Όσιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής, ο Θαυματουργός ο εν Κύπρω. Ημέρα Μνήμης: 4 Οκτωβρίου.
1ος Βίος.
Ο Θαυμαστός και εξαίσιος αυτός Ιωάννης καταγόταν από το χωριό Λαμπαδού ή Λαμπαδιστός κοντά στα σημερινά χωριά Μιτσερό και Γαλάτα. Ο πατέρας του ήταν ιεράς και ονομαζόταν Κυριάκος και η μητέρα του ονομαζόταν Άννα. Και οι δυο γονείς του ήταν πολύ ευσεβείς χριστιανοί. Δεν είχαν άλλο παιδί γι'αυτό και φρόντισαν να μάθει τα ιερά γράμματα και να έχει χριστιανική μόρφωση.
Όταν ενηλικιώθηκε, οι γονείς του τον πάντρεψαν με νέα κόρη πλουσίων γονέων. Όμως ο Ιωάννης προτιμώντας την παρθενία και την ολική αφοσίωσή του στον Θεό, απέφευγε να εκτελεί τα συζυγικά του καθήκοντα. Ο δε πενθερός του ο οποίος ήταν δολιόφρωνας και φθονερός, προσκάλεσε κάποιο Μάγο και αφού κατασκεύασε με μαγική τέχνη δηλητήριο, το έβαλε στο πιάτο με το ψάρι που επρόκειτο να φάει ο Ιωάννης. Και έτσι τυφλώθηκε. Ο Ιωάννης ο Λαμπαδιστής υπέμεινε με καρτερία και χωρίς παράπονο τη φοβερή αυτή δοκιμασία. Συγχώρησε αυτούς που τον τύφλωσαν, παρηγόρησε τους γονείς του, και αφιέρωσε τη ζωή του στο Θεό.
Ο ωραίος σαν άγγελος, ο αγνός στη ψυχή και το σώμα έφηβος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής, συμπλήρωσε το 18 έτος της ηλικίας του, φέροντας το ακάνθινο στεφάνι της κακίας των ανθρώπων και τη στέρηση του φωτός των ματιών του. Αυτό όμως δεν τον ενόχλησε. Πήρε λοιπόν τον πιστό υπηρέτη του ως οδηγό, που και εκείνος ονομαζόταν Ιωάννης, και ανεχώρησε από την Λαμπαδού και ήλθεν στη κοιλάδα της Μαραθάσας και ίδρυσε ασκητήριο στη Μονή του Αγίου Ηρακλειδίου. Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι και ο Άγιος Ηρακλείδιος καταγόνταν από το χωριό του Ιωάννη, τη Λαμπαδού.
Η ιερή και αγνή ζωή του νεαρού ασκητή έλαμψε στη περιοχή εκείνη φωτίζοντας όλους τους ανθρώπους. Ο Ιωάννης ο Λαμπαδιστής υπέβαλε τον εαυτό του σε σκληρή ασκητική αγωγή. ζώντας μια αγγελική ζωή. Έζησε προσευχόμενος ακατάπαυστα, διδάσκοντας το λόγο του Θεού και κάνοντας το θέλημά του Θεού. Έζησε με νηστείες, αγρυπνίες, προσευχές, δεήσεις, και αγοθοεργίες. Έζησε διδάσκοντας σε όλους, μέσα από την αγία και άσπιλη ζωή του, πως είναι δυνατόν να ζήσουν όλοι κατά Χριστό, εάν το θελήσουν. Νήστευε συνεχώς και έτρωγε μόνο κάθε τριες ή τέσσερεις μέρες.
Ζώντας με αυτό το τρόπο, αξιώθηκε από τον Θεό να γίνει θαυματουργός. Ο Άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής κοιμήθηκε στην νεαρή ηλικία των 22 ετών. Τρεις μέρες πριν κοιμηθεί, είδε τρεις γύπες (ατούς στα κυπριακά) να περιτριγυρίζουν από πάνω του, κατάλαβε ότι ήρθε ο ώρα να φύγει από αυτό τον κόσμο, προσευχήθηκε, και παρέδωσε τη ψυχή του στον Θεό. Το άγιο του λείψανο ενταφιάστηκε από τον ίδιο τον πατέρα του, έντιμα και με πολυτέλεια.
Ο Όσιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής έζησε κατά τον δέκατο αιώνα. Ο Λεόντιος Μαχαιράς αναφέρει για τον Άγιο αυτό: «Και ο μέγας Ιωάννης ο Λαμπαδιστής, εις την Μαραθάσαν όπου διώχνει τα δαιμόνια. Αυτός ήτο διάκος εις την ενορίαν της Μαραθάσας».
Η μνήμη του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή εορτάζεται στις 4 Οκτωβρίου.
2ος Βίος.
Όποιος επισκέπτεται το μαρτυρικό και πολύπαθο νησί της Κύπρου μας, έχει την αίσθηση ότι περπατά σε μια γη που ευωδιάζει από χριστιανική πίστη. Το μαρτυρεί αυτό η παρουσία πολλών εκατοντάδων ιερών Ναών και προσκυνημάτων. αλλά και ιερών Μονών που ξεπερνούν τις 200 όλες όσες κατά καιρούς άνθισαν. Αλλά και ο χορός των Αγίων της Κύπρου είναι πλουσιότατος. Πάνω από 600 είναι οι επώνυμοι και ανώνυμοι Άγιοί της που κοσμούν το Αγιολόγιό της. Είναι να απορεί κανείς πώς μπόρεσε ένα τόσο μικρό κομμάτι γης να αναδείξει τόσο πολλούς αγίους, μάρτυρες, ασκητές, πατέρες και ομολογητές της πίστεως, από την αρχή της χριστιανικής της ιστορίας μέχρι σήμερα.
Έναν από τους οσίους της, τον λαοφιλή άγιό της Ιωάννη τον Λαμπαδιστή (ή Λαμπαδό) θα μελετήσουμε, τον οποίο εορτάζουμε κάθε χρόνο στις 4 Οκτωβρίου.
Στη βόρεια πλευρά του πανέμορφου τοπίου της οροσειράς του Τροόδους και σε υψόμετρο 700 μ. βρίσκεται η ιστορική Μονή του οσίου Ιωάννου του Λαμπαδιστή, λαμπρό μνημείο παγκοσμίου κληρονομιάς. Εκεί βρίσκεται και ο τάφος του. Εκεί και η αργυρή τιμία λειψανοθήκη του με το θησαύρισμα της αγίας κάρας του. Εδώ καταφθάνουν πλήθη προσκυνητών για να παρακαλέσουν τον θαυματουργό άγιο Ιωάννη τον Λαμπαδιστή. Δεν πρόκειται για κάποιον γέροντα σεβάσμιο, αλλά για ένα νέο που μόλις στην ηλικία των 22 ετών είχε εκπληρώσει τον επί γης προορισμό του, και ο Κύριος τον κάλεσε κοντά του. Και η αγία μας Εκκλησία του χάρισε επάξια τον τίτλο του Οσίου, γιατί έζησε οσιακά και ασκητικά.
Έζησε τον 10ο αιώνα και σε περίοδο ειρηνική. Τότε που ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Νικηφόρος Β’ Φωκάς (963-969) είχε ελευθερώσει το νησί από το ζυγό των Αράβων κατακτητών.
Η καταγωγή του Ιωάννη ήταν από ένα μικρό χωριό κοντά στην κωμόπολη Γαλάτα στην περιοχή Μιτσερού. Είχε την ευτυχία να ανατραφεί μέσα σε ιερατικό σπίτι, που απέπνεε βαθιά ευσέβεια και φόβο Θεού. Δεν ξεχνούσαν ποτέ οι ευλαβείς γονείς του, τόσο ο ιερεύς πατέρας του π. Κυριακός όσο και η μητέρα του η πρεσβυτέρα Άννα, ότι το μικρό και μονάκριβο παιδί που είχαν ήταν δώρο Θεού. Καρπός θαυματουργού προσευχής τους στο πρόβλημα της ατεκνίας τους.
Από μικρή ηλικία ο Ιωάννης αγάπησε πολύ τα ιερά γράμματα των θείων Γραφών όχι μόνο στη θεωρία, αλλά και στην πράξη. Ζούσε με υπακοή και αυστηρή πειθαρχία στο θέλημα του Κυρίου, καλλιεργώντας με ακρίβεια τις άγιες αρετές του Ευαγγελίου.
Κάποια μέρα έκοψε ένα τσαμπί σταφύλι από το αμπέλι πριν από τις 6 Αυγούστου, ημέρα που η αγία μας Εκκλησία ευλογεί τις απαρχές των καρπών της αμπέλου. Τότε λοιπόν ο ακριβής και παραδοσιακός στο εκκλησιαστικό ήθος πατέρας του του έκαμε αυστηρή παρατήρηση και τον ερράπισε. Ο μικρός Ιωάννης, χωρίς να θιγεί, δέχθηκε ταπεινά και ευγνώμονα την πατρική τιμωρία του ιερέα πατέρα του. Του ζήτησε βαθιά συγγνώμη και έτρεξε στο αμπέλι και τοποθέτησε ξανά το κομμένο τσαμπί στη θέση του. Και εκείνο θαυματουργικά κόλλησε πάνω στο κλήμα!
Σε ηλικία 18 ετών - έφηβος πλέον ο Ιωάννης - πιέστηκε από τους γονείς του να αρραβωνιασθεί. Εκείνος όμως είχε αλλού στρέψει τα βλέμματά του. Προς τον Νυμφίο Χριστό. Σ'Αυτόν ήθελε να αφιερώσει τη ζωή του. Οι οικείοι της υποψήφιας νύφης όμως αντέδρασαν σκληρά στην απόφασή του και τον εκδικήθηκαν. Του πρόσφεραν κάποια μέρα φαγητό δηλητηριασμένο. Εκείνος ανυποψίαστος το γεύθηκε. Και αμέσως τυφλώθηκε.
Με υποδειγματική υπομονή δέχθηκε να σηκώσει ο Άγιος την φοβερή αυτή αδικία. Ατάραχος, χωρίς ίχνος εκδικήσεως προς τους δολίους εχθρούς του, χωρίς παράπονα κατά του Θεού, που επέτρεψε μια τόσο μεγάλη δοκιμασία, αναχωρεί ειρηνικός. Ξεκινά τώρα τη νέα του ζωή.
Παραδίδει τον εαυτό του στις πνοές του Αγίου Πνεύματος και έχοντας μαζί του ως βοηθό - υπηρέτη τον πιστό Ιωάννη έρχονται στη μαγευτική περιοχή της Μαραθάσας. Μέσα στην ησυχία της φύσεως, κάτω από το βλέμμα του παντεπόπτου Κυρίου και τη διαρκή προστασία των αγγέλων βιώνει ο Ιωάννης τον βαθύ του πόθο. Η ψυχή του βαθιά αναπαυμένη δοξολογεί ακατάπαυστα τον Κύριο και Θεό μας. Τέσσερα χρόνια θα παραμείνουν εδώ, με αυστηρή νηστεία, μελέτη και προσευχή. Μέσα στα ελάχιστα αυτά χρόνια ο νεότατος Ιωάννης θα παραγάγει πλούσια πνευματική καρποφορία. Η ζωή του ήταν μια ισχυρή ακτινοβολία θείας αγάπης προς όλους τους ανθρώπους της περιοχής του. Παρά τη μικρή του ηλικία διέθετε τόσο μεγάλη πίστη, ώστε οι προσευχές του θαυματουργούσαν. Άνθρωποι ασθενείς εθεραπεύοντο, πολλοί μετανοούσαν και άλλαζαν ζωή... Ο τυφλός Όσιος συνέχιζε με ταπείνωση να σκορπίζει το φως του Χριστού προς τους «εσκοτισμένους και πλανωμένους». Ο Κύριος εμεγαλύνετο...
Κάποια μέρα περπατούσαν με τον υπηρέτη του. Γύρω τους αβάσταχτη η ζέστη. Φοβερός ο καύσωνας. Νερό πουθενά. Και ο πιστός βοηθός του διψούσε. Και τότε με μια δυνατή προσευχή σαν άλλος Μωυσής έκαμε ο Όσιος ένα βράχο να ραγίσει και να αναβλύσει από μέσα του κρυστάλλινο νερό. Πηγή που τους ξεδίψασε. Και που μέχρι τώρα ξεδιψά, αλλά και αγιάζει με το νερό της περαστικούς και προσκυνητές, γνωστό σήμερα ως «αγίασμα του Λαμπαδιστού».
Ο Ιωάννης δεν επρόκειτο να μείνει τυφλός για πάντα. Λίγες ημέρες πριν από το θάνατό του ο πανάγαθος Κύριος εχάρισε το φως στον πιστό και αγαπημένο του φίλο και Όσιό του.
Λίγες ώρες πριν τον καλέσει ο Θεός για το ουράνιο ταξίδι, ύψωσε το βλέμμα του ο Όσιος και είδε τρεις μεγαλοπρεπείς χρυσόφτερους αετούς.
Ορισμένοι σχολίασαν το θέαμα αυτό ως σύμβολο της προστασίας και ευαρέσκειας του αγίου Τριαδικού Θεού που ερχόταν να παραλάβει την οσία και υπομονετική ψυχή του εκλεκτού του δούλου. Ο Όσιος έγειρε και κοιμήθηκε γαλήνια τον ύπνο του θανάτου. Τερμάτιζε ένδοξος και τιμημένος χωρίς να έχει χάσει καμία μάχη. Πάντα πολεμούσε με τον Χριστό στο πλευρό του, εμπνευστή και συμπαραστάτη του.
Ένας ακόμη Άγιος άφηνε τα εγκόσμια για να προστεθεί στο φωτεινό χορό των Κυπρίων Οσίων. Το αγιασμένο τίμιο Λείψανό του το κήδευσαν οι γονείς του, ο ιερέας πατέρας του και η μητέρα του στον ναό του αγίου Ηρακλειδίου στην περιοχή που ασκήτευε, με βαθιά συγκίνηση και ευγνωμοσύνη προς τον Θεό για το θείο δώρο που τους αξίωσε να γαλουχήσουν και να αναθρέψουν.
Αργότερα, στις αρχές του 11ου αιώνος, στη βόρεια πλευρά του ναού του αγίου Ηρακλειδίου κτίστηκε παρεκκλήσιο στο όνομα του οσίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή. Εκεί ιδρύθηκε και Μονή που πήρε το όνομά του. Και στις μέρες μας η παρουσία του αγίου Ιωάννη γίνεται πόλος έλξεως χιλιάδων ευλαβών προσκυνητών. Και θαύματα επιτελούνται σε όσους με πίστη καταφεύγουν σ' αυτόν. Ιδιαίτερα ο Όσιος ελευθέρωνε δαιμονιζομένους από τα πονηρά πνεύματα.
Όσιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής. Γέννημα και καύχημα της Κύπρου, της «νήσου των Αγίων», αλλά γέννημα και θρέμμα και μιας ευλαβούς ιερατικής οικογενείας.
Ας μην εμποδίζουν οι γονείς τα παιδιά τους στο δρόμο της επιλογής τους. Πολύ να προσεύχονται να τα φωτίζει ο Θεός για να πορεύονται τον δρόμο του θείου θελήματος.
Για τους πολλούς το θείο θέλημα είναι η δημιουργία οικογένειας.
Για τους ελαχίστους ο δρόμος της αφιερώσεως. Για όλους όμως ανεξαιρέτως ο Θεός θέλει να βαδίζουμε το δρόμο της Αγιότητος. Αυτόν το δρόμο που τερματίζει στον ένδοξο Παράδεισο ας αγαπήσουμε όλοι. Και ας τον βαδίζουμε με συνέπεια και με χαρά με τις πρεσβείες όλων των Αγίων της Κύπρου μας και του οσίου Ιωάννου του Λαμπαδού.
3ος Βίος.
Ο Όσιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής έζησε τον 10ο αιώνα μ.Χ και καταγόταν από το χωριό Λαμπαδού της Κύπρου, που βρισκόταν κοντά στην κωμόπολη Γαλάτη.
Οι γονείς του Κυριάκος ιερέας και Άννα πρεσβυτέρα ήταν άνθρωποι πολύ ευσεβείς και πλούσιοι και ο Ιωάννης ήταν το μονάκριβο παιδί τους. Κι αυτό το απέκτησαν υστέρα από θερμές κι εγκάρδιες προς τον Κύριο προσευχές. Γι' αυτό και τον αγαπούσαν πολύ κι από μικρό τον ανέθρεψαν με το γάλα της αυστηρής χριστιανικής πίστεως.
Στη μελέτη και την εκμάθηση των ιερών γραμμάτων ο Ιωάννης ξεπερνούσε όλους τους συνομηλίκους του. Όλοι θαύμαζαν την εξυπνάδα, αλλά και τη φιλομάθεια του.
Κάποια μέρα που ο νεαρός Ιωάννης έκοψε ένα τσαμπί ώριμο σταφύλι και το έφερε στο σπίτι πριν από τις 6 Αυγούστου - που οι χριστιανοί συνήθιζαν να παίρνουν σταφύλια στην εκκλησία, για να διαβάζονται κι ύστερα να τα τρώνε -, τιμωρήθηκε από τον ευλαβή και τυπικό ιερέα πατέρα του με μια αυστηρή παρατήρηση κι ένα ράπισμα. Ο Ιωάννης, που έκοψε το σταφύλι όχι για να το φάει, άλλα για να δείξει στον πατέρα τη θεϊκή ευλογία με την άφθονη καρποφορία, δέχτηκε την τιμωρία αδιαμαρτύρητα. Ύστερα αφού προσευχήθηκε θερμά, και με δάκρυα, πήγε κι έβαλε το τσαμπί στο μέρος από το οποίο το έκοψε. Και το θαύμα έγινε. Το τσαμπί κόλλησε στην κληματόβεργα, ωσάν να μη κόπηκε ποτέ. Έτσι τιμά ο Θεός εκείνους που τον σέβονται και τον αγαπούν.
Όταν ο Ιωάννης έγινε 18 χρόνων, οι γονείς του, που δεν κατάλαβαν ακόμη τους ανώτερους κι ευγενέστερους εσωτερικούς πόθους του παιδιού τους, τον πίεσαν να μνηστευθεί μια πλούσια κόρη. Η επιθυμία τους να δουν το οικογενειακό τους δένδρο να συνεχίζεται τους έκαμε να λησμονήσουν το τάμα τους. Το τάμα που έκαμαν, ν' αφιερώσουν το παιδί τους στον Θεό. Η απαίτηση των γονιών να τον μνηστεύσουν, μα κι ο αγνός πόθος του νέου να ασκητέψει και να ζήσει μια ζωή τέλειας αφιέρωσης δημιούργησαν στην ψυχή του μια σύγκρουση. Κουρασμένος και στενοχωρημένος ο νέος από την πάλη που διεξαγόταν στην καρδιά του κατέφυγε στην προσευχή. Γονάτισε και με πόνο ψυχής ζήτησε τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Ξαφνικά, τη στιγμή που γονατιστός παρακαλούσε να του φανερώσει ο Θεός το θέλημα του, άκουσε μια φωνή μέσα του να του λέει:
«Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἐστί μου ἄξιος, καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἐστί μου ἄξιος, καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἐστί μου ἄξιος». (Ματθ. Γ’, 37-38). Δηλαδή εκείνος που αγαπά τον πατέρα ή τη μητέρα του πιο πολύ από μένα, αυτός δεν είναι άξιος να λέγεται οπαδός μου. Και εκείνος που αγαπά τον γιο του ή την κόρη του πιο πολύ από μένα, κι αυτός πάλι δεν είναι άξιος να λέγεται οπαδός μου. Μα κι όποιος δεν παίρνει σταθερή την απόφαση να υποστεί κάθε ταλαιπωρία κι αυτόν ακόμη τον σταυρικό θάνατο για την πίστη του σε μένα και δεν με ακολουθεί σαν αρχηγό κι υπόδειγμα του, κι αυτός δεν είναι άξιος για μένα.
Ύστερα από τα λόγια της φωνής ο Ιωάννης σηκώθηκε κι έτρεξε στην κόρη. Με ειλικρίνεια κι αγάπη της φανέρωσε τον πόθο του. Τον πόθο να ζήσει παρθενική ζωή. Αφού της ανακοίνωσε την επιθυμία του, πρότεινε το ίδιο και σ' αυτήν. Η κόρη όμως δεν δέχθηκε κι έτσι η μνηστεία διαλύθηκε.
Οι γονείς της κόρης, που θεώρησαν το πράγμα προσβολή, θέλησαν να εκδικηθούν. Μια σατανοκίνητη ψυχή, ένας μάγος, προσφέρθηκε να τους βοηθήσει. Χωρίς να φανερώσουν τις διαθέσεις τους και προσποιούμενοι τους φίλους κάλεσαν τον Ιωάννη σε γεύμα μαζί με τον πατέρα του. Στο φαγητό, που παρέθεσαν στον νέο, έβαλαν κάποιο δηλητήριο.
Στα μεταλλεία της περιοχής είναι γνωστό το δηλητήριο τούτο και σήμερα. Όταν φάγει κανείς λίγο απ' το φαΐ, που παρασκευάζεται με το είδος αυτό, χάνει το φως του. Αν φάγει περισσότερο, πεθαίνει.
Ο Ιωάννης, νέος, εγκρατής, έφαγε μόνο λίγο από το φαγητό με αποτέλεσμα να τυφλωθεί. Τα γαλανά του μάτια μέσα στα οποία καθρεφτιζόταν η καλοσύνη κι η απλότητα της αγνής καρδίας του, σκοτείνιασαν για πάντα. Έχασαν το γλυκύ και ζωογόνο φως.
Αφού ο Ιωάννης συγχώρησε όλους όσους τον έβλαψαν, πήρε τον πιστό του υπηρέτη, που είχε κι αυτός το όνομα Ιωάννης, κι έφυγαν για τη Μαραθάσα. Εκεί, απέναντι από τον Καλοπαναγιώτη και στο μέρος όπου οι απόστολοι Βαρνάβας και Παύλος είχαν βαπτίσει κατά μια παράδοση τον Άγιο Ηρακλείδιο, ήταν η Μονή του αγίου Ηρακλειδίου. Σ' αυτήν έφτιαξε ο Ιωάννης το ασκητήριό του. Τέσσερα χρόνια έζησε στο μέρος αυτό προσευχόμενος και διδάσκοντας τόσο με τα λόγια, όσο και με το παράδειγμά του το θέλημα του θεού. Πολλά θαύματα έκαμε, όταν ήταν ακόμη στη ζωή. Ένα είναι και τούτο:
Μια μέρα ο πολυδοκιμασμένος νέος πήρε τον πιστό του υπηρέτη και βγήκε μαζί του περίπατο. Στο μέρος όπου έφτασαν δεν είχε νερό κι η ζέστη ήταν αφόρητη. Ο υπηρέτης, που καιόταν κυριολεκτικά από τη δίψα, έτρεξε πάνω-κάτω αλλά πουθενά δεν βρήκε νερό. Απογοητευμένος κάθησε κάπου ζαλισμένος και μισολιπόθυμος. Ο Ιερός Λαμπαδιστής στον όποιο ο υπηρέτης φανέρωσε την κατάστασή του σηκώθηκε και γονάτισε. Σήκωσε τα μάτια, σταύρωσε τα χέρια και με θέρμη απήγγειλε μια προσευχή. Ύστερα άπλωσε τα χέρια και κτύπησε τον διπλανό βράχο. Δοξασμένος να 'ναι ο Κύριος στους αιώνες. Το θαύμα του Μωυσή στην έρημο επαναλήφθηκε. Ο βράχος άνοιξε κι εδώ. Και μια δροσερή πηγή κρυστάλλινου νερού ανέβλυσε από τον βράχο. Ο πιστός υπηρέτης σώθηκε. Και μαζί μ' αυτόν χιλιάδες διψασμένοι ξεδίψασαν έκτοτε από το γάργαρο νερό της, που στέκει ως τα σήμερα κι είναι γνωστό σαν άγιασμα του Λαμπαδιστή. Στέκει και διαλαλεί και θα διαλαλεί στους αιώνες το έλεος του Θεού σ' εκείνους, που με την πίστη επικαλούνται τη Χάρη του.
Τρεις μέρες προτού να πεθάνει ο μακάριος ασκητής ανέκτησε και πάλι το φως του. Κι είδε τότε τρεις αετούς χρυσόπτερους να πετάνε γύρω του. Ήταν η επίσκεψη του Τριαδικού Θεού υπό τη μορφή των τριών αετών που τον καλούσε κοντά του. Και πραγματικά! Στις 4 του Οκτώβρη η αγία ψυχή του πέταξε στον ουρανό. Άφησε τον κόσμο τούτο σε ηλικία 22 χρόνων. Οι γονείς του μαζί με τους μοναχούς της μονής έθαψαν το άγιο σκήνωμά του στην εκκλησία του αγίου Ηρακλειδίου. Κι έκτισαν εδώ άλλο ναό στο όνομα του παιδιού τους - τέλη του 10ου και αρχές του 11ου αιώνα μ.Χ. - που περιέκλεισε τον τάφο με το άγιο λείψανο του Λαμπαδιστή.
Πολλά θαύματα έκαμε ο άγιος όσο καιρό ζούσε. Προ παντός θεραπείες δαιμονιζομένων. Ο χρονικογράφος της Κύπρου Λεόντιος Μαχαιράς γράφει γι' αυτόν στο χρονικό του: «Καὶ ὁ Μέγας Ἰωάννης ὁ Λαμπαδιστὴς εἰς τὴν Μαραθάσαν ὅπου διώχνει τὰ δαιμόνια». Η θαυματουργική χάρη του αγίου συνεχίζεται πλούσια και σήμερα, σε όσους με πίστη κι ευλάβεια ζητούν τη χάρη του. Θα αναφέρουμε εδώ ακόμη ένα θαύμα. Το διηγείται ένας πολύ αξιόπιστος κάτοικος από την Αμμόχωστο.
Βρισκόταν τότε στον Καλοπαναγιώτη το 1950 μ.Χ. Πήγε εκεί για λουτροθεραπεία. Μια μικρή πληγή που είχε στο κορμί του μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Πυορροούσε συνέχεια και δεν φαινόταν πουθενά ελπίδα να κλείσει και να θεραπευτεί. Οι γιατροί πηγαινοερχόντουσαν χωρίς αποτέλεσμα. Ο ιδιαίτερος γιατρός του βέβαιος για το σύντομο τέλος του πελάτη του, κάλεσε και ιατροσυμβούλιο, για να κατοχυρώσει τη θεραπεία που έκαμνε. Μετά από προσεκτική και πλατιά συζήτηση συμφώνησαν όλοι στη θεραπευτική αγωγή, μα και στον κίνδυνο, τον μεγάλο κίνδυνο τον όποιο περνούσε. Όταν το ιατρικό συνέδριο τέλειωσε, κοινή ήταν η διαπίστωση όλων, πως το πρωί της άλλης μέρας δεν θα έβρισκαν τον άρρωστο ζωντανό. Αν και οι γιατροί τίποτα δεν αποκάλυψαν σ' αυτόν, ο άρρωστος κατάλαβε ότι η θέση του δεν ήταν καλή. Για μια στιγμή το θάρρος του κλονίστηκε. Η πίστη του όμως στον Θεό έμεινε σταθερή. Έκλεισε με πόνο τα σωματικά του μάτια και με ψυχή «συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην», μουρμούρισε: «Άγιε μου Ιωάννη, λυπήσου με. Λυπήσου την οικογένεια μου και κάνε με καλά. Δώσε μου την υγεία μου και να κάνω τη γιορτή σου, όσο ζω».
Την προσευχή του - κραυγή - επανέλαβε αρκετές φορές. Ξαφνικά εκεί που προσευχόταν, ένα φως, ιλαρό φως γέμισε το δωμάτιο του και μια μορφή υπέροχη, αγγελική, του Λαμπαδιστή, η γλυκιά κι ουράνια μορφή, στάθηκε δίπλα στο κρεβάτι του και του είπε: «Μη φοβάσαι, καλέ μου άνθρωπε. Πίστευε μόνο στον Θεό. Οι γιατροί σου βέβαια γνωμάτευσαν πως θα πεθάνεις. Όχι όμως κι ο Θεός.» Κι αγγίζοντας με το άγιο χέρι του την πληγή πρόσθεσε: «Να! Με τη χάρη του Χριστού η αγιάτρευτη πληγή σου θεραπεύεται».
Ο άρρωστος άνοιξε τα μάτια. Έμεινε ακίνητος για λίγα λεπτά. Ήταν καταϊδρωμένος. Συνήλθε όμως γρήγορα κι ένοιωθε ότι είχε γιατρευτεί. Σηκώθηκε από το στρώμα και κάθισε. Με το τρεμάμενο χέρι αφήρεσε τους επιδέσμους. Η πληγή είχε εξαφανιστεί. Θεραπεύτηκε. Ο άρρωστος πετάχτηκε κάτω από το στρώμα. Γονάτισε. Και με την καρδιά ξέχειλη από ευγνωμοσύνη δόξασε τον Θεό κι ευχαρίστησε τον γιατρό του, τον ιερό Λαμπαδιστή.
Τα πολλά θαύματα που γινόντουσαν στο μέρος αυτό, αποκατέστησαν με τον καιρό τη δόξα της μονής του αγίου Ηρακλειδίου, που είναι σήμερα γνωστή σαν μονή του Ιωάννη του Λαμπαδιστή.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Λαμπάδος τὸ κλέος καὶ Κυπρίων ἀγλάισμα καὶ θαυματουργὸς ὄντως ὤφθης, Ἰωάννη Πατὴρ ἠμῶν Ὅσιε. Νηστεία κατατήξας τῆς σαρκός, ἀλόγους ἐνθυμήσεις πανσθενῶς, ὅθεν χάριν ἰαμάτων ἐξ οὐρανοῦ ἐδέξω, θεόπνευστε. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ πάσιν ἰάματα.
1ος Βίος.
Ο Θαυμαστός και εξαίσιος αυτός Ιωάννης καταγόταν από το χωριό Λαμπαδού ή Λαμπαδιστός κοντά στα σημερινά χωριά Μιτσερό και Γαλάτα. Ο πατέρας του ήταν ιεράς και ονομαζόταν Κυριάκος και η μητέρα του ονομαζόταν Άννα. Και οι δυο γονείς του ήταν πολύ ευσεβείς χριστιανοί. Δεν είχαν άλλο παιδί γι'αυτό και φρόντισαν να μάθει τα ιερά γράμματα και να έχει χριστιανική μόρφωση.
Όταν ενηλικιώθηκε, οι γονείς του τον πάντρεψαν με νέα κόρη πλουσίων γονέων. Όμως ο Ιωάννης προτιμώντας την παρθενία και την ολική αφοσίωσή του στον Θεό, απέφευγε να εκτελεί τα συζυγικά του καθήκοντα. Ο δε πενθερός του ο οποίος ήταν δολιόφρωνας και φθονερός, προσκάλεσε κάποιο Μάγο και αφού κατασκεύασε με μαγική τέχνη δηλητήριο, το έβαλε στο πιάτο με το ψάρι που επρόκειτο να φάει ο Ιωάννης. Και έτσι τυφλώθηκε. Ο Ιωάννης ο Λαμπαδιστής υπέμεινε με καρτερία και χωρίς παράπονο τη φοβερή αυτή δοκιμασία. Συγχώρησε αυτούς που τον τύφλωσαν, παρηγόρησε τους γονείς του, και αφιέρωσε τη ζωή του στο Θεό.
Ο ωραίος σαν άγγελος, ο αγνός στη ψυχή και το σώμα έφηβος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής, συμπλήρωσε το 18 έτος της ηλικίας του, φέροντας το ακάνθινο στεφάνι της κακίας των ανθρώπων και τη στέρηση του φωτός των ματιών του. Αυτό όμως δεν τον ενόχλησε. Πήρε λοιπόν τον πιστό υπηρέτη του ως οδηγό, που και εκείνος ονομαζόταν Ιωάννης, και ανεχώρησε από την Λαμπαδού και ήλθεν στη κοιλάδα της Μαραθάσας και ίδρυσε ασκητήριο στη Μονή του Αγίου Ηρακλειδίου. Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι και ο Άγιος Ηρακλείδιος καταγόνταν από το χωριό του Ιωάννη, τη Λαμπαδού.
Η ιερή και αγνή ζωή του νεαρού ασκητή έλαμψε στη περιοχή εκείνη φωτίζοντας όλους τους ανθρώπους. Ο Ιωάννης ο Λαμπαδιστής υπέβαλε τον εαυτό του σε σκληρή ασκητική αγωγή. ζώντας μια αγγελική ζωή. Έζησε προσευχόμενος ακατάπαυστα, διδάσκοντας το λόγο του Θεού και κάνοντας το θέλημά του Θεού. Έζησε με νηστείες, αγρυπνίες, προσευχές, δεήσεις, και αγοθοεργίες. Έζησε διδάσκοντας σε όλους, μέσα από την αγία και άσπιλη ζωή του, πως είναι δυνατόν να ζήσουν όλοι κατά Χριστό, εάν το θελήσουν. Νήστευε συνεχώς και έτρωγε μόνο κάθε τριες ή τέσσερεις μέρες.
Ζώντας με αυτό το τρόπο, αξιώθηκε από τον Θεό να γίνει θαυματουργός. Ο Άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής κοιμήθηκε στην νεαρή ηλικία των 22 ετών. Τρεις μέρες πριν κοιμηθεί, είδε τρεις γύπες (ατούς στα κυπριακά) να περιτριγυρίζουν από πάνω του, κατάλαβε ότι ήρθε ο ώρα να φύγει από αυτό τον κόσμο, προσευχήθηκε, και παρέδωσε τη ψυχή του στον Θεό. Το άγιο του λείψανο ενταφιάστηκε από τον ίδιο τον πατέρα του, έντιμα και με πολυτέλεια.
Ο Όσιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής έζησε κατά τον δέκατο αιώνα. Ο Λεόντιος Μαχαιράς αναφέρει για τον Άγιο αυτό: «Και ο μέγας Ιωάννης ο Λαμπαδιστής, εις την Μαραθάσαν όπου διώχνει τα δαιμόνια. Αυτός ήτο διάκος εις την ενορίαν της Μαραθάσας».
Η μνήμη του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή εορτάζεται στις 4 Οκτωβρίου.
2ος Βίος.
Όποιος επισκέπτεται το μαρτυρικό και πολύπαθο νησί της Κύπρου μας, έχει την αίσθηση ότι περπατά σε μια γη που ευωδιάζει από χριστιανική πίστη. Το μαρτυρεί αυτό η παρουσία πολλών εκατοντάδων ιερών Ναών και προσκυνημάτων. αλλά και ιερών Μονών που ξεπερνούν τις 200 όλες όσες κατά καιρούς άνθισαν. Αλλά και ο χορός των Αγίων της Κύπρου είναι πλουσιότατος. Πάνω από 600 είναι οι επώνυμοι και ανώνυμοι Άγιοί της που κοσμούν το Αγιολόγιό της. Είναι να απορεί κανείς πώς μπόρεσε ένα τόσο μικρό κομμάτι γης να αναδείξει τόσο πολλούς αγίους, μάρτυρες, ασκητές, πατέρες και ομολογητές της πίστεως, από την αρχή της χριστιανικής της ιστορίας μέχρι σήμερα.
Έναν από τους οσίους της, τον λαοφιλή άγιό της Ιωάννη τον Λαμπαδιστή (ή Λαμπαδό) θα μελετήσουμε, τον οποίο εορτάζουμε κάθε χρόνο στις 4 Οκτωβρίου.
Στη βόρεια πλευρά του πανέμορφου τοπίου της οροσειράς του Τροόδους και σε υψόμετρο 700 μ. βρίσκεται η ιστορική Μονή του οσίου Ιωάννου του Λαμπαδιστή, λαμπρό μνημείο παγκοσμίου κληρονομιάς. Εκεί βρίσκεται και ο τάφος του. Εκεί και η αργυρή τιμία λειψανοθήκη του με το θησαύρισμα της αγίας κάρας του. Εδώ καταφθάνουν πλήθη προσκυνητών για να παρακαλέσουν τον θαυματουργό άγιο Ιωάννη τον Λαμπαδιστή. Δεν πρόκειται για κάποιον γέροντα σεβάσμιο, αλλά για ένα νέο που μόλις στην ηλικία των 22 ετών είχε εκπληρώσει τον επί γης προορισμό του, και ο Κύριος τον κάλεσε κοντά του. Και η αγία μας Εκκλησία του χάρισε επάξια τον τίτλο του Οσίου, γιατί έζησε οσιακά και ασκητικά.
Έζησε τον 10ο αιώνα και σε περίοδο ειρηνική. Τότε που ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Νικηφόρος Β’ Φωκάς (963-969) είχε ελευθερώσει το νησί από το ζυγό των Αράβων κατακτητών.
Η καταγωγή του Ιωάννη ήταν από ένα μικρό χωριό κοντά στην κωμόπολη Γαλάτα στην περιοχή Μιτσερού. Είχε την ευτυχία να ανατραφεί μέσα σε ιερατικό σπίτι, που απέπνεε βαθιά ευσέβεια και φόβο Θεού. Δεν ξεχνούσαν ποτέ οι ευλαβείς γονείς του, τόσο ο ιερεύς πατέρας του π. Κυριακός όσο και η μητέρα του η πρεσβυτέρα Άννα, ότι το μικρό και μονάκριβο παιδί που είχαν ήταν δώρο Θεού. Καρπός θαυματουργού προσευχής τους στο πρόβλημα της ατεκνίας τους.
Από μικρή ηλικία ο Ιωάννης αγάπησε πολύ τα ιερά γράμματα των θείων Γραφών όχι μόνο στη θεωρία, αλλά και στην πράξη. Ζούσε με υπακοή και αυστηρή πειθαρχία στο θέλημα του Κυρίου, καλλιεργώντας με ακρίβεια τις άγιες αρετές του Ευαγγελίου.
Κάποια μέρα έκοψε ένα τσαμπί σταφύλι από το αμπέλι πριν από τις 6 Αυγούστου, ημέρα που η αγία μας Εκκλησία ευλογεί τις απαρχές των καρπών της αμπέλου. Τότε λοιπόν ο ακριβής και παραδοσιακός στο εκκλησιαστικό ήθος πατέρας του του έκαμε αυστηρή παρατήρηση και τον ερράπισε. Ο μικρός Ιωάννης, χωρίς να θιγεί, δέχθηκε ταπεινά και ευγνώμονα την πατρική τιμωρία του ιερέα πατέρα του. Του ζήτησε βαθιά συγγνώμη και έτρεξε στο αμπέλι και τοποθέτησε ξανά το κομμένο τσαμπί στη θέση του. Και εκείνο θαυματουργικά κόλλησε πάνω στο κλήμα!
Σε ηλικία 18 ετών - έφηβος πλέον ο Ιωάννης - πιέστηκε από τους γονείς του να αρραβωνιασθεί. Εκείνος όμως είχε αλλού στρέψει τα βλέμματά του. Προς τον Νυμφίο Χριστό. Σ'Αυτόν ήθελε να αφιερώσει τη ζωή του. Οι οικείοι της υποψήφιας νύφης όμως αντέδρασαν σκληρά στην απόφασή του και τον εκδικήθηκαν. Του πρόσφεραν κάποια μέρα φαγητό δηλητηριασμένο. Εκείνος ανυποψίαστος το γεύθηκε. Και αμέσως τυφλώθηκε.
Με υποδειγματική υπομονή δέχθηκε να σηκώσει ο Άγιος την φοβερή αυτή αδικία. Ατάραχος, χωρίς ίχνος εκδικήσεως προς τους δολίους εχθρούς του, χωρίς παράπονα κατά του Θεού, που επέτρεψε μια τόσο μεγάλη δοκιμασία, αναχωρεί ειρηνικός. Ξεκινά τώρα τη νέα του ζωή.
Παραδίδει τον εαυτό του στις πνοές του Αγίου Πνεύματος και έχοντας μαζί του ως βοηθό - υπηρέτη τον πιστό Ιωάννη έρχονται στη μαγευτική περιοχή της Μαραθάσας. Μέσα στην ησυχία της φύσεως, κάτω από το βλέμμα του παντεπόπτου Κυρίου και τη διαρκή προστασία των αγγέλων βιώνει ο Ιωάννης τον βαθύ του πόθο. Η ψυχή του βαθιά αναπαυμένη δοξολογεί ακατάπαυστα τον Κύριο και Θεό μας. Τέσσερα χρόνια θα παραμείνουν εδώ, με αυστηρή νηστεία, μελέτη και προσευχή. Μέσα στα ελάχιστα αυτά χρόνια ο νεότατος Ιωάννης θα παραγάγει πλούσια πνευματική καρποφορία. Η ζωή του ήταν μια ισχυρή ακτινοβολία θείας αγάπης προς όλους τους ανθρώπους της περιοχής του. Παρά τη μικρή του ηλικία διέθετε τόσο μεγάλη πίστη, ώστε οι προσευχές του θαυματουργούσαν. Άνθρωποι ασθενείς εθεραπεύοντο, πολλοί μετανοούσαν και άλλαζαν ζωή... Ο τυφλός Όσιος συνέχιζε με ταπείνωση να σκορπίζει το φως του Χριστού προς τους «εσκοτισμένους και πλανωμένους». Ο Κύριος εμεγαλύνετο...
Κάποια μέρα περπατούσαν με τον υπηρέτη του. Γύρω τους αβάσταχτη η ζέστη. Φοβερός ο καύσωνας. Νερό πουθενά. Και ο πιστός βοηθός του διψούσε. Και τότε με μια δυνατή προσευχή σαν άλλος Μωυσής έκαμε ο Όσιος ένα βράχο να ραγίσει και να αναβλύσει από μέσα του κρυστάλλινο νερό. Πηγή που τους ξεδίψασε. Και που μέχρι τώρα ξεδιψά, αλλά και αγιάζει με το νερό της περαστικούς και προσκυνητές, γνωστό σήμερα ως «αγίασμα του Λαμπαδιστού».
Ο Ιωάννης δεν επρόκειτο να μείνει τυφλός για πάντα. Λίγες ημέρες πριν από το θάνατό του ο πανάγαθος Κύριος εχάρισε το φως στον πιστό και αγαπημένο του φίλο και Όσιό του.
Λίγες ώρες πριν τον καλέσει ο Θεός για το ουράνιο ταξίδι, ύψωσε το βλέμμα του ο Όσιος και είδε τρεις μεγαλοπρεπείς χρυσόφτερους αετούς.
Ορισμένοι σχολίασαν το θέαμα αυτό ως σύμβολο της προστασίας και ευαρέσκειας του αγίου Τριαδικού Θεού που ερχόταν να παραλάβει την οσία και υπομονετική ψυχή του εκλεκτού του δούλου. Ο Όσιος έγειρε και κοιμήθηκε γαλήνια τον ύπνο του θανάτου. Τερμάτιζε ένδοξος και τιμημένος χωρίς να έχει χάσει καμία μάχη. Πάντα πολεμούσε με τον Χριστό στο πλευρό του, εμπνευστή και συμπαραστάτη του.
Ένας ακόμη Άγιος άφηνε τα εγκόσμια για να προστεθεί στο φωτεινό χορό των Κυπρίων Οσίων. Το αγιασμένο τίμιο Λείψανό του το κήδευσαν οι γονείς του, ο ιερέας πατέρας του και η μητέρα του στον ναό του αγίου Ηρακλειδίου στην περιοχή που ασκήτευε, με βαθιά συγκίνηση και ευγνωμοσύνη προς τον Θεό για το θείο δώρο που τους αξίωσε να γαλουχήσουν και να αναθρέψουν.
Αργότερα, στις αρχές του 11ου αιώνος, στη βόρεια πλευρά του ναού του αγίου Ηρακλειδίου κτίστηκε παρεκκλήσιο στο όνομα του οσίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή. Εκεί ιδρύθηκε και Μονή που πήρε το όνομά του. Και στις μέρες μας η παρουσία του αγίου Ιωάννη γίνεται πόλος έλξεως χιλιάδων ευλαβών προσκυνητών. Και θαύματα επιτελούνται σε όσους με πίστη καταφεύγουν σ' αυτόν. Ιδιαίτερα ο Όσιος ελευθέρωνε δαιμονιζομένους από τα πονηρά πνεύματα.
Όσιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής. Γέννημα και καύχημα της Κύπρου, της «νήσου των Αγίων», αλλά γέννημα και θρέμμα και μιας ευλαβούς ιερατικής οικογενείας.
Ας μην εμποδίζουν οι γονείς τα παιδιά τους στο δρόμο της επιλογής τους. Πολύ να προσεύχονται να τα φωτίζει ο Θεός για να πορεύονται τον δρόμο του θείου θελήματος.
Για τους πολλούς το θείο θέλημα είναι η δημιουργία οικογένειας.
Για τους ελαχίστους ο δρόμος της αφιερώσεως. Για όλους όμως ανεξαιρέτως ο Θεός θέλει να βαδίζουμε το δρόμο της Αγιότητος. Αυτόν το δρόμο που τερματίζει στον ένδοξο Παράδεισο ας αγαπήσουμε όλοι. Και ας τον βαδίζουμε με συνέπεια και με χαρά με τις πρεσβείες όλων των Αγίων της Κύπρου μας και του οσίου Ιωάννου του Λαμπαδού.
3ος Βίος.
Ο Όσιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής έζησε τον 10ο αιώνα μ.Χ και καταγόταν από το χωριό Λαμπαδού της Κύπρου, που βρισκόταν κοντά στην κωμόπολη Γαλάτη.
Οι γονείς του Κυριάκος ιερέας και Άννα πρεσβυτέρα ήταν άνθρωποι πολύ ευσεβείς και πλούσιοι και ο Ιωάννης ήταν το μονάκριβο παιδί τους. Κι αυτό το απέκτησαν υστέρα από θερμές κι εγκάρδιες προς τον Κύριο προσευχές. Γι' αυτό και τον αγαπούσαν πολύ κι από μικρό τον ανέθρεψαν με το γάλα της αυστηρής χριστιανικής πίστεως.
Στη μελέτη και την εκμάθηση των ιερών γραμμάτων ο Ιωάννης ξεπερνούσε όλους τους συνομηλίκους του. Όλοι θαύμαζαν την εξυπνάδα, αλλά και τη φιλομάθεια του.
Κάποια μέρα που ο νεαρός Ιωάννης έκοψε ένα τσαμπί ώριμο σταφύλι και το έφερε στο σπίτι πριν από τις 6 Αυγούστου - που οι χριστιανοί συνήθιζαν να παίρνουν σταφύλια στην εκκλησία, για να διαβάζονται κι ύστερα να τα τρώνε -, τιμωρήθηκε από τον ευλαβή και τυπικό ιερέα πατέρα του με μια αυστηρή παρατήρηση κι ένα ράπισμα. Ο Ιωάννης, που έκοψε το σταφύλι όχι για να το φάει, άλλα για να δείξει στον πατέρα τη θεϊκή ευλογία με την άφθονη καρποφορία, δέχτηκε την τιμωρία αδιαμαρτύρητα. Ύστερα αφού προσευχήθηκε θερμά, και με δάκρυα, πήγε κι έβαλε το τσαμπί στο μέρος από το οποίο το έκοψε. Και το θαύμα έγινε. Το τσαμπί κόλλησε στην κληματόβεργα, ωσάν να μη κόπηκε ποτέ. Έτσι τιμά ο Θεός εκείνους που τον σέβονται και τον αγαπούν.
Όταν ο Ιωάννης έγινε 18 χρόνων, οι γονείς του, που δεν κατάλαβαν ακόμη τους ανώτερους κι ευγενέστερους εσωτερικούς πόθους του παιδιού τους, τον πίεσαν να μνηστευθεί μια πλούσια κόρη. Η επιθυμία τους να δουν το οικογενειακό τους δένδρο να συνεχίζεται τους έκαμε να λησμονήσουν το τάμα τους. Το τάμα που έκαμαν, ν' αφιερώσουν το παιδί τους στον Θεό. Η απαίτηση των γονιών να τον μνηστεύσουν, μα κι ο αγνός πόθος του νέου να ασκητέψει και να ζήσει μια ζωή τέλειας αφιέρωσης δημιούργησαν στην ψυχή του μια σύγκρουση. Κουρασμένος και στενοχωρημένος ο νέος από την πάλη που διεξαγόταν στην καρδιά του κατέφυγε στην προσευχή. Γονάτισε και με πόνο ψυχής ζήτησε τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Ξαφνικά, τη στιγμή που γονατιστός παρακαλούσε να του φανερώσει ο Θεός το θέλημα του, άκουσε μια φωνή μέσα του να του λέει:
«Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἐστί μου ἄξιος, καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἐστί μου ἄξιος, καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἐστί μου ἄξιος». (Ματθ. Γ’, 37-38). Δηλαδή εκείνος που αγαπά τον πατέρα ή τη μητέρα του πιο πολύ από μένα, αυτός δεν είναι άξιος να λέγεται οπαδός μου. Και εκείνος που αγαπά τον γιο του ή την κόρη του πιο πολύ από μένα, κι αυτός πάλι δεν είναι άξιος να λέγεται οπαδός μου. Μα κι όποιος δεν παίρνει σταθερή την απόφαση να υποστεί κάθε ταλαιπωρία κι αυτόν ακόμη τον σταυρικό θάνατο για την πίστη του σε μένα και δεν με ακολουθεί σαν αρχηγό κι υπόδειγμα του, κι αυτός δεν είναι άξιος για μένα.
Ύστερα από τα λόγια της φωνής ο Ιωάννης σηκώθηκε κι έτρεξε στην κόρη. Με ειλικρίνεια κι αγάπη της φανέρωσε τον πόθο του. Τον πόθο να ζήσει παρθενική ζωή. Αφού της ανακοίνωσε την επιθυμία του, πρότεινε το ίδιο και σ' αυτήν. Η κόρη όμως δεν δέχθηκε κι έτσι η μνηστεία διαλύθηκε.
Οι γονείς της κόρης, που θεώρησαν το πράγμα προσβολή, θέλησαν να εκδικηθούν. Μια σατανοκίνητη ψυχή, ένας μάγος, προσφέρθηκε να τους βοηθήσει. Χωρίς να φανερώσουν τις διαθέσεις τους και προσποιούμενοι τους φίλους κάλεσαν τον Ιωάννη σε γεύμα μαζί με τον πατέρα του. Στο φαγητό, που παρέθεσαν στον νέο, έβαλαν κάποιο δηλητήριο.
Στα μεταλλεία της περιοχής είναι γνωστό το δηλητήριο τούτο και σήμερα. Όταν φάγει κανείς λίγο απ' το φαΐ, που παρασκευάζεται με το είδος αυτό, χάνει το φως του. Αν φάγει περισσότερο, πεθαίνει.
Ο Ιωάννης, νέος, εγκρατής, έφαγε μόνο λίγο από το φαγητό με αποτέλεσμα να τυφλωθεί. Τα γαλανά του μάτια μέσα στα οποία καθρεφτιζόταν η καλοσύνη κι η απλότητα της αγνής καρδίας του, σκοτείνιασαν για πάντα. Έχασαν το γλυκύ και ζωογόνο φως.
Αφού ο Ιωάννης συγχώρησε όλους όσους τον έβλαψαν, πήρε τον πιστό του υπηρέτη, που είχε κι αυτός το όνομα Ιωάννης, κι έφυγαν για τη Μαραθάσα. Εκεί, απέναντι από τον Καλοπαναγιώτη και στο μέρος όπου οι απόστολοι Βαρνάβας και Παύλος είχαν βαπτίσει κατά μια παράδοση τον Άγιο Ηρακλείδιο, ήταν η Μονή του αγίου Ηρακλειδίου. Σ' αυτήν έφτιαξε ο Ιωάννης το ασκητήριό του. Τέσσερα χρόνια έζησε στο μέρος αυτό προσευχόμενος και διδάσκοντας τόσο με τα λόγια, όσο και με το παράδειγμά του το θέλημα του θεού. Πολλά θαύματα έκαμε, όταν ήταν ακόμη στη ζωή. Ένα είναι και τούτο:
Μια μέρα ο πολυδοκιμασμένος νέος πήρε τον πιστό του υπηρέτη και βγήκε μαζί του περίπατο. Στο μέρος όπου έφτασαν δεν είχε νερό κι η ζέστη ήταν αφόρητη. Ο υπηρέτης, που καιόταν κυριολεκτικά από τη δίψα, έτρεξε πάνω-κάτω αλλά πουθενά δεν βρήκε νερό. Απογοητευμένος κάθησε κάπου ζαλισμένος και μισολιπόθυμος. Ο Ιερός Λαμπαδιστής στον όποιο ο υπηρέτης φανέρωσε την κατάστασή του σηκώθηκε και γονάτισε. Σήκωσε τα μάτια, σταύρωσε τα χέρια και με θέρμη απήγγειλε μια προσευχή. Ύστερα άπλωσε τα χέρια και κτύπησε τον διπλανό βράχο. Δοξασμένος να 'ναι ο Κύριος στους αιώνες. Το θαύμα του Μωυσή στην έρημο επαναλήφθηκε. Ο βράχος άνοιξε κι εδώ. Και μια δροσερή πηγή κρυστάλλινου νερού ανέβλυσε από τον βράχο. Ο πιστός υπηρέτης σώθηκε. Και μαζί μ' αυτόν χιλιάδες διψασμένοι ξεδίψασαν έκτοτε από το γάργαρο νερό της, που στέκει ως τα σήμερα κι είναι γνωστό σαν άγιασμα του Λαμπαδιστή. Στέκει και διαλαλεί και θα διαλαλεί στους αιώνες το έλεος του Θεού σ' εκείνους, που με την πίστη επικαλούνται τη Χάρη του.
Τρεις μέρες προτού να πεθάνει ο μακάριος ασκητής ανέκτησε και πάλι το φως του. Κι είδε τότε τρεις αετούς χρυσόπτερους να πετάνε γύρω του. Ήταν η επίσκεψη του Τριαδικού Θεού υπό τη μορφή των τριών αετών που τον καλούσε κοντά του. Και πραγματικά! Στις 4 του Οκτώβρη η αγία ψυχή του πέταξε στον ουρανό. Άφησε τον κόσμο τούτο σε ηλικία 22 χρόνων. Οι γονείς του μαζί με τους μοναχούς της μονής έθαψαν το άγιο σκήνωμά του στην εκκλησία του αγίου Ηρακλειδίου. Κι έκτισαν εδώ άλλο ναό στο όνομα του παιδιού τους - τέλη του 10ου και αρχές του 11ου αιώνα μ.Χ. - που περιέκλεισε τον τάφο με το άγιο λείψανο του Λαμπαδιστή.
Πολλά θαύματα έκαμε ο άγιος όσο καιρό ζούσε. Προ παντός θεραπείες δαιμονιζομένων. Ο χρονικογράφος της Κύπρου Λεόντιος Μαχαιράς γράφει γι' αυτόν στο χρονικό του: «Καὶ ὁ Μέγας Ἰωάννης ὁ Λαμπαδιστὴς εἰς τὴν Μαραθάσαν ὅπου διώχνει τὰ δαιμόνια». Η θαυματουργική χάρη του αγίου συνεχίζεται πλούσια και σήμερα, σε όσους με πίστη κι ευλάβεια ζητούν τη χάρη του. Θα αναφέρουμε εδώ ακόμη ένα θαύμα. Το διηγείται ένας πολύ αξιόπιστος κάτοικος από την Αμμόχωστο.
Βρισκόταν τότε στον Καλοπαναγιώτη το 1950 μ.Χ. Πήγε εκεί για λουτροθεραπεία. Μια μικρή πληγή που είχε στο κορμί του μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Πυορροούσε συνέχεια και δεν φαινόταν πουθενά ελπίδα να κλείσει και να θεραπευτεί. Οι γιατροί πηγαινοερχόντουσαν χωρίς αποτέλεσμα. Ο ιδιαίτερος γιατρός του βέβαιος για το σύντομο τέλος του πελάτη του, κάλεσε και ιατροσυμβούλιο, για να κατοχυρώσει τη θεραπεία που έκαμνε. Μετά από προσεκτική και πλατιά συζήτηση συμφώνησαν όλοι στη θεραπευτική αγωγή, μα και στον κίνδυνο, τον μεγάλο κίνδυνο τον όποιο περνούσε. Όταν το ιατρικό συνέδριο τέλειωσε, κοινή ήταν η διαπίστωση όλων, πως το πρωί της άλλης μέρας δεν θα έβρισκαν τον άρρωστο ζωντανό. Αν και οι γιατροί τίποτα δεν αποκάλυψαν σ' αυτόν, ο άρρωστος κατάλαβε ότι η θέση του δεν ήταν καλή. Για μια στιγμή το θάρρος του κλονίστηκε. Η πίστη του όμως στον Θεό έμεινε σταθερή. Έκλεισε με πόνο τα σωματικά του μάτια και με ψυχή «συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην», μουρμούρισε: «Άγιε μου Ιωάννη, λυπήσου με. Λυπήσου την οικογένεια μου και κάνε με καλά. Δώσε μου την υγεία μου και να κάνω τη γιορτή σου, όσο ζω».
Την προσευχή του - κραυγή - επανέλαβε αρκετές φορές. Ξαφνικά εκεί που προσευχόταν, ένα φως, ιλαρό φως γέμισε το δωμάτιο του και μια μορφή υπέροχη, αγγελική, του Λαμπαδιστή, η γλυκιά κι ουράνια μορφή, στάθηκε δίπλα στο κρεβάτι του και του είπε: «Μη φοβάσαι, καλέ μου άνθρωπε. Πίστευε μόνο στον Θεό. Οι γιατροί σου βέβαια γνωμάτευσαν πως θα πεθάνεις. Όχι όμως κι ο Θεός.» Κι αγγίζοντας με το άγιο χέρι του την πληγή πρόσθεσε: «Να! Με τη χάρη του Χριστού η αγιάτρευτη πληγή σου θεραπεύεται».
Ο άρρωστος άνοιξε τα μάτια. Έμεινε ακίνητος για λίγα λεπτά. Ήταν καταϊδρωμένος. Συνήλθε όμως γρήγορα κι ένοιωθε ότι είχε γιατρευτεί. Σηκώθηκε από το στρώμα και κάθισε. Με το τρεμάμενο χέρι αφήρεσε τους επιδέσμους. Η πληγή είχε εξαφανιστεί. Θεραπεύτηκε. Ο άρρωστος πετάχτηκε κάτω από το στρώμα. Γονάτισε. Και με την καρδιά ξέχειλη από ευγνωμοσύνη δόξασε τον Θεό κι ευχαρίστησε τον γιατρό του, τον ιερό Λαμπαδιστή.
Τα πολλά θαύματα που γινόντουσαν στο μέρος αυτό, αποκατέστησαν με τον καιρό τη δόξα της μονής του αγίου Ηρακλειδίου, που είναι σήμερα γνωστή σαν μονή του Ιωάννη του Λαμπαδιστή.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Λαμπάδος τὸ κλέος καὶ Κυπρίων ἀγλάισμα καὶ θαυματουργὸς ὄντως ὤφθης, Ἰωάννη Πατὴρ ἠμῶν Ὅσιε. Νηστεία κατατήξας τῆς σαρκός, ἀλόγους ἐνθυμήσεις πανσθενῶς, ὅθεν χάριν ἰαμάτων ἐξ οὐρανοῦ ἐδέξω, θεόπνευστε. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ πάσιν ἰάματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου