Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2020

Παπά - Φώτης ο Λαυριώτης, ο δια Χριστόν σαλός. Ημέρα Μνήμης: 5 Μαρτίου.

Παπά - Φώτης ο Λαυριώτης, ο δια Χριστόν σαλός. Ημέρα Μνήμης: 5 Μαρτίου.


Ο παπα Φώτης είναι γνωστός για την εν Χριστώ "αλητεία" του, έχουν γραφεί πολλά για κείνον ακόμη και ενόσω ζούσε.Πολλοί τον λένε ήδη άγιο. Το σίγουρο είναι πως πρόκειται για άνθρωπο του Θεού και για μια από τις πιο μινιμαλιστικές μορφές του καιρού μας, όσον αφορά τον τρόπο που κινήθηκε πάνω στη γη. Ξυπόλητος, με ένα τρύπιο ράσο, απεκδυόμενος κάθε ανθρώπινη ανακούφιση και παρηγορία σχετική με το σαρκίο του, με μόνη έγνοια να μαζεύει καλούδια για τους ναούς που έχτιζε και για τους αναγκεμένους που προστάτευε αυτός ο ενδεέστερος, σχεδόν, και αυτής της ένδειας.

Παλαβός. Θυμωσιάρης αν του έθιγαν την Ορθοδοξία και αν οι ζωές των ανθρώπων προσέβαλαν το "καθ'ομοίωσιν". Την φασαρία την είχε στο τσεπάκι του, δίπλα στα χαρτάκια των ονομάτων που μνημόνευε, η περιφρόνηση της βόλεψης του ήταν νόμος και οι πράξεις λατρείας προς τον Θεό ο προσωπικός και μοναδικός δογματισμός του. Τα είχες καλά με τον Κύριο, την Παναγία και τους Αγίους, τα είχες καλά και με τον παπα Φώτη. Γινόσουν επιλήσμων όλων αυτών, μαύρο φίδι που σ'έφαγε, σταλμένο απ' τον παπα Φώτη...Δεν είχε όρια αυτός ο κουρελής παππάς, δεν είχε συμβατικές υποχρεώσεις του κόσμου τούτου.


Η ζωή του.

Στον  οικισμό «Νησέλια» στην περιοχή των Παμφίλων Λέσβου, αντικρίζουμε μέσα στα λιοχώραφα, το μικρό μοναστήρι του Αγίου Νεομάρτυρος Λουκά στο οποίο ζούσε ασκητικά ο παπα-Φώτης ο Λαυριώτης, γνωστός και ως παπα-Σαρδέλλης. Γεννηθείς στα Πάμφιλα στις 5 Ιανουαρίου του 1913 από τη Μαρία και τον Δημήτριο Σαρδέλλη που δούλευε καμίνι φτιάχνοντας κεραμίδια και τούβλα.

Ο νεαρός τότε Φώτιος αφού δούλεψε σε επιπλοποιείο της Μυτιλήνης, τον Απρίλιο του 1931 παρακινούμενος από την πίστη του στον Θεό και συνεπαρμένος από μελέτες χριστιανικών βιβλίων και ακούσματα κηρυγμάτων, εγκαταλείπει την ματαιότητα του κόσμου και αναχωρεί μαζί με τον φίλο και συγχωριανό του, μετέπειτα πατήρ Παχώμιο, για να μονάσουν στο Άγιον Όρος. Επέλεξε τη Μονή Μεγίστης Λαύρας, όπου έγινε καλόγερος και έμεινε στο μοναστήρι περίπου 20 χρόνια, κάνοντας υπακοή στον πνευματικό του πατέρα Παύλο. Πρεσβύτερος χειροτονήθηκε το 1936. Με ιδιαίτερο ζήλο μελετούσε τους βίους των Αγίων καί ιδιαιτέρως τον συνεπαίρνανε οι αθλήσεις των Μαρτύρων, όπου ανάμεσά τους ανακαλύπτει πολλούς Λέσβιους Αγίους. Τέλη του 1950 επιστρέφει στη Μυτιλήνη ασχολούμενος συστηματικά με την ανάδειξη των εντοπίων Αγίων οι οποίοι εξ' αιτίας του γίνονται ευρέως γνωστοί στον κόσμο, κάνοντας πρόταση στον Μητροπολίτη Ιάκωβο Β' ώστε να εορτάζονται από κοινού Πάντες οι εν Λέσβω Άγιοι, σε εορτή που τελικά καθιερώθηκε την Α' μετά των Αγίων Πάντων Κυριακή.

Στην ενορία Αγίου Αντωνίου του χωριού Τρύγονα, κοντά στο Πλωμάρι, όπου τοποθετήθηκε εργάσθηκε με ένθεο ζήλο για την πνευματική κατάρτιση του ποιμνίου του, αλλά και για την διαφύλαξη των ιερών και οσίων του Γένους μας. Δείγμα της μεγάλης αγάπης του προς τους Αγίους του Θεού, αποτελεί το γεγονός ότι στον ενοριακό Ναό του χωριού, τοποθετήθηκαν και αγιογραφήθηκαν 170 εικόνες, οικοδομώντας και μια καταπληκτική Εκκλησία αφιερωμένη στους Αγίους Αποστόλους, με χρήματα κυρίως από εράνους. Επίσης, ενδιαφέρθηκε να γίνει στη Μονή Δαμανδρίου γηροκομείο και να επισκευασθεί η Μονή Πιθαρίου. Το 1972 υπηρετεί ως εφημέριος στην Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης Σινά της Αιγύπτου, καθώς επίσης και ως εφημέριος, ψάλτης και φύλακας του Παναγίου Τάφου στα Ιεροσόλυμα. Το 1976 επέστρεψε στον Τρύγονα και το 1994 συνταξιοδοτήθηκε με τον βαθμό του Αρχιμανδρίτη. Έκτοτε, αφοσιώθηκε στην αποπεράτωση της κατασκευής του Ιερού Ναού Αγίου Λουκά στα Πάμφιλα, που από το 1960 είχε ξεκινήσει με χρήματα από δωρεές πιστών, διότι από τον τόπο εκείνον είχε περάσει ο Νεομάρτυρας Λουκάς πριν απαγχονιστεί από τους Τούρκους στη Μυτιλήνη. Την μελέτη και τα σχέδια του ναού τα εμπνεύσθηκε μόνος του, επιλέγοντας ένα πανέμορφο Ιεροσολυμίτικο ρυθμό.


Ο ασκητής της ερημιάς των πόλεων και των χωριών, διήνυε συχνότατα μεγάλες αποστάσεις άδειπνος, προσευχόμενος ανάμεσα στους ανθρώπους της αφιλίας και στη φύση, ταγμένος στον Χριστό. Αψηφώντας τις καιρικές συνθήκες καί την ώρα, ο κοντούλης παπα-Φώτης με την καθαρή ματιά, βαδίζοντας σκυφτός, ρακένδυτος, φορώντας ένα παλιό τριμμένο ράσο, πολυκαιρίτικα φθαρμένα παπούτσια, σχεδόν ξυπόλητος ακόμα και το καταχείμωνο, με έναν ντρουβά στον ώμο, οδοιπορούσε επιθυμώντας να οδηγήσει τους ανθρώπους, εικόνες Θεού, στη σωτηρία, ανεβαίνοντας και εκείνος τον Γολγοθά του. Αναζητώντας πάντοτε κάποιο προσκύνημα, τελώντας την Λειτουργία σε κάποιον αγαπημένο του Ναό που ευλαβείτο. Συνήθιζε να βιώνει την Θεία Ευχαριστία και μερικές αιτήσεις ή εκφωνήσεις να τις λέγει σε σερβική, ή ρωσική διάλεκτο, δεικνύοντας μ' αυτό τον τρόπο την οικουμενική διάσταση της Ορθοδοξίας. Το Άγιο Θυσιαστήριο ήταν η Ζωή του! Έβγαινε από την Εκκλησία γεμάτος χαρά. Μετά τη Θεία Λειτουργία λαμποκοπούσε. Ειδικά όταν έκανε το πανηγύρι στον αγαπημένο του Άγιο Λουκά στις 23 Μαρτίου. Μερικές φορές, μόλις κατέλυε και έκανε την απόλυση, βλέποντας ότι απουσίαζαν από το εκκλησίασμα οι άνδρες, κατευθυνόταν στους καφενέδες και χωρίς να φοβάται κανέναν τους «κατσάδιαζε» υπενθυμίζοντάς την ματαιότητα της ζωής που είχαν επιλέξει, ζώντας μακριά από το μεγαλείο του Θεού. Όλοι τον σέβονταν και τον άκουγαν με σκυμμένα κεφάλια.

Συχνά τον συναντούσε κανείς καθισμένο στα σκαλοπάτια έξω από κάποια αυλόπορτα να ξαποστάζει, διαβάζοντας ένα πνευματικό βιβλίο, γράφοντας με τα χαρακτηριστικά ολοστρόγγυλα μεγάλα γράμματά του, σημειώσεις καί νουθεσίες που ύστερα τις μοίραζε σε όποιον συνάνθρωπό του τον φώτιζε ο Θεός, δεχόμενος λίγο ψωμί, λίγο νερό από κάποια ευσεβή γειτόνισσα, δίνοντας με την καρδιά του την ευχή του Κυρίου. Περπατούσε ώρες πολλές χαμογελώντας, επιτιμώντας τους ανθρώπους για τα παράλογα που έβλεπε μέσα στο κόσμο της αμαρτίας, διδάσκοντας τον καθένα με ωφέλιμα απλοϊκά λόγια. Δίδασκε το Ευαγγέλιο με την ίδια τη ζωή του. Μαζεύοντας τουβλάκια, μικρά μάρμαρα και ότι άλλο θα χρησίμευε για την κατασκευή του αγαπημένου του ονείρου, του ναού του Αγίου Λουκά. Παροτρύνοντας τους ανθρώπους να εκκλησιάζονται, να ωθούν τα παιδιά τους προς την Εκκλησία, τις γυναίκες να ντύνονται σεμνά ειδικά όταν εισέρχονται στον οίκο του Θεού, την Εκκλησία και να μην παραμορφώνονται «σαν φαντάσματα» από τις προκλητικές συνήθειες της μόδας. Τους ευτραφείς, τους παρομοίαζε χαριτολογώντας με κάποια συμπαθή ζώα, παρακινώντας τους να εγκρατεύονται στην τροφή. Περνούσε από στέκια νέων και με νεύματα όλο νόημα προσπαθούσε να τους δείξει ότι η σωτηρία της ψυχής είναι ο ανώτερος σκοπός του ανθρώπου και όχι οι πλάνες και οι ματαιότητες στις οποίες ξεπέφτουν οι άνθρωποι. Όταν ο δρόμος του διερχόταν μπροστά από εστιατόρια και έβλεπε ανθρώπους να καταλύουν σε νηστίσιμες περιόδους, τους υπενθύμιζε ότι είναι αμαρτία να μην τηρούν την ευλογημένη νηστεία.


Καταπολεμούσε την πνευματική αδιαφορία. Τα λόγια του πολλές φορές ήταν σκληρά σα «μαχαιριές», όμως κανείς δεν διαμαρτυρόταν. Όλοι σεβόντουσαν απόλυτα τις συμβουλές του. Ιδίως επιτιμούσε την γύμνια και τους Ιερείς που εκτελούσαν αμελώς τα ιερατικά τους καθήκοντα και δεν ενδιαφερόταν για το ποίμνιό τους. Έλεγε συχνά με πολλή ταπείνωση ότι για τα διαζύγια των ζευγαριών φταίνε οι Ιερείς γιατί δεν διαβάζουν όλες τις ευχές όταν τελούν το μυστήριο του γάμου. Τον απογοήτευε η αίρεση και το σχίσμα από την Αλήθεια της Ορθοδοξίας. Δεν δεχόταν ότι είναι δυνατόν να μας έχει δωρίσει ο Θεός την αιωνιότητα, την Βασιλεία Του, και εμείς οι άνθρωποι με υπέρμετρο φανατισμό να διαιρούμαστε για 13 ημέρες, ή επειδή οι δαίμονες πλανούν κάποιους κακοπροαίρετους.

Όποιος είχε την ευλογία να τον συνοδέψει έστω και για λίγο σε κάποια περιπλάνησή του και κατάφερνε να μείνει σιωπηλός, «κρυφάκουγε» την γεμάτη αγάπη προσευχή του που έβγαινε μέσα απ' την καρδιά του. Η αγαπημένη του φράση που τον «πρόδινε» ήταν το «Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε», δείγμα του πόσο υπεραγαπούσε την Παναγία μας. Το να τον συντροφεύει κανείς ήταν μια ευχάριστη πνευματική εμπειρία. Δεν δίσταζε ακόμα και να τραγουδήσει παλιά παραδοσιακά όμορφα και σπάνια τραγούδια. Για να ευχαριστήσει τους επισκέπτες του, έβγαζε ένα μάτσο από διάφορα χριστιανικά έντυπα, χάρτινες εικόνες, ή ακόμα και φωτογραφίες του, όταν ήταν νεότερος και τις έδινε για ευλογία. Ως άλλος Άγιος Πατροκοσμάς, επισκεπτόταν την πόλη και όλα τα χωριά του νησιού, αλλά και πολλά μέρη της Ελλάδας που τον ήξεραν και τον υπεραγαπούσαν. Κήρυττε βρωντοφωνάζοντας και καυτηριάζοντας όσα έβλεπε ότι εμπόδιζαν τους ανθρώπους στο να επιτύχουν τη σωτηρία τους. Παντού είχε γνωστούς ανθρώπους που τον αγαπούσαν και τον φιλοξενούσαν. Στα λεωφορεία ή στα πλοία που χρησιμοποιούσε όταν μετακινιόταν, κανείς δεν του έπαιρνε χρήματα. Και μόνο η απλοϊκή, ασκητική του παρουσία έπειθε τον κόσμο ότι ήταν Άνθρωπος του Θεού. Πολλές φορές η ιδιορρυθμία του χαρακτήρα του σε διάφορα θέματα, εξηγιόταν ως δείγμα σαλότητας. Αρκετοί τον θεωρούσαν ότι ήταν Σαλός διά τον Χριστό! Η σκληρότητά του, «μπερδεμένη» με μια υπέρμετρη καλοσύνη οδηγούσε σ' αυτό το συμπέρασμα.

Ως τα βαθιά γεράματά του, παρά την ασθένεια που τον ταλαιπωρούσε, δεν ξεχνούσε την νηστεία. Νήστευε αυστηρά ακόμα και το λάδι, θέλοντας να ζει ασκητικά, καθηλωμένος και ανήμπορος στο μικρό κρεβατάκι του. Υποβασταζόμενος πλησίαζε πάντα τελευταίος το Άγιο Ποτήριο και κοινωνούσε τον Χριστό. Τα καλοκαίρια ερχόταν στη γενέτειρά του, στα Πάμφιλα όπου τον φρόντιζαν οι γυναίκες σε μια καμαρούλα, όπως και τον χειμώνα στην Αθήνα όπου τον διακονούσε με υπέρμετρη αγάπη η κυρία Σοφία. Ο νούς του ήταν πώς θα μεταβεί στον αγαπημένο του τόπο, στον Άγιο Λουκά, να δεί σε τι κατάσταση βρισκόταν η Εκκλησία, πόσο προχώρησε η Αγιογράφηση. Εκεί, ξεδίπλωνε μια μεγάλη κόλα αναφοράς γεμάτη με ονόματα νηπίων και παίδων Μαρτύρων που Αγίασαν, δίνοντας εντολές να αγιογραφηθούν πάραυτα.

Υπεραγαπώντας την Ορθοδοξία και την πατρίδα του την Ελλάδα, ο παπά Φώτης εκοιμήθη εν Κυρίω στις 5 Μαρτίου 2010, ημέρα Παρασκευή Γ΄ Εβδομάδας των νηστειών.

Εκοιμήθη ο Παπά – Φώτης από την εφημερίδα «ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ» Μυτιλήνης, 6 - 3 - 2010.

Μια ιερή φυσιογνωμία που ήταν γνωστή σε όλο το νησί, έκλεισε τα μάτια της σε ηλικία 98 χρόνων. Τη φιγούρα του σκυφτού παπα - Φώτη, δεν θα βλέπουμε πια να περιπλανιέται στους δρόμους, στα λαγκάδια και στα βουνά μας. Τώρα πια θ' αλωνίζει στα μονοπάτια των Ουρανών κοντά στους αγγέλους, που πάντα ήξερε πώς να τους μιλά. Άνθρωπος ευσεβής, καλοκάγαθος, που είχε μάθει να προσφέρει από το υστέρημα του. Ολιγαρκής, μακριά από τις πονηριές και την υποκρισία του κόσμου. Μακριά από τα υλικά - φθαρτά και περιττά. Μακριά από τη λαιμαργία που προκαλεί ο πλουτισμός.


Ο βίος του μοναχικός, δημιουργικός, φιλεύσπλαχνος. Γεννημένος το 1912 στα Πάμφιλα, ο Λαυριώτης Φ. Σαρδέλλης - κατά κόσμον - (αφού ασκήτευσε στη μονή της Αγίας Λαύρας) χειροτονήθηκε Διάκος στις 16 Νοεμβρίου του '36 και ιερέας στις 5 Ιουνίου '44, ενώ δύο χρόνια αργότερα έγινε Αρχιμανδρίτης. Το 1950 υπηρέτησε ως εφημέριος στον Τρύγωνα Πλωμαρίου όπου και έχτισε την εκκλησία του Αγίου Αντωνίου και συνταξιοδοτήθηκε το 1992.

Αργότερα έχτισε το εκκλησάκι του Αγίου Λουκά, σχεδόν με τα χέρια του, αφού ο ίδιος κουβαλούσε στους ώμους του μέσα στον τροβά του τις πέτρες. Ένα εκκλησάκι που ανήκει στον Πανάγιο τάφο, αφού ο ίδιος το χάρισε στο Πατριαρχείο της Ιερουσαλήμ και σήμερα αντιμετωπίζει προβλήματα φθοράς που δυστυχώς η Μητρόπολη δεν μπορεί να επέμβει, καθώς δεν βρίσκεται στη δικαιοδοσία της. Η ασκητική του φιγούρα θα είναι στη μνήμη όλων όσων τον γνώρισαν, τον συνάντησαν.

Ευχή όλων μας, η ανάπαυση της ψυχής του εν ειρήνη. Μακάρι το φωτεινό παράδειγμα του παπα - Φώτη να μιμηθούν και άλλοι κληρικοί, διαδίδοντας το λόγο του Κυρίου.

Μερικά περιστατικά από το βίο του Παπά - Φώτη.

Μια Μεγάλη Παρασκευή ο Παπα - Φώτης περνούσε απ' την Παναγιούδα (χωριό ευρισκόμενο 3χλμ. βορείως της Μυτιλήνης) και είδε κάποιον με την οικογένειά του να τρώνε μπριζολάκια σε μια ταβέρνα. Τον πλησίασε και του έκανε παρατήρηση για το «αιδέσιμον» της ημέρας. Και εκείνος τον αποπήρε με σκαιό τρόπο. Βεβαίως κουβέντα στην κουβέντα, ο Παπα - Φώτης στο τέλος πέταξε τα φαγιά μαζί με το τραπεζομάντηλο, οπότε ο ενοχλημένος οικογενειάρχης σηκώθηκε και τον πλάκωσε στο ξύλο. Ο Παπα - Φώτης υπέμεινε το ξύλο αγόγγυστα, και του είπε φεύγοντας: «Εγώ το ξύλο το 'φαγα, αλλά και συ δεν πιστεύω να ξαναφάς μπριζόλες Μεγάλη Παρασκευή».

Μετά από μια αγρυπνία σε ναό της Θεσσαλονίκης, κάποιος παπάς του πήρε κατά λάθος το τρύπιο ράσο αφήνοντας στη θέση του το δικό του, καινούριο και ολομέταξο. Όταν το συνειδητοποίησε ο παπα - Φώτης έβαλε τα κλάματα σαν μωρό παιδί γιατί το καινούριο ήταν πολύ ζεστό κι αυτός ήθελε το δικό του το δροσερό.

Όταν μετά από κόπους σαράντα χρόνων τελείωσε τον ναό του αγίου Λουκά, έγινε η πρώτη λειτουργία. Πολύς κόσμος ήταν εκεί. Λίγο προτού βγει για τη μικρή είσοδο αντιλήφθηκε πως είχε ξεχάσει ν’ αφήσει άνοιγμα αριστερά της Ωραίας Πύλης για να περάσει. Πήγε αμέσως, πήρε τον κασμά κι άρχισε να γκρεμίζει το ντουβάρι. Ο κόσμος βγήκε έξω βήχοντας από τη σκόνη, κινδυνεύοντας από τις πέτρες που εκτοξεύονταν.Εκείνος, ήσυχος, μόλις τέλειωσε τη δουλειά του, συνέχισε κανονικά τη Λειτουργία του.

"…Ο παπα Φώτης ο Λαυριώτης δε δίσταζε να πλησιάζει ακόμη και ιερόδουλες, για να τις μιλήσει για τη Μετάνοια και την Εξομολόγηση!"

Ο παπα-Φώτης Λαυριώτης αποτέλεσε αναμφισβήτητα μια εξέχουσα και ιδιάζουσα προσωπικότητα, όχι μόνον για το νησί του, την Λέσβο, αλλά και για όλον τον θρησκευτικό Ορθόδοξο και μη κόσμο. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από το βιβλίο του π. Αθανασίου Γιουσμά: 

Κάποια φορά, αργά τη νύχτα επισκέφθηκε [ο Ιερομόναχος παπα-Φώτης] ένα από τα σπίτια της πόλης μας στο οποίο βρήκε κατάλυμα. Πριν κοιμηθεί, έδωσε την εξής εντολή στον οικοδεσπότη: Αύριο χαράματα, εσύ κι εγώ έχουμε μια δουλειά.

Ξύπνησαν, έφυγαν από τη Μυτιλήνη, πήγαν στο Ησυχαστήριό του. Πήρε γρήγορα - γρήγορα ιερά σκεύη και την ιερατική του στολή και κατευθύνθηκαν στο γραφικό ξωκλήσι της Παναγίας της Γαλατούσας στο κάστρο της πόλης μας.

Λειτούργησε. Πήρε το Άγιο Ποτήριο και τη λαβίδα και έτσι όπως ήταν με τα άμφιά του, κατ’ ευθύνθηκε σ’ έναν από τους οίκους ανοχής , που υπήρχαν τότε σε αυτήν την περιοχή.

Εκεί κοινώνησε μια ετοιμοθάνατη πόρνη, την Ευλαμπία, η οποία μάλιστα αμέσως μετά τη Θεία Κοινωνία αναπαύθηκε «εν Κυρίω”, πέθανε. Την είχε προηγουμένως εξομολογήσει!

Όταν τον ρώτησα αργότερα σχετικά μ’ αυτό το θέμα, μου είπε: Αυτό έχει γίνει πολλές φορές. Μία γυναίκα κοντά στην εκκλησία του Αγίου Συμεών μού έλεγε τέτοιες περιπτώσεις κι εγώ πήγαινα σ’ αυτές τις ψυχές στους οίκους ανοχής. Με αποδέχονταν. Τους μιλούσα για τη μετάνοια για τη σωτηρία της ψυχής, για την άλλη ζωή…

Ποτέ δεν τους μιλούσα άσχημα, αλλά με αγάπη τους έλεγα να μετανοήσουν και θα φροντίσει γι’ αυτές ο Θεός, θα τις αποκαταστήσει στην καρδιά Του. Πολλές ψυχές μετανοούσαν…

Με ρώτησες αν φοβόμουν. Τι να φοβηθώ; Δεν φοβάμαι κανέναν. Μόνο το Θεό φοβόμαστε, όταν αμαρτάνουμε. Δεν με ένοιαζε τι θα έλεγε ο κόσμος, εγώ για το Χριστό ενεργούσα.


Ένα πρωί πήγε βιαστικός σε κάποια εκκλησία που λειτουργούσε ο Δεσπότης. Στο κεφάλι του είχε ένα πρόσφατο κτύπημα και ανάστατα τα μαλλιά του. “Τι έχει το κεφάλι σου”τον ρωτά ο Δεσπότης. “Τι να σου πω, λέει. Δεν εύρισκα μέσο να ρθω και βρήκα ένα ταξί αλλά ήταν γεμάτο, και ο ταξιτζής για να με εξυπηρετήσ’ μ’ έβαλε στο καπό. Πήγε να κλεις το καπό κι όπως βλέπς μού σπασε το κεφάλ. Τέτοιου κεφάλ τέτοια θελ”.

Από πρώτο χέρι έχω ακούσει τι συνέβη πριν τέσσερα περίπου χρόνια στην Αθήνα, στην περιοχή Μπραχαμίου σ’ ένα παιδιάκι. Ήταν άρρωστο κι έπασχε από σεληνίαση. Το έφεραν στον παπα-Φώτη. Εκείνος δέχτηκε “να του διαβάσει μια ευχή”. Έβγαλε το σταυρό που φορούσε και τον έθεσε επάνω στο κεφαλάκι του παιδιού. Άρχισε να διαβάζει και να λέει διάφορες προσευχές περίπου ένα τέταρτο. Το παιδί έγινε καλά! Εδώ και τέσσερα χρόνια δεν έχει καμιά σχετική ενόχληση! Μάλιστα υποστηρίζει πως όση ώρα διάβαζε ο Γέροντας τις ευχές, το κεφάλι του έκαιγε.

Όταν ήμουν εφημέριος στον Ιερό Ναό Παναγίας Χρυσομαλλούσης, εντελώς ξαφνικά βλέπω τον παπα-Φώτη να έρχεται προς το μέρος μου. Ήμουν στο Ναό. Μου λέει: Δώσε μου ένα επιτραχήλιο κι ένα ευχολόγιο. Τον ρώτησα τι θα τα κάνει και μου απάντησε: “Θα πάω στο τάδε σπίτι να παντρέψω δυο που συζούν”. Έτσι χωρίς χαρτιά και άδειες! Σε σχετική μου ερώτηση, είπε: “Ας κολαστώ εγώ, τουλάχιστον δεν θα ζουν αυτοί κολασμένα”.

Κάποτε καθόταν απέναντι από έναν επίσκοπο στο τράπέζι μιάς βάφτισης. Πήρε ένα πλαστικό πιάτο μιας χρήσης και το έβαλε στο στήθος του. Του λέει ο δεσπότης τι είναι αυτό που κάνεις παπα-Φώτη? Εκείνος δειχνόντας του το εγκόλπιο του λέει “εσύ γιατί έχεις?”

Ένα καλοκαιρινό καταμεσήμερο με την αφόρητη ζέστη, τον βρήκαμε φορτωμένο με τον τροβά, γεμάτο με τα μαρμαράκια για τον Άγιο Λουκά το μοναστηράκι, το όμορφο δημιούργημα του και τον πήραμε στο σπίτι να ξαποστάσει και να φάει λίγο αν και ήταν γνωστό ότι η νηστεία του σε ποσότητα και ποιότητα ήταν τρομερή.

Με δυσκολία μας ακολούθησε και όταν έφαγε λίγο μας είπε ότι ήταν στενοχωρημένος με κάποιο πρόσωπο που με ευκολία διαλαλούσε θαύματα Αγίων… και μας είπε: “Μα και γω βλέπω… Να μια βραδιά που προσευχόμουν στον Άγιο Λουκά, κατά τα μεσάνυχτα βλέπω από το παραθυράκι του ιερού να μπαίνει δυνατό φως και να λούζει όλη την εκκλησία σε σημείο που έγινε μέρα και έβλεπα κάθε λεπτομέρεια μέσα στο ναό… Ε, σκέφτηκα, κάποιο αυτοκίνητο είναι και φώτιζε μέσα… βγαίνω λοιπόν έξω να δω, αλλά το σκοτάδι δεν άφησε να κάνω 2-3 βήματα… ε και γω σκέφτηκα ότι να μάλλον ο Άγιος Λουκάς πέρασε και φωτίστηκε όλη η εκκλησία. Δηλαδή τι έπρεπε να κάνω; Να κάθομαι να διαλαλώ… ελάτε στον Άγιο Λουκά αυτά είδα κλπ κλπ για να μαζεύω τον κόσμο; Δεν κάνει…πρέπει να σεβόμαστε τους Αγίους και τον Κύριο μας και όχι να τους εκμεταλλευόμαστε…”

Απλός, καθαρός, άδολος, ντόμπρος, βιαστικός, ήξερε με τη καθάρια ματιά του να ξεχωρίζει το ανόθευτο από το μουρνταρεμένο… το αυθεντικό από το ψεύτικο… το γνήσιο από το νοθευμένο, το καρδιακό από το εγκεφαλικό.


Κάποια απογεύματα πηγαίναμε στο Ησυχαστήριο του, στα Πάμφιλα, πριν τη δύση του ηλίου και μετά τον παίρναμε με το αυτοκίνητο για την πολη, και κατά τη διαδρομή έκανε εσπερινό έψελνε και μας έλεγε τα τροπάρια !

Μια μέρα κατάλαβα πως βλέπει Αγίους και σκέφτηκα να κάνω ένα πείραμα! λέω θα επικαλεστώ έναν Άγιο, από μέσα μου, σιωπηλά, και θα δω την αντίδραση του. Άρχισα να λέω: Άγιε Αναστάσιε Πέρση, πρέσβευε υπέρ ημών. Τρεις φορές το είπα νοερώς και γυρνάει στο τζάμι του αυτοκίνητου και λέει ο παπά - Φώτιος: Εσύ ποιος είσαι; δεν ήταν κανείς όμως. ούτε άνθρωπος περαστικός, εφόσον ήμασταν εν κινήσει ούτε έβλεπα τίποτα. Μετά γυρνάει και μου λέει: Εσύ τον επικαλέστηκες; Λέω ναι, και γελούσε με το πείραμά μου. Μετά μου λέει, Τσιμουδιά… Άκουσες; ναναι ευλογημένο, του λέω γέροντα.

Δύο γιατροί που ταξίδευαν με το αυτοκίνητο από το Πλωμάρι για Μυτιλήνη, συνάντησαν τον παπα Φώτη στον δρόμο. Τότε ο συνεπιβάτης είπε στον οδηγό να σταματήσουν για να τον πάρουν μαζί τους. Τότε ο οδηγός είπε: “Άστον, τον παλαβό”. Μετά από λίγα μέτρα κάηκε η μηχανή του αυτοκινήτου. Ακούστηκαν δε εκρήξεις και το αυτοκίνητο πήρε φωτιά.

Πήγαινε σε σπίτια ξαφνικά, όπου υπήρχε ένα πρόβλημα και όταν τον βλέπανε του λεγανε: Παπά - Φώτη ο Θεός σε έστειλε, σε χρειαζόμασταν.

Δεν είχε τηλέφωνο, αρκούσε μια προσευχή, Χριστέ μου στείλε μου τον πατήρ Φώτιο. κι ερχόταν.

Βοηθούσε πολύ κόσμο με πολλούς τρόπους. υλικούς και πνευματικούς, με απλότητα. Δόξα τω Θεώ, τον γνώρισα όταν πήγα στο νησί και με βοήθησε πολύ. Ένα βράδυ προσγειώθηκε στην αυλή μας, απ τα κεραμίδια. Πετούσε.!!!!!!!!! Τον είδαμε 3 άνθρωποι. Και μας είπε αυστηρά: Αυτό που είδατε θα το ξεχάσετε αμέσως. και όντως το ξεχάσαμε, εντελώς και το θυμηθήκαμε στην κηδεία του.

Ο μικρός Παναγιώτης μετέπειτα Παπά - Φώτης με τη θεία Μαριγώ το 1934.

Όσοι έχετε την δυνατότητα, τρέξτε να προσκυνήσετε τον τάφο του, στο χωριό Τρύγωνας της Λέσβου. Η ευωδία που αναδίδεται είναι σα να έρχεται κατ’ ευθείαν από τον παράδεισο. Πραγματικά ο τάφος του ευωδιάζει. Ευλογημένος τόπος το χωριό του Τρύγωνα, ένα χωριό που τόσο πολύ αγάπησε ο παπα-φώτης και αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του κάνοντας σπουδαία έργα. Ας έχουμε την ευχή του και την ευλογία του στις δύσκολες μέρες που ζούμε.

του Στρατή Ανδριώτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου