Ἅγιος Κουεντῖνος, Φωτιστὴς τῆς Πικαρδίας. Ήμέρα Μνήμης: 31 Ὀκτωβρίου.
Υἱὸς ἑνὸς Ρωμαίου Ἄρχοντος, ὁ Κουεντῖνος
ἐζήτησε τὴν εὐλογία τοῦ Ἁγίου Γαΐου Πάπα
Ρώμης (283-296, τιμάται 22 Ἀπριλίου), γιὰ νὰ.ἐπιχειρήση τὸν εὐαγγελισμὸ τῶν κατοίκων τῆς χώρας τῶν Ἀμβιανῶν, περιοχῆς τῆς σημερινῆς Πικαρδίας.
Ἔφθασε μέχρι τῆς Ἀμιένης (Amiens) μὲ μία
μικρὴ ὁμάδα. Ἐβάπτιζε στὶς πλατεῖες, ἰάτρευε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ τοὺς ἀσθενεῖς, πολλοὶ ἐκ τῶν ὁποίων ὑπέφεραν ἀπὸ ἀρθρίτιδα, ὑδρωπικία, βρογχίτιδα, τύφλωσι. Τὰ θαυμάσια τοῦ Θεοῦ προκαλοῦσαν τὸν ἐνθουσιασμὸ τῶν καλοπροαιρέτων, ἀλλὰ καὶ τὸ μῖσος τῶν σκληροκάρδων.
Δὲν ἄργησε νὰ κατηγορηθῆ ὁ Κουεντῖνος στὸν σκληρὸ καὶ ἀπάνθρωπο Ρωμαῖο Διοικητὴ Ρικτιοβάρο, ὁ ὁποῖος ἐκάλεσε τὸν
Κουεντῖνο σὲ ἀνάκρισι:
- Πῶς ὀνομάζεσαι;
- Λέγομαι Χριστιανός, ὁ Πατέρας μου εἶναι Γερουσιαστὴς στὴν Ρώμη. Ἔλαβα τὸ ὄνομα Κουεντῖνος.
- Πῶς; Ἕνας τόσο εὐγενὴς ἄνδρας κατήντησε νὰ πιστεύση σὲ τέτοιες δεσιδαιμονίες;
- Ἡ πραγματικὴ εὐγένεια εἶναι νὰ εἶναι κανεὶς δοῦλος τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἡ πίστις στὸν Χριστό μας δὲν εἶναι δεσιδαιμονία. Μᾶς ἀνεβάζει στὴν τελεία εὐτυχία μὲ τὴν γνῶσι τοῦ παντοκράτορος Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ Aὐτοῦ τοῦ γεννηθέντος πρὸ πάντων τῶν αἰώνων.
- Ἄφησε τὶς μωρίες αὐτὲς καὶ θυσίασε στοὺς Θεούς.
- Ποτέ! Οἱ θεοί σου εἶναι δαίμονες καὶ ἡ ὄντως μωρία εἶναι νὰ τοὺς λατρεύη κανείς.
- Θυσίασε, εἰ δὲ μὴ θὰ σὲ βασανίσω ἕως θανάτου.
- Δὲν φοβᾶμαι τίποτε. Ἔχεις ἐξουσία στὸ σῶμα μου, ἀλλὰ ὁ Χριστός μας θὰ σώσει τὴν ψυχή μου.
Ὁ τύραννος, μετὰ τὴν γενναία ὁμολογία τοῦ Μάρτυρος, παρέδωσε αὐτὸν στοὺς δημίους, γιὰ νὰ τὸν μαστιγώσουν.
Ὁ Θεὸς ὅμως ἐνεδυνάμωνε τὸν δοῦλο Του καὶ ἀκούσθηκε φωνὴ ἐξ οὐρανοῦ: «Κουεντῖνε, ὑπόμεινον εἰς τέλος, ἐγώ εἰμι μετὰ σοῦ!». Πάραυτα, οἱ δήμιοι αὐτοῦ ἔπεσαν στὸ ἔδαφος.
Ὁ Ἅγιος ἐκλείσθη στὴν φυλακή, ἀπὸ τὴν ὁποία τὸν ἐλευθέρωσαν Ἅγιοι Ἄγγελοι. Ὁ Μάρτυς ἔτρεξε νὰ κηρύξη καὶ πάλι στὸ κέντρο τῆς πόλεως καὶ μετέστρεψε στὴν πίστι 600 ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἐζήτησαν τὸ ἅγιο Βάπτισμα.
Ὁ τύραννος, πλήρης θυμοῦ καὶ μανίας, ἐδοκίμασεν ὅλα τὰ βασανιστήρια στὸ σῶμα τοῦ μακαρίου δούλου τοῦ Θεοῦ: τροχό, λάδι κοχλάζον, πίσσα, ἀναμμένες λαμπάδες...
Ὁ Μάρτυς ὅμως δὲν ἐκάμπτετο: «Ἀπάνθρωπε, υἱὲ τοῦ διαβόλου, τὰ βάσανά σου εἶναι γιὰ μένα ἀναψυχή»...
Τότε ὁ τύραννος σὲ ἕναν παροξυσμὸ ὠμότητος, παρήγγειλε νὰ περάσουν τὸ σώμα του μάρτυρος από πάνω έως κάτω με δύο σιδηρένιες σούβλες, και να μπήξουν καρφιά κάτω από τους όνυχές του.
“Ο Άγιος όμως έμενε ατάραχος και προσευχόμενος, χωρίς να αισθανθή τις οδύνες των φοβερών βασάνων, τις οποίες ήσθάνοντο όμως παραδόξως, αντί εκείνου, οἱ δήμιοί του...
Τελικὰ ὁ τύραννος ἀπεφάσισε νὰ μεταφέρη τὸν Μάρτυρα στὴν Ρένς. Στὸν δρόμο, στὴν πόλι Aὐγούστα (Augusta Viroman-duorum), ὅπως καὶ ἐνωρίτερα στὴν πόλι Μαρτεβίλ, ὁ Ἅγιος ἔκανε νὰ ἀναβλύση στὴν ὑπόγεια φυλακή του μία πηγὴ ὕδατος, ἡ ὁποία ἀνεδείχθη ὕστερα πηγὴ ἰαμάτων.
Στὴν Aὐγούστα, ὁ Ρικτιοβάρος, μὴ ἀνεχόμενος πλέον τὴν ἀκτινοβολία τῆς ἁγιότητος τοῦ Μάρτυρος, ἐξέδωσε τὴν ἀπόφασι νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν καὶ νὰ ρίξουν στὸν ποταμὸ Σάμαρα (νῦν Σόμμε) τὴν σορὸ καὶ τὴν κεφαλή του.
Οἱ παρισταμένοι εἶδαν τότε τὴν ψυχή του νὰ πετάη στὸ οὐρανὸ σὲ μορφὴ λευκῆς περιστερᾶς καὶ ἄκουσαν φωνή: «Εὖ Κουεντῖνε, δοῦλε Μου ἀγαθέ, δέξου τὸν στέφανο, τὸν ὁποῖον σοῦ ἐτοίμασα. Ἰδοὺ καὶ οἱ Ἄγγελοι ἔρχονται γιὰ νὰ σὲ συνοδεύσουν».
Ἦταν ἡ 31η Ὀκτωβρίου τοῦ ἔτους 287, ἐπὶ Γαΐου τοῦ εὐσεβοῦς Πάπα Ρώμης, καὶ τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ.
Πενήντα πέντε ἔτη ἀργότερα, μία εὐγενὴς Ρωμαία, ὀνόματι Εὐσεβία, ἡ ὁποία ἦταν τυφλή, εἶδε ἕνα ὅραμα, διὰ τοῦ ὁποίου ὁ Θεὸς τῆς ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ μεταβῆ στὴν Aὐγούστα, ὅπου θὰ εὕρη τὰ τίμια Λείψανα τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος καὶ θὰ ἀνακτήση δι᾿αὐτῶν τὴν ὅρασί της.
Πράγματι ἡ εὐσεβὴς δούλη τοῦ Θεοῦ μετέβη στὴν Aὐγούστα καὶ κατέβη στὸν ποταμὸ Σάμαρα. Ἐκείνη τὴν ὥρα ἀνεδύθησαν ἀπὸ τὰ ὕδατα ἡ ἱερὰ κεφαλὴ καὶ τὸ ὑπόλοιπο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς Εὐσεβίας ἠνοίχθησαν.
Ἀφοῦ ἀνεκομίσθησαν τὰ ἅγια Λείψανα, οἱ πιστοὶ ἀπεφάσισαν νὰ μεταφέρουν αὐτὰ στὴν πόλι Βερμάνδ. Ἀφοῦ ὅμως διήνυσαν μίαν μικρὰ ἀπόστασι, τὰ ἱερὰ Λείψανα ἔγιναν ὑπερβολικὰ βαρειά, ὥστε κατέστη ἀδυνατὸν νὰ προχωρήση ἡ ἅμαξα.
Συντόμως ἀνέγειραν ἐκεῖ οἱ πιστοὶ ἕνα
Παρεκκλήσιον καὶ ἔπειτα Ἐκκλησίες ὅλο
καὶ μεγαλύτερες, λόγῳ τῶν πολλῶν προσκυνητῶν, τοὺς ὁποίους ἡ φήμη τῶν ἀναριθμήτων καὶ ποικίλων θαυμάτων τοῦ ἐνδόξου Μάρτυρος προσείλκυε.
Υἱὸς ἑνὸς Ρωμαίου Ἄρχοντος, ὁ Κουεντῖνος
ἐζήτησε τὴν εὐλογία τοῦ Ἁγίου Γαΐου Πάπα
Ρώμης (283-296, τιμάται 22 Ἀπριλίου), γιὰ νὰ.ἐπιχειρήση τὸν εὐαγγελισμὸ τῶν κατοίκων τῆς χώρας τῶν Ἀμβιανῶν, περιοχῆς τῆς σημερινῆς Πικαρδίας.
Ἔφθασε μέχρι τῆς Ἀμιένης (Amiens) μὲ μία
μικρὴ ὁμάδα. Ἐβάπτιζε στὶς πλατεῖες, ἰάτρευε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ τοὺς ἀσθενεῖς, πολλοὶ ἐκ τῶν ὁποίων ὑπέφεραν ἀπὸ ἀρθρίτιδα, ὑδρωπικία, βρογχίτιδα, τύφλωσι. Τὰ θαυμάσια τοῦ Θεοῦ προκαλοῦσαν τὸν ἐνθουσιασμὸ τῶν καλοπροαιρέτων, ἀλλὰ καὶ τὸ μῖσος τῶν σκληροκάρδων.
Δὲν ἄργησε νὰ κατηγορηθῆ ὁ Κουεντῖνος στὸν σκληρὸ καὶ ἀπάνθρωπο Ρωμαῖο Διοικητὴ Ρικτιοβάρο, ὁ ὁποῖος ἐκάλεσε τὸν
Κουεντῖνο σὲ ἀνάκρισι:
- Πῶς ὀνομάζεσαι;
- Λέγομαι Χριστιανός, ὁ Πατέρας μου εἶναι Γερουσιαστὴς στὴν Ρώμη. Ἔλαβα τὸ ὄνομα Κουεντῖνος.
- Πῶς; Ἕνας τόσο εὐγενὴς ἄνδρας κατήντησε νὰ πιστεύση σὲ τέτοιες δεσιδαιμονίες;
- Ἡ πραγματικὴ εὐγένεια εἶναι νὰ εἶναι κανεὶς δοῦλος τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἡ πίστις στὸν Χριστό μας δὲν εἶναι δεσιδαιμονία. Μᾶς ἀνεβάζει στὴν τελεία εὐτυχία μὲ τὴν γνῶσι τοῦ παντοκράτορος Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ Aὐτοῦ τοῦ γεννηθέντος πρὸ πάντων τῶν αἰώνων.
- Ἄφησε τὶς μωρίες αὐτὲς καὶ θυσίασε στοὺς Θεούς.
- Ποτέ! Οἱ θεοί σου εἶναι δαίμονες καὶ ἡ ὄντως μωρία εἶναι νὰ τοὺς λατρεύη κανείς.
- Θυσίασε, εἰ δὲ μὴ θὰ σὲ βασανίσω ἕως θανάτου.
- Δὲν φοβᾶμαι τίποτε. Ἔχεις ἐξουσία στὸ σῶμα μου, ἀλλὰ ὁ Χριστός μας θὰ σώσει τὴν ψυχή μου.
Ὁ τύραννος, μετὰ τὴν γενναία ὁμολογία τοῦ Μάρτυρος, παρέδωσε αὐτὸν στοὺς δημίους, γιὰ νὰ τὸν μαστιγώσουν.
Ὁ Θεὸς ὅμως ἐνεδυνάμωνε τὸν δοῦλο Του καὶ ἀκούσθηκε φωνὴ ἐξ οὐρανοῦ: «Κουεντῖνε, ὑπόμεινον εἰς τέλος, ἐγώ εἰμι μετὰ σοῦ!». Πάραυτα, οἱ δήμιοι αὐτοῦ ἔπεσαν στὸ ἔδαφος.
Ὁ Ἅγιος ἐκλείσθη στὴν φυλακή, ἀπὸ τὴν ὁποία τὸν ἐλευθέρωσαν Ἅγιοι Ἄγγελοι. Ὁ Μάρτυς ἔτρεξε νὰ κηρύξη καὶ πάλι στὸ κέντρο τῆς πόλεως καὶ μετέστρεψε στὴν πίστι 600 ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἐζήτησαν τὸ ἅγιο Βάπτισμα.
Ὁ τύραννος, πλήρης θυμοῦ καὶ μανίας, ἐδοκίμασεν ὅλα τὰ βασανιστήρια στὸ σῶμα τοῦ μακαρίου δούλου τοῦ Θεοῦ: τροχό, λάδι κοχλάζον, πίσσα, ἀναμμένες λαμπάδες...
Ὁ Μάρτυς ὅμως δὲν ἐκάμπτετο: «Ἀπάνθρωπε, υἱὲ τοῦ διαβόλου, τὰ βάσανά σου εἶναι γιὰ μένα ἀναψυχή»...
Τότε ὁ τύραννος σὲ ἕναν παροξυσμὸ ὠμότητος, παρήγγειλε νὰ περάσουν τὸ σώμα του μάρτυρος από πάνω έως κάτω με δύο σιδηρένιες σούβλες, και να μπήξουν καρφιά κάτω από τους όνυχές του.
“Ο Άγιος όμως έμενε ατάραχος και προσευχόμενος, χωρίς να αισθανθή τις οδύνες των φοβερών βασάνων, τις οποίες ήσθάνοντο όμως παραδόξως, αντί εκείνου, οἱ δήμιοί του...
Τελικὰ ὁ τύραννος ἀπεφάσισε νὰ μεταφέρη τὸν Μάρτυρα στὴν Ρένς. Στὸν δρόμο, στὴν πόλι Aὐγούστα (Augusta Viroman-duorum), ὅπως καὶ ἐνωρίτερα στὴν πόλι Μαρτεβίλ, ὁ Ἅγιος ἔκανε νὰ ἀναβλύση στὴν ὑπόγεια φυλακή του μία πηγὴ ὕδατος, ἡ ὁποία ἀνεδείχθη ὕστερα πηγὴ ἰαμάτων.
Ἱερὰ Λείψανα τοῦ Ἁγίου Κουεντίνου.
Στὴν Aὐγούστα, ὁ Ρικτιοβάρος, μὴ ἀνεχόμενος πλέον τὴν ἀκτινοβολία τῆς ἁγιότητος τοῦ Μάρτυρος, ἐξέδωσε τὴν ἀπόφασι νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν καὶ νὰ ρίξουν στὸν ποταμὸ Σάμαρα (νῦν Σόμμε) τὴν σορὸ καὶ τὴν κεφαλή του.
Οἱ παρισταμένοι εἶδαν τότε τὴν ψυχή του νὰ πετάη στὸ οὐρανὸ σὲ μορφὴ λευκῆς περιστερᾶς καὶ ἄκουσαν φωνή: «Εὖ Κουεντῖνε, δοῦλε Μου ἀγαθέ, δέξου τὸν στέφανο, τὸν ὁποῖον σοῦ ἐτοίμασα. Ἰδοὺ καὶ οἱ Ἄγγελοι ἔρχονται γιὰ νὰ σὲ συνοδεύσουν».
Ἦταν ἡ 31η Ὀκτωβρίου τοῦ ἔτους 287, ἐπὶ Γαΐου τοῦ εὐσεβοῦς Πάπα Ρώμης, καὶ τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ.
Πενήντα πέντε ἔτη ἀργότερα, μία εὐγενὴς Ρωμαία, ὀνόματι Εὐσεβία, ἡ ὁποία ἦταν τυφλή, εἶδε ἕνα ὅραμα, διὰ τοῦ ὁποίου ὁ Θεὸς τῆς ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ μεταβῆ στὴν Aὐγούστα, ὅπου θὰ εὕρη τὰ τίμια Λείψανα τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος καὶ θὰ ἀνακτήση δι᾿αὐτῶν τὴν ὅρασί της.
Πράγματι ἡ εὐσεβὴς δούλη τοῦ Θεοῦ μετέβη στὴν Aὐγούστα καὶ κατέβη στὸν ποταμὸ Σάμαρα. Ἐκείνη τὴν ὥρα ἀνεδύθησαν ἀπὸ τὰ ὕδατα ἡ ἱερὰ κεφαλὴ καὶ τὸ ὑπόλοιπο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς Εὐσεβίας ἠνοίχθησαν.
Ἀφοῦ ἀνεκομίσθησαν τὰ ἅγια Λείψανα, οἱ πιστοὶ ἀπεφάσισαν νὰ μεταφέρουν αὐτὰ στὴν πόλι Βερμάνδ. Ἀφοῦ ὅμως διήνυσαν μίαν μικρὰ ἀπόστασι, τὰ ἱερὰ Λείψανα ἔγιναν ὑπερβολικὰ βαρειά, ὥστε κατέστη ἀδυνατὸν νὰ προχωρήση ἡ ἅμαξα.
Συντόμως ἀνέγειραν ἐκεῖ οἱ πιστοὶ ἕνα
Παρεκκλήσιον καὶ ἔπειτα Ἐκκλησίες ὅλο
καὶ μεγαλύτερες, λόγῳ τῶν πολλῶν προσκυνητῶν, τοὺς ὁποίους ἡ φήμη τῶν ἀναριθμήτων καὶ ποικίλων θαυμάτων τοῦ ἐνδόξου Μάρτυρος προσείλκυε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου