Άγιος Νικόλαος ο Προσκυνητής ή 'Αγιος Νικόλαος ο Αποδημήτης, ο Στειριώτης. Ημέρα Μνήμης: 2 Ιουνίου.
Ο βίος του Αγίου Νικολάου του Προσκυνητή γράφτηκε το 1140 μ.Χ. από ανώνυμο στο Τράνι της Ιταλίας με βάση τη διήγηση του μοναχού Βαρθολομαίου, σύντροφο του Νικολάου στο ταξίδι του από τη Ναύπακτο για το προσκύνημά του στη Ρώμη.
Σύμφωνα με τα ιερά συγγράμματα ο Νικόλαος γεννήθηκε στο Στείρι Βοιωτίας το 1075 μ.Χ. Οι γονείς του ήταν φτωχοί αγρότες και δεν του έδωσαν καμία μόρφωση. Όταν έγινε οκτώ χρονών η μητέρα του τον έστειλε να φυλάει τα πρόβατα. Η φύλαξη των προβάτων όμως δεν κράτησε πολύ. Γιατί ξαφνικά κάποια μέρα άρχισε να φωνάζει "Κύριε ελέησον" ζητώντας από τον Κύριο την θεία ευσπλαχνία του. Η μητέρα του στενοχωριόταν πολύ και άρχισε να καταφεύγει σε απειλές και μαστιγώματα για να συνετίσει τον γιο της. Άδικα όμως γιατί ο Νικόλαος είχε δεχθεί τη θεία χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Όταν έγινε δώδεκα χρονών τον έδιωξε από το σπίτι και μάλιστα με σκληρή καρδιά του υπέβαλε να μην ξαναγυρίσει. Ο Νικόλαος εγκατέλειψε το χωριό του και ανέβηκε σε ένα κοντινό ψηλό βουνό (εννοεί τον Ελικώνα). Στις πλαγιές του βρήκε ένα σπήλαιο μέσα στο οποίο ζούσε μια αρκούδα, οποία μπαίνοντας του επιτέθηκε. Εκείνος κρατώντας το σταυρό είπε στην αρκούδα "Σε προστάζω στο όνομα του Ιησού Χριστού να μην επιδιώξεις ποτέ να ξανά μπεις σ΄αυτόν τον χώρο". Η αρκούδα εγκατέλειψε τον χώρο και εξαφανίστηκε από την περιοχή. Εγκαταστάθηκε τότε στην σπηλιά και ζούσε τρώγοντας ωμά χόρτα.
Μια μέρα παρουσιάσθηκε ένας σεβάσμιος μοναχός χαιρετώντας τον και φωνάζοντάς τον με το όνομά του. Έμεινε για λίγο καιρό κοντά του, δείχνοντας του το δρόμο της αρετής και διδάσκοντας το λόγο του Χριστού.
Η μητέρα του εν τω μεταξύ πλήρωσε ανθρώπους να τον βρουν και να τον πιάσουν, νομίζοντας ότι είναι δαιμονισμένος. Όταν τον βρήκαν τον πήγε στο μοναστήρι του Οσίου Λουκά. Οι μοναχοί προσπαθώντας να αποβάλουν από μέσα του τα κακά δαιμόνια τον υπέβαλλαν σε κάθε λογής μαρτύρια. Αυτός υπομένοντας όλα αυτά, συνέχιζε φωνάζοντας προσευχόμενος "Κύριε ελέησον". Στο τέλος μη μπορώντας να κάνουν κάτι τον άφησαν να φύγει.
Γυρνώντας στο σπίτι της μητέρας του, πήρε ένα τσεκούρι, ένα πριόνι και ένα μαχαίρι και ανέβηκε στο βουνό φτιάχνοντας σταυρούς από τους κορμούς των δέντρων, τοποθετώντας τους δε σε σταυροδρόμια και σε απρόσιτα μέρη. Προσπάθησε να πείσει τον αδελφό του Γιώργο να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο με εκείνον αλλά δεν τα κατάφερε.
Έτσι η ζωή του κυλούσε ανάμεσα σε ταπεινώσεις και προπηλακισμούς από τους ανθρώπους που τον θεωρούσαν τρελό γιατί επαναλάμβανε συνεχώς το "Κύριε ελέησον". Ώσπου με θεϊκή υπόδειξη αποφάσισε να φύγει για να προσκυνήσει στην Ρώμη. Το 1092 μ.X. συνάντησε στη Ναύπακτο έναν μοναχό ονόματι Βαρθολομαίο ο όποιος τον συνόδευσε στο ταξίδι του προς την Ιταλία. Στο Οτράντο έκανε θαύμα βοηθώντας ένα πλοίο να πιάσει λιμάνι που για πολλές ημέρες παρέμενε έξω, λόγω των ισχυρών ανέμων.
Πέρασε από πολλά μέρη της Ιταλίας κηρύττοντας τον λόγο του Κυρίου, ψέλνοντας το"Κύριε ελέησον" και κάνοντας Θαύματα. Όταν έφτασε στη πόλη του Τάραντα φωνάζοντας "Κύριε ελέησον" και "Μετανοείτε" ο Επίσκοπος της πόλης θύμωσε και έβαλε ανθρώπους να τον μαστιγώσουν απάνθρωπα.
Φεύγοντας από εκεί έφτασε στην πόλη του Τράνι μισοπεθαμένος και πολύ καταβεβλημένος κουβαλώντας έναν σταυρό και ψάλλοντας "Κύριε ελέησον", τον υποδέχθηκε ο εκεί επίσκοπος.
Στις τελευταίες στιγμές πριν ο Άγιος αφήσει την τελευταία του πνοή, έκανε ένα θαύμα ανάλογο με εκείνο του Σωτήρα στους γάμους στην Κανά, δηλαδή μετέτρεψε το νερό του δοχείου που ήπιε σε μυρωδάτο γλυκό κρασί και μετά ξεψύχησε στις 2 Ιουνίου 1094 σε ηλικία 19 ετών.
Ανακηρύχθηκε Άγιος και προστάτης του Τράνι και το 1142 το ιερό λείψανό του τοποθετήθηκε σε ειδικό παρεκκλήσι στον καθεδρικό ναό του Τράνι.
Στην πατρίδα του, το Στείρι, υπάρχει σύλλογος που φέρει το όνομά του («Αγιος Νικόλαος ο Αποδημητής ο Στειριώτης», ενώ το 2010 το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης του Στειρίου ονόμασε την κεντρική πλατεία της "Πλατεία Αγίου Νικολάου Προσκυνητή Στειριώτη".
Ο βίος του Αγίου Νικολάου του Προσκυνητή γράφτηκε το 1140 μ.Χ. από ανώνυμο στο Τράνι της Ιταλίας με βάση τη διήγηση του μοναχού Βαρθολομαίου, σύντροφο του Νικολάου στο ταξίδι του από τη Ναύπακτο για το προσκύνημά του στη Ρώμη.
Σύμφωνα με τα ιερά συγγράμματα ο Νικόλαος γεννήθηκε στο Στείρι Βοιωτίας το 1075 μ.Χ. Οι γονείς του ήταν φτωχοί αγρότες και δεν του έδωσαν καμία μόρφωση. Όταν έγινε οκτώ χρονών η μητέρα του τον έστειλε να φυλάει τα πρόβατα. Η φύλαξη των προβάτων όμως δεν κράτησε πολύ. Γιατί ξαφνικά κάποια μέρα άρχισε να φωνάζει "Κύριε ελέησον" ζητώντας από τον Κύριο την θεία ευσπλαχνία του. Η μητέρα του στενοχωριόταν πολύ και άρχισε να καταφεύγει σε απειλές και μαστιγώματα για να συνετίσει τον γιο της. Άδικα όμως γιατί ο Νικόλαος είχε δεχθεί τη θεία χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Όταν έγινε δώδεκα χρονών τον έδιωξε από το σπίτι και μάλιστα με σκληρή καρδιά του υπέβαλε να μην ξαναγυρίσει. Ο Νικόλαος εγκατέλειψε το χωριό του και ανέβηκε σε ένα κοντινό ψηλό βουνό (εννοεί τον Ελικώνα). Στις πλαγιές του βρήκε ένα σπήλαιο μέσα στο οποίο ζούσε μια αρκούδα, οποία μπαίνοντας του επιτέθηκε. Εκείνος κρατώντας το σταυρό είπε στην αρκούδα "Σε προστάζω στο όνομα του Ιησού Χριστού να μην επιδιώξεις ποτέ να ξανά μπεις σ΄αυτόν τον χώρο". Η αρκούδα εγκατέλειψε τον χώρο και εξαφανίστηκε από την περιοχή. Εγκαταστάθηκε τότε στην σπηλιά και ζούσε τρώγοντας ωμά χόρτα.
Μια μέρα παρουσιάσθηκε ένας σεβάσμιος μοναχός χαιρετώντας τον και φωνάζοντάς τον με το όνομά του. Έμεινε για λίγο καιρό κοντά του, δείχνοντας του το δρόμο της αρετής και διδάσκοντας το λόγο του Χριστού.
Η μητέρα του εν τω μεταξύ πλήρωσε ανθρώπους να τον βρουν και να τον πιάσουν, νομίζοντας ότι είναι δαιμονισμένος. Όταν τον βρήκαν τον πήγε στο μοναστήρι του Οσίου Λουκά. Οι μοναχοί προσπαθώντας να αποβάλουν από μέσα του τα κακά δαιμόνια τον υπέβαλλαν σε κάθε λογής μαρτύρια. Αυτός υπομένοντας όλα αυτά, συνέχιζε φωνάζοντας προσευχόμενος "Κύριε ελέησον". Στο τέλος μη μπορώντας να κάνουν κάτι τον άφησαν να φύγει.
Γυρνώντας στο σπίτι της μητέρας του, πήρε ένα τσεκούρι, ένα πριόνι και ένα μαχαίρι και ανέβηκε στο βουνό φτιάχνοντας σταυρούς από τους κορμούς των δέντρων, τοποθετώντας τους δε σε σταυροδρόμια και σε απρόσιτα μέρη. Προσπάθησε να πείσει τον αδελφό του Γιώργο να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο με εκείνον αλλά δεν τα κατάφερε.
Έτσι η ζωή του κυλούσε ανάμεσα σε ταπεινώσεις και προπηλακισμούς από τους ανθρώπους που τον θεωρούσαν τρελό γιατί επαναλάμβανε συνεχώς το "Κύριε ελέησον". Ώσπου με θεϊκή υπόδειξη αποφάσισε να φύγει για να προσκυνήσει στην Ρώμη. Το 1092 μ.X. συνάντησε στη Ναύπακτο έναν μοναχό ονόματι Βαρθολομαίο ο όποιος τον συνόδευσε στο ταξίδι του προς την Ιταλία. Στο Οτράντο έκανε θαύμα βοηθώντας ένα πλοίο να πιάσει λιμάνι που για πολλές ημέρες παρέμενε έξω, λόγω των ισχυρών ανέμων.
Πέρασε από πολλά μέρη της Ιταλίας κηρύττοντας τον λόγο του Κυρίου, ψέλνοντας το"Κύριε ελέησον" και κάνοντας Θαύματα. Όταν έφτασε στη πόλη του Τάραντα φωνάζοντας "Κύριε ελέησον" και "Μετανοείτε" ο Επίσκοπος της πόλης θύμωσε και έβαλε ανθρώπους να τον μαστιγώσουν απάνθρωπα.
Φεύγοντας από εκεί έφτασε στην πόλη του Τράνι μισοπεθαμένος και πολύ καταβεβλημένος κουβαλώντας έναν σταυρό και ψάλλοντας "Κύριε ελέησον", τον υποδέχθηκε ο εκεί επίσκοπος.
Στις τελευταίες στιγμές πριν ο Άγιος αφήσει την τελευταία του πνοή, έκανε ένα θαύμα ανάλογο με εκείνο του Σωτήρα στους γάμους στην Κανά, δηλαδή μετέτρεψε το νερό του δοχείου που ήπιε σε μυρωδάτο γλυκό κρασί και μετά ξεψύχησε στις 2 Ιουνίου 1094 σε ηλικία 19 ετών.
Ανακηρύχθηκε Άγιος και προστάτης του Τράνι και το 1142 το ιερό λείψανό του τοποθετήθηκε σε ειδικό παρεκκλήσι στον καθεδρικό ναό του Τράνι.
Στην πατρίδα του, το Στείρι, υπάρχει σύλλογος που φέρει το όνομά του («Αγιος Νικόλαος ο Αποδημητής ο Στειριώτης», ενώ το 2010 το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης του Στειρίου ονόμασε την κεντρική πλατεία της "Πλατεία Αγίου Νικολάου Προσκυνητή Στειριώτη".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου