Άγιος Βηχιανός (ή Γεννάδιος). Ημέρα Μνήμης: 11 Δεκεμβρίου (και 17 Νοεμβρίου).
Για τον Άγιο Βηχιανό υπάρχουν πολλές εκδοχές όσο αφορά την καταγωγή, αλλά και το όνομά του. Η επικρατέστερη είναι αυτή που συναντάμε στα έργα του Αγίου Νεφύτου του Εγκλείστου. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Άγιο Νεόφυτο, το όνομα του Αγίου Βηχιανού ήταν αυτό του Αγίου Γενναδίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (τιμάται 17 Νοεμβρίου), αλλά επειδή από την πρώτη στιγμή της κοιμήσεως του και έκτοτε θεραπεύει το βήχα παρείσδυσε στην πάροδο του χρόνου το «παρατσούκλι» Βηχιανός.
Ο Άγιος Γεννάδιος σε βαθύ γήρας αποχώρησε εκούσια από το θρόνο του πατριάρχου και αποφάσισε να μεταβεί στο Άγιο Όρος. Κάποτε θέλησε να επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους και να προσκυνήσει τα πανάχραντα προσκυνήματα. Στην επιστροφή πέρασε και από την Κύπρο για να συναντηθεί με τον Όσιο Ιλαρίωνα. Το πλοίο τον άφησε μαζί με τον υποτακτικό του στην Πάφο και από εκεί πεζός ξεκίνησε το δρόμο για τη συνάντηση. Όμως το βράδυ πλησίασε, ζήτησε να διανυκτερεύσει στο πρώτο σπίτι που συνάντησε. Οι ένοικοι του σπιτιού του αρνήθηκαν. Η προχωρημένη ηλικία του σε συνδυασμό με το βαρύ χειμώνα, τον καθήλωσαν στην εξώπορτα του σπιτιού. Προτού, όμως, να ξημερώσει, ο Άγιος παρέδωσε το πνεύμα. Έκτοτε, ο Άγιος Γεννάδιος ή, όπως είναι γνωστός στους πιστούς, Βηχιανός θεραπεύει όσους με ευλάβεια και πίστη καταφεύγουν στη μεσιτεία του.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, το συγγραφικό έργο του Αγίου Γενναδίου είναι τόσο πλούσιο ώστε είναι ισάξιο μ’αυτό των Τριών Ιεραρχών. Από τα έργα του σώζεται μόνο μια επιστολή, η οποία φυλάσσεται στο Άγιο Όρος.
Ο Άγιος Γεννάδιος ή Βηχιανός.
Αν και ο Άγιος Βηχιανός αναφέρεται μεταξύ των τοπικών Αγίων του νησιού μας, μερικοί φρονούν ότι το όνομα τούτο είναι μάλλον επίθετο του αγίου Γενναδίου κι ότι ο άγιος Βηχιανός και ο άγιος Γεννάδιος είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Ο άγιος Βηχιανός και Βησσιανός έχει ως κέντρο σεβασμού το μικρό χωριά Ανάγια, πού βρίσκεται 10 περίπου μίλια ΝΔ της Λευκωσίας και την Κισσούσα της επ. Λεμεσού. Τοιχογραφίες του αγίου Βρίσκουμε σε εκκλησίες της Γαλάτας, του Ιδαλίου, Καλοπαναγιώτη κλπ. Φορητές εικόνες στα Ανάγια, σε ναούς της Λευκωσίας (Αγίου Σάββα, Τρυπιώτη), της Λάρνακος και αλλαχού.
«Πολλοί τον πλούτον εμίσησαν, την δε δόξαν ουδείς» λένε κι επαναλαμβάνουν συνήθως οι άνθρωποι, σαν θέλουν να τονίσουν την τεράστια δύναμη που τα κοσμικά μεγαλεία κι η αγάπη της δόξας έχουν πάνω στην ανθρώπινη καρδιά. Κι όμως ο άγιος Γεννάδιος, με τη βοήθεια του Χριστού που αγάπησε με την ψυχή του, ξεπέρασε το μεγάλο κι αχόρταστο τούτο πάθος και νίκησε. Μια γρήγορη ματιά στους πιο σημαντικούς σταθμούς της ζωής του θα μας το αποδείξει. Αλλά και μια προσεκτική μελέτη τούτων θα μας βοηθήσει να εκτιμήσουμε περισσότερο το ψυχικό μεγαλείο του.
Ποια ήταν η ιδιαίτερη πατρίδα του Αγίου δεν γνωρίζουμε ούτε και ποια η καταγωγή του. Εκείνο, που γνωρίζουμε είναι, πως αυτός ήκμασε στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του αυτοκράτορα Λέοντος Α' του γνωστού και με το επώνυμο του Μακέλλη (457-474 μ.Χ.). Επίσης ότι ήταν σύγχρονος των μεγάλων ασκητών Δανιήλ του Στυλίτη, που έζησε τριαντατρία χρόνια πάνω σ'ένα στυλό, και του Αγίου Ανδρέα του δια Χριστόν Σαλού, δηλαδή ανόητου, μωρού. Ο σεμνός εγκωμιαστής του, ο γλυκύτατος της Κύπρου Άγιος, ο μακάριος Νεόφυτος αναφέρει πως ο «γενναίος Γεννάδιος ην πρεσβύτερος της μεγάλης Εκκλησίας». Κι ακόμη πως στην έδρα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, την ξακουστή Πόλη όπου ζούσε από νωρίς διακρίθηκε για την ταπεινοφροσύνη και τη σεμνότητα του βίου του, μα και τη μεγάλη του εξυπνάδα κι αρετή. Το παράδειγμα της ζωής των αγίων πατέρων και οσίων της Εκκλησίας μας που παρακολουθούσε και με προσοχή μελετούσε, πολύ τον συγκινούσε και με πόθο βαθύ αγωνιζόταν να το μιμηθεί. Η ψυχή του φλεγόταν από την ιερή επιθυμία να αφιερωθεί κι αυτός στον Θεό και να βαδίσει τον δρόμο που οδηγεί στην ηθική τελειότητα. Το ευαγγελικό «έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο Πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειος εστίν» (Ματθ. ε', 48), δηλαδή αγωνισθείτε να γίνετε τέλειοι, όπως τέλειος είναι κι ο Πατέρας σας ο ουράνιος, κυκλοφορούσε διαρκώς κι έντονα στη σκέψη του. Και τον συγκινούσε. Και τον γοήτευε. Και τον παρορμούσε να 'ναι προσεκτικός και ν' αγωνίζεται σκληρά, για να προχωρεί κάθε μέρα και πιο πετυχημένα στην καλλιέργεια του χαρακτήρα του. Και το αποτέλεσμα των κόπων και των προσπαθειών του παρουσιαζόταν κάθε τόσο και πιο πλούσιο σ' ευλογίες. Η προκοπή του στην άσκηση μεγάλωνε σταθερά κι η αρετή του σαν πολύεδρο διαμάντι σκορπούσε γύρω και παντού τη λάμψη και τη μαρτυρία μιας λαμπρής και ζηλευτής πολιτείας. Μιας πολιτείας τόσο υπέροχης, ώστε ο χρονογράφος Ευφραίμιος να τον χαρακτηρίζει «τύπον ευσέβειας και παντός κάλου».
Αυτή η λάμψη της αρετής του που ακτινοβολούσε τον υπέροχο χαρακτήρα του και την εξαίρετη ανθρωπιά του, έγινεν αιτία, (ώστε Βασιλιάς και Σύγκλητος και κλήρος και λαός σ' αυτόν να στραφούν μόλις πέθανε ο τότε Πατριάρχης Ανατολίας, κι αυτόν να υποδείξουν και να καλέσουν ως τον μόνο κατάλληλο, για ν' αναλάβει στα στιβαρά χέρια του το πηδάλιο της χειμαζόμενης Εκκλησίας. Και δικαιώθηκαν.
Στην άγια μορφή του ιερού Γενναδίου ο πιστός λαός της Βασιλεύουσας βρήκε τον άξιο και στοργικό ποιμένα του. Για δέκα τρία χρόνια και δύο μήνες (458-471) ο συνετός και φλογερός Ιεράρχης ανέλαβε και διεξήγαγε ένα σταθερό κι ασταμάτητο αγώνα για την πνευματική άνοδο του ποιμνίου του, τη φύλαξη του από τις αιρέσεις και την προσήλωση του στην ορθή πίστη των Πατέρων. Στο πρόσωπο του είδαν και βρήκαν όλοι τον ακούραστο κι άγρυπνο πατέρα, που ήξερε να αναλίσκεται σαν λαμπάδα για να φωτίζει με το παράδειγμα του, να θερμαίνει με την αγάπη του και να γλυκαίνει με τα λόγια και τις περιποιήσεις του τον πόνο του λαού του.
Το χριστιανικό και βιβλικό κήρυγμα του απευθυνόταν προς όλους. Κι ήταν άλλοτε ειρηνικό και γαλήνιο κι άλλοτε ελεγκτικό. Ειρηνικό και γαλήνιο προς τον πιστό κι αφοσιωμένο λαό, που με δίψα έτρεχε ν'ακούσει και να ωφεληθεί από τα λόγια οικοδομής και παρηγοριάς, που του πρόσφερε ο φιλόστοργος πατέρας. Ελεγκτικό κι αυστηρό σ' εκείνους που παρανομούσαν, οποιοιδήποτε κι αν ήταν αυτοί, και ζητούσαν να κατασκανδαλίσουν τον αθώο και πονεμένο λαό.
Η μέριμνα κι η φροντίδα του για το ποίμνιο του τον συνείχε μέρα και νύχτα. Η διακήρυξη του θείου Παύλου «τις ασθενεί και ουκ ασθενώ; τις σκανδαλίζεται, και ουκ εγώ πυρούμαι» (Β' Κορινθ. ία', 29), ήταν και δική του. Πολλές φορές ο ύπνος αρνιόταν να τον επισκεφθεί και να κλείσει τα βλέφαρα του, σαν θυμόταν πως μερικά από τα πνευματικά παιδιά του δεν είχαν το ανάλογο φόρεμα της πίστεως και της χριστιανικής ελπίδος και αγάπης. Ή σαν άκουε πως κάποιος αιρετικός είχε γλιστρήσει ανάμεσα στους χριστιανούς του κι απειλούσε να τους παρασύρει και τους αποκόψει από τη μάνδρα της Ορθοδοξίας. Γνώριζε ο άγρυπνος και πολύπειρος ιεράρχης, πως ο χρόνος που πέρασε είχε σκορπίσει πολλά ξένα σώματα στο καθαρό κι άδολο χρυσάφι της διδασκαλίας του Χριστού. Οι αιρετικοί με πείσμα και φανατισμό, μα κι έντεχνα είχαν κατορθώσει από καιρό να σπείρουν τα ζιζάνια της πλάνης τους στον αγρό της «μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας». Όμως ο φρόνιμος και φιλόπονος οικονόμος των Μυστηρίων του θεού, που είχε βαθιά επίγνωση της αποστολής και των υποχρεώσεων του έναντι των ψυχών του ποιμνίου του, ακούραστος πάντα και με ζήλο αποστολικό δίδασκε κάθε μέρα και νουθετούσε τον λαό του στην ορθή πίστη. Ως δόκιμος και καλός γεωργός φρόντιζε να περιποιείται και να κρατά το «γεώργιόν» του μακριά από τις επιβουλές των κακών γεωργών, που σαν λύκοι με ένδυμα προβάτου ερχόντουσαν να σκορπίσουν τα ζιζάνια των αιρέσεων τους στον ορθόδοξο χριστιανικό αγρό.
Τέτοιοι κακοί γεωργοί την εποχή αυτή υπήρξαν μαζί με άλλους οι οπαδοί της παλαιάς αιρέσεως του μονοφυσιτισμού κι οι σιμωνιακοί. Η λέξη προήλθε από κάποιο Σίμωνα μάγο. Αυτός, όπως μας αναφέρουν αι Πράξεις (η', 14-24), σαν είδε εκεί στη Σαμάρεια όπου ζούσε τους αποστόλους Πέτρο και Ιωάννη να μεταδίδουν με την επίθεση των χειρών τους επάνω στους νεοβαπτισθέντας χριστιανούς τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, πλησίασε και πρόσφερε χρήματα πολλά στους αποστόλους, για να δώσουν και σ' αυτόν τούτο το χάρισμα. Στην πρόταση του ο Απόστολος Πέτρος απήντησε με καυστική δριμύτητα και τον έδιωξε. Από τότε όσοι ζητούν με χρήματα ν' αγοράσουν τη δωρεά του θεού, καλούνται «σιμωνιακοί» και η πράξη τους «σιμωνία». Οι πρώτοι με τρόπο ύπουλο αγωνιζόντουσαν να νοθεύσουν το ορθό δόγμα. Οι δεύτεροι, για να ικανοποιήσουν το αχόρταγο πάθος της φιλαργυρίας τους, πωλούσαν και αγόραζαν το ατίμητο αξίωμα της ιερωσύνης με χρή ματα. Για τους πρώτους ο καλός ποιμένας ανέλαβε συνέχειες κηρυγμά των για να διαφωτίσει το ποίμνιο του για την ορθή θέση της Εκκλησίας απέναντι στην αίρεση αυτή. Για τους δεύτερους κυκλοφόρησε τη γνωστή θεόσοφο Συνοδική εγκύκλιο επιστολή του με την οποία καταδικάζει την πράξη κι απαγορεύει στους επισκόπους να χειροτονούν κατόπιν πληρω μής αναξίους εργάτες για τον αγρό του Κυρίου.
Η επιστολή αυτή είναι στ' αλήθεια υπέροχη, μα και πολύ αυστηρή. Σ' αυτήν μεταξύ άλλων αναφέρονται και τούτα. «Ημείς εν τούτη τη νέα Ρώμη και βασιλίδι μετά της ενδημούσης ημίν αγίας συνόδου ορίζομεν..., ώστε δίχα πάσης επινοίας και προφάσεως και σοφίσματος την ασεβή ταύτην νόσον καί βδελυράν (εννοεί την σιμωνία), παντελώς εκκοπήναι των αγιωτάτων εκκλησιών του Θεού, όπως ακαπηλεύτου και καθαρός της του χειροτο νούντος χειρός γινομένης, άνωθεν και η καθαρά του Αγίου Πνεύματος Χάρις επιφοιτώσα εκπληροί τον χειροτονούμενον, και μη συστέλλεσθαι μάλλον ως ήδη δια χρημάτων της χειρός μολυνθείσης δει γαρ τους χειροτονούντας υπηρέτας είναι του Πνεύματος και μη πράτας του Πνεύματος και χάριν είναι την χάριν και μηδαμώς μεσιτεύειν αργύριον. Διό έστω τοί νυν και έστω αποκήρυκτος (αφορισμένος) και πάσης ιερατικής αξίας αλλότριος και τη κατάρα του αναθέματος υποκείμενος ό τεκτώμενος και ο διδούς αυτήν (την ιερατική εξουσία) δια χρημάτων»... Λόγια φοβερά. Αλλά και λόγια αξιοπρόσεκτα. Υπηρέτες του Αγίου Πνεύματος είναι οι επίσκοποι που τελούν τις χειροτονίες. Υπηρέτες και όχι έμποροι... Ώ! και να τα θυμόντουσαν τούτα τα λόγια οι διοικούντες την Εκκλησία... Να θυμόντουσαν ότι είναι αφορισμένοι και ξένοι από κάθε ιερατικό αξίωμα, αλλά και αναθεματισμένοι ακόμη, κι εκείνοι που παίρνουν το χάρισμα της ιερωσύνης δίδοντες χρήματα μα κι εκείνοι που το προσφέρουν...
Μεγάλη υπόθεση το μυστήριο της ιερωσύνης. Πολύ μεγάλη. Όπως λέγει και κάποιος σύγχρονος θεολόγος, ξεχωριστός δάσκαλος του θείου λόγου και δόκιμος χειριστής του καλάμου Σεραφείμ Παπακώστα. Θαύματα του Κυρίου σελ. 501. Παραβολαί του κυρίου σελ. 330. «Η ιερωσύνη δεν είναι αξίωμα, που προμηθεύει ματαίαν δόξαν δεν είναι θέσις που εξασφαλίζει προσόδους δεν είναι επάγγελμα βιοτικόν, αλλά κλήσις του Χριστού εις την οποίαν καλεί τους αγαπώντας Αυτόν. Είναι παρακαταθήκη ιερά, την οποίαν εμπιστεύεται εις εκείνους, πού αναλαμβάνουν το βαρύ και κοπιώδες αυτό έργον εις ένδειξιν της προς Αυτόν αγάπης». Κι οι εκκλησιαστικοί άρχοντες, όπως λέγει ο ίδιος, «είναι οι δούλοι οι διωρισμένοι από τον Χριστόν, και καθιερωμένοι, δια να κυβερνούν την Εκκλησία. Να την κυβερνούν όχι ως απόλυτοι δεσπόται, αλλ' ως οικονόμοι, ως υπερούσιοι και εξηρτημένοι εκ του Χριστού' όχι ως κύριοι, αλλ' ως οδηγοί όχι δια να χαράξουν νέους δρόμους είτε εις την διδασκαλίαν, είτε εις την διαγωγήν και ζωήν των πιστών, αλλά δια να τους καθοδηγήσουν εις τον ένα και μοναδικόν δρόμον που εχάραξεν ο Χριστός». Τον δρόμο πού θα τους εξασφαλίσει τη σωτηρία.
Έτσι είδαν οι Πατέρες της Εκκλησίας την ιερωσύνη. Έτσι την είδε κι ό ευλαβής ιεράρχης. Κλήση Χριστού. Διακονία χάριν του λαού. Διακονία μέχρι Θυσίας. Θυσίας όχι μόνον κόπων κι υλικών αγαθών, αλλά θυσίας κι αυτής της ζωής τους για το καλό των χριστιανών.
Για τον πνευματικό εφοδιασμό των χριστιανών ο αφοσιωμένος στο καθήκον ιεράρχης εκτός από την αξιόλογη συγγραφική του παραγωγή. Συνέταξε υπομνήματα στην Αγία Γραφή και μάλιστα στις Επιστολές του Παύλου, ομιλίες, έργα δογματικά και εγκυκλίους επιστολές. Της εργασίας αυτής δυστυχώς ελάχιστα αποσπάσματα σώζονται. φρόντισε κι ιδρύθηκε τούτο τον καιρό (463) στην Πόλη η ξακουστή αργότερα Μονή του Στουδίου κι ο πάνσεπτος ναός της Θεοτόκου, ο γνωστός μας με τ' όνομα Ναός της Ζωοδόχου Πηγής. Για τούτο τον ναό οι δύο πατρίκιοι Γάλβιος και Κάνδιδος έφεραν από τα Ιεροσόλυμα και εναπέθεσαν σ' αυτόν την ιερή εσθήτα της Θεομήτορος. Έτσι ο ευσεβής λαός της Βασιλίδος των πόλεων με τη βοήθεια και τον ζήλο του στοργικού ποιμένα του εξασφάλιζε δύο ακόμη πολύτιμα μέσα πνευματικής καλλιέργειας και ψυχικής ανατάσεως κι οικοδομής.
Ή υποχρεωτική όμως από τη γόνιμη αρχιερατεία του προβολή, εντελώς ξένη προς την ιδιοσυγκρασία του και τον αυστηρό τρόπο ασκήσεως με τον οποίο ήθελε να ζει ο καλός ποιμήν, τον οδήγησαν στην ηρωική απόφαση να ανταλλάξει κάποτε την αίγλη και τα μεγαλεία του προκαθημένου της Μεγάλης Εκκλησίας και επισκόπου του πρώτου θρόνου της Οικουμένης με την απλή κι αθόρυβη ζωή του μονάχου. Έτσι, αφού κατά παραχώρηση Θεού προαισθάνθηκε το τέλος του, έσπευσε να χειροτονήσει και ν' αφήσει για διάδοχο του στον πατριαρχικό θρόνο τον πρεσβύτερο Ακάκιο, άνθρωπο αναγνωρισμένης ικανότητος κι αρετής και να αποσυρθεί. Φόρεσε τον δερμάτινο σάκο του ασκητή, έβαλε κατάσαρκα στο κορμί του σίδερα κι αναχώρησε νύχτα απ' την Πόλη. Με συνοδό ένα ευλαβή μοναχό, τον Νείλο, τράβηξε για τους Αγίους Τόπους. Εκεί αφού είδε και προσκύνησε τον φρικτό Γολγοθά και τον Ζωοδόχο Τάφο προχώρησε για την Κύπρο. Έφτασε στην Πάφο και χωρίς καμιά χρονοτριβή αφήκε εκεί τον συνοδό του Νείλο κι αυτός μόνος ξεκίνησε για το όρος, όπου παλιά είχε στήσει την ασκητική του παλαίστρα ο γίγας της μοναστικής ζωής, Άγιος Ιλαρίων ο Μέγας.
Η απόσταση απ' την πόλη ήταν μεγάλη. Κουρασμένος ό σεβάσμιος γέροντας απ' τα χρόνια περπατούσε σιγά. Έτσι πριν να φτάσει, άρχισε να νυκτώνει και να πέφτει χιονόνερο. Για να φυλαχθεί απ' τη θύελλα, τάχυνε το βήμα του προς το χωριό Κισσόπτερα, πού είναι κοντά και ζήτησε καταφύγιο σ' ένα σπίτι στο όποιο κατοικούσε μια χήρα με τα δύο παιδιά της. Κτύπησε την πόρτα του σπιτιού πολλές φορές. Φώναξε, παρακάλεσε, μα κανένας δεν του άνοιξε. Αλήθεια! «Δεν ειν' εύκολες οι θύρες, λέγει κι ό ποιητής, όντας ή χρεία τις κουρταλή». Το αποτέλεσμα δεν είναι δύσκολο να το συμπεράνουμε. Από το δυνατό κρύο ό Άγιος πάγωσε και τη νύχτα εκείνη παρέδωκε το πνεύμα. Την άλλη μέρα το πρωί τον βρήκαν οι χωριανοί νεκρό. Την άπονη δε χήρα και τα παιδιά της μισοπεθαμένους και ξεπαγιασμένους.
Ένας από το χωριό μετέφερε στον επίσκοπο της Πάφου το μήνυμα. Κι ό επίσκοπος Υπερόριος έστειλε ένα Ιερέα κι ένα λαϊκό μαζί, για να κανονίσουν τα της ταφής του μοναχού. Αυτή την εντύπωση έδινε ό νεκρός ιεράρχης. Ο λαϊκός πού έφτασε πρώτος ανήγγειλε στους εκεί παρευρισκομένους, τον ερχομό του ιερέα τον όποιο και περίμεναν. Ο ιερέας όμως, όταν έφτασε έξω από το χωριό, όπου βρισκόταν ή βρύση του νερού, αναγκάστηκε να σταματήσει και φοβισμένος να γυρίσει πίσω, γιατί αντί της βρύσης έβλεπε μπροστά του ένα μεγάλο κι απέραντο ποταμό. Σέ λίγο άλλος απεσταλμένος από το χωριό έτρεξε προς τον επίσκοπο και του ανέφερε, πώς ό ιερέας δεν είχε πάει και του ζήτησε να ενδιαφερθεί για την κηδεία του μοναχού. Τη στιγμή εκείνη προσήλθε κι ό ιερέας πού είχε σταλεί κι εξήγησε πώς ό λόγος πού δεν πήγε στο χωριό ήταν ή ύπαρξη ενός πολύ μεγάλου ποταμού, πού βρισκόταν μπροστά στο χωριό. Τα λόγια αυτά κίνησαν την περιέργεια του επισκόπου, ό οποίος αφού κάλεσε όλους τους ιερείς της πόλεως ξεκίνησε μ' αυτούς και με πλήθη λαού προς το χωριό. Πραγματικά, όταν έφτασαν κοντά στη βρύση του νερού, είδαν με μεγάλη έκπληξη τους αντί της βρύσης όχι μόνο τον τεράστιο ποταμό, αλλά και σκοτάδι πάνω απ' το νερό. Ο Επίσκοπος κατάλαβε, πώς ο νεκρός για τον οποίο του μίλησαν δεν μπορούσε να 'ναι ένας κοινός μοναχός, αλλά κάποιος μεγάλος άγιος κι ότι αυτοί από αναξιότητα δεν μπορούσαν να πλησιάσουν. Ύστερα από εκτενή και κατανυκτική παράκληση ο ποταμός εξαφανίστηκε, το σκοτάδι διαλύθηκε και φάνηκε ή βρύση του νερού. Αυτήν ό επίσκοπος ονόμασε Όμορον Ύδωρ (δηλ. κοντινό νερό) το γνωστό σήμερα με τ' όνομα Μωρόν Νερόν.
Μετά την εξαφάνιση του ποταμού ο επίσκοπος με τους ιερείς και τον λαό προχώρησε προς το μέρος πού βρισκόταν ό νεκρός. Σαν έφτασε προσκύνησε με ευλάβεια το δερμοφόρο και σιδηροφόρο σκήνωμα και διέταξε να φέρουν και να βάλουν κοντά σ' αυτό την ακίνητη και μισοπαγωμένη χήρα με τα παιδιά της. Τότε ο ευλαβής επίσκοπος Υπερόριος γονάτισε μπροστά στο λείψανο και προσευχήθηκε. Από μέρους της γυναίκας ζήτησε απ' τον ξένο μοναχό να την συγχωρήσει και να της χαρίσει πάλι την υγεία της.
Το θαύμα έγινε με μιας. Η μισοπεθαμένη γυναίκα και τα παιδιά της ζωντάνεψαν στη στιγμή. Κινήθηκαν, σηκώθηκαν, περπάτησαν. Μικροί και μεγάλοι ξέσπασαν σε φωνές και με δάκρυα χαράς δόξασαν τον Πανάγαθο Θεό και τον άγνωστο άγιο του. Σέ λίγο πλήθη λαού απ' την πόλη και τα γειτονικά μέρη πού άκουσαν τα γενόμενα, άρχισαν να καταφθάνουν στο μικρό χωριό, για να ιδούν και να προσκυνήσουν τον θαυματουργό μοναχό. Ανάμεσα σ' αυτούς πού ήρθαν ήταν κι ό συνοδός του Αγίου, ό Νείλος. Σκηνή πολύ συγκινητική διαδραματίστηκε την ώρα πού αυτός αντίκρισε τον νεκρό ιεράρχη. Έπεσε πάνω στο άγιο λείψανο και με κλάματα και φωνές θρηνούσε τον κύριο του. Έτσι αποκαλούσε τον νεκρό. Ο επίσκοπος Υπερόριος κάλεσε ιδιαίτερα τον Νείλο και ζήτησε απ' αυτόν να του πει την ταυτότητα του νεκρού. Ο μοναχός Νείλος αρνιόταν στην αρχή. Ύστερα όμως του φανέρωσε το μυστήριο:
- Δέσποτα μου, του είπε, ό μοναχός αυτός, ό ξένος και ταπεινός, είναι ο Γεννάδιος, ο άλλοτε αρχιεπίσκοπος της Κωνσταντινουπόλεως.
Στο άκουσμα του ονόματος ό επίσκοπος Υπερόριος σηκώθηκε και βαθιά συγκινημένος έδωσε εντολή να ετοιμάσουν για τον νεκρό το ανάλογο φέρετρο. Ύστερα, αφού τοποθέτησαν εκεί το άγιο λείψανο, με ύμνους και θυμιάματα, το σήκωσαν και με λαμπάδες κι άλλην ιερή δορυφορία το μετέφεραν για να το θάψουν στην επισκοπή. Μόλις οι άνθρωποι πού κρατούσαν το φέρετρο προχώρησαν κι έφτασαν εκεί πού κτίσθηκε αργότερα ό ομώνυμος ναός, ένοιωσαν μεγάλη κούραση κι απέθεσαν το φέρετρο για να ξεκουραστούν λίγο. Όταν ύστερα δοκίμασαν να το σηκώσουν πάλι και να προχωρήσουν, στάθηκε αδύνατο. Το φέρετρο δεν μετεκινείτο. Νόμιζε κανείς πώς είχε ριζώσει στη γη. Το γεγονός αυτό τους έκαμε να καταλάβουν, πώς ό Άγιος ήθελε στον τόπο εκείνο να ταφεί. Αυτό και έγινε. Εκεί τον έθαψαν κι εκεί αργότερα ή ευλάβεια των πιστών έκτισε ένα ναό Σε τούτο τον ναό ό συνοδός του αγίου Νείλος, χειροτονήθηκε υποδιάκονος Kι απέθανε σε λίγο. Αυτού του ναού τα ερείπια σώζονται και σήμερα. στη μνήμη του.
Στην κηδεία του Οσίου πολλοί άρρωστοι έγιναν καλά. Και για πολλούς άλλους ό τάφος του στάθηκε πηγή ιαμάτων. Ειδικά ό άγιος έλαβε τη χάρη από τον Θεό να θεραπεύει όσους υποφέρουν από κρυολογή ματα κι από τον βήχα, επειδή κι αυτός από το πολύ κρύο απέθανε. Ο άγιος Νεόφυτος, πού διηγείται τα του Αγίου Γενναδίου προσθέτει και τούτο. «Επεί δε και ό κατάρρους πολλάκις από πολλής ψυχρότητας είωθε γίνεσθαι, και αυτός (ό Γεννάδιος) από πολλής ψυχρότητας τέθνηκεν, ιαματικήν προς τούτο το πάθος κέκτηται χάριν».
Αν και ο Άγιος Βηχιανός αναφέρεται μεταξύ των τοπικών Αγίων του νησιού μας, μερικοί φρονούν ότι το όνομα τούτο είναι μάλλον επίθετο του Αγίου Γενναδίου κι ότι ο Άγιος Βηχιανός και ο Άγιος Γεννάδιος είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Ο Άγιος Βηχιανός και Βησσιανός έχει ως κέντρο σεβασμού το μικρό χωριά Ανάγια, πού βρίσκεται 10 περίπου μίλια ΝΔ της Λευκωσίας και την Κισσούσα της επ. Λεμεσού. Τοιχογραφίες του Αγίου Βρίσκουμε σε εκκλησίες της Γαλάτας, του Ιδαλίου, Καλοπαναγιώτη κλπ. Φορητές εικόνες στα Ανάγια, σε ναούς της Λευκωσίας (Αγίου Σάββα, Τρυπιώτη), της Λάρνακος και αλλαχού.
Αυτή με αδρές γραμμές υπήρξε ή ζωή κι ή δράση του μεγάλου τούτου τέκνου της Εκκλησίας μας. Ζωή αγωνιστική. Μα και ζωή ταπεινοφροσύνης και θυσίας.
Ταις του Αγίου Γενναδίου πρεσβείαις Χριστέ, ό Θεός ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
Απολυτίκιο
Ήχος πλ. α'.
Τον συνάναρχον Λόγον...
Αρετών ταις ιδέαις κατακοσμούμενος, της Εκκλησίας εδείχθης Αρχιεράρχης σοφός, και ποιμήν αληθινός, πάτερ Γεννάδιε, ως θεράπων του Χριστού, και οσίων κοινωνός, εν πάση δικαιοσύνη. Και νυν δυσώπει απαύστως, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών.
Μεγαλυνάριον
Βίω διαπρέψας αγγελικώ ώφθης Βυζαντίου, ποιμενάρχης θεοειδής, και εν Κύπρω, Πάτερ, Κυρίω εκδημήσας, Γεννάδιε, εδέξω, δόξης τον στέφανον.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Ταμασέων τὸ κλέος καὶ Κυπρίων ἀγλάϊσμα, θαυματουργοὶ ὤφθητε ὄντως, Βηχιανὲ καὶ Νόμων ὅσιοι. Νηστεία, κατετήξατε σαρκός, ἀλόγους ἐνθυμήσεις πανσθενῶς. Ὅθεν χάριν ἰαμάτων, ἐξ οὐρανοῦ ἐδέξασθε, θεόπνευστοι. Δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, τῷ καὶ ὑμᾶς στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι δι' ὑμῶν πάσιν ἰάματα.
Για τον Άγιο Βηχιανό υπάρχουν πολλές εκδοχές όσο αφορά την καταγωγή, αλλά και το όνομά του. Η επικρατέστερη είναι αυτή που συναντάμε στα έργα του Αγίου Νεφύτου του Εγκλείστου. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Άγιο Νεόφυτο, το όνομα του Αγίου Βηχιανού ήταν αυτό του Αγίου Γενναδίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (τιμάται 17 Νοεμβρίου), αλλά επειδή από την πρώτη στιγμή της κοιμήσεως του και έκτοτε θεραπεύει το βήχα παρείσδυσε στην πάροδο του χρόνου το «παρατσούκλι» Βηχιανός.
Ο Άγιος Γεννάδιος σε βαθύ γήρας αποχώρησε εκούσια από το θρόνο του πατριάρχου και αποφάσισε να μεταβεί στο Άγιο Όρος. Κάποτε θέλησε να επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους και να προσκυνήσει τα πανάχραντα προσκυνήματα. Στην επιστροφή πέρασε και από την Κύπρο για να συναντηθεί με τον Όσιο Ιλαρίωνα. Το πλοίο τον άφησε μαζί με τον υποτακτικό του στην Πάφο και από εκεί πεζός ξεκίνησε το δρόμο για τη συνάντηση. Όμως το βράδυ πλησίασε, ζήτησε να διανυκτερεύσει στο πρώτο σπίτι που συνάντησε. Οι ένοικοι του σπιτιού του αρνήθηκαν. Η προχωρημένη ηλικία του σε συνδυασμό με το βαρύ χειμώνα, τον καθήλωσαν στην εξώπορτα του σπιτιού. Προτού, όμως, να ξημερώσει, ο Άγιος παρέδωσε το πνεύμα. Έκτοτε, ο Άγιος Γεννάδιος ή, όπως είναι γνωστός στους πιστούς, Βηχιανός θεραπεύει όσους με ευλάβεια και πίστη καταφεύγουν στη μεσιτεία του.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, το συγγραφικό έργο του Αγίου Γενναδίου είναι τόσο πλούσιο ώστε είναι ισάξιο μ’αυτό των Τριών Ιεραρχών. Από τα έργα του σώζεται μόνο μια επιστολή, η οποία φυλάσσεται στο Άγιο Όρος.
Ο Άγιος Γεννάδιος ή Βηχιανός.
Αν και ο Άγιος Βηχιανός αναφέρεται μεταξύ των τοπικών Αγίων του νησιού μας, μερικοί φρονούν ότι το όνομα τούτο είναι μάλλον επίθετο του αγίου Γενναδίου κι ότι ο άγιος Βηχιανός και ο άγιος Γεννάδιος είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Ο άγιος Βηχιανός και Βησσιανός έχει ως κέντρο σεβασμού το μικρό χωριά Ανάγια, πού βρίσκεται 10 περίπου μίλια ΝΔ της Λευκωσίας και την Κισσούσα της επ. Λεμεσού. Τοιχογραφίες του αγίου Βρίσκουμε σε εκκλησίες της Γαλάτας, του Ιδαλίου, Καλοπαναγιώτη κλπ. Φορητές εικόνες στα Ανάγια, σε ναούς της Λευκωσίας (Αγίου Σάββα, Τρυπιώτη), της Λάρνακος και αλλαχού.
«Πολλοί τον πλούτον εμίσησαν, την δε δόξαν ουδείς» λένε κι επαναλαμβάνουν συνήθως οι άνθρωποι, σαν θέλουν να τονίσουν την τεράστια δύναμη που τα κοσμικά μεγαλεία κι η αγάπη της δόξας έχουν πάνω στην ανθρώπινη καρδιά. Κι όμως ο άγιος Γεννάδιος, με τη βοήθεια του Χριστού που αγάπησε με την ψυχή του, ξεπέρασε το μεγάλο κι αχόρταστο τούτο πάθος και νίκησε. Μια γρήγορη ματιά στους πιο σημαντικούς σταθμούς της ζωής του θα μας το αποδείξει. Αλλά και μια προσεκτική μελέτη τούτων θα μας βοηθήσει να εκτιμήσουμε περισσότερο το ψυχικό μεγαλείο του.
Ποια ήταν η ιδιαίτερη πατρίδα του Αγίου δεν γνωρίζουμε ούτε και ποια η καταγωγή του. Εκείνο, που γνωρίζουμε είναι, πως αυτός ήκμασε στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του αυτοκράτορα Λέοντος Α' του γνωστού και με το επώνυμο του Μακέλλη (457-474 μ.Χ.). Επίσης ότι ήταν σύγχρονος των μεγάλων ασκητών Δανιήλ του Στυλίτη, που έζησε τριαντατρία χρόνια πάνω σ'ένα στυλό, και του Αγίου Ανδρέα του δια Χριστόν Σαλού, δηλαδή ανόητου, μωρού. Ο σεμνός εγκωμιαστής του, ο γλυκύτατος της Κύπρου Άγιος, ο μακάριος Νεόφυτος αναφέρει πως ο «γενναίος Γεννάδιος ην πρεσβύτερος της μεγάλης Εκκλησίας». Κι ακόμη πως στην έδρα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, την ξακουστή Πόλη όπου ζούσε από νωρίς διακρίθηκε για την ταπεινοφροσύνη και τη σεμνότητα του βίου του, μα και τη μεγάλη του εξυπνάδα κι αρετή. Το παράδειγμα της ζωής των αγίων πατέρων και οσίων της Εκκλησίας μας που παρακολουθούσε και με προσοχή μελετούσε, πολύ τον συγκινούσε και με πόθο βαθύ αγωνιζόταν να το μιμηθεί. Η ψυχή του φλεγόταν από την ιερή επιθυμία να αφιερωθεί κι αυτός στον Θεό και να βαδίσει τον δρόμο που οδηγεί στην ηθική τελειότητα. Το ευαγγελικό «έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο Πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειος εστίν» (Ματθ. ε', 48), δηλαδή αγωνισθείτε να γίνετε τέλειοι, όπως τέλειος είναι κι ο Πατέρας σας ο ουράνιος, κυκλοφορούσε διαρκώς κι έντονα στη σκέψη του. Και τον συγκινούσε. Και τον γοήτευε. Και τον παρορμούσε να 'ναι προσεκτικός και ν' αγωνίζεται σκληρά, για να προχωρεί κάθε μέρα και πιο πετυχημένα στην καλλιέργεια του χαρακτήρα του. Και το αποτέλεσμα των κόπων και των προσπαθειών του παρουσιαζόταν κάθε τόσο και πιο πλούσιο σ' ευλογίες. Η προκοπή του στην άσκηση μεγάλωνε σταθερά κι η αρετή του σαν πολύεδρο διαμάντι σκορπούσε γύρω και παντού τη λάμψη και τη μαρτυρία μιας λαμπρής και ζηλευτής πολιτείας. Μιας πολιτείας τόσο υπέροχης, ώστε ο χρονογράφος Ευφραίμιος να τον χαρακτηρίζει «τύπον ευσέβειας και παντός κάλου».
Αυτή η λάμψη της αρετής του που ακτινοβολούσε τον υπέροχο χαρακτήρα του και την εξαίρετη ανθρωπιά του, έγινεν αιτία, (ώστε Βασιλιάς και Σύγκλητος και κλήρος και λαός σ' αυτόν να στραφούν μόλις πέθανε ο τότε Πατριάρχης Ανατολίας, κι αυτόν να υποδείξουν και να καλέσουν ως τον μόνο κατάλληλο, για ν' αναλάβει στα στιβαρά χέρια του το πηδάλιο της χειμαζόμενης Εκκλησίας. Και δικαιώθηκαν.
Στην άγια μορφή του ιερού Γενναδίου ο πιστός λαός της Βασιλεύουσας βρήκε τον άξιο και στοργικό ποιμένα του. Για δέκα τρία χρόνια και δύο μήνες (458-471) ο συνετός και φλογερός Ιεράρχης ανέλαβε και διεξήγαγε ένα σταθερό κι ασταμάτητο αγώνα για την πνευματική άνοδο του ποιμνίου του, τη φύλαξη του από τις αιρέσεις και την προσήλωση του στην ορθή πίστη των Πατέρων. Στο πρόσωπο του είδαν και βρήκαν όλοι τον ακούραστο κι άγρυπνο πατέρα, που ήξερε να αναλίσκεται σαν λαμπάδα για να φωτίζει με το παράδειγμα του, να θερμαίνει με την αγάπη του και να γλυκαίνει με τα λόγια και τις περιποιήσεις του τον πόνο του λαού του.
Το χριστιανικό και βιβλικό κήρυγμα του απευθυνόταν προς όλους. Κι ήταν άλλοτε ειρηνικό και γαλήνιο κι άλλοτε ελεγκτικό. Ειρηνικό και γαλήνιο προς τον πιστό κι αφοσιωμένο λαό, που με δίψα έτρεχε ν'ακούσει και να ωφεληθεί από τα λόγια οικοδομής και παρηγοριάς, που του πρόσφερε ο φιλόστοργος πατέρας. Ελεγκτικό κι αυστηρό σ' εκείνους που παρανομούσαν, οποιοιδήποτε κι αν ήταν αυτοί, και ζητούσαν να κατασκανδαλίσουν τον αθώο και πονεμένο λαό.
Η μέριμνα κι η φροντίδα του για το ποίμνιο του τον συνείχε μέρα και νύχτα. Η διακήρυξη του θείου Παύλου «τις ασθενεί και ουκ ασθενώ; τις σκανδαλίζεται, και ουκ εγώ πυρούμαι» (Β' Κορινθ. ία', 29), ήταν και δική του. Πολλές φορές ο ύπνος αρνιόταν να τον επισκεφθεί και να κλείσει τα βλέφαρα του, σαν θυμόταν πως μερικά από τα πνευματικά παιδιά του δεν είχαν το ανάλογο φόρεμα της πίστεως και της χριστιανικής ελπίδος και αγάπης. Ή σαν άκουε πως κάποιος αιρετικός είχε γλιστρήσει ανάμεσα στους χριστιανούς του κι απειλούσε να τους παρασύρει και τους αποκόψει από τη μάνδρα της Ορθοδοξίας. Γνώριζε ο άγρυπνος και πολύπειρος ιεράρχης, πως ο χρόνος που πέρασε είχε σκορπίσει πολλά ξένα σώματα στο καθαρό κι άδολο χρυσάφι της διδασκαλίας του Χριστού. Οι αιρετικοί με πείσμα και φανατισμό, μα κι έντεχνα είχαν κατορθώσει από καιρό να σπείρουν τα ζιζάνια της πλάνης τους στον αγρό της «μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας». Όμως ο φρόνιμος και φιλόπονος οικονόμος των Μυστηρίων του θεού, που είχε βαθιά επίγνωση της αποστολής και των υποχρεώσεων του έναντι των ψυχών του ποιμνίου του, ακούραστος πάντα και με ζήλο αποστολικό δίδασκε κάθε μέρα και νουθετούσε τον λαό του στην ορθή πίστη. Ως δόκιμος και καλός γεωργός φρόντιζε να περιποιείται και να κρατά το «γεώργιόν» του μακριά από τις επιβουλές των κακών γεωργών, που σαν λύκοι με ένδυμα προβάτου ερχόντουσαν να σκορπίσουν τα ζιζάνια των αιρέσεων τους στον ορθόδοξο χριστιανικό αγρό.
Τέτοιοι κακοί γεωργοί την εποχή αυτή υπήρξαν μαζί με άλλους οι οπαδοί της παλαιάς αιρέσεως του μονοφυσιτισμού κι οι σιμωνιακοί. Η λέξη προήλθε από κάποιο Σίμωνα μάγο. Αυτός, όπως μας αναφέρουν αι Πράξεις (η', 14-24), σαν είδε εκεί στη Σαμάρεια όπου ζούσε τους αποστόλους Πέτρο και Ιωάννη να μεταδίδουν με την επίθεση των χειρών τους επάνω στους νεοβαπτισθέντας χριστιανούς τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, πλησίασε και πρόσφερε χρήματα πολλά στους αποστόλους, για να δώσουν και σ' αυτόν τούτο το χάρισμα. Στην πρόταση του ο Απόστολος Πέτρος απήντησε με καυστική δριμύτητα και τον έδιωξε. Από τότε όσοι ζητούν με χρήματα ν' αγοράσουν τη δωρεά του θεού, καλούνται «σιμωνιακοί» και η πράξη τους «σιμωνία». Οι πρώτοι με τρόπο ύπουλο αγωνιζόντουσαν να νοθεύσουν το ορθό δόγμα. Οι δεύτεροι, για να ικανοποιήσουν το αχόρταγο πάθος της φιλαργυρίας τους, πωλούσαν και αγόραζαν το ατίμητο αξίωμα της ιερωσύνης με χρή ματα. Για τους πρώτους ο καλός ποιμένας ανέλαβε συνέχειες κηρυγμά των για να διαφωτίσει το ποίμνιο του για την ορθή θέση της Εκκλησίας απέναντι στην αίρεση αυτή. Για τους δεύτερους κυκλοφόρησε τη γνωστή θεόσοφο Συνοδική εγκύκλιο επιστολή του με την οποία καταδικάζει την πράξη κι απαγορεύει στους επισκόπους να χειροτονούν κατόπιν πληρω μής αναξίους εργάτες για τον αγρό του Κυρίου.
Η επιστολή αυτή είναι στ' αλήθεια υπέροχη, μα και πολύ αυστηρή. Σ' αυτήν μεταξύ άλλων αναφέρονται και τούτα. «Ημείς εν τούτη τη νέα Ρώμη και βασιλίδι μετά της ενδημούσης ημίν αγίας συνόδου ορίζομεν..., ώστε δίχα πάσης επινοίας και προφάσεως και σοφίσματος την ασεβή ταύτην νόσον καί βδελυράν (εννοεί την σιμωνία), παντελώς εκκοπήναι των αγιωτάτων εκκλησιών του Θεού, όπως ακαπηλεύτου και καθαρός της του χειροτο νούντος χειρός γινομένης, άνωθεν και η καθαρά του Αγίου Πνεύματος Χάρις επιφοιτώσα εκπληροί τον χειροτονούμενον, και μη συστέλλεσθαι μάλλον ως ήδη δια χρημάτων της χειρός μολυνθείσης δει γαρ τους χειροτονούντας υπηρέτας είναι του Πνεύματος και μη πράτας του Πνεύματος και χάριν είναι την χάριν και μηδαμώς μεσιτεύειν αργύριον. Διό έστω τοί νυν και έστω αποκήρυκτος (αφορισμένος) και πάσης ιερατικής αξίας αλλότριος και τη κατάρα του αναθέματος υποκείμενος ό τεκτώμενος και ο διδούς αυτήν (την ιερατική εξουσία) δια χρημάτων»... Λόγια φοβερά. Αλλά και λόγια αξιοπρόσεκτα. Υπηρέτες του Αγίου Πνεύματος είναι οι επίσκοποι που τελούν τις χειροτονίες. Υπηρέτες και όχι έμποροι... Ώ! και να τα θυμόντουσαν τούτα τα λόγια οι διοικούντες την Εκκλησία... Να θυμόντουσαν ότι είναι αφορισμένοι και ξένοι από κάθε ιερατικό αξίωμα, αλλά και αναθεματισμένοι ακόμη, κι εκείνοι που παίρνουν το χάρισμα της ιερωσύνης δίδοντες χρήματα μα κι εκείνοι που το προσφέρουν...
Μεγάλη υπόθεση το μυστήριο της ιερωσύνης. Πολύ μεγάλη. Όπως λέγει και κάποιος σύγχρονος θεολόγος, ξεχωριστός δάσκαλος του θείου λόγου και δόκιμος χειριστής του καλάμου Σεραφείμ Παπακώστα. Θαύματα του Κυρίου σελ. 501. Παραβολαί του κυρίου σελ. 330. «Η ιερωσύνη δεν είναι αξίωμα, που προμηθεύει ματαίαν δόξαν δεν είναι θέσις που εξασφαλίζει προσόδους δεν είναι επάγγελμα βιοτικόν, αλλά κλήσις του Χριστού εις την οποίαν καλεί τους αγαπώντας Αυτόν. Είναι παρακαταθήκη ιερά, την οποίαν εμπιστεύεται εις εκείνους, πού αναλαμβάνουν το βαρύ και κοπιώδες αυτό έργον εις ένδειξιν της προς Αυτόν αγάπης». Κι οι εκκλησιαστικοί άρχοντες, όπως λέγει ο ίδιος, «είναι οι δούλοι οι διωρισμένοι από τον Χριστόν, και καθιερωμένοι, δια να κυβερνούν την Εκκλησία. Να την κυβερνούν όχι ως απόλυτοι δεσπόται, αλλ' ως οικονόμοι, ως υπερούσιοι και εξηρτημένοι εκ του Χριστού' όχι ως κύριοι, αλλ' ως οδηγοί όχι δια να χαράξουν νέους δρόμους είτε εις την διδασκαλίαν, είτε εις την διαγωγήν και ζωήν των πιστών, αλλά δια να τους καθοδηγήσουν εις τον ένα και μοναδικόν δρόμον που εχάραξεν ο Χριστός». Τον δρόμο πού θα τους εξασφαλίσει τη σωτηρία.
Έτσι είδαν οι Πατέρες της Εκκλησίας την ιερωσύνη. Έτσι την είδε κι ό ευλαβής ιεράρχης. Κλήση Χριστού. Διακονία χάριν του λαού. Διακονία μέχρι Θυσίας. Θυσίας όχι μόνον κόπων κι υλικών αγαθών, αλλά θυσίας κι αυτής της ζωής τους για το καλό των χριστιανών.
Για τον πνευματικό εφοδιασμό των χριστιανών ο αφοσιωμένος στο καθήκον ιεράρχης εκτός από την αξιόλογη συγγραφική του παραγωγή. Συνέταξε υπομνήματα στην Αγία Γραφή και μάλιστα στις Επιστολές του Παύλου, ομιλίες, έργα δογματικά και εγκυκλίους επιστολές. Της εργασίας αυτής δυστυχώς ελάχιστα αποσπάσματα σώζονται. φρόντισε κι ιδρύθηκε τούτο τον καιρό (463) στην Πόλη η ξακουστή αργότερα Μονή του Στουδίου κι ο πάνσεπτος ναός της Θεοτόκου, ο γνωστός μας με τ' όνομα Ναός της Ζωοδόχου Πηγής. Για τούτο τον ναό οι δύο πατρίκιοι Γάλβιος και Κάνδιδος έφεραν από τα Ιεροσόλυμα και εναπέθεσαν σ' αυτόν την ιερή εσθήτα της Θεομήτορος. Έτσι ο ευσεβής λαός της Βασιλίδος των πόλεων με τη βοήθεια και τον ζήλο του στοργικού ποιμένα του εξασφάλιζε δύο ακόμη πολύτιμα μέσα πνευματικής καλλιέργειας και ψυχικής ανατάσεως κι οικοδομής.
Ή υποχρεωτική όμως από τη γόνιμη αρχιερατεία του προβολή, εντελώς ξένη προς την ιδιοσυγκρασία του και τον αυστηρό τρόπο ασκήσεως με τον οποίο ήθελε να ζει ο καλός ποιμήν, τον οδήγησαν στην ηρωική απόφαση να ανταλλάξει κάποτε την αίγλη και τα μεγαλεία του προκαθημένου της Μεγάλης Εκκλησίας και επισκόπου του πρώτου θρόνου της Οικουμένης με την απλή κι αθόρυβη ζωή του μονάχου. Έτσι, αφού κατά παραχώρηση Θεού προαισθάνθηκε το τέλος του, έσπευσε να χειροτονήσει και ν' αφήσει για διάδοχο του στον πατριαρχικό θρόνο τον πρεσβύτερο Ακάκιο, άνθρωπο αναγνωρισμένης ικανότητος κι αρετής και να αποσυρθεί. Φόρεσε τον δερμάτινο σάκο του ασκητή, έβαλε κατάσαρκα στο κορμί του σίδερα κι αναχώρησε νύχτα απ' την Πόλη. Με συνοδό ένα ευλαβή μοναχό, τον Νείλο, τράβηξε για τους Αγίους Τόπους. Εκεί αφού είδε και προσκύνησε τον φρικτό Γολγοθά και τον Ζωοδόχο Τάφο προχώρησε για την Κύπρο. Έφτασε στην Πάφο και χωρίς καμιά χρονοτριβή αφήκε εκεί τον συνοδό του Νείλο κι αυτός μόνος ξεκίνησε για το όρος, όπου παλιά είχε στήσει την ασκητική του παλαίστρα ο γίγας της μοναστικής ζωής, Άγιος Ιλαρίων ο Μέγας.
Η απόσταση απ' την πόλη ήταν μεγάλη. Κουρασμένος ό σεβάσμιος γέροντας απ' τα χρόνια περπατούσε σιγά. Έτσι πριν να φτάσει, άρχισε να νυκτώνει και να πέφτει χιονόνερο. Για να φυλαχθεί απ' τη θύελλα, τάχυνε το βήμα του προς το χωριό Κισσόπτερα, πού είναι κοντά και ζήτησε καταφύγιο σ' ένα σπίτι στο όποιο κατοικούσε μια χήρα με τα δύο παιδιά της. Κτύπησε την πόρτα του σπιτιού πολλές φορές. Φώναξε, παρακάλεσε, μα κανένας δεν του άνοιξε. Αλήθεια! «Δεν ειν' εύκολες οι θύρες, λέγει κι ό ποιητής, όντας ή χρεία τις κουρταλή». Το αποτέλεσμα δεν είναι δύσκολο να το συμπεράνουμε. Από το δυνατό κρύο ό Άγιος πάγωσε και τη νύχτα εκείνη παρέδωκε το πνεύμα. Την άλλη μέρα το πρωί τον βρήκαν οι χωριανοί νεκρό. Την άπονη δε χήρα και τα παιδιά της μισοπεθαμένους και ξεπαγιασμένους.
Ένας από το χωριό μετέφερε στον επίσκοπο της Πάφου το μήνυμα. Κι ό επίσκοπος Υπερόριος έστειλε ένα Ιερέα κι ένα λαϊκό μαζί, για να κανονίσουν τα της ταφής του μοναχού. Αυτή την εντύπωση έδινε ό νεκρός ιεράρχης. Ο λαϊκός πού έφτασε πρώτος ανήγγειλε στους εκεί παρευρισκομένους, τον ερχομό του ιερέα τον όποιο και περίμεναν. Ο ιερέας όμως, όταν έφτασε έξω από το χωριό, όπου βρισκόταν ή βρύση του νερού, αναγκάστηκε να σταματήσει και φοβισμένος να γυρίσει πίσω, γιατί αντί της βρύσης έβλεπε μπροστά του ένα μεγάλο κι απέραντο ποταμό. Σέ λίγο άλλος απεσταλμένος από το χωριό έτρεξε προς τον επίσκοπο και του ανέφερε, πώς ό ιερέας δεν είχε πάει και του ζήτησε να ενδιαφερθεί για την κηδεία του μοναχού. Τη στιγμή εκείνη προσήλθε κι ό ιερέας πού είχε σταλεί κι εξήγησε πώς ό λόγος πού δεν πήγε στο χωριό ήταν ή ύπαρξη ενός πολύ μεγάλου ποταμού, πού βρισκόταν μπροστά στο χωριό. Τα λόγια αυτά κίνησαν την περιέργεια του επισκόπου, ό οποίος αφού κάλεσε όλους τους ιερείς της πόλεως ξεκίνησε μ' αυτούς και με πλήθη λαού προς το χωριό. Πραγματικά, όταν έφτασαν κοντά στη βρύση του νερού, είδαν με μεγάλη έκπληξη τους αντί της βρύσης όχι μόνο τον τεράστιο ποταμό, αλλά και σκοτάδι πάνω απ' το νερό. Ο Επίσκοπος κατάλαβε, πώς ο νεκρός για τον οποίο του μίλησαν δεν μπορούσε να 'ναι ένας κοινός μοναχός, αλλά κάποιος μεγάλος άγιος κι ότι αυτοί από αναξιότητα δεν μπορούσαν να πλησιάσουν. Ύστερα από εκτενή και κατανυκτική παράκληση ο ποταμός εξαφανίστηκε, το σκοτάδι διαλύθηκε και φάνηκε ή βρύση του νερού. Αυτήν ό επίσκοπος ονόμασε Όμορον Ύδωρ (δηλ. κοντινό νερό) το γνωστό σήμερα με τ' όνομα Μωρόν Νερόν.
Μετά την εξαφάνιση του ποταμού ο επίσκοπος με τους ιερείς και τον λαό προχώρησε προς το μέρος πού βρισκόταν ό νεκρός. Σαν έφτασε προσκύνησε με ευλάβεια το δερμοφόρο και σιδηροφόρο σκήνωμα και διέταξε να φέρουν και να βάλουν κοντά σ' αυτό την ακίνητη και μισοπαγωμένη χήρα με τα παιδιά της. Τότε ο ευλαβής επίσκοπος Υπερόριος γονάτισε μπροστά στο λείψανο και προσευχήθηκε. Από μέρους της γυναίκας ζήτησε απ' τον ξένο μοναχό να την συγχωρήσει και να της χαρίσει πάλι την υγεία της.
Το θαύμα έγινε με μιας. Η μισοπεθαμένη γυναίκα και τα παιδιά της ζωντάνεψαν στη στιγμή. Κινήθηκαν, σηκώθηκαν, περπάτησαν. Μικροί και μεγάλοι ξέσπασαν σε φωνές και με δάκρυα χαράς δόξασαν τον Πανάγαθο Θεό και τον άγνωστο άγιο του. Σέ λίγο πλήθη λαού απ' την πόλη και τα γειτονικά μέρη πού άκουσαν τα γενόμενα, άρχισαν να καταφθάνουν στο μικρό χωριό, για να ιδούν και να προσκυνήσουν τον θαυματουργό μοναχό. Ανάμεσα σ' αυτούς πού ήρθαν ήταν κι ό συνοδός του Αγίου, ό Νείλος. Σκηνή πολύ συγκινητική διαδραματίστηκε την ώρα πού αυτός αντίκρισε τον νεκρό ιεράρχη. Έπεσε πάνω στο άγιο λείψανο και με κλάματα και φωνές θρηνούσε τον κύριο του. Έτσι αποκαλούσε τον νεκρό. Ο επίσκοπος Υπερόριος κάλεσε ιδιαίτερα τον Νείλο και ζήτησε απ' αυτόν να του πει την ταυτότητα του νεκρού. Ο μοναχός Νείλος αρνιόταν στην αρχή. Ύστερα όμως του φανέρωσε το μυστήριο:
- Δέσποτα μου, του είπε, ό μοναχός αυτός, ό ξένος και ταπεινός, είναι ο Γεννάδιος, ο άλλοτε αρχιεπίσκοπος της Κωνσταντινουπόλεως.
Στο άκουσμα του ονόματος ό επίσκοπος Υπερόριος σηκώθηκε και βαθιά συγκινημένος έδωσε εντολή να ετοιμάσουν για τον νεκρό το ανάλογο φέρετρο. Ύστερα, αφού τοποθέτησαν εκεί το άγιο λείψανο, με ύμνους και θυμιάματα, το σήκωσαν και με λαμπάδες κι άλλην ιερή δορυφορία το μετέφεραν για να το θάψουν στην επισκοπή. Μόλις οι άνθρωποι πού κρατούσαν το φέρετρο προχώρησαν κι έφτασαν εκεί πού κτίσθηκε αργότερα ό ομώνυμος ναός, ένοιωσαν μεγάλη κούραση κι απέθεσαν το φέρετρο για να ξεκουραστούν λίγο. Όταν ύστερα δοκίμασαν να το σηκώσουν πάλι και να προχωρήσουν, στάθηκε αδύνατο. Το φέρετρο δεν μετεκινείτο. Νόμιζε κανείς πώς είχε ριζώσει στη γη. Το γεγονός αυτό τους έκαμε να καταλάβουν, πώς ό Άγιος ήθελε στον τόπο εκείνο να ταφεί. Αυτό και έγινε. Εκεί τον έθαψαν κι εκεί αργότερα ή ευλάβεια των πιστών έκτισε ένα ναό Σε τούτο τον ναό ό συνοδός του αγίου Νείλος, χειροτονήθηκε υποδιάκονος Kι απέθανε σε λίγο. Αυτού του ναού τα ερείπια σώζονται και σήμερα. στη μνήμη του.
Στην κηδεία του Οσίου πολλοί άρρωστοι έγιναν καλά. Και για πολλούς άλλους ό τάφος του στάθηκε πηγή ιαμάτων. Ειδικά ό άγιος έλαβε τη χάρη από τον Θεό να θεραπεύει όσους υποφέρουν από κρυολογή ματα κι από τον βήχα, επειδή κι αυτός από το πολύ κρύο απέθανε. Ο άγιος Νεόφυτος, πού διηγείται τα του Αγίου Γενναδίου προσθέτει και τούτο. «Επεί δε και ό κατάρρους πολλάκις από πολλής ψυχρότητας είωθε γίνεσθαι, και αυτός (ό Γεννάδιος) από πολλής ψυχρότητας τέθνηκεν, ιαματικήν προς τούτο το πάθος κέκτηται χάριν».
Αν και ο Άγιος Βηχιανός αναφέρεται μεταξύ των τοπικών Αγίων του νησιού μας, μερικοί φρονούν ότι το όνομα τούτο είναι μάλλον επίθετο του Αγίου Γενναδίου κι ότι ο Άγιος Βηχιανός και ο Άγιος Γεννάδιος είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Ο Άγιος Βηχιανός και Βησσιανός έχει ως κέντρο σεβασμού το μικρό χωριά Ανάγια, πού βρίσκεται 10 περίπου μίλια ΝΔ της Λευκωσίας και την Κισσούσα της επ. Λεμεσού. Τοιχογραφίες του Αγίου Βρίσκουμε σε εκκλησίες της Γαλάτας, του Ιδαλίου, Καλοπαναγιώτη κλπ. Φορητές εικόνες στα Ανάγια, σε ναούς της Λευκωσίας (Αγίου Σάββα, Τρυπιώτη), της Λάρνακος και αλλαχού.
Αυτή με αδρές γραμμές υπήρξε ή ζωή κι ή δράση του μεγάλου τούτου τέκνου της Εκκλησίας μας. Ζωή αγωνιστική. Μα και ζωή ταπεινοφροσύνης και θυσίας.
Ταις του Αγίου Γενναδίου πρεσβείαις Χριστέ, ό Θεός ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
Απολυτίκιο
Ήχος πλ. α'.
Τον συνάναρχον Λόγον...
Αρετών ταις ιδέαις κατακοσμούμενος, της Εκκλησίας εδείχθης Αρχιεράρχης σοφός, και ποιμήν αληθινός, πάτερ Γεννάδιε, ως θεράπων του Χριστού, και οσίων κοινωνός, εν πάση δικαιοσύνη. Και νυν δυσώπει απαύστως, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών.
Μεγαλυνάριον
Βίω διαπρέψας αγγελικώ ώφθης Βυζαντίου, ποιμενάρχης θεοειδής, και εν Κύπρω, Πάτερ, Κυρίω εκδημήσας, Γεννάδιε, εδέξω, δόξης τον στέφανον.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Ταμασέων τὸ κλέος καὶ Κυπρίων ἀγλάϊσμα, θαυματουργοὶ ὤφθητε ὄντως, Βηχιανὲ καὶ Νόμων ὅσιοι. Νηστεία, κατετήξατε σαρκός, ἀλόγους ἐνθυμήσεις πανσθενῶς. Ὅθεν χάριν ἰαμάτων, ἐξ οὐρανοῦ ἐδέξασθε, θεόπνευστοι. Δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, τῷ καὶ ὑμᾶς στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι δι' ὑμῶν πάσιν ἰάματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου