Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2019

Διωγμός & αγώνες των Ορθοδόξων στην Αλβανία υπό το αθεϊστικό καθεστώς.

Διωγμός & αγώνες των Ορθοδόξων στην Αλβανία υπό το αθεϊστικό καθεστώς.


Μετά την αποχώρηση των Γερμανών (Νοέμβριος 1944), στην Αλβανία επιβλήθηκε πλήρως το κομμουνιστικό καθεστώς και άρχισε ο διωγμός της θρησκείας. Στα 23 πρώτα χρόνια είχε την κλασική μορφή, γνωστή ήδη στη Ρωσία και στα Βαλκάνια. Στις 25.12.1948 υποχρεώθηκε σε απομάκρυνση ο αρχιεπίσκοπος Χριστόφορος και νέος αρχιεπίσκοπος τοποθετήθηκε ο Παϊσιος Βονδίτσα, μέχρι τότε επίσκοπος Κορυτσάς, εκ χηρείας. Επετράπη ακόμη να συγκληθεί στα Τίρανα (5 - 10.2.1950) Κληρικολαϊκή Συνέλευση της Ορθοδόξου Εκκλησίας για να ψηφισθεί νέος Καταστατικός Χάρτης –ο οποίος μάλιστα σε αρκετά σημεία βελτίωσε το Καταστατικό του 1929.

Την Ιεραρχία της Εκκλησίας, μετά το 1952, απετέλεσαν ο αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας Παϊσιος, οι επίσκοποι Αργυροκάστρου Δαμιανός (Kοκονέσι), Κοριτσάς Φιλόθεος (Ντούνι), Βερατίου Κύριλλος (Νασλάζι) και ο βοηθός επίσκοπος Σωφρόνιος (Μπορόβα). Ο κανονικός αρχιεπίσκοπος Χριστόφορος ετέθη σε κατ’ οίκον περιορισμό και στις 19.6.1958 βρέθηκε νεκρός, κατά την επίσημη εκδοχή από καρδιακή προσβολή. Τον Μάρτιο 1966 απεβίωσε ο Παϊσιος και στον αρχιεπισκοπικό θρόνο ανήλθε τον Απρίλιο ο Δαμιανός (Κοκονέσι). Η προσπάθεια γελοιοποιήσεως της θρησκείας και των εκπροσώπων της εντάθηκε· το ίδιο και η καταπίεση με εξορίες, φυλακίσεις και θανατώσεις πιστών ιερέων και λαϊκών.


Οι αλβανοί ορθόδοξοι, οι εγκαταστημένοι στην Αμερική, ήσαν χωρισμένοι σε δυο ομάδες. Η μία υπό τον Θεοφάνη Νόλι και στη συνέχεια τον επίσκοπο Στεφάν Λάσκο διατηρούσε δεσμό με την Εκκλησία της Αλβανίας· η άλλη υπό τον επίσκοπο Λεύκης Μάρκο Λίππα υπήγετο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Μετά τον θάνατο του Νόλι (Μάρτιος 1965) έγινε η προσπάθεια συμφιλιώσεως των δυο μερίδων (1966 - 1967) χωρίς αίσιο αποτέλεσμα. Στις 4.4.1967 δόθηκε το σύνθημα ολοκληρωτικού διωγμού. Με διάταγμα που δημοσιεύθηκε στις 22.11.1967 η Αλβανία ανακηρύχθηκε επισήμως το πρώτο και μοναδικό άθεο κράτος στον κόσμο και στην Ιστορία, στο οποίο απαγορεύθηκε συνταγματικά κάθε θρησκευτική έκφραση.

Η Ιστορία της Επαναλειτουργίας της Ορθοδοξου Εκκλησίας της Αλβανίας

Μπαμπούλλας Σωτήριος
πρώτος πρόεδρος της εκκλησίας της Αλβανίας

Ο Σωτήριος Μπαμπούλλας κατάγεται από την Μπομποστίτσα Κορυτσάς. Γεννήθηκε στις 14 Μαρτίου 1930. Ξεκίνησε πρώτος και δημιούργησε τους πυρήνες και έπειτα μια προεδρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αλβανίας με κέντρο την Κορυτσά. Έτσι δημιουργήθηκε και η πρώτη στοιχειώδης οργάνωση, ώστε όταν ήρθε ξανά ορθόδοξος αρχιεπίσκοπος στην Αλβανία (ο Αναστάσιος) να βρει κάτι. Κατά την προσπάθεια αυτή έζησε θαύματα και οράματα. Σήμερα (2011) είναι 81 ετών και ζει στο χωριό του.

Μέρος Α΄

Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας κατά την δικτατορία

Ορθόδοξη Κοριτσά

Ο κομμουνισμός στην Αλβανία ήταν η πιο άγρια μορφή αθεϊσμού στο κόσμο. Αυτός κατέστρεψε τους ναούς από τα θεμέλια. Ο δικτάτορας Ενβέρ Χότζα χτύπησε την Ορθοδοξία για πρώτη φορά καταστρέφοντας την εκκλησία του Αγίου Βλασίου στο Δυρράχιο. Καταστρέφοντας τους ναούς εκατοντάδων ετών, τις εικονογραφίες, το εικονοστάσιο, τους άμβωνες, τα προσκυνητάρια και τα ιερά σκεύη, κατέστρεψε ένα πολιτισμό μοναδικό στον κόσμο, όταν αυτοί οι ναοί που έχουν απομείνει κάνουν ξένους και ντόπιους επισκέπτες να απορούν. Μετέτρεψε τους ναούς σε στάβλους ζώων, οίκους ανοχής, αποθήκες και στρατόπεδα. Εκατοντάδες πιστοί φυλακίστηκαν και εκτελέστηκαν.

Οι ορθόδοξοι δεν παραδόθηκαν, αυτοί γιόρταζαν τις εορτές (φυσικά κρυφά). Τις νύχτες έρχονταν στα απομεινάρια, ερείπια των ναών, προσεύχονταν και άναβαν κεριά. Μέσω του ραδιοφώνου άκουγαν την τέλεση της Θείας Λειτουργίας στην Ελλάδα, μάθαιναν τις ημέρες των εορτών, του Πάσχα κ.λ.π.

Δεν μπορούν να γραφούν με πένα τα βάσανα και οι δυσκολίες, και κανένας νέος δεν μπορεί να φανταστεί ή να σκεφτεί, μόνο η γενιά που τα έζησε.

Ο δικτάτορας οργάνωσε ένα ολόκληρο δίκτυο κατάσκοπων (ένας στους τρεις κατάσκοπος).

Η οικογένειά μου στην Μπομποστίτσα

Εγώ ο συγγραφέας αυτού του έργου είμαι από την Μπομποστίτσα νομού Κορυτσάς. Ο πατέρας μου ο Θεμιστοκλής ήταν επίτροπος και ψάλτης του χωριού Μπομποστίτσα. Αυτό το χωριό είχε 15 ναούς, από αυτούς οι 9 καταστράφηκαν κατά την τουρκοκρατία. Ενώ 6 από αυτούς ήταν παρά πολύ παλαιοί, 13-16 αι., και είχαν κηρυχτεί ως μνημεία πολιτισμού. Ο Κλίτη Καλλαμάτα αφαίρεσε από τα 4 μνημεία την ενδεικτική πινακίδα και άφησε μόνο δύο.

Την ίδια τύχη είχαν χιλιάδες ναοί και μοναστήρια στην Αλβανία.

Ο Θεός ήταν πάντοτε δίπλα στους πιστούς και με οράματα τους προστάτευε και τους καθοδηγούσε. Εγώ πήγαινα νύχτα στον Προφήτη Ηλία, κοιμόμουν και πολύ νωρίς το πρωί γυρνούσα στην οικογένειά μου γιατί φοβόμουν μη με δουν και με διώξουν από την δουλειά διότι ήμουν δάσκαλος.

Κατά την δικτατορία έγραφα τραγωδίες και θεατρικά έργα, τα οποία γίνονταν παραστάσεις στο χωριό και στα χωριά που ήταν η διοίκηση των αγροτικών συνεταιρισμών. Σε κάθε έργο προσπαθούσα έμμεσα να προβάλω τον Θεό ως Σωτήρα. Σε μια φράση από μία τραγωδία στην οποία έδειχνα την στιγμή που οι φασίστες γερμανοί επιτίθονταν στο χωριό, οι μονάδες του χωριού τους έστησαν καρτέρι, μία μάνα ανάβει το καντήλι και φωνάζει κάνοντας το σταυρό της: «Θεέ μου σώσε τους, Θεέ μου σώσε τους». Είχα και αρκετά οράματα (πραγματικές παραστάσεις ή στο όνειρο με τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, την Παναγία μας, τον Προφήτη Ηλία κ.ά.). Τα οράματα θα τα καταγράψω μετά την συγγραφή της ιστορίας για το πώς άνοιξαν οι εκκλησίες.

Μέρος Β΄

Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας και η Ανάστασή της

Η Ορθόδοξη Εκκλησία.

Η Ορθοδοξία της Κορυτσάς ήταν η πιο καταδιωγμένη. Το έτος 1980 ο κόσμος βγήκε στα ανοιχτά, χωρίς να λογαριάσουν τι θα τους συνέβαινε. Τις Κυριακές και τις μεγάλες εορτές, όπως και τις μέρες που γίνονταν πανηγύρια, πήγαιναν στα ερείπια των εκκλησιών. Πολύ ξύλο από την αστυνομία έφαγε η νεολαία της Κορυτσάς που πήγαινε ν’ ανάψει τα κεριά στο ναό της Παναγίας και της Αγίας Παρασκευής.

Ερχόταν η στιγμή του θανάτου της δικτατορίας και έμοιαζε μ’ ένα αγριογούρουνο που όταν πληγώνεται ορμά για να σκοτώσει.

Το άνοιγμα της πρώτης εκκλησίας της Αλβανίας.

Στις 13 Αυγούστου 1990 σε όραμα μου εμφανίστηκε η Παναγία και μου ανέθεσε να φτιάξω την σκεπή του ναού της και να καθαρίσω την κοπριά που είχαν κάνει τα κατσίκια, γιατί ο συνεταιρισμός τον είχε μετατρέψει σε στάβλο.

Να χτυπήσω της καμπάνες και να περιμένω τον κόσμο στις 15 Αυγούστου που ήταν και το πανηγύρι.

Μου παρήγγειλε: «Μη φοβάσαι, ήρθε η μέρα Κυρίου».

Την επόμενη ειδοποίησα τον φίλο μου Γιοβάν Γιότσο, του είπα για το όραμα. Αυτός χάρηκε, πήραμε και μια σκάλα και εγώ ανέβηκα, επιδιόρθωσα την σκεπή που είχε χαλάσει.

Οι συγχωριανοί μου και άλλα μέλη του συνεταιρισμού με κορόιδευαν, ξεκίνησαν να φωνάζουν πως ο Σωτήρ Μπαμπούλλη τρελάθηκε, εγώ συνέχισα την δουλειά.

14 Αυγούστου 1990.

Την επομένη ήρθαν πολλοί νέοι πρώην μαθητές μου, Φρέντι (Δημοσθένη) Νίτσο, Θωμά Γκρέτσο, Κότσο Τζότζη και μία πιστή γυναίκα Βασιλική Ναπολόνη και ο Θωμά Τάσιος. Οι νέοι έβγαλαν την κοπριά και ο Θωμάς έβαψε με βούρτσα, κάλυψε τις μουντζούρες από κάρβουνο στους τοίχους.

Φτιάξαμε καντήλια από κουτιά σάλτσας τον 5 λεκ τότε, έτσι το μετατρέψαμε σε αληθινή εκκλησία. Χτυπήσαμε την καμπάνα που πήραμε από το λόχο των γυναικών, η καμπάνα σήμανε το θάνατο της δικτατορίας και την ανάσταση του Ιησού Χριστού.

Το θαύμα στις 14 του μηνός, καθώς ξημέρωνε 15, που ήταν και η μέρα της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου».

Στο τοίχο που κάποτε ήταν το Ιερό, που είχε καταστραφεί από το στρατό όταν η εκκλησία ήταν στρατιωτική μονάδα, μια και δεν είχε εικόνες και ούτε κάποιο χώρο να ρίξουν τα χρήματα, οι πιστοί τα τοποθετούσαν στο κατακόρυφο τοίχο του ιερού και αυτά στέκονταν λες και ήταν μαγνήτης (τα κέρματα τότε ήταν αλουμινίου).
Από τις 6 το απόγευμα έως τις 6 το πρωί της 15ης. Εκείνο το βράδυ το ξημερώσαμε εκεί, εγώ, ο Γιοβάν Γιότσο, ο Θωμά Γκρέτσο, ο Φρέντι Νίτσο και ο εγγονός μου Θεμιστοκλής Μπαμπούλλας 10 ετών. Ξαπλώσαμε στο τσιμέντο και δεν νοιώσαμε κρύο.

Ξημερώνοντας της Παναγίας ο λόφος ολόκληρος είχε γεμίσει με νέους που το ξημέρωσαν με τραγούδια και μουσική.

15 Αύγουστος 1990

Το πρωί πήγαμε με τον Γιοβάν Γιότσο να πιούμε από ένα ποτήρι κρασί ως σύμβολο της Θείας Κοινωνίας [σημείωση: δεν είχαν ιερέα]. Στις 8 η ώρα ήρθαν 3 γραμματείς του κόμματος από το χωριό, που είχαν διαταχθεί από Επιτροπή Κόμματος Κορυτσάς για να σταματήσουν την γιορτή της Παναγίας. Εγώ τους αντιμετώπισα και έφυγαν ηττημένοι. Δεκάδες και δεκάδες πιστοί από το χωριό και την πόλη γιορτάσανε με χαρά αυτή την ημέρα κηρύσσοντας έτσι για την σημασία αυτής της μέρας. Για την συγκέντρωση των χρημάτων ορίστηκε ένας μαθητής μου, ο Αριστοτέλης Τάσιος. Εκείνη την ημέρα συγκεντρώθηκαν 14.000 λεκ (παλαιά).

Οι κατάσκοποι του χωριού με το τηλέφωνο του συνεταιρισμού έδιναν πληροφορίες στην Επιτροπή του Κόμματος, στις Μυστικές Υπηρεσίες για το πώς πήγε ο εορτασμός της ημέρας και η συμμετοχή από την πόλη και το χωριό. Το βράδυ της 15ης και ώρα 8 είχε γίνει επείγουσα συνέλευση της Επιτροπής του Κόμματος για την επαναλειτουργία της εκκλησίας στην Μπομποστίτσα. Έστειλαν Γραμματείς του Κόμματος του ενωμένου συνεταιρισμού Δρένοβο για να κηρύξουν εμένα ως οργανωτή.

Ο γραμματέας του Κόμματος στο Δρένοβο μάζεψε το συμβούλιο του χωριού, τους 3 γραμματείς του κόμματος (ανάλογα με τις μονάδες εργασίας είχε και ένα γραμματέα), η ώρα 8 ο αγγελιοφόρος του χωριού Κόλη Τζούνγκα με φωνάζει να παρουσιαστώ στα γραφεία του συμβούλιο του χωριού άμεσα.
Πήγα και τους χαιρέτησα: «Καλησπέρα». Ο Γραμματέας του Κόμματος Δρενόβου μου λέει: «κάθισε» και συνέχισε: «Έχεις στενοχωρήσει το κόμμα μ΄ αυτές τις αναποδιές που κάνεις, τους υιούς σου θα τους διώξουμε από την δουλεία τους, ενώ εσένα σε περιμένει η φυλακή, ένα πράγμα να ξέρεις πως πάνω απ’ όλα είναι το κόμμα».

Εγώ απάντησα: «Όταν γεννήθηκα εγώ δεν υπήρχε το κόμμα και στην καρδιά μου έχει πιάσει τόπο ο Θεός».

Οι γραμματείς του κόμματος ούρλιαζαν ως λυσσασμένα σκυλιά, αλλά αυτούς τους νίκησε ο Κύριος. Ζητούσαν τα μαζεμένα χρήματα, οι νέοι που με στήριζαν φώναζαν: «Τα λεφτά τα έχουμε εμείς». Αυτοί έμειναν αποσβολωμένοι, εγώ σηκώθηκα και απομακρύνθηκα, απ’ έξω οι νέοι μ΄ αγκάλιαζαν και μ’ έλεγαν: «Μπράβο, μπράβο».

Από εκείνη την ημέρα είχα οράματα και ο Θεός μου αποκάλυπτε τι θα έκανα κάθε ημέρα για το άνοιγμα της εκκλησία. Η σύζυγος μου βλέπει ένα όνειρο πως κρατούσα μια σημαία με ένα πύρινο σταυρό και περπατώντας μ’ ακολουθούσαν χιλιάδες άνθρωποι. Το όνειρο αυτό της συζύγου μου Αρχοντίας μ’ ενίσχυσε ακόμη περισσότερο στην πίστη. Από εκείνη την ημέρα δεν μ’ ενδιέφερε πια η ζωή μου, απλώς ν’ άνοιγαν οι εκκλησίες. [φυσικά οι ορθόδοξοι είμαστε επιφυλακτικοί στα οράματα, γιατί υπάρχουν & παγίδες. Στις συνθήκες όμως εκείνες, όπου ούτε εξομολόγος υπήρχε ούτε τίποτα, ήταν πιο φυσικό ο Θεός να καθοδηγεί άμεσα τις εξελίξεις. Γενικά, από την κατάληξη αξιολογείται μια τέτοια πνευματική κατάσταση.]

Μέρος Γ'

16 Αυγούστου στην οικογένεια Τσίτσο.

Στις 16 Αυγούστου πήγα στην Κορυτσά στην οικογένεια της Μαρίκα και Δήμητρα Τσίτσο μαζί με το Γιοβάν Γιότσο. Αυτές μας περίμεναν σαν αδέρφια. Διηγήθηκα σ’ αυτές πως στην Μπομποστίτσα χτύπησε η πρώτη καμπάνα και εορτάστηκε με μεγαλοπρέπεια ο 15 Αύγουστος. Η Μαρίκα και η Δήμητρα με μια φωνή είπαν: «Συγχαρητήρια! Δόξα στο Θεό που φθάσαμε ετούτη την ημέρα».
Η Δήμητρα κερνώντας μας μου είπε: «Εσένα θα σ’ έχουμε διοικητή [σημ.: εννοεί, προφανώς, επικεφαλής του αγώνα]». Εγώ απάντησα: «Ας είναι αυτό το σπίτι του Στεφάνου». Η πρώτη πόρτα που μας άνοιξε στην Κορυτσά ήταν εκεί που έμεναν οι αδερφές Τσίτσο. Ξεκινήσαμε να μαζεύουμε πιστούς. Συνάντησα τους φίλους μου από το γυμνάσιο στην Κορυτσά, φοβούνταν και δεν με πλησιάζανε. Οι πρώτοι οι οποίοι ήρθαν κοντά ήταν οι οικογένεια του Γαβριήλ Πρίφτη και η σύζυγός του Μαρία, με τα αγόρια τους Νικόλα και Δημήτρη.

Μάθαμε πως στο μεταλλουργείο δούλευε ένα παιδί που έφτιαχνε σταυρουδάκια από μέταλλο, αυτός ήταν ο Ιωάννης Τρεμπίτσκα. Οι υιοί του Γαβριήλ γνώριζαν το σπίτι του. Πήγαμε δυο φορές στο σπίτι του, βγήκε η μητέρα του Γιάννη, μια καλή κυρία, σεβαστή και αγαπητή, η οποία μας κάλεσε να καθίσουμε μέσα, αυτή μας είπε: «Ελάτε μέσα γιατί σε μια ώρα σχολάει από την δουλειά». Εμείς απαντήσαμε: «Θα έρθουμε πάλι».

Καθώς περπατούσαμε στην πόλη προσπαθούσαμε να ψαρέψουμε κόσμο ώστε να φέρουμε κοντά μας όσο το δυνατόν περισσότερους πιστούς. Μετά από δυο ώρες συναντηθήκαμε με τον Ιωάννη Τρεμπίτσκα, μιλήσαμε γύρω από την επαναλειτουργία των εκκλησιών, εγώ του είπα: «Μάθαμε πως κάνεις μεταλλικούς σταυρούς και τους μοιράζεις», «Ναι» απάντησε. Εγώ του είπα: «Θέλεις να γίνεις ιερέας?». Αυτός απάντησε: «Με μεγάλη μου χαρά».

Από εκείνη την ημέρα ήρθε κοντά μας εκεί που κάναμε τις συναντήσεις.

Οι αδελφές Τσίτσο είχαν φίλες τις Μπέρτα Τζοκατζί, Βιολέτα Ζιλετζή, Λέτα Μίτε, Μέρι Μίτε, Παυλίνα Πρίφτη, Παυλίνα Ναπόυτσε, Αφρούλα Σόλλα, Λιλιάνα Σόλλα.

Στη οικογένεια αυτή ερχόταν και ο παπά Κοσμά Κύριο από την Μπεστρόβα της Αυλώνας.

Εμείς χρειαζόμασταν έναν ιερέα από Κορυτσά όταν θα ερχόταν η ώρα ν’ ανοίξουμε τις εκκλησίες. Στην Κορυτσά είχαν απομείνει δύο ναοί, αυτός της Μητροπόλεως, που ήταν το μεσαιωνικό μουσείο, και του Προφήτη Ηλία, όπου ο μισός ναός ήταν τηλεφωνικό κέντρο και ο άλλος μισός καφενείο.

Ο Άγιος Γεώργιος, η πιο ωραία εκκλησία στην Κορυτσά, είχε γίνει βιβλιοθήκη. Ο ναός της Παναγίας, της Αγίας Τριάδος, του Αγίου Αθανασίου είχαν ισοπεδωθεί. Ένας συνάδερφός μου, ο Κίτσο Ζγκούρη, μας καλούσε συχνά να μιλήσουμε ανοιχτά για την δικτατορία και την θρησκεία. Του είπα για την επαναλειτουργία της εκκλησίας στην Μπομποστίτσα και τον πόλεμο που κάναμε για την επαναλειτουργία της εκκλησίας στην Κορυτσά, αλλά το βασικό στην αρχή είναι να βρούμε ιερέα. Με διέκοψε και μου λέει: «Εδώ στην γειτονιά έχουμε τον πάπα Κώστα που ήταν από Πολένα και ήταν καταδιωγμένος από το κόμμα». «Πού είναι το σπίτι του;» τον ρώτησα. Αυτός μου είπε: «Ελάτε θα σας πάω εγώ». Χάρηκα τόσο πολύ λες και έπιασα τον ουρανό με τα χέρια.

Μέρος Δ'

Στο σπίτι του παπά Κώστα.

Πήγαμε στο σπίτι του παπά Κώστα στις 15 Σεπτεμβρίου 1990. Χτυπήσαμε και μας άνοιξε η σύζυγος του υιού Ήλο. «Ορίστε» μας είπε. Ο παπά Κώστας μόλις άφησε το φλιτζάνι του καφέ, τον αγκάλιασα και του πήραμε την ευχή, αλλά και ο Χρήστος ήταν συγχωριανός του, τον αγκάλιασε με αγάπη, αλλά ο παπά Κώστας απόρησε όταν του φίλησα το χέρι. Του εξιστόρησα πως στην Μπομποστίτσα ανοίξαμε την εκκλησία στις 15 Αυγούστου, αυτός σηκώθηκε και με φίλησε. «Μπράβο» μου είπε. Στο σπίτι του παπά Κώστα μια ευχάριστη ατμόσφαιρα, η σύζυγος του Ήλου χαρούμενη μας κέρασε με καραμέλες και ρακί σύμφωνα με το έθιμο.

Πήρα το λόγο και του είπα: «Χρειάζεται ν’ ανοίξουμε την εκκλησία στην Κορυτσά, είστε έτοιμος ν’ αναλάβεις αυτό το ιερό έργο?» Σηκώθηκε πάλι όρθιος φιλώντας με είπε: «Με μεγάλη μου χαρά, αφού φτάσαμε σε τούτη την ημέρα». Και έχυνε δάκρια χαράς. Τι δεν είχε τραβήξει η οικογένεια του παπά Κώστα!

Αυτός είχε χρόνια που έμενε στην Κορυτσά και ήταν ιερέας. Το 1967 η ασφάλεια δεν τον άφηνε να κυκλοφορεί στην πόλη γιατί δεν ήθελε να ξυριστεί, του έψαξαν το σπίτι, του πήραν τα ιερά άμφια και τα ιερά βιβλία και του τα έκαψαν στην αυλή του σπιτιού του. «Αν δεν ξυριστείς» του είπαν «θα σε κάψουμε ζωντανό».

Μια νύχτα του χειμώνα με πολύ χιόνι ήρθαν οι της ασφάλειας με φορτηγό φορτώνοντας κάποια ρούχα και τους πήγαν στην Πολένα μαζί με τα παιδιά αφήνοντάς τους έξω στα ανοιχτά. Ο Ήλο ήταν τότε μικρός, μέσα στο τσουχτερό κρύο. Οι κάτοικοι της Πολένας άκουσαν το αμάξι της ασφάλειας, κρύφτηκαν γιατί σκέφτηκαν ποιανού η σειρά ήρθε να πάει φυλακή. Η σύζυγος του παπά Κώστα τύλιξε τα παιδιά με βελέντζα, ενώ ο παπά Κώστα μάζεψε κάποια πρόχειρα ξύλα και άναψε μια φωτιά. Οι κάτοικοι της Πολένας είδαν την φλόγα, διέκριναν τον παπά Κώστα, αλλά κανένας δεν τολμούσε να πάει.

Ξημέρωσε, ο παπά Κώστα πήγε στους φίλους ζητώντας τους ζώα να τα χρησιμοποιήσει ως μεταφορικό μέσο να επιστρέψει στο σπίτι. Αυτοί τον βοήθησαν και επέστρεψε μετά φόβου στο σπίτι. Μία εβδομάδα δεν βγήκε στη πόλη, αλλά δούλευε στα χωριά ως χτίστης για να μπορέσει να ζήσει τα παιδιά του, χωρίς κόσμο μαζί του για να μην τον αναγνωρίσουν. Η ασφάλεια το έμαθε και τον απείλησε ότι αν ανοίξει το στόμα του τον περίμενε η εξορία στην Μπόφια.

Οι βασανισμοί του παπά Κώστα είναι τόσοι πολλοί που θα μπορούσε κανείς να γράψει ολόκληρους τόμους.

Τον κάλεσα να έρθει στην οικογένεια της Μαρίκα και Δήμητρα Τσίτσο. Με μεγάλη χαρά δέχτηκε την πρόσκληση. Ήρθε συνοδευμένος από τον Ήλο. Είμαστε μία ομάδα πιστών.

Άνοιξε η πόρτα, όλοι όρθιοι και δάκρια συγκίνησης και χαράς αναμέναμε τον παπά Κώστα, επιτέλους αυτόν που περιμέναμε, επιτέλους ο Θεός τον έστειλε τώρα ανάμεσα μας, έχουμε έναν ιερέα. Αυτός μας ευλόγησε κάνοντας το σταυρό σε μας. Πήρα το λόγο: «Καλώς Ήρθες και όσο το δυνατόν νωρίτερα ν’ ανοίξουμε τις εκκλησίες εδώ στην Κορυτσά και εσύ, παιδί μας Ήλο, να αντικαταστήσεις το μπαμπά σου, έτσι λέει και η παράδοση». Ο Ήλο ως νέος αφού μας είδε όλους είπε χωρίς δισταγμό: «Το μήλο κάτω από την μηλιά θα πέσει, εγώ ανυπομονώ να έρθει εκείνη η μέρα». Όλοι φώναξαν: «Ο Θεός να σου εκπληρώσει την επιθυμία».
Υπήρχε ένα πρόβλημα, αυτό ήταν ότι δεν είχαμε ναούς, του Προφήτη Ηλία ήταν μισό καφενείο και το μισό τηλεφωνικό κέντρο, η Μητρόπολη μουσείο, και δυσκολότερο πρόβλημα οι κατάσκοποι της ασφάλειας που μας κυνηγούσαν παντού. Αυτά τα προβλήματα συζητήθηκαν και ο παπά Κώστα είπε: «Εμένα μ’ έχετε πρώτον». Συζητήσαμε γύρω από τα ιερά σκεύη και άμφια. «Αυτά ο Θεός θα μας τα εκπληρώσει» είπε η Μαρίκα Τσίτσο. Περάσαμε 6 ώρες συνάντηση, αυτός μας έφερνε αναμνήσεις για το πώς γίνονταν οι εορτές, τα πανηγύρια, το ημερολόγιο 20 Οκτωβριου 1990.

Στις 1 Νοέμβριου 1990 στην Κορυτσά έγινε η συνέλευση της πλειοψηφίας του Κόμματος. Αφού τελείωσε η συνέλευση μπροστά από το κτίριο Πολιτισμού συνάντησα ένα φίλο μου από το Δρένοβο, δάσκαλο, Πάντη Μάντσο, μου δίνει την πρώτη είδηση και μου λέει σιγά – σιγά: «Η πίστη θα είναι ελεύθερη πια». Γυρίζω πίσω και πηγαίνω στις αδερφές Τσίτσο χαρούμενος και τις ειδοποιώ πως η θρησκεία θα είναι ελεύθερη πια. Χαρήκαμε τόσο πολύ, εκείνο το βράδυ το μετατρέψαμε σε γιορτή, ειδοποιούσαμε ο ένας τον άλλον και εγώ συναντούσα πολλούς πιστούς.

Οι άνθρωποι φοβούνταν, κοιτούσαν μια δεξιά μια αριστερά και έφευγαν. Εγώ δεν φοβόμουν, ο Ιησούς έπαθε για μας, εμείς τι πρέπει να κάνουμε? Ο Ιησούς νίκησε τον κόσμο. Στις 8 Νοεμβρίου 1990 ο πρωθυπουργός Αντίλ Τσαρτσάνη στις βραδινές ειδήσεις του 8 είπε: «Η θρησκεία είναι ελεύθερη». Μεγάλη η χαρά, η δικτατορία παραδίνεται. Στην Μπομποστίτσα από το πρωί χτύπησε η καμπάνα. Οι οπαδοί του δικτάτορα έσκασαν από την ζήλια τους. Τα νέα παιδιά της Μπομποστίτσας φώναζαν : «Ήρθε η μέρα Κυρίου». Εμείς με τον Θεό, και εμείς με το Θεό.

Την επόμενη μαζευτήκαμε όλοι οι πιστοί στις αδερφές Τσίτσο όπου ήρθε ο παπά Κώστα με τον Ήλο, ο Ιωάννη Τρεμπίτσκα, ο Γαβριήλ Πρίφτη και η οικογένεια του, ο Χρηστάκη Τσίτσο, ο εγγονός του Λάντι Τσαούσι, όλοι χαρούμενοι ψάλαμε και τραγουδούσαμε στο Θεό, Χριστός Ανέστη. Πάλι οι ασφαλίτες απ’ έξω άκουγαν και απειλούσαν τον παπά Κώστα, δεν έχεις καμιά δουλεία με τον κόσμο, θα σου διώξουμε τα παιδιά από την δουλεία κ.ά.

Το βράδυ όταν πήγαινα στο χωριό με κυνηγούσαν με τζιπ για να με πατήσουν. Τώρα βρήκαμε ένα εξαιρετικό ψάλτη, τον Αντρέα Βέλο. Πήγα με τον ψάλτη, συζητήσαμε πώς να κάνουμε λειτουργία στην φύση, ο χειμώνας έρχεται αλλά πρέπει να κάνουμε θυσίες. Ο ιερέας και ο ψάλτης ήταν σύμφωνοι, αλλά ήρθε μια απειλή προς τον παπά Κώστα από τους ασφαλίτες. Αυτοί του είπαν: «Σταμάτα όσο είναι καιρός, γιατί έτσι έκανε και ο πάτερ Ζεφ Σιμόνη στην Σκόδρα και πήγε φυλακή και εσένα θα σε βρουν χειρότερα». Ο παπά Κώστας μου είπε: «Εγώ δεν φοβάμαι ούτε φυλακή ούτε σφαίρα, αλλά εσύ συνεννοήσου για να τους κλείσουμε το στόμα».

Εκείνο το απόγευμα έμεινα σαν αποβλακωμένος, πηγαίνω στις αδερφές Τσίτσο και τους είπα την ιστορία του πάτερ Ζεφ Σιμόνη. Αυτές μου είπαν πως: «Η κουνιάδα αύριο θα πάει Σκόδρα, έχει παντρέψει την κόρη, Παρασκευή, μπορεί να μας φέρει ειδήσεις από εκεί». Εγώ δεν μπορούσα να περιμένω «κρέας μετά παραγγελίας», έτσι πήγα μόνος μου στις 28 Νοεμβρίου 1990. Ο δρόμος με λεωφορείο μέχρι Πόγραδετς, απ’ εκεί με τρένο στα Τίρανα και άλλο τρένο απ’ εκεί στη Σκόδρα.
Μαζί με την Φράνκη Τσίτσο πήγαμε στην Παρασκευή, η οποία μας περίμενε με πολύ αγάπη και σεβασμό. Της εξηγήσαμε γιατί ήρθαμε και εκείνη μας είπε: «Ο πάτερ Ζεφ Σιμόνη είναι μια χαρά, τον φυλάει όλη η νεολαία της Σκόδρας». Αφού ήπιαμε έναν καφέ, εγώ με πολλά κεριά στο χέρι μου κατευθυνθήκαμε προς την εκκλησιά Κούπολα, εκεί που είναι και το νεκροταφείο. Αφού τελείωσε μια σύντομη λειτουργία, συνάντησα τον Ζεφ Σιμόνη, όταν με είδε με λεπτά κεριά κατάλαβε πως είμαι από την Κορυτσά, μου μίλησε ελληνικά για να μην καταλάβαιναν οι υπόλοιποι. Μιλήσαμε για το άνοιγμα των εκκλησιών στην Σκόδρα και εγώ του είπα: «Εμείς δεν έχουμε ναούς, τους έχουν ισοπεδώσει». Αυτός μου είπε: «Βάλε ένα σταυρό σε χωράφι ή σε λόφο και κάνε μια λειτουργία». Είμαι ευγνώμων στον πάτερ Ζεφ Σιμόνη, γιατί μου έδωσε ένα μάθημα.

Μέρος Ε΄

Ημερομηνία 30 Νοεμβρίου. Γυρίζω στην Κορυτσά. Πήγα στον παπά Κώστα και του αφηγήθηκα όλη την συνάντηση που έκανα. Αυτός έκλαψε και με αγκάλιασε. «Είμαι έτοιμος από τώρα» είπε.

Τα ιερατικά άμφια τα προετοίμασαν οι αδελφές Τσίτσο με την Μπέρτα Τζοκατζί και του τα πήγα εγώ με την Μπέρτα. Αυτός προσευχόταν και με φιλούσε.

Θέλαμε να λειτουργήσουμε, αλλά ο χειμώνας ήταν με πολύ χιόνι και κρύο, είχε ξεκινήσει νωρίς. Δεν ήταν δυνατόν να λειτουργήσουμε την γιορτή του Αγίου Νικολάου, Αγίου Σπυρίδωνα, Χριστουγέννων ή του Αγίου Βασιλείου.

Η επαναλειτουργία της εκκλησίας στις 6 Ιανουαρίου 1991.

Τις συναντήσεις της κάναμε καθημερινώς. Στις 2 Ιανουαρίου, στις 10 το πρωί, θερμοκρασία -14 βαθμούς κελσίου. Πήρα το λόγο λέγοντας: «Η καλύτερη ημέρα για να ανοίξουμε τις εκκλησίες ήταν η ημέρα των Θεοφανείων, δεν χρειάζεται ναός, θα το ρίξουμε σε καζάνι στην Αγία Τριάδα (νεκροταφείο Κορυτσάς όπου υπήρχε ναός της Αγίας Τριάδος, τώρα ξαναχτίσθηκε) γιατί ποταμός δεν υπάρχει. Να ειδοποιήσουμε τον παπά Κώστα».

Σ’ όλους έλαμψαν τα μάτια. Ο Ιωάννης Τρεμπίτσκα είπε: «Τραπέζι ή ό,τι άλλο χρειάζεται, εγώ και ο Ηλία Πρίφτη θα τακτοποιήσουμε εκεί το μέρος και τα κεριά θα τα πάρω εγώ, και τον παπά Κώστα θα τον πάρουμε με το αμάξι του Ηλία». Ο Ηλίας είπε: «Εμένα μ’ έχετε έτοιμο ανά πάσα στιγμή». Όλοι μαζί είπαν: «Μπράβο σας!»

Ο Μόντι Μπάρδη υποσχέθηκε: «Έχω ένα καζάνι από χάλυβα, θα το φέρω». Αλλά εγώ είπα: «Δεν έχουμε καμπάνα για να ειδοποιήσουμε, πρέπει να κάνουμε δύο ειδοποιήσεις, μία στο πολιτιστικό κέντρο και την άλλη στο Μπόπι». Ο Χρηστάκη Πάτρο πετάχτηκε και είπε: «Το θέμα τις καμπάνας θα το λύσω εγώ, θα καταγράψουμε σε μαγνητόφωνο το χτύπημα με το γουδοχέρι από χάλυβα, αυτό θα το κάνω εγώ με τον Λάντι Τσαούσι». Εγώ ανέλαβα να πάρουμε το ηχητικό σύστημα το πολιτιστικού κέντρου, εκτός από αυτό έγραψα την αίτηση για να πάρουμε άδεια από την αστυνομία, γιατί ανάμεσα στο κόσμο είχε και χούλιγκαν οι οποίοι μπορεί να πήγαιναν με τον κόσμο και να προκαλούσαν ζημιές και σκάνδαλα.

Μαζί με τον Ιωάννη Τρεμπίτσκα πήγαμε στον παπά Κώστα στο σπίτι εκεί βρήκαμε τον ψάλτη Ανδρέα Βέλο. Μπήκαμε μέσα, αυτή την φορά χωρίς να χτυπήσουμε, μόλις μας είδαν σηκώθηκαν όρθιοι και αγκαλιαστήκαμε. Ο παπά Κώστα λέει: - Καμία είδηση έχουμε? Εγώ του είπα: -Αποφασίσαμε ότι τον Αγιασμό των Υδάτων θα τον γιορτάσουμε και το σταυρό θα τον ρίξουμε στην Αγία Τριάδα. Ο παπά Κώστας και ο Ανδρέας μας αγκάλιασαν με αγάπη. Ήρθε και ο Ηλίας, του είπαμε για τον Αγιασμό των Υδάτων. Αυτός χάρηκε και είπε στην γυναίκα του: - Γυναίκα, γρήγορα από ένα ζεστό ρόφημα, γιατί είναι παγωμένοι. Ο Ιωάννη Τρεμπίτσκα μας έδωσε από ένα ποτήρι τσάι γιατί το μπρίκι πάνω στην σόμπα έβρασε. Το άρωμα απ' το τσάι γέμισε την ατμόσφαιρα του δωματίου.

Αφού ήπιαμε το τσάι πήγαμε κατευθείαν στο αστυνομικό τμήμα να πάρουμε άδεια. Στο δρόμο μας περίμενε ο Χρηστάκης, ο Ηλίας, ο Λάντι, ο Μπάρδη. Ως ομάδα πήγαμε, παρέδωσα την αίτηση για τον εορτασμό του Αγιασμού των Υδάτων. Την αίτηση την παρέδωσα στον αξιωματικό υπηρεσίας αστυνομικό Γεώργιο από το Πόγραδετς. Αυτός ξαφνιασμένος πήρε την αίτηση, την πήγε στον επικεφαλή, μόλις πήγαμε να φύγουμε μας φώναξε: - Γυρίστε, γυρίστε. Πήγαμε στον πάγκο και μας είπε: - Αυτός που είναι πρόεδρος θα πρέπει να υπογράψει. Πήρα το στυλό και υπέγραψα. Χωρίς να έχω εκλεχθεί πρόεδρος ονόμασα τον εαυτό μου πρόεδρο!

Μετά από αυτό επιστρέψαμε στις αδερφές Τσίτσο, τους είπαμε τι κάναμε, τους είπα πως υπέγραψα ως πρόεδρος. Η Μαρίκα και η Μπέρτα με μια φωνή είπαν: - Εσένα σ’ έχουμε αρχηγό γιατί εσύ άνοιξες την εκκλησία και έγινες κομμάτια να ανοίξουμε και εδώ. Τελικά η ώρα ήταν 8:20, εγώ έφυγα για Μπομποστίτσα με ποδήλατο μέσα στο κρύο, αυτό το δρόμο τον έκανα δύο φορές την ημέρα.

Ημερομηνία 05.01.91. Η αστυνομία ενέκρινε την αίτηση. Εμείς εκείνη την ημέρα και όλο το βράδυ πήραμε όλα τα μέτρα.

Ημερομηνία 06.01.91. Τοποθετήθηκε ο ενισχυτής στην Αγία Τριάδα. Ο Ιωάννης και ο Ηλίας πήγαν το τραπέζι, την εικόνα της βαπτίσεως, του Ιησού Χριστού, θυμίαμα, θυμιατήρι, σταυρό, ευαγγέλιο. Ο Μπάρδη έφερε το καζάνι.

Βάλαμε μπρος τον ενισχυτή. Παίξαμε δυνατά την καμπάνα, ακουγόταν σ’ όλη την Κορυτσά, άρχισαν να έρχονται οι πιστοί.

Με τον Ηλία Πρίφτη πήγε ο Αριστοτέλης Τάσιος που μ’ ακολουθούσε από την Μπομποστίτσα, πήγαν μ’ αμάξι έφεραν τον παπά Κώστα. Οι άνθρωποι με ανυπομονησία ήθελαν να δουν τον ιερέα. Οι νέοι δεν είχαν δει ιερέα, μόνο στις ταινίες της δικτατορίας ως αρνητικά πρόσωπα, αλλά αυτοί την φορά ερχόταν ως θρυαμβευτής, ως η φωνή της αλήθειας. Αυτός ήρθε συνοδευμένος με τον Ηλία, ο οποίος δεν τον άφηνε στιγμή, και τον ψάλτη Ανδρέα Βέλο.

Μοναδική η στιγμή που βγήκε ο παπά Κώστας με τον Ανδρέα Βέλο. Χιλιάδες άνθρωποι που συζητούσαν σταμάτησαν να μιλάνε και δεν ήξεραν ποιος ήταν ο ιερέας. Ο Ιωάννης και ο Ηλίας έντυσαν τον παπά Κώστα και αυτός πήγε κοντά στους πιστούς όπου ήταν και το καζάνι, αυτός που κατά την δικτατορία ήταν ο πιο προσβλημένος, τώρα έλαμψε ως άγιο άστρο, ως μία ανεπανάληπτη ομορφιά, όλοι οι άνθρωποι του φιλούσαν το χέρι χύνοντας δάκρια χαράς πως ήρθε αυτή η μέρα μετά από 23 χρόνια διωγμών. Ας το ξέρουμε καλά: Ό,τι είναι δουλειά ανθρώπου χαλάει, οι δουλειές του Θεού δεν χαλάνε ποτέ.

Οι ψάλτες Ανδρέα Βέλο και Ηλία και ένα μέρος από την χορωδία του Αγίου Γεωργίου, όπως η Αφρούλα Σόλα, οι αδερφές Μαρίκα και Δήμητρα Τσίτσο, η Λιλιάνα Σόλα, η Μπέρτα Τζοκατζί.

Ο Αριστοτέλης και ο Μπάρδη κρατούσαν την τάξη αφήνοντας να υπάρχει κενό εκεί που θα έπεφτε ο σταυρός. Πρίν ριχτεί ο σταυρός πήρα το λόγο και είπα κάποια πράγματα για την σημασία της ημέρας και τι μας παιδαγωγεί το Ευαγγέλιο ώστε να αναιρεθούν τα δηλητηριώδη λόγια του Ενβέρ Χότζα, ότι η θρησκεία είναι το όπιο του λαού.

Πηγή:  http://o-nekros.blogspot.com/2011/11/blog-post_18.html?m=1

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου