Όσιος Αχιλλάς ο Ερημίτης. Ημέρα Μνήμης: 17 Ιανουαρίου.
Ὅπλοις Ἀχιλλεὺς τὰς κάτω πορθεῖ πόλεις,
Πόνοις Ἀχιλλᾶς τὴν ἄνω πλουτεῖ πόλιν.
Ο Όσιος Αχιλλάς ήταν αναχωρητής της ερήμου τον 5ο αιώνα μ.Χ. Έζησε οσίως στην Αίγυπτο και κοιμήθηκε με ειρήνη.
Γράφει γι' αυτόν ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «Περί του Οσίου τούτου Aχιλλά γράφει ο Ευεργετινός (σελ. 393), ότι επήγε μίαν φοράν εις τον Aββάν Ησαΐαν, και ευρήκεν αυτόν οπού έτρωγεν, έχων εις το τζανάκιον άλας μόνον και νερόν. O δε Hσαΐας ιδών τον Aχιλλάν, έκρυψε το τζανάκι οπίσω από το ζιμπίλι οπού έπλεκε, διά να μη σκανδαλίση αυτόν. O δε Aχιλλάς βλέπων αυτόν τρώγοντα, και μη έχοντα έμπροσθέν του κανένα φαγητόν, ερώτησεν αυτόν τι έτρωγεν. O δε Hσαΐας απεκρίθη. Συγχώρησόν μοι Aββά, ότι έκοπτον θαλλία φοινίκων εις το καύμα. Όθεν έβαλον εις το στόμα μου ψωμί ξηρόν, και δεν εκατέβαινε. Με το να εξηράνθη από το καύμα ο φάρυγγάς μου, διά τούτο αναγκάσθην να βάλω νερόν και άλας, ίνα βρέξω εις αυτά το ψωμί μου, και δυνηθώ να το φάγω. Τότε λέγει ο Aββάς Αχιλλάς. Eλάτε να ιδήτε ω Πατέρες της Σκήτεως, τον Hσαΐαν, οπού τρώγει ψωμί, ευρισκόμενος εις Σκήτιν. Eίτα λέγει προς αυτόν. Eάν θέλης να τρώγης ψωμί, πήγαινε εις την Aίγυπτον. Ιδού ποίαν εγκράτειαν είχον τότε εις τας Σκήτας.
Εις τούτον τον Aββάν Aχιλλάν επήγε μίαν φοράν ένας γέρων, και βλέπει αυτόν, οπού έρριψεν από το στόμα του αίμα. Και ερώτησεν αυτόν. Τι είναι τούτο; O δε απεκρίθη. Αυτό το αίμα είναι λόγος σκληρός ενός αδελφού, οπού με ελύπησε. Και εγώ αγωνίσθηκα να μη φανερώσω εις κανένα τον λόγον αυτόν, παρακαλέσας τον Θεόν να σηκωθή η ενθύμησίς του από λόγου μου. Όθεν ο λόγος εκείνος έγινεν αίμα εις το στόμα μου. Και τώρα πτύσας αυτόν, ανεπαύθηκα, αλησμονήσας την λύπην (αυτόθι, σελ. 169)».
Ὅπλοις Ἀχιλλεὺς τὰς κάτω πορθεῖ πόλεις,
Πόνοις Ἀχιλλᾶς τὴν ἄνω πλουτεῖ πόλιν.
Ο Όσιος Αχιλλάς ήταν αναχωρητής της ερήμου τον 5ο αιώνα μ.Χ. Έζησε οσίως στην Αίγυπτο και κοιμήθηκε με ειρήνη.
Γράφει γι' αυτόν ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «Περί του Οσίου τούτου Aχιλλά γράφει ο Ευεργετινός (σελ. 393), ότι επήγε μίαν φοράν εις τον Aββάν Ησαΐαν, και ευρήκεν αυτόν οπού έτρωγεν, έχων εις το τζανάκιον άλας μόνον και νερόν. O δε Hσαΐας ιδών τον Aχιλλάν, έκρυψε το τζανάκι οπίσω από το ζιμπίλι οπού έπλεκε, διά να μη σκανδαλίση αυτόν. O δε Aχιλλάς βλέπων αυτόν τρώγοντα, και μη έχοντα έμπροσθέν του κανένα φαγητόν, ερώτησεν αυτόν τι έτρωγεν. O δε Hσαΐας απεκρίθη. Συγχώρησόν μοι Aββά, ότι έκοπτον θαλλία φοινίκων εις το καύμα. Όθεν έβαλον εις το στόμα μου ψωμί ξηρόν, και δεν εκατέβαινε. Με το να εξηράνθη από το καύμα ο φάρυγγάς μου, διά τούτο αναγκάσθην να βάλω νερόν και άλας, ίνα βρέξω εις αυτά το ψωμί μου, και δυνηθώ να το φάγω. Τότε λέγει ο Aββάς Αχιλλάς. Eλάτε να ιδήτε ω Πατέρες της Σκήτεως, τον Hσαΐαν, οπού τρώγει ψωμί, ευρισκόμενος εις Σκήτιν. Eίτα λέγει προς αυτόν. Eάν θέλης να τρώγης ψωμί, πήγαινε εις την Aίγυπτον. Ιδού ποίαν εγκράτειαν είχον τότε εις τας Σκήτας.
Εις τούτον τον Aββάν Aχιλλάν επήγε μίαν φοράν ένας γέρων, και βλέπει αυτόν, οπού έρριψεν από το στόμα του αίμα. Και ερώτησεν αυτόν. Τι είναι τούτο; O δε απεκρίθη. Αυτό το αίμα είναι λόγος σκληρός ενός αδελφού, οπού με ελύπησε. Και εγώ αγωνίσθηκα να μη φανερώσω εις κανένα τον λόγον αυτόν, παρακαλέσας τον Θεόν να σηκωθή η ενθύμησίς του από λόγου μου. Όθεν ο λόγος εκείνος έγινεν αίμα εις το στόμα μου. Και τώρα πτύσας αυτόν, ανεπαύθηκα, αλησμονήσας την λύπην (αυτόθι, σελ. 169)».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου