Μία σύγχρονη Νεομάρτυς, Φατίμα Αλ Μουταίρι. Ημέρα Μνήμης: 24 Ιουλίου.
«Θα έρθουν από την Δύση και την Ανατολή και θα καθίσουν μαζί με τον Αβραάμ τον Ισαάκ και τον Ιακώβ στο Βασίλειο του Θεού»
Η Φατίμα γεννήθηκε το 1982 στην πόλη Μπαρίντα της περιοχής Κασσίμ στην Σαουδική Αραβία. Μεγάλωσε σε μια πενταμελή οικογένεια, με τους γονείς της και δύο μεγαλύτερα αδέρφια. Η οικογένεια ήταν μουσουλμάνοι, χωρίς ωστόσο να είναι φανατικοί.
Από τα παιδικά της χρόνια είχε την ικανότητα ν’ αποστηθίζει ότι άκουγε στο σχολείο, κάτι που ώθησε την μητέρα της να την γράψει στο θρησκευτικό σχολείο, σκεπτόμενη ότι θα της έκανε καλό ωθώντας την ν’ αποστηθίσει το κοράνι και ν’ακολουθήσει την οδό του ορθόδοξου Ισλάμ. Όμως το νεαρό κορίτσι ακολούθησε το ακραίο μονοπάτι της θρησκείας, ντυνόταν στα μαύρα με μαντίλα και μπούρκα, έκανε όλες τις προσευχές που της ζητούσαν οι θρησκευτικές αρχές και νήστευε κάθε Δευτέρα και Πέμπτη επιπλέον του μηνός του ραμαζανίου. Απείχε πλέον απ’ οτιδήποτε την ωθούσε σε μια χαλαρών ηθών, σύμφωνα με την ίδια, εφηβική ζωή. Απαγόρευσε το ράδιο και την τηλεόραση στο σπίτι, εμποδίζοντας την οικογένεια να ακούει τραγούδια και μουσική. Διέκοψε κάθε σχέση με τις άλλες έφηβες της ηλικίας της, που τολμούσαν να δείξουν το πρόσωπό τους , ν’ ακούσουν λαϊκά τραγούδια ή να συζητήσουν θέματα πέρα από τ’ αυστηρά πλαίσια του Κορανίου, κάτι βέβαια που την ώθησε στο να απομονωθεί πλήρως από κάθε σχέση με τα κορίτσια της ηλικίας της . Η μητέρα της μετανιώνοντας πικρά που την έστειλε σ’ αυτό το σχολείο την πήρε και την πήγε στο δημόσιο.
Αυτή η απομάκρυνση της δημιούργησε ένα είδος κατάθλιψης με κεφαλαλγίες και ο γιατρός διέγνωσε ψυχολογικά αίτια. Τότε η Φατίμα αδυνατώντας να συνεχίσει σε αυτή την κατάσταση έκανε μια πλήρη μεταστροφή. Πέταξε τα μαύρα ρούχα και άρχισε να ζει όπως όλα τα κορίτσια της ηλικίας της, κοιτάζοντας πάλι τηλεόραση, ακούγοντας μουσική και μάλιστα μαθαίνοντας τα τραγούδια, συνεχίζοντας όμως να προσεύχεται καθημερινά και να ακούει στην τηλεόραση και στο ράδιο τους σεΐχηδες να κηρύσσουν τους λόγους τους. Έλεγε όμως, πως πραγματοποιώντας τα θρησκευτικά της καθήκοντα η καρδιά της παρέμενε μακριά από τον Θεό. Στη συνέχεια όμως μια μετάλλαξη συνέβη στην ψυχή της, αδυνατώντας πλέον ν’ ανεχτεί τους θρησκευτικούς ηγέτες, δογματικούς και φανατικούς να περνούν το χρόνο τους προφέροντας απειλές και κατάρες επί παντός επιστητού. Άρχισε να μισεί αυτούς τους λόγους και προσπαθούσε συνέχεια ν’αποδείξει ότι το πραγματικό Ισλάμ δεν είναι αυτό που κηρύττουν οι σεΐχηδες, αλλά αυτό της ανεκτικότητας και της ειρήνης. Έλεγε πως παρόμοιοι λόγοι απομακρύνουν τους ανθρώπους από την θρησκεία.
Δεκαοκτώ ετών πήγε στο πανεπιστήμιο και σπούδασε πληροφορική κι επικοινωνία, πέρασε επτά χρόνια αναζητώντας ένα Ισλάμ μετριοπαθές, και το βρήκε τελικά κοντά σ’ ένα κήρυκα (σύμφωνα με τα λεγόμενά της κομψό και καλοντυμένο), ο οποίος δεν πρόφερε κατάρες κι απειλές, παρέθετε όμως παραδείγματα κι έδινε ικανοποιητική λαβή για σκέψη.
Κατά την διάρκεια της αναζήτησης της αλήθειας για τον Θεό, στην ηλικία των εικοσιέξι της χρόνων, προκηρύχθηκε από την κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας ένας διαγωνισμός εκθέσεως με τίτλο «Το Ισλάμ ανάμεσα στην μετριοπάθεια και τον φανατισμό», με βραβείο ένα εκατομμύριο δηνάρια. Ο διαγωνισμός απευθυνόταν σε όλες τις αραβικές χώρες. Η Φατίμα, έχοντας ήδη κερδίσει έναν προηγούμενο διαγωνισμό, ενθουσιάστηκε με το θέμα που την απασχολούσε πολύ κι άρχισε να δουλεύει. Για να επιτύχει άρχισε να ρωτά ποιος γνώριζε έναν μουσουλμάνο που από ζηλωτής έγινε μετριοπαθής. Οι έρευνές της απέβησαν άκαρπες. Τότε θυμήθηκε που είχε διαβάσει μια ημέρα στο διαδίκτυο ύβρεις σε έναν Σαουδάραβα που προσηλυτίστηκε στον χριστιανισμό. Σκέφτηκε πως αυτός ήταν ο άνθρωπος που χρειαζόταν. Τον αναζήτησε και τον βρήκε στην ιστοσελίδα του. Αρχικά προσπάθησε να μάθει αν ήταν ζηλωτής μουσουλμάνος, αλλά απογοητεύθηκε όταν της απάντησε αρνητικά, στην συνέχεια τον ρώτησε γιατί άφησε το Ισλάμ για μία θρησκεία γεμάτη λάθος δόγματα. Τότε ο Ερνέστ (όπως τον αποκαλεί) επιχείρησε μια συζήτηση μαζί της για το πρόσωπο του Μωάμεθ, ο οποίος γι αυτόν δεν ήταν ένας πραγματικός προφήτης. Η Φατίμα αντέδρασε έντονα κατηγορώντας τον ότι αρνήθηκε την αφοσίωσή του στον προφήτη. Αυτός άρχισε τότε να της το αποδεικνύει αναφερόμενος σε κείμενα σύγχρονα του Μωάμεθ και της απέδειξε την μοχθηρότητα της καρδιάς του στο κείμενο «IbnHisham», όπου ο προφήτης έδεσε μία γυναίκα που τον αντιπαθούσε από τα πόδια και την έσυρε μαζί με τον εξάδελφό του στην έρημο. Επειδή η Φατίμα δεν θυμόταν αυτό το εδάφιο πήγε στην βιβλιοθήκη, όπου και βρήκε την αφήγηση όπως της είχε αναφέρει. Απογοητευμένη και μη γνωρίζοντας τι να του απαντήσει του είπε: «Και άφησες όλο το Ισλάμ και την αλήθεια του για ένα τόσο μικρό και ασήμαντο περιστατικό;» Της πρότεινε τότε να διαβάσει τα βιβλία δύο προσηλυτισμένων που κατακρίνουν το Κοράνι, της Wafaa Sultan και του Kamel an Najjar. Η Φατίμα άρχισε λοιπόν ν’ αναζητά πληροφορίες για την προσηλυτισμένη Wafaa Sultan αλλά όλες οι τοποθεσίες στο διαδίκτυο που μιλούσαν γι αυτήν και τα γραπτά της είχαν φραγή από την λογοκρισία. Δοκίμασε τότε Kamel an Najjar και βρήκε αναρτημένο όλο το βιβλίο του «Κριτικές του Ισλάμ». Άρχισε να το διαβάζει και ανακάλυψε τότε τις τέσσερις αλήθειες για το Κοράνι: Λάθη γραμματικά (αν το βιβλίο ήταν Θεία έμπνευση δεν θα υπήρχαν ορθογραφικά λάθη), λάθη ιστορικά, επιστημονικά. Αυτό το βιβλίο απεκάλυπτε το πρόσωπο του Μωάμεθ, τις φιλοδοξίες του, τους πολέμους του, τις γυναίκες του, τους σαρκικούς του έρωτες.
Τελειώνοντας την ανάγνωσή του, ανέφερε: «Έγινα άθεη δεν πίστευα πλέον σε τίποτε». Νοιώθοντας το βάρος της θρησκευτικής ψευδαίσθησης στην οποία ζούσε, επέστρεψε σπίτι της και βίωσε μια σοβαρή καταθλιπτική κρίση. Άρχισε να παίρνει ηρεμιστικά αδυνατώντας ν’ αντέξει την απάτη στην οποία ένας ολόκληρος κόσμος είχε παρασυρθεί, και στο τέλος σταμάτησε να τρώει και να πίνει. Η μητέρα της προσπάθησε πολλές φορές να μάθει την αιτία, χωρίς να λάβει ποτέ μια απάντηση. Δέκα ημέρες αργότερα έλαβε μια επιστολή από το κέντρο στο οποίο εργαζόταν για να αναλάβει την θέση της. Για να ξεφύγει από αυτό το αδιέξοδο, δέχθηκε να πάει στην εργασία της, αλλά η φυσική της εμφάνιση ήταν αξιοθρήνητη.
Νοιώθοντας την ανάγκη να γνωρίσει περισσότερα για τον χριστιανισμό, ήρθε σε επαφή διαδικτυακά με τον Ερνέστ, ο οποίος την προέτρεψε να διαβάσει κάποια βιβλία για την χριστιανική πίστη. Ανακάλυψε τότε μαρτυρίες στο Κοράνι για τον Χριστό τον θάνατό Του και την Ανάστασή Του, όπως και μία μαρτυρία για την ύπαρξη της Αγίας Τριάδος… Κατάλαβε τότε πως το Ισλάμ έκανε μια υποκριτική εκστρατεία εναντίον των χριστιανών κατηγορώντας τους για πολυθεϊσμό κι ότι λάτρευαν για Θεό έναν άνθρωπο. Απευθύνθηκε και πάλι σ’ αυτόν τον άγνωστο Θεό τον οποίο όμως γνώριζε από τα παιδικά της χρόνια μέσα από την φώτιση που ένοιωθε συχνά στη ζωή της: «Κύριε σταμάτα, φθάνει, αρκετά με άφησες σε αυτή την ψευδαίσθηση, τώρα πες μου ποιος είσαι; ποιό είναι το μονοπάτι που οδηγεί σ’ Εσένα; ήρθε η ώρα να μου αποκαλυφθείς, δεν μπορώ ν’ αντέξω άλλο αυτή την κατάσταση».
Σιγά-σιγά μπήκε σε φόρα συζητήσεων μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών και με την Θεία Πρόνοια ανακάλυψε τα Άγια Ευαγγέλια. Άρχισε να διαβάζει αυτό του ευαγγελιστή Ματθαίου και τότε άρχισε όλη η ιστορία. Όταν έφθασε στο κήρυγμα στο όρος (κεφάλαια 5,6,7) συνέβη μια πραγματική πνευματική μύηση και η Φατίμα αναφώνησε με όλη της την δύναμη: « εσύ είσαι ο Θεός μου, Εσένα αναζητούσα από παιδί, ήξερα πως σκεπτόσουν τοιουτοτρόπως, πού είσαι Κύριέ μου;» έλεγε αυτά και άλλα πολλά λουσμένη σε δάκρυα χαράς, γιατί αυτός που της μιλούσε ήταν ο Θεός της. Αναρωτιόταν πως και δεν είχε διαβάσει νωρίτερα το Ευαγγέλιο, πως γινόταν και γνώριζε ότι τα πράγματα ήταν έτσι (ο Θεός είναι καλός, ελεήμων και δεν καλεί τους ανθρώπους στο μίσος και στην εκδίκηση…). Θυμήθηκε τη φώτιση που ένοιωθε από παιδί κάθε φορά που καλούσε αυτόν τον Θεό τον οποίον δεν γνώριζε και που τώρα αποκαλύφθηκε στην πνευματική της καρδιά. Διηγείτο πως από εκείνη τη στιγμή η χαρά κατοίκησε και πάλι στην ψυχή της και πως όλος ο κόσμος δεν την χωρούσε, τέτοια ήταν η χαρά που πλημμύριζε την ύπαρξή της.
Διάβασε το ευαγγέλιο του Ματθαίου τέσσερις φορές αδυνατώντας να πιστέψει πως βρήκε τον Θεό της, το φόρτωσε στον υπολογιστή της και φύλαγε στην τσάντα της συνέχεια ένα αντίγραφο. Έπειτα μπήκε και πάλι στο διαδίκτυο στα χριστιανικά φόρα και κατάφερε να δει την ζωή του Κυρίου σε βίντεο και μετά την προσευχή του τέλους ένοιωσε πως πραγματικά είχε γίνει χριστιανή. Όταν στο διαδίκτυο ανέφερε στον Ερνέστ ότι προσηλυτίστηκε, αυτός την συμβούλεψε να φυλάγεται διότι στην Σαουδική Αραβία μια μουσουλμάνα που γινόταν χριστιανή κινδύνευε με την ποινή του θανάτου. Της πρότεινε λοιπόν να φύγει από την Σαουδική Αραβία και να πάει στη χώρα όπου διέμενε αυτός (μάλλον στις Η.Π.Α.). Αποφάσισε λοιπόν να φύγει όμως το διαβατήριό της, που είχε υπογράψει ο πατέρας της έληγε σε τρείς μήνες και στο αεροδρόμιο της είπαν πως δεν μπορούσε ν’ αποκτήσει βίζα με αυτά τα χρονικά περιθώρια. Πήγε τότε στο προξενείο και λίγο πριν μπει απευθύνθηκε στο Χριστό: «Κύριε, εάν είσαι ο πραγματικός Θεός, όποιο και να είναι το χρονικό περιθώριο, πρέπει ν’ αποκτήσω αυτή τη βίζα». Μπήκε στο γραφείο κι έκανε την αίτηση χωρίς πραγματικά να ελπίζει. Δύο ημέρες αργότερα επέστρεψε στο προξενείο και προς μεγάλη της έκπληξη της έδωσαν τη βίζα, τρέμοντας από χαρά και φόβο επέστρεψε σπίτι της και την ίδια εβδομάδα ετοίμασε τις αποσκευές της και πριν ξυπνήσουν οι γονείς της πήρε το αυτοκίνητο και κατευθύνθηκε στο αεροδρόμιο.
Εκεί ξεκίνησε μια άλλη ταλαιπωρία, για τρείς ώρες οι υπάλληλοι της αεροπορικής εταιρείας την έστελναν από τον ένα στον άλλο, εμποδίζοντάς την να ταξιδέψει, επειδή το διαβατήριο της έληγε σε λιγότερο από έξι μήνες, χρονικό όριο που απαιτείτο από τις συμφωνίες με Ευρώπη και Αμερική, ώστε ένας Σαουδάραβας να μπορεί να ταξιδέψει. Τελικά δυστυχής, εξαντλημένη και απελπισμένη μπήκε στο αυτοκίνητο για να επιστρέψει σπίτι της, σκεπτόμενη τι θα έλεγε στους γονείς της αν την έβλεπαν να επιστρέφει με τις αποσκευές. Τότε ξαφνικά, της ήρθε η ιδέα να ζητήσει την βοήθεια του Χριστού. Δεν πρόλαβε να ξεκινήσει με το αυτοκίνητο κι ένας άγνωστος άνδρας τη ρώτησε τι έκανε τελικά. Του απάντησε πως απόκαμε να πηγαίνει από το ένα γραφείο στο άλλο. Την κάλεσε τότε να τον ακολουθήσει στο αεροδρόμιο, μα η Φατίμα του είπε πως ήταν άδικος κόπος, όμως μπροστά στην επιμονή αυτού του ανδρός αναγκάστηκε να τον ακολουθήσει μέχρι το γραφείο του διευθυντή των αερογραμμών, ο άγνωστος κάτι του ψιθύρισε στο αυτί κι έφυγε. Ο διευθυντής τρομοκρατημένος κάλεσε τη Φατίμα και τη ρώτησε για την εν λόγω υποστήριξη. Αυτή αρνήθηκε πως έχει κάποιο μέσον, ενώ ο διευθυντής έστελνε ένα e-mail στο αεροδρόμιο και δευτερόλεπτα μετά δέχθηκε την απάντηση, τότε σηκώθηκε γρήγορα πήρε την μάρτυρα και διέταξε να ανοίξει γρήγορα το τελωνείο πριν απογειωθεί το αεροπλάνο. Η Φατίμα δεν καταλάβαινε τι συμβαίνει, ξέσπασε σε κλάματα και αργότερα διηγείτο πως οι εργαζόμενοι του αεροδρομίου άρχισαν να γελούν και να την κοροϊδεύουν που έκλαιγε. Περνώντας το τελωνείο τη ρώτησαν πως κατάφερε και πήρε το εισιτήριο. Τους απάντησε από μέσα της: «πρέπει να αγαπάς τον Χριστό».
Έφυγε από την Σαουδική Αραβία και πήγε στη χώρα του Ερνέστ. Εκεί έζησε μερικές εβδομάδες, βαπτίσθηκε (μάλλον Σάρα, αφού χρησιμοποιούσε αυτό το όνομα στα χριστιανικά φόρα στο διαδίκτυο) και γνώρισε «τον λαό του Χριστού». Διηγείτο πως είχε στο πνευματικό επίπεδο αρκετές δυσκολίες στις συζητήσεις με τους χριστιανούς: ορθόδοξους, καθολικούς, διαμαρτυρόμενους. Έγραψε ένα ποίημα πολύ συγκινητικό που αφορούσε την ένωση που θα έπρεπε να διέπει τους χριστιανούς (οι άνθρωποι που υποδέχτηκαν την Φατιμά είναι ορθόδοξοι παλαιστινιακής καταγωγής).
Αφού γνώρισε χριστιανούς που ασκούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, επέστρεψε σπίτι της στην Αραβία. Δεν γνωρίζουμε τι συνέβη κατά την επιστροφή της που έγινε στα μέσα του 2007. Μάθαμε όμως ότι στη συνέχεια έφυγε από την γενέτειρά της και πήγε σε μια γειτονική πόλη να εργαστεί σαν δασκάλα. Ο πατέρας της προσπάθησε πολλές φορές να την παντρέψει αλλά εκείνη αρνήθηκε κατηγορηματικά κάθε σχέση με μουσουλμάνο (χωρίς ωστόσο να το δηλώνει ανοιχτά). Υπέφερε πάρα πολύ από την έλλειψη ελευθερίας στην Αραβία και η μόνη της παρηγοριά ήταν το διαδίκτυο, μέσω του οποίου ερχόταν σε επαφή με τα χριστιανικά φόρα, κατέβασε χριστιανικά βιβλία και είχε μια πολύ εμπιστευτική σχέση με μια χριστιανή συγγραφέα από το Λίβανο (Μαγκι). Η εξήγησή της για την Αγία Τριάδα ήταν: «Ο Πατέρας είναι το εγώ του Θεού, από το οποίο γεννήθηκε ο Λόγος και βγήκε το Πνεύμα».
Με το φωτισμένο πνεύμα της κατάλαβε τι ήταν το Ισλάμ κι έγραψε στους μουσουλμάνους ποιήματα όπου γινόταν αναφορά στην πραγματική πίστη η οποία παράγει την πραγματική αγάπη, αυτή του Χριστού. Πρέπει να φανταστούμε τη ζωή αυτής της γυναίκας που ζούσε σ’ ένα εχθρικά θρησκευτικό περιβάλλον που την απειλούσε με θάνατο σε κάθε βήμα της ύπαρξής της. Χαρακτήρας ολοκληρωτικά αφοσιωμένος στην αγάπη του Κυρίου και Θεού της, μοναχή σε αυτή την ισλαμική απεραντοσύνη, χωρίς καμία υποστήριξη φυσιολογικά θα έπρεπε να παραιτηθεί όμως στα τέλη του Ιουλίου του 2008, κατά την διάρκεια μίας συζήτησης θρησκευτικού περιεχομένου στο σπίτι μπροστά στους γονείς και τον αδερφό της, ο οποίος εργαζόταν στον οργανισμό «οι φύλακες του Ισλάμ», η Φατίμα δήλωσε πως η ζωή του Χριστού ήταν απείρως πιο αγνή από εκείνη του Μωάμεθ. Τότε ο αδελφός της θολωμένος από θυμό την άρπαξε και της ζήτησε να κάνει αμέσως μετάνοιες για την βλασφημία που ξεστόμισε, κατηγορώντας παράλληλα το διαδίκτυο πως ήταν η αιτία της ψυχικής και θρησκευτικής της εκτροπής, αλλά η Φατίμα δεν τον άφησε να την ταπεινώσει και του είπε: «στον Θεό δεν αρέσει να αρνούμαι τα λεγόμενά μου».
Μετά από αυτή τη λογομαχία πήγανε σε κάποιο θείο της και όταν επέστρεψαν στις μία το πρωί βρήκε το δωμάτιό της ανοιχτό και τον υπολογιστή της εξαφανισμένο, μετά από αναζήτηση τον βρήκε στο δωμάτιο του αδερφού της, τον πήρε γρήγορα από τα χέρια του. Επέστρεψε στο δωμάτιό της και έγραψε το τελευταίο της μήνυμα σε κάποιον με τίτλο: είμαι πολύ ταραγμένη. συνημμένα το κείμενο: ειρήνη Κυρίου και Θεού Ιησού Χριστού!
Είμαι πολύ ανήσυχη, οι γονείς μου άρχισαν να αμφιβάλλουν για εμένα, μετά από μία θρησκευτική συζήτηση που συνέβη χθες βράδυ με τους γονείς και τ’ αδέλφια μου, προσέβαλα το Ισλάμ χωρίς να το αντιληφθώ σε μία έκρηξη θυμού διότι νοιώθω πολύ πιεσμένη σε αυτή τη χώρα όπου δεν υπάρχει καμία θρησκευτική ελευθερία, εν ολίγοις τους είπα πως η ζωή του Ιησού είναι απείρως πιο αγνή από του Μωάμεθ και πως δεν υπάρχει καμία σύγκριση μεταξύ τους. Η συζήτηση άναψε σε σημείο που ο αδελφός μου, μου είπε: «μετανόησε γιατί αλλιώς βλασφημάς!» του είπα: «αυτό δεν αρέσει στο Θεό» και τότε είδα πως έγινε απειλητικός. Έπειτα δέχθηκα ένα σωρό βρισιές από τα αδέλφια μου, που κατηγόρησαν το διαδίκτυο για την ψυχική και θρησκευτική μου εκτροπή. Στη συνέχεια πήγαμε στον θείο μου κι όταν επέστρεψα στις μία το πρωί, βρήκα το δωμάτιό μου ανοιχτό και τον υπολογιστή να λείπει. Τον ξαναβρήκα στο δωμάτιο του αδελφού μου…Υπήρχαν χριστιανικές σκέψεις γραμμένες από εμένα με τον Σταυρό επάνω από αυτές, μερικές μάλιστα ήταν σε πρόζα. Τον ρώτησα γιατί πήρε τον υπολογιστή μου και μου απάντησε πως ο δικός του είχε χαλάσει κι ότι έπρεπε να συνδεθεί στο διαδίκτυο. Με κοίταξε με ένα απειλητικό βλέμμα, του χαμογέλασα κι επέτρεψα στο δωμάτιό μου (έχοντας πάρει ωστόσο τον δικό μου) και κλειδώθηκα αμέσως. Αναρωτιέμαι πως μπήκε στο δωμάτιό μου; πού βρήκε το κλειδί, αφού το είχα επάνω μου; φοβήθηκα, πάνε τώρα τέσσερις ώρες που βρίσκομαι κλεισμένη στο δωμάτιό μου. Άρχισα ν’ ανησυχώ για την συμπεριφορά του και το βλέμμα του με τρομάζει. Προσευχήσου για εμένα σε παρακαλώ… εάν απουσιάσω για λίγο μην ανησυχείς, ο Κύριος είναι μαζί μου, είναι το φώς και η σωτηρία μου, από τι να φοβηθώ; θα απομακρυνθώ λιγάκι από το διαδίκτυο για να μη δώσω δικαιώματα.
Αυτό είναι το τελευταίο μήνυμα της νεομάρτυρος. Τη συνέχεια τη μάθαμε από τα ΜΜΕ και από ένα μήνυμα που έστειλε στο διαδίκτυο μία φίλη της.
Το πρώτο μπλόκ που μίλησε για τη μάρτυρα Φατίμα ήταν αυτό των «ελεύθερων Κοπτών»: ένας αδελφός σκότωσε την αδελφή του στην περιοχή AlCharquiya όταν ανακάλυψε ότι προσηλυτίστηκε στον χριστιανισμό. Την βασάνισε καίγοντάς την στο πρόσωπο και στη πλάτη (θέλοντας να την εξαγνίσει από το μίασμα της προσηλύτισης στον Χριστό ), στη συνέχεια της έκοψε τη γλώσσα και την χτύπησε μέχρι θανάτου.
Αργότερα κάποια αραβικά μέσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση, χωρίς ωστόσο να επεκταθούν. Τα χριστιανικά φόρα στα οποία συμμετείχε έκλεισαν για πολλές ημέρες σε ένδειξη πένθους. Αλλά η σημαντικότερη πληροφορία δημοσιεύθηκε από μια φίλη της νεομάρτυρος, η οποία συντετριμμένη από το θάνατό της διηγήθηκε ότι οι γονείς της Φατίμα προσκλήθηκαν στην ταφή η οποία έγινε σε μουσουλμανικό κοιμητήριο. Οι γονείς της, διέδωσαν την πληροφορία ότι σκοτώθηκε εξ αιτίας της ατίμωσης προς την οικογένεια μετά από ένα σαρκικό αμάρτημα που διέπραξε. Όμως η φίλη της υποστηρίζει ότι η Φατίμα ήταν μια νέα γυναίκα πολύ αγνή, με ευγενικές αρετές, πολύ μορφωμένη και ότι ποτέ δεν θα διέπραττε ένα τέτοιο ατόπημα. Ήταν όμορφη με μακριά μαύρα μαλλιά να στολίζουν το πρόσωπό της. Οι γείτονες γνώριζαν ότι σκοτώθηκε επειδή προσηλυτίσθηκε στο χριστιανισμό, διότι ο άλλος της αδερφός εργαζόταν στην αστυνομία και από εκεί μάθαμε τον λόγο της εκτέλεσής της. Ο δολοφόνος αδελφός βρίσκεται αυτή τη στιγμή στη φυλακή, ενώ αυτή η πληροφορία αποσιωπήθηκε από την κυβέρνηση, η οποία δεν τιμωρούσε παρόμοιες πράξεις. Εδώ και δέκα ημέρες που έμαθα για την εκτέλεσή της δεν κοιμάμαι πλέον τις νύχτες. Αχ, πόσο τους μισώ, εγώ η ίδια αν ήξερα ότι προσηλυτίσθηκε στο χριστιανισμό θα τις είχα προσφέρει ένα Σταυρό. Ο Θεός να την ελεήσει. Ο Θεός να την ελεήσει. Ο Θεός να την ελεήσει… (αυτό το μήνυμα χρονολογείται από τις 3 Αυγούστου του 2008) άρα η μαρτυρία της Φατίμα έγινε στις 24 Ιουλίου.
Αναφέρουμε εδώ τα τελευταία λόγια και το τελευταίο ποίημα που η Φατίμα απηύθυνε στους μουσουλμάνους.
«Ω μουσουλμάνοι, αρκετά, τα σπαθιά σας δεν μ’ αγγίζουν πια, ούτε η κακία σας, ούτε η ατιμία σας. Οι απειλές σας δεν με ταράσσουν καθόλου, δεν σας φοβάμαι.
Στο όνομα του Θεού, είμαι πράγματι χριστιανή και θα παραμείνω χριστιανή μέχρι το θάνατό μου».
Τελευταίο ποίημα που γράφτηκε από τη νεομάρτυρα Σάρα.
Ω, μάτια μου κλάψτε για το χρόνο που πέρασε μιας θλιμμένης ζωής.
Είθε ο Κύριος Ιησούς να σας φωτίσει ω μουσουλμάνοι.
Να μαλακώσει τις καρδιές σας ίνα μπορέσετε και αγαπήσετε αλλήλους.
Για να σας δείξω την αλήθεια, για εσάς αποκαλύφθηκε.
Μια αλήθεια που δεν τη γνωρίζετε.
Κι αυτό που λένε για τον Κύριο των προφητών (Ιησούς Χριστός).
Λατρεύουμε τον Κύριο τον Ιησού το Φως του κόσμου.
Φύγαμε από τον Μωάμεθ, τα βήματά του δεν ακολουθούμε πια.
Ακολουθούμε τον Ιησού, την αποκαλύψεως Αλήθεια.
Ειλικρινά τη χώρα μας αγαπούμε και προδότες δεν είμαστε.
Σαουδάραβες πολίτες, περήφανα είμαστε.
Μα πώς να προδώσουμε θα μπορούσαμε πατρίδα και αγαπημένους γονείς.
Μα πως αλλέως να ήταν, έτοιμοι είμαστε για τη Σαουδική Αραβία να πεθάνουμε.
Η χώρα των προγόνων μου, η δόξα για την οποία ποιήματα γράφουμε.
Περήφανοι λέμε είμαστε, περήφανοι, περήφανοι που γεννηθήκαμε Σαουδάραβες
(υπ’ όψιν ένας Σαουδάραβας που προσηλυτίζεται στο χριστιανισμό θεωρείται προδότης).
Την οδό μας επιλέξαμε, αυτήν εκείνων που οδηγήθηκαν εις την αλήθεια.
Κάθε άνθρωπος ελεύθερος είναι την πίστη του να επιλέξει.
Αρκετά, αφήστε μας ήσυχους στον Χριστό να πιστέψουμε.
Αφήστε μας, τη ζωή μας να εορτάσουμε, πριν αναχωρήσουμε.
Δάκρυα από τα μάτια μου κυλούν και η καρδιά μου θλιμμένη είναι για τους προσήλυτους.
Πόσο σκληροί είσαστε, ο Κύριος μακάριους αποκαλεί τους κατατρεγμένους.
Για τον Χριστό θα υπομείνουμε τα πάντα.
«Θα έρθουν από την Δύση και την Ανατολή και θα καθίσουν μαζί με τον Αβραάμ τον Ισαάκ και τον Ιακώβ στο Βασίλειο του Θεού»
Η Φατίμα γεννήθηκε το 1982 στην πόλη Μπαρίντα της περιοχής Κασσίμ στην Σαουδική Αραβία. Μεγάλωσε σε μια πενταμελή οικογένεια, με τους γονείς της και δύο μεγαλύτερα αδέρφια. Η οικογένεια ήταν μουσουλμάνοι, χωρίς ωστόσο να είναι φανατικοί.
Από τα παιδικά της χρόνια είχε την ικανότητα ν’ αποστηθίζει ότι άκουγε στο σχολείο, κάτι που ώθησε την μητέρα της να την γράψει στο θρησκευτικό σχολείο, σκεπτόμενη ότι θα της έκανε καλό ωθώντας την ν’ αποστηθίσει το κοράνι και ν’ακολουθήσει την οδό του ορθόδοξου Ισλάμ. Όμως το νεαρό κορίτσι ακολούθησε το ακραίο μονοπάτι της θρησκείας, ντυνόταν στα μαύρα με μαντίλα και μπούρκα, έκανε όλες τις προσευχές που της ζητούσαν οι θρησκευτικές αρχές και νήστευε κάθε Δευτέρα και Πέμπτη επιπλέον του μηνός του ραμαζανίου. Απείχε πλέον απ’ οτιδήποτε την ωθούσε σε μια χαλαρών ηθών, σύμφωνα με την ίδια, εφηβική ζωή. Απαγόρευσε το ράδιο και την τηλεόραση στο σπίτι, εμποδίζοντας την οικογένεια να ακούει τραγούδια και μουσική. Διέκοψε κάθε σχέση με τις άλλες έφηβες της ηλικίας της, που τολμούσαν να δείξουν το πρόσωπό τους , ν’ ακούσουν λαϊκά τραγούδια ή να συζητήσουν θέματα πέρα από τ’ αυστηρά πλαίσια του Κορανίου, κάτι βέβαια που την ώθησε στο να απομονωθεί πλήρως από κάθε σχέση με τα κορίτσια της ηλικίας της . Η μητέρα της μετανιώνοντας πικρά που την έστειλε σ’ αυτό το σχολείο την πήρε και την πήγε στο δημόσιο.
Αυτή η απομάκρυνση της δημιούργησε ένα είδος κατάθλιψης με κεφαλαλγίες και ο γιατρός διέγνωσε ψυχολογικά αίτια. Τότε η Φατίμα αδυνατώντας να συνεχίσει σε αυτή την κατάσταση έκανε μια πλήρη μεταστροφή. Πέταξε τα μαύρα ρούχα και άρχισε να ζει όπως όλα τα κορίτσια της ηλικίας της, κοιτάζοντας πάλι τηλεόραση, ακούγοντας μουσική και μάλιστα μαθαίνοντας τα τραγούδια, συνεχίζοντας όμως να προσεύχεται καθημερινά και να ακούει στην τηλεόραση και στο ράδιο τους σεΐχηδες να κηρύσσουν τους λόγους τους. Έλεγε όμως, πως πραγματοποιώντας τα θρησκευτικά της καθήκοντα η καρδιά της παρέμενε μακριά από τον Θεό. Στη συνέχεια όμως μια μετάλλαξη συνέβη στην ψυχή της, αδυνατώντας πλέον ν’ ανεχτεί τους θρησκευτικούς ηγέτες, δογματικούς και φανατικούς να περνούν το χρόνο τους προφέροντας απειλές και κατάρες επί παντός επιστητού. Άρχισε να μισεί αυτούς τους λόγους και προσπαθούσε συνέχεια ν’αποδείξει ότι το πραγματικό Ισλάμ δεν είναι αυτό που κηρύττουν οι σεΐχηδες, αλλά αυτό της ανεκτικότητας και της ειρήνης. Έλεγε πως παρόμοιοι λόγοι απομακρύνουν τους ανθρώπους από την θρησκεία.
Δεκαοκτώ ετών πήγε στο πανεπιστήμιο και σπούδασε πληροφορική κι επικοινωνία, πέρασε επτά χρόνια αναζητώντας ένα Ισλάμ μετριοπαθές, και το βρήκε τελικά κοντά σ’ ένα κήρυκα (σύμφωνα με τα λεγόμενά της κομψό και καλοντυμένο), ο οποίος δεν πρόφερε κατάρες κι απειλές, παρέθετε όμως παραδείγματα κι έδινε ικανοποιητική λαβή για σκέψη.
Κατά την διάρκεια της αναζήτησης της αλήθειας για τον Θεό, στην ηλικία των εικοσιέξι της χρόνων, προκηρύχθηκε από την κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας ένας διαγωνισμός εκθέσεως με τίτλο «Το Ισλάμ ανάμεσα στην μετριοπάθεια και τον φανατισμό», με βραβείο ένα εκατομμύριο δηνάρια. Ο διαγωνισμός απευθυνόταν σε όλες τις αραβικές χώρες. Η Φατίμα, έχοντας ήδη κερδίσει έναν προηγούμενο διαγωνισμό, ενθουσιάστηκε με το θέμα που την απασχολούσε πολύ κι άρχισε να δουλεύει. Για να επιτύχει άρχισε να ρωτά ποιος γνώριζε έναν μουσουλμάνο που από ζηλωτής έγινε μετριοπαθής. Οι έρευνές της απέβησαν άκαρπες. Τότε θυμήθηκε που είχε διαβάσει μια ημέρα στο διαδίκτυο ύβρεις σε έναν Σαουδάραβα που προσηλυτίστηκε στον χριστιανισμό. Σκέφτηκε πως αυτός ήταν ο άνθρωπος που χρειαζόταν. Τον αναζήτησε και τον βρήκε στην ιστοσελίδα του. Αρχικά προσπάθησε να μάθει αν ήταν ζηλωτής μουσουλμάνος, αλλά απογοητεύθηκε όταν της απάντησε αρνητικά, στην συνέχεια τον ρώτησε γιατί άφησε το Ισλάμ για μία θρησκεία γεμάτη λάθος δόγματα. Τότε ο Ερνέστ (όπως τον αποκαλεί) επιχείρησε μια συζήτηση μαζί της για το πρόσωπο του Μωάμεθ, ο οποίος γι αυτόν δεν ήταν ένας πραγματικός προφήτης. Η Φατίμα αντέδρασε έντονα κατηγορώντας τον ότι αρνήθηκε την αφοσίωσή του στον προφήτη. Αυτός άρχισε τότε να της το αποδεικνύει αναφερόμενος σε κείμενα σύγχρονα του Μωάμεθ και της απέδειξε την μοχθηρότητα της καρδιάς του στο κείμενο «IbnHisham», όπου ο προφήτης έδεσε μία γυναίκα που τον αντιπαθούσε από τα πόδια και την έσυρε μαζί με τον εξάδελφό του στην έρημο. Επειδή η Φατίμα δεν θυμόταν αυτό το εδάφιο πήγε στην βιβλιοθήκη, όπου και βρήκε την αφήγηση όπως της είχε αναφέρει. Απογοητευμένη και μη γνωρίζοντας τι να του απαντήσει του είπε: «Και άφησες όλο το Ισλάμ και την αλήθεια του για ένα τόσο μικρό και ασήμαντο περιστατικό;» Της πρότεινε τότε να διαβάσει τα βιβλία δύο προσηλυτισμένων που κατακρίνουν το Κοράνι, της Wafaa Sultan και του Kamel an Najjar. Η Φατίμα άρχισε λοιπόν ν’ αναζητά πληροφορίες για την προσηλυτισμένη Wafaa Sultan αλλά όλες οι τοποθεσίες στο διαδίκτυο που μιλούσαν γι αυτήν και τα γραπτά της είχαν φραγή από την λογοκρισία. Δοκίμασε τότε Kamel an Najjar και βρήκε αναρτημένο όλο το βιβλίο του «Κριτικές του Ισλάμ». Άρχισε να το διαβάζει και ανακάλυψε τότε τις τέσσερις αλήθειες για το Κοράνι: Λάθη γραμματικά (αν το βιβλίο ήταν Θεία έμπνευση δεν θα υπήρχαν ορθογραφικά λάθη), λάθη ιστορικά, επιστημονικά. Αυτό το βιβλίο απεκάλυπτε το πρόσωπο του Μωάμεθ, τις φιλοδοξίες του, τους πολέμους του, τις γυναίκες του, τους σαρκικούς του έρωτες.
Τελειώνοντας την ανάγνωσή του, ανέφερε: «Έγινα άθεη δεν πίστευα πλέον σε τίποτε». Νοιώθοντας το βάρος της θρησκευτικής ψευδαίσθησης στην οποία ζούσε, επέστρεψε σπίτι της και βίωσε μια σοβαρή καταθλιπτική κρίση. Άρχισε να παίρνει ηρεμιστικά αδυνατώντας ν’ αντέξει την απάτη στην οποία ένας ολόκληρος κόσμος είχε παρασυρθεί, και στο τέλος σταμάτησε να τρώει και να πίνει. Η μητέρα της προσπάθησε πολλές φορές να μάθει την αιτία, χωρίς να λάβει ποτέ μια απάντηση. Δέκα ημέρες αργότερα έλαβε μια επιστολή από το κέντρο στο οποίο εργαζόταν για να αναλάβει την θέση της. Για να ξεφύγει από αυτό το αδιέξοδο, δέχθηκε να πάει στην εργασία της, αλλά η φυσική της εμφάνιση ήταν αξιοθρήνητη.
Νοιώθοντας την ανάγκη να γνωρίσει περισσότερα για τον χριστιανισμό, ήρθε σε επαφή διαδικτυακά με τον Ερνέστ, ο οποίος την προέτρεψε να διαβάσει κάποια βιβλία για την χριστιανική πίστη. Ανακάλυψε τότε μαρτυρίες στο Κοράνι για τον Χριστό τον θάνατό Του και την Ανάστασή Του, όπως και μία μαρτυρία για την ύπαρξη της Αγίας Τριάδος… Κατάλαβε τότε πως το Ισλάμ έκανε μια υποκριτική εκστρατεία εναντίον των χριστιανών κατηγορώντας τους για πολυθεϊσμό κι ότι λάτρευαν για Θεό έναν άνθρωπο. Απευθύνθηκε και πάλι σ’ αυτόν τον άγνωστο Θεό τον οποίο όμως γνώριζε από τα παιδικά της χρόνια μέσα από την φώτιση που ένοιωθε συχνά στη ζωή της: «Κύριε σταμάτα, φθάνει, αρκετά με άφησες σε αυτή την ψευδαίσθηση, τώρα πες μου ποιος είσαι; ποιό είναι το μονοπάτι που οδηγεί σ’ Εσένα; ήρθε η ώρα να μου αποκαλυφθείς, δεν μπορώ ν’ αντέξω άλλο αυτή την κατάσταση».
Σιγά-σιγά μπήκε σε φόρα συζητήσεων μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών και με την Θεία Πρόνοια ανακάλυψε τα Άγια Ευαγγέλια. Άρχισε να διαβάζει αυτό του ευαγγελιστή Ματθαίου και τότε άρχισε όλη η ιστορία. Όταν έφθασε στο κήρυγμα στο όρος (κεφάλαια 5,6,7) συνέβη μια πραγματική πνευματική μύηση και η Φατίμα αναφώνησε με όλη της την δύναμη: « εσύ είσαι ο Θεός μου, Εσένα αναζητούσα από παιδί, ήξερα πως σκεπτόσουν τοιουτοτρόπως, πού είσαι Κύριέ μου;» έλεγε αυτά και άλλα πολλά λουσμένη σε δάκρυα χαράς, γιατί αυτός που της μιλούσε ήταν ο Θεός της. Αναρωτιόταν πως και δεν είχε διαβάσει νωρίτερα το Ευαγγέλιο, πως γινόταν και γνώριζε ότι τα πράγματα ήταν έτσι (ο Θεός είναι καλός, ελεήμων και δεν καλεί τους ανθρώπους στο μίσος και στην εκδίκηση…). Θυμήθηκε τη φώτιση που ένοιωθε από παιδί κάθε φορά που καλούσε αυτόν τον Θεό τον οποίον δεν γνώριζε και που τώρα αποκαλύφθηκε στην πνευματική της καρδιά. Διηγείτο πως από εκείνη τη στιγμή η χαρά κατοίκησε και πάλι στην ψυχή της και πως όλος ο κόσμος δεν την χωρούσε, τέτοια ήταν η χαρά που πλημμύριζε την ύπαρξή της.
Διάβασε το ευαγγέλιο του Ματθαίου τέσσερις φορές αδυνατώντας να πιστέψει πως βρήκε τον Θεό της, το φόρτωσε στον υπολογιστή της και φύλαγε στην τσάντα της συνέχεια ένα αντίγραφο. Έπειτα μπήκε και πάλι στο διαδίκτυο στα χριστιανικά φόρα και κατάφερε να δει την ζωή του Κυρίου σε βίντεο και μετά την προσευχή του τέλους ένοιωσε πως πραγματικά είχε γίνει χριστιανή. Όταν στο διαδίκτυο ανέφερε στον Ερνέστ ότι προσηλυτίστηκε, αυτός την συμβούλεψε να φυλάγεται διότι στην Σαουδική Αραβία μια μουσουλμάνα που γινόταν χριστιανή κινδύνευε με την ποινή του θανάτου. Της πρότεινε λοιπόν να φύγει από την Σαουδική Αραβία και να πάει στη χώρα όπου διέμενε αυτός (μάλλον στις Η.Π.Α.). Αποφάσισε λοιπόν να φύγει όμως το διαβατήριό της, που είχε υπογράψει ο πατέρας της έληγε σε τρείς μήνες και στο αεροδρόμιο της είπαν πως δεν μπορούσε ν’ αποκτήσει βίζα με αυτά τα χρονικά περιθώρια. Πήγε τότε στο προξενείο και λίγο πριν μπει απευθύνθηκε στο Χριστό: «Κύριε, εάν είσαι ο πραγματικός Θεός, όποιο και να είναι το χρονικό περιθώριο, πρέπει ν’ αποκτήσω αυτή τη βίζα». Μπήκε στο γραφείο κι έκανε την αίτηση χωρίς πραγματικά να ελπίζει. Δύο ημέρες αργότερα επέστρεψε στο προξενείο και προς μεγάλη της έκπληξη της έδωσαν τη βίζα, τρέμοντας από χαρά και φόβο επέστρεψε σπίτι της και την ίδια εβδομάδα ετοίμασε τις αποσκευές της και πριν ξυπνήσουν οι γονείς της πήρε το αυτοκίνητο και κατευθύνθηκε στο αεροδρόμιο.
Εκεί ξεκίνησε μια άλλη ταλαιπωρία, για τρείς ώρες οι υπάλληλοι της αεροπορικής εταιρείας την έστελναν από τον ένα στον άλλο, εμποδίζοντάς την να ταξιδέψει, επειδή το διαβατήριο της έληγε σε λιγότερο από έξι μήνες, χρονικό όριο που απαιτείτο από τις συμφωνίες με Ευρώπη και Αμερική, ώστε ένας Σαουδάραβας να μπορεί να ταξιδέψει. Τελικά δυστυχής, εξαντλημένη και απελπισμένη μπήκε στο αυτοκίνητο για να επιστρέψει σπίτι της, σκεπτόμενη τι θα έλεγε στους γονείς της αν την έβλεπαν να επιστρέφει με τις αποσκευές. Τότε ξαφνικά, της ήρθε η ιδέα να ζητήσει την βοήθεια του Χριστού. Δεν πρόλαβε να ξεκινήσει με το αυτοκίνητο κι ένας άγνωστος άνδρας τη ρώτησε τι έκανε τελικά. Του απάντησε πως απόκαμε να πηγαίνει από το ένα γραφείο στο άλλο. Την κάλεσε τότε να τον ακολουθήσει στο αεροδρόμιο, μα η Φατίμα του είπε πως ήταν άδικος κόπος, όμως μπροστά στην επιμονή αυτού του ανδρός αναγκάστηκε να τον ακολουθήσει μέχρι το γραφείο του διευθυντή των αερογραμμών, ο άγνωστος κάτι του ψιθύρισε στο αυτί κι έφυγε. Ο διευθυντής τρομοκρατημένος κάλεσε τη Φατίμα και τη ρώτησε για την εν λόγω υποστήριξη. Αυτή αρνήθηκε πως έχει κάποιο μέσον, ενώ ο διευθυντής έστελνε ένα e-mail στο αεροδρόμιο και δευτερόλεπτα μετά δέχθηκε την απάντηση, τότε σηκώθηκε γρήγορα πήρε την μάρτυρα και διέταξε να ανοίξει γρήγορα το τελωνείο πριν απογειωθεί το αεροπλάνο. Η Φατίμα δεν καταλάβαινε τι συμβαίνει, ξέσπασε σε κλάματα και αργότερα διηγείτο πως οι εργαζόμενοι του αεροδρομίου άρχισαν να γελούν και να την κοροϊδεύουν που έκλαιγε. Περνώντας το τελωνείο τη ρώτησαν πως κατάφερε και πήρε το εισιτήριο. Τους απάντησε από μέσα της: «πρέπει να αγαπάς τον Χριστό».
Έφυγε από την Σαουδική Αραβία και πήγε στη χώρα του Ερνέστ. Εκεί έζησε μερικές εβδομάδες, βαπτίσθηκε (μάλλον Σάρα, αφού χρησιμοποιούσε αυτό το όνομα στα χριστιανικά φόρα στο διαδίκτυο) και γνώρισε «τον λαό του Χριστού». Διηγείτο πως είχε στο πνευματικό επίπεδο αρκετές δυσκολίες στις συζητήσεις με τους χριστιανούς: ορθόδοξους, καθολικούς, διαμαρτυρόμενους. Έγραψε ένα ποίημα πολύ συγκινητικό που αφορούσε την ένωση που θα έπρεπε να διέπει τους χριστιανούς (οι άνθρωποι που υποδέχτηκαν την Φατιμά είναι ορθόδοξοι παλαιστινιακής καταγωγής).
Αφού γνώρισε χριστιανούς που ασκούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, επέστρεψε σπίτι της στην Αραβία. Δεν γνωρίζουμε τι συνέβη κατά την επιστροφή της που έγινε στα μέσα του 2007. Μάθαμε όμως ότι στη συνέχεια έφυγε από την γενέτειρά της και πήγε σε μια γειτονική πόλη να εργαστεί σαν δασκάλα. Ο πατέρας της προσπάθησε πολλές φορές να την παντρέψει αλλά εκείνη αρνήθηκε κατηγορηματικά κάθε σχέση με μουσουλμάνο (χωρίς ωστόσο να το δηλώνει ανοιχτά). Υπέφερε πάρα πολύ από την έλλειψη ελευθερίας στην Αραβία και η μόνη της παρηγοριά ήταν το διαδίκτυο, μέσω του οποίου ερχόταν σε επαφή με τα χριστιανικά φόρα, κατέβασε χριστιανικά βιβλία και είχε μια πολύ εμπιστευτική σχέση με μια χριστιανή συγγραφέα από το Λίβανο (Μαγκι). Η εξήγησή της για την Αγία Τριάδα ήταν: «Ο Πατέρας είναι το εγώ του Θεού, από το οποίο γεννήθηκε ο Λόγος και βγήκε το Πνεύμα».
Με το φωτισμένο πνεύμα της κατάλαβε τι ήταν το Ισλάμ κι έγραψε στους μουσουλμάνους ποιήματα όπου γινόταν αναφορά στην πραγματική πίστη η οποία παράγει την πραγματική αγάπη, αυτή του Χριστού. Πρέπει να φανταστούμε τη ζωή αυτής της γυναίκας που ζούσε σ’ ένα εχθρικά θρησκευτικό περιβάλλον που την απειλούσε με θάνατο σε κάθε βήμα της ύπαρξής της. Χαρακτήρας ολοκληρωτικά αφοσιωμένος στην αγάπη του Κυρίου και Θεού της, μοναχή σε αυτή την ισλαμική απεραντοσύνη, χωρίς καμία υποστήριξη φυσιολογικά θα έπρεπε να παραιτηθεί όμως στα τέλη του Ιουλίου του 2008, κατά την διάρκεια μίας συζήτησης θρησκευτικού περιεχομένου στο σπίτι μπροστά στους γονείς και τον αδερφό της, ο οποίος εργαζόταν στον οργανισμό «οι φύλακες του Ισλάμ», η Φατίμα δήλωσε πως η ζωή του Χριστού ήταν απείρως πιο αγνή από εκείνη του Μωάμεθ. Τότε ο αδελφός της θολωμένος από θυμό την άρπαξε και της ζήτησε να κάνει αμέσως μετάνοιες για την βλασφημία που ξεστόμισε, κατηγορώντας παράλληλα το διαδίκτυο πως ήταν η αιτία της ψυχικής και θρησκευτικής της εκτροπής, αλλά η Φατίμα δεν τον άφησε να την ταπεινώσει και του είπε: «στον Θεό δεν αρέσει να αρνούμαι τα λεγόμενά μου».
Μετά από αυτή τη λογομαχία πήγανε σε κάποιο θείο της και όταν επέστρεψαν στις μία το πρωί βρήκε το δωμάτιό της ανοιχτό και τον υπολογιστή της εξαφανισμένο, μετά από αναζήτηση τον βρήκε στο δωμάτιο του αδερφού της, τον πήρε γρήγορα από τα χέρια του. Επέστρεψε στο δωμάτιό της και έγραψε το τελευταίο της μήνυμα σε κάποιον με τίτλο: είμαι πολύ ταραγμένη. συνημμένα το κείμενο: ειρήνη Κυρίου και Θεού Ιησού Χριστού!
Είμαι πολύ ανήσυχη, οι γονείς μου άρχισαν να αμφιβάλλουν για εμένα, μετά από μία θρησκευτική συζήτηση που συνέβη χθες βράδυ με τους γονείς και τ’ αδέλφια μου, προσέβαλα το Ισλάμ χωρίς να το αντιληφθώ σε μία έκρηξη θυμού διότι νοιώθω πολύ πιεσμένη σε αυτή τη χώρα όπου δεν υπάρχει καμία θρησκευτική ελευθερία, εν ολίγοις τους είπα πως η ζωή του Ιησού είναι απείρως πιο αγνή από του Μωάμεθ και πως δεν υπάρχει καμία σύγκριση μεταξύ τους. Η συζήτηση άναψε σε σημείο που ο αδελφός μου, μου είπε: «μετανόησε γιατί αλλιώς βλασφημάς!» του είπα: «αυτό δεν αρέσει στο Θεό» και τότε είδα πως έγινε απειλητικός. Έπειτα δέχθηκα ένα σωρό βρισιές από τα αδέλφια μου, που κατηγόρησαν το διαδίκτυο για την ψυχική και θρησκευτική μου εκτροπή. Στη συνέχεια πήγαμε στον θείο μου κι όταν επέστρεψα στις μία το πρωί, βρήκα το δωμάτιό μου ανοιχτό και τον υπολογιστή να λείπει. Τον ξαναβρήκα στο δωμάτιο του αδελφού μου…Υπήρχαν χριστιανικές σκέψεις γραμμένες από εμένα με τον Σταυρό επάνω από αυτές, μερικές μάλιστα ήταν σε πρόζα. Τον ρώτησα γιατί πήρε τον υπολογιστή μου και μου απάντησε πως ο δικός του είχε χαλάσει κι ότι έπρεπε να συνδεθεί στο διαδίκτυο. Με κοίταξε με ένα απειλητικό βλέμμα, του χαμογέλασα κι επέτρεψα στο δωμάτιό μου (έχοντας πάρει ωστόσο τον δικό μου) και κλειδώθηκα αμέσως. Αναρωτιέμαι πως μπήκε στο δωμάτιό μου; πού βρήκε το κλειδί, αφού το είχα επάνω μου; φοβήθηκα, πάνε τώρα τέσσερις ώρες που βρίσκομαι κλεισμένη στο δωμάτιό μου. Άρχισα ν’ ανησυχώ για την συμπεριφορά του και το βλέμμα του με τρομάζει. Προσευχήσου για εμένα σε παρακαλώ… εάν απουσιάσω για λίγο μην ανησυχείς, ο Κύριος είναι μαζί μου, είναι το φώς και η σωτηρία μου, από τι να φοβηθώ; θα απομακρυνθώ λιγάκι από το διαδίκτυο για να μη δώσω δικαιώματα.
Αυτό είναι το τελευταίο μήνυμα της νεομάρτυρος. Τη συνέχεια τη μάθαμε από τα ΜΜΕ και από ένα μήνυμα που έστειλε στο διαδίκτυο μία φίλη της.
Το πρώτο μπλόκ που μίλησε για τη μάρτυρα Φατίμα ήταν αυτό των «ελεύθερων Κοπτών»: ένας αδελφός σκότωσε την αδελφή του στην περιοχή AlCharquiya όταν ανακάλυψε ότι προσηλυτίστηκε στον χριστιανισμό. Την βασάνισε καίγοντάς την στο πρόσωπο και στη πλάτη (θέλοντας να την εξαγνίσει από το μίασμα της προσηλύτισης στον Χριστό ), στη συνέχεια της έκοψε τη γλώσσα και την χτύπησε μέχρι θανάτου.
Αργότερα κάποια αραβικά μέσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση, χωρίς ωστόσο να επεκταθούν. Τα χριστιανικά φόρα στα οποία συμμετείχε έκλεισαν για πολλές ημέρες σε ένδειξη πένθους. Αλλά η σημαντικότερη πληροφορία δημοσιεύθηκε από μια φίλη της νεομάρτυρος, η οποία συντετριμμένη από το θάνατό της διηγήθηκε ότι οι γονείς της Φατίμα προσκλήθηκαν στην ταφή η οποία έγινε σε μουσουλμανικό κοιμητήριο. Οι γονείς της, διέδωσαν την πληροφορία ότι σκοτώθηκε εξ αιτίας της ατίμωσης προς την οικογένεια μετά από ένα σαρκικό αμάρτημα που διέπραξε. Όμως η φίλη της υποστηρίζει ότι η Φατίμα ήταν μια νέα γυναίκα πολύ αγνή, με ευγενικές αρετές, πολύ μορφωμένη και ότι ποτέ δεν θα διέπραττε ένα τέτοιο ατόπημα. Ήταν όμορφη με μακριά μαύρα μαλλιά να στολίζουν το πρόσωπό της. Οι γείτονες γνώριζαν ότι σκοτώθηκε επειδή προσηλυτίσθηκε στο χριστιανισμό, διότι ο άλλος της αδερφός εργαζόταν στην αστυνομία και από εκεί μάθαμε τον λόγο της εκτέλεσής της. Ο δολοφόνος αδελφός βρίσκεται αυτή τη στιγμή στη φυλακή, ενώ αυτή η πληροφορία αποσιωπήθηκε από την κυβέρνηση, η οποία δεν τιμωρούσε παρόμοιες πράξεις. Εδώ και δέκα ημέρες που έμαθα για την εκτέλεσή της δεν κοιμάμαι πλέον τις νύχτες. Αχ, πόσο τους μισώ, εγώ η ίδια αν ήξερα ότι προσηλυτίσθηκε στο χριστιανισμό θα τις είχα προσφέρει ένα Σταυρό. Ο Θεός να την ελεήσει. Ο Θεός να την ελεήσει. Ο Θεός να την ελεήσει… (αυτό το μήνυμα χρονολογείται από τις 3 Αυγούστου του 2008) άρα η μαρτυρία της Φατίμα έγινε στις 24 Ιουλίου.
Αναφέρουμε εδώ τα τελευταία λόγια και το τελευταίο ποίημα που η Φατίμα απηύθυνε στους μουσουλμάνους.
«Ω μουσουλμάνοι, αρκετά, τα σπαθιά σας δεν μ’ αγγίζουν πια, ούτε η κακία σας, ούτε η ατιμία σας. Οι απειλές σας δεν με ταράσσουν καθόλου, δεν σας φοβάμαι.
Στο όνομα του Θεού, είμαι πράγματι χριστιανή και θα παραμείνω χριστιανή μέχρι το θάνατό μου».
Τελευταίο ποίημα που γράφτηκε από τη νεομάρτυρα Σάρα.
Ω, μάτια μου κλάψτε για το χρόνο που πέρασε μιας θλιμμένης ζωής.
Είθε ο Κύριος Ιησούς να σας φωτίσει ω μουσουλμάνοι.
Να μαλακώσει τις καρδιές σας ίνα μπορέσετε και αγαπήσετε αλλήλους.
Για να σας δείξω την αλήθεια, για εσάς αποκαλύφθηκε.
Μια αλήθεια που δεν τη γνωρίζετε.
Κι αυτό που λένε για τον Κύριο των προφητών (Ιησούς Χριστός).
Λατρεύουμε τον Κύριο τον Ιησού το Φως του κόσμου.
Φύγαμε από τον Μωάμεθ, τα βήματά του δεν ακολουθούμε πια.
Ακολουθούμε τον Ιησού, την αποκαλύψεως Αλήθεια.
Ειλικρινά τη χώρα μας αγαπούμε και προδότες δεν είμαστε.
Σαουδάραβες πολίτες, περήφανα είμαστε.
Μα πώς να προδώσουμε θα μπορούσαμε πατρίδα και αγαπημένους γονείς.
Μα πως αλλέως να ήταν, έτοιμοι είμαστε για τη Σαουδική Αραβία να πεθάνουμε.
Η χώρα των προγόνων μου, η δόξα για την οποία ποιήματα γράφουμε.
Περήφανοι λέμε είμαστε, περήφανοι, περήφανοι που γεννηθήκαμε Σαουδάραβες
(υπ’ όψιν ένας Σαουδάραβας που προσηλυτίζεται στο χριστιανισμό θεωρείται προδότης).
Την οδό μας επιλέξαμε, αυτήν εκείνων που οδηγήθηκαν εις την αλήθεια.
Κάθε άνθρωπος ελεύθερος είναι την πίστη του να επιλέξει.
Αρκετά, αφήστε μας ήσυχους στον Χριστό να πιστέψουμε.
Αφήστε μας, τη ζωή μας να εορτάσουμε, πριν αναχωρήσουμε.
Δάκρυα από τα μάτια μου κυλούν και η καρδιά μου θλιμμένη είναι για τους προσήλυτους.
Πόσο σκληροί είσαστε, ο Κύριος μακάριους αποκαλεί τους κατατρεγμένους.
Για τον Χριστό θα υπομείνουμε τα πάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου