Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

Άγιος Απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος. Ημέρα Μνήμης: 30 Νοεμβρίου.

Άγιος Απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος. Ημέρα Μνήμης: 30 Νοεμβρίου.


Ἀντίστροφον σταύρωσιν Ἀνδρέας φέρει,
Φανεὶς ἀληθῶς οὐ σκιώδης ἀντίπους.
Σταυρὸν κακκεφαλῆς τριακοστῇ Ἀνδρέας ἔτλη.

Ο Ανδρέας, ψαράς στο επάγγελμα και αδελφός του Αποστόλου Πέτρου, ήταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και τον πατέρα του τον έλεγαν Ιωνά. Επειδή κλήθηκε από τον Κύριο πρώτος στην ομάδα των μαθητών, ονομάστηκε πρωτόκλητος.

Ο Ανδρέας (μαζί με τον Ιωάννη τον ευαγγελιστή) υπήρξαν στην αρχή μαθητές του Ιωάννου του Προδρόμου. Κάποια μέρα μάλιστα, που βρισκόντουσαν στις όχθες του Ιορδάνη κι ο Πρόδρομος τους έδειξε τον Ιησού και τους είπε «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», οι δύο απλοϊκοί εκείνοι ψαράδες συγκινήθηκαν τόσο πολύ, που χωρίς κανένα δισταγμό κι επιφύλαξη αφήκαν αμέσως τον δάσκαλο τους κι ακολούθησαν τον Ιησού.

Η ιστορία της ζωής του Ανδρέα μέχρι την Σταύρωση, την Ανάσταση και την Ανάληψη, υπήρξε σχεδόν ίδια με εκείνη των άλλων μαθητών. Μετά το σχηματισμό της πρώτης Εκκλησίας, ο Ανδρέας κήρυξε στη Βιθυνία, Εύξεινο Πόντο (μάλιστα ο Απόστολος, είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας του Βυζαντίου αφού εκεί εγκατέστησε πρώτο επίσκοπο, τον απόστολο Στάχυ (τιμάται 31 Οκτωβρίου) κι αυτού διάδοχος είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης), Θράκη, Μακεδονία και Ήπειρο. Τελικά, κατέληξε στην Αχαΐα.


Στην Αχαΐα, η διδασκαλία του καρποφόρησε και με τις προσευχές του θεράπευσε θαυματουργικά πολλούς ασθενείς. Έτσι, η χριστιανική αλήθεια είχε μεγάλες κατακτήσεις στο λαό της Πάτρας. Ακόμα και η Μαξιμίλλα, σύζυγος του ανθύπατου Αχαΐας Αιγεάτου, αφού τη θεράπευσε ο Απόστολος από τη βαρειά αρρώστια που είχε, πίστεψε στο Χριστό. Το γεγονός αυτό εκνεύρισε τον ανθύπατο και με την παρότρυνση ειδωλολατρών ιερέων συνέλαβε τον Ανδρέα και τον σταύρωσε σε σχήμα Χ. Έτσι, ο Απόστολος Ανδρέας παρέστησε τον εαυτό του στο Θεό «δόκιμον ἐργάτην» (Β΄ προς Τιμόθεον, 2: 15). Δηλαδή δοκιμασμένο και τέλειο εργάτη του Ευαγγελίου.

Οι χριστιανοί της Αχαΐας θρήνησαν βαθιά τον θάνατο του. Ο πόνος τους έγινε ακόμη πιο μεγάλος, όταν ο ανθύπατος Αιγεάτης αρνήθηκε να τους παραδώσει το άγιο λείψανο του, για να το θάψουν. Ο Θεός όμως οικονόμησε τα πράγματα. Την ίδια μέρα, που πέθανε ο άγιος, ο Αιγεάτης τρελάθηκε κι αυτοκτόνησε. Οι χριστιανοί τότε με τον επίσκοπο τους τον Στρατοκλή, πρώτο επίσκοπο των Πατρών, παρέλαβαν το σεπτό λείψανο και το 'θαψαν με μεγάλες τιμές.

Αργότερα, όταν στον θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε ο Κωνστάντιος, που ήταν γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, μέρος του ιερού λειψάνου μεταφέρθηκε από την πόλη των Πατρών στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε στον ναό των αγίων Αποστόλων «ένδον της Αγίας Τραπέζης». Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου φαίνεται πως απέμεινε στην Πάτρα.

Όταν όμως οι Τούρκοι επρόκειτο να καταλάβουν την πόλη το 1460 μ.Χ., τότε ο Θωμάς Παλαιολόγος, αδελφός του τελευταίου αυτοκράτορας Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και τελευταίος Δεσπότης του Μοριά, πήρε το πολύτιμο κειμήλιο και το μετέφερε στην Ιταλία. Εκεί, αφού το παρέλαβε ο Πάπας Πίος ο Β, το πολύτιμο κειμήλιο εναποτέθηκε στον ναό του αγίου Πέτρου της Ρώμης.

Τον Νοέμβριο του 1847 μ.Χ. ένας Ρώσος Πρίγκηπας, ο Ανδρέας Μουράβιεφ δώρησε στην πόλη της Πάτρας ένα τεμάχιο δακτύλου του χεριού του Αγίου. Ο Μουράβιεφ είχε λάβει το παραπάνω ιερό Λείψανο από τον Καλλίνικο, πρώην Επίσκοπο Μοσχονησίων, ο οποίος μόναζε τότε στο Άγιο Όρος.

Στην πόλη της Πάτρας, επανακομίσθηκαν και φυλάσσονται από την 26η Σεπτεμβρίου 1964 μ.Χ. η τιμία Κάρα του Αγίου και από την 19ην Ιανουαρίου 1980 μ.Χ. λείψανα του Σταυρού, του μαρτυρίου του. Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου ύστερα από ενέργειες της Αρχιεπισκοπής Κύπρου μεταφέρθηκε και στην Κύπρο το 1967 μ.Χ. για μερικές μέρες κι εξετέθηκε σε ευλαβικό προσκύνημα.

Όπως αναφέρει μια Κυπριακή παράδοση, σε μια περιοδεία του, ο Απόστολος Ανδρέας, πήγε και στην Κύπρο. Το καράβι, που τον μετέφερε στην Αντιόχεια από την Ιόππη, λίγο πριν προσπεράσουν το γνωστό ακρωτήρι του αποστόλου Ανδρέα και τα νησιά, που είναι γνωστά με το όνομα Κλείδες, αναγκάστηκε να σταματήσει εκεί σ' ένα μικρό λιμανάκι, γιατί κόπασε ο άνεμος. Τις μέρες αυτές της νηνεμίας τους έλειψε και το νερό. Ένα πρωί, που ο πλοίαρχος βγήκε στο νησί κι έψαχνε να βρει νερό, πήρε μαζί του και τον απόστολο. Δυστυχώς πουθενά νερό. Κάποια στιγμή, που έφτασαν στη μέση των δύο εκκλησιών, που υπάρχουν σήμερα, της παλαιάς και της καινούργιας, που 'ναι κτισμένη λίγο ψηλότερα, ο άγιος γονάτισε μπροστά σ' ένα κατάξερο βράχο και προσευχήθηκε να στείλει ο Θεός νερό. Ποθούσε το θαύμα, για να πιστέψουν όσοι ήταν εκεί στον Χριστό. Ύστερα σηκώθηκε, σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τον βράχο και το θαύμα έγινε. Από τη ρίζα του βράχου βγήκε αμέσως μπόλικο νερό, που τρέχει μέχρι σήμερα μέσα σ' ένα λάκκο της παλαιάς εκκλησίας κι απ' εκεί προχωρεί και βγαίνει από μια βρύση κοντά στη θάλασσα. Είναι το γνωστό αγίασμα. Το ευλογημένο νερό, που τόσους ξεδίψασε, μα και τόσους άλλους, μυριάδες ολόκληρες, που το πήραν με πίστη δρόσισε και παρηγόρησε. Και πρώτα-πρώτα το τυφλό παιδί του καπετάνιου.

Ήταν κι αυτό ένα από τα πρόσωπα του καραβιού που μετέφερε ο πατέρας. Γεννήθηκε τυφλό και μεγάλωσε μέσα σε ένα συνεχές σκοτάδι. Ποτέ του δεν είδε το φως. Δένδρα, φυτά, ζώα αγωνιζόταν να τα γνωρίσει με το ψαχούλεμα. Εκείνη την ήμερα, όταν οι ναύτες γύρισαν με τα ασκιά γεμάτα νερό κι εξήγησαν τον τρόπο που το βρήκαν στο νησί, ένα φως γλυκιάς ελπίδας άναψε στην καρδιά του δύστυχου παιδιού. Μήπως το νερό αυτό, σκέφτηκε, που βγήκε από τον ξηρό βράχο ύστερα απ' την προσευχή του παράξενου εκείνου συνεπιβάτη τους, θα μπορούσε να χαρίσει και σ' αυτόν το φως του που ποθούσε; Αφού με θαυμαστό τρόπο βγήκε, θαύματα θα μπορούσε και να προσφέρει. Με τούτη την πίστη και τη βαθιά ελπίδα ζήτησε και το παιδί λίγο νερό. Διψούσε. Καιγόταν απ' τη δίψα. Ο απόστολος, που ήταν εκεί, έσπευσε κι έδωσε στο παιδί ένα δοχείο γεμάτο από το δροσερό νερό. Όμως το παιδί προτίμησε, αντί να δροσίσει με το νερό τα χείλη του, να πλύνει πρώτα το πρόσωπο του. Και ω του θαύματος! Μόλις το δροσερό νερό άγγιξε τους βολβούς των ματιών του παιδιού, το παιδί άρχισε να βλέπει!

Κι ο απόστολος, που τον κοίταζαν όλοι με θαυμασμό, άρχισε να τους μιλά και να τους διδάσκει τη νέα θρησκεία. Το τέλος της ομιλίας πολύ καρποφόρο. Όσοι τον άκουσαν πίστεψαν και βαφτίστηκαν. Την αρχή έκανε ο καπετάνιος με το παιδί του, που πήρε και το όνομα Ανδρέας. Κι ύστερα όλοι οι άλλοι επιβάτες και μερικοί ψαράδες που ήσαν εκεί. Πίστεψαν όλοι στον Χριστό που τους κήρυξε ο απόστολος μας και βαφτίστηκαν. Φυσικά το θαύμα της θεραπείας του τυφλού παιδιού, ακολούθησαν κι άλλα, κι άλλα. Στο μεταξύ ο άνεμος άρχισε να φυσά και το καράβι ετοιμάστηκε για να συνεχίσει το ταξίδι του. Ο απόστολος, αφού κάλεσε κοντά του όλους εκείνους που πίστεψαν στον Χριστό και βαφτίστηκαν, τους έδωκε τις τελευταίες συμβουλές του και τους αποχαιρέτησε.

Αργότερα, μετά από χρόνια, κτίστηκε στον τόπο αυτόν που περπάτησε και άγιασε με την προσευχή, τα θαύματα και τον ιδρώτα του ο Πρωτόκλητος μαθητής, το μεγάλο μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα, που με τον καιρό είχε γίνει παγκύπριο προσκύνημα. Κάθε χρόνο χιλιάδες προσκυνητές απ' όλα τα μέρη της Κύπρου, ορθόδοξοι και ετερόδοξοι κι αλλόθρησκοι ακόμη, συνέρεαν στο μοναστήρι, για να προσκυνήσουν τη θαυματουργό εικόνα του αποστόλου, να βαφτίσουν εκεί τα νεογέννητα παιδιά τους και να προσφέρουν τα δώρα τους, για να εκφράσουν τα ευχαριστώ και την ευγνωμοσύνη τους στον θείο απόστολο. Κολυμβήθρα Σιλωάμ ήταν η εκκλησία του για τους πονεμένους. Πλείστα όσα θαύματα γινόντουσαν εκεί σε όσους μετέβαιναν με πίστη αληθινή και συντριβή ψυχής.

Το θαύμα του Αγίου Αντρέα τον Νοέμβριο του 1898.

Το λογοτεχνικό αυτό ναυτικό διήγημα του Πέτρου Δ. Αργύρη είναι παρμένο από την πραγματικότητα..Συνέβη στα τέλη τον περα­σμένου αιώνα. Την αλήθεια της όλης υπόθεσης την μαρτυρεί το ασημένιο καράβι πού κρέμεται στην εκκλησία του Αγίου Ανδρέα στίς Σπέτσες.

Ήταν ξημέρωμα του Άγιαντρέα 30 Νοεμβρίου του 1898. Τα περισσότερα σπίτια του νησιού τα φώτιζε ένα μικρό λυχνάρι ή κάποια λάμπα πετρελαίου. Οί νοικοκυρές ετοιμάζονταν για την εκκλησία μόλις ή πρώτη καμπάνα του Άγιαντρέα αντήχησε χαρμόσυνα.

Έξω έκανε τσουχτερό κρύο καί μόλις είχε σταματήσει ή θύελλα πού σάρωσε τα πάντα χθες βράδυ. Ήταν 8 περίπου ή ώρα κι ή εκκλησία ήταν πλημμυρισμένη από κόσμο, παρά το τσουχτερό κρύο. Την ώρα 'κείνη έβγαζε ό παπάς τα "Αγια, όταν όλων τα μάτια στράφηκαν προς την πόρτα. Ένα τσούρμο από γενειοφόρους, κακοντυμένους, μουσκεμένους καί καταματωμένους από τίς λαβωματιές μπήκε μέσα στην εκκλησία με επικεφαλής τον καπετάνιο. Πλησίασαν στην εικόνα του Άγιαντρέα καί γονάτισαν όλοι. Σέ μια στιγμή καί ό παπάς σταμάτησε την ψαλμωδία βλέποντας τους.

Μπροστά, πρώτος γονάτισε ό καπετάνιος καί μετά όλοι ναύτες. Τα πρόσωπα τους φαίνονταν άγρια, παγωμένα καί χλωμά. Ή αλμύρα της θάλασσας καί κάποια μεγάλη ίσως αγωνία είχε χαράξει στα μέτωπα τους βαθειές ρυτίδες. Τα μαλλιά τους ήσαν κολλημένα στο κεφάλι τους ανακατεμένα με αίμα από τίς πληγές τους. Τα ρούχα τους ήσαν σχεδόν κουρελιασμένα καί διέκρινες από τίς τρύπες των παντελονιών καί πουκαμίσων τραύματα πού πάνω τους είχε ξεραθεί το αίμα.

Ό καπετάνιος, άφού σταυροκοπήθηκε κι ακούμπησε το κεφάλι του ως το δάπεδο, κάρφωσε τα μάτια του στο εικόνισμα του Αγίου. Γέμισαν τα μάτια του δάκρυα κι έτρεμε σύγκορμος. Έβαλε με γρήγορη κίνηση το χέρι του στον κόρφο κι έβγαλε ένα πουγγί τόσο γεμάτο πού πήγαινε να σπάσει από τα φλουριά καί τ' απόθεσε στην εικόνα του Άγιαντρέα. Μετά έκαναν κι οι ναύτες το ίδιο γονατίζοντας κι άσπάζοντας την εικόνα με ευλάβεια.

Άφοϋ ό παπάς είπε το «μετά φόβου Θεού, Πίστεως καί Αγάπης προσέλθετε πλησίασε ό καπετάνιος με όλους τους ναύτες και με βροντερή φωνή είπε στόν παππά:
- Να μας κοινωνήσεις ούλους παππά μου, κι ας μη νηστέψαμε ποτές μας.
Ό Παπαγιώργης κοίταξε στα μάτια τον καπετάνιο καί του είπε:
- Ασθενής και οδοιπόρος άμαρτίαν ουκ έχει τέκνον μου, καί του πρότεινε την Άγίαν Κοινωνίαν.
- Μεταλαμβάνει ό δούλος του Θεοϋ...
- Καπταν-Γιάννης, λέει εκείνος.
- Ιωάννης, λέει ό παπάς καί τον μεταλαμβάνει. Εις το όνομα του Πατρός καί του Υίοΰ καί του Αγίου Πνεύματος.

Μετά έκανε το ίδιο καί στους ναύτες, οί όποιοι άσπάσθησαν με ευλάβεια το "Αγιο δισκοπότηρο καί το χέρι του παπά. Μόλις ήρθε ή ώρα να δώσει ό παπάς το αντίδωρο καί τον πλησίασε ό καπετάνιος, του λέει ό παπάς:
- Καπετάνιο, θα μούδινες μεγάλη χαρά να 'ρχόσουνα με τ' ασκέρι σου στο σπίτι μου να σας πρόσφερα ένα καφέ. Γιορτάζω σήμερα.
- Ευχαριστώ παπά μου. Θάρθω μετά χαράς γιατ' έχουμε να δούμε τα σπίτια μας 15 μήνους τώρα.
Σέ λίγο ξεκίνησαν όλοι για το σπίτι του παπά πού γέμισε κόσμο και τους περιποιόταν ή παπαδιά. Επάνω στη συζήτηση άρχισε ό καπετάνιος να εξιστορεί πώς το καράβι του βρέθηκε στο νησί.
«Ξεκινήσαμε από τη Μάλτα φίλοι μου εδώ καί 35 μέρες. Μας βρήκαν στο δρόμο μεγάλες κακοκαιρίες. Το καράβι μου 40 μέτρα με δυο άλμπουρα έγινε πολλές βολές καρυδότσουφλο στα άγρια κύματα, αλλά τοϋτο πού μας συνέβηκε τρεις μέρες παί τρεις νύχτες δεν το ματασυνάντησα ποτές μου. Τα κύματα σκεπάζανε καί τ' άλμπουρα ακόμη. Σέ μια στιγμή ένα πελώριο κύμα έκοψε σαν αγγούρι το ένα άλμπουρο ακόμη καί το κατάπιε ή θάλασσα. Ένα άλλο ξερίζωσε το ταμπούκιο, λες κι ήταν μαργαρίτα μέσα στη γλάστρα. Τα κύματα μας χτυπούσαν σαν μπάλλες πότε δεξιά καί πότε ζερβιά να κρατήσουν το καράβι, άλλοι κουρελιασμένοι κι άλλοι τραυματισμένοι, να βογγάνε καί πότε να παρακαλάνε την Παναγία καί τον "Αγιο-Νικόλα να μας σώσει.

Οταν πια ψες το βράδυ είχε πέσει το σκοτάδι πού τόσκιζαν αστραπές καί κεραυνοί κι ό μανιασμένος αγέρας σφύριζε στα σκοινιά λες κι ήτανε σειρήνες, δεν βλέπαμε ούτε τη μύτη μας.
«Κουράγιο παληκάρια μου, τους φώναζα, κουράγιο ν' αντέξουμε. Μπόρα είναι καί θα περάσει. Κράταγα τη λαγουδέρα όσο γερά μπόραγα. Ή στη θάλασσα ήμασταν ή στό καράβι ήταν το ίδιο πράμα. Το καράβι άρχισε να κάνει νερά. Μια τρύπα άνοιξε στα δεξιά. Βοήθα "Αγιε Νικόλα! φώναξα με απελπισία.

Σέ μια στιγμή, ένα πελώριο κύμα μ' άρπαξε καί με σφύνωσε σε μια γωνιά. Σπάσανε τα πλευρά μου καί μόλις μπόρεσα να διακρίνω με μια δυνατή αστραπή κάποιον καλόγηρο, έτσι σαν κι εσένα παππαγιώργη με μαύρο ράσο να κρατάει το τιμόνι μου. Δεν θυμάμαι τίποτις άλλο παππά μου. 'Αλλά ό καλόγηρος κείνος ήταν ό ίδιος με τον Άγιαντρέα πού σήμερις έχουμε τη χάρη του.
Μετά άρχισε να διηγείται κάποιος μεσήληκας ναύτης.

«Μετά παπά μου ακούσαμε μέσα στην αντάρα εκείνη τη φωνή του καπετάνιου να μας λέει:
- Φούντο. Φούντο παιδιάαα...
Κανείς δεν αποκρίθηκε. Μόνο μονολογήσαμε: Τρελλάθηκε ό καπετάνιος! Καί του φωνάξαμε μετά:
- Τρελλάθηκες καπετάνιο; Που να φουντάρουμε στο πέλαγο;
- Φούντο την μπροστινή δεξιά καί τη ζερβιά πίσω, ξαναφώναξε.
Υπακούσαμε καί φουντάραμε.
Μια σιγή απλώθηκε γύρω λες κι είχαν καλμάρει τα πάντα θάμα θάγινε σιλογιστήκαμε.
Καπετάνιο, καπετάνιο, φωνάζαμε καί ψάχναμε να τον βρούμε στα συντρίμια. Πουθενά ό καπετάνιος. Καί τέλος ψάχνοντας τον βρήκαμε σφηνωμένο σε κάτι σανίδια. Σάν συνήλθε δεν θυμόταν τίποτις.
Ό παπάς σταυροκοπιέται καί τους λέει:
- Ό "Αγιος Αντρέας σας έσωσε παιδιά μου.
Κι έσεϊς πούσαστε νύχτα μέρα στη θάλασσα μέσα σε τόσους κινδύνους πρέπει νάχετε μέσα σας το Χριστό. Αναστέναξε βαθειά ό καπετάνιος, κι αφού ρούφιξε τον σπιτικό καφέ, άναψε το τσιμπούκι του καί συνέχισε:
«Με πήρανε πού λες παππά μου καί με ξάπλωσε στην κουβέρτα. Φως δεν είχαμε, μαύρο σκοτάδι καί περιμέναμε να ξημερώσει ό Θεός τη μέρα, γιατί φανταστήκαμε ότι βρισκόμασταν σε κάποιο λιμάνι. Όταν λοιπόν χάραξε καί διακρίναμε τα άσπρα σπίτια του νησιού σας, πέρασε κάποιο καλόπαιδο στην παραλία καί αφού τον ρώτηξα ποιο μέρος είναι τοϋτο μας είπε ότι είναι οι Σπέτσες κι ότι σήμερις είναι του Άγιαντρέα. Γιατί 'τανε κείνος πού μ' άρπαξε το τιμόνι κι έδινε εντολές στους ναύτες μου.

Εμείς φύγαμε από τη Μάλτα καί πήγαμε στην Κρήτη καί, μετά στη πατρίδα τη Χίο.!Αλλά ποιος να το φανταζότανε ότι ό καιρός, ό Άγιος θα μας έβγαζε στο νησί σας.

Με τα φλουριά π' άφησα στην εικόνα του Αγίου, βόηθα τα ορφανά, τίς χήρες καί τους φτωχούς. Ήταν όλοι οί ναύλοι 15 μηνών. Λεφτά ξανακάνω, αλλά τη ζωή μου καί των ναυτών μου ποτέ. Θα ξανάρθω στο νησί σας καί θα κρεμάσω στη χάρη του ένα ασημένιο καράβι, όμοιο με το δικό μου.

Άφοΰ ό παπάς τους σταύρωσε, σαν όλοι σηκώθηκαν να φύγουν, τους ευχήθηκε καλά ταξείδια, κι έφυγαν πορευόμενοι προς το πλοίο να συνεχίσουν εκεί πού ή μοίρα τους είχε τάξει.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ὡς τῶν Ἀποστόλων Πρωτόκλητος, καὶ τοῦ Κορυφαίου αὐτάδελφος, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων Ἀνδρέα ἱκέτευε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Τὸν τῆς ἀνδρείας ἐπώνυμον θεηγόρον, καὶ μαθητῶν τὸν πρωτόκλητον τοῦ Σωτῆρος, Πέτρου τὸν σύγγονον εὐφημήσωμεν· ὅτι ὡς πάλαι τούτῳ, καὶ νῦν ἡμῖν ἐκέκραγεν· Εὑρήκαμεν δεῦτε τὸν ποθούμενον.

Μεγαλυνάριον
Πρώτος προσπελάσας τω Ιησού, Πρωτόκλητος ώφθης, και ακρότης των Μαθητών, Ανδρέα θεόπτα, εντεύθεν διανύεις, παθών τας αναβάσεις της αναστάσεως.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου