυτές τις δέκα ήταν και η αγία Θεοδώρα. Καταγόταν από την πόλη της Αλεξάνδρειας και έζησε στα χρόνια του Βασιλιά Ζήνωνα (472)∙ αφού συζεύχτηκε νόμιμα με άντρα, ζούσε μια ζωή με τάξη και χωρίς να δίνει δικαιώματα για κατηγορίες. Επειδή όμως από το φθόνο του μισόκαλου διαβόλου έπεσε κρυφά σε μοιχεία, αποφάσισε να ζητήσει και να βρει τη σωτηρία της. Έτσι, αφού άκουσε τα Ευαγγελικά λόγια, με τα οποία διδάσκει ο Κύριος ότι δεν υπάρχει κανένα κρυφό, το οποίο να μη γίνει φανερό αργότερα, «Ουκ έστι κρυπτόν, ο ου φανερόν γενήσεται» (Λουκ. η΄, 17) ∙ χάρη σε αυτό, επειδή στοχάστηκε το βάρος της αμαρτίας, την οποία έκανε, σιχάθηκε αυτή την αμαρτία σαν ένα σίχαμα και μια ακαθαρσία∙ πέταξε λοιπόν τη γυναικεία ενδυμασία και πήρε το αγγελικό σχήμα των μοναχών, και αντί για Θεοδώρα, ονομάζεται Θεόδωρος. Και αφού μετέβη σε ανδρικό μοναστήρι, μετανοούσε και έκλαιγε την αμαρτία της.
Και αφού πέρασε η μακαρία δύο ολόκληρα χρόνια κοπιάζοντας με βαριές δουλειές και με αγώνα να σηκώνει τα αναγκαία πράγματα του μοναστηριού, από φθόνο του ψυχοφθόρου διαβόλου συκοφαντήθηκε από μερικούς κακότροπους ότι επόρνευσε με μία γυναίκα∙ έπειτα αυτοί έφεραν ένα βρέφος και το έριξαν έξω σην πόρτα του μοναστηριού, συκοφαντώντας ψευδώς, ότι ήταν δικό της. Και για χάρη του, η αοίδιμος Θεοδώρα δέχτηκε τη συκοφαντία αυτή σαν αληθινή και πήρε το βρέφος και το ανέτρεφε σαν να ήταν δικό της∙ γιατί επιδίωκε η τρισόλβια να κρύψει τον εαυτό της, ότι ήταν γυναίκα κατά φύση∙ και αφού έκανε υπομονή έξω από το μοναστήρι για την αγάπη του Θεού και για κανόνα της αμαρτίας της επτά ολόκληρα χρόνια, παλεύοντας με το κρύο του χειμώνα, με τη ζέστη του καλοκαιρού και με το χώμα για προσκέφαλο, μόλις και μετά βίας ύστερα από όλα αυτά, μπήκε μέσα στο μοναστήρι.
Από τότε λοιπόν, αφού έκανε ξερακιανό το σώμα της με συχνές προσευχές, με κόπους, με ολονύκτιες στάσεις και αγρυπνίες και αφού κατανόησε την κληρονομία της Βασιλείας των ουρανών, έφτασε σε εκείνο το σκοπό και το τέλος, το οποίο αγαπούσε: διότι αληθινά φοβερό θαύμα ακολούθησε την αγία αυτή, το οποίο ποιος να μη θαυμάσει; Επειδή αυτή ήταν γυναίκα κατά φύση, έζησε μαζί με άνδρες χωρίς να αναγνωρισθεί. Και ενώ βρισκόταν στο μέσο του σταδίου της άσκησης, αγωνίζονταν σαν ένας από τους άνδρες, λάμποντας ασκητικά σαν μέγας φωστήρας. Για αυτό, φορτωμένη από τους άξιους μισθούς των κόπων της, ανέβηκε με χαρά προς τον ποθητό της νυμφίο Χριστό∙ κι οι μοναχοί βλέποντας το παράδοξο αυτό θαύμα έκαναν στην άκρη και δόξαζαν τον Θεό.
Για την οσία αυτή Θεοδώρα γράφεται στον Παράδεισο των πατέρων ότι είπε το αξιόλογο αυτό απόφθεγμα: ότι δεν σώζει τον άνθρωπο, ούτε η άσκηση, ούτε η αγρυπνία, ούτε κανείς άλλος κόπος, παρά η γνήσια ταπεινοφροσύνη. Διότι ήταν κάποτε ένας αναχωρητής και εδίωκε δαιμόνια∙ και τα ρωτούσε αυτά με ποια αρετή βγαίνουν από τους ανθρώπους, έτσι, με τη νηστεία βγαίνετε; Και απαντούσαν τα δαιμόνια∙ εμείς ποτέ δεν τρώμε, ούτε πίνουμε∙ με την αγρυπνία βγαίνετε; Και απαντούσαν∙ εμείς ποτέ δεν κοιμόμαστε∙ με την αναχώρηση και την ερημία βγαίνετε; Κι εκείνα αποκρίνονταν∙ εμείς στην αναχώρηση και την ερημία βρισκόμαστε∙ με ποια, τους είπε, αρετή βγαίνετε; Και απάντησαν, εμάς καμιά αρετή δε μας νικά, παρά μόνο η ταπεινοφροσύνη∙ επειδή αυτή είναι ο νικητής των δαιμόνων. Είπε πάλι η ίδια, ότι ήταν ένας μοναχός που καθόταν στην έρημο στο κελλί του∙ κι επειδή κουράστηκε από το πλήθος των πειρασμών, που του προξενούσε ο διάβολος, είπε∙ ας φύγω από εδώ για να γλυτώσω. Και όταν ετοίμαζε τα υποδήματά του για να φύγει, βλέπει έναν άλλον άνθρωπο, ο οποίος φορούσε κι εκείνος τα υποδήματά του (ήταν ο διάβολος) και λέει στον μοναχό∙ εσύ φεύγεις από εδώ για μένα, αλλά κοίτα και εγώ, ότι προλαβαίνω και ετοιμάζομαι να πάω μπροστά, όπου εσύ πηγαίνεις.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Δῶρον ἔνθεον, ἠγιασμένον, Θεῶ ἤνεγκας, τὴν βιοτήν σου, Θεοδώρα Ὁσία πανεύφημε, τῆς μετανοίας τὸ πῦρ γὰρ ἐμφαίνουσα, μέσον ἀνδρῶν φιλοσόφως διέλαμψας, ὅθεν πρέσβευε, ἀπαύστως τῷ σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοὶ Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ᾽ εἰκόνα· λαβοῦσα γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Θεοδώρα τὸ πνεῦμά σου.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὸ σῶμα τὸ σόν, νηστείας κατατήξασα, ἀγρύπνοις εὐχαῖς, τὸν Κτίστην καθικέτευσας, τοῦ λαβεῖν συγχώρησιν, τὴν τελείαν τῆς ἁμαρτίας σου· ἣν καὶ ἔλαβες ἀληθῶς, ὁδὸν μετανοίας ὑποδείξασα.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος α’. Χορός, Ἀγγελικὸς.
Τὴν νύκτα τῶν παθῶν, ἐκφυγοῦσα θεόφρον, προσῆλθες νοητῶς, τῷ Ἡλίῳ τῆς δόξης, ἀσκήσει νεκρώσασα, τῆς σαρκὸς τὰ σκιρτήματα· ὅθεν γέγονας, ὑπογραμμὸς μοναζόντων, καὶ ἀνόρθωσις, τῶν πεπτωκότων ἐν βίῳ" διὸ σε γεραίρομεν.
Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀσκήσει ἐλάμπρυνας, τὴν Ἱεράν σου στολήν, καὶ δῶρον προσήνεξαι, τῷ σαρκωθέντι Θεῷ, Θεοδώρα θεόπνευστε· χάριν δὲ ἰαμάτων, πρὸς αὐτοῦ εἰληφυῖα, νόσων ἀποδιώκεις, τὴν ἀχλὺν μακαρία, πρεσβεύουσα τοῦ σωθῆναι, ἡμᾶς τοὺς εὐφημοῦντάς σε.
Ὁ Οἶκος
Ὑπογραμμὸς ἀναδέδεικται πεπτωκόσιν ὁ βίος σου, καὶ βουλομένοις προσέρχεσθαι διὰ μετανοίας, τῷ εἰδότι τὰ πταίσματα συγχωρεῖν, καθὼς γέγραπται· αὐτῷ γὰρ πιστεύσασα, καθάπερ ἡ πόρνη, ἀντὶ μύρου προσήγαγες ὄμβρους δακρύων· ἐν οἷς τὸν ὄφιν ποντίσασα καθεῖλες, καὶ τὴν νίκην ἀνεδήσω, Θεοδώρα τρισόλβιε· διὸ τὸ θηρίον νεκρώσασα εὐχαῖς σου, νεκρὸν ἐξανέστησας δυνάμει τοῦ Κτίστου σου, ὑπὲρ οὗ σὺ νενέκρωσαι· διὸ σε γεραίρομεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου