Σύναξη Πάντων των Αγίων Νεομαρτύρων της Σερβίας. Ημέρα Μνήμης: 15 Ιουνίου.
Επ’ ευκαιρία του εορτασμού της δεύτερης χριστιανικής χιλιετίας το έτος 2000, η Ιερά Σύνοδος της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας αποφάσισε να μνημονεύονται την ημέρα αυτή (15 Ιουνίου) όλοι οι νεομάρτυρες της Σερβίας από την εποχή της τουρκοκρατίας έως τον 20ο αιώνα και ιδιαιτέρως τα θύματα του καθεστώτος των Κροατών Ουστάσι που υποστήριζε η ναζιστική Γερμανία. Κατά την περίοδο αυτή (1941-1945) περί τους 700.000 άνδρες, γυναίκες και παιδιά πέθαναν αφού υπέστησαν φρικαλεότητες «τέτοιες που ο κόσμος δεν είχε γνωρίσει από την εποχή του Νέρωνα», επειδή αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν την Πίστη των πατέρων τους ασπαζόμενοι τον Ρωμαιοκαθολικισμό που ομολογούσαν οι Ουστάσι.
Ο μητροπολίτης ΔΟΣΙΘΕΟΣ του Ζάγκρεμπ χειροτονήθηκε επίσκοπος Νίσσης το 1913. Στις αρχές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου φυλακίστηκε και δεν μπόρεσε να μεταβεί στην επισκοπή του παρά μόνο το 1918.
Όταν αποκαταστάθηκε η ειρήνη ορίστηκε αντιπρόεδρος του τοπικού επισκοπικού συμβουλίου και έλαβε μέρος στις συνομιλίες με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αφού πέρασε τρία χρόνια στην Τσεχοσλοβακία, ορίσθηκε επίσκοπος της νέας επισκοπής Ζάγκρεμπ το 1931. Διέλαμψε εκεί με πλήθος φιλανθρωπικών δραστηριοτήτων και με την δημιουργία ιερατικής σχολής, αφιερωμένης στην αγία Παρασκευή (Πέτκα). Ορίσθηκε επίσης επίτροπος των επισκοπών Γκόρνι-Κάρλοβατς και Μπάνια-Λούκα και βοηθούσε τον επίσκοπο Μύρωνα του Πατράτς. Όταν αρρώστησε βαριά ο πατριάρχης Βαρνάβας, ο Δοσίθεος ανέλαβε να τον αντικαταστήσει, ενώ μετά τον θάνατο του τελευταίου και μέχρι την εκλογή νέου πατριάρχη διοικούσε την αρχιεπισκοπή Βελιγραδίου-Κάρλοβτσι.
Με την κήρυξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου συνελήφθη από την αστυνομία του Ζάγκρεμπ ενώ ήταν πλέον των ογδόντα ετών. Όντας βαριά άρρωστος μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο όπου υποχρεώθηκε να υποστεί κακομεταχειρίσεις εκ μέρους Ρωμαιοκαθολικών μοναζουσών που εργάζονταν εκεί ως νοσοκόμες. Βασανίστηκε τόσο που ήταν αναίσθητος όταν μεταφέρθηκε στην Μονή Βαβεντένιε και κατόπιν στο Σεράγιεβο. Εκεί υπέκυψε στα τραύματά του στις 13 Ιανουαρίου 1945.
Ο μητροπολίτης ΠΕΤΡΟΣ γεννήθηκε το 1886. Δίδαξε στην θεολογική σχολή του Ρέλιεβο και εν συνεχεία στο Σεράγιεβο. Χειροτονήθηκε επίσκοπος Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης το 1903 και κατόπιν έγινε μητροπολίτης Βοσνίας το 1920. Όταν κηρύχθηκε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τον συμβούλευσαν να καταφύγει στην Σερβία ή το Μαυροβούνιο. Εκείνος όμως αποκρίθηκε: «Είμαι ο ποιμένας του λαού μου και πρέπει να συμμεριστώ τις τύχες του, παραμένοντας στην θέση μου».
Παραμένοντας ακλόνητος στις πιέσεις της Γκεστάπο και των Ουστάσι να απαρνηθεί την Ορθοδοξία και την χρήση του κυριλλικού αλφαβήτου, συνελήφθη στις 12 Μαΐου 1941 και φυλακίσθηκε στο Ζάγκρεμπ. Τον ξύρισαν, του αφαίρεσαν κάθε διακριτικό του επισκοπικού αξιώματός του και τον υπέβαλαν σε μακρά βασανιστήρια. Εν συνεχεία τον μετέφεραν στην Κοπρίβνιτσα και από εκεί στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Γιασένοβατς, όπου πέθανε από τα βασανιστήρια.
Ο επίσκοπος ΠΛΑΤΩΝ γεννήθηκε στο Βελιγράδι το 1874. Μετά τις σπουδές του στην Μόσχα, διορίσθηκε ηγούμενος της Μονής Ραζίνοβατς και καθηγητής μέσης εκπαίδευσης στο Βελιγράδι. Κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε ως στρατιωτικός ιερέας και για ένα διάστημα διοίκησε την επισκοπή Αχρίδος. Κατά την διάρκεια της κατοχής έκανε τα πάντα για να συντρέξει τις χήρες και τα ορφανά. Από το 1932 έως το 1938 διηύθυνε τις μοναστικές εκδόσεις του Σρέμσκι Κάρλοβτσι και την εφημερίδα του Σερβικού Πατριαρχείου, παραμένοντας ηγούμενος της Μονής Κρούσεντολ. Το 1936 εξελέγη αρχικά επίσκοπος Μοράβα και εν συνεχεία (1938) ορίσθηκε για την επισκοπή Αχρίδος και Μοναστηρίου (Μπίτολα). Τον επόμενο χρόνο μετατέθηκε στην επισκοπή Μπάνια Λούκα της Κροατίας.
Μετά την γερμανική εισβολή και την ανακήρυξη του κροατικού φασιστικού κράτους (Απρίλιος 1941) ειδοποιήθηκε ότι ως Σέρβος πολίτης έπρεπε να εγκαταλείψει την χώρα. Απάντησε ότι είχε εκλεγεί κανονικά και νόμιμα για να υπηρετήσει τους Ορθόδοξους Χριστιανούς της επισκοπής Μπάνια Λούκα και ότι όπως ο καλός ποιμήν όφειλε να είναι έτοιμος να δώσει την ζωή του για την σωτηρία του πνευματικού ποιμνίου του.
Όταν οι πιέσεις έγιναν ισχυρότερες, ζήτησε από τον Ρωμαιοκαθολικό επίσκοπο να παρέμβει ώστε να του δοθεί προθεσμία μερικών μηνών. Αλλά την ίδια εκείνη νύχτα (5 Μαΐου 1941) οι Ουστάσι τον συνέλαβαν μαζί με μερικούς άλλους ιερείς. Οι δήμιοί του τον πετάλωσαν σαν άλογο και τον ανάγκασαν να βαδίσει μέσα σε ανυπόφορους πόνους μέχρι κάποια χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Όταν αδυνατώντας να περπατήσει άλλο κατέρρευσε, οι Ουστάσι του ξύρισαν τα γένια, όπως και των άλλων ιερέων, και άναψαν φωτιά με ξυλοκάρβουνα πάνω στο γυμνό στέρνο του. Κατόπιν τους αποτελείωσαν με τσεκούρια και τους πέταξαν στον ποταμό Βμπάνια.
Ο άγιος επίσκοπος ΣΑΒΒΑΣ γεννήθηκε το 1884. Λίγο μετά την χειροτονία του ορίσθηκε ηγούμενος της Μονής Κρούσεντολ. Το 1934 χειροτονήθηκε επίσκοπος Σρεμ και κατόπιν ορίσθηκε επίσκοπος Γκόρνι Κάρλοβατς (1938). Με την κήρυξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου αρνήθηκε την προσφορά των ιταλικών δυνάμεων κατοχής να τον φυγαδεύσουν στο Βελιγράδι. Συνελήφθη από τους Ουστάσι στις 17 Ιουλίου 1941 και εγκλείσθηκε μαζί με τρεις άλλους ιερείς και δεκατρείς επιφανείς Σέρβους.
Μετά από ανελέητα βασανιστήρια, οι Ουστάσι αλυσόδεσαν τον ιεράρχη και τους τρεις ιερείς και τους οδήγησαν στο στρατόπεδο Γκόσπιτς. Εκεί υπέστησαν ποικίλους βασανισμούς για περισσότερο από έναν μήνα. Στα μέσα Αυγούστου, ο άγιος επίσκοπος οδηγήθηκε στην περιοχή του όρους Βελέμπιτ, όπου θανατώθηκε μαζί με άλλους δύο χιλιάδες Σέρβους Ορθοδόξους.
Ο μητροπολίτης ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ γεννήθηκε στο Στόλοβι, στην περιοχή του κόλπου του Κότορ, το 1880. Μετά τις σπουδές του στο Βελιγράδι, χειροτονήθηκε ιερέας το 1912 και άσκησε το λειτούργημά του κατ’ αρχάς στο Κότορ, εν συνεχεία δε σε μία ενορία του Λάστβα. Δίδαξε κατόπιν σε διάφορα σχολεία και όταν έμεινε χήρος χειροτονήθηκε βοηθός επίσκοπος στο Μπουντίμλιε, το 1940. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, η Ιερά Σύνοδος της Σερβικής Εκκλησίας τον διόρισε μητροπολίτη Μαυροβουνίου και Παραλίων. Χρειάστηκε να αναλάβει το νέο αξίωμά του μέσα στις τραγικές συνθήκες του πολέμου, κατάφερε όμως να εξασφαλίσει την λειτουργία της Ιερατικής Σχολής του Τσέτινιε και συνέστησε στον κλήρο του να υποτάσσεται σε κάθε νόμιμη πολιτική Αρχή. Καθώς πολλοί ιερείς είχαν συλληφθεί από τους κομμουνιστές αντάρτες που ήσαν ήδη ενεργοί στην περιοχή, επιχείρησε να εγκαταλείψει την χώρα μαζί με δεκαεπτά ιερείς. Πιάστηκαν στο Ζιντάνι Μοστ και οι ιερείς τυφεκίσθηκαν επί τόπου, ενώ ο μητροπολίτης Ιωαννίκιος οδηγήθηκε στο Αραντέλοβατς, όπου οι κομμουνιστές τον βασάνισαν και τον εκτέλεσαν (1945). Το σώμα του τάφηκε σε άγνωστο μέρος.
Ο άγιος ΡΑΦΑΗΛ (Μομτσίλοβιτς), αγιογράφος και προσωπογράφος που έχαιρε μεγάλης εκτίμησης κατά τον μεσοπόλεμο, έγινε ηγούμενος της Μονής Σισάτοβατς στην περιοχή του Σρεμ (ΒΔ Γιουγκοσλαβία). Συνελήφθη μαζί με άλλους τρεις μοναχούς τον Αύγουστο του 1941 από τους Ουστάσι και εκτοπίσθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Σλαβόνσκα Ποζέγκα. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού οι φύλακές του τον υπέβαλαν σε διάφορα βασανιστήρια, ξεριζώνοντας τα γένια του και κτυπώντας τον με διάφορα αντικείμενα. Στο στρατόπεδο βασανίστηκε συνεχώς μέχρι τις 3 Σεπτεμβρίου, την ημέρα του θανάτου του. Ο τόπος της ταφής του παραμένει άγνωστος.
Ο ιερέας ΜΠΡΑΝΚΟ Ντομπροσάβλιεβιτς υπηρέτησε με τιμή στις ενορίες Μπουβάτσα, Ραντόβιτσα και Βελιούν. Ανήμερα του αγίου Γεωργίου (23 Απριλίου/6 Μαΐου 1941) συνελήφθη από τους Ουστάσι του Βελιούν μαζί με άλλους πέντε Σέρβους, μεταξύ των οποίων ο γιος του Νεμπόισα και ο πατήρ Δημήτριος Σκορουπάν της ενορίας Τσβιγιάνοβιτς Μπρντο. Αφού πέρασαν την νύχτα στο αστυνομικό τμήμα, την επομένη σφαγιάσθηκαν όλοι στο δάσος Κεστένοβατς. Οι Ουστάσι εξανάγκασαν τον πατέρα Μπράνκο να ψάλει την νεκρώσιμο Ακολουθία για τον γιο του πριν τον εκτελέσουν και εκείνον.
Ο πατήρ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Μπόγκιτς ήταν ιερέας στην ενορία Νάσιτσε. Στις 17 Ιουνίου 1941, ένας γαλατάς του χωριού έσπευσε στο σπίτι του μαζί με άλλους Ουστάσι με την πρόφαση ότι θα τον πήγαιναν για ανάκριση. Τον οδήγησαν σε ένα λειβάδι, όπου αφού τον έδεσαν σε ένα δένδρο, οι βασανιστές του του έκοψαν τα αυτιά, την μύτη και την γλώσσα, έπειτα του ξερίζωσαν τα γένια, συνοδεύοντας τα βασανιστήρια με τις χειρότερες ύβρεις. Ένας Ουστάσι του άνοιξε την κοιλιά, ξερίζωσε τα εντόσθιά του και τα έβαλε ως περιδέραιο γύρω από τον λαιμό του. Έκοψαν κατόπιν το σχοινί που τον συγκρατούσε στο δένδρο και τον τουφέκισαν.
Ο πατήρ ΝΤΑΝΕ Μπάμπιτς συνελήφθη από τους Ουστάσι στο χωριό Σβίνγιτσι της περιοχής Μπάνια. Οι δήμιοί του τον έθαψαν ζωντανό μέχρι την μέση και άρχισαν να χορεύουν άγρια γύρω του, ξεσχίζοντας ένα κομμάτι σάρκας κάθε φορά που περνούσαν δίπλα του. Μετά από πολλές ώρες μαρτυρίου, εγκατέλειψαν για παραδειγματισμό το σώμα του που δεν είχε πια ανθρώπινο σχήμα.
Ο ΒΟΥΚΑΤΣΙΝ ήταν ένας γέρος χωρικός από το χωριό Κλέπατς, κοντά στην Τσάπλινα της Ερζεγοβίνης, του οποίου ολόκληρη η οικογένεια είχε δολοφονηθεί στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Γιασένοβατς. Ενώ ένας Ουστάσι έσφαζε τους κατοίκους του χωριού του, εκείνος τον κοίταζε με ένα ύφος παράξενα γαλήνιο που τάραξε τον δήμιο περισσότερο απ’ ό,τι οι κραυγές των θυμάτων του. Όρμησε κατεπάνω του για να τσακίσει την ειρήνη του με τα πιο φρικτά βασανιστήρια, και καθώς ο Βουκάτσιν αρνιόταν να φωνάξει: «Ζήτω ο Πάβελιτς!» (1) του έκοψε διαδοχικά τα αυτιά και την μύτη δίχως παρά ταύτα να μπορέσει να τον βγάλει από την σιωπή του.
Όταν τον απείλησε ότι θα του ξερίζωνε την καρδιά, ο γέροντας αποκρίθηκε: «Κάνε, παιδί μου, την δουλειά σου!» Έξαλλος ο βασανιστής του έβγαλε τα μάτια και την καρδιά και αφού τον έσφαξε, πέταξε το σώμα του με μια κλωτσιά σε ένα χαντάκι.
Ο άνθρωπος αυτός ομολόγησε αργότερα ότι από την ημέρα εκείνη δεν μπόρεσε να βρει ησυχία και την νύχτα πεταγόταν από τον ύπνο του και έβλεπε μέσα στο σκοτάδι το διαπεραστικό βλέμμα του Βουκάτσιν, ο οποίος επαναλάμβανε τα ίδια λόγια.
Αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (1946) η Σερβία περιήλθε υπό τον ζυγό των κομμουνιστών και πολλοί ήσαν εκείνοι που αντιστάθηκαν μέχρι αίματος στις πιέσεις των αθέων να ξεριζώσουν την Πίστη του λαού. Ορισμένοι από τους ομολογητές αυτούς τιμώνται ήδη από τον λαό (2).
(1) Ο ηγέτης του κινήματος των Ουστάσι (1889-1959), που συμμάχησε με τον Χίτλερ στα 1941.
(2) Βλ. άγιος Νικόλαος Αχρίδος (5 Μαρτ.).
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος δέκατος, Ιούνιος. Ίνδικτος, Αθήναι 2008.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου