Ἅγιος Φουλγέντιος Ἐπίσκοπος Ρουσπῶν. Ήμέρα Μνήμης: 1η Ἰανουαρίου.
Γόνος οἰκογενείας Συγκλητικῶν τῆς Καρχηδόνος (περ. 467), ὁ Κλαύδιος Γόρδιος Φουλγέντιος ἔγινε Γενικὸς Ἐπίτροπος Φόρων στὴν Ἐπαρχία Βυζακινῆς*.
Ἀπὸ τὴν χήρα εὐσεβῆ μητέρα του ἔλαβε ἀρίστη θρησκευτικὴ καὶ θύραθεν μόρφωσι. Ἐγνώριζε ἀπταίστως τὴν ἑλληνικὴ καὶ εἶχε ἀποστηθίσει τὸν Ὅμηρον!...
Λαμπρὰ σταδιοδρομία ἀνοίγετο ἐνώπιόν του, ὑποσχομένη πλούτη καὶ τιμές, ὕστερα ὅμως ἀπὸ τὴν ἀνάγνωσι τῶν συγγραμάτων τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου, καὶ μάλιστα ἑνὸς Κηρύγματός του ἐπὶ τοῦ Ψαλμοῦ λϚ', ὁ Φουλγέντιος ἀπεφάσισε νὰ ἐγκαταλείψη κάθε τι τὸ κοσμικὸ καὶ ἐζήτησε νὰ γίνη δεκτὸς ὡς Μοναχὸς στὴν Κοινότητα, τὴν ὁποίαν διηύθυνε ἐκεῖ πλησίον ὁ Ἐπίσκοπος Φαῦστος.
Οἱ δισταγμοὶ τοῦ Φαύστου νὰ δεχθῆ αὐτὸν τὸν λεπτεπίλεπτο ἀριστοκράτη ἐξαφανίσθηκαν συντόμως, ὅταν διεπίστωσε τὸν ζῆλο τοῦ Φουλγεντίου γιὰ ἀσκητικοὺς ἀγῶνες.
Καθὼς οἱ Μοναχοὶ διεσκορπίσθησαν ἀπὸ τὶς διώξεις τῶν Ἀρειανῶν, ὁ Φουλγέντιος μετέβη σὲ γειτονικὸ Μοναστήρι, ὅπου τοῦ ἀνετέθη συντόμως τὸ ἔργο τῆς πνευματικῆς καθοδηγήσεως τῶν Ἀδελφῶν.
Διωχθεὶς καὶ πάλι ἀπὸ τὴν ἐπιδρομὴ τῶν Νουμιδῶν (νομαδικὸς λαὸς τῆς ΒΔ. Ἀφρικῆς), περιπλανήθηκε ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, συνελήφθη καί βασανίσθηκε φρικτῶς ἀπό τούς Ἀρειανούς, οἱ ὁποῖοι φθονοῦσαν τήν εὐγλωττία τοῦ κηρύγματός του.
Τέλος κατέφυγε στὸ Μιντιντί, στὰ σύνορα
τῆς Μαυριτανίας (ΒΔ. Ἀφρική), ὅπου παρέμεινε κάποιο διάστημα στὴν ἡσυχία.
Ὁ Ἅγιος ποθοῦσε νὰ μιμηθῆ τὶς ἀρετὲς τῶν
Ἀναχωρητῶν τῆς Αἰγύπτου καὶ ἐπεχείρησε νὰ τοὺς ἐπισκεφθῆ. Ὅταν ὅμως ἔφθασε στὶς Συρακοῦσες, τὸν ἀπέτρεψαν μὲ τὸ πρόσχημα, ὅτι οἱ περιοχὲς αὐτὲς ἐμαστίζοντο ἀπὸ αἱρετικούς, καὶ ἔτσι ὁ Φουλγέντιος κατευθύνθηκε στὴν Ρώμη.
Μετὰ τὴν ἐπιστροφή του στὴν Ἀφρική, ἕνας χριστιανὸς εὐγενής, θερμὸς θαυμαστὴς τῶν ἀρετῶν του, ἀνέθεσε εἰς Αὐτὸν νὰ ἱδρύση
μία Μονή.
Μόλις ἔφερε εἰς πέρας τὸ ἔργο, ὁ Φουλγέντιος ἀνεχώρησε γιὰ.νὰ ἀπομονωθῆ, ὥστε νὰ ἀφοσιωθῆ ὁλοκληρωτικὰ στὴν προσευχή, στὴν μελέτη καὶ σὲ ἕνα ταπεινὸ ἐργόχειρο.
Ὁ Ἐπίσκοπος Φαῦστος τὸν ὑποχρέωσε ὡστόσο νὰ ἀναλάβη πάλι τὸ λειτούργημα τοῦ Ἡγουμένου, τὸν ἐχειροτόνησε Πρεσβύτερο καὶ παρὰ τὶς διαμαρτυρίες του, ὁ Φουλγέντιος ἀποδέχθηκε τελικῶς τὴν ἐκλογή του εἰς Ἐπίσκοπον τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ρουσπῶν (πλησίον τῆς Τύνιδος, πρωτ. τῆς Τυνησίας), τὸ 507.
Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ τίποτε δὲν ἄλλαξε στὴν ἀσκητικὴ διαγωγή, τὴν ὁποία εἶχε ἐφαρμόσει ὅσο ζοῦσε στὴν ἔρημο: ἐνήστευε αὐστηρότατα καὶ προσηύχετο νυχθημερόν.
Ὁ Βασιλεὺς τῶν Βανδάλων** Θρασιμόνδος (496-523), φανατικὸς ὁπαδὸς τοῦ Ἀρειανισμοῦ, ὠργίσθηκε ἀπὸ τὴν σθεναρὴ ἀντίστασι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων καὶ ἐξώρισε ἑξήντα ἀπὸ αὐτοὺς στὴν Σαρδινία, ὅπου ὁ Φουλγέντιος, ὁ νεώτερος ἀνάμεσά τους, ἀλλὰ ἔχων θέσιν οἱονεὶ ὡς ἀρχηγοῦ, δὲν ἔπαυσε νὰ κατηγορῆ τοὺς Ἀρειανούς, διαλάμπων μὲ τὴν θεολογικὴ δραστηριότητα καὶ τὴν θαυμαστὴ εὐγλωττία του.
Στὴν Σαρδινία ὁ Φουλγέντιος ἐξακολούθησε τὴν πνευματική του δραστηριότητα, μὲ τὴν ἵδρυσι καὶ Ἱερᾶς Μονῆς στὸ Κάλιαρι.
Ὅταν ἐπληροφορήθη γιὰ τὰ χαρίσματά του, ὁ Θρασιμόνδος τὸν προσεκάλεσε περὶ τὸ 515 νὰ συζητήσουν καὶ τόσο ἐντυπωσιάσθηκε ἀπὸ τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ Ἁγίου Ἐπισκόπου, ὥστε τὸν ἐπεφόρτισε νὰ συνθέση ἐκτενῆ Ἔκθεσι τῆς Ὀρθοδόξου Διδασκαλίας κατ᾿ ἀντίθεσιν ἐκείνης τῶν Ἀρειανοφρόνων, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο καὶ ἔγινε: ἀνήρεσε κάποια ἀρειανικὰ συγγράμματα, τὰ ὁποῖα εἶχαν τεθῆ ὑπ᾿ ὄψιν του.
Οἱ αἱρετικοὶ ὡστόσο κατώρθωσαν νὰ ἐκτοπίσουν στὴν Σαρδινία αὐτὸν τὸν ἐπικίνδυνο ἀντίπαλο (517), γιὰ ὀλίγον καιρὸν ὅμως, διότι μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Βασιλέως Θρασιμόνδου (523), ὁ μετριοπαθὴς διάδοχός του Χιλδέριχος (523-530) ἀπελευθέρωσε τὶς Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες εὑρίσκοντο γιὰ μεγάλο διάστημα ὑπὸ διωγμόν.
Οἱ Ἐπίσκοποι ἐπέστρεψαν στὶς Ἕδρες τους ἐπευφημούμενοι ἀπὸ τοὺς πιστοὺς καὶ ὁ Ἅγιος Φουλγέντιος ἀπέκτησε ἀπὸ τότε ἰδιαίτερο κῦρος στὴν χριστιανικὴ Ἀφρική: ἀπὸ παντοῦ ἤρχοντο πλήθη γιὰ νὰ ἀκούσουν τὰ κηρύγματά του,τὰ ὁποῖα εἶχαν τὴν δύναμι νὰ συγκινήσουν καὶ τοὺς πλέον σκληροκάρδιους. Συνέβαλε ἔτσι.τὰ μέγιστα στὴν ἀνάπτυξι τοῦ Μοναχισμοῦ καὶ στὴν εὐημερία τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ρουσπῶν.
Φθάνοντας σὲ προχωρημένη ἡλικία, ἀποσύρθηκε στὸ νησάκι τῆς Κερκενὰ (Χίλμι), γιὰ νὰ προετοιμασθῆ γιὰ τὴν ἀναχώρησί του πρὸς τὸν Θεὸ μὲ σιωπή, προσευχὴ καὶ δάκρυα.
Ὑπὸ τὴν πίεσι τῶν πιστῶν ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὰ Ρουσπά, ὅπου καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα στὸν Κύριο τὴν 1ην Ἰανουαρίου τοῦ 532, ἀφοῦ προηγουμένως ἐζήτησε ταπεινὰ συγχώρησι ἀπὸ τοὺς Κληρικούς του καὶ τοὺς Μοναχοὺς γιὰ ὅποια πιθανὴ στενοχωρία τοὺς προεκάλεσε καὶ προέτρεψε ὅλους τοὺς πιστοὺς νὰ μείνουν προσηλωμένοι στὴν Ὀρθόδοξο Πίστι καὶ στὴν ἀγάπη τῶν ἀρετῶν.
Λέγεται, ὅτι ὑπῆρξε ὁ λογιώτερος καὶ ὁ ἁγιώτερος τῶν Ἐπισκόπων τῆς ἐποχῆς του.
Ἔγραψε ἀρκετὰ συγγράμματα, ἐκ τῶν ὁποίων μόνο μερικὰ διεσώθησαν.
Ἀσχολήθηκε κυρίως μὲ τὴν Ἀντιρρητικὴ Γραμματεία, κατὰ τῶν Ἀρειανῶν καὶ τῶν Πελαγιανῶν. Ἔγραψε ἐπίσης Ἔργα Δογματικά, Ὁμιλίες καὶ Ὕμνους.
Διεσώθησαν 19 Ἐπιστολές του. Σημαντικώτερα ἔργα ἐκ τῶν σωζωμένων εἶναι τὰ ἑξῆς: Liber contra Arianos (Βιβλίο κατὰ Ἀρειανῶν), Ad Thrasamundum regem Vandalorum libri tres (Πρὸς Θρασιμόνδον Βασιλέα, 3 βιβλία), De fide ad Petrum (Περὶ πίστεως πρὸς Πέτρον), De Trinitate ad Felicem (Περὶ Τριάδος πρὸς Φήλικα).
(*) Βυζακινὴ Ἀφρική· Στὸ τέλος του Γ΄ αἰ. μ.Χ., περίπου τὸ 293, ὁ Ρωμαῖος Αὐτοκράτωρ Διοκλητιανὸς (284-305) διαίρεσε τὴν μεγάλη Ρωμαϊκὴ Ἐπαρχία τῆς Ἀφρικῆς Ἀνθυπατικῆς σὲ τρεῖς μικρότερες Ἐπαρχίες: τὴν Ζευγυτάνα στὰ βόρεια, ἡ ὁποία ἐξακολουθεῖ νὰ διοικεῖται ἀπὸ ἕναν Ἀνθύπατο καὶ ἀναφέρεται ὡς Ἀνθυπατική, τὴν Βυζακινὴ καὶ τὴν Τρίπολι στὸ νότο. Ἡ Βυζακινὴ ἀντιστοιχοῦσε περίπου στὸ σημερινὸ Σαχὲλ τῆς Τυνησίας.
(**) Βάνδαλοι· Γερμανικὸς λαός. Στὶς ἀρχὲς τοῦ Ε΄ αἰ. μ.Χ. εἰσέβαλαν μὲ ἄλλα βαρβαρικὰ φῦλα στὴν Γαλατία-Γαλλία (407) καὶ στὴν Ἰσπανία (409). Μὲ ἡγέτη τὸν Γκιζέριχο (428- 477), κατέκτησαν τὴν Ρωμαϊκὴ Ἀφρικὴ καὶ ἵδρυσαν ἕνα ἐκτεταμένο καὶ ἰσχυρὸ Βασίλειο, τὸ ὁποῖο περιελάμβανε καὶ τὴν Σικελία. Οἱ Βάνδαλοι ἐπολιόρκησαν τὸ 455 τὴν Ρώμη, τὴν ὁποία κατέλαβαν καὶ λεηλάτησαν. Τὸ κράτος αὐτὸ διαλύθηκε τὸ 533 ἀπὸ τοὺς Βυζαντινοὺς (ἐκστρατεία Βελισσαρίου, Στρατηγοῦ τοῦ Ἰουστινιανοῦ).
Γόνος οἰκογενείας Συγκλητικῶν τῆς Καρχηδόνος (περ. 467), ὁ Κλαύδιος Γόρδιος Φουλγέντιος ἔγινε Γενικὸς Ἐπίτροπος Φόρων στὴν Ἐπαρχία Βυζακινῆς*.
Ἀπὸ τὴν χήρα εὐσεβῆ μητέρα του ἔλαβε ἀρίστη θρησκευτικὴ καὶ θύραθεν μόρφωσι. Ἐγνώριζε ἀπταίστως τὴν ἑλληνικὴ καὶ εἶχε ἀποστηθίσει τὸν Ὅμηρον!...
Λαμπρὰ σταδιοδρομία ἀνοίγετο ἐνώπιόν του, ὑποσχομένη πλούτη καὶ τιμές, ὕστερα ὅμως ἀπὸ τὴν ἀνάγνωσι τῶν συγγραμάτων τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου, καὶ μάλιστα ἑνὸς Κηρύγματός του ἐπὶ τοῦ Ψαλμοῦ λϚ', ὁ Φουλγέντιος ἀπεφάσισε νὰ ἐγκαταλείψη κάθε τι τὸ κοσμικὸ καὶ ἐζήτησε νὰ γίνη δεκτὸς ὡς Μοναχὸς στὴν Κοινότητα, τὴν ὁποίαν διηύθυνε ἐκεῖ πλησίον ὁ Ἐπίσκοπος Φαῦστος.
Οἱ δισταγμοὶ τοῦ Φαύστου νὰ δεχθῆ αὐτὸν τὸν λεπτεπίλεπτο ἀριστοκράτη ἐξαφανίσθηκαν συντόμως, ὅταν διεπίστωσε τὸν ζῆλο τοῦ Φουλγεντίου γιὰ ἀσκητικοὺς ἀγῶνες.
Καθὼς οἱ Μοναχοὶ διεσκορπίσθησαν ἀπὸ τὶς διώξεις τῶν Ἀρειανῶν, ὁ Φουλγέντιος μετέβη σὲ γειτονικὸ Μοναστήρι, ὅπου τοῦ ἀνετέθη συντόμως τὸ ἔργο τῆς πνευματικῆς καθοδηγήσεως τῶν Ἀδελφῶν.
Διωχθεὶς καὶ πάλι ἀπὸ τὴν ἐπιδρομὴ τῶν Νουμιδῶν (νομαδικὸς λαὸς τῆς ΒΔ. Ἀφρικῆς), περιπλανήθηκε ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, συνελήφθη καί βασανίσθηκε φρικτῶς ἀπό τούς Ἀρειανούς, οἱ ὁποῖοι φθονοῦσαν τήν εὐγλωττία τοῦ κηρύγματός του.
Τέλος κατέφυγε στὸ Μιντιντί, στὰ σύνορα
τῆς Μαυριτανίας (ΒΔ. Ἀφρική), ὅπου παρέμεινε κάποιο διάστημα στὴν ἡσυχία.
Ὁ Ἅγιος ποθοῦσε νὰ μιμηθῆ τὶς ἀρετὲς τῶν
Ἀναχωρητῶν τῆς Αἰγύπτου καὶ ἐπεχείρησε νὰ τοὺς ἐπισκεφθῆ. Ὅταν ὅμως ἔφθασε στὶς Συρακοῦσες, τὸν ἀπέτρεψαν μὲ τὸ πρόσχημα, ὅτι οἱ περιοχὲς αὐτὲς ἐμαστίζοντο ἀπὸ αἱρετικούς, καὶ ἔτσι ὁ Φουλγέντιος κατευθύνθηκε στὴν Ρώμη.
Μετὰ τὴν ἐπιστροφή του στὴν Ἀφρική, ἕνας χριστιανὸς εὐγενής, θερμὸς θαυμαστὴς τῶν ἀρετῶν του, ἀνέθεσε εἰς Αὐτὸν νὰ ἱδρύση
μία Μονή.
Μόλις ἔφερε εἰς πέρας τὸ ἔργο, ὁ Φουλγέντιος ἀνεχώρησε γιὰ.νὰ ἀπομονωθῆ, ὥστε νὰ ἀφοσιωθῆ ὁλοκληρωτικὰ στὴν προσευχή, στὴν μελέτη καὶ σὲ ἕνα ταπεινὸ ἐργόχειρο.
Ὁ Ἐπίσκοπος Φαῦστος τὸν ὑποχρέωσε ὡστόσο νὰ ἀναλάβη πάλι τὸ λειτούργημα τοῦ Ἡγουμένου, τὸν ἐχειροτόνησε Πρεσβύτερο καὶ παρὰ τὶς διαμαρτυρίες του, ὁ Φουλγέντιος ἀποδέχθηκε τελικῶς τὴν ἐκλογή του εἰς Ἐπίσκοπον τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ρουσπῶν (πλησίον τῆς Τύνιδος, πρωτ. τῆς Τυνησίας), τὸ 507.
Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ τίποτε δὲν ἄλλαξε στὴν ἀσκητικὴ διαγωγή, τὴν ὁποία εἶχε ἐφαρμόσει ὅσο ζοῦσε στὴν ἔρημο: ἐνήστευε αὐστηρότατα καὶ προσηύχετο νυχθημερόν.
Ὁ Βασιλεὺς τῶν Βανδάλων** Θρασιμόνδος (496-523), φανατικὸς ὁπαδὸς τοῦ Ἀρειανισμοῦ, ὠργίσθηκε ἀπὸ τὴν σθεναρὴ ἀντίστασι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων καὶ ἐξώρισε ἑξήντα ἀπὸ αὐτοὺς στὴν Σαρδινία, ὅπου ὁ Φουλγέντιος, ὁ νεώτερος ἀνάμεσά τους, ἀλλὰ ἔχων θέσιν οἱονεὶ ὡς ἀρχηγοῦ, δὲν ἔπαυσε νὰ κατηγορῆ τοὺς Ἀρειανούς, διαλάμπων μὲ τὴν θεολογικὴ δραστηριότητα καὶ τὴν θαυμαστὴ εὐγλωττία του.
Στὴν Σαρδινία ὁ Φουλγέντιος ἐξακολούθησε τὴν πνευματική του δραστηριότητα, μὲ τὴν ἵδρυσι καὶ Ἱερᾶς Μονῆς στὸ Κάλιαρι.
Ὅταν ἐπληροφορήθη γιὰ τὰ χαρίσματά του, ὁ Θρασιμόνδος τὸν προσεκάλεσε περὶ τὸ 515 νὰ συζητήσουν καὶ τόσο ἐντυπωσιάσθηκε ἀπὸ τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ Ἁγίου Ἐπισκόπου, ὥστε τὸν ἐπεφόρτισε νὰ συνθέση ἐκτενῆ Ἔκθεσι τῆς Ὀρθοδόξου Διδασκαλίας κατ᾿ ἀντίθεσιν ἐκείνης τῶν Ἀρειανοφρόνων, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο καὶ ἔγινε: ἀνήρεσε κάποια ἀρειανικὰ συγγράμματα, τὰ ὁποῖα εἶχαν τεθῆ ὑπ᾿ ὄψιν του.
Οἱ αἱρετικοὶ ὡστόσο κατώρθωσαν νὰ ἐκτοπίσουν στὴν Σαρδινία αὐτὸν τὸν ἐπικίνδυνο ἀντίπαλο (517), γιὰ ὀλίγον καιρὸν ὅμως, διότι μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Βασιλέως Θρασιμόνδου (523), ὁ μετριοπαθὴς διάδοχός του Χιλδέριχος (523-530) ἀπελευθέρωσε τὶς Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες εὑρίσκοντο γιὰ μεγάλο διάστημα ὑπὸ διωγμόν.
Οἱ Ἐπίσκοποι ἐπέστρεψαν στὶς Ἕδρες τους ἐπευφημούμενοι ἀπὸ τοὺς πιστοὺς καὶ ὁ Ἅγιος Φουλγέντιος ἀπέκτησε ἀπὸ τότε ἰδιαίτερο κῦρος στὴν χριστιανικὴ Ἀφρική: ἀπὸ παντοῦ ἤρχοντο πλήθη γιὰ νὰ ἀκούσουν τὰ κηρύγματά του,τὰ ὁποῖα εἶχαν τὴν δύναμι νὰ συγκινήσουν καὶ τοὺς πλέον σκληροκάρδιους. Συνέβαλε ἔτσι.τὰ μέγιστα στὴν ἀνάπτυξι τοῦ Μοναχισμοῦ καὶ στὴν εὐημερία τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ρουσπῶν.
Φθάνοντας σὲ προχωρημένη ἡλικία, ἀποσύρθηκε στὸ νησάκι τῆς Κερκενὰ (Χίλμι), γιὰ νὰ προετοιμασθῆ γιὰ τὴν ἀναχώρησί του πρὸς τὸν Θεὸ μὲ σιωπή, προσευχὴ καὶ δάκρυα.
Ὑπὸ τὴν πίεσι τῶν πιστῶν ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὰ Ρουσπά, ὅπου καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα στὸν Κύριο τὴν 1ην Ἰανουαρίου τοῦ 532, ἀφοῦ προηγουμένως ἐζήτησε ταπεινὰ συγχώρησι ἀπὸ τοὺς Κληρικούς του καὶ τοὺς Μοναχοὺς γιὰ ὅποια πιθανὴ στενοχωρία τοὺς προεκάλεσε καὶ προέτρεψε ὅλους τοὺς πιστοὺς νὰ μείνουν προσηλωμένοι στὴν Ὀρθόδοξο Πίστι καὶ στὴν ἀγάπη τῶν ἀρετῶν.
Λέγεται, ὅτι ὑπῆρξε ὁ λογιώτερος καὶ ὁ ἁγιώτερος τῶν Ἐπισκόπων τῆς ἐποχῆς του.
Ἔγραψε ἀρκετὰ συγγράμματα, ἐκ τῶν ὁποίων μόνο μερικὰ διεσώθησαν.
Ἀσχολήθηκε κυρίως μὲ τὴν Ἀντιρρητικὴ Γραμματεία, κατὰ τῶν Ἀρειανῶν καὶ τῶν Πελαγιανῶν. Ἔγραψε ἐπίσης Ἔργα Δογματικά, Ὁμιλίες καὶ Ὕμνους.
Διεσώθησαν 19 Ἐπιστολές του. Σημαντικώτερα ἔργα ἐκ τῶν σωζωμένων εἶναι τὰ ἑξῆς: Liber contra Arianos (Βιβλίο κατὰ Ἀρειανῶν), Ad Thrasamundum regem Vandalorum libri tres (Πρὸς Θρασιμόνδον Βασιλέα, 3 βιβλία), De fide ad Petrum (Περὶ πίστεως πρὸς Πέτρον), De Trinitate ad Felicem (Περὶ Τριάδος πρὸς Φήλικα).
(*) Βυζακινὴ Ἀφρική· Στὸ τέλος του Γ΄ αἰ. μ.Χ., περίπου τὸ 293, ὁ Ρωμαῖος Αὐτοκράτωρ Διοκλητιανὸς (284-305) διαίρεσε τὴν μεγάλη Ρωμαϊκὴ Ἐπαρχία τῆς Ἀφρικῆς Ἀνθυπατικῆς σὲ τρεῖς μικρότερες Ἐπαρχίες: τὴν Ζευγυτάνα στὰ βόρεια, ἡ ὁποία ἐξακολουθεῖ νὰ διοικεῖται ἀπὸ ἕναν Ἀνθύπατο καὶ ἀναφέρεται ὡς Ἀνθυπατική, τὴν Βυζακινὴ καὶ τὴν Τρίπολι στὸ νότο. Ἡ Βυζακινὴ ἀντιστοιχοῦσε περίπου στὸ σημερινὸ Σαχὲλ τῆς Τυνησίας.
(**) Βάνδαλοι· Γερμανικὸς λαός. Στὶς ἀρχὲς τοῦ Ε΄ αἰ. μ.Χ. εἰσέβαλαν μὲ ἄλλα βαρβαρικὰ φῦλα στὴν Γαλατία-Γαλλία (407) καὶ στὴν Ἰσπανία (409). Μὲ ἡγέτη τὸν Γκιζέριχο (428- 477), κατέκτησαν τὴν Ρωμαϊκὴ Ἀφρικὴ καὶ ἵδρυσαν ἕνα ἐκτεταμένο καὶ ἰσχυρὸ Βασίλειο, τὸ ὁποῖο περιελάμβανε καὶ τὴν Σικελία. Οἱ Βάνδαλοι ἐπολιόρκησαν τὸ 455 τὴν Ρώμη, τὴν ὁποία κατέλαβαν καὶ λεηλάτησαν. Τὸ κράτος αὐτὸ διαλύθηκε τὸ 533 ἀπὸ τοὺς Βυζαντινοὺς (ἐκστρατεία Βελισσαρίου, Στρατηγοῦ τοῦ Ἰουστινιανοῦ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου