Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2019

Γερόντισσα Αναστασία της Ιεράς Μονής "Κυρά των Αγγέλων" Κερκύρας, Η ξυπόλυτη Γερόντισσα στην κουφάλα της ελιάς. Ημέρα Μνήμης: 22 Σεπτεμβρίου.

Γερόντισσα Αναστασία της Ιεράς Μονής "Κυρά των Αγγέλων" Κερκύρας, Η ξυπόλυτη Γερόντισσα στην κουφάλα της ελιάς. Ημέρα Μνήμης: 22 Σεπτεμβρίου.


Η Γερόντισσα Αναστασία, η τελευταία κτίτωρ και ανακαινιστής της Μονής της Κυράς, εγεννήθη το έτος 1910 εις τον συνοικισμό Βλαχάτικα του χωρίου Αγίων Θεοδώρων Λευκίμμης.

Ο πατήρ της ωνομάζετο Χαράλαμπος Βλάχος και η μήτηρ της Ελένη Βλάσση. Ήσαν πτωχοί αγρότες, άνθρωποι του μόχθου, τίμιοι και ευσεβείς. Η θεοσεβής μήτηρ της Ελένη εις νεαρά ηλικία, αξιώθηκε θεϊκής οπτασίας προ του κατεστραμμένου ιερού σκηνώματος της Παναγίας της Κυράς. Η Γερόντισσα ήτο δίδυμος με την Διαμαντίνα Βλάχου-Κουρή και είχε ακόμη τέσσαρας αδελφάς, τας: Ασημίνα, Αρετούσα, Θεοδώρα και Ιωαννέτα. Επίσης είχε και δύο αδελφούς, τον Συμεών και τον Στυλιανόν. Από τους αδελφούς και αδελφάς της Γεροντίσσης απέκτησε τέκνα μόνον ο Συμεών, τον αριθμόν τρία.

Εις την οικογένεια της ευρίσκοντο και δύο ενάρετοι ρασοφόροι....

Η Γερόντισσα Αναστασία εγκαθίσταται στην Κυρά

Η Αναστασία όταν ήταν δέκα ετών διαβαίνουσα από την κατεστραμμένη Εκκλησία της Κυράς, αφού έκαμε το σημείο του Τιμίου Σταύρου άκουσε μία γλυκεία γυναικεία φωνή, η οποία ερχόταν από το κωδωνοστάσιο του ναού να της λέγη: «Είναι κρίμα ο οίκος μου να είναι έρημος. Εσύ τέκνον μου εκλήθης διά να φτιάξης την Εκκλησίαν και την Μονήν Μου».

Εις τα δεκατέσσαρά της χρόνια εμφορουμένη από θειο πόθο γι' ολοκληρωτική αφιέρωσι στον Χριστό η Αναστασία εγκαταλείπει την πατρική της οικία και εγκαταβιοί στην Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου εις τα Μελίκια Λευκίμμης όπου και ενδύεται το ράσο. Εκεί αποδύεται σε αυστηρούς ασκητικούς αγώνας, ενθυμουμένη πάντοτε την εντολή της Παναγίας. Με υπομονή, προσευχή και πνευματική πρόοδο περνούν 9 χρόνια έως ότου καταρτισθή στην μοναχική ζωή πλήρως.

Το έτος 1933, με την ευλογία της Μονής της μετανοίας της, αποχωρεί από τον Άγιο Νικόλαο και εγκαθίσταται οριστικά στην Κυρά. Τα πάντα γύρω της μαρτυρούν την εγκατάλειψι και αδιαφορία. Οι τοίχοι του ναού είναι γκρεμισμένοι. Στον χώρο του ναού φύονται αγριοσυκιές. Επάνω στην Αγία Τράπεζα ευρίσκει ένα σκουριασμένο κονσερβοκούτι, το οποίο εχρησιμοποιείτο ως κανδήλα. Κοιμάται αρχικώς στο ύπαιθρο έως ότου εγκατασταθή στο μοναδικό κελλί το οποίο έκτισαν ειδικά γι' αυτήν οι συγγενείς της.

Η ασκητική πρακτική της Γεροντίσσης

Νηστεύει υπέρ μέτρον. Κάνει συχνότατα τριήμερα. Εσθίει μία φορά την ημέρα μετά την δύσι του ηλίου. Συνήθως άρτον εξηραμμένον άνευ ελαίου ακόμη και τα Σαββατοκύριακα και τις μεγάλες εορτές. Ποτέ της δεν χορταίνει το φαγητό της ακόμη κι αν αυτό είναι ολίγα νερόβραστα αγριολάχανα. Από την αδιάκοπη νηστεία παθαίνει θυρεοειδή και αβιταμίνωσι. Η υγεία της κλονίζεται κι όμως η αγάπη του Χριστού φλογίζει το είναι της. Κατά την μαρτυρία της υποτακτικής της μοναχής Αναστασίας Καστρινού, το σώμα της ήταν ένα ξύλο τετυλιγμένο στα ράσα. Στον λαιμό της έφερε μία τεράστια κοίλη σε μέγεθος πορτοκαλιού εξαιτίας του θυρεοειδούς. Ουδέποτε έκαμε παράπονο για την ασθένεια της ούτε και επισκέφθηκε ιατρό για να υποβληθή στην αναγκαία εγχείρησι ή να της χορήγηση φάρμακα. Ένας ιατρός προσπάθησε να την εξετάση και εκείνη τον επετίμησε λέγουσα: «Κοίταξε να αλλάξης την ζωήν σου διότι είσαι βουτηγμένος εις την αμαρτίαν».

Υπέφερε φρικτούς πόνους

Η Γερόντισσα είχε στο ένα της πόδι πληγωθεί από κτύπημα τσεκουριού κατά την διάρκεια αγροτικών εργασιών. Ποτέ της δεν επεσκέφθη ιατρό γι' αυτό τον λόγον. Προσευχόταν και η πίστις της τής έδιδε αντοχή στους πόνους. Μοναδικό της φάρμακο ήταν το λάδι της κανδήλας της Κυράς με το όποιο το άλειφε όσες φορές υπέφερε...

Ελέγχει τους καταλύοντας την νηστεία\

Ευρέθη κάποτε σε ταξείδι στην Ηγουμενίτσα για κάποια υπόθεσι της Μονής και εφιλοξενήθη σε γνωστά της πρόσωπα τα οποία κατέλυαν κρέας σε ήμερα Παρασκευή. Αφού τους ήλεγξε αυστηρότατα, συνέλεξε από το χωράφι χόρτα και τα εμαγείρευσε για να φάνε όλοι. Στον εαυτό της και μόνον ήταν εγκρατής υπέρ μέτρον. Στις μοναχές της εφέρετο μετά διακρίσεως και αναλόγως των ασθενειών των επέτρεπε να εσθίουν ιχθύας (βακαλάο) ή κρέας. «Εσύ δουλεύεις εις το κτήμα και κοπιάζεις και δικαιούσαι να τρως καλά διά να έχης την υγειάν σου», συνήθιζε να τους λέγη.

Όλοι ενθυμούνται τα νερόβραστα μα νοστιμότατα φαγητά της. Εμαγείρευε με ιδιαίτερη αγάπη και για τους προσκυνητάς οι οποίοι έρχονταν από την Ήπειρο για να την συμβουλευθούν...

Άλλη ασκητική πρακτική της Γεροντίσσης

Η ιδία κατά κανόνα συνετηρείτο από την θεία Κοινωνία. Ετηρούσε την αλουσία και την χαμαικοιτία. Μέχρι τέλους της ζωής της ετήρει το ανυπόδητον ακόμη και με τους μεγαλύτερους παγετούς. (Έτσι την βλέπομε και στις σχετικές φωτογραφίες της εποχής). Από τότε που στρώθηκε μουσαμάς στο πάτωμα ουδέποτε επάτησε επάνω αλλά ούτε και επλησίασε ποτέ της το ψυγείο. Τις ελάχιστες ώρες αναπαύσεως «έκλεβε» τον ολιγοστό της ύπνο επάνω σε δύο χονδροκομμένα σανίδια, τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο όπου και έστρωνε μία κουρελού, το δε προσκέφαλό της ήταν μία πέτρα. Τα ενδύματά της ήσαν πάντοτε πεπαλαιωμένα και εφθαρμένα πλήρη επιδιορθωμάτων ώστε δεν εγνώριζε κανείς, ποιο ήταν το αρχικό ύφασμα!

Κατόπιν παρελεύσεως είκοσι εποικοδομητικών για το πνεύμα της χρόνων, προσήλθε στην Μονή η πρώτη της υποτακτική και σταδιακώς η συνοδεία της έγινε επταμελής. Η διδαχή της για τις μοναχές της δεν αφεώρα απλώς στην τέλεσι των τριών βασικών αρετών αλλά κυρίως την ταπείνωσι, την αφάνεια, την καταπολέμησι της φιλαυτίας, την αδιάλειπτη προσευχή και την απόλυτη πτωχεία. Πλούσιες ήσαν οι πνευματικές δωρεές οι οποίες της εδόθησαν άνωθεν για την μεγάλη της αυταπάρνησι και την υπέρμετρη άσκησί της. Της εδόθησαν άνωθεν το προορατικό και το διορατικό, χαρίσματα τα οποία χρησιμοποιούσε με κεκαλυμμένο τρόπο προς δόξαν Θεού για να ωφελήση την συνοδεία της και τους πάσχοντας πνευματικώς συνανθρώπους της και όχι γι' εντυπωσιασμό και αυτοπροβολή.

Η ελεήμων μήτηρ

Μέσα στην πάροδο των ετών πολλοί απηλπισμένοι εκτύπησαν την θύρα του κελλιού της και ανεχώρησαν χαίροντες, λαβόντες ως εφόδιο την αγία προσευχή της. Επιθυμούσε να διδάξη όλους δύο πράγματα: την προσευχή και την εξομολόγησι.

Με το πτωχότατο βαλάντιο της συμπαρεστάθηκε σε πολλούς αναξιοπωθούντας κατά την διάρκεια της Κατοχής και ύστερα εμπεριστάτους συνανθρώπους της και ιδιαίτερα τους πτωχούς οικογενειάρχας. Πολλούς επίσης απέτρεψε από εγκληματικές ενέργειες.

Αποτέλεσμα της θαυμαστής προσευχής της 

Διά της προσευχής της ανέβλυσε θαυματουργικώς νερό από ξηροπήγαδο της Μονής, εξεδιώχθησαν τα φίδια από τον αύλειο χώρο του ναού και εκαθαρίσθησαν δαιμονιζόμενοι οι οποίοι και μόνον στο άκουσμα του ονόματός της εθορυβούσαν φωνάζοντες: «Δεν την αντέχομε, δεν την αντέχομε την γριά ξυπόλητον». 

Η σεμνότης και η ευπρέπεια της εμφανίσεως των προσκυνητών, ανδρών τε και γυναικών ήσαν κανών απαράβατος. Από τις αυστηρές παρατηρήσεις της, ουδείς εξαιρείτο. Τα χείλη της και το καθάριο στόμα της εξέφεραν μόνον προσευχές και δοξολογίες στον Θεό. 

Η αργολογία, η κατάκρισις και η ιεροκατηγορία ήσαν άγνωστοι γι' αυτήν παρ' όλο ότι επληγώθη «λόγω και έργω» από την κακία των ανθρώπων ακόμη και αναξίων μερικών ρασοφόρων και λειτουργών. 

Όταν την επεσκέπτονταν μορφωμένοι, εκπαιδευτικοί κ.ά. αμέσως έφερε ένα βιβλίο, συνήθως την Αγία Γραφή, και επιτακτικώς έλεγεν: «Εσύ που είσαι γραμματιζούμενος για διάβασέ μας λίγο από αυτό το βιβλίο να ιδούμε τι έχει να μας πη σήμερα ο Θεός μέσα απ' αυτό!». 

Ωμιλούσε αυστηρά και ήλεγχε διότι δεν επέτρεπε παρεκκλίσεις από το θέλημα του Θεού όπως το εδιδάχθηκε από την Αγία Γραφή και την παράδοσι των Πατέρων της Εκκλησίας μας. Ουδείς όμως την εφοβείτο διότι εις αυτό το πήλινο σκεύος ηδύνατο να διακρίνη τις αγάπη μητρική και στοργή πνευματική γι' όλα τα τέκνα της Κυράς όπως συνήθως απεκάλει τους προσκυνητάς της Μονής. Ο λόγος της ήταν απλούς αλλά και θεοφώτιστος. Οι συμβουλές της λιτές και κατανοητές και από τους απλούστερους. Η συμβολή της στην επίλυσι των προβλημάτων των πιστών ήταν θετική με αίσια έκβασι. Όποιος την επλησίαζε αισθανόταν μία ανεξήγητη γαλήνη και γλυκύτητα να κυριαρχή στο είναι του και αυτό ήτο αποτέλεσμα της ειρηνικής και προσευχομένης καρδίας της. Η συναναστροφή μαζί της μόνον ψυχωφελής και εποικοδομητική μπορούσε να είναι. Τόσον εξοικειωμένη ήταν με το ιερό πρόσωπο της Θεομήτορος, ούτως ώστε σε κάθε στιγμή και ώρα έσπευδε προ της αγίας Της εικόνος για να Της καταθέση το κάθε τι. Όταν οι προσκυνητές ή και τα πνευματικά της τέκνα της εζήτουν καθοδήγησι έλεγε: «Πάω να ρωτήσω πρώτα την Παναγίαν».

Η Γερόντισσα και οι προσκυνηταί 

Την Γερόντισσα επισκέπτονταν καθημερινά πολ¬λοί προσκυνηταί από διάφορα μέρη της νήσου και της Ελλάδος. Κατά την υποτακτική της μοναχή Αναστασία Καστρινού ο κόσμος εσχημάτιζε «σχοινί». Ήσαν δηλαδή πολλοί στην σειρά ωσάν σχοινί το οποίο δεν έχει αρχή και τέλος. 

Η Γερόντισσα τους εδέχετο όλους και ευκατάστα¬τους και ασήμαντους, και πνευματικούς και ακατάρτιστους. 

Η ιδία στεκόταν εμπρός στην θαυματουργό εικόνα της Κυράς των Αγγέλων ενώ τον προσκυνητή έβαζε να προσευχηθή ενώπιον του Κυρίου στον Αρχιερατικό θρόνο. 

Αφού τους απεκάλυπτε Χάριτι Θεού τα δέοντα για την σωτηρία τους, τους συνιστούσε νηστεία, προσευχή, εξομολόγησι, ευχέλαιο και Θεία Κοινωνία. Άλλοτε τα έλεγε στους ιδίους και άλλοτε έβαζε τους οικείους τους να μεταφέρουν τα μηνύματά της. Πολλές φορές έλεγε στις μοναχές: «Πιο γρήγορα απόψε οι δουλειές σας, ενωρίς να πάτε εις το κελλί. Αύριο θα έλθουν πολλοί Χριστιανοί από Ήπειρον και από παντού». 

Τηλέφωνο και άλλο μέσο επικοινωνίας δεν υπήρχε. «Έχομε ένα σύρμα από την Μονήν μέχρι τα πανταχού της γης σπίτια», συνήθιζε να λέγη. «Και ποιο είναι αυτό;» την ρωτούσαν. «Η χάρις του Θεού και της Παναγίας» απαντούσε με ταπείνωσι. Όταν δε την ρωτούσαν τι βλέπει και ομιλεί αναλόγως στον καθένα εκείνη έκρυπτε την αγιοπνευματική αρετή της και έλεγεν απλώς: «Η χάρις του Θεού με φωτίζει τι να πω η αγράμματος και αθλία». Εκείνο δε το οποίο εντυπωσιάζει είναι το γεγονός ότι απευθυνόταν στην Παναγία και τους Αγίους με οικειότητα, ωσάν σε ειδικά της πρόσωπα! 

Εφρόντιζε όλοι να φιλοξενηθούν και να ξεκουρασθούν στο μοναστήρι και να φύγουν με εφόδιο την ευλογία της Παναγίας και την ιδική της ευχή και φορτωμένοι κυριολεκτικά με τα δώρα της αγάπης της. Ήταν αφιλοχρήματος και ανάργυρος. Οι προσφορές για τα έργα της Μονής δίδονταν από όσους μπορούσαν χωρίς η ιδία να το ζητήση. Η κεκρυμμένη αρετή της την επρόδιδε και παρ' όλη την «ανάρμοστον» εμφάνισί της το Πνεύμα του Θεού πληροφορούσε τις καρδιές όλων που την επισκέπτονταν κατ' επανάληψι για να ωφεληθούν από τον λόγο και την προσευχή της. Στις καρδιές όλων εγένετο Μήτηρ, η μετά την Κυράν όντως Μήτηρ!... 

Κύριο μέλημά της η ανακούφισις των ενδεών 

Η μακαρία Γερόντισσα Αναστασία ζούσε σε απόλυτη πτωχεία. Ως νεαρά ήταν εύμορφος και όλοι την επαινούσαν γι' αυτό. Για αυτό έβαλε κανόνα στον εαυτό της να μένη πάντοτε ρακένδυτος και ατημέλητος....
Η τέχνη της ήταν το να μοιράζεται όχι από το περίσσευμα της αλλά εξ εκείνου το οποίον δίδοντας το, το εστερείτο. Είχε βεβαίως την πρόνοιά της η Μεγάλη Γερόντισσα της Μονής, η ιδία η Κυρά!...

Εφρόντιζε όλοι να φιλοξενηθούν και να ξεκουρασθούν στο μοναστήρι και να φύγουν με εφόδιο την ευλογία της Παναγίας και την ιδική της ευχή και φορτωμένοι κυριολεκτικά με τα δώρα της αγάπης της. Ήταν αφιλοχρήματος και ανάργυρος. Οι προσφορές για τα έργα της Μονής δίδονταν από όσους μπορούσαν χωρίς η ιδία να το ζητήση. Η κεκρυμμένη αρετή της την επρόδιδε και παρ' όλη την «ανάρμοστον» εμφάνισί της το Πνεύμα του Θεού πληροφορούσε τις καρδιές όλων που την επισκέπτονταν κατ' επανάληψι για να ωφεληθούν από τον λόγο και την προσευχή της. Στις καρδιές όλων εγένετο Μήτηρ, η μετά την Κυράν όντως Μήτηρ!...

Σηκώνει αγογγύστως τον σταυρό του διωγμού 

Εκείνο όμως το οποίο εχαρακτήρισε κατ' εξοχή την ζωή της μακάριας Γεροντίσσης ήταν ο διωγμός. Διωγμός από παντού από εκκλησιαστικούς και τοπικούς άρχοντας. Διωγμός ανηλεής και ακατάπαυστος. Ο εν λόγω σταυρός του διωγμού είναι ένας εκ των οποίων δίδονται άνωθεν εις τους τελείους προς εξαγιασμό τους. Όπως λέγη απλώς ο λαός, η Γερόντισσα «ουδέποτε κατάπιε γλυκό σάλιο». Εκυνηγήθη βαναύσως, εκτυπήθη, εκακοποιήθη και εδικάσθη γι' υλικά ωφέλη. Εκείνη όμως προσευχομένη αντεμάχετο τους πονηρούς δαίμονας οι οποίοι παρετηρούσαν μία πτωχή και αγράμματη γυναίκα να τους πολεμά αγογγύστως και με ταπείνωσι, μηδέποτε διαμαρτυρόμενη.... 

Η τελευταία ιδιοκτήτρια του ναού, η Ελένη Μοναστηριώτου, προτού κοιμηθή τον φυσικό θάνατο εδήλωσε εις όλους ότι επιθυμία της ήταν ο Ναός της Παναγίας να γίνη Ιερά Μονή και να εγκαταβιώσουν σε αυτήν μοναχαί. Η προσευχή και η φιλοξενία να μην παύουν όπως χαρακτηριστικώς είχεν είπει. Η απλοϊκή Αναστασία κατώκησε χάριτι Θεού και κατ’ εντολή της Παναγίας στην Κυράν και ειργάσθη αόκνως για την ανακαίνισι του ναού και την συγκρότησι της Ιεράς Μονής εις βάρος πολλές φορές της υγείας της και άνευ βοηθείας των εντοπίων.

Η εργασία της αυτή μαζί με την πνευματική της προκοπή εκίνησαν τον φθόνο των δαιμόνων οι οποίοι εχρησιμοποίησαν ευυπόληπτους κατά τα άλλα «χριστιανούς» για να την εκδιώξουν από την εστία της Παναγίας. Όταν συνεκροτήθη η Μονή, η κοινοτική αρχή θυμήθηκε το θέμα και άρχισε να διεκδική τον ναό προς εκμετάλλευσι οικονομική, για να γίνη τόπος αναψυχής και παραθερισμού και να οργανώνωνται εκδηλώσεις ως και εμποροπανηγύρεις. Επιπλέον δε, εσκέφθησαν όπως μεταφέρουν εκεί και το κοιμητήρι της κοινότητος ούτως ώστε να έχουν πλήρη οικονομικά οφέλη από τις κηδείες και τα μνημόσυνα. Αυτό συνέβη κατά το έτος 1936 και ήταν η πρώτη φορά κατά την οποία εξεδιώχθηκε από το κελλί της με δικαστική απόφασι. 

Όταν έπαυσε ο σάλος αυτός, η Αναστασία επέστρεψε στο κελλί της. Στον Ναό της Κυράς ανήκαν αρκετά αγροτεμάχια τα οποία δυστυχώς είχαν καταπατηθεί από τον 19ον αιώνα. Οι καταπατηταί όμως στο διάβα των χρόνων εγνώρισαν οικτρό θάνατο. Οι γυναίκες τους εθεώρησαν τους θανάτους αυτούς επέμβασι της θείας δίκης και συνετισθείσαι παρέδωκαν στην Αναστασία είκοσι ελαιόδενδρα καθώς επίσης κεραμίδια και ξυλεία για τα έργα της Μονής.

Νέοι διωγμοί επερίμεναν την Αναστασία. Η άδικος κατά πάντα κοινοτική αρχή θεωρούσε την Αναστασία επίβουλον των συμφερόντων τους και παρ' όλην την πτωχεία και την κακοπάθειά της ο δαίμων ετύφλωνε τους οφθαλμούς τους και την επολεμούσαν κάθε φορά με περισσότερη μανία.

Το «αγιοκούφαλον» 


Καταφύγιο της ήταν η κουφάλα μιας γέρικης εληάς έξω από το προαύλειο της Κυράς. Από τις πύρινες προσευχές της ο χώρος εκείνος εν ώρα νυκτός ακτινοβολούσε και σημειωτέον ότι κατ' εκείνους τους χρόνους δεν υπήρχαν λαμπτήρες στους δημοσίους δρόμους ή τους χώρους κοινής χρήσεως. Εξαιτίας δε του υπερκοσμίου φωτός το οποίο εκάλυπτε τον χώρο, επεκράτησε το έθος η ελαία να ονομάζεται «αγιοκούφαλον». Δεν είμεθα σε θέσι να γνωρίζωμε τις επιθέσεις τις οποίες εδέχετο η οσία μήτηρ σε εκείνο τον χώρο από τον μισόκαλο δαίμονα αλλ' ούτε και τις άνωθεν παρηγοριές και ενισχύσεις τις οποίες ελάμβανε. Ένα μόνον γνωρίζομε, ότι απ' εκείνους τους χρόνους κατά τους οποίους εζούσε και ασκήτευε εις αυτό η Αναστασία και έως σήμερα, ο χώρος θεωρείται ιερός και αγιοβάδιστος.

Η υπαίθριος κανδήλα 

Χαρακτηριστικό είναι και το εξής θαυμαστό περιστατικό: όταν η Γερόντισσα ζούσε στο αγιοκούφαλο, άναβε υπαίθρια κανδήλα η οποία δεν έσβηνε ούτε και με την σφοδρότερη κακοκαιρία. Αντιθέτως οι καταπατηταί άναβαν κανδήλα στο ναό η οποία και έσβηνε ευθύς αμέσως μετά την άψι της φλογός αυτής! Τόση μανία εκυρίευσε το είναι των ανθρώπων εκείνων ώστε εθρυμμάτισαν την κανδήλα της Αναστασίας. Μετ' ολίγον όμως η φοράδα του καταπατητού έρριψε επί της γης την σύζυγο και την θυγατέρα του, οι οποίες ταπεινωθείσαι εκ του συμβάντος αυτού, εζήτησαν συγγνώμην από την Γερόντισσα για την ανόσια πράξι τους.

Αποχωρεί της Μονής και επανέρχεται κατόπιν ενυπνίου 

Άλλοτε, ύστερα από διωγμό η Αναστασία απέκαμε και αναγκάσθηκε να μετοίκιση σε Μονή στα βόρεια της νήσου, μακράν από ταυς βαναύσους εκείνους ανθρώπους. Εκεί ωραματίσθηκε κάποιον Αρχιερέα μιτροφόρο ο οποίος την διέταξε να επιστρέψη στην Κυράν λέγων: «Με σκάλα να μπης παιδί μου από τον φεγγίτην εις τον ναόν και να μην φοβήσαι. Ουδείς πλέον θα σε ξαναπειράξη». Όπερ και επαληθεύθη. 

Τους διωγμούς διεδέχθησαν οι προπηλακισμοί και οι δίκες. Πολλές φορές κτυπήθηκε από αστυνομικούς επειδή δεν εγκατέλειπε την Κυράν και μάλιστα ένας από αυτούς την ελάκτιζε με ορμή, είθε ο Κύριος να τον συγχωρήση... 

Θαυμαστή έκβασι της δίκης 

Όταν στην Μονή κατώκησε η πιστή υποτακτική και υστέρα διάδοχός της εις την Ηγουμενία, δόκιμος Αγγελική Καστρινού και υστέρα Αναστασία μοναχή, τας παρέπεμψαν μαζί σε δίκη ότι δήθεν η ξυλεία των στασιδιών του ναού, ήταν προϊόν κλοπής την οποία είχαν διαπράξει από κοινού. Λόγω των πολλών υποθέσεων, η δίκη των έμεινε να εκδικασθή στις 12 η ώρα το βράδυ. Ως δε την είδε έμπροσθέν του ο δικαστής έμεινεν άφωνος και δεν μπορούσε να ομιλήση. Ξαφνικά σηκώθηκε και εφώναξε: «αθώα η κατηγορουμένη και λύεται η σννεδρίασις!». Και αυτό έγινε διότι κατά την προηγούμενη είδε καθ' ύπνους την Αναστασίαν -καίτοι δεν εγνωρίζονταν και τον επληροφόρησε για την αθωότητά της. Την έσυραν σε πολλές δίκες και όμως επί το πλείστον αθωώνετο θαυματουργικώς...

Η Γερόντισσα Αναστασία έμαθε να αποβλέπη μόνον στο θείο έλεος και την πρόνοια της Κυρίας Θεοτόκου, δι' αυτό και αγωνιζόταν υπέρ άνθρωπον. 

Η υπομονή της εκαρποφόρησε και παρ' όλες τις δυσκολίες οι οποίες μέχρι και σήμερα συνεχίζονται, η Μονή υφίσταται και προστατεύεται από το Προεδρικό Διάταγμα ιδρύσεως της. 

Ουδέποτε στηρίχθηκε στις δυνάμεις των εντοπίων πολιτικών αρχόντων ούτε καν εις τους συγγενείς της. Ετελούσε μετ' ακριβείας τον μοναχικό της κανόνα ημερησίως, νηστεύουσα και δεομένη, εξιλεουμένη ενώπιον του Κυρίου διηνεκώς. Ταπεινώς εζητούσε τις ευχές των ιερέων οι οποίοι εξυπηρετούσαν την Μονή.

Η μοναστική ταυτότης της Γεροντίσσης 

Εις το σημείον αυτό αξίζει να αναφέρωμε τα εξής: Η Γερόντισσα Αναστασία προσήλθε για να μονάση αρχικά στη Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Μελικίων Λευκίμμης. Εκεί ενεδύθηκε την στολή της μοναχής με την ευλογία της Ηγουμένης αφού ο εφημέριος εσταύρωσε τα ενδύματά της ενώπιον της εικόνος του Χριστού. Δεν εκάρη ρασοφόρος ή μεγαλόσχημος μοναχή ούτε άλλαξε το βαπτιστικό της όνομα. Ακολούθως στην Μονή της Κυράς δεν εχειροθετήθηκε ούτε ενεθρονίσθηκε Ηγουμένη. Και αυτό διότι κατά τα έτη εκείνα είχαν ατονίσει τα μοναχικά θέσμια και οι εκκλησιαστικώς ιθύνοντες έδιδαν σημασία στις Μονές της Χώρας ήτοι την Παναγία την Πλατυτέρα, την Αγία Ευφημία και τους Αγίους Θεοδώρους. Οι Μονές των χωριών ήσαν επί το πλείστον ιδιωτικές και ζούσαν κατά βούλησι των κτιτόρων και κτιτορισσών αυτών. Παρ' όλα αυτά αρκετές άγιες ψυχές ανεδείχθησαν εκ των Μονών εκείνων. 

Τι κι αν δεν εγένετο επισήμως μοναχή η Αναστασία; Τι κι αν δεν εφόρεσε το μοναχικό σχήμα με τον κεντητό κόκκινο Γολγοθά; Τι κι αν δεν εβάσταξε ηγουμενική ράβδο ή δεν εφόρεσε επιστήθιο αργυρό σταυρό ή δεν εκάθισε στο ηγουμενικό στασίδι; 

Έκαμνε τα έργα των μοναχών και ζούσε την αγγελοειδή ζωή των μοναχών γι' αυτό και κατετάγη στον χορό των παρθένων και των μοναζόντων και αξιώθηκε να ηγηθή της πνευματικής μάνδρας της Κυράς....

Η θεία δωρεά του Μεγάλου και Αγγελικού Σχήματος

Η Γερόντισσα όπως ανεφέρθηκε ενεδύθηκε την στολή της δοκίμου μοναχής εν έτει 1924. Διήλθε την απλή και αφανή ζωή της «νηστεία, αγρυπνία, προσευχή» δι' ο και έλαβε «ουράνια χαρίσματα». Η χάρις του Παναγίου Πνεύματος εσκήνωσε στην καθαρή καρδιά της και την επλούτισε με θεία χαρίσματα όπως το νερό το οποίο μετατρέπει την άγονη γη σε ανθοφορούσα και καρποφορούσα. Ο ασκητικός της κόπος και οι θλίψεις του μονήρους βίου εχαλύβδωσαν το φρόνημά της και την έκαμαν «έδαφος στερεόν» για τα πνευματικά της τέκνα. 

Οι αγώνες της ευλογήθησαν και έτσι ανεκαινίσθηκε η παλαίφατος Μονή, ανωκοδομήθηκε ο Ναός της Παναγίας, ανεπτύχθηκε το μοναστηριακό συγκρότημα, και εστελεχώθηκε η αδελφότης. 

Δοκιμασθείσα ως «χρυσός εν χωνευτηρίω», έφθασε να αριθμή μοναστική ηλικία 55 ετών. Και όλα αυτά τα έτη ως δόκιμος μοναχή, δίχως κουρά, δίχως μοναστικό όνομα, δίχως αναγνώρισι παρά της Εκκλησίας. Με συντρόφους την έντιμο πενία, την περιφρόνησι και το κομβοσχοινάκι της ανέμενε την κλήσι για την έξοδο από τον κόσμο αυτό. Και την ύστατη στιγμή ο Πανάγαθος Θεός της έστειλε τον Άγγελόν Του για να την παρηγορήση και να την εφοδιάση με την πανοπλία ήτοι το Μέγα και Αγγελικό Σχήμα των μοναχών. 

Αρχάς του Σεπτεμβρίου του 1979 η Γερόντισσα ευρίσκετο ανήμπορος στο κελλάκι της όταν εδέχθηκε την επίσκεψι του πνευματικού και φιλόστοργου Μητροπολίτου της νήσου, μακαριστού Πολυκάρπου Βαγενά. Συνεζήτησαν με την Γερόντισσα, την ευλόγησε πατρικώς και απεχώρησε. Η αγαθή Γερόντισσα έχουσα γνωρίσει την αδιαφορία εκ της διοικούσης Εκκλησίας και έχουσα αντιμετωπίσει τα προβλήματα της Μονής άνευ συμπαραστάσεως των ιθυνόντων δεν ηδύνατο να πιστεύση ότι ο Μητροπολίτης της ως φιλόστοργος πατήρ εισήλθε στο κελλί της και ως εκ τούτου ενετράπη να του αναθέση την μέριμνα της Μονής μετά τον θάνατό της. Συναισθανόμενη το τέλος της, την Παρασκευή 14η Σεπτεμβρίου 1979, εκάλεσε στο κελλί της τον εφημέριο της Μονής, τον ευλαβή λευΐτη Νικόλαο Βούλγαρη, ο οποίος συνέδραμε υλικώς και πνευματικώς το έργο της Γεροντίσσης. Αφού εξωμολογήθηκε τους λογισμούς της του εζήτησε να σύνταξη την υπ' αριθ. 4/14-9-1979 αναφορά του για την κατάστασι της Ιεράς Μονής και να προσκαλέση τον Μητροπολίτη για να την εξομολογήση και να συζητήση μαζί της. 

Η αναφορά εισήλθε στο αρχείο της Ιεράς Μητροπόλεως με αριθμόν 2808/18-9-1979 και την επομένη, ήμερα Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 1979 το απόγευμα, ο Μητροπολίτης διέβη το κατώφλι της Μονής. Κατευθύνθηκε στο κελλί της Γεροντίσσης και την εξομολόγησε. Ευθύς αμέσως ο ίδιος εκάλεσε την αδελφή Αγγελική, η οποία έμελλε να διαδεχθή την Γερόντισσα στην Ηγουμενία και τον εφημέριο Νικόλαο Βούλγαρη και άρχισε να διαβάζη την Ακολουθία του Σχήματος. Έβγαλε από τον κόρφο του το Σχήμα, το επέρασε στην Γερόντισσα και ένδακρυς επρόφερε το όνομα «Αμβροσία». Έτσι η Γερόντισσα εδέχθηκε από τον φιλομόναχο Επίσκοπο την θεία δωρεά του Μεγάλου και Αγγελικού Σχήματος ετοιμασθείσα καταλλήλως διά του Ιερού Ευχελαίου, της Ιεράς Εξομολογήσεως και της Θείας Κοινωνίας διά την Βασιλεία των Ουρανών....

Την ύστατη στιγμή ο Κύριος έστειλε τον Άγγελο της τοπικής Εκκλησίας για να ενδύση την Γερόντισσα με την Αγγελική Στολή του Σχήματος. Αίρων τους οφθαλμούς του εις τον ουρανό και με την άκρη του ωμοφορίου του επί της κεφαλής της Γεροντίσσης παρεκάλεσε εκ βάθους καρδίας τον Ιησούν Χριστόν λέγων: «Σόφισον αυτήν και επίχεε αυτή την παρά του ηγεμονικού Σου Πνεύματος χάριν και σύνεσιν· ενίσχυσον αυτήν εις τον κατά του αοράτου εχθρού πόλεμον· τας εκ της σαρκός επαναστάσεις, τη κραταιά δυνάμει σου, κατάβαλε· δος αυτή ευαρεστείν σοι εις αίνεσιν και δοξολογίαν αδιάλειπτον, εις ύμνους ευκαίρους, εις ευχάς ευπρόσδεκτους, εις βουλήν ορθήν, εις καρδίαν ταπεινήν, εις πράξιν ζωής και πραότητος και αληθείας. Καταξίωσον αυτήν ευαρεστείν σοι εν πραότητι, εν αγάπη, εν τελειότητι, εν επιστήμη, εν ανδρεία και προσφέρειν σοι ύμνους και δοξολογίας και ευχάς εις οσμήν ευωδίας. Τελείωσον αυτής την ζωήν εν οσιότητι και δικαιοσύνη, ίνα αδιάστατον και ακηλίδωτον την εις σε έχουσα ένωσιν, καταξιωθή της επουρανίου Σου Βασιλείας» (Ακολουθία του Μεγάλου Σχήματος). 

Λίαν συγκεκινημένος ανεφώνησε: «Η αδελφή ημών Αμβροσία μοναχή έλαβε το Μέγα και Αγγελικόν Σχήμα εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Η πράξις αυτή του Μητροπολίτου είχε σκοπό να ενισχύση πνευματικώς την Γερόντισσα ολίγον προ του τέλους της. Η Μονή ήταν ακόμη Ησυχαστήριο μη αναγνωρισμένο, το οποίο εδέχετο λυσσαλέα τα κτυπήματα του διαβόλου ο οποίος μετεχειρίζετο ως όργανά του ρασοφόρους και λαϊκούς, διοικητικούς και μη παράγοντας. Όλοι δυνατοί και ισχυροί, εξέσπων σε μία ανίσχυρη, πτωχή και αγράμματη γυναίκα η οποία αγωνιζόταν με το κομβοσχοίνι της για την στερέωσι του οίκου της Παναγίας. Διέλαθε όμως της προσοχής όλων ότι κτυπώντες την Αναστασία εκτυπούσαν την καρδιά της Κυρίας και Δεσποίνης του μοναστηρίου, της Παναγίας. Η Παναγία έστειλε τον Μητροπολίτη για να κείρη την Γερόντισσα και να την προπέμψη τοιουτοτρόπως εις την Βασιλεία των ουρανών. Λόγω του μη ανεγνωρισμένου χαρακτήρος του Ησυχαστηρίου και της πνευματικής αδυναμίας μερικών μοναχών ως και αδελφών λαϊκών, η κουρά της Γεροντίσσης έπρεπε να γίνη μυστικώς και να μην ανακοινωθή προ του επικειμένου τέλους της και αυτό εις ολίγους. Το μυστικόν εγνώριζαν ο Μητροπολίτης, η Γερόντισσα Αναστασία (Αμβροσία μοναχή) η αδελφή Αγγελική (Αναστασία μοναχή) και ο πατήρ Νικόλαος Βούλγαρης. Η Παναγία μέσω του Μητροπολίτου εφανέρωσε την θέλησί Της και έτσι εκάλεσε την Γερόντισσαν Αναστασία για το ουράνιο ταξείδι επιβραβεύουσα διά του Μεγάλου Σχήματος μία κοπιώδη μοναστική ζωή και πολιτεία των 55 ετών....

Το μακάριον τέλος της Γεροντίσσης Αναστασίας 

Η Γερόντισσα Αναστασία έχουσα συμπληρώσει τον κύκλο της επί γης ζωής της, έχουσα φέρει εις πληρότητα την διακονία της και έχουσα ανεγείρει την Μονή της Κυράς ετοιμαζόταν για την έξοδό της από τον κόσμο αυτό προσευχομένη αδιαλείπτως, ευλογούσα και νουθετούσα τις αδελφές της συνοδείας της και συγχωρούσα εκ βάθους καρδίας τους διώκτας της. Προέβλεψε δε ότι οι δυσκολίες θα συνεχίζονταν και μετά την κοίμησί της. Για αυτό ώρισε ως διαδόχους της τας Αγγελική Καστρινού (και ύστερα Αναστασία μοναχή) και μετ' αυτήν την Ελευθερία Μεταξά (και ύστερα Ευπραξία μοναχή).

Από τις αρχές του θέρους του έτους 1979 η Γερόντισσα ήταν εξαιρετικώς αδύναμος και εξασθενημένη και σταδιακώς άρχισε να φθάνη προς το τέλος. Οι αδελφές την παρακαλούν να φάη κάτι (λαδερό μόνον) για να δυναμώση. Εκείνη όμως αρνείτο λέγουσα: «Αυτός είναι ο κανών μου, θα τον κρατήσω έως το τέλος». Άλλοτε την παρακαλούσαν να την ιδή ιατρός επειδή εχειροτέρευε. Πάλιν αρνείτο λέγουσα: «Ιατρός μου είναι η Παναγία. Αν με γιάνη καλώς, αν όχι ας με πάρη μαζί Της». Η μακαρία έθετε την όλη ύπαρξι και άπασα την ελπίδα αυτής εις τον Χριστό και την Παναγία.

Στην πανηγύρι της Μονής (15/08/1979), φανερώς καταβεβλημένη ακολουθούσε το πρόγραμμα της Μονής. Αισθάνεται όμως κατάνυξι και πνευματική αλλοίωσι. Με ιδιαίτερο ζήλο στάθηκε στην αγρυπνία και έψαλε τα εγκώμια της Παναγίας, δίδουσα την ευχή της στα πνευματικά αυτής τέκνα και τους πολυπληθείς προσκυνητάς της Μονής.

Μετά την περίοδο της πανηγύρεως αισθάνθηκε ατονία και δεν εξήλθε του κελλίου της πλέον των είκοσι ημερών. Οι αδελφές ανήσυχες την παρακαλούν να δεχθή την ύστατη ιατρική βοήθεια. Όμως εκείνη αρνείτο ως και πρότερον....

Οι αδελφές άκουσαν ότι στο χωριό εφιλοξενείτο μία ιατρός παθολόγος την οποίαν επεσκέφθησαν κρυφίως και της εζήτησαν να εξετάση την Γερόντισσα. Πράγματι, εκείνη εδέχθηκε. Όταν εισήλθε στο κελλί της Γεροντίσσης έκπληκτος την άκουσε να λέγη: «Εγώ παιδί μου, δεν εζήτησα ιατρόν, να πας εις την ευχήν του Χριστού και της Παναγίας!».

Τις τελευταίες ημέρες το πολύαθλο σώμα της άρχισε να πρήσκεται. Τα δάκρυα έγιναν ο αχώριστος σύντροφός της και το κομβοσχοίνι εκινείτο ρυθμικώς εις τα σκελετωμένα δάκτυλα της.
Παρεκαλούσε δε τις αδελφές, όσες φορές την επεσκέπτονταν, να της αναγινώσκουν τα θαύματα της Παναγίας και τους Βίους των Αγίων.

Τρεις ημέρες προ της κοιμήσεώς της ειδοποίησε τις αδελφές ότι έλαβε μήνυμα από την Παναγία για το επικείμενο τέλος της. Επιπλέον έδωσε εντολή να αγοράσουν ψάρια πολλά διότι ως εξήγησε: «Την Κυριακήν θα έχομε πάρα πολύν κόσμον εις την Μονήν!»

Όντως, μετά τρεις ήμερες και περί την ενδέκατη πρωινή ώρα, όταν την επεσκέφθηκε η αδελφή Βασιλική, η Γερόντισσα την διέταξε να κτυπήση το καμπανάκι για να συναχθούν οι αδελφές από τα διακονήματα. «Όχι», αντέταξε η αδελφή, «ακόμη δεν είναι ώρα για το γεύμα». Όχι παιδί μου, εδώ και τώρα να έλθουν οι αδελφές εις το κελλίον μου», είπεν η Γερόντισσα με επιτακτικό τρόπο ο οποίος δεν εχώρει αντίρρησι.

Μετ' ολίγον οι αδελφές συνήχθησαν στο κελλί της όπου ανεκοίνωσε σε αυτές ότι έφθασε η ώρα του επί γης χωρισμού τους. Εκείνες, απαρηγόρητες εθρηνούσαν. Όμως η μακαρία μήτηρ τις εστήριζε πνευματικώς νουθετούσα αυτές και ευλογούσα. Εδοξολόγει τον Θεό και ανέθετε στην σκέπη της Παναγίας Μητρός Του αυτάς τας παρθένους, τας οποίας μετά κόπου εσύναξε στον οίκο της Θεομήτορος. Τελευταία της επιθυμία ήταν να τας ακούση να ψάλουν το τροπάριο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και ακολούθως το του Αγίου Σπυρίδωνος. Εκείνες λίαν συγκεκινημένες και με λυγμούς το έκαμαν. Ακολούθως εζήτησε να ακούση ξανά το Τροπάριο της Κοιμήσεως. Όταν οι αδελφές έλεγαν το «...ταις πρεσβείαις ταις σαις λυτρουμένη εκ θανάτου...», εκείνη ανεσηκώθη της κλίνης της, εβροντοφώναξε το «Δόξα σοι ο Θεός», εσταυροκοπήθη, άπλωσε τας χείρας της και παρέδωκε το πνεύμα της εις χείρας Θεού.

Ήτο τότε Σάββατο, 22 Σεπτεμβρίου 1979, και περί ώραν 13.00 μ.μ.

Οι αδελφές συνέστειλαν μετά δέους το τίμιο σκήνος της φορούσαι εις αυτό για πρώτη φορά καινουργή ράσα....

Η αδελφή Νίκη έκοψε ένα βόστρυχο εκ της μέλαινης κόμης της Γεροντίσσης και τον εφύλαξε εις ένα κυτίο ομού μετά τριών χαλίκων εκ του τάφου της. Ακολούθως το λείψανον ευτρεπίσθη επί του νεκροκραββάτου των μοναζουσών και ετέθη εις λαϊκό προσκύνημα εις το μέσον του Καθολικού της Μονής.

Οι αδελφές εκτύπησαν πένθιμα τους κώδωνας της Μονής και έτσι εμαθεύθηκε εις τα γύρω της Μονής χωριά το θλιβερό νέο. Ο κόσμος άρχισε να συρρέη στην Κυράν για να αποτίση φόρο τιμής στην «καλογρηάν» όπως την εκάλουν και να ζητήση την ευλογία της.

Μοναχές από όλες τις Μονές της νήσου κατέφθασαν για να αγρυπνήσουν και να αναγνώσουν εκ περιτροπής το ιερό ψαλτήρι. Καθ' όλη την διάρκεια της νυκτός έφθαναν προσκυνητές από διάφορα μέρη της νήσου, της Ηπείρου και της Ελλάδος. Ο ναός και οι αύλειοι χώροι της Μονής ήσαν γεμάτοι ασφυκτικώς.

Ενωρίς τα χαράματα εξεκίνησεν η Θεία Λειτουργία την οποία ετέλεσεν ο τότε Εφημέριος της Μονής Νικόλαος Βούλγαρης.

Μετά την τέλεσι της εξοδίου ακολουθίας, ο εφημέριος εξεφώνησεν ένα λίαν συγκινητικόν λόγον.

Στην συνέχεια παραθέτομε μερικά αποσπάσματα από το λόγο εκείνο:

«...Πάλεψες σκληρά ενάντια στην αμαρτία, όρθωσες περήφανα και αποφασιστικά το σκελετωμένο σου κορμί κατά του σατανά κι όλων εκείνων που τόλμησαν να σε καταστρέψουν, κι έκανες τη ζωή σου ένα αγώνα σκληρό και μακροχρόνιο, μα νικηφόρο όμως. Τιμώρησες, όσο δεν γινόταν περισσότερο το σαρκίο σου, και τόκανες σωστό κυματοθραύστη, που πάνω σ' αυτόν, συντρίβονταν τα μανιασμένα κύματα του μίσους και της κακίας, δοκίμασες πάρα πολλά στην όλη σου ζωή, μα ανεδείχθης τελικά νικήτρια, και σαν καλή αθλήτρια του Χριστού, στέφθηκες σαν άλλος μάρτυρας με το αμαράντινο στεφάνι της δόξης.

Ταπεινώθηκες απ’ τους ανθρώπους πολλές φορές στην παρούσα ζωή, βρίστηκες και χλευάστηκες για την αγνή και ακλόνητη σου πίστη, γι' αυτό μπορείς και συ να καυχηθής όπως ο Ιερός Παύλος, ότι "ως περικαθάρματα του κόσμου εγενήθημεν, πάντων περίψημα έως άρτι"»....

«Σειρά από ταπεινώσεις και περιφρονισμούς ήταν η όλη σου ζωή, όμως, τι κι αν πόνεσες τόσο πολύ; τι κι αν ταπεινώθηκες όσο πολύ λίγοι στον κόσμο; τι κι αν περιφρονήθηκες από φίλους κι από εχθρούς; Κι ακόμα τι κι αν σε πέταξαν από το φτωχικό σου κελλί, αυτό που συ η ίδια είχες ανεγείρει με πολλές στερήσεις;... Όλα όσα δεινά δοκίμασες στην ζωή, σε στήριξαν αφάνταστα, γιγάντωσαν το πνευματικό σου σθένος, και μ' οδηγό την σκέπη και προστασία της Μεγαλόχαρης, ξεπρόβαλλες κάθε φορά, όλο και πε-ρισσότερο ενισχυμένη».

Μετά το πέρας της εξοδίου ακολουθίας οι μοναχές εσήκωσαν σεμνοπρεπώς το νεκροκράββατο και το ελιτάνευσαν τρεις φορές πέριξ του ναού.

Κατά το μοναχικό έθος η Γερόντισσα ετάφη ερραμμένη στο μοναχικό της ράσο, κεκαλυμμένη με λευκή σινδόνα, θέαμα πρωτόγνωρο για τους απλοϊκούς προσκυνητάς. Μόνον μοναχαί ήγγισαν το λείψανο, το εναπέθεσαν στον φρεσκοσκαμμένο λάκκο και το εκάλυψαν με χώμα και εις τόπο τον οποίο η ιδία η μακαριστή είχε επιλέξει.

Μετά την ταφή προσεφέρθη εις όλους πλουσιοπάροχο γεύμα με τους ιχθύας, τους οποίους παρήγγειλε η τεθνεώσα....

Όλοι θρηνούσαν για τον πνευματικό απορφανισμό τους, ανεχώρησαν όμως από τη Μονή με αίσθημα κατανύξεως, πλήρεις πνευματικής χαράς και αγαλλιάσεως....

Κατά τα τελευταία έτη της ζωής της συντροφιά εκράτει στην Γερόντισσα ένα γατάκι το οποίο ευρήκε στους αγρούς κτυπημένο. Το περιεποιήθη και το εμεγάλωσε και εκείνο ευγνωμόνως την ακολουθούσε και εσυνήθιζε να αναβαίνη στους ώμους της. Μετά την ταφή εκαθόταν στον σταυρό του μνήματος της και ενιαούριζε τεθλιμμένα...

Τα από της κοιμήσεως της Γεροντίσσης Αναστασίας και έως της σήμερον 

Η Γερόντισσα, έζησε με το ράσο της δοκίμου μοναχής από του έτους 1924, όταν κατετάγηκε στην αδελφότητα της Ιεράς Μονής Αγίου Νικολάου Μελικίων. Από του έτους 1933 εγκατεβίωσε στην Κυράν και επί 46 συναπτά έτη. Την τελευταία εβδομάδα της επί γης ζωής της και συγκεκριμένα την Τετάρτη 19η Σεπτεμβρίου 1979 εκάρη μεγαλόσχημος από τον μακαριστό Μητροπολίτη Κερκύρας Πολύκαρπον Βαγενά εις στενότατο κύκλο και εντός του κελλίου της λαβούσα το μοναστικό όνομα «Αμβροσία». Εκοιμήθη εν Κυρίω μετά τρεις ημέρας το Σάββατον 22 Σεπτεμβρίου 1979 και περί ώραν 13.30 μ.μ. και ετάφη την επομένη, Κυριακήν 23 Σεπτεμβρίου 1979, εις την Μονή παρά του ενάρετου Εφημερίου της Μονής ιερέως Νικόλαου Βούλγαρη. 

Παρ' όλα τα προβλήματα τα οποία εξέσπασαν εναντίον του μοναστηρίου επί Αρχιερατείας Πολυκάρπου (Βαγενά, 1967-1984), ωστόσο το ησυχαστήριον έζησε την στηρικτική και διακριτική παρέμβασι του μητροπολίτου Πολυκάρπου διά την επούλωσι των πληγών του από τας μεθοδίας του διαβόλου και των οργάνων του, ρασοφόρων τε και λαϊκών. Ο μακαριστός Πολύκαρπος εστήριξε την αδελφή Αγγελική Καστρινού διά διάδοχον της Γεροντίσσης Αναστασίας και υπεστήριξε κάθε προσπάθεια αυτής διά την συντήρησι και ανάπτυξι του Ιερού Ησυχαστηρίου.  

Ο διάδοχος του Πολυκάρπου, Μητροπολίτης Τιμόθεος (Τριβιζάς, 1984-2002) προέβη εις τας χειροθεσίας των αδελφών της Μονής εις μεγαλοσχήμους. Κατόπιν αιτήσεως των, δι' ενεργειών του συντόνων επετεύχθη διά προεδρικού διατάγματος η αναγνώρισις του Ησυχαστηρίου και η «ανύψωσίς του εις Ιεράν Γυναικείαν Κοινοβιακήν Μονήν» υπό την επωνυμία «η της Υπεραγίας Θεοτόκου Κυράς των Αγγέλων» εις τας 23 Αυγούστου 1991, και με έγγραφόν του εδιόρισε εις τας 11 Νοεμβρίου 1991 Ηγουμένη την Αναστασία (Αγγελική) Καστρινού και συμβούλους τας μοναχάς Ευπραξία Μεταξά και Αγαθονίκη Μοναστηριώτου. 

Τέλος, ο φιλομόναχος Επίσκοπος Νεκτάριος (Ντόβας, 2002 - ) περιέβαλε με πνευματική αγάπη και στοργή την Μονή και τας υποθέσεις της. Προέκρινε ως διάδοχον εις την ηγουμενία την μοναχή Ευπραξία Μεταξά (2002 - ) και έκειρε μεγαλόσχημον την δόκιμον Ολυμπία Δήμα εις τας 28 Μαρτίου 2006 μετονομάσας αυτήν Αθανασίαν. Αξίζει να σημειωθή ότι θεία νεύσει ο κατά πάντα διακριτικός και πνευματικός Δεσπότης από της αναλήψεως των καθηκόντων Του ηυλαβήθη την Παναγία «Κυράν των Αγγέλων» της οποίας τυγχάνει ταπεινός προσκυνητής αιτούμενος παρ' Αυτής την σκέπη και ευλογία του ποιμνίου του. Ύστερον δε ευλαβείται εκ βάθους καρδίας και την Γερόντισσα Αναστασία της οποίας η φωτογραφία κοσμεί τόσον το μητροπολιτικό γραφείο όσον και το κελλί του. Πάντοτε δε αναφέρεται με λόγους πνευματικούς εις την μνήμη της Γεροντίσσης. Εις την δική του προτροπή και ευλογία οφείλεται η συγγραφή του παρόντος βιβλίου το οποίον αφορά εις την καταγραφή του ιστορικού της πολύπαθους Ιεράς Μονής ως και του θαυμαστού βίου της πολυάθλου Γεροντίσσης Αναστασίας Βλάχου. 

Ολίγα για τον ενάρετο κληρικόν π. Νικόλαο Βούλγαρη ο οποίος διακόνησε την Ιερά Μονή της Κυράς των Αγγέλων, και εστήριξε την Γερόντισσα Αναστασία στις δοκιμασίες της Μονής.
Νικόλαος Βούλγαρης, 1969-1980. Επρόκειτο περί αγίου κληρικού. Ήτο άξιος λειτουργός του Κυρίου και έμπειρος πνευματικός. Εξυπηρέτησε τις ανάγκες του Ιερού Ναού της Υ.Θ. Οδηγητρίας, του Ι.Ν. Αγίων Θεοδώρων και της Μονής της Κυράς. Είχε θεολογική κατάρτισι και παρ' όλον ότι δεν επήρε το πανεπιστημιακό του πτυχίο δι' ολίγα μαθήματα μόνον, υπήρξε άριστος ιεροκήρυξ. Η διακονία του εις όλους τους ναούς υπήρξε ψυχωφελής και εποικοδομητική διά τους χριστιανούς συνοδευομένη και εκ λοιπών δραστηριοτήτων, ανεγέρσεως κτιρίων, ανακαινίσεων, δημιουργίας συλλόγων κ.λπ. Ήτο παραδοσιακός Ιερεύς αφοσιωμένος στις ιερές Ακολουθίες της Εκκλησίας μας και την Θεία Λατρεία, εγκρατής, σύννους, ευλαβής, ζηλωτής της τάξεως. Διά την Κυράν υπήρξε Άγγελος παρηγοριάς. Ετόνωσε την λειτουργική και μυστηριακή ζωή της Μονής. Ήτο πνευματικός πατήρ της αδελφότητος έως της κοιμήσεώς του στις 28 Νοεμβρίου 1984. Τα κηρύγματά του εμψύχωναν το ποίμνιο της Κυράς. Ειργάσθη και χειρωνακτικώς για την πλακόστρωσι του δαπέδου του Καθολικού ως και άλλων κτιρίων. Εμερίμνησε για την ανέγερσι και β' ορόφου στα κτίρια της Μονής ως και την ανέγερσι και εξοπλισμό του ξενώνος της Μονής. Συμπαρεστάθη στο έργον της Γεροντίσσης Αναστασίας. Δι' ενεργειών του ετοποθετήθη ηλεκτρικό ρεύμα και τηλέφωνο στο μοναστήρι. Υπερήσπισε την Γερόντισσα στα δικαστήρια και εγένετο κυματοθραύστης όπου εξέσπων τα δαιμονικά κύματα τα οποία ελυμαίνονταν την εύρυθμη και ομαλή λειτουργία της Μονής. 

Στην υπ' αριθ. πρωτοκόλλου 2808/18-9-1979 αναφορά του προς τον τότε Μητροπολίτη Κερκύρας Πολύκαρπον γράφει:

«...Σταθήκαμε αντάξιοι της τιμής που μας εκάνατε, και γίναμε ο έμπειρος ξυλουργός, ο ικανότατος οικοδόμος, ο άψογος διαχειριστής της δραχμής των χριστιανών, και επραγματοποιήσαμεν θαύματα, δημιουργώντας περιουσίαν εις την Εκκλησίαν. Θέσαμεν το συμφέρον της Εκκλησίας υπεράνω του ιδικού μας και με θυσίες πραγματικές μη φειδόμενοι κόπων ουδέ εξόδων ήλθαμεν πολλάκις και εις ρήξιν...». Παρακάτω ομιλεί περί της Γεροντίσσης: «...Την χαιρέτησα και της είπα ότι εγώ πια γέρασα και θα φύγω, με κοίταξε στα μάτια και δάκρυσε, με παρεκάλεσε να μην το κάνω, και για δεύτερη φορά μου είπε ότι σας παρακαλεί να την επισκεφθήτε πάση θυσία. Σεβασμιότατε και εγώ σας παρακαλώ να το αποφασίσετε, αλλά και να καλέσετε και την αδελφή Αγγελική Καστρινού κατά μόνας, έχει να σας πη πολλά, ίσως τούτο συντελέσει εις την διαφύλαξι και διατήρησι του κύρους του Μοναστηρίου...». 

Και όντως την επομένη ο Σεβασμιώτατος μετέβη εις την Μονή και εχειροθέτησε την Γερόντισσα Μεγαλόσχημον Μοναχή μετονομάσας αυτήν «Αμβροσίαν» ενώπιον του πατρός Νικολάου και της αδελφής Αγγελικής η οποία διεδέχθη την Γερόντισσα Αναστασίαν. 

Ο πατήρ Νικόλαος εκπροσωπών και τον Σεβασμιώτατον εκήδευσε την Γερόντισσα και εξεφώνησε και τον λίαν πνευματικόν και κατανυκτικόν επικήδειον αυτής. Μετά πενταετίαν όλην εκοιμήθη εν Κυρίω ο πατήρ Νικόλαος καταλιπών κενόν εις τον κλήρο της νήσου και το πλήρωμα της τοπικής Εκκλησίας.

Θαυμαστά περιστατικά από τον βίον της Γεροντίσσης Αναστασίας (Α')

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ

Μαρτυρία Αρχιμανδρίτου Ιουστίνου Μαμάλου

Προλέγει το μέλλον των δύο εξαδέλφων

Κατά το έτος 1958, δύο αγοράκια 12-13 ετών, ο Αναστάσιος Μάμαλος και ο εξάδελφός του Γρηγόριος επεσκέφθησαν την Κυράν και εζήτησαν την Γερόντισσα Αναστασία. Η αδελφή Αγγελική έσπευσε να ενημερώση την Γερόντισσα η οποία κατ' εκείνη την ώρα εργαζόταν στους αγρούς.

Η Γερόντισσα χωρίς καλά-καλά να ιδή τα παιδιά, άρχισε να φωνάζη: «Καλώς τον Ανάσταση και τον Γρηγόρη. Δυό παιδάκια, δυό αρνάκια, και τα δυο τα χρυσά μου θα φορέσουν τα ρασάκια. Το ένα θα τα κρατήση και το άλλο θα τα πετάξη». Αυτό και έγινε με την πάροδο του χρόνου....

Ύστερα από χρόνια ο Ανάστασης και κατόπιν Ιουστίνος μοναχός, εχειροτονήθη διάκονος και εσκέφθη να προσκυνήση την Κυράν και να ιδή και την Γερόντισσα. Τηλέφωνο στην Κυράν δεν υπήρχε. Όμως από το τηλέφωνο του ουρανού, η Γερόντισσα επληροφορήθηκε την επίσκεψι του διακόνου και έσπευσε να τον συναντήση στην διασταύρωσι του δρόμου έξωθεν της Μονής, βαστάζουσα αναμμένο θυμιατήρι... Όταν δε εχειροτονήθη ιερεύς, επισκεπτόμενος και πάλιν την Μονή, ευρήκε την Γερόντισσα να τον αναμένη στην διασταύρωσι βαστάζουσα το Ιερόν Ευαγγέλιο....

Κάθε επίσκεψις στην Κυράν διά τον ιερομόναχον Ιουστίνον ήταν και μία έκπληξις. Σήμερα που διακονεί ως Ηγούμενος στην Ιερά Μονή της Αγίας Φωτεινής της Σαμαρείτιδος παρά το φρέαρ του Ιακώβ εις Νεάπολι της Σαμάρειας ενθυμείται με ιδιαίτερη συγκίνησι τα ανωτέρω συμβάντα και δέεται υπέρ αναπαύσεως της ψυχής της Γεροντίσσης Αναστασίας...

Μαρτυρία Αρχιμανδρίτου Πολυκάρπου Ζερβού

Προλαμβάνει το φονικό

Στο χωριό Αργυράδες ζούσε ένας ευλαβής νεανίας ο οποίος εργαζόταν στο οικογενειακό αρτοποιείο αυτού. Όταν δε ήλθε σε νόμιμη ηλικία αρραβωνιάστηκε μια κόρη η οποία δυστυχώς ήταν ζωηρή και ατίθαση και εγένετο σκάνδαλο για την μικρή κοινωνία του χωριού. Παρ' όλες τις συστάσεις του νέου, η κοπέλλα παρέμενε αδιόρθωτη γι' αυτό και ο νέος της ανεκοίνωσε την αμετάκλητη απόφασί του όπως διαλυθή ο αρραβώνας. Η νεαρά έσπευσε να το ανακοινώση στους οικείους της, ο δε πατήρ και ο αδελφός της εσχεδίασαν μυστικώς να δολοφονήσουν τον νέο.

Κατ' εκείνη την νύκτα η Γερόντισσα το επληροφορήθηκε στην προσευχή της και αμέσως μόλις εξημέρωσε, αφού γονυκλινής ασπάσθηκε την θαυματουργόν εικόνα, ανήσυχος εξήλθε του ναού.

«Πού πηγαίνεις, Γερόντισσα, πρωί - πρωί;» την ερώτησε η αδελφή Νεκταρία κύπτουσα για να πάρη την ευχή της. «Πάω να προλάβω ένα φονικό, παιδί μου» απήντησε η Γερόντισσα εξερχόμενη της μοναστηριακής μάνδρας.

Μετά από λίγο η Γερόντισσα έφθασε στο αρτοποιείο και ανεκοίνωσε στον έκπληκτο νέο τα περί διαλύσεως του αραβώνος του. «Η Παναγία μού είπε, παιδί μου, να μην διαλύσης τον αρραβώνα διότι ο πατήρ και ο αδελφός της κοπέλλας σχεδιάζουν να σε φονεύσουν με ενέδρα. Να την υπανδρευθής και να την συμβουλεύσης μετ' αγάπης και υπομονής. Αν δεν αλλάξη διαγωγή και δεν πορευθή κατά πώς θέλει ο Θεός, τότε Εκείνος πριν περάση ένα έτος θα την πάρη με φυσικό θάνατο».

Ο άγνωστος στην Γερόντισσα νέος ήταν ευσεβής και καλόγνωμος και επείσθηκε στα λόγια της. Υπεσχέθηκε ότι θα κάμη υπακοή στην εντολή της Παναγίας. Δεν διέλυσε τον αρραβώνα, ενυμφεύθη την κοπέλλα και καθημερινώς την ενουθέτει.

Εις μάτην όμως. Εκείνη πεισματικά δεν υπήκουε στις παραινέσεις του συζύγου της.

Μετά την παρέλευσι ενός έτους ασθένησε ξαφνικά και εκοιμήθη κατά τους λόγους της Γεροντίσσης.

Το επόμενο έτος ο νέος ενυμφεύθηκε άλλη νέα και έγινε ένας αξιοζήλευτος πολύτεκνος οικογενειάρχης...

Μαρτυρίαι Ηγουμένης Αναστασίας Καστρινού († 2004)

Άνευ πληροφορίας τινός φιλοξενεί τους τεσσαράκοντα οπισθοχωρήσαντας

Ήσαν οι δυσχείμεροι χρόνοι της Κατοχής. Η Γερόντισσα ηγέρθη περί τας 02.00 π.μ. διά να προσευχηθή, ησθάνετο όμως αγωνία. Κατέβη τότε εις τον ξενώνα και είπε εις την αδελφήν της: «Αρετούσα, παιδί μου, ετοίμασε την φωτιάν και βάλε επάνω την μεγάλην πινιάταν (= ταβάς, πλατύ και ρηχό μαγειρικό σκεύος). Σπεύσε εις το κελλάρι και φέρε να βράσωμε μία πυκνάδα (=τενεκέ) φασούλια. Έρχονται στην Μονή άνθρωποι ταλαιπωρημένοι». Κατ' εκείνας τας ημέρας είχε νικηθεί ο Ελληνικός στρατός στο Τεπελένι και αναγκαστικώς επήραν τον δρόμο της επιστροφής τεσσαράκοντα παλληκάρια, τα οποία ήσαν Κερκυραίοι από το βόρειο συγκρότημα της νήσου. Πεζή από το Τεπελένι έφθασαν εις την Ηγουμενίτσαν και επεβιβάσθησαν εις τα καΐκια για την Λευκίμμην.

Μόλις απεβιβάσθησαν, προχωρούσαν πεζή μέσα στο πυκνό σκότος της νυκτός. Μετά το χωριό Ποτάμι έχασαν τον δρόμο και τυχαίως εβγήκαν πλησίον της Μονής. Ήτο χάραμα και η Γερόντισσα έσπευδε κατ' εκείνη την ώρα να αγοράση ψωμιά από τον φούρνο του χωρίου. Εις το πορτόνι εκαλωσόρισε τους στρατιώτας και τους επέρασε στον ξενώνα για να τους ετοιμάση η αδελφή της καφέ. Ωστόσο εκείνη συνέχισε για τον φούρνο. Λόγω όμως της πείνας της κατοχής, το ψωμί εξηντλήθηκε ενωρίς.

Στον δρόμο της επιστροφής η Γερόντισσα προσευχόταν ενθέρμως και έξαφνα άκουσε μία γυναικεία φωνή: «Καλογρηά μου, έλα να σου δώκω μίαν λεφτήν (= στρογγυλό καρβέλι) ψωμί». Λίγο πιο κάτω τα ίδια άκουσε από άλλο σπίτι και πάλιν και πάλιν.

Όταν επέστρεψε στο μοναστήρι κατάκοπος κρατούσε περισσότερες των είκοσι λεφτάς... Η φασολάδα εμοσχομύριζε και το κρασί από το σπίτι της αδελφής της ήλθε να στολίση το τραπέζι.

Δι' αυτού του τρόπου έφαγαν και εχόρτασαν και εδόξασαν τον Θεό τεσσαράκοντα ταλαιπωρημένες ψυχές. Ακολούθως τεσσαράκοντα καθαρές κλίνες του ξενώνος τους προσέφεραν ανάπαυσι και έτσι περί το απόγευμα ανεχώρησαν για το βόρειο συγκρότημα της νήσου απ’ όπου κατάγονταν....

Αποκαλύπτει παλαιόν έγκλημα και αποτρέπει από νέον φόνον

Ένα βράδυ η Γερόντισσα αισθανόταν αγωνία. Περί τας 03.00 π.μ. εισήλθε στον ναόν με το κομβοσχοινάκι της στα χέρια και μετ' ολίγον εξήλθεν. «Διαβάσατε μόνες σας την ακολουθίαν· πάω γρήγορα να σώσω δύο ψυχές», είπε στις μοναχές. Επήρε αξημέρωτα το πρώτο πρωινό λεωφορείο για την πόλι. Μόλις απεβιβάσθη στην πόλι, εκάθησε σε ένα μπαούλο για να ξαποστάση. Το μπαούλο ανήκε σε κάποιον νέο, ο οποίος παρατηρούσε την Γερόντισσα λίαν τεταραγμένος. Τότε η Γερόντισσα του απεκάλυψε ότι είχε διαπράξει παλαιότερα ένα έγκλημα. «Όντως», παρεδέχθηκε ο νεαρός. «Όταν ήμουν νήπιο, έμεινα ορφανός μητρός. Όταν δε έγινα δέκα τριών ετών και ο αδελφός μου ένδεκα ο πατέρας μου παντρεύτηκε μία δύστροπο γυναίκα η οποία κυριολεκτικώς μας εβασάνιζε. Μη υποφέροντας την αδικία κατέφυγα στην Αθήνα όπου δυστυχώς έμπλεξα με κακές συναναστροφές. Σε κάποια δε στιγμή παροξυσμού διέπραξα ένα στυγερό έγκλημα για το οποίο τιμωρήθηκα με δεκαπενταετή κάθειρξι. Μα εσύ πώς το κατάλαβες;» «Μου το 'πεν η Παναγία», απήντησε ταπεινά η Γερόντισσα. «Ξέρεις τι πάω να κάμω τώρα; Σπεύδω στο χωριό να ξεκάμω τον πατέρα μου. Δεν φθάνει που ξαναπανδρεύθηκε και εξ αιτίας του γάμου του εταλαιπωρήθηκα, τώρα με αδικεί και στο μοίρασμα της περιουσίας». «Όχι, παιδί μου, εσύ είσαι καλός άνθρωπος παρ' όλα τα λάθη σου», είπεν η Γερόντισσα. Του ωμίλησε με αγάπη, τον ενουθέτησε και γαλήνευσε την τετραυματισμένη του ψυχή. «Αποκλείεται να είσαι καλογρηά. Είσαι η Παναγία η ίδια», της είπε ο νεαρός. «Όχι παιδί μου, μια απλή καλογρηά, η πιο τελευταία του κόσμου είμαι. Η Παναγία όμως με έστειλε να σε προλάβω από το κακό το οποίο επρόκειτο να κάμης».

Ο νεαρός έπεσε πρηνής και καταφιλούσε τα πόδια της. Εκείνη τότε τον συνώδευσε μέχρι την Μονή της Πλατυτέρας για να εξομολογηθή. Μόλις ετελείωσε από τον πνευματικό την ερώτησε: «Μπορώ τώρα να καλογερέψω;». «Βεβαίως, μέχρι και Άγιος να γίνης», ανταπήντησε με καλωσύνη η Γερόντισσα....

Σώζει τον φονέα από την αιώνιον κόλασιν

Κάποιος άνθρωπος στα μέρη της Ηπείρου διέπραξε έγκλημα. Διέφυγε της ποινικής διώξεως και δεν ετιμωρήθηκε. Όμως υπέφερε από τις τύψεις συνειδήσεως πλέον των είκοσι ετών. Του ανέφεραν για την Μονή της Κυράς όπου και έφθασε Κυριακή απόγευμα. Στον αύλειο χώρο της Μονής ευρίσκονταν εξήκοντα άτομα προσκυνηταί και δύο ιερείς. «Πού είναι η Κυρά;» ερώτησε. «Στον ναόν» του απήντησαν. Εισήλθε και εξήλθε αμέσως. «Δεν ψάχνω για εικόνα» τους είπε, «ψάχνω την κυρά καλόγρηα». Η Γερόντισσα επαρουσιάσθηκε και μαζί εισήλθαν στον ναό όπου ενώπιον της εικόνος του Χριστού της ωμολόγησε το ανοσιούργημα το οποίον είχε διαπράξει προ είκοσι ετών. Εκείνη τον ενουθέτησε καταλλήλως και αξημέρωτα έφυγαν με το λεωφορείο για την Μονή της Πλατυτέρας για να εξομολογηθή. «Με έσωσες, είσαι ο σωτήρας μου» της είπε καθώς «συγκεχωρημένος και λελυμένος» εξήλθε του εξομολογητηρίου....

Η προσευχή της λύει την ατεκνία

Η Α.Π. από την Ηγουμενίτσα είχε οκτώ χρόνια γάμου και παρέμενε άτεκνος. Προσεκάλεσε την Γερόντισσα στο σπίτι της για να προσευχηθή. Πράγματι η Γερόντισσα την επισκέφθηκε και της εζήτησε να την πάη στο δωμάτιο όπου ευρίσκετο το προσκυνητάρι με τις εικόνες της. Τότε της έδωσε εντολή να την αφήση μόνη για να προσευχηθή και η ίδια να ανεβή στον επάνω όροφο όπου και τα υπνοδωμάτια και να περιμένη να την καλέση. Η γυναίκα υπήκουσε και ανέβηκε. Επειδή το πάτωμα του επάνω ορόφου ήταν ξύλινο, η Α. αφήρεσε ένα ξύλινο ρόζο και από εκεί έκθαμβος παρατηρούσε την Γερόντισσα. Την είδε λοιπόν να σηκώνη την φούστα της και να ακουμβά τα γόνατα της γυμνά επάνω στο τσιμέντο του πατώματος και να τα τρίβη έως ότου εμάτωσαν. Ταυτοχρόνως προσευχόταν με το πρόσωπο εστραμμένο στην γη, χέουσα άφθονα δάκρυα. Ξαφνικά η Γερόντισσα εσηκώθηκε δοξάζουσα τον Θεό και ευθύς αμέσως εκάλεσε την Α. Τότε της είπε με βεβαιότητα: «Ο Χριστός μου είπε ότι θα χαρή το σπίτι σου με την γέννησι των παιδιών σου». Όντως μετά δύο μήνες η Α., εμεινεν έγκυος και έτεκε θήλυ και μετ' ολίγον και άρρεν.

Αποτρέπει τον ολέθριο γάμο

Η θυγάτηρ της ως άνω αναφερθείσης Α.Π. όταν ήλθε εις νόμιμη ηλικία, αρραβωνιάστηκε ένα φαύλο νέο. Η Α.Π. προσέτρεξε στο μοναστήρι για να συζήτηση το πρόβλημα της. Η Γερόντισσα αφού άκουσε προσεκτικώς τα συμβάντα εισήλθεν στον ναό για να προσευχηθή. Όταν εξήλθε, της είπεν: «Τρέξε, παιδί μου, στην Ηγουμενίτσα για να διάλυσης απόψε τον αρραβώνα».
- «Γερόντισσα, δεν έχει καΐκι από Λευκίμμη για την Ηγουμενίτσα», ειπεν η Α.
- «Πήγαινε από την πόλι».
- «Δεν έχει λεωφορείο για την πόλι».
- «Εξερχόμενη θα δης ένα προσκυνητή ο οποίος θα σε πάη στην Χώρα με το αυτοκίνητό του, να πάρης από εκεί το καράβι».

Όντως η Α. έφθασε ασθμαίνουσα στην Χώρα και από εκεί στην Ηγουμενίτσα και έπραξε κατά την εντολή της Γεροντίσσης. Το ίδιο βράδυ απεδείχθη ότι ο «νέος ήταν ύπανδρος και εποφθαλμιούσε την μικράν περιουσία της κοπέλλας. Με νέο θάρρος και με την ευχή της Γεροντίσσης, η κοπέλλα τελικώς αποκατεστάθη εις γάμο με καλό και ευσεβή νέο.

Ματώνουν τα γόνατα της στην προσευχή

Η Έ.Τ. έστειλε την θυγατέρα της στο εξωτερικό προς αναζήτησι μιας καλύτερης τύχης. Στενοχωρημένη, επεσκέφθηκε το μοναστήρι και παρεκάλεσε την Γερόντισσα να προσευχηθή. Μαζί εισήλθαν στον ναό. Η Γερόντισσα εστάθη ενώπιον της εικόνος της Παναγίας. Έβγαλε από την τσέπη της φούστας της μία φούχτα χαλίκια και τα άπλωσε στο πάτωμα. Ακολούθως εσήκωσε την φούστα της, ακούμβησε τα γόνατα της γυμνά επάνω στα χαλίκια και άρχισε την προσευχή της. Μετ' ολίγον το αίμα άρχισε να ρέη στο πάτωμα και η Γερόντισσα χαρούμενη και με ολοφώτεινο πρόσωπο σηκώθηκε και είπε στην Έ. «Μην θλίβεσαι, παιδί μου. Η θυγατέρα σου συντόμως θα επιστρέψη στην Ελλάδα και μετ' ολίγον θα καλοπανδρευθή». Έτσι και έγινε....

Ενθαρρύνει την ανοικοδόμησι οικίας και ελέγχει τον άτακτο έφηβο

Ο Δ.Σ. άνθρωπος του μόχθου, πτωχός οικογενειάρχης και πολύτεκνος δεν είχε χρήματα για να πληρώση την άδεια κτισίματος του σπιτιού του. Απελπισμένος επλησίασε την Γερόντισσα και της εζήτησε να προσευχηθή. Εκείνη τον καθησύχασε και κατόπιν προσευχής στην Παναγία, του μετέφερε το θέλημά Της για το άνευ εμποδίων κτίσιμο του σπιτιού του. Ο Δ. χαρούμενος εκίνησε να φύγη. Τότε η Γερόντισσα ερώτησε τον έφηβο υιό του που τον συνώδευε λέγουσα: «Είσαι καλό παιδί;». Εκείνος απήντησε ωμά: «Ναι, είμαι». «Για να δούμε τι θα πη και η Πανάγια», είπε η Γερόντισσα στρέφουσα το βλέμμα της στην Αγία Εικόνα. Εν συνεχεία είπε: «Η Παναγία είπε ότι δεν είσαι καλό παιδί και να κοιτάξης την ψυχή σου αν θέλης να προκόψης στην ζωή σου». Όντως ο έφηβος ήταν ανεξομολόγητος και ζούσε απρόσεκτα. Μετά την πάροδο λίγων ετών, ενθυμούμενος το περιστατικό, ήλθε εις εαυτόν και έσπευσε να εξομολογηθή. Σήμερα είναι ένας σοβαρός επαγγελματίας και αξιοζήλευτος οικογενειάρχης.

Μαρτυρίαι Γέροντος Ευφρόσυνου Κουτλουμουσιανού

Για την Γερόντισσα Αναστασία μας ωμίλησε και διά της από 26ης Οκτωβρίου 2010 επιστολής του ο σεβαστός Μοναχός Ευφρόσυνος, Γέρων του ιστορικού Κουτλουμουσιανού κελλίου του Τιμίου Προδρόμου, παρά τας Καρυάς του αγιωνύμου Όρους Άθω. Ο Γέρων Ευφρόσυνος εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Υπεραγίας Θεοτόκου Πλατυτέρας Κερκύρας. Τρεις φορές επισκέφθηκε την Κυράν και μας κατέθεσε τα εξής:

«...Όταν φθάσαμε στο μοναστήρι, δεν γνώριζα την Γερόντισσα και παρ' όλες τις περιγραφές που μου είχαν κάνει, δεν φαντάστηκα ότι η γυναίκα που μας είχε υποδεχθεί ήταν η Γερόντισσα. Ήταν ξυπόλητη και ρακένδυτη, σαν ζητιάνα έμοιαζε. Στην ερώτησή μου, «πού είναι η Γερόντισσα;», μού είπε ότι «εγώ είμαι», της έβαλα μετάνοια και της φίλησα το χέρι. Μου είπε: «Σας περίμενα από χθες!». Πράγματι το πρόγραμμα ήταν να πάμε την προηγούμενη ήμερα αλλά βρήκαμε κάποιο εμπόδιο....

Φαινόταν ταπεινή και μέσα στη φτώχεια της είχε κάτι το ωραίο, το κατά Θεόν ελκυστικό, δεν σε απωθούσε η μορφή της. Πήγαμε στην Εκκλησία και μετά με πήγε στο κελλί της που ήταν απ’ ό,τι ενθυμούμαι σε ένα κελλάρι με βαρέλια λαδιού χωρίς θέρμανση. Το κρεβατάκι της ήταν απλό χωρίς στρώμα και είχε δίπλα στο πέτρινο μαξιλάρι της δύο-τρία βιβλία, την «Κλίμακα» και άλλα δύο. «Εδώ κοιμάμαι» μού είπε «σόμπα δεν ανάβω, προσεύχομαι όσο μπορώ, διαβάζω και μετά κοιμάμαι. Φάρμακα δεν παίρνω, όταν αρρωστήσω φυλάγομαι στο κελλί μου μέχρι να περάση το κρύωμα». Όλα αυτά η μακαρία Γερόντισσα, μού τα έδειξε γιατί ήμουν αρχάριος μοναχός και χρειαζόμουν πνευματική τόνωση. «Μιλάτε πολύ με τον άλλο μοναχό» μού είπε. Όντως με τον άλλο μοναχό μιλούσαμε πολύ γιατί είμασταν όλη μέρα μόνοι μας στο ησυχαστήριο της Περίθειας που ανήκει στην Ιερά Μονή Πλατυτέρας, τη μετάνοια μου. «Να κάνετε προσπάθεια να μην μιλάτε και να λέτε την ευχή. Έτσι θα βοηθηθής πνευματικά. Την μία ημέρα να μιλά ο ένας με τους προσκυνητές και ο άλλος να σιωπά, την άλλη ο άλλος μέχρι να συνηθίσετε στην σιωπή και να αγαπήσετε την προσευχή. Κρέας στο ησυχαστήριο να μην τρώτε. Όσπρια να τρώτε που δίνουν δύναμη για τα διακονήματα και υγεία στον οργανισμό». Την επόμενη φορά που επισκεφθήκαμε το μοναστήρι η Γερόντισσα απουσίαζε, όμως η αδελφή Νεκταρία έκανε ανάγνωση από τις Κατηχήσεις του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου στον κατάμεστο από γυναίκες ναό της Μονής. Η ατμόσφαιρα ήταν κατανυκτική και αφού προσκυνήσαμε, φύγαμε ωφελημένοι.

Άλλοτε κάποιοι γνωστοί μου μού έστειλαν στο ησυχαστήριο έναν φίλο μου από τα παλιά να με επηρεάση να εγκαταλείψω την καλογερική χάριν σπουδών. Εκείνος έπιασε έναν αδελφό και τον επηρέασε. Και οι δυο μαζί μου μίλησαν και με κούρασαν ψυχικά. Ο Γέροντάς μου απουσίαζε για να εξομολογηθώ και τότε δήλωσα ότι επιθυμώ να δω την Γερόντισσα για να με συμβουλεύση. Με οδηγό τον φίλο μου την άλλη μέρα την επισκέφθηκα και πριν προλάβω να της πω τι με απασχολούσε, μού είπε: «Πρόσεχε παιδί μου, αυτός που σε έφερε εδώ είναι κηφήνας. Μακριά απ’αυτόν. Κάθησε στο μοναστήρι σου μέχρι να έρθει ο Γέροντάς σου. Αν κανείς αγωνισθεί φιλότιμα και καθαρίσει τον εαυτό του από τα πάθη του, τότε μπορεί να ωφελήσει και τους άλλους». Ο λόγος της είχε ροή και ήταν μεστός πνευματικών παραινέσεων. Το Πνεύμα του Θεού που χαρίτωνε τα λεγόμενά της με στήριξε, με παρηγόρησε και έτσι παρέμεινα στο μοναστήρι μου. Ας έχουμε την ευχή της...».

Θαυμαστά περιστατικά από τον βίον της Γεροντίσσης Αναστασίας (Β') 

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ

Μαρτυρίαι Αικατερίνης Βλάχου ανεψιάς της Γεροντίσσης Αναστασίας 

Η κυρία Αικατερίνη Βλάχου είναι ανεψιά της Γεροντίσσης Αναστασίας. Είναι θυγάτηρ του αδελφού της Συμεών και της Αλεξάνδρας. Παιδιόθεν επεσκέπτετο το μοναστήρι και την θεία της. Ενθυμείται πολλά πράγματα γύρω από την ζωή της θείας της καθώς και σχετικές διηγήσεις. Το ξεκίνημα της Γεροντίσσης ως δοκίμου μοναχής στην Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Μελικίων ήταν οδυνηρό. Ένα δεκατριάχρονο παιδί επεδόθη σε αυστηρότατη άσκησι λαβόν πείραν των επιθέσεων του δαίμονος ο οποίος της παρουσίαζετο για να την τρομάξη και να την αναγκάση να επιστρέψη στο πατρικό της. Με προσευχή και απόλυτη πενία διήλθε τις ημέρες της ζωής της στην Κυράν. Με χειρωνακτική εργασία στα κτήματα εκέρδιζε τον ολιγοστό άρτο της διατροφής της και έκαμνε ελεημοσύνες. Παντελώς αγράμματη έμαθε να διαβάζη και να μελετά φωτισθείσα από τον Θεό ο οποίος την καθωδηγούσε προς σωτηρία. Αγριολάχανα άνευ ελαίου εστόλιζαν την τράπεζα της και νερό μεμετρημένο. Ανυπόδητη παρέμενε όλο το χρόνο ακόμη και στους παγετούς. Εκοιμάτο επί δύο σανίδων και αγρυπνούσε καθημερινά σχολάζουσα σε προσευχές. Καθοδηγούσε πνευματικά πολλούς ανθρώπους από διάφορα μέρη της πατρίδος μας και του εξωτερικού.

Στην Ηγουμενίτσα εγινόταν πανήγυρις όσες φορές μετέβαινε εκεί προς τακτοποίησι υποθέσεων της Μονής. Ήταν ηθικοτάτη και αυστηροτάτη με τους προσκυνητάς. Δεν επέτρεπε την είσοδο σε πρόσωπα μη ευπρεπώς ενδεδυμένα και προκλητικά και παρ' όλον το ελεγκτικό ύφος της ουδείς την παρεξήγει ή την αποστρεφόταν. Η συνεχής μελέτη εμόρφωσε κατά Θεό το πνεύμα της δι' αυτό και ωμιλούσε ενώπιον πυκνού ακροατηρίου ερμηνεύουσα το Ιερό Ευαγγέλιο και τους Πατέρας της Εκκλησίας. Εστήριζε πνευματικώς τους χριστιανούς διά λόγου, συμβουλών, παραδείγματος και επιστολών τις οποίες συνέτασσε η ανεψιά της αρχίζουσα έτσι: «Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί». Ουδέποτε συνεβούλευε δίχως να έχη προηγηθεί έμπονος και έμπυρος προσευχή. Ήταν πάμπτωχος και συνάμα ελεήμων από το έσοδο του κόπου της και την αγάπη του λαού του Θεού. Με τα λεωφορεία την επεσκέπτονταν οι πιστοί για να ζητήσουν την ευχή και προσευχή της. Εξεδιώχθηκε ανηλεώς του κελλιού και της Μονής ακόμη και διά δικαστικών αποφάσεων, όμως δεν εξέλιπε η γιγαντιαία πίστις της διά της οποίας επεράτωσε επιτυχώς το μοναχικό στάδιο αθλήσεώς της. Εκοιμήθη εν Κυρίω οσιακώς. 

Πλην των ανωτέρω η κυρία Αικατερίνη μας διηγήθη και τα εξής θαυμαστά περιστατικά.

Προλέγει τι περί του δύσκολου τοκετού 

Η μήτηρ της κυρίας Αικατερίνης, Αλεξάνδρα Βλάχου, όταν ήταν έγκυος εις αυτήν επήγαινε σε εργασία στα κτήματα και πάντοτε επέρνα και από την Μονή για να προσκυνήση. Κάποια ημέρα συνήντησε μία γνωστή της στο μοναστήρι και επειδή είχε ήδη δύο θήλεα τέκνα της είπε εκείνη: «τώρα έρχεται και ο γιος!». Ακούσασα η Γερόντισσα τα λεγόμενα είπε με βεβαιότητα: «Όχι, κόρη θα είναι πάλι. Θα κινδυνεύση αρκετά, όμως η Παναγιά η Κυρά θα μας το χαρίση ζωντανό και υγιές!». Και συνέχισε: «Είδα εν ώρα προσευχής εις την Εικόνα του Τιμίου Προδρόμου εις το τέμπλον εν ματωμένον κορίτσι στο πινακίδιο όπου και η κεφαλή του Θείου Βαπτιστού. Συγχρόνως η φωνή της Θεοτόκου με διεβεβαίωσε ότι θα ζήση και θα είναι υγιές». Όντως η μήτηρ της κυρίας Αικατερίνης είχε δυσκολίες στον τοκετό όμως το βρέφος διεσώθη χάριν στην ευλογία της Θεοτόκου και τις προσευχές της θείας της.

Απαλλάσσει από δαιμονική ενέργεια 

Ο πεθερός του ιεροψάλτου Κωνσταντίνου Μαυρομάτη είχε διάφορες φασαρίες σχετικώς με την περιουσία του. Ασθένησε και ενεκλείσθη από τους οικείους του στο ψυχιατρείο. Η σύζυγός του κλαίουσα έσπευσε στο μοναστήρι της Κυράς για να συμβουλευθή την Γερόντισσα. Εκείνη κατόπιν προσευχής της είπε: «Ο σύζυγός σου είναι εντελώς καλά. Βγάλε τον από το Ίδρυμα και φέρε τον στην οικία σας. Ακολούθως βγάλε από το τάδε ντουλάπι την κουβέρτα. Έχει ψαλιδισθεί δέκα τρεις φορές με δαιμονικές επικλήσεις. Καύσε την αμέσως». Η γυναίκα έπραξε κατά την εντολή της Γεροντίσσης και έτσι ο σύζυγος της εθεραπεύθηκε από το δαιμονικό πνεύμα το οποίο τον είχε καταλάβει.

Διά της προσευχής της έσκασε ένα φίδι 

Κάποτε η κυρία Μαρία Μυρίλλα χάριν προσκυνήματος μετέβη στην Μονή και είδε την ηλικιωμένη και ασθενή Γερόντισσα να προσπαθή να ανοίξη ένα λάκκο για να θάψη ένα φίδι. Η γυναίκα έσπευσε να βοηθήση λέγουσα· «θα το κάμω εγώ, η οποία έχω πλήρεις τας δυνάμεις μου». 

Μετ' ολίγον η Γερόντισσα της διηγήθηκε ότι ένα τεράστιο φίδι εκρύβη κάποτε στο κελλί της εν ώρα προσευχής. Η Γερόντισσα δίχως να τα χάση έψαλε το «Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού...», εσταύρωσε το σημείο όπου εκρύβετο το φίδι και παρευθείς το ερπετό έσκασε μετά κρότου...

Μαρτυρίαι Γεωργίου Κουλούριη εξ Ανω Λευκίμμης 

Αποκαλύπτει ειδεχθές έγκλημα 

Ετελείτο κάποτε ιερά αγρυπνία στον Ιερό Ναό του Αγίου και θαυματουργού Σπυρίδωνος επ' ευκαιρία της μνήμης αυτού. Μέσα στα πλήθη των πιστών ευρίσκετο κάποια γυναίκα φέρουσα στις αγκάλες της το παράλυτο εγγόνι της. Βρέχουσα το πάτωμα της Εκκλησίας μετά των δακρύων της εμονολόγει: «Άγιε Σπυρίδων, όλου του κόσμου τα παιδία θεραπεύεις, το δικό μας διατί όχι;». 

Άλλη γυναίκα προσευχομένη την άκουσε και της υπέδειξε: «Έλα αδελφή μου στην Μονήν της Κυράς να προσκυνήσης την θαυματουργή Παναγία και να συμβουλευθής την Ηγουμένισσα. Εις ό,τι σε συμβουλεύση πράξε το και το εγγονάκι σου θα γίνη καλά». Την επομένη όντως μετέβη στην Κυράν και ευθύς αμέσως ως η Γερόντισσα προσευχήθηκε εις την Παναγία της απεκάλυψε τα εξής: «Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα. Δι' όλα αυτά τα βάσανά σου, παιδί μου, πταίει ο υιός σου. Προ τινών ετών διετήρει εξωσυζυγική σχέσι με την τάδε νέα η οποία εξαφανίσθηκε του χωριού σας. Και αυτό διότι η ατυχής τον επίεζε να την νυμφευθή, είδ' άλλως θα εμαρτύρει σε όλους τα ψέμματα και την απάτη του. Εκείνος την εφόνευσε, την έσυρε στα κτήματά σας και την έθαψε κάτω από το τάδε δένδρο. Τώρα που θα υπάγης στο σπίτι σου, πάρε με το καλό τον υιό σου.

Ειδοποίησε και τον ιερέα και πάρε και το σκεπάρνι μαζί σου. Θα βρήτε το σώμα της νέας διαλυμένο. Ο ιερέας να διάβαση τρισάγιο και να εξομολόγηση τον υιό σου. Ακολούθως να ομολογήση στην αστυνομία για να λυθή η κατάρα του Θεού που σας βασανίζει και το παιδί θα θεραπευθή». 

Η γυναίκα με πόνο ψυχής έπραξε καθώς είπε σε αυτήν η Γερόντισσα. Οι λόγοι της Γεροντίσσης επαληθεύθησαν. Ο υιός της γυναικός εξωμολογήθη και αφού ωμολόγησε τον φόνο στους αστυνομικούς εφυλακίσθηκε δι' ικανό χρονικό διάστημα. Ο δε εγγονός με τον καιρό εθεραπεύθηκε και επερπάτησε. Μετά την πάροδο ενός έτους η γυναίκα ευγνωμονούσα μετέβη στην Μονή με τα δώρα της αγάπης της για να ευχαρι¬στήση την Παναγία και την Γερόντισσα...

Ελέγχει την άσπλαχνη μητέρα 

Μία γυναίκα μετέβη στην Μονή για προσκύνημα και προτού μπη καλά-καλά στην αυλή προ του Ιερού Ναού άκουσε την Γερόντισσα να της λέγη ελεγκτικώς: «Στάσου εκεί όπου βρίσκεσαι. Σε βλέπω να στέκεσαι μέσα στα αίματα έως τα γόνατα και το θανατηφόρο μαχαίρι να κρέμεται γεμάτο αίματα από τα χέρια σου. Αφού εσκότωσες δέκα παιδιά σου (δηλ. έκαμες δέκα εκτρώσεις) με τι χείλη θα τολμήσης να προσκύνησης την Κυράν; Κάμε μεταβολή· πήγαινε να εξομολογηθής με συντριβή τα εγκλήματά σου και μετά να 'ρθής να προσκυνήσης...».

Επιβάλλει το προσκύνημα εις την Μονή και μετά την κοίμησί της 

Ο ίδιος κύριος ομολογεί ότι εγνώρισε κάποια κυρία από την Ηγουμενίτσα που εγνώριζε την Γερόντισσα και η οποία μετά την κοίμησι της Γεροντίσσης έπαυσε το προσκύνημα στην Μονή. Είδε όμως κάποτε την Γερόντισσα στον ύπνο της η οποία την ήλεγξε λέγουσα επιτακτικώς: «Να έρχεσαι εις το μοναστήρι· ευρίσκομαι εδώ ακόμη και μετά την κοίμησί μου και μεριμνώ δι' όλους και δι' όλα».

Μαρτυρία διδασκάλου Χρήστου Γαστεράτου 

Η θαυμαστή καθ' ύπνους εμφάνισί της θεραπεύει κάποια μοναχή εκ Πελοποννήσου 

Ο Χρήστος Γαστεράτος που υπηρετούσε ως διδάσκαλος στο χωριό Βιταλάδες επήγε εκδρομή με τους μαθητές του με λεωφορείο εις την Χώρα για να προσκυνήσουν τον θαυματουργό Άγιο Σπυρίδωνα. Μόλις εισήλθαν εις τον ναό οι μαθηταί εσχημάτισαν σειρά για να πλησιάσουν το άγιο σκήνωμα. Εκεί εστέκετο και μία μοναχή ασθενής και εξαιρετικώς δυσκίνητος. Εζήτησεν από τον δάσκαλο να πληροφορηθή για το πού ευρίσκετο το μοναστήρι της Κυράς. Εκείνος της απήντησε ότι είναι μακρυά εις το νότιο συγκρότημα, όμως χάριν της καταστάσεως της υγείας της αλλά και της μεγάλης επιθυμίας της, επροθυμοποιήθη να την πάρουν με το λεωφορείο έως την πύλη της Μονής. 

Εις τον δρόμο άρχισε δυνατή καταρρακτώδης βροχή. Καθώς επλησίαζαν η μοναχή ανεφώνησε: «Αυτήν την Μονήν ωνειρεύθην!» Μόλις διέβησαν το πορτόνι είδαν όλες τις μοναχές να έχουν παραταχθή για να υποδεχθούν τους μικρούς προσκυνητάς. Τότε η ξένη μοναχή παρετήρησε τα πρόσωπα των αδελφών και είπε με χαρά στην Γερόντισσα Αναστασία: «Εσείς ασφαλώς είσθε η Ηγουμένη της Μονής. Εσάς είδα καθ' ύπνους!» Εν συνεχεία διηγήθηκε εις επήκοον όλων ότι ανήκε σε Μονή της Πελοποννήσου. Συνέβη κάποτε να ασθενήση και οι ιατροί έκαμαν εσφαλμένη διάγνωσι οπότε της εχορήγησαν λάθος φαρμακευτική αγωγή και ως εκ τούτου έπεσε εις κώμα. 
Εις αυτή την κατάστασι ευρισκομένη, είδεν καθ' ύπνους μία μοναχή να της λέγη: «Μην φοβήσαι, θα θεραπευθής και θα έλθης στο μοναστήρι μου να προσκύνησης». «Και ποιο είναι το μοναστήρι σου;» αντέταξε η ασθενής. «Είναι το μοναστήρι της Κυράς εις την Κέρκυραν», είπε χαμογελαστά η άγνωστος μοναχή. 

Μετ' ολίγον καιρόν η Κυρά με τις προσευχές της Γεροντίσσης Αναστασίας έφερε την θεραπευθείσα μοναχή στην Κέρκυρα για να προσκυνήση... 

Προλέγει την γέννησι δύο παίδων 

Η άτεκνος Γεωργία Χρυσοβιτσιάνου διηγείται: «Απηλπισμένη καθώς ήμουν επλησίασα την Γερόντισσα για να της ζητήσω να προσευχηθή για το πρόβλημά μου. Και προτού καν της το εκφράσω, μου είπε η Γερόντισσα με βεβαιότητα: «Μην στενοχωρήσαι, θα κάμης δύο παιδιά», δεικνύουσα τον αριθμόν με τα δύο δάκτυλα της παλάμης της. Έτσι και έγινε... Ο πρωτότοκος υιός της είναι ο Ιερεύς Κωνσταντίνος Χρυσοβιτσιάνος.

Απαλλάσσει νέα από δαιμονική επήρεια

Η εκπαιδευτικός Ολυμπία Σκαργιώτη από το χωριό Μονολίθι Δωδώνης Ιωαννίνων η οποία εργαζόταν στο σχολείο του χωρίου Περιβόλι Κερκύρας, περιέπεσε κάποτε σε μελαγχολία και μεγάλη στενοχώρια. Κατέφυγε στην Μονή διότι ευλαβείτο την Γερόντισσα και εσκέπτετο να της ζητήση να προσευχηθή για το πρόβλημά της αλλά ντρεπόταν να το κάμη. Η Γερόντισσα μόλις την είδε εσταυροκοπήθη και έβαλε το χεράκι της επάνω από τα φρύδια της σε σχήμα γείσου διά να εμπόδιση το ηλιακό φως. Άνοιξε καλά τους οφθαλμούς της και ανεφώνησε: «Πω, πω, πω! Τι στρατιά είναι αυτή που κουβαλάς πίσω σου παιδί μου; Πήγαινε γρήγορα μέσα στην Εκκλησία». Εισήλθαν και αι δύο και εστάθησαν ενώπιον του θαυματουργού εικονίσματος της Παναγίας και η Γερόντισσα προσευχήθηκε με θέρμη και η Ολυμπία απηλλάγη της «δαιμονικής στρατιάς» και επέστρεψε στην οικία της γαλήνια και δοξάζουσα τον Θεό....

Μαρτυρίαι Σπυρίδωνος Δαφνή

Ο κύριος Σπυρίδων Δαφνής κατέθεσε γραπτώς τα κάτωθι περιστατικά τα οποία διηγούνται με εύγλωττο τρόπο το εν Αγίω Πνεύματι προφητικό χάρισμα της Γεροντίσσης: Περί το 1976 η μητέρα μου Ελένη Δαφνή, επισκέφθηκε το μοναστήρι της Παναγίας της Κυράς, συνοδευόμενη από μία φίλη της μαζί με την κόρη της.

Η φήμη για τα πνευματικά χαρίσματα της Γερόντισσας είχε εξαπλωθεί παντού και η φίλη της μητέρας μου ήθελε καθοδήγηση και περισσότερο να της απαντούσε η Γερόντισσα κατά φώτιση Θεού αν ο δεσμός της κόρης της θα κατέληγε σε γάμο.

Πήραν λοιπόν το λεωφορείο της γραμμής και έφθασαν στη Μονή.

Αποτρέπει ολέθριο γάμο και προβλέπει, άλλον ευλογημένο

Αφού προσκύνησαν την Παναγία, η Γερόντισσα πλησίασε την κοπέλλα και της είπε αυστηρά: «Γιατί παιδί μου επιμένεις, να πάρης αυτόν τον νέον; Μέχρι τώρα κορόιδεψε πολλές κοπέλλες· το ίδιο θα κάνη και μαζί σου. Όμως μην στενοχωριέσαι. Θα σε βοηθήση ο Θεός τώρα που θα πας στην Αθήνα, θα γνωρίσης ένα καλόγνωμο νέο, θα παντρευτήτε και θα στήσετε μια ευλογημένη οικογένεια». Μετά γύρισε στην έκπληκτη μητέρα μου η οποία συνήθιζε να λέη και να κάνη αστεία με ευτράπελο και ανάρμοστο τρόπο και της είπε ελεγκτικά: «Γιατί παιδί μου λερώνεις το στόμα σου με αργούς και σαπρούς λόγους;» Η μητέρα μου αν και αιφνιδιάστηκε, της απάντησε κάπως φοβισμένη: «Ευλογημένη μου μητέρα μπήκα σε μία οικογένεια όπου άντρας, πεθερά και δυο κουνιάδες με βαράνε και γω για να μην πέσω σε κανένα πηγάδι και χάσω την ψυχή μου, λέω και καμμιά κουταμάρα να διασκεδάσω τον πόνο μου». Η Γερόντισσα την πήρε ιδιαιτέρως στην Εκκλησία και αφού προσευχήθηκε μπροστά στην θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της είπε προφητικά: «Καλά γελούσες μέχρι τώρα γιατί στο μέλλον έχεις να κλάψης πολύ. Καημένη μου, ένα από τα παιδιά σου (ήμασταν τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια και ένα κορίτσι) θα σου το φέρουν από τα καράβια καμμένο». Αυτό έγινε τον Απρίλιο του 1981, μία εβδομάδα πριν το Πάσχα όταν μας έφεραν καμμένο τον αδελφό μου Γιώργο. Και συνέχισε: «Έλα-έλα, μην κλαις. Τώρα που θα πάρης το λεωφορείο και θα φθάσης σπίτι σου θα σε πιάσουν φοβεροί πόνοι στην κοιλιά. Μην φοβηθείς· θα σε βοηθήσει η Παναγία και όλα θα πάνε καλά». Πράγματι όταν έφθασε στο σπίτι του Βρυώνη την έπιασαν ισχυροί πόνοι. Έσπασε η περιτονίτιδα και άμεσα την πήγαν στο νοσοκομείο όπου χειρουργήθηκε επί τρεις ώρες. Τη βοήθησε βέβαια η Παναγία και όλα πήγαν καλά.

Θαυμαστά περιστατικά από τον βίον της Γεροντίσσης Αναστασίας (Γ')

Μαρτυρίαι ιατρού Σπυρίδωνα Χρυσικοπούλου

Ο κύριος Σπυρίδων Χρυσικόπουλος παιδιόθεν εμαθήτευσε παρά τους πόδας της Γεροντίσσης Αναστασίας. Η ευλαβής μήτηρ του τον άφηνε στο μοναστήρι όχι μόνο για να παίζη αλλά και για να μάθη «του Θεού τα πράγματα» από την σοφή Γερόντισσα. Η μνήμη του απετύπωσε στην αγνή παιδική του καρδιά την σεπτή μορφή και την ασκητική πρακτική της Γεροντίσσης. Στην ηλικία των δεκαοκτώ ετών μετέβη στην Ιταλία για σπουδές. Έγινε ιατρός και έλαβε τις ειδικότητες του μικροχειρουργού, ειδικού παθολόγου, ειδικού χειρουργού με ακτίνες laser (λέιζερ) και ψυχοσυνθετιστού. Εσπούδασε εις Ιταλία, Αμερική, Γερμανία κ.ά. και σήμερα εξασκεί την επιστήμη του όχι μόνο στον τόπο διαμονής του την Ιταλία αλλά και σε πολλές χώρες. Με καμάρι επισκέπτεται κατ' έτος την Κέρκυρα και οπωσδήποτε την Μονή της Κυράς. Άξιο τέκνο της πατρίδος του που κατώρθωσε να διαπρέψη στο εξωτερικό, ομολογεί σήμερα πως ό,τι έκαμε στην ζωή του για τον Θεό και τον πάσχοντα συνάνθρωπο, οφείλονται στον Πανάγαθο Θεό και την κραταιά ευχή της Γεροντίσσης Αναστασίας.

Με ιδιαίτερη χαρά ανταπεκρίθη στο αίτημά μας για την σύνταξι κειμένου με μαρτυρίες περί του βίου και της πολιτείας της Γεροντίσσης Αναστασίας. Μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου κατέθεσε τα εξής: 

Η Προσευχή της Γεροντίσσης

«Ο ουρανός Σου με σκεπάζει, τα σύννεφά Σου με ποτίζουν, η γη Σου με τρέφει, ο ήλιος Σου με δυναμώνει Πάτερ μου Παντοκράτορ, Κύριε Σαβαώθ, Κύριε Αδωναΐ. Δόξα Σοι Δημιουργέ μου. Χαρά και αγαλλίασις γεμίζει την ψυχή μου καθώς διακρίνω την απέραντη σοφία Σου και αντικρύζω το τρεμάμενο φως των αστεριών του ουρανού Σου να μου φέγγουν για να δω το πρόσωπο των Αγγελικών Σου Δυνάμεων!». Αυτό ήταν το ψιθύρισμα της Αναστασίας όταν έμπαινε στην Εκκλησία για να προσευχηθή και να επικοινωνήση με τις Αγγελικές Δυνάμεις της Παναγίας της Κυράς, για να ζήτηση χάρες και βοήθεια για τους πιστούς που την επισκέπτονταν με δάκρυα στα μάτια, για να βρουν μια λύση στα προβλήματά τους και στις δύσκολες στιγμές τους....

Η προσφορά της εις το πλήρωμα της Εκκλησίας

Από μικρό παιδί με πήγαινε η μητέρα μου στο μοναστήρι και με άφηνε στις καλόγρηες για να διαβάσω και να καθήσω εκεί τα απογεύματα και η Αναστασία με βοηθούσε να διαβάσω και να μάθω τα μαθήματα μου. Θυμάμαι κάθε Κυριακή μετά το φαγητό γύρω στις τρεις το απόγευμα η χαμοκέλλα του μοναστηριού γέμιζε κόσμο για να ακούσουν την ομιλία της Αναστασίας. Εξηγούσε τον Απόστολο και το Ευαγγέλιο της Κυριακής στους ανθρώπους που δεν είχαν πάει στο σχολείο και γι' αυτό δεν καταλάβαιναν τα νοήματα τους. Με τα δικά της απλά και καθαρά λόγια που έμπαιναν στην ψυχή του καθενός ερμήνευε στην καθομιλουμένη γλώσσα αυτά που ούτε ο καλύτερος καθηγητής Πανεπιστημίου μπορούσε να ερμηνεύση και μεταδώση στις ψυχές των παρευρισκομένων. Τα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου της μετατρέπονταν σε όμορφα, γαλήνια, ιλαρά. Η φωνή της γινόταν απλή, γλυκεία, σωστό αγγελικό τραγούδι και μια ανάλαφρη ευωδιά σαν από μαντζουράνα κατέκλυζε το χώρο και έδιδε χαρά και ηρεμία στο ακροατήριο.

Όλοι έμοιαζαν ευχαριστημένοι και χορτάτοι από κάτι το ουράνιο, το αγγελικό. Γέμιζε η ύπαρξή τους από χαρά και πίστη για το Θεό και τον εαυτό τους γιατί κάθε φορά η Αναστασία τόνιζε ότι ο καθένας πλάστηκε από το Δημιουργό μας και εάν κάποιος το πιστέψει με όλη του την καρδιά, τότε μόνο μπορεί να αισθανθή τη χαρά του Ιησού Χριστού μέσα του. Τότε συνειδητοποιεί ότι τα προβλήματά Του δεν είναι τόσο μεγάλα και αξεπέραστα και ότι σιγά-σιγά και με υπομονή λύνονται προσφέροντας χαρά στον ίδιο και την οικογένειά του.

Κάθε μέρα το μοναστήρι είχε επισκέπτες από όλα τα μέρη της Ελλάδος. Σε κάθε έναν που ζητούσε την προσευχή της, του μιλούσε για ένα δικό της πρόβλημα απολύτως το ίδιο με αυτού και μάλιστα έλεγε ότι πήγε εκεί, πήγε αλλού, πήγε στον τάδε, έκανε αυτό, έκανε το άλλο και ο επισκέπτης άναυδος την άκουγε και μάλιστα στο τέλος της ιστορίας έδινε στον καθένα και την άρση των προβλημάτων του. Για κάθε επισκέπτη είχε μία λύση, μια απάντηση παρηγοριάς. Όποιος την άκουγε νόμιζε ότι ήταν δικηγόρος, γιατρός, καθηγήτρια, δασκάλα κτλ. Όμως η Αναστασία δεν είχε πάει στο σχολείο, δεν είχε βγει έξω από το νησί, δεν επισκέφτηκε την Ευρώπη, την Αμερική, την Αφρική. Ακούγοντας τις ιστορίες της βέβαια νόμιζες ότι είχε πάει σε όλο τον κόσμο, ότι μιλούσε ξένες γλώσσες, ότι ήταν πτυχιούχος....

Όταν οι γυναίκες του χωριού της έλεγαν «Αναστασία, γράψε τα ονόματα των πεθαμένων μας για την θεία Λειτουργία», εκείνη φώναζε την αδελφή Βασιλική και της έλεγε: «Γράψε παιδί μου τα ονόματα και βάλε ένα σταυρό στην άκρη του χαρτιού και γράψε και τα υπέρ υγείας τους που θα σου πω». Δεν ήξερε να γράφη εκείνη που διάβαζε και μετέφραζε τα Αρχαία Ελληνικά! Έμενα προσωπικά με διάβαζε στη Χημεία και μου εξηγούσε τις Βάσεις, τα Οξέα, τα Άλατα με τέλειο τρόπο έτσι ώστε μέχρι σήμερα δεν μπορώ να τα ξεχάσω...

Ο ασκητικός της βίος

Η ζωή της Αναστασίας ήταν πολύ λιτή. Ποτέ δεν έτρωγε κρέας όπως επίσης και άλλα φαγητά μαγειρεμένα με λάδι. Μαγειρεμένο ρύζι έτρωγε μόνο την ήμερα του Πάσχα. Νήστευε ολοχρονίς και έκανε καθημερινώς ενάτη. Έτρωγε πάντοτε χόρτα ζεματισμένα και τα φρούτα δεν τα μάζευε από το δέντρο, μόνο έτρωγε τα πεσμένα. Τα καλά τα φρούτα που ήταν πάνω στα δέντρα έλεγε στις καλόγριες να τα δίνουν στον κόσμο που δεν έχει. Όταν έφερναν οι προσκυνητές διάφορα αγαθά στη Μονή, εκείνη τα χώριζε σε μερίδια και τα έστελνε σε φτωχούς του χωριού γιατί εκείνη την εποχή υπήρχε μεγάλη φτώχεια...

Είχε μόνο ένα παλιό ράσο φτιαγμένο, από πολλά μπαλώματα από παλιά ρούχα που της έδιναν οι χωρικοί. Πάντοτε ήταν ξυπόλητη, ποτέ της δεν έβαλε ούτε παπούτσια, ούτε κάλτσες και με τις μεγαλύτερες παγωνιές. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της ήταν αδρά, το σώμα της ήταν σκελετωμένο. Κοιμόταν στο χώμα και για μαξιλάρι είχε μια πέτρα σε μια γωνιά της αποθήκης. Ποτέ της δεν λουζόταν μα όταν την πλησίαζες μοσχοβολούσε ένα λεπτό άρωμα σαν μαντζουράνα που σου γλύκαινε την ψυχή και σε ηρεμούσε.

Η λύσις της στειρώσεως

Θυμάμαι την περίπτωση μιας γυναίκας ονόματι Αντωνίας που δεν μπορούσε να τεκνοποίηση· οι γιατροί της είχαν αναγνώσει ολική στειρότητα. Ανέβαινε συχνά στο μοναστήρι παρακαλώντας την Παναγία να την βοηθήση. Πήγε παντού, άλλαζε γιατρούς, έφθασε και στο Λονδίνο· μάταια πάσχιζε. Ήταν τότε Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως και η Αντωνία ξαναήλθε στο μοναστήρι από την Ήπειρο όπου κατοικούσε. Η Γερόντισσα την κάλεσε και της είπε με μητρική στοργή: «Μην απελπίζεσαι παιδί μου και θα πάω εγώ να ρωτήσω τους δικούς μου γιατρούς να μου πουν τι μπορούν να κάνουν». Εγώ αμέσως από περιέργεια, έφυγα και πήγα στην Εκκλησία. Μπήκα κρυφά στο Ιερό και κρύφτηκα πίσω από τα άμφια των ιερέων που βρίσκονταν κρεμασμένα στον τοίχο και περίμενα να ακούσω πώς και τι θα ρωτούσε «τους δικούς της γιατρούς», τη στιγμή κατά την οποία μέσα στο ναό βρισκόμασταν μόνο οι δυο μας. Έκλεισε τη θύρα του ναού και προχώρησε προς το τέμπλο. Στάθηκε μπροστά στη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, γονάτισε κάνοντας το σταυρό της και άρχισε την προσευχή της. Ήταν ένα ψιθύρισμα συνεχές που δεν μπόρεσα να κατανοήσω το περιεχόμενο του. Μετά από λίγα λεπτά η Εκκλησία γέμισε φωνές που νόμιζες ότι ήταν σύναξη ανθρώπων εν προσευχή, μα εγώ συνέχισα να μην καταλαβαίνω τίποτε...

Κρυφοκοίταξα την Γερόντισσα και το πρόσωπο της ήταν ολόλαμπρο, πλήρες χαράς και ικανοποιήσεως και τα χείλη της επρόφεραν ασταμάτητα προσευχές. Δάκρυα ευφροσύνης αυλάκωναν το σκαμμένο της, από άσκηση πρόσωπο. Δεν μπόρεσα να δω με ποιους ομιλεί, ούτε τι λέει. Κοιτούσα εκστατικός και το μόνο που θυμάμαι ήταν ένας αόριστος φόβος και να πάλι η γνωστή γλυκιά ευωδία της μαντζουράνας να έχη απλωθεί παντού, να έχη πλημμυρίση τον κατανυκτικό ναό της Παναγίας. Το εξαίσιο θέαμα που είχα μπροστά μου με είχε καθηλώσει και παρακολουθούσα το κάθε τι άναυδος. Δεν μπόρεσα να προσδιορίσω το πόση ώρα πέρασε μέχρι που άκουσα τη φωνή της να μου λέγη: «Βγες έξω, μια μέρα, θα καταλάβης και συ όταν θα εξετάζης τους ασθενείς σου!» Φυσικά δεν κατάλαβα τι εννοούσε τότε η Γερόντισσα· ήμουν μόλις δεκαπεντάχρονος και ούτε είχα σχέδια για το μέλλον μου... Χαρούμενη βγαίνοντας από την Εκκλησία είπε της Αντωνίας: «Και τα δύο θα τα φέρης να τα βαφτίσης εδώ!». Το σκοτεινό και κουρασμένο πρόσωπο της Αντωνίας αμέσως άστραψε από χαρά και ευγνωμοσύνη για την Παναγία και την Γερόντισσα.

Ήταν η δεύτερη Κυριακή του Σεπτέμβρη και έπρεπε την άλλη ήμερα να φύγω για το εξωτερικό όπου θα σπούδαζα ιατρική. Μετά τη λειτουργία μαζί με τη μητέρα μου πήγαμε στο μοναστήρι για να χαιρετίσω την Αναστασία και το μοναστήρι ήταν γεμάτο κόσμο και παιδάκια πολλά. Είχαν την βάπτιση δύο παιδιών. Ήταν τα δίδυμα της Αντωνίας! Η συγκίνηση και η έκπληξή μου ήταν μεγάλες! Μετά το μυστήριο, η Γερόντισσα είπε της Αντωνίας κοιτάζοντας εμένα: «Βλέπεις παιδί μου; Η πίστη και τα δάκρυά σου μεγάλωσαν τα φτερά των φίλων μου, των Αγγέλων της Κυράς, και αυτοί για να σε ευχαριστήσουν σου έκαναν αυτό το δώρο. Πίστευε παιδί μου στο Θεό εξ όλης της ψυχής σου και της ισχύος σου και δόξαζέ Τον καθημερινά. Αγάπησέ τον ολοκληρωτικά και Εκείνος πάντοτε θα σε βοηθή».

Η θεραπεία της δαιμονισμένης αδελφής

Στη συνοδεία της Γερόντισσας υπήρχε κάποια α¬δελφή που υπέφερε από δαιμόνιο. Κάθε φορά που έβλεπε την Γερόντισσα φώναζε, την έφτυνε και την έβριζε. Οι άλλες μοναχές την συγκρατούσαν διότι απειλούσε ότι θα της κάνη μεγάλο κακό. Μα η Γερόντισσα δε την φοβόταν. Προσευχόταν με θέρμη, την πλησίαζε, την σταύρωνε στο κεφάλι και της συμπεριφερόταν με αγάπη. Εκείνη έπεφτε κατάχαμα και κλαίγοντας την παρακαλούσε: «Σώσε με από τη φωτιά που με καίει, κόψε μου τα σχοινιά που με δένουν, βγάλε μου τα καρφιά που με καρφώνουν».

Τότε η Γερόντισσα της έδινε θάρρος και δύναμη λέγοντας της: «Μην φοβάσαι κόρη μου, οι Άγγελοι της Κυράς είναι πιο δυνατοί και σιγά - σιγά θα σε προστατεύσουν, και θα σε ελευθερώσουν. Έλα να προσευχηθούμε μαζί και όλα θα περάσουν. Η χάρις της Παναγίας θα σε λύτρωση από κάθε δαιμονική επήρεια».

Με την αγάπη της Γερόντισσας, την προσευχή και την πίστη της μετά από ενάμισυ χρόνο η αδελφή θεραπεύθηκε εντελώς...
Προειδοποιεί περί της καταστρεπτικής πυρκαγιάς

Ένα αξέχαστο περιστατικό είναι και το ακόλουθο: Ήταν τέλη του Σεπτέμβρη και εκείνη την ημέρα είχα πάει να βοηθήσω τις μοναχές που έκτιζαν. Είχαν πάει από νωρίς ο ψάλτης ο μπάρμπα Ονούφριος Μανέττας με τον Νεκτάριο του Μαρίνου για να χτίσουν ένα άλλο δωμάτιο με προορισμό να γίνη καθιστικό· μέχρι τότε δεν υπήρχε στο μοναστήρι. Εγώ έδινα τα τούβλα και η Γερόντισσα έφτιαχνε την μάλτα ( = χαρμάνι) με τα πόδια της γυμνά.

Ήταν δέκα το πρωί. Ξαφνικά η Γερόντισσα είπε: «Σταματήστε αμέσως, έπιασε φωτιά η εληά του Παπαναστάση. Θα καή όλο το νησί αν δεν την σβήσουμε». Έτρεχε πέρα-δώθε στην αυλή φωνάζοντας τις μοναχές να γεμίσουν τις λάτες (= τενεκέδες) με νερό και τρέχοντας προς την Εκκλησία μας είπε: «προσευχηθήτε και σεις».

Η ίδια γονάτισε μπροστά στο Άγιο Βήμα και άρχισε να προσεύχεται με δάκρυα στα μάτια· κανείς δεν καταλάβαινε τι έλεγε ή τι εννοούσε. Εγώ όμως έντονα θυμάμαι μέχρι τώρα τα εξής: «Με τα φτερά σας σπρώχτε τις προς τον κορμό της και με το νερό τον Ιορδάνη σβήστε όλα τα κλαριά των άλλων που είναι δίπλα της. Ευλογημένο το όνομά Σου Κυρά των Αγγέλων μου!». Και συνέχιζε να εύχεται με θέρμη....

Δεν πέρασαν κανένα μισάωρο με 40 λεπτά και ένα πλήθος κόσμου ερχόντουσαν τρεχάτοι από το πορτόνι προς το κοιμητήριο φωνάζοντας «Καλόγρηες, τρέξτε, καίγεται ο κάμπος. Δώστε μας νερό να σβήσουμε τη φωτιά».

Όμως η Γερόντισσα τους απάντησε ατάραχη: «Μην φοβάστε! Οι στρατιές των Αγγέλων της Κυράς μας έσβησαν όλα τα κλαριά από τις γύρω-γύρω εληές και καίγεται μόνο μία. Να ευχαριστήσουμε την Παναγία μας που μας έσωσε και πάλι!».

Οι άνθρωποι πήραν τις λάτες και έτρεξαν και μαζί τους και μεις για να βοηθήσουμε στην κατάσβεση της φωτιάς. Μόλις φτάσαμε στον τόπο που καιγόταν ο κάμπος, τι να δούμε; Όλες οι διπλανές εληές είχαν τα κλαδιά τους μαύρα και μαραμένα και μόνο μία καιγόταν. Αυτή η εληά καιγόταν σαν κερί που οι φλόγες την αγκάλιαζαν σαν να την προστατεύουν!!!

Όλοι σταυροκοπήθηκαν και δόξασαν την Παναγία μας, την Κυρά των Αγγέλων....

Προετοιμάζει την πανηγύρι. Προβλέπει το κλείσιμο του Καθολικού και την δικαίωσι των μοναζουσών

Ήταν προπαραμονή του Δεκαπενταύγουστου. Εγώ και ο Τσάντος (=Αλέξανδρος) Χρυσικόπουλος που είναι σήμερα καθηγητής Θεολογίας, πήγαμε στο μοναστήρι να βοηθήσουμε τις καλόγρηες για τη γιορτή της Παναγίας και να μας πουν πού θα πηγαίναμε την παραμονή το μεσημέρι να ζητήσουμε λουλούδια για τα βάζα της Εκκλησίας και τον Επιτάφιο. Ήταν περίπου 4 το απόγευμα και μόλις φθάσαμε μας αγκάλιασε και τους δύο και έδωσε εντολή στην αδελφή Νίκη να φέρη σύκα και κρύο νερό από το πηγάδι. Η Γερόντισσα μαδούσε κλωνάρια δάφνης τα οποία θα σκορπούσε μέσα στην Εκκλησία και σε όλη την αυλή της Μονής και την είσοδο. Ήταν πολύ στενοχωρημένη και μουρμούριζε συνεχώς: «Εσείς που αινείτε, Εσείς που ψάλλετε το Αλληλούια, Εσείς που με τις στρατιές Σας δοξολογείτε τον Κύριο και την Κυρά μου, Εσείς να κρατάτε τα καντήλια της αναμμένα, τα λουλούδια της φρέσκα και τα φύλλα της δάφνης της πράσινα και μυρωδάτα». Και συνεχώς μουρμούριζε το ίδιο και ξανά πάλι και δάκρυζε πικραμένη. Όταν έφθασε η αδελφή Νίκη με τα κεράσματα είπε στη Γερόντισσα: «Γιατί κάνεις έτσι Γερόντισσα εδώ και μια εβδομάδα; για ποια ξηρασία και ποιο σκοτάδι μιλάς; σε ποιους απευθύνεσαι; γιατί κλαις διαρκώς;».

Η Γερόντισσα σήκωσε το βλέμμα της και της είπε ατάραχη: «Εσείς να ετοιμάσετε όλα τα πράγματα και να τα βάλετε στη θέση τους διότι θα έλθη πολύς κόσμος και δεν θα μπορέσετε να τον εξυπηρετήσετε όλον». Άφησε τα δαφνόφυλλα κατάχαμα και πηγαίνοντας προς το ναό είπε: «Δώστε μας τη δύναμη να αποδεχδούμε το θέλημά Σας και να εκτελέσουμε τη διαταγή Σας. Προστατέψτε τις από την αδυναμία και τη στενοχώρια. Σε όλη την περίοδο του σκότους να φέγγετε τον οίκο της Κυράς μου». Αμέσως μπήκε στην Εκκλησία, κλείνοντας πίσω της την πόρτα.

Την άλλη μέρα το απόγευμα ο κόσμος ήταν πάρα πολύς. Η Εκκλησία ήταν γεμάτη όπως και η αυλή της Μονής. Στη λιτανεία του Επιταφίου της Παναγίας ο κόσμος ήταν μέχρι τις εληές του Τζουρούνη. Ένα ανεξήγητα μεγάλο πλήθος παρέμεινε στην παννυχίδα και ανήμερα της εορτής τα πάντα ήταν γεμάτα από κόσμο. Σε όλους η Γερόντισσα μοίρασε άρτους και σπερνά (=κόλλυβα) της Παναγίας.

Έδωσε την ευχή της και είπε σ' όλους ένα καλό λόγο. Ήταν κατάκοπη και εξασθενημένη και δεν έκανε την καθιερωμένη ομιλία. Μόλις τελείωσε ο εσπερινός βγήκε και στάθηκε στο πεζούλι της αποθήκης και μοίραζε άρτους για να ευχαριστήση όλον τον κόσμο. Όταν άδειασε η Εκκλησία οι επίτροποι έκλεισαν τις πόρτες και χωρίς να σβήσουν ούτε τα καντήλια ούτε να παραδώσουν τα κλειδιά στις καλόγρηες όπως έκαναν πάντα, έφυγαν σαν τους κλέφτες. Μήνυσαν μάλιστα στη Γερόντισσα με την Αγγέλω του Νταματούλη ότι τα κλειδιά της Εκκλησίας θα τα κρατάνε αυτοί από δω και στο εξής και ότι τα έσοδα θα πρέπει να τους παραδίδονται γιατί η Εκκλησία της Μονής ανήκει στην ενορία της Παναγίας.

Σαν άκουσαν το νέο οι καλόγρηες ταράχτηκαν, όμως η Γερόντισσα τους είπε: «Μην στενοχωριέστε παιδιά μου· όλα θα διορθωθούν. Οι Άγγελοι της Κυράς μου θα την εξυπηρετούν όλες τις μέρες που δε θα μπαίνουμε στο σπίτι της!».

Ήταν περασμένα μεσάνυκτα όταν έφυγε και ο τελευταίος προσκυνητής. Οι καλόγρηες αποσύρθηκαν και η Γερόντισσα με το κομποσκοινάκι της στο χέρι, επιδόθηκε στην αγαπημένη της εργασία, την προσευχή…

Πέρασαν 40 ήμερες αγωνίας και μαρτυρίου για την Γερόντισσα. Πήγε και στον Δεσπότη, μα τίποτε δεν έπραξε. Οι επίτροποι απαιτούσαν απειλητικά τα έσοδα της Μονής. Φθονούσαν τον κόπο της Γερόντισσας και ζητούσαν να σταματήσουν τα έργα της Μονής. Αγνοούσαν ότι η πάμφτωχη Γερόντισσα τις οικονομίες της τις έβαζε για τη συντήρηση της Μονής και τα υπόλοιπα τα μοίραζε σε φτωχούς οικογενειάρχες και πλήθος αναγκεμένων. Η Γερόντισσα βέβαια δεν το έβαζε κάτω. Καθημερινά πήγαινε στην πόρτα της Εκκλησίας και προσευχόταν. Μετά έλεγε γελαστή στις καλόγρηες: «Έβαλαν καθαρό νερό στα βάζα και γέμισαν τα καντήλια με λάδι. Η Κυρά μας είναι φωτισμένη και καθαρή!». Με τα δάχτυλα της χάιδευε την πόρτα και με ένα παράξενο μουρμούρισμα και ακαταλαβίστικο για τους άλλους την έβλεπες συνέχεια έξω από την πόρτα της Εκκλησίας να μιλάη μόνη της. Νερό δεν έβαζε στα χείλη της, τόση εγκράτεια έκανε· και παρόλη την κακοπάθειά της όλους τους καλοδεχόταν και τους βοηθούσε.

Ύστερα από 40 και πλέον ήμερες, ήλθε ένα πρωί κάποιος επίτροπος να ανοίξη την Εκκλησία. Έτυχε τότε στο μοναστήρι να βρίσκονται καμμιά δεκαριά προσκυνητές. Μόλις άνοιξε την πόρτα ένα άρωμα αποπνικτικό από δάφνη φρεσκοκομένη και μαντζουράνα πλημμύρισαν την Εκκλησία και την αυλή της Μονής. Τα καντήλια ήταν αναμμένα και τα λουλούδια στα βάζα ολόφρεσκα! Όλοι γονάτισαν και πήραν μαζί τους δαφνόφυλλα από το πάτωμα για φυλακτό. Η Γερόντισσα δακρυσμένη, με πρόσωπο ολόλαμπρο από τη χαρά σταυροκοπήθηκε και φώναξε ενώπιον όλων: «Κυρά των Αγγέλων, συγχώρεσε όλους τους αδύναμους ανθρώπους και δυνάμωσε την πίστη τους».

Τελειώνοντας αυτά τα φτωχά λόγια για τη μνήμη της αγαπημένης μου πνευματικής μητέρας, θα σας πω και το εξής:

Μετά την κοίμηση της πολλοί συνάδελφοι μου γιατροί, φίλοι μου, δικηγόροι, πολιτικοί και άλλοι από διάφορα μέρη της γης πέρασαν από το μοναστήρι για να επισκεφτούν τον τάφο της Γερόντισσας και να πάρουν τρία χαλικάκια υποσχόμενοι ότι θα τα επιστρέψουν όταν πραγματοποιηθούν τα αιτήματα τους. Η πραγματοποίηση των αιτημάτων τους είναι βέβαιη. Η πεποίθηση μου είναι ότι η Γερόντισσα παρακαλεί γονατιστή την Κυρά των Αγγέλων για όλα της τα πνευματικά παιδιά...

Ἀπολυτίκιο
ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐν ἀσκήσει τελεία, τόν σόν βίον διήνυσας, ὤ Ἀναστασία ὁσία, τήν ἐγκράτεια στέρξασα, ἐλαίου μή γευθεῖσα παντελῶς, καί ράκη ἐνδυθείσα εὐτελή, ἀνυπόδητος ὡσαύτος διά παντός, τοῦ βίου διαμείνασα. Χαῖροις τῆς ταπεινώσεως κανών, χαῖροις καλῶν διδάσκαλε, χαῖροις ἡ ἐν Κερκύρα τήν Μονήν, Κυράς ἐπανιδρύσασα.

Πηγή: Ιερομονάχου Δημητρίου Καββαδία, Βίος και Πολιτεία της Ασκήτριας Αναστασίας της Ιεράς Μονής "Κυρά των Αγγέλων" Κερκύρας, 1910-1979, Εκδόσεις
"Ορθόδοξος Κυψέλης".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου