Άγιος Ιερομάρτυς Μιχαήλ Κοσούχιν. Ημέρα Μνήμης: 13 Σεπτεμβρίου.
Το χωριό Γιάρενσκι της επαρχίας Τβερ ήταν η γενέτειρα του ιερομάρτυρος Μιχαήλ. Γιος του ιερέα π. Αλεξίου Κοσούχιν, γεννήθηκε στις 7 Ιανουαρίου του 1858. Από μικρός αγάπησε τον Χριστό και την Εκκλησία, γι’ αυτό μετά τη φοίτησή του στο Εκκλησιαστικό Σεμινάριο της Μόσχας χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Το 1907 ανέλαβε εφημέριος στον ναό του χωριού Ντίμτσεβο της επαρχίας Τβερ. Στη θέση αυτή ο π. Μιχαήλ παρέμεινε τριάντα χρόνια –ως τη σύλληψή του–, διακονώντας τον Θεό με ευλάβεια και ποιμαίνοντας τους πιστούς με ζήλο.
Η υποδείγματική βιοτή και το ποιμαντικό έργο τού απλού λευΐτη κίνησαν το μίσος των μπολσεβίκων, οι οποίοι άρχισαν σιγά-σιγά να δημεύουν τα λίγα περιουσιακά στοιχεία που διέθετε, επιβάλλοντάς του δυσβάσταχτους φόρους. Έτσι, το 1929, όντας πια χήρος και ζώντας με τη μοναχοκόρη του, είχε χάσει όλη του την περιουσία –το σπίτι του, το αγρόκτημά του, ένα άλογο, μία αγελάδα και πενήντα μελίσσια. Αναγκάστηκε, λοιπόν, να εγκατασταθεί στο σπιτάκι που βρισκόταν δίπλα στην εκκλησία.
Την περίοδο εκείνη γίνονταν πολλές συλλήψεις ιερέων. Ο π. Μιχαήλ, ωστόσο, δεν συνελήφθη, καθώς ήταν ήδη πάνω από εβδομήντα χρονών. Οι άθεοι εξουσιαστές πίστευαν ότι σύντομα θα πέθαινε ή τουλάχιστον δεν θα ήταν σε θέση να λειτουργεί, οπότε θα έκλειναν μια για πάντα τον ναό του χωριού.
Αλλά ο καιρός περνούσε και ο ενάρετος εφημέριος του Ντίμτσεβο επιτελούσε με νεανικό ζήλο το έργο του. Η αναμονή του θανάτου, μάλιστα, λόγω της προχωρημένης ηλικίας του, τον έκανε πιο αποφασιστικό και πιο άφοβο. Με παρρησία κήρυσσε τον λόγο του Θεού και με αυτοθυσία μοχθούσε για την ψυχική σωτηρία αλλά και για τις υλικές ανάγκες των ενοριτών του, που τον σέβονταν και τον αγαπούσαν απέραντα.
Οι αρχές, ενοχλημένες από τη δραστηριότητά του, άρχισαν να τον παρακολουθούν στενά. Αποφάσισαν, μάλιστα, να τον διώξουν από το σπιτάκι της εκκλησίας, όπου έμενε με την κόρη του, και να εγκαταστήσουν εκεί ένα κτηνιατρείο. Ο πρόεδρος του τοπικού Σοβιέτ επισκέφθηκε τον π. Μιχαήλ και του ανακοίνωσε την απόφαση. Ο ιερέας, όμως, αρνήθηκε κατηγορηματικά να εγκαταλείψει το εκκλησιαστικό οίκημα.
Ύστερ’ απ’ αυτό, στις 25 Μαρτίου του 1936, ημέρα Κυριακή, ο πρόεδρος έδωσε εντολή στους υφισταμένους του να ξηλώσουν τα παραθυρόφυλλα του σπιτιού, πιστεύοντας ότι έτσι ο π. Μιχαήλ, μην αντέχοντας το κρύο, θ’ αναγκαζόταν να φύγει. Ο άνθρωπος του Θεού, όμως, την άλλη μέρα το πρωί, μετά τη Λειτουργία, γνωστοποίησε το γεγονός στο εκκλησίασμα. Την ίδια ώρα όλοι σύσσωμοι –εκατόν πενήντα πιστοί περίπου– έφυγαν για το Σοβιέτ, αποφασισμένοι να προστατεύσουν τον πνευματικό τους πατέρα και να μην επιτρέψουν στις αρχές τη λεηλασία και την αρπαγή του εκκλησιαστικού οικήματος. Ο πρόεδρος, βλέποντας τόσο πλήθος να πλησιάζει, αντιλήφθηκε την αιτία και κλείδώθηκε στο κτίριο. Οι πιστοί βρήκαν όλες τις πόρτες ασφαλισμένες, αλλά, γνωρίζοντας πως ο πρόεδρος ήταν κρυμμένος μέσα, με δυνατές φωνές απαιτούσαν να επιστρέψει στον ιερέα τα παραθυρόφυλλά του. Ο πρόεδρος ούτε αποκρίθηκε ούτε φάνηκε. Τελικά, έπειτα από πολλή ώρα, ο ενορίτες διαλύθηκαν.
Αν και τα παραθυρόφυλλα δεν επιστράφηκαν, ο π. Μιχαήλ δεν έφυγε από το σπίτι.
– Δεν πάω πουθενά, έλεγε αποφασιστικά στους ενορίτες, κι ας υποφέρω από το κρύο. Αν θέλουν, ας έρθουν να με βγάλουν από το σπίτι με τη βία. Δεν φοβάμαι κανέναν, παρά μόνο τον Θεό.
Οι αρχές, ωστόσο, επειδή υπολόγιζαν πολύ τη λαϊκή αντίδραση, δεν αποτολμούσαν να χρησιμοποιήσουν βία. Και ο π. Μιχαήλ συνέχιζε να λειτουργεί και να κηρύσσει τον λόγο του Θεού με γενναίο πάντοτε φρόνημα.
Το 1937, ο διωγμός κατά της Εκκλησίας γνώρισε πρωτοφανή έξαρση. Σ’ όλη τη χώρα απλώθηκε η κόκκινη τρομοκρατία και χιλιάδες κληρικοί οδηγήθηκαν στις φυλακές και στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Τότε η ΝιΚαΒεΝτε αποφάσισε τη σύλληψη και του π. Μιχαήλ, μολονότι αυτός ήταν ήδη εβδομήντα εννέα χρονών και για αρκετούς μήνες βρισκόταν κατάκοιτος στο σπίτι. Όταν πήγαν να τον συλλάβουν, αγνοώντας τα δάκρυα και τις ικεσίες της κόρης του, τον σήκωσαν από τα χέρια και τα πόδια και τον πέταξαν στο αυτοκίνητο. Τον μετέφεραν στη φυλακή της γειτονικής πόλης Μπέζετσκ, όπου ο γιατρός διέγνωσε μυοκαρδίτιδα και παράλυση των κάτω άκρων.
Η ανάκρισή του έγινε από τον διαβόητο ανακριτή Γκολοφάστ και υπήρξε ανελέητα σκληρή. Ολοκληρώθηκε στις 2 Αυγούστου του 1937 και του στοίχισε δύο σπασμένα πλευρά. Το ανακριτικό πόρισμα στάλθηκε στην τρόικα της ΝιΚαΒεΝτε, η οποία στις 10 Αυγούστου καταδίκασε τον π. Μιχαήλ σε θάνατο με τουφεκισμό. Ο ιερέας, όμως, ήταν εντελώς ανίκανος να μετακινηθεί. Στις 16 Αυγούστου, με εντολή της διευθύνσεως της φυλακής, μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο της πόλης. Εκεί, στις 13 Σεπτεμβρίου του 1937, ο πολιός λειτουργός του Κυρίου άφησε την τελευταία του πνοή.
Πηγή: Ηγουμένου Δαμασκηνού (Ορλόφσκι), ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ. Ρώσοι ιερομάρτυρες και ομολογητές του 20ού αιώνα. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2014, σελ. 186.
Το χωριό Γιάρενσκι της επαρχίας Τβερ ήταν η γενέτειρα του ιερομάρτυρος Μιχαήλ. Γιος του ιερέα π. Αλεξίου Κοσούχιν, γεννήθηκε στις 7 Ιανουαρίου του 1858. Από μικρός αγάπησε τον Χριστό και την Εκκλησία, γι’ αυτό μετά τη φοίτησή του στο Εκκλησιαστικό Σεμινάριο της Μόσχας χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Το 1907 ανέλαβε εφημέριος στον ναό του χωριού Ντίμτσεβο της επαρχίας Τβερ. Στη θέση αυτή ο π. Μιχαήλ παρέμεινε τριάντα χρόνια –ως τη σύλληψή του–, διακονώντας τον Θεό με ευλάβεια και ποιμαίνοντας τους πιστούς με ζήλο.
Η υποδείγματική βιοτή και το ποιμαντικό έργο τού απλού λευΐτη κίνησαν το μίσος των μπολσεβίκων, οι οποίοι άρχισαν σιγά-σιγά να δημεύουν τα λίγα περιουσιακά στοιχεία που διέθετε, επιβάλλοντάς του δυσβάσταχτους φόρους. Έτσι, το 1929, όντας πια χήρος και ζώντας με τη μοναχοκόρη του, είχε χάσει όλη του την περιουσία –το σπίτι του, το αγρόκτημά του, ένα άλογο, μία αγελάδα και πενήντα μελίσσια. Αναγκάστηκε, λοιπόν, να εγκατασταθεί στο σπιτάκι που βρισκόταν δίπλα στην εκκλησία.
Την περίοδο εκείνη γίνονταν πολλές συλλήψεις ιερέων. Ο π. Μιχαήλ, ωστόσο, δεν συνελήφθη, καθώς ήταν ήδη πάνω από εβδομήντα χρονών. Οι άθεοι εξουσιαστές πίστευαν ότι σύντομα θα πέθαινε ή τουλάχιστον δεν θα ήταν σε θέση να λειτουργεί, οπότε θα έκλειναν μια για πάντα τον ναό του χωριού.
Αλλά ο καιρός περνούσε και ο ενάρετος εφημέριος του Ντίμτσεβο επιτελούσε με νεανικό ζήλο το έργο του. Η αναμονή του θανάτου, μάλιστα, λόγω της προχωρημένης ηλικίας του, τον έκανε πιο αποφασιστικό και πιο άφοβο. Με παρρησία κήρυσσε τον λόγο του Θεού και με αυτοθυσία μοχθούσε για την ψυχική σωτηρία αλλά και για τις υλικές ανάγκες των ενοριτών του, που τον σέβονταν και τον αγαπούσαν απέραντα.
Οι αρχές, ενοχλημένες από τη δραστηριότητά του, άρχισαν να τον παρακολουθούν στενά. Αποφάσισαν, μάλιστα, να τον διώξουν από το σπιτάκι της εκκλησίας, όπου έμενε με την κόρη του, και να εγκαταστήσουν εκεί ένα κτηνιατρείο. Ο πρόεδρος του τοπικού Σοβιέτ επισκέφθηκε τον π. Μιχαήλ και του ανακοίνωσε την απόφαση. Ο ιερέας, όμως, αρνήθηκε κατηγορηματικά να εγκαταλείψει το εκκλησιαστικό οίκημα.
Ύστερ’ απ’ αυτό, στις 25 Μαρτίου του 1936, ημέρα Κυριακή, ο πρόεδρος έδωσε εντολή στους υφισταμένους του να ξηλώσουν τα παραθυρόφυλλα του σπιτιού, πιστεύοντας ότι έτσι ο π. Μιχαήλ, μην αντέχοντας το κρύο, θ’ αναγκαζόταν να φύγει. Ο άνθρωπος του Θεού, όμως, την άλλη μέρα το πρωί, μετά τη Λειτουργία, γνωστοποίησε το γεγονός στο εκκλησίασμα. Την ίδια ώρα όλοι σύσσωμοι –εκατόν πενήντα πιστοί περίπου– έφυγαν για το Σοβιέτ, αποφασισμένοι να προστατεύσουν τον πνευματικό τους πατέρα και να μην επιτρέψουν στις αρχές τη λεηλασία και την αρπαγή του εκκλησιαστικού οικήματος. Ο πρόεδρος, βλέποντας τόσο πλήθος να πλησιάζει, αντιλήφθηκε την αιτία και κλείδώθηκε στο κτίριο. Οι πιστοί βρήκαν όλες τις πόρτες ασφαλισμένες, αλλά, γνωρίζοντας πως ο πρόεδρος ήταν κρυμμένος μέσα, με δυνατές φωνές απαιτούσαν να επιστρέψει στον ιερέα τα παραθυρόφυλλά του. Ο πρόεδρος ούτε αποκρίθηκε ούτε φάνηκε. Τελικά, έπειτα από πολλή ώρα, ο ενορίτες διαλύθηκαν.
Αν και τα παραθυρόφυλλα δεν επιστράφηκαν, ο π. Μιχαήλ δεν έφυγε από το σπίτι.
– Δεν πάω πουθενά, έλεγε αποφασιστικά στους ενορίτες, κι ας υποφέρω από το κρύο. Αν θέλουν, ας έρθουν να με βγάλουν από το σπίτι με τη βία. Δεν φοβάμαι κανέναν, παρά μόνο τον Θεό.
Οι αρχές, ωστόσο, επειδή υπολόγιζαν πολύ τη λαϊκή αντίδραση, δεν αποτολμούσαν να χρησιμοποιήσουν βία. Και ο π. Μιχαήλ συνέχιζε να λειτουργεί και να κηρύσσει τον λόγο του Θεού με γενναίο πάντοτε φρόνημα.
Το 1937, ο διωγμός κατά της Εκκλησίας γνώρισε πρωτοφανή έξαρση. Σ’ όλη τη χώρα απλώθηκε η κόκκινη τρομοκρατία και χιλιάδες κληρικοί οδηγήθηκαν στις φυλακές και στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Τότε η ΝιΚαΒεΝτε αποφάσισε τη σύλληψη και του π. Μιχαήλ, μολονότι αυτός ήταν ήδη εβδομήντα εννέα χρονών και για αρκετούς μήνες βρισκόταν κατάκοιτος στο σπίτι. Όταν πήγαν να τον συλλάβουν, αγνοώντας τα δάκρυα και τις ικεσίες της κόρης του, τον σήκωσαν από τα χέρια και τα πόδια και τον πέταξαν στο αυτοκίνητο. Τον μετέφεραν στη φυλακή της γειτονικής πόλης Μπέζετσκ, όπου ο γιατρός διέγνωσε μυοκαρδίτιδα και παράλυση των κάτω άκρων.
Η ανάκρισή του έγινε από τον διαβόητο ανακριτή Γκολοφάστ και υπήρξε ανελέητα σκληρή. Ολοκληρώθηκε στις 2 Αυγούστου του 1937 και του στοίχισε δύο σπασμένα πλευρά. Το ανακριτικό πόρισμα στάλθηκε στην τρόικα της ΝιΚαΒεΝτε, η οποία στις 10 Αυγούστου καταδίκασε τον π. Μιχαήλ σε θάνατο με τουφεκισμό. Ο ιερέας, όμως, ήταν εντελώς ανίκανος να μετακινηθεί. Στις 16 Αυγούστου, με εντολή της διευθύνσεως της φυλακής, μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο της πόλης. Εκεί, στις 13 Σεπτεμβρίου του 1937, ο πολιός λειτουργός του Κυρίου άφησε την τελευταία του πνοή.
Πηγή: Ηγουμένου Δαμασκηνού (Ορλόφσκι), ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ. Ρώσοι ιερομάρτυρες και ομολογητές του 20ού αιώνα. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2014, σελ. 186.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου