Άγιος Νεομάρτυς και Ιερομάρτυς Βλαδίμηρος Παστερνάτσκι. Ημέρα Μνήμης: 21 Ιανουαρίου.
O Άγιος Ιερομάρτυς Βλαδίμηρος γεννήθηκε στις 2 Ιουλίου του 1885 στο χωριό Ντούντιτς της επαρχίας Μίνσκ. Ήταν γιος του εφημερίου του χωριού π. Ιλαρίωνος Παστερνάτσκι.
Το 1908 ο Βλαδίμηρος, αφού αποφοίτησε από το Εκκλησιαστικό Σεμινάριο του Μίνσκ, νυμφεύθηκε τη Ναταλία, κόρη του ιερέα Θεοφάνους Σοσινόφσκι. Το ευλογημένο ζεύγος απέκτησε οκτώ παιδιά, τα οποία ανέθρεψε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» (Εφ. 6:4). Τον ίδιο χρόνο του γάμου τους ο Βλαδίμηρος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και διορίστηκε εφημέριος στον Ναό των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου του χωριού Πεσότνογε. Διαδέχθηκε εκεί τον πεθερό του, ο οποίος αρρώστησε βαριά και ως την αποβίωσή του, επτά χρόνια αργότερα, δεν σηκώθηκε από το κρεβάτι.
Είκοσι τέσσερα χρόνια υπηρέτησε από τη θέση αυτή τον λαό του Θεού ο π. Βλαδίμηρος. Αγωνίστηκε μ’ όλες του τις δυνάμεις να κρατήσει το ποίμνιό του στον δρόμο του Χριστού τα δύσκολα εκείνα χρόνια, τόσο πριν από την επανάσταση του 1917 όσο και ύστερ’ απ’ αυτήν. Για τη θυσιαστική του διακονία το 1920 τιμήθηκε με το οφίκιο του πρωτοπρεσβυτέρου.
Οι σοβιετικές αρχές από την πρώτη στιγμή της εγκαταστάσεώς τους στο χωριό υπονόμευαν με κάθε τρόπο το έργο του π. Βλαδιμήρου. Το 1931, μάλιστα, του επέβαλαν φόρο τόσο υψηλό, που εκείνος δεν μπόρεσε να τον πληρώσει. Έτσι, του πήραν την αγελάδα που είχε.
Το 1932 ο οικείος ιεράρχης, θέλοντας να τον βοηθήσει, τον μετέθεσε στον Ναό της Αναλήψεως του Σωτήρος της πόλης Κόπιλ. Σύντομα, όμως, τα πράγματα θα είχαν κι εκεί θλιβερή εξέλιξη.
Το 1933 οι μπολσεβίκοι έκλεισαν όλους τους ναούς της Κόπιλ και συνέλαβαν τους ιερείς. Ανοιχτός έμεινε μόνο ο Ναός της Αναλήψεως. Και ο π. Βλαδίμηρος ήταν ο μοναδικός ιερέας που είχε απομείνει στην περιοχή. Έτσι, από το πρωί ως το βράδυ έτρεχε για τις ακολουθίες στον ναό, για την τέλεση Μυστηρίων, για ιεροπραξίες σε σπίτια, για κάθε ποιμαντική ανάγκη.
Οι εχθροί της πίστεως δεν έβλεπαν με καλό μάτι όλη αυτή τη δραστηριότητα. Γι’ αυτό άρχισαν να καλούν όλο και πιο συχνά τον π. Βλαδίμηρο στη ΝιΚαΒεΝτε. Κάθε φορά του ζητούσαν επίμονα να απαρνηθεί την ιερωσύνη, απειλώντας ότι διαφορετικά θα τον εξόντωναν. Εκείνος απέρριπτε κατηγορηματικά την πρότασή τους. Του υπόσχονταν ότι θα του εξασφάλιζαν μόνιμη εργασία λογιστή, αλλά και πάλι εκείνος έμενε σταθερός στην απόφασή του. Τελικά, για να τον κλονίσουν, του επέβαλαν υψηλό φόρο, τον οποίο αδυνατούσε να πληρώσει, και έδιωξαν τα παιδιά του από το σχολείο. Ωστόσο, ο π. Βλαδίμηρος και η πρεσβυτέρα Ναταλία όχι μόνο δεν λύγισαν, αλλά και εμψύχωναν τα παιδιά τους να κάνουν υπομονή:
– Ο καλός Θεός, τους έλεγαν, μας έστειλε αυτή τη δοκιμασία. Ας τη σηκώσουμε εμείς δίχως βαρυγγώμια, κι Εκείνος δεν θα μας εγκαταλείψει.
Τον Μάρτιο του 1936 άρχισε η τελευταία πικρή περιπέτεια του π. Βλαδιμήρου. Συνελήφθη με την κατηγορία της αντιποιήσεως αρχής, επειδή κατέγραφε τα ονόματα όσων βάπτιζε και κήδευε. Καταδικάστηκε σε διετή αναμορφωτική εργασία στη σωφρονιστική κοινότητα Ν1, στο χωριό Χαλτς της περιοχής Γκόμελ. Η Ναταλία έμεινε μόνη και απροστάτευτη με τα παιδιά, χωρίς μέσα για επιβίωση. Τη βοηθούσαν, όσο μπορούσαν, οι πιστοί. Τον ίδιο χρόνο, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωής, μετοίκησε με τα παιδιά στην πόλη Ροσλάβλ της επαρχίας Σμολένσκ.
Τον Δεκέμβριο του 1937 ο π. Βλαδίμηρος αφέθηκε ελεύθερος και σύντομα έφτασε στην οικογένειά του. Δεν πρόλαβε, όμως, να τη χαρεί. Την επομένη της αφίξεώς του συνελήφθη και πάλι! Αυτή τη φορά τον κατηγόρησαν για «έντονη αντεπαναστατική προπαγάνδα, που αποσκοπούσε στην καταπολέμηση και την ανατροπή της σοβιετικής εξουσίας», και για «διασπορά ψευδών ειδήσεων περί υπάρξεως λιμού στη Σοβιετική Ένωση και περί καταπιέσεως της θρησκείας από τη σοβιετική εξουσία».
Ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος, όπου έμενε η οικογένεια του π. Βλαδιμήρου, όταν ρωτήθηκε από τον ανακριτή τι γνωρίζει για την αντεπαναστατική δραστηριότητα του ιερέα, απάντησε: «Ο Παστερνάτσκι έκανε σαφή αντεπαναστατική προπαγάνδα. Μας έλεγε ότι φυλακίστηκε εντελώς αναίτια και ότι η σοβιετική εξουσία καταπιέζει όλους τους πολίτες που πιστεύουν στον Θεό, ιδιαίτερα μάλιστα τους ιερείς, τους οποίους κλείνει στη φυλακή».
Στις 5 Ιανουαρίου του 1938 η ΝιΚαΒεΝτε καταδίκασε τον π. Βλαδίμηρο σε θάνατο με τουφεκισμό. Στις 21 Ιανουαρίου ο ακέραιος και ασυμβίβαστος ιερέας εκτελέστηκε και προστέθηκε στην ένδοξη χορεία των μαρτύρων της Εκκλησίας του Χριστού. Τάφηκε σε άγνωστο κοινοτάφιο.
Πηγή: Ηγουμένου Δαμασκηνού (Ορλόφσκι), ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ. Ρώσοι ιερομάρτυρες και ομολογητές του 20ού αιώνα. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2014, σελ. 251.
O Άγιος Ιερομάρτυς Βλαδίμηρος γεννήθηκε στις 2 Ιουλίου του 1885 στο χωριό Ντούντιτς της επαρχίας Μίνσκ. Ήταν γιος του εφημερίου του χωριού π. Ιλαρίωνος Παστερνάτσκι.
Το 1908 ο Βλαδίμηρος, αφού αποφοίτησε από το Εκκλησιαστικό Σεμινάριο του Μίνσκ, νυμφεύθηκε τη Ναταλία, κόρη του ιερέα Θεοφάνους Σοσινόφσκι. Το ευλογημένο ζεύγος απέκτησε οκτώ παιδιά, τα οποία ανέθρεψε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» (Εφ. 6:4). Τον ίδιο χρόνο του γάμου τους ο Βλαδίμηρος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και διορίστηκε εφημέριος στον Ναό των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου του χωριού Πεσότνογε. Διαδέχθηκε εκεί τον πεθερό του, ο οποίος αρρώστησε βαριά και ως την αποβίωσή του, επτά χρόνια αργότερα, δεν σηκώθηκε από το κρεβάτι.
Είκοσι τέσσερα χρόνια υπηρέτησε από τη θέση αυτή τον λαό του Θεού ο π. Βλαδίμηρος. Αγωνίστηκε μ’ όλες του τις δυνάμεις να κρατήσει το ποίμνιό του στον δρόμο του Χριστού τα δύσκολα εκείνα χρόνια, τόσο πριν από την επανάσταση του 1917 όσο και ύστερ’ απ’ αυτήν. Για τη θυσιαστική του διακονία το 1920 τιμήθηκε με το οφίκιο του πρωτοπρεσβυτέρου.
Οι σοβιετικές αρχές από την πρώτη στιγμή της εγκαταστάσεώς τους στο χωριό υπονόμευαν με κάθε τρόπο το έργο του π. Βλαδιμήρου. Το 1931, μάλιστα, του επέβαλαν φόρο τόσο υψηλό, που εκείνος δεν μπόρεσε να τον πληρώσει. Έτσι, του πήραν την αγελάδα που είχε.
Το 1932 ο οικείος ιεράρχης, θέλοντας να τον βοηθήσει, τον μετέθεσε στον Ναό της Αναλήψεως του Σωτήρος της πόλης Κόπιλ. Σύντομα, όμως, τα πράγματα θα είχαν κι εκεί θλιβερή εξέλιξη.
Το 1933 οι μπολσεβίκοι έκλεισαν όλους τους ναούς της Κόπιλ και συνέλαβαν τους ιερείς. Ανοιχτός έμεινε μόνο ο Ναός της Αναλήψεως. Και ο π. Βλαδίμηρος ήταν ο μοναδικός ιερέας που είχε απομείνει στην περιοχή. Έτσι, από το πρωί ως το βράδυ έτρεχε για τις ακολουθίες στον ναό, για την τέλεση Μυστηρίων, για ιεροπραξίες σε σπίτια, για κάθε ποιμαντική ανάγκη.
Οι εχθροί της πίστεως δεν έβλεπαν με καλό μάτι όλη αυτή τη δραστηριότητα. Γι’ αυτό άρχισαν να καλούν όλο και πιο συχνά τον π. Βλαδίμηρο στη ΝιΚαΒεΝτε. Κάθε φορά του ζητούσαν επίμονα να απαρνηθεί την ιερωσύνη, απειλώντας ότι διαφορετικά θα τον εξόντωναν. Εκείνος απέρριπτε κατηγορηματικά την πρότασή τους. Του υπόσχονταν ότι θα του εξασφάλιζαν μόνιμη εργασία λογιστή, αλλά και πάλι εκείνος έμενε σταθερός στην απόφασή του. Τελικά, για να τον κλονίσουν, του επέβαλαν υψηλό φόρο, τον οποίο αδυνατούσε να πληρώσει, και έδιωξαν τα παιδιά του από το σχολείο. Ωστόσο, ο π. Βλαδίμηρος και η πρεσβυτέρα Ναταλία όχι μόνο δεν λύγισαν, αλλά και εμψύχωναν τα παιδιά τους να κάνουν υπομονή:
– Ο καλός Θεός, τους έλεγαν, μας έστειλε αυτή τη δοκιμασία. Ας τη σηκώσουμε εμείς δίχως βαρυγγώμια, κι Εκείνος δεν θα μας εγκαταλείψει.
Τον Μάρτιο του 1936 άρχισε η τελευταία πικρή περιπέτεια του π. Βλαδιμήρου. Συνελήφθη με την κατηγορία της αντιποιήσεως αρχής, επειδή κατέγραφε τα ονόματα όσων βάπτιζε και κήδευε. Καταδικάστηκε σε διετή αναμορφωτική εργασία στη σωφρονιστική κοινότητα Ν1, στο χωριό Χαλτς της περιοχής Γκόμελ. Η Ναταλία έμεινε μόνη και απροστάτευτη με τα παιδιά, χωρίς μέσα για επιβίωση. Τη βοηθούσαν, όσο μπορούσαν, οι πιστοί. Τον ίδιο χρόνο, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωής, μετοίκησε με τα παιδιά στην πόλη Ροσλάβλ της επαρχίας Σμολένσκ.
Τον Δεκέμβριο του 1937 ο π. Βλαδίμηρος αφέθηκε ελεύθερος και σύντομα έφτασε στην οικογένειά του. Δεν πρόλαβε, όμως, να τη χαρεί. Την επομένη της αφίξεώς του συνελήφθη και πάλι! Αυτή τη φορά τον κατηγόρησαν για «έντονη αντεπαναστατική προπαγάνδα, που αποσκοπούσε στην καταπολέμηση και την ανατροπή της σοβιετικής εξουσίας», και για «διασπορά ψευδών ειδήσεων περί υπάρξεως λιμού στη Σοβιετική Ένωση και περί καταπιέσεως της θρησκείας από τη σοβιετική εξουσία».
Ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος, όπου έμενε η οικογένεια του π. Βλαδιμήρου, όταν ρωτήθηκε από τον ανακριτή τι γνωρίζει για την αντεπαναστατική δραστηριότητα του ιερέα, απάντησε: «Ο Παστερνάτσκι έκανε σαφή αντεπαναστατική προπαγάνδα. Μας έλεγε ότι φυλακίστηκε εντελώς αναίτια και ότι η σοβιετική εξουσία καταπιέζει όλους τους πολίτες που πιστεύουν στον Θεό, ιδιαίτερα μάλιστα τους ιερείς, τους οποίους κλείνει στη φυλακή».
Στις 5 Ιανουαρίου του 1938 η ΝιΚαΒεΝτε καταδίκασε τον π. Βλαδίμηρο σε θάνατο με τουφεκισμό. Στις 21 Ιανουαρίου ο ακέραιος και ασυμβίβαστος ιερέας εκτελέστηκε και προστέθηκε στην ένδοξη χορεία των μαρτύρων της Εκκλησίας του Χριστού. Τάφηκε σε άγνωστο κοινοτάφιο.
Πηγή: Ηγουμένου Δαμασκηνού (Ορλόφσκι), ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ. Ρώσοι ιερομάρτυρες και ομολογητές του 20ού αιώνα. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2014, σελ. 251.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου