Δικαία Εσθήρ η Βασίλισσα. Ημέρα Μνήμης: Κυριακή των Προπατόρων.
Μνήμη τῆς δικαίας Ἐσθήρ, τῆς λυτρωσαμένης τὸν Ἰσραὴλ ἐκ θανάτου.
Ἔσωσεν Ἐσθὴρ ἄνδρας Ἰσραηλίτας, ᾍδου κυνὴν μέλλοντας ἐνδῦναι πάλαι.
Η Εσθήρ ήταν Ιουδαία, ανήκε δηλαδή στο λαό του Ισραήλ που πριν έξι περίπου χιλιάδες χρόνια διάλεξε ο Θεός να τον κάνει δικό Του και από τον οποίο προήλθε ο Χριστός, τον οποίο ο Θεός, σύμφωνα με το προαιώνιο Σχέδιό Του, έστειλε στον κόσμο να πληρώσει Αυτός με το αίμα Του για την αμαρτία του ανθρώπου, έτσι ώστε πιστεύοντας σ’ Αυτόν ο άνθρωπος να σωθεί. Και ήταν η Εσθήρ μια κοπέλα με ξεχωριστή ομορφιά και πολλές αρετές που μια απ’ τις σπουδαιότερες ήταν το θάρρος να τολμήσει να εμπιστευτεί το Θεό και, με κίνδυνο της ζωής της, να υπηρετήσει το έργο Του σε μια δύσκολη αποστολή.
Στην Αγία Γραφή, που είναι ο Λόγος του Θεού γραμμένος με το χέρι ανθρώπων και την έμπνευση του Θεού, την ιστορία της Εσθήρ τη διαβάζουμε στο βιβλίο που έχει για τίτλο το όνομά της, ΕΣΘΗΡ, και βρίσκεται στην Παλαιά Διαθήκη. Εκεί συναντάμε την Εσθήρ μαζί με πολλές άλλες όμορφες κοπέλες στο παλάτι του βασιλιά Ασσουήρη στα Σούσα της Περσίας. Το πώς βρέθηκε εκεί μια εβραιοπούλα είναι μια άλλη ιστορία.
Οι Βαβυλώνιοι με το βασιλιά τους Ναβουχοδονόσορα είχαν προηγουμένως (το 586 π. Χ.) κυριέψει την Ιερουσαλήμ και πάρει μαζί τους στην πατρίδα τους χιλιάδες Ιουδαίους αιχμαλώτους. Πενήντα όμως χρόνια περίπου αργότερα η Βαβυλωνία κυριεύτηκε από την Περσία που εκείνη την εποχή ήταν η πιο μεγάλη αυτοκρατορία στην Ασία. Έτσι πολλοί Ιουδαίοι βρέθηκαν να κατοικούν ή να έχουν μεταφερθεί στην περσική αυτοκρατορία.
Το τρίτο έτος της βασιλείας του ο βασιλιάς Ασσουήρης έκανε μια μεγάλη γιορτή για όλους τους ευγενείς και αξιωματούχους του στην οποία παρευρέθηκαν και πολλοί άλλοι σημαντικοί παράγοντες της Περσίας και της Μηδίας. Για εκατόν ογδόντα ολόκληρες μέρες ο βασιλιάς έδειχνε σε όλους τα αμύθητα πλούτη του με μεγάλη περηφάνεια. Μετά την επίδειξη ακολούθησε επταήμερο συμπόσιο στον κήπο του βασιλικού παλατιού στο οποίο ήταν καλεσμένοι όλοι οι κάτοικοι της πόλης, μικροί και μεγάλοι. Το συμπόσιο είχε οργανωθεί με κάθε μεγαλοπρέπεια. Ο κήπος είχε διακοσμηθεί με παραπετάσματα θαλασσιά, πράσινα και λευκά που τα συγκρατούσαν σκοινιά σε χρώμα βυσσινί τα οποία ήταν περασμένα από ασημένιους κρίκους και στερεωμένα στις μαρμάρινες κολώνες. Το δάπεδο ήταν διακοσμημένο με πολύτιμες πέτρες και τα ανάκλιντρα που πάνω τους θα κάθονταν οι καλεσμένοι ήταν από χρυσάφι και ασήμι ενώ οι κούπες για το κρασί ήταν χρυσές κι αλλιώτικες η μία απ’ την άλλη. Συγχρόνως, η γυναίκα του βασιλιά Ασσουήρη, η όμορφη βασίλισσα Αστίν, έκανε κι εκείνη δεξίωση για τις γυναίκες στα διαμερίσματά της.
Την έβδομη μέρα της γιορτής, όταν η καρδιά του Ασσουήρη είχε έρθει σε ευθυμία απ’ το κρασί, πρόσταξε να φέρουν ενώπιόν του τη βασίλισσα φορώντας το βασιλικό της στέμμα, για να την επιδείξει στους καλεσμένους του, έτσι όμορφη που ήταν. Αλλά η βασίλισσα Αστίν αρνήθηκε να πάει και ο βασιλιάς οργίστηκε τόσο που έβραζε από θυμό. Έπειτα, όπως συνηθιζόταν για θέματα σχετικά με τη δικαιοσύνη και το νόμο, κάλεσε ο Ασσουήρης τους ειδικούς γιαυτά τα ζητήματα, τους «σοφούς» του, να τους ρωτήσει πώς έπρεπε να αντιμετωπιστεί η άρνηση της Αστίν.
Ο Λόγος του Θεού δεν μας αναφέρει την αιτία για την οποία η βασίλισσα Αστίν αρνήθηκε να πάει στη γιορτή και μένει σ’εμάς ν’ αναρωτηθούμε αν η στάση της οφειλόταν σε ανυπακοή στο βασιλιά απλά και μόνο από πείσμα ή στην ένστασή της να τη χρησιμοποιήσει εκείνος ως μέσο επίδειξης με όποιους τυχόν τρόπους επρόκειτο να γίνει αυτό που ίσως να μην ήταν προς τιμήν της. Αν λάβουμε υπόψη μας την πληροφορία που μας δίνει ο ιστορικός Ιώσηππος όσον αφορά τη συμπεριφορά της Αστίν, ότι δηλαδή οι περσικοί νόμοι απαγόρευαν στη γυναίκα να επιδεικνύεται σε ξένους, θα κλίνουμε μάλλον προς τη δεύτερη εξήγηση. Όπως και να’χει όμως το θέμα, οι «σοφοί» του παλατιού με τη φωνή του Μεμουκάν απάντησαν πως η ανυπακοή της Αστίν αποτελούσε προσβολή κατά του προσώπου του βασιλιά αλλά και «κακό παράδειγμα» για όλες τις δέσποινες των αξιωματούχων, επειδή μπορεί να μιμούνταν τη βασίλισσα κάνοντας έτσι να πολλαπλασιαστεί η ανυπακοή των γυναικών, καθώς και η οργή των ευγενών, όταν θα έρχονταν αντιμέτωποι με το προβλημα της έλλειψης σεβασμού προς το πρόσωπό τους. Συμβούλεψαν λοιπόν τον Ασσουήρη να βγάλει ένα διάταγμα, το οποίο μάλιστα να είναι απρόσβλητο και να γίνει και νόμος της επικράτειας, σύμφωνα με το οποίο η Αστίν να παύεται από βασίλισσα και να μην έχει πια το δικαίωμα να ξαναπαρουσιαστεί ενώπιον του βασιλιά. Όσο για τον ίδιο το βασιλιά, του πρότειναν να δώσει τον τίτλο και την τιμή της βασίλισσας σε άλλη.
Ο βασιλιάς και οι ευγενείς του έμειναν πολύ ικανοποιημένοι απ’αυτή τη συμβουλή των «σοφών», η οποία έγινε αμέσως πράξη και μάλιστα το διάταγμα μεταφράστηκε στη γλώσσα όλων των λαών τους οποίους έκλεινε μέσα της η περσική αυτοκρατορία, η οποία εκείνη την εποχή ήταν πολύ μεγάλη και εκτεινόταν από τις Ινδίες ως την Αιθιοπία. Όταν τώρα κάποτε ο Ασσουήρης πεθύμησε την Αστίν, χωρίς βέβαια να έχει ξεχάσει πως της είχε απαγορέψει να έρχεται στο παλάτι, το περιβάλλον του τού σύστησε να διατάξει να μαζευτούν στα Σούσα απ’ όλη την επικράτεια όμορφες νεαρές κοπέλες από τις οποίες να διαλέξει ποια θα έκανε βασίλισσα στη θέση της Αστίν.
Εκείνη την εποχή έτυχε να βρίσκεται στα Σούσα ένας Ιουδαίος, μέτοικος κι αυτός απ’την Ιερουσαλήμ, που λεγόταν Μαρδοχαίος και είχε μια μικρή ξαδέλφη κόρη του θείου του που ήταν πάρα πολύ όμορφη και την έλεγαν Αδασσά ή Εσθήρ. Η Εσθήρ ήταν ορφανή από πατέρα και μητέρα και την είχε αναθρέψει ο ξάδελφός της, ο Μαροδοχαίος, σαν να ήταν θυγατέρα του. Και αυτή λοιπόν τη νεαρή κοπέλα, σύμφωνα με τη βασιλική διαταγή, πήραν στο παλάτι οι άνθρωποι του Ασσουήρη και την έβαλαν, όπως κι όλες τις άλλες, να τη φυλάει ο Ηγαΐ ώσπου να κάνει τον κύκλο των απαραίτητων προετοιμασιών προκειμένου να εμφανιστεί ενώπιον του βασιλιά.
Η Εσθήρ και απ’ αυτή ακόμα τη θέση των παρασκηνίων έδειξε ότι μπορούσε να κερδίζει την εύνοια των ανθρώπων, τόσο με την ομορφιά της όσο και με την ταπεινή και απλή καρδιά της, του Ηγαΐ πρώτα που της έδωσε το καλύτερο μέρος στα διαμερίσματα των γυναικών και επτά κορίτσια να την υπηρετούν αλλά και πολλών άλλων που, όταν τη γνώριζαν, τη συμπαθούσαν. Για παράδειγμα, όταν ήρθε η ώρα να παρουσιαστεί ενώπιον του βασιλιά και μπορούσε, σύμφωνα με το έθιμο, να ζητήσει να πάρει μαζί της στο παλάτι ό,τι ήθελε, η Εσθήρ δεν ζήτησε τίποτε περισσότερο απ’ ό,τι της παραχώρησε ο φύλακας των γυναικών, κάτι που θεωρήθηκε προς τιμήν της.
Ακολουθώντας όμως πιστά τη συμβουλή του Μαρδοχαίου η Εσθήρ δεν μαρτύρησε σε κανέναν την εθνικότητά της, ότι δηλαδή ήταν Ιουδαία και πίστευε στον Ένα, Αληθινό και Ζωντανό Θεό και όχι στα είδωλα, όπως έκανε όλος ο άλλος κόσμος της εποχής εκείνης εκτός απ’ τους Ιουδαίους. Ο Μαρδοχαίος, προφανώς ανήσυχος για την Εσθήρ, πήγαινε κάθε μέρα έξω από τα διαμερίσματά της να δει πώς τα πηγαίνει η κοπέλα και πώς διαγραφόταν η τύχη της.
Κάποτε ήρθε και η σειρά της Εσθήρ να παρουσιαστεί ενώπιον του βασιλιά. Η ομορφιά του προσώπου και της ψυχής της ήταν τέτοια που ο Πέρσης μονάρχης την ερωτεύτηκε αμέσως και την αγάπησε πάρα πολύ, περισσότερο από κάθε άλλη γυναίκα. Της έβαλε λοιπόν το στέμμα στο κεφάλι της και την έκανε βασίλισσά του κι ας είναι τελικά η ενάρετη γυναίκα όπως ήταν η Εσθήρ εκείνη που γίνεται το «στεφάνι» του άντρα της, όπως μας λέει κι ο Σολομώντας στο βιβλίο της σοφίας του (Παροιμίες 12/4).
Ο Ασσουήρης τώρα για να γιορτάσει τους γάμους του με την Εσθήρ έκανε ένα μεγάλο συμπόσιο, το λεγόμενο «συμπόσιο της Εσθήρ», για όλους τους ευγενείς και αξιωματούχους του, κήρυξε τη μέρα αυτή μέρα γιορτής και αργίας για όλη την επικράτεια και χάρισε δώρα με βασιλική μεγαλοπρέπεια.
Η Εσθήρ και μετά τη στέψη της ως βασίλισσα δεν φανέρωσε σε κανέναν ούτε την εθνικότητά της ούτε το οικογενειακό της δέντρο, όπως ακριβώς την είχε συμβουλέψει ο Μαρδοχαίος τις οδηγίες του οποίου εξακολουθούσε να τηρεί πιστά. Όσο για το Μαροδοχαίο, σύχναζε πάντα στη βασιλική πύλη. Ποιος ξέρει τι να σκεφτόταν αυτή η μοναχική φιγούρα. Ίσως συλλογιζόταν το παράδοξο να είναι βασίλισσα ενός τόσο σπουδαίου ειδωλολατρικού κράτους μια Ιουδαία. Ίσως αναρωτιόταν για τα σχέδια του Θεού που τοποθέτησε την Εσθήρ σε τέτοια θέση. Ή ίσως απλά παρακολουθούσε την κίνηση... Ό,τι άλλο όμως και να’χε στο νου του, σίγουρα παρατηρούσε την κίνηση, γιατί κάποτε πήρε το αυτί του μια συνωμοσία που έκαναν εναντίον του βασιλιά δύο από τους ανθρώπους του που φύλαγαν την πύλη και έσπευσε να το πει στην Εσθήρ. Εκείνη, με τη σειρά της, το ανέφερε στο βασιλιά, χωρίς βέβαια να παραλείψει ότι αυτή την πληροφορία, που τελικά του έσωσε τη ζωή, την είχε δώσει ο Μαρδοχαίος. Ο βασιλιάς ερεύνησε το ζήτημα κι όταν αποδείχτηκε ότι αυτό ήταν πραγματικά σωστό, τιμώρησε με θάνατο τους συνωμότες, ενώ το όλο περιστατικό και ο ρόλος του Μαρδοχαίου διέταξε να γραφτεί στα χρονικά του παλατιού που δεν θα μπορούσε ποτέ να αμφισβητηθεί.
Μετά απ’αυτά τα γεγονότα έτυχε ν’ανεβάσει ο βασιλιάς σε μεγάλο αξίωμα στην επικράτεια, παραπάνω απ’ όλους τους άλλους ευγενείς, έναν απ’ τους ευγενείς του παλατιού του, τον Αμάν, μπροστά στον οποίο διέταξε να υποκλίνονται όλοι ανεξαιρέτως. Ο Μαρδοχαίος όμως, που ως Ιουδαίος πίστευε ότι μόνο το Θεό πρέπει να προσκυνούν και να λατρεύουν οι άνθρωποι, αρνιόταν να προσκυνήσει τον Αμάν. Οι άνθρωποι του βασιλιά τον ρωτούσαν συνέχεια γιατί δεν προσκυνούσε τον Αμάν, αλλ’ εκείνος δεν άλλαζε τακτική μέχρι που κάποτε το είπαν και στον ίδιο τον Αμάν, για να δουν αν έστεκε η δικαιολογία του Μαρδοχαίου για την άρνησή του, ότι δηλαδή ο λαός του λάτρευε και προκυνούσε μόνο τον Ένα και Αληθινό Θεό και όχι ανθρώπους.
Ο Αμάν τότε, ο οποίος ήταν Αμαληκίτης, δηλαδή από λαό της Χαναάν που μισούσε τους Ιουδαίους, γιατί είχαν κυριέψει το έθνος του, οργίστηκε πολύ και θέλησε να τιμωρήσει όχι μόνο το Μαρδοχαίο, πράγμα που κατά τη γνώμη του θα ήταν λίγο, αλλά και όλους τους Ιουδαίους που ζούσαν στην περσική επικράτεια. Να τον προσκυνούν οι Πέρσες, ένας ελεύθερος λαός, και να μην το προσκυνούν οι Ιουδαίοι, που τους είχαν φέρει δούλους απ’ την Ιερουσαλήμ, ήταν εντελώς αδιανόητο για κείνον! Εννοείται ότι δεν ήξερε ο Αμάν ούτε πως και η Εσθήρ ήταν Ιουδαία ούτε για την ευγνωμοσύνη που χρωστούσε ο Ασσουήρης στο Μαρδοχαίο, επειδή του είχε σώσει τη ζωή.
Έτσι έφεραν κι έριξαν κλήρο εμπρός στον Αμάν για να προσδιοριστεί το πότε ακριβώς θα γινόταν η τιμωρία αυτού του «ανυπάκοου λαού» και ο κλήρος έπεσε στο μήνα Αδάρ, που είναι ο δωδέκατος μήνας του ημερολογίου. Τότε ο εχθρός των Ιουδαίων, ο Αμάν, είπε στο βασιλιά το σχέδιο που είχε να εξοντώσει ολόκληρο «εκείνο το λαό» εξηγώντας του ότι υπάρχει στο βασίλειό του ένας λαός που επιμένει να είναι ξεχωριστός απ’όλους τους άλλους: έχει διαφορετικούς νόμους και δεν συμμορφώνεται με τους νόμους της επικράτειας. Ζήτησε λοιπόν ο Αμάν από τον Ασσουήρη να βγάλει ένα διάταγμα για να καταστραφεί αυτός λαός και υποσχέθηκε σε αντάλλαγμα να πληρώσει στο θησαυροφυλάκιο του βασιλιά δέκα χιλιάδες ασημένια τάλαντα, αφού φυσικά ο Πέρσης μονάρχης θα έχανε εισόδημα με την καταστροφή τόσων ανθρώπων που ζούσαν στην επικράτειά του. Τότε ο Ασσουήρης έβγαλε απ’το χέρι του το δαχτυλίδι του και το έδωσε στον Αμάν μεταβιβάζοντάς του εξουσία μ’ αυτή τη συμβολική πράξη. Έπειτα του είπε: «Κράτα τα χρήματα για τον εαυτό σου και κάνε με το λαό αυτό ό,τι νομίζεις ότι είναι καλό να γίνει».
Αμέσως μαζεύτηκαν οι γραμματείς του βασιλιά να συντάξουν το διάταγμα και να το στείλουν σε όλους τους διοικητές των διάφορων επαρχιών και τους άρχοντες όλων των λαών μεταφρασμένο κι αυτό στην κάθε ξένη γλώσσα που μιλιόταν στο βασίλειο. Αφού λοιπόν βγήκε το διάταγμα στο όνομα του βασιλιά Ασσουήρη και σφραγίστηκε με το δαχτυλίδι του, που τώρα είχε στην κατοχή του ο Αμάν, στάλθηκε με ταχυδρόμους παντού. Η εντολή που περιείχε ήταν η εξης: να καταστρέψουν, σκοτώσουν και αφανίσουν όλους τους Ιουδαίους μικρούς και μεγάλους σε μία μέρα, τη δέκατη τρίτη μέρα του μήνα Αδάρ, που ήταν ο δωδέκατος μήνας του έτους, και όλα τα υπάρχοντά τους να τα πάρουν λάφυρα. Αντίγραφο του διατάγματος, που είχει ισχύ νόμου, έπρεπε να σταλεί σε κάθε επαρχία και να γίνει γνωστό το περιεχόμενό του σε όλους τους λαούς, για να είναι προετοιμασμένοι για κείνη τη σκοτεινή ημέρα. Οι αγγελιοφόροι έτρεξαν να εκτελέσουν την εντολή του βασιλιά και ο Ασσουήρης με τον Αμάν κάθισαν να φάνε και να πιούνε. Αλλά στα Σούσα όλη η πόλη ήταν ανάστατη.
Ο Μαρδοχαίος, συνειδητοποιώντας αμέσως το μέγεθος της καταστροφής που σήμαινε αυτό το διάταγμα, έσκισε τα ρούχα του απ’τον πόνο της ψυχής του, φόρεσε ένδυμα πένθους και βγήκε στην πόλη κλαίγοντας γοερά. Έφτασε και μέχρι τη βασιλική πύλη, την οποία όμως δεν επιτρεπόταν να διαβεί με τέτοιο ντύσιμο. Στο μεταξύ και σ’ όλες τις επαρχίες που έφτασε αυτό το διάταγμα έγινε αιτία πένθους και νηστείας για τους Ιουδαίους, οι οποίοι έκλαιγαν με λυγμούς, ενώ πολλοί απ’ αυτούς σκεπαζαν το σώμα τους με πένθιμο ρούχο κι έριχναν επάνω τους στάχτες.
Οι γυναίκες που υπηρετούσαν τη βασίλισσα Εσθήρ τής είπαν για το Μαρδοχαίο κι η καρδιά της ράγισε απ’ τον πόνο. Του έστειλε αμέσως ρούχα για να βγάλει από πάνω του το πένθιμο ένδυμα, αλλ’ εκείνος αρνήθηκε. Έπειτα η Εσθήρ έστειλε τον Αθάχ, που ήταν ταγμένος στην υπηρεσία της, να πάει να μάθει απ’ το Μαρδοχαίο για ποιο λόγο γινόταν τόσο βαρύ πένθος. Τότε ο Μαρδοχαίος φανέρωσε στον απεσταλμένο της Εσθήρ ολόκληρη την πλεκτάνη του Αμάν, καθώς και το ποσό που είχε προσφέρει στον Ασσουήρη προκειμένου να εξοντώσει τους Ιουδαίους. Μάλιστα του έδωσε και αντίγραφο του φοβερού διατάγματος, για να το δείξει στην Εσθήρ και να της παραγγείλει ότι ήταν ανάγκη να πάει μ’ αυτό στο βασιλιά και να του ζητήσει χάρη για το λαό της.
Ο Λόγος του Θεού δεν μας λέει πώς ένιωσε η Εσθήρ μαθαίνοντας αυτά τα τραγικά νέα για το λαό της. Εκείνο που μας αναφέρει είναι για το μεγάλο φόβο που αισθάνθηκε στη σκέψη να παρουσιαστεί απρόσκλητη ενώπιον του βασιλιά, όπως τη συμβούλευε ο Μαρδοχαίος πράγμα που ήταν τελείως απαγορευμένο. Κάτι τέτοιο μπορεί να της στοίχιζε και την ίδια τη ζωή της. Αυτά της τα αισθήματα φόβου λοιπόν παράγγειλε με τη σειρά της στο Μαρδοχαίο θυμίζοντάς του ότι υπήρχε στην αυτοκρατορία ο αυστηρός εκείνος νόμος που η παράβασή του τιμωρείτο με θάνατο και λέγοντάς του με απόγνωση ότι εκείνη δεν είχε προσκληθεί από το βασιλιά εδώ κι ένα μήνα.
Η πρώτη αντίδραση του Μαρδοχαίου στην απάντηση της Εσθήρ ήταν περισσότερο αυστηρή και επικριτική παρά ενθαρρυντική και στηρικτική, παρόλο που ήταν πέρα για πέρα ρεαλιστική: «Μη νομίζεις, Εσθήρ, ότι επειδή είσαι στο παλάτι του βασιλιά, εσύ είσαι σε καλύτερη μοίρα απ’ τους άλλους Ιουδαίους». Αυτό, ίσως σκέφτηκε, θα συγκλόνιζε την Εσθήρ και θα της ξυπνούσε αισθήματα για την κοντινή σχέση που είχε με το λαό της αφού, πέρα από την κοινή πίστη που τη συνέδεε με τους Ιουδαίους, τη συνέδεαν επίσης εξαιτίας ακριβώς αυτής της πίστης και κοινή τύχη, κοινοί κίνδυνοι, θανάσιμοι κίνδυνοι.
Αλλά ο Μαρδοχαίος παράγγειλε στην Εσθήρ και κάτι άλλο που δεν είχε άμεση σχέση με τα εξωτερικά γεγονότα αλλά με τα προαιώνια σχέδια του Θεού για τα παιδιά Του και μάλιστα για το καθένα ξεχωριστά: της μίλησε για το ρόλο που έχουν οι άνθρωποι στην εκπλήρωση των θεϊκών σχεδίων και για το δικό της ρόλο. Πριν κάνει όμως αυτό, προνόησε να της θυμίσει ότι δεν θα πρέπει ποτέ να νομίσει ότι η ίδια είναι τόσο σπουδαία που να εξαρτάται απ’ αυτήν και μόνο η τύχη του λαού του Θεού, γιατί Εκείνος είναι Παντοδύναμος και, ακόμα κι αν αυτή δεν δεχόταν να μεσολαβήσει στο βασιλιά για τους Ιουδαίους, μπορούσε να ξεσηκώσει άλλους ανθρώπους να υπηρετήσουν τα σχέδιά Του, έτσι ώστε να προστατευτεί ο λαός Του. Ωστόσο, ας μην ξεχνά η Εσθήρ, πρόσθεσε στο τέλος ο Μαρδοχαίος αγγίζοντας διακριτικά αλλά ουσιαστικά τον πυρήνα του θέματος, την πιθανότητα να είχε γίνει βασίλισσα ενός τόσο δυνατού κράτους σαν την Περσία ακριβώς για να υπηρετήσει τα σχέδια του Θεού αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή.
Από κείνη την ώρα και μετά η θέση της Εσθήρ άλλαξε, λες κι οι ανθρώπινοι φόβοι πέρασαν μονομιάς σε δεύτερη μοίρα. Όχι πως ένιωσε κανένα προσωπικό ηρωισμό να πάει να βρει το βασιλιά και να ρισκάρει τη ζωή της για χάρη του λαού της, η θέση της παρέμεινε ταπεινή και το θάρρος της στηριζόταν περισσότερο στην εμπιστοσύνη που είχε στο Θεό παρά στον εαυτό της. Το άσμα του Μωυσή μετά τη θαυμαστή έξοδο των Ιουδαίων από την Αίγυπτο, που ήταν αποθηκευμένο στην ιστορική μνήμη κάθε Ιουδαίου, δεν αποκλείεται να ήρθε και στης Εσθήρ τη θύμηση: «Ο Κύριος είναι η δύναμίς μου και το άσμα μου, και εστάθη η σωτηρία μου∙ αυτός είναι Θεός μου και θέλω δοξάσει αυτόν∙ ο Θεός του πατρός μου, και θέλω υψώσει αυτόν∙ ο Κύριος είναι δυνατός πολεμιστής∙ Κύριος το όνομα αυτού» (Έξοδος 15/2).
Ένα μόνο πράγμα ζήτησε η Εσθήρ από το Μαρδοχαίο: να μεσολαβήσουν για κείνη στο Θεό όλοι οι Ιουδαίοι που ήταν στα Σούσα και να νηστέψουν επί τρεις μέρες πριν αυτή φέρει το θέμα στο βασιλιά. Το αίτημα αυτό της νηστείας ήταν απόλυτα σύμφωνο με τις επιταγές του Θεού για την ταπεινή θέση από την οποία η ανθρώπινη καρδιά πρέπει να εκζητήσει το Θεό. Στον προφήτη Ιωήλ, για παράδειγμα, βλέπουμε ότι ο Θεός παραγγέλνει σχετικά τα εξής: «Και τώρα διά τούτο, λέγει Κύριος, επιστρέψατε προς εμέ εξ όλης της καρδίας υμών, και εν νηστεία, και εν κλαυθμώ και εν πένθει» (Ιωήλ 2/12).
Η νηστεία βέβαια δεν έχει την έννοια ότι με τη στέρηση τροφής ο άνθρωπος προσφέρει «κάτι» στο Θεό ως αντάλλαγμα της εύνοιας που ζητάει, γιατί μετά την πτώση του ο άνθρωπος έχει τα χέρια του αδειανά και δεν μπορεί τίποτε απολύτως να προσφέρει στο Θεό. Όμως στη νηστεία αφενός η καρδιά έρχεται αναγκαστικά σε θέση ταπείνωσης και αφετέρου, επειδή κάθε έννοια για επιβίωση μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, η επικοινωνία με το Θεό παίρνει την πρώτη θέση και γίνεται έτσι πιο άμεση και ανεμπόδιστη. Και, φυσικά, ουδέποτε μπορεί να γίνει η νηστεία τύπος κενός και να χρησιμοποιηθεί για να στηρίξει την υπερηφάνεια εκείνου που νηστεύει. Γιαυτό ο Χριστός συμβουλεύει όσους νηστεύουν να νίψουν το πρόσωπό τους και ν’ αλείψουν το κεφάλι τους με λάδι, έτσι ώστε να μην υπάρχει κανένας πειρασμός επίδειξης στους άλλους ανθρώπους, αλλά το γεγονός ότι νηστεύουν να το γνωρίζει μόνο ο Ουράνιος Πατέρας τους που βλέπει τα κρύφια των καρδιών (Ματθαίος 6/16-18).
Την ίδια άσκηση ταπείνωσης με τη νηστεία θα έκανε κι η Εσθήρ, είπε, καθώς και οι κοπέλες που την υπηρετούσαν. Στη βοήθεια του Θεού λοιπόν με την πνευματική στήριξη των Ιουδαίων και τη δική της προσωπική επίκληση του Θεού και νηστεία βασίστηκε ολοκληρωτικά η Εσθήρ κι αυτή η εμπιστοσύνη της στις αιώνιες υποσχέσεις του Θεού είν’ εκείνη που την ικάνωσε να πει το περίφημο «και τότε αν χαθώ, ας χαθώ» και να προχωρήσει στο τόλμημά της. Όχι στην προσωπική της ηρωική θέληση. Όσο για το Μαρδοχαίο, ο Λόγος του Θεού μάς λέει ότι έκανε όλα όσα τον «πρόσταξε» η Εσθήρ, αυτός που ως τώρα ήταν εκείνος που «πρόσταζε» την Εσθήρ τι να κάνει κι εκείνη τον υπάκουε.
Πραγματικά, την τρίτη μέρα από τότε που άρχισε η μεσολάβηση των Ιουδαίων στο Θεό για την Εσθήρ και η δική της προσευχή και νηστεία, ντύθηκε τη βασιλική της στολή και ήρθε και παρουσιάστηκε απρόσκλητη στο βασιλιά Ασσουήρη. Κι εκείνος δεν οργίστηκε. Αντίθετα, την έλουσε με χάρη και της έτεινε το χρυσό σκήπτρο, το οποίο η Εσθήρ άγγιξε στην κορφή κι ήταν αυτό η συμβολική επιβεβαίωση ότι απ’ το βασιλιά ρέει χάρη και έλεος προς τους ευνοουμένους του που, όταν εκείνοι αποδέχονται αυτό το δώρο, τότε γίνεται δικό τους και το απολαμβάνουν και το χαίρονται. Έτσι ακριβώς έγινε και με την Εσθήρ που δεν τιμωρήθηκε, αλλά βρήκε χάρη στα μάτια του Πέρση βασιλιά.
Στη συνέχεια, όπως ήταν αναμενόμενο, ο Ασσουήρης ρώτησε την Εσθήρ τι είναι εκείνο που θέλει να του ζητήσει ενώ συγχρόνως της υποσχέθηκε πως ό,τι και να είναι αυτό που επιθυμεί, εκείνος θα της το δώσει, μέχρι και το μισό του βασίλειο. Η προσφορά του ήταν συγκινητική και εξαιρετικά γενναιόδωρη, αλλά συγχρόνως και βιβλική όταν δίνεται από σύζυγο σε σύζυγο, πέρα για πέρα βιβλική κι ας μην ήταν πιστός ο Ασσουήρης. Διότι ο Θεός αυτή ακριβώς τη σχέση έδωσε εντολή να υπάρχει ανάμεσα στο ζευγάρι: να είναι οι δύο σαν ένα. Αν θυμηθεί κανείς πώς έβλεπε ο Ασσουήρης την πρώτη του γυναίκα, την Αστίν σαν κάτι που ήθελε να επιδείξει στους φίλους του και πώς νιώθει τώρα για την Εσθήρ, σαν σύντροφο ζωής που θέλει μαζί της να μοιραστεί το βασίλειό του, καταλαβαίνει τη διαφορά. Η Εσθήρ ήταν όχι απλώς μία βασίλισσα στο παλάτι του Ασσουήρη αλλά η βασίλισσα.
Η απάντηση όμως της Εσθήρ στην ερώτηση του βασιλιά για το αίτημά της δεν ήταν, όπως θα το περίμενε κανείς, άμεσα επί του θέματος, δεν αφορούσε δηλαδή το διάταγμα το σχετικό με την εξόντωση των Ιουδαίων. Πρώτα η Εσθήρ προτίμησε να καλέσει το βασιλιά σε γεύμα που είχε η ίδια ετοιμάσει. Και παραδόξως και... τον Αμάν! Και έτσι κι έγινε. Κατά τη διάρκεια αυτού του γεύματος ο Ασσουήρης επανέλαβε στην Εσθήρ την πρότασή του να της δώσει ό,τι επιθυμούσε, μέχρι και το μισό του βασίλειο. Εκείνη όμως για δεύτερη φορά ανέβαλε να μιλήσει επί της ουσίας και απλά επανέλαβε στους δύο υψηλούς καλεσμένους της την πρόσκληση σε γεύμα και για την επόμενη μέρα!
Η Αγία Γραφή δεν μας αναφέρει τους λόγους για τους οποίους η Εσθήρ ακολούθησε αυτή την περίεργη αναβλητική τακτική και έκανεκαι μάλιστα κατ’ επανάληψη την αναπάντεχη αυτή πρόσκληση στον Αμάν στην παρουσία του βασιλιά. Αν όμως κρίνουμε απ’ το πώς οι προσκλήσεις αυτές επηρέασαν τον Αμάν και τι φανέρωσαν στη συνέχεια για την όλη προσωπικότητά του, καθώς και όλες τις εξελίξεις που επρόκειτο ν’ ακολουθήσουν, φαίνεται πως ήταν μάλλον μέρος ενός καλοπρογραμματισμένου σχεδίου να ρίξει άπλετο φως στο χαρακτήρα και τα κίνητρα αυτού του ανθρώπου μπροστά στο βασιλιά, έτσι που τα συμπεράσματα να βγαίνουν μετά από μόνα τους ελεύθερα κι αβίαστα. Εξάλλου, αυτή η αναβλητική τακτική θα προετοίμαζε και τον ίδιο το βασιλιά για το ότι το αίτημα που είχε η Εσθήρ ήταν πολύ σπουδαίο και θα τον παρακινούσε να του δώσει την ανάλογη προσοχή, ιδίως μετά τις αποκαλύψεις για το χαρακτήρα και τα κίνητρα του Αμάν που θα ακολουθούσαν.
Πραγματικά, ο Αμάν τόσο κολακεύτηκε απ’ αυτή την πρόσκληση και τόσο το πήρε επάνω του που πήγε και το διατυμπάνισε στους φίλους του, στη γυναίκα του και στους άλλους ευγενείς και αξιωματούχους του βασιλιά, ότι δηλαδή ήταν ο μόνος καλεσμένος της βασίλισσας Εσθήρ. Όσο περισσότερο υπερηφανευόταν για την τιμή που του γινόταν, τόσο περισσότερο τον εξόργιζε που ο Μαρδοχαίος δεν τον προσκυνούσε, μέχρι που έφτασε στο σημείο να πει ότι, όσο έβλεπε το Μαρδοχαίο να κάθεται στην πύλη του βασιλιά και να μην τον προσκυνεί, τίποτε άλλο στον κόσμο δεν μπορούσε να τον ικανοποιήσει. Τότε η γυναίκα του τον συμβούλεψε, πριν πάει στο παλάτι για το δεύτερο συμπόσιο που τον είχε καλέσει η Εσθήρ, να στήσει μια ξύλινη κρεμάλα με σκοπό να κρεμάσει εκεί το Μαρδοχαίο, κι ύστερα ας πήγαινε να διασκεδάσει ήσυχος. Και ο Αμάν την άκουσε κι έκανε ακριβώς αυτό.
Εκείνη τη νύχτα όμως, που ήταν η παραμονή του δεύτερου συμπόσιου στο οποίο η Εσθήρ είχε καλέσει το βασιλιά και τον Αμάν, έτυχε να μην έχει ύπνο ο βασιλιάς και, για να διασκεδάσει την αϋπνία του, διέταξε να φέρουν να του διαβάσουν το βιβλίο με τα χρονικά του παλατιού το οποίο διηγείτο τα γεγονότα σαν ημερολόγιο. Εκεί, μεταξύ άλλων, ήταν γραμμένο και ότι ο Μαρδοχαίος, μέσω της Εσθήρ, είχε εγκαίρως προειδοποιήσει το βασιλιά για την εναντίον του συνωμοσία, πράγμα που είχε σαν αποτέλεσμα να του σώσει τη ζωή. Απορημένος που δεν διαβάστηκε μετά απ’το όνομα του Μαρδοχαίου ότι του δόθηκε κάποια τιμή για την πράξη του, όπως γινόταν με όλους τους άλλους, αναρωτήθηκε ο βασιλιάς πώς είχε ανταμειφθεί γιαυτό το καλό ο Μαρδοχαίος και τότε έμαθε ότι δεν είχε γίνει καμία χειρονομία ευγνωμοσύνης προς αυτό τον άνθρωπο.
Την ίδια στιγμή ο βασιλιάς ρώτησε αν υπήρχε κάποιος αξιωματούχος στην αυλή εκείνη την πρωινή ώρα για να τον συμβουλευτεί σχετικά με το θέμα του λησμονημένου Μαρδοχαίου και διαπίστωσε ότι πραγματικά υπήρχε κι ότι αυτός δεν ήταν άλλος από τον Αμάν που είχε έρθει νωρίς, για να ζητήσει απ’ τον Ασσουήρη την άδεια να κρεμάσει το Μαρδοχαίο! Διέταξε λοιπόν ο βασιλιάς να έρθει εμπρός του ο Αμάν και τότε τον ρώτησε εκείνο που ήθελε να ρωτήσει όποιον απ’ τους ευγενείς του θα τύχαινε να βρει στο παλάτι εκείνη την ώρα, δηλαδή τη γνώμη του για το ποια τιμή πρέπει να γίνει σε άνθρωπο που ο βασιλιάς ευνοεί.
Ο Αμάν, πιστεύοντας με απόλυτη βεβαιότητα ότι το πρόσωπο που ο Ασσουήρης ήθελε να τιμήσει δεν ήταν άλλο από το δικό του, έδωσε τη γνώμη να τιμηθεί το πρόσωπο αυτό με τιμές που ήταν εξαιρετικές και μοναδικές. Ας του δοθεί βασιλική στολή σαν αυτή που φοράει ο ίδιος ο βασιλιάς, πρότεινε, και άλογο απ’ αυτά που ο βασιλιάς έχει ιππεύσει και στο κεφάλι του διάδημα. Όλα δε αυτά ας δοθούν σ’ έναν από τους πιο μεγάλους άρχοντες του βασιλιά για να τον ντύσει εκείνος κι έπειτα, αφού τον βάλει πάνω στο άλογο, ας τον περιφέρει στους δρόμους της πόλης κηρύττοντας μπροστά του τα εξής: «Να, αυτές οι τιμές δίνονται στον άνθρωπο που ο βασιλιάς επιθυμεί να τιμήσει». Ο Ασσουήρης αφού άκουσε προσεκτικά αυτά που πρότεινε ο Αμάν, συμφώνησε και τού απάντησε: «Τρέξε λοιπόν γρήγορα, πάρε τα ρούχα και το άλογο, όπως ακριβώς είπες, και τίμησε εσύ μ’ αυτά το Μαρδοχαίο, τον Ιουδαίο, που κάθεται στη βασιλική πύλη. Και μην παραλείψεις τίποτε απ’ όσα εσύ ο ίδιος πρότεινες».
Ο Αμάν, που δεν είχε βέβαια άλλη επιλογή, έκανε όλα όσα τον διέταξε ο βασιλιάς και μετά ντροπιασμένος και περίλυπος, με το κεφάλι γερτό και σκεπασμένο, γύρισε σπίτι του. Στις Παροιμίες του Σολομώντα υπάρχει μια φράση που ταιριάζει απόλυτα σε περιπτώσεις εξευτελισμού μετά από αλαζονία σαν αυτή του Αμάν. Λέει χαρακτηριστικά πως «όπου εισέλθη υπερηφανία, εισέρχεται και καταισχύνη» (11/2). Στο σπίτι του τώρα ο Αμάν πρώτα διηγήθηκε στη γυναίκα του και στους επικεφαλής του οίκου του τα σχετικά με το δημόσιο εξευτελισμό του κι ύστερα άκουσε τη συμβουλή των δικών του «σοφών», η οποία όμως θα τον βύθιζε σε ακόμα μεγαλύτερη απόγνωση: «Εάν ο Μαρδοχαίος που μπροστά του άρχισες να μειώνεσαι είναι Ιουδαίος, δεν θα τον νικήσεις, αλλά θα νικηθείς εσύ απ’ αυτόν», είπαν στον Αμάν προφητικά οι «σοφοί» του. Πόσες αλήθειες για τα πράγματα του Θεού δεν ακούει κανείς και σήμερα απ’ τα στόματα επιφανών άθεων, σαν τους «σοφούς» του Αμάν, οι οποίοι επαναστατούν μεν και αρνούνται το Θεό, αλλά δεν μπορούν παρά να ομολογήσουν την παντοδυναμία Του! Πριν όμως καλά καλά τελείωσουν οι «σοφοί» του Αμάν την προφητεία τους, ήρθε από το παλάτι η συνοδεία να πάρει τον Αμάν για το συμπόσιο που είχε ετοιμάσει η Εσθήρ και φεύγοντας έτυχε να δει ένα από τα μέλη της την ξύλινη κρεμάλα που είχε ετοιμάσει ο Αμάν για το Μαρδοχαίο.
Κατά τη διάρκεια του δείπνου ο Ασσουήρης, ανυπομονώντας να ικανοποιήσει τη βασίλισσα και να απολαμβάνει ανεμπόδιστα την εύνοια της αγαπημένης του, ξαναρώτησε την Εσθήρ ποιο ήταν το αίτημά της, επαναλαμβάνοντας την υπόσχεσή του να της δώσει ό,τι ζητήσει, μέχρι και το μισό του βασίλειο. Και τότε η Εσθήρ άφησε την απελπισία της να ξεχυθεί μπρος στο βασιλιά. Χωρίς πια άλλες αναβολές, υπονοούμενα ή πλάγιους τρόπους τού φανέρωσε παρουσία του Αμάν όλη την τραγική αλήθεια, ότι δηλαδή εκείνη κι ο λαός της, που ήταν Ιουδαίοι, πουλήθηκαν για να καταστραφούν και να εξοντωθούν ολοκληρωτικά. Όχι απλά ως δούλοι, είπε η Εσθήρ, γιατί τότε θα είχε σιωπήσει, αλλά για να θανατωθούν και να αφανιστούν. Κατάπληκτος ο βασιλιάς μπρος σ’αυτή την τρομερή αποκάλυψη τη ρώτησε ποιος ήταν εκείνος στην αυτοκρατορία του που είχε τολμήσει να κάνει κάτι τέτοιο και τότε η Εσθήρ του έδειξε τον άθλιο Αμάν που έτρωγε στο τραπέζι μαζί τους.
Η πληροφορία έπεσε σαν κεραυνός στον Ασσουήρη ο οποίος ανάστατος σηκώθηκε και βγήκε στον κήπο, ενώ ο Αμάν, εξαιρετικά ταραγμένος με τις αποκαλύψεις της βασίλισσας, έπεσε πάνω της, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη σ’ ένα ανάκλιντρο, και την παρακαλούσε να του σώσει τη ζωή επειδή, όπως σωστά υπέθετε, βρισκόταν σε τεράστιο κίνδυνο. Τη στιγμή όμως εκείνη μπήκε ο βασιλιάς από τον κήπο και νομίζοντας ότι ο Αμάν προσπαθεί να βιάσει ακόμα και τη γυναίκα του μέσα στο ίδιο του το παλάτι, οργίστηκε ακόμα περισσότερο και τον κατηγόρησε ανοιχτά γιαυτό. Την ώρα που τα καυτά αυτά λόγια του βασιλιά έβγαιναν απ’ το στόμα του, σκέπασαν το πρόσωπο του Αμάν ενώ εκείνος που τον είχε συνοδέψει από το σπίτι του στο παλάτι φανέρωσε επίσης στον Ασσουήρη ότι ο Αμάν σκόπευε να κρεμάσει το Μαρδοχαίο, τον οποίο μόλις είχε τιμήσει ο βασιλιάς. Έξαλλος ο βασιλιάς από τις απανωτές αποκαλύψεις της κακοήθειας του Αμάν διέταξε την άμεση εκτέλεσή του στην ίδια εκείνη κρεμάλα που εκείνος είχε προορίσει για το Μαρδοχαίο. Η λεπτομέρεια αυτή της τιμωρίας του Αμάν μάς φέρνει στο νου τη θεόπνευστη διατύπωση που έχει κάνει ο Δαβίδ στους Ψαλμούς για τον άνομο, ότι δηλαδή «έσκαψε λάκκον και εβάθυνεν αυτόν∙ πλην αυτός θέλει πέσει εις τον βόθρον τον οποίον έκαμεν» (7/15).
Την ημέρα εκείνη ο Ασσουήρης έδωσε στην Εσθήρ όλα τα υπάρχοντα του Αμάν και κάλεσε και το Μαρδοχαίο επειδή η βασίλισσα τού είχε φανερώσει στο μεταξύ τη συγγένεια που τους συνέδεε κι έδωσε και σ’ αυτόν ένα τιμητικό δώρο, το δαχτυλίδι που είχε παλιότερα δώσει στον Αμάν σαν σύμβολο της εμπιστοσύνης που του είχε και της εξουσίας που του μεταβίβαζε. Στη συνέχεια κι η Εσθήρ μεταβίβασε στο Μαρδοχαίο όλη την εξουσία που της είχε δώσει ο Ασσουήρης επάνω στον οίκο του Αμάν και ο Μαρδοχαίος έγινε αυτοστιγμεί όχι μόνο ένα υψηλά τιμώμενο πρόσωπο, δεύτερος μετά το βασιλιά, αλλά κι ένα εξαιρετικά πλούσιο πρόσωπο.
Κι έπειτα ξαναμίλησε η Εσθήρ στο βασιλιά και πέφτοντας στα πόδια του άρχισε να τον παρακαλεί με δάκρυα για το ουσιαστικό πια ζήτημα, δηλαδή την ανάγκη να ακυρωθεί η σκευωρία που είχε κάνει εναντίων των Ιουδαίων ο Αμάν. Για μια ακόμα φορά ο βασιλιάς τής έτεινε το χρυσό του σκήπτρο που συμβόλιζε την εύνοιά του προς αυτήν, οπότε η Εσθήρ σηκώθηκε επάνω και του ζήτησε πολύ συγκεκριμένα και ορθολογιστικά να ανακαλέσει γραπτώς το προηγούμενο διάταγμα του Αμάν, έτσι ώστε να μην αφανιστούν οι Ιουδαίοι στην περσική επικράτεια. Εκτός όμως από πρακτικά και προνοητικά, η Εσθήρ μίλησε επίσης στο βασιλιά και με τη γλώσσα της καρδιάς και του περιέγραψε τον αβάσταχτο πόνο που θα της προξενούσε ο αφανισμός της συγγένειάς της και του λαού της.
Ο Ασσουήρης δεν έδωσε διαταγή για ανάκληση του διατάγματος του Αμάν, ίσως γιατί αυτό δεν μπορούσε να γίνει στην περσική νομοθεσία, αλλά εξουσιοδότησε την Εσθήρ και το Μαρδοχαίο να συντάξουν στο όνομα του βασιλιά ένα καινούργιο διάταγμα, με όποιο περιεχόμενο νόμιζαν αυτοί, το οποίο να ανατρέπει το προηγούμενο και, αφού το σφραγίσουν με το βασιλικό δαχτυλίδι, να το στείλουν και στις εκατόν είκοσι επτά επαρχίες της Περσίας. Αυτό και έγινε. Οι γραμματείς μετέφρασαν και το καινούργιο διάταγμα, όπως ακριβώς είχε γίνει και με το προηγούμενο, σε όλες τις γλώσσες που μιλιόνταν στην επικράτεια και το έστειλαν παντού με ταχυδρόμους που ίππευαν γοργοπόδαρα ζώα και εκτελούσαν πιστά την εντολή του βασιλιά να σταλεί το καινούργιο διάταγμα κατεπειγόντως.
Σύμφωνα με το καινούργιο διάταγμα, επιτρεπόταν στους Ιουδαίους την ημέρα εκείνη, που το προηγούμενο διάταγμα όριζε να είναι η μέρα της εξόντωσής τους (τη δέκατη τρίτη μέρα του μήνα Αδάρ, δηλαδή του δωδέκατου μήνα του έτους), να υπερασπιστούν τον εαυτό τους δυναμικά και να σκοτώσουν και αφανίσουν αδιακρίτως όλους όσους τους επιτίθενται, ακόμα και να πάρουν την περιουσία τους λάφυρο. Αυτά έλεγε το δεύτερο διάταγμα που εκδόθηκε στα Σούσα από το βασιλιά Ασσουήρη αλλά που στην ουσία ήταν έργο της Εσθήρ και του ξαδέλφου της Μαρδοχαίου.
Όσο για το Μαρδοχαίο, όταν τον είδαν οι Ιουδαίοι στα Σούσα με τη βασιλική στολή και όλα τα μεγαλοπρεπή στολίσματα που τη συνόδευαν, ταυτίστηκαν με την τύχη του κι η χαρά τους ήταν τόσο μεγάλη σαν να είχαν οι ίδιοι γλιτώσει, σωθεί και τιμηθεί. Η ίδια χαρά και αγαλλίαση πλημμύρισε τους Ιουδαίους και σ’ όλη την Περσία, όπου έφτανε το δεύτερο διάταγμα του βασιλιά. Και όσοι δεν ήταν Ιουδαίοι, αλλά έβλεπαν αυτή τη σωτηρία που έκανε ο Θεός για το λαό Του, θαύμαζαν και την απέδιδαν αποκλειστικά στο Θεό, τόσο που πολλοί ζήτησαν κι έγιναν Ιουδαίοι, γιατί φανερώθηκε η δύναμη του Θεού μπρος στα μάτια τους και διότι ο φόβος του Θεού με την έννοια του σεβασμού για την Αγιότητα και Μεγαλοσύνη Του άγγιξε βαθιά την καρδιά τους. Όπως είπε κι ο Δαβίδ στους Ψαλμούς, κι εκείνοι που δεν γνωρίζουν το Θεό «θέλουσιν ιδεί πολλοί, και θέλουσι φοβηθή, και θέλουσιν ελπίσει επί Κύριον» (40/4).
Η Εσθήρ ήταν Ιουδαία, ανήκε δηλαδή στο λαό του Ισραήλ που πριν έξι περίπου χιλιάδες χρόνια διάλεξε ο Θεός να τον κάνει δικό Του και από τον οποίο προήλθε ο Χριστός, τον οποίο ο Θεός, σύμφωνα με το προαιώνιο Σχέδιό Του, έστειλε στον κόσμο να πληρώσει Αυτός με το αίμα Του για την αμαρτία του ανθρώπου, έτσι ώστε πιστεύοντας σ’ Αυτόν ο άνθρωπος να σωθεί. Και ήταν η Εσθήρ μια κοπέλα με ξεχωριστή ομορφιά και πολλές αρετές που μια απ’ τις σπουδαιότερες ήταν το θάρρος να τολμήσει να εμπιστευτεί το Θεό και, με κίνδυνο της ζωής της, να υπηρετήσει το έργο Του σε μια δύσκολη αποστολή.
Στην Αγία Γραφή, που είναι ο Λόγος του Θεού γραμμένος με το χέρι ανθρώπων και την έμπνευση του Θεού, την ιστορία της Εσθήρ τη διαβάζουμε στο βιβλίο που έχει για τίτλο το όνομά της, ΕΣΘΗΡ, και βρίσκεται στην Παλαιά Διαθήκη. Εκεί συναντάμε την Εσθήρ μαζί με πολλές άλλες όμορφες κοπέλες στο παλάτι του βασιλιά Ασσουήρη στα Σούσα της Περσίας. Το πώς βρέθηκε εκεί μια εβραιοπούλα είναι μια άλλη ιστορία.
Οι Βαβυλώνιοι με το βασιλιά τους Ναβουχοδονόσορα είχαν προηγουμένως (το 586 π. Χ.) κυριέψει την Ιερουσαλήμ και πάρει μαζί τους στην πατρίδα τους χιλιάδες Ιουδαίους αιχμαλώτους. Πενήντα όμως χρόνια περίπου αργότερα η Βαβυλωνία κυριεύτηκε από την Περσία που εκείνη την εποχή ήταν η πιο μεγάλη αυτοκρατορία στην Ασία. Έτσι πολλοί Ιουδαίοι βρέθηκαν να κατοικούν ή να έχουν μεταφερθεί στην περσική αυτοκρατορία.
Το τρίτο έτος της βασιλείας του ο βασιλιάς Ασσουήρης έκανε μια μεγάλη γιορτή για όλους τους ευγενείς και αξιωματούχους του στην οποία παρευρέθηκαν και πολλοί άλλοι σημαντικοί παράγοντες της Περσίας και της Μηδίας. Για εκατόν ογδόντα ολόκληρες μέρες ο βασιλιάς έδειχνε σε όλους τα αμύθητα πλούτη του με μεγάλη περηφάνεια. Μετά την επίδειξη ακολούθησε επταήμερο συμπόσιο στον κήπο του βασιλικού παλατιού στο οποίο ήταν καλεσμένοι όλοι οι κάτοικοι της πόλης, μικροί και μεγάλοι. Το συμπόσιο είχε οργανωθεί με κάθε μεγαλοπρέπεια. Ο κήπος είχε διακοσμηθεί με παραπετάσματα θαλασσιά, πράσινα και λευκά που τα συγκρατούσαν σκοινιά σε χρώμα βυσσινί τα οποία ήταν περασμένα από ασημένιους κρίκους και στερεωμένα στις μαρμάρινες κολώνες. Το δάπεδο ήταν διακοσμημένο με πολύτιμες πέτρες και τα ανάκλιντρα που πάνω τους θα κάθονταν οι καλεσμένοι ήταν από χρυσάφι και ασήμι ενώ οι κούπες για το κρασί ήταν χρυσές κι αλλιώτικες η μία απ’ την άλλη. Συγχρόνως, η γυναίκα του βασιλιά Ασσουήρη, η όμορφη βασίλισσα Αστίν, έκανε κι εκείνη δεξίωση για τις γυναίκες στα διαμερίσματά της.
Την έβδομη μέρα της γιορτής, όταν η καρδιά του Ασσουήρη είχε έρθει σε ευθυμία απ’ το κρασί, πρόσταξε να φέρουν ενώπιόν του τη βασίλισσα φορώντας το βασιλικό της στέμμα, για να την επιδείξει στους καλεσμένους του, έτσι όμορφη που ήταν. Αλλά η βασίλισσα Αστίν αρνήθηκε να πάει και ο βασιλιάς οργίστηκε τόσο που έβραζε από θυμό. Έπειτα, όπως συνηθιζόταν για θέματα σχετικά με τη δικαιοσύνη και το νόμο, κάλεσε ο Ασσουήρης τους ειδικούς γιαυτά τα ζητήματα, τους «σοφούς» του, να τους ρωτήσει πώς έπρεπε να αντιμετωπιστεί η άρνηση της Αστίν.
Ο Λόγος του Θεού δεν μας αναφέρει την αιτία για την οποία η βασίλισσα Αστίν αρνήθηκε να πάει στη γιορτή και μένει σ’εμάς ν’ αναρωτηθούμε αν η στάση της οφειλόταν σε ανυπακοή στο βασιλιά απλά και μόνο από πείσμα ή στην ένστασή της να τη χρησιμοποιήσει εκείνος ως μέσο επίδειξης με όποιους τυχόν τρόπους επρόκειτο να γίνει αυτό που ίσως να μην ήταν προς τιμήν της. Αν λάβουμε υπόψη μας την πληροφορία που μας δίνει ο ιστορικός Ιώσηππος όσον αφορά τη συμπεριφορά της Αστίν, ότι δηλαδή οι περσικοί νόμοι απαγόρευαν στη γυναίκα να επιδεικνύεται σε ξένους, θα κλίνουμε μάλλον προς τη δεύτερη εξήγηση. Όπως και να’χει όμως το θέμα, οι «σοφοί» του παλατιού με τη φωνή του Μεμουκάν απάντησαν πως η ανυπακοή της Αστίν αποτελούσε προσβολή κατά του προσώπου του βασιλιά αλλά και «κακό παράδειγμα» για όλες τις δέσποινες των αξιωματούχων, επειδή μπορεί να μιμούνταν τη βασίλισσα κάνοντας έτσι να πολλαπλασιαστεί η ανυπακοή των γυναικών, καθώς και η οργή των ευγενών, όταν θα έρχονταν αντιμέτωποι με το προβλημα της έλλειψης σεβασμού προς το πρόσωπό τους. Συμβούλεψαν λοιπόν τον Ασσουήρη να βγάλει ένα διάταγμα, το οποίο μάλιστα να είναι απρόσβλητο και να γίνει και νόμος της επικράτειας, σύμφωνα με το οποίο η Αστίν να παύεται από βασίλισσα και να μην έχει πια το δικαίωμα να ξαναπαρουσιαστεί ενώπιον του βασιλιά. Όσο για τον ίδιο το βασιλιά, του πρότειναν να δώσει τον τίτλο και την τιμή της βασίλισσας σε άλλη.
Ο βασιλιάς και οι ευγενείς του έμειναν πολύ ικανοποιημένοι απ’αυτή τη συμβουλή των «σοφών», η οποία έγινε αμέσως πράξη και μάλιστα το διάταγμα μεταφράστηκε στη γλώσσα όλων των λαών τους οποίους έκλεινε μέσα της η περσική αυτοκρατορία, η οποία εκείνη την εποχή ήταν πολύ μεγάλη και εκτεινόταν από τις Ινδίες ως την Αιθιοπία. Όταν τώρα κάποτε ο Ασσουήρης πεθύμησε την Αστίν, χωρίς βέβαια να έχει ξεχάσει πως της είχε απαγορέψει να έρχεται στο παλάτι, το περιβάλλον του τού σύστησε να διατάξει να μαζευτούν στα Σούσα απ’ όλη την επικράτεια όμορφες νεαρές κοπέλες από τις οποίες να διαλέξει ποια θα έκανε βασίλισσα στη θέση της Αστίν.
Εκείνη την εποχή έτυχε να βρίσκεται στα Σούσα ένας Ιουδαίος, μέτοικος κι αυτός απ’την Ιερουσαλήμ, που λεγόταν Μαρδοχαίος και είχε μια μικρή ξαδέλφη κόρη του θείου του που ήταν πάρα πολύ όμορφη και την έλεγαν Αδασσά ή Εσθήρ. Η Εσθήρ ήταν ορφανή από πατέρα και μητέρα και την είχε αναθρέψει ο ξάδελφός της, ο Μαροδοχαίος, σαν να ήταν θυγατέρα του. Και αυτή λοιπόν τη νεαρή κοπέλα, σύμφωνα με τη βασιλική διαταγή, πήραν στο παλάτι οι άνθρωποι του Ασσουήρη και την έβαλαν, όπως κι όλες τις άλλες, να τη φυλάει ο Ηγαΐ ώσπου να κάνει τον κύκλο των απαραίτητων προετοιμασιών προκειμένου να εμφανιστεί ενώπιον του βασιλιά.
Η Εσθήρ και απ’ αυτή ακόμα τη θέση των παρασκηνίων έδειξε ότι μπορούσε να κερδίζει την εύνοια των ανθρώπων, τόσο με την ομορφιά της όσο και με την ταπεινή και απλή καρδιά της, του Ηγαΐ πρώτα που της έδωσε το καλύτερο μέρος στα διαμερίσματα των γυναικών και επτά κορίτσια να την υπηρετούν αλλά και πολλών άλλων που, όταν τη γνώριζαν, τη συμπαθούσαν. Για παράδειγμα, όταν ήρθε η ώρα να παρουσιαστεί ενώπιον του βασιλιά και μπορούσε, σύμφωνα με το έθιμο, να ζητήσει να πάρει μαζί της στο παλάτι ό,τι ήθελε, η Εσθήρ δεν ζήτησε τίποτε περισσότερο απ’ ό,τι της παραχώρησε ο φύλακας των γυναικών, κάτι που θεωρήθηκε προς τιμήν της.
Ακολουθώντας όμως πιστά τη συμβουλή του Μαρδοχαίου η Εσθήρ δεν μαρτύρησε σε κανέναν την εθνικότητά της, ότι δηλαδή ήταν Ιουδαία και πίστευε στον Ένα, Αληθινό και Ζωντανό Θεό και όχι στα είδωλα, όπως έκανε όλος ο άλλος κόσμος της εποχής εκείνης εκτός απ’ τους Ιουδαίους. Ο Μαρδοχαίος, προφανώς ανήσυχος για την Εσθήρ, πήγαινε κάθε μέρα έξω από τα διαμερίσματά της να δει πώς τα πηγαίνει η κοπέλα και πώς διαγραφόταν η τύχη της.
Κάποτε ήρθε και η σειρά της Εσθήρ να παρουσιαστεί ενώπιον του βασιλιά. Η ομορφιά του προσώπου και της ψυχής της ήταν τέτοια που ο Πέρσης μονάρχης την ερωτεύτηκε αμέσως και την αγάπησε πάρα πολύ, περισσότερο από κάθε άλλη γυναίκα. Της έβαλε λοιπόν το στέμμα στο κεφάλι της και την έκανε βασίλισσά του κι ας είναι τελικά η ενάρετη γυναίκα όπως ήταν η Εσθήρ εκείνη που γίνεται το «στεφάνι» του άντρα της, όπως μας λέει κι ο Σολομώντας στο βιβλίο της σοφίας του (Παροιμίες 12/4).
Ο Ασσουήρης τώρα για να γιορτάσει τους γάμους του με την Εσθήρ έκανε ένα μεγάλο συμπόσιο, το λεγόμενο «συμπόσιο της Εσθήρ», για όλους τους ευγενείς και αξιωματούχους του, κήρυξε τη μέρα αυτή μέρα γιορτής και αργίας για όλη την επικράτεια και χάρισε δώρα με βασιλική μεγαλοπρέπεια.
Η Εσθήρ και μετά τη στέψη της ως βασίλισσα δεν φανέρωσε σε κανέναν ούτε την εθνικότητά της ούτε το οικογενειακό της δέντρο, όπως ακριβώς την είχε συμβουλέψει ο Μαρδοχαίος τις οδηγίες του οποίου εξακολουθούσε να τηρεί πιστά. Όσο για το Μαροδοχαίο, σύχναζε πάντα στη βασιλική πύλη. Ποιος ξέρει τι να σκεφτόταν αυτή η μοναχική φιγούρα. Ίσως συλλογιζόταν το παράδοξο να είναι βασίλισσα ενός τόσο σπουδαίου ειδωλολατρικού κράτους μια Ιουδαία. Ίσως αναρωτιόταν για τα σχέδια του Θεού που τοποθέτησε την Εσθήρ σε τέτοια θέση. Ή ίσως απλά παρακολουθούσε την κίνηση... Ό,τι άλλο όμως και να’χε στο νου του, σίγουρα παρατηρούσε την κίνηση, γιατί κάποτε πήρε το αυτί του μια συνωμοσία που έκαναν εναντίον του βασιλιά δύο από τους ανθρώπους του που φύλαγαν την πύλη και έσπευσε να το πει στην Εσθήρ. Εκείνη, με τη σειρά της, το ανέφερε στο βασιλιά, χωρίς βέβαια να παραλείψει ότι αυτή την πληροφορία, που τελικά του έσωσε τη ζωή, την είχε δώσει ο Μαρδοχαίος. Ο βασιλιάς ερεύνησε το ζήτημα κι όταν αποδείχτηκε ότι αυτό ήταν πραγματικά σωστό, τιμώρησε με θάνατο τους συνωμότες, ενώ το όλο περιστατικό και ο ρόλος του Μαρδοχαίου διέταξε να γραφτεί στα χρονικά του παλατιού που δεν θα μπορούσε ποτέ να αμφισβητηθεί.
Μετά απ’αυτά τα γεγονότα έτυχε ν’ανεβάσει ο βασιλιάς σε μεγάλο αξίωμα στην επικράτεια, παραπάνω απ’ όλους τους άλλους ευγενείς, έναν απ’ τους ευγενείς του παλατιού του, τον Αμάν, μπροστά στον οποίο διέταξε να υποκλίνονται όλοι ανεξαιρέτως. Ο Μαρδοχαίος όμως, που ως Ιουδαίος πίστευε ότι μόνο το Θεό πρέπει να προσκυνούν και να λατρεύουν οι άνθρωποι, αρνιόταν να προσκυνήσει τον Αμάν. Οι άνθρωποι του βασιλιά τον ρωτούσαν συνέχεια γιατί δεν προσκυνούσε τον Αμάν, αλλ’ εκείνος δεν άλλαζε τακτική μέχρι που κάποτε το είπαν και στον ίδιο τον Αμάν, για να δουν αν έστεκε η δικαιολογία του Μαρδοχαίου για την άρνησή του, ότι δηλαδή ο λαός του λάτρευε και προκυνούσε μόνο τον Ένα και Αληθινό Θεό και όχι ανθρώπους.
Ο Αμάν τότε, ο οποίος ήταν Αμαληκίτης, δηλαδή από λαό της Χαναάν που μισούσε τους Ιουδαίους, γιατί είχαν κυριέψει το έθνος του, οργίστηκε πολύ και θέλησε να τιμωρήσει όχι μόνο το Μαρδοχαίο, πράγμα που κατά τη γνώμη του θα ήταν λίγο, αλλά και όλους τους Ιουδαίους που ζούσαν στην περσική επικράτεια. Να τον προσκυνούν οι Πέρσες, ένας ελεύθερος λαός, και να μην το προσκυνούν οι Ιουδαίοι, που τους είχαν φέρει δούλους απ’ την Ιερουσαλήμ, ήταν εντελώς αδιανόητο για κείνον! Εννοείται ότι δεν ήξερε ο Αμάν ούτε πως και η Εσθήρ ήταν Ιουδαία ούτε για την ευγνωμοσύνη που χρωστούσε ο Ασσουήρης στο Μαρδοχαίο, επειδή του είχε σώσει τη ζωή.
Έτσι έφεραν κι έριξαν κλήρο εμπρός στον Αμάν για να προσδιοριστεί το πότε ακριβώς θα γινόταν η τιμωρία αυτού του «ανυπάκοου λαού» και ο κλήρος έπεσε στο μήνα Αδάρ, που είναι ο δωδέκατος μήνας του ημερολογίου. Τότε ο εχθρός των Ιουδαίων, ο Αμάν, είπε στο βασιλιά το σχέδιο που είχε να εξοντώσει ολόκληρο «εκείνο το λαό» εξηγώντας του ότι υπάρχει στο βασίλειό του ένας λαός που επιμένει να είναι ξεχωριστός απ’όλους τους άλλους: έχει διαφορετικούς νόμους και δεν συμμορφώνεται με τους νόμους της επικράτειας. Ζήτησε λοιπόν ο Αμάν από τον Ασσουήρη να βγάλει ένα διάταγμα για να καταστραφεί αυτός λαός και υποσχέθηκε σε αντάλλαγμα να πληρώσει στο θησαυροφυλάκιο του βασιλιά δέκα χιλιάδες ασημένια τάλαντα, αφού φυσικά ο Πέρσης μονάρχης θα έχανε εισόδημα με την καταστροφή τόσων ανθρώπων που ζούσαν στην επικράτειά του. Τότε ο Ασσουήρης έβγαλε απ’το χέρι του το δαχτυλίδι του και το έδωσε στον Αμάν μεταβιβάζοντάς του εξουσία μ’ αυτή τη συμβολική πράξη. Έπειτα του είπε: «Κράτα τα χρήματα για τον εαυτό σου και κάνε με το λαό αυτό ό,τι νομίζεις ότι είναι καλό να γίνει».
Αμέσως μαζεύτηκαν οι γραμματείς του βασιλιά να συντάξουν το διάταγμα και να το στείλουν σε όλους τους διοικητές των διάφορων επαρχιών και τους άρχοντες όλων των λαών μεταφρασμένο κι αυτό στην κάθε ξένη γλώσσα που μιλιόταν στο βασίλειο. Αφού λοιπόν βγήκε το διάταγμα στο όνομα του βασιλιά Ασσουήρη και σφραγίστηκε με το δαχτυλίδι του, που τώρα είχε στην κατοχή του ο Αμάν, στάλθηκε με ταχυδρόμους παντού. Η εντολή που περιείχε ήταν η εξης: να καταστρέψουν, σκοτώσουν και αφανίσουν όλους τους Ιουδαίους μικρούς και μεγάλους σε μία μέρα, τη δέκατη τρίτη μέρα του μήνα Αδάρ, που ήταν ο δωδέκατος μήνας του έτους, και όλα τα υπάρχοντά τους να τα πάρουν λάφυρα. Αντίγραφο του διατάγματος, που είχει ισχύ νόμου, έπρεπε να σταλεί σε κάθε επαρχία και να γίνει γνωστό το περιεχόμενό του σε όλους τους λαούς, για να είναι προετοιμασμένοι για κείνη τη σκοτεινή ημέρα. Οι αγγελιοφόροι έτρεξαν να εκτελέσουν την εντολή του βασιλιά και ο Ασσουήρης με τον Αμάν κάθισαν να φάνε και να πιούνε. Αλλά στα Σούσα όλη η πόλη ήταν ανάστατη.
Ο Μαρδοχαίος, συνειδητοποιώντας αμέσως το μέγεθος της καταστροφής που σήμαινε αυτό το διάταγμα, έσκισε τα ρούχα του απ’τον πόνο της ψυχής του, φόρεσε ένδυμα πένθους και βγήκε στην πόλη κλαίγοντας γοερά. Έφτασε και μέχρι τη βασιλική πύλη, την οποία όμως δεν επιτρεπόταν να διαβεί με τέτοιο ντύσιμο. Στο μεταξύ και σ’ όλες τις επαρχίες που έφτασε αυτό το διάταγμα έγινε αιτία πένθους και νηστείας για τους Ιουδαίους, οι οποίοι έκλαιγαν με λυγμούς, ενώ πολλοί απ’ αυτούς σκεπαζαν το σώμα τους με πένθιμο ρούχο κι έριχναν επάνω τους στάχτες.
Οι γυναίκες που υπηρετούσαν τη βασίλισσα Εσθήρ τής είπαν για το Μαρδοχαίο κι η καρδιά της ράγισε απ’ τον πόνο. Του έστειλε αμέσως ρούχα για να βγάλει από πάνω του το πένθιμο ένδυμα, αλλ’ εκείνος αρνήθηκε. Έπειτα η Εσθήρ έστειλε τον Αθάχ, που ήταν ταγμένος στην υπηρεσία της, να πάει να μάθει απ’ το Μαρδοχαίο για ποιο λόγο γινόταν τόσο βαρύ πένθος. Τότε ο Μαρδοχαίος φανέρωσε στον απεσταλμένο της Εσθήρ ολόκληρη την πλεκτάνη του Αμάν, καθώς και το ποσό που είχε προσφέρει στον Ασσουήρη προκειμένου να εξοντώσει τους Ιουδαίους. Μάλιστα του έδωσε και αντίγραφο του φοβερού διατάγματος, για να το δείξει στην Εσθήρ και να της παραγγείλει ότι ήταν ανάγκη να πάει μ’ αυτό στο βασιλιά και να του ζητήσει χάρη για το λαό της.
Ο Λόγος του Θεού δεν μας λέει πώς ένιωσε η Εσθήρ μαθαίνοντας αυτά τα τραγικά νέα για το λαό της. Εκείνο που μας αναφέρει είναι για το μεγάλο φόβο που αισθάνθηκε στη σκέψη να παρουσιαστεί απρόσκλητη ενώπιον του βασιλιά, όπως τη συμβούλευε ο Μαρδοχαίος πράγμα που ήταν τελείως απαγορευμένο. Κάτι τέτοιο μπορεί να της στοίχιζε και την ίδια τη ζωή της. Αυτά της τα αισθήματα φόβου λοιπόν παράγγειλε με τη σειρά της στο Μαρδοχαίο θυμίζοντάς του ότι υπήρχε στην αυτοκρατορία ο αυστηρός εκείνος νόμος που η παράβασή του τιμωρείτο με θάνατο και λέγοντάς του με απόγνωση ότι εκείνη δεν είχε προσκληθεί από το βασιλιά εδώ κι ένα μήνα.
Η πρώτη αντίδραση του Μαρδοχαίου στην απάντηση της Εσθήρ ήταν περισσότερο αυστηρή και επικριτική παρά ενθαρρυντική και στηρικτική, παρόλο που ήταν πέρα για πέρα ρεαλιστική: «Μη νομίζεις, Εσθήρ, ότι επειδή είσαι στο παλάτι του βασιλιά, εσύ είσαι σε καλύτερη μοίρα απ’ τους άλλους Ιουδαίους». Αυτό, ίσως σκέφτηκε, θα συγκλόνιζε την Εσθήρ και θα της ξυπνούσε αισθήματα για την κοντινή σχέση που είχε με το λαό της αφού, πέρα από την κοινή πίστη που τη συνέδεε με τους Ιουδαίους, τη συνέδεαν επίσης εξαιτίας ακριβώς αυτής της πίστης και κοινή τύχη, κοινοί κίνδυνοι, θανάσιμοι κίνδυνοι.
Αλλά ο Μαρδοχαίος παράγγειλε στην Εσθήρ και κάτι άλλο που δεν είχε άμεση σχέση με τα εξωτερικά γεγονότα αλλά με τα προαιώνια σχέδια του Θεού για τα παιδιά Του και μάλιστα για το καθένα ξεχωριστά: της μίλησε για το ρόλο που έχουν οι άνθρωποι στην εκπλήρωση των θεϊκών σχεδίων και για το δικό της ρόλο. Πριν κάνει όμως αυτό, προνόησε να της θυμίσει ότι δεν θα πρέπει ποτέ να νομίσει ότι η ίδια είναι τόσο σπουδαία που να εξαρτάται απ’ αυτήν και μόνο η τύχη του λαού του Θεού, γιατί Εκείνος είναι Παντοδύναμος και, ακόμα κι αν αυτή δεν δεχόταν να μεσολαβήσει στο βασιλιά για τους Ιουδαίους, μπορούσε να ξεσηκώσει άλλους ανθρώπους να υπηρετήσουν τα σχέδιά Του, έτσι ώστε να προστατευτεί ο λαός Του. Ωστόσο, ας μην ξεχνά η Εσθήρ, πρόσθεσε στο τέλος ο Μαρδοχαίος αγγίζοντας διακριτικά αλλά ουσιαστικά τον πυρήνα του θέματος, την πιθανότητα να είχε γίνει βασίλισσα ενός τόσο δυνατού κράτους σαν την Περσία ακριβώς για να υπηρετήσει τα σχέδια του Θεού αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή.
Από κείνη την ώρα και μετά η θέση της Εσθήρ άλλαξε, λες κι οι ανθρώπινοι φόβοι πέρασαν μονομιάς σε δεύτερη μοίρα. Όχι πως ένιωσε κανένα προσωπικό ηρωισμό να πάει να βρει το βασιλιά και να ρισκάρει τη ζωή της για χάρη του λαού της, η θέση της παρέμεινε ταπεινή και το θάρρος της στηριζόταν περισσότερο στην εμπιστοσύνη που είχε στο Θεό παρά στον εαυτό της. Το άσμα του Μωυσή μετά τη θαυμαστή έξοδο των Ιουδαίων από την Αίγυπτο, που ήταν αποθηκευμένο στην ιστορική μνήμη κάθε Ιουδαίου, δεν αποκλείεται να ήρθε και στης Εσθήρ τη θύμηση: «Ο Κύριος είναι η δύναμίς μου και το άσμα μου, και εστάθη η σωτηρία μου∙ αυτός είναι Θεός μου και θέλω δοξάσει αυτόν∙ ο Θεός του πατρός μου, και θέλω υψώσει αυτόν∙ ο Κύριος είναι δυνατός πολεμιστής∙ Κύριος το όνομα αυτού» (Έξοδος 15/2).
Ένα μόνο πράγμα ζήτησε η Εσθήρ από το Μαρδοχαίο: να μεσολαβήσουν για κείνη στο Θεό όλοι οι Ιουδαίοι που ήταν στα Σούσα και να νηστέψουν επί τρεις μέρες πριν αυτή φέρει το θέμα στο βασιλιά. Το αίτημα αυτό της νηστείας ήταν απόλυτα σύμφωνο με τις επιταγές του Θεού για την ταπεινή θέση από την οποία η ανθρώπινη καρδιά πρέπει να εκζητήσει το Θεό. Στον προφήτη Ιωήλ, για παράδειγμα, βλέπουμε ότι ο Θεός παραγγέλνει σχετικά τα εξής: «Και τώρα διά τούτο, λέγει Κύριος, επιστρέψατε προς εμέ εξ όλης της καρδίας υμών, και εν νηστεία, και εν κλαυθμώ και εν πένθει» (Ιωήλ 2/12).
Η νηστεία βέβαια δεν έχει την έννοια ότι με τη στέρηση τροφής ο άνθρωπος προσφέρει «κάτι» στο Θεό ως αντάλλαγμα της εύνοιας που ζητάει, γιατί μετά την πτώση του ο άνθρωπος έχει τα χέρια του αδειανά και δεν μπορεί τίποτε απολύτως να προσφέρει στο Θεό. Όμως στη νηστεία αφενός η καρδιά έρχεται αναγκαστικά σε θέση ταπείνωσης και αφετέρου, επειδή κάθε έννοια για επιβίωση μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, η επικοινωνία με το Θεό παίρνει την πρώτη θέση και γίνεται έτσι πιο άμεση και ανεμπόδιστη. Και, φυσικά, ουδέποτε μπορεί να γίνει η νηστεία τύπος κενός και να χρησιμοποιηθεί για να στηρίξει την υπερηφάνεια εκείνου που νηστεύει. Γιαυτό ο Χριστός συμβουλεύει όσους νηστεύουν να νίψουν το πρόσωπό τους και ν’ αλείψουν το κεφάλι τους με λάδι, έτσι ώστε να μην υπάρχει κανένας πειρασμός επίδειξης στους άλλους ανθρώπους, αλλά το γεγονός ότι νηστεύουν να το γνωρίζει μόνο ο Ουράνιος Πατέρας τους που βλέπει τα κρύφια των καρδιών (Ματθαίος 6/16-18).
Την ίδια άσκηση ταπείνωσης με τη νηστεία θα έκανε κι η Εσθήρ, είπε, καθώς και οι κοπέλες που την υπηρετούσαν. Στη βοήθεια του Θεού λοιπόν με την πνευματική στήριξη των Ιουδαίων και τη δική της προσωπική επίκληση του Θεού και νηστεία βασίστηκε ολοκληρωτικά η Εσθήρ κι αυτή η εμπιστοσύνη της στις αιώνιες υποσχέσεις του Θεού είν’ εκείνη που την ικάνωσε να πει το περίφημο «και τότε αν χαθώ, ας χαθώ» και να προχωρήσει στο τόλμημά της. Όχι στην προσωπική της ηρωική θέληση. Όσο για το Μαρδοχαίο, ο Λόγος του Θεού μάς λέει ότι έκανε όλα όσα τον «πρόσταξε» η Εσθήρ, αυτός που ως τώρα ήταν εκείνος που «πρόσταζε» την Εσθήρ τι να κάνει κι εκείνη τον υπάκουε.
Πραγματικά, την τρίτη μέρα από τότε που άρχισε η μεσολάβηση των Ιουδαίων στο Θεό για την Εσθήρ και η δική της προσευχή και νηστεία, ντύθηκε τη βασιλική της στολή και ήρθε και παρουσιάστηκε απρόσκλητη στο βασιλιά Ασσουήρη. Κι εκείνος δεν οργίστηκε. Αντίθετα, την έλουσε με χάρη και της έτεινε το χρυσό σκήπτρο, το οποίο η Εσθήρ άγγιξε στην κορφή κι ήταν αυτό η συμβολική επιβεβαίωση ότι απ’ το βασιλιά ρέει χάρη και έλεος προς τους ευνοουμένους του που, όταν εκείνοι αποδέχονται αυτό το δώρο, τότε γίνεται δικό τους και το απολαμβάνουν και το χαίρονται. Έτσι ακριβώς έγινε και με την Εσθήρ που δεν τιμωρήθηκε, αλλά βρήκε χάρη στα μάτια του Πέρση βασιλιά.
Στη συνέχεια, όπως ήταν αναμενόμενο, ο Ασσουήρης ρώτησε την Εσθήρ τι είναι εκείνο που θέλει να του ζητήσει ενώ συγχρόνως της υποσχέθηκε πως ό,τι και να είναι αυτό που επιθυμεί, εκείνος θα της το δώσει, μέχρι και το μισό του βασίλειο. Η προσφορά του ήταν συγκινητική και εξαιρετικά γενναιόδωρη, αλλά συγχρόνως και βιβλική όταν δίνεται από σύζυγο σε σύζυγο, πέρα για πέρα βιβλική κι ας μην ήταν πιστός ο Ασσουήρης. Διότι ο Θεός αυτή ακριβώς τη σχέση έδωσε εντολή να υπάρχει ανάμεσα στο ζευγάρι: να είναι οι δύο σαν ένα. Αν θυμηθεί κανείς πώς έβλεπε ο Ασσουήρης την πρώτη του γυναίκα, την Αστίν σαν κάτι που ήθελε να επιδείξει στους φίλους του και πώς νιώθει τώρα για την Εσθήρ, σαν σύντροφο ζωής που θέλει μαζί της να μοιραστεί το βασίλειό του, καταλαβαίνει τη διαφορά. Η Εσθήρ ήταν όχι απλώς μία βασίλισσα στο παλάτι του Ασσουήρη αλλά η βασίλισσα.
Η απάντηση όμως της Εσθήρ στην ερώτηση του βασιλιά για το αίτημά της δεν ήταν, όπως θα το περίμενε κανείς, άμεσα επί του θέματος, δεν αφορούσε δηλαδή το διάταγμα το σχετικό με την εξόντωση των Ιουδαίων. Πρώτα η Εσθήρ προτίμησε να καλέσει το βασιλιά σε γεύμα που είχε η ίδια ετοιμάσει. Και παραδόξως και... τον Αμάν! Και έτσι κι έγινε. Κατά τη διάρκεια αυτού του γεύματος ο Ασσουήρης επανέλαβε στην Εσθήρ την πρότασή του να της δώσει ό,τι επιθυμούσε, μέχρι και το μισό του βασίλειο. Εκείνη όμως για δεύτερη φορά ανέβαλε να μιλήσει επί της ουσίας και απλά επανέλαβε στους δύο υψηλούς καλεσμένους της την πρόσκληση σε γεύμα και για την επόμενη μέρα!
Η Αγία Γραφή δεν μας αναφέρει τους λόγους για τους οποίους η Εσθήρ ακολούθησε αυτή την περίεργη αναβλητική τακτική και έκανεκαι μάλιστα κατ’ επανάληψη την αναπάντεχη αυτή πρόσκληση στον Αμάν στην παρουσία του βασιλιά. Αν όμως κρίνουμε απ’ το πώς οι προσκλήσεις αυτές επηρέασαν τον Αμάν και τι φανέρωσαν στη συνέχεια για την όλη προσωπικότητά του, καθώς και όλες τις εξελίξεις που επρόκειτο ν’ ακολουθήσουν, φαίνεται πως ήταν μάλλον μέρος ενός καλοπρογραμματισμένου σχεδίου να ρίξει άπλετο φως στο χαρακτήρα και τα κίνητρα αυτού του ανθρώπου μπροστά στο βασιλιά, έτσι που τα συμπεράσματα να βγαίνουν μετά από μόνα τους ελεύθερα κι αβίαστα. Εξάλλου, αυτή η αναβλητική τακτική θα προετοίμαζε και τον ίδιο το βασιλιά για το ότι το αίτημα που είχε η Εσθήρ ήταν πολύ σπουδαίο και θα τον παρακινούσε να του δώσει την ανάλογη προσοχή, ιδίως μετά τις αποκαλύψεις για το χαρακτήρα και τα κίνητρα του Αμάν που θα ακολουθούσαν.
Πραγματικά, ο Αμάν τόσο κολακεύτηκε απ’ αυτή την πρόσκληση και τόσο το πήρε επάνω του που πήγε και το διατυμπάνισε στους φίλους του, στη γυναίκα του και στους άλλους ευγενείς και αξιωματούχους του βασιλιά, ότι δηλαδή ήταν ο μόνος καλεσμένος της βασίλισσας Εσθήρ. Όσο περισσότερο υπερηφανευόταν για την τιμή που του γινόταν, τόσο περισσότερο τον εξόργιζε που ο Μαρδοχαίος δεν τον προσκυνούσε, μέχρι που έφτασε στο σημείο να πει ότι, όσο έβλεπε το Μαρδοχαίο να κάθεται στην πύλη του βασιλιά και να μην τον προσκυνεί, τίποτε άλλο στον κόσμο δεν μπορούσε να τον ικανοποιήσει. Τότε η γυναίκα του τον συμβούλεψε, πριν πάει στο παλάτι για το δεύτερο συμπόσιο που τον είχε καλέσει η Εσθήρ, να στήσει μια ξύλινη κρεμάλα με σκοπό να κρεμάσει εκεί το Μαρδοχαίο, κι ύστερα ας πήγαινε να διασκεδάσει ήσυχος. Και ο Αμάν την άκουσε κι έκανε ακριβώς αυτό.
Εκείνη τη νύχτα όμως, που ήταν η παραμονή του δεύτερου συμπόσιου στο οποίο η Εσθήρ είχε καλέσει το βασιλιά και τον Αμάν, έτυχε να μην έχει ύπνο ο βασιλιάς και, για να διασκεδάσει την αϋπνία του, διέταξε να φέρουν να του διαβάσουν το βιβλίο με τα χρονικά του παλατιού το οποίο διηγείτο τα γεγονότα σαν ημερολόγιο. Εκεί, μεταξύ άλλων, ήταν γραμμένο και ότι ο Μαρδοχαίος, μέσω της Εσθήρ, είχε εγκαίρως προειδοποιήσει το βασιλιά για την εναντίον του συνωμοσία, πράγμα που είχε σαν αποτέλεσμα να του σώσει τη ζωή. Απορημένος που δεν διαβάστηκε μετά απ’το όνομα του Μαρδοχαίου ότι του δόθηκε κάποια τιμή για την πράξη του, όπως γινόταν με όλους τους άλλους, αναρωτήθηκε ο βασιλιάς πώς είχε ανταμειφθεί γιαυτό το καλό ο Μαρδοχαίος και τότε έμαθε ότι δεν είχε γίνει καμία χειρονομία ευγνωμοσύνης προς αυτό τον άνθρωπο.
Την ίδια στιγμή ο βασιλιάς ρώτησε αν υπήρχε κάποιος αξιωματούχος στην αυλή εκείνη την πρωινή ώρα για να τον συμβουλευτεί σχετικά με το θέμα του λησμονημένου Μαρδοχαίου και διαπίστωσε ότι πραγματικά υπήρχε κι ότι αυτός δεν ήταν άλλος από τον Αμάν που είχε έρθει νωρίς, για να ζητήσει απ’ τον Ασσουήρη την άδεια να κρεμάσει το Μαρδοχαίο! Διέταξε λοιπόν ο βασιλιάς να έρθει εμπρός του ο Αμάν και τότε τον ρώτησε εκείνο που ήθελε να ρωτήσει όποιον απ’ τους ευγενείς του θα τύχαινε να βρει στο παλάτι εκείνη την ώρα, δηλαδή τη γνώμη του για το ποια τιμή πρέπει να γίνει σε άνθρωπο που ο βασιλιάς ευνοεί.
Ο Αμάν, πιστεύοντας με απόλυτη βεβαιότητα ότι το πρόσωπο που ο Ασσουήρης ήθελε να τιμήσει δεν ήταν άλλο από το δικό του, έδωσε τη γνώμη να τιμηθεί το πρόσωπο αυτό με τιμές που ήταν εξαιρετικές και μοναδικές. Ας του δοθεί βασιλική στολή σαν αυτή που φοράει ο ίδιος ο βασιλιάς, πρότεινε, και άλογο απ’ αυτά που ο βασιλιάς έχει ιππεύσει και στο κεφάλι του διάδημα. Όλα δε αυτά ας δοθούν σ’ έναν από τους πιο μεγάλους άρχοντες του βασιλιά για να τον ντύσει εκείνος κι έπειτα, αφού τον βάλει πάνω στο άλογο, ας τον περιφέρει στους δρόμους της πόλης κηρύττοντας μπροστά του τα εξής: «Να, αυτές οι τιμές δίνονται στον άνθρωπο που ο βασιλιάς επιθυμεί να τιμήσει». Ο Ασσουήρης αφού άκουσε προσεκτικά αυτά που πρότεινε ο Αμάν, συμφώνησε και τού απάντησε: «Τρέξε λοιπόν γρήγορα, πάρε τα ρούχα και το άλογο, όπως ακριβώς είπες, και τίμησε εσύ μ’ αυτά το Μαρδοχαίο, τον Ιουδαίο, που κάθεται στη βασιλική πύλη. Και μην παραλείψεις τίποτε απ’ όσα εσύ ο ίδιος πρότεινες».
Ο Αμάν, που δεν είχε βέβαια άλλη επιλογή, έκανε όλα όσα τον διέταξε ο βασιλιάς και μετά ντροπιασμένος και περίλυπος, με το κεφάλι γερτό και σκεπασμένο, γύρισε σπίτι του. Στις Παροιμίες του Σολομώντα υπάρχει μια φράση που ταιριάζει απόλυτα σε περιπτώσεις εξευτελισμού μετά από αλαζονία σαν αυτή του Αμάν. Λέει χαρακτηριστικά πως «όπου εισέλθη υπερηφανία, εισέρχεται και καταισχύνη» (11/2). Στο σπίτι του τώρα ο Αμάν πρώτα διηγήθηκε στη γυναίκα του και στους επικεφαλής του οίκου του τα σχετικά με το δημόσιο εξευτελισμό του κι ύστερα άκουσε τη συμβουλή των δικών του «σοφών», η οποία όμως θα τον βύθιζε σε ακόμα μεγαλύτερη απόγνωση: «Εάν ο Μαρδοχαίος που μπροστά του άρχισες να μειώνεσαι είναι Ιουδαίος, δεν θα τον νικήσεις, αλλά θα νικηθείς εσύ απ’ αυτόν», είπαν στον Αμάν προφητικά οι «σοφοί» του. Πόσες αλήθειες για τα πράγματα του Θεού δεν ακούει κανείς και σήμερα απ’ τα στόματα επιφανών άθεων, σαν τους «σοφούς» του Αμάν, οι οποίοι επαναστατούν μεν και αρνούνται το Θεό, αλλά δεν μπορούν παρά να ομολογήσουν την παντοδυναμία Του! Πριν όμως καλά καλά τελείωσουν οι «σοφοί» του Αμάν την προφητεία τους, ήρθε από το παλάτι η συνοδεία να πάρει τον Αμάν για το συμπόσιο που είχε ετοιμάσει η Εσθήρ και φεύγοντας έτυχε να δει ένα από τα μέλη της την ξύλινη κρεμάλα που είχε ετοιμάσει ο Αμάν για το Μαρδοχαίο.
Κατά τη διάρκεια του δείπνου ο Ασσουήρης, ανυπομονώντας να ικανοποιήσει τη βασίλισσα και να απολαμβάνει ανεμπόδιστα την εύνοια της αγαπημένης του, ξαναρώτησε την Εσθήρ ποιο ήταν το αίτημά της, επαναλαμβάνοντας την υπόσχεσή του να της δώσει ό,τι ζητήσει, μέχρι και το μισό του βασίλειο. Και τότε η Εσθήρ άφησε την απελπισία της να ξεχυθεί μπρος στο βασιλιά. Χωρίς πια άλλες αναβολές, υπονοούμενα ή πλάγιους τρόπους τού φανέρωσε παρουσία του Αμάν όλη την τραγική αλήθεια, ότι δηλαδή εκείνη κι ο λαός της, που ήταν Ιουδαίοι, πουλήθηκαν για να καταστραφούν και να εξοντωθούν ολοκληρωτικά. Όχι απλά ως δούλοι, είπε η Εσθήρ, γιατί τότε θα είχε σιωπήσει, αλλά για να θανατωθούν και να αφανιστούν. Κατάπληκτος ο βασιλιάς μπρος σ’αυτή την τρομερή αποκάλυψη τη ρώτησε ποιος ήταν εκείνος στην αυτοκρατορία του που είχε τολμήσει να κάνει κάτι τέτοιο και τότε η Εσθήρ του έδειξε τον άθλιο Αμάν που έτρωγε στο τραπέζι μαζί τους.
Η πληροφορία έπεσε σαν κεραυνός στον Ασσουήρη ο οποίος ανάστατος σηκώθηκε και βγήκε στον κήπο, ενώ ο Αμάν, εξαιρετικά ταραγμένος με τις αποκαλύψεις της βασίλισσας, έπεσε πάνω της, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη σ’ ένα ανάκλιντρο, και την παρακαλούσε να του σώσει τη ζωή επειδή, όπως σωστά υπέθετε, βρισκόταν σε τεράστιο κίνδυνο. Τη στιγμή όμως εκείνη μπήκε ο βασιλιάς από τον κήπο και νομίζοντας ότι ο Αμάν προσπαθεί να βιάσει ακόμα και τη γυναίκα του μέσα στο ίδιο του το παλάτι, οργίστηκε ακόμα περισσότερο και τον κατηγόρησε ανοιχτά γιαυτό. Την ώρα που τα καυτά αυτά λόγια του βασιλιά έβγαιναν απ’ το στόμα του, σκέπασαν το πρόσωπο του Αμάν ενώ εκείνος που τον είχε συνοδέψει από το σπίτι του στο παλάτι φανέρωσε επίσης στον Ασσουήρη ότι ο Αμάν σκόπευε να κρεμάσει το Μαρδοχαίο, τον οποίο μόλις είχε τιμήσει ο βασιλιάς. Έξαλλος ο βασιλιάς από τις απανωτές αποκαλύψεις της κακοήθειας του Αμάν διέταξε την άμεση εκτέλεσή του στην ίδια εκείνη κρεμάλα που εκείνος είχε προορίσει για το Μαρδοχαίο. Η λεπτομέρεια αυτή της τιμωρίας του Αμάν μάς φέρνει στο νου τη θεόπνευστη διατύπωση που έχει κάνει ο Δαβίδ στους Ψαλμούς για τον άνομο, ότι δηλαδή «έσκαψε λάκκον και εβάθυνεν αυτόν∙ πλην αυτός θέλει πέσει εις τον βόθρον τον οποίον έκαμεν» (7/15).
Την ημέρα εκείνη ο Ασσουήρης έδωσε στην Εσθήρ όλα τα υπάρχοντα του Αμάν και κάλεσε και το Μαρδοχαίο επειδή η βασίλισσα τού είχε φανερώσει στο μεταξύ τη συγγένεια που τους συνέδεε κι έδωσε και σ’ αυτόν ένα τιμητικό δώρο, το δαχτυλίδι που είχε παλιότερα δώσει στον Αμάν σαν σύμβολο της εμπιστοσύνης που του είχε και της εξουσίας που του μεταβίβαζε. Στη συνέχεια κι η Εσθήρ μεταβίβασε στο Μαρδοχαίο όλη την εξουσία που της είχε δώσει ο Ασσουήρης επάνω στον οίκο του Αμάν και ο Μαρδοχαίος έγινε αυτοστιγμεί όχι μόνο ένα υψηλά τιμώμενο πρόσωπο, δεύτερος μετά το βασιλιά, αλλά κι ένα εξαιρετικά πλούσιο πρόσωπο.
Κι έπειτα ξαναμίλησε η Εσθήρ στο βασιλιά και πέφτοντας στα πόδια του άρχισε να τον παρακαλεί με δάκρυα για το ουσιαστικό πια ζήτημα, δηλαδή την ανάγκη να ακυρωθεί η σκευωρία που είχε κάνει εναντίων των Ιουδαίων ο Αμάν. Για μια ακόμα φορά ο βασιλιάς τής έτεινε το χρυσό του σκήπτρο που συμβόλιζε την εύνοιά του προς αυτήν, οπότε η Εσθήρ σηκώθηκε επάνω και του ζήτησε πολύ συγκεκριμένα και ορθολογιστικά να ανακαλέσει γραπτώς το προηγούμενο διάταγμα του Αμάν, έτσι ώστε να μην αφανιστούν οι Ιουδαίοι στην περσική επικράτεια. Εκτός όμως από πρακτικά και προνοητικά, η Εσθήρ μίλησε επίσης στο βασιλιά και με τη γλώσσα της καρδιάς και του περιέγραψε τον αβάσταχτο πόνο που θα της προξενούσε ο αφανισμός της συγγένειάς της και του λαού της.
Ο Ασσουήρης δεν έδωσε διαταγή για ανάκληση του διατάγματος του Αμάν, ίσως γιατί αυτό δεν μπορούσε να γίνει στην περσική νομοθεσία, αλλά εξουσιοδότησε την Εσθήρ και το Μαρδοχαίο να συντάξουν στο όνομα του βασιλιά ένα καινούργιο διάταγμα, με όποιο περιεχόμενο νόμιζαν αυτοί, το οποίο να ανατρέπει το προηγούμενο και, αφού το σφραγίσουν με το βασιλικό δαχτυλίδι, να το στείλουν και στις εκατόν είκοσι επτά επαρχίες της Περσίας. Αυτό και έγινε. Οι γραμματείς μετέφρασαν και το καινούργιο διάταγμα, όπως ακριβώς είχε γίνει και με το προηγούμενο, σε όλες τις γλώσσες που μιλιόνταν στην επικράτεια και το έστειλαν παντού με ταχυδρόμους που ίππευαν γοργοπόδαρα ζώα και εκτελούσαν πιστά την εντολή του βασιλιά να σταλεί το καινούργιο διάταγμα κατεπειγόντως.
Σύμφωνα με το καινούργιο διάταγμα, επιτρεπόταν στους Ιουδαίους την ημέρα εκείνη, που το προηγούμενο διάταγμα όριζε να είναι η μέρα της εξόντωσής τους (τη δέκατη τρίτη μέρα του μήνα Αδάρ, δηλαδή του δωδέκατου μήνα του έτους), να υπερασπιστούν τον εαυτό τους δυναμικά και να σκοτώσουν και αφανίσουν αδιακρίτως όλους όσους τους επιτίθενται, ακόμα και να πάρουν την περιουσία τους λάφυρο. Αυτά έλεγε το δεύτερο διάταγμα που εκδόθηκε στα Σούσα από το βασιλιά Ασσουήρη αλλά που στην ουσία ήταν έργο της Εσθήρ και του ξαδέλφου της Μαρδοχαίου.
Όσο για το Μαρδοχαίο, όταν τον είδαν οι Ιουδαίοι στα Σούσα με τη βασιλική στολή και όλα τα μεγαλοπρεπή στολίσματα που τη συνόδευαν, ταυτίστηκαν με την τύχη του κι η χαρά τους ήταν τόσο μεγάλη σαν να είχαν οι ίδιοι γλιτώσει, σωθεί και τιμηθεί. Η ίδια χαρά και αγαλλίαση πλημμύρισε τους Ιουδαίους και σ’ όλη την Περσία, όπου έφτανε το δεύτερο διάταγμα του βασιλιά. Και όσοι δεν ήταν Ιουδαίοι, αλλά έβλεπαν αυτή τη σωτηρία που έκανε ο Θεός για το λαό Του, θαύμαζαν και την απέδιδαν αποκλειστικά στο Θεό, τόσο που πολλοί ζήτησαν κι έγιναν Ιουδαίοι, γιατί φανερώθηκε η δύναμη του Θεού μπρος στα μάτια τους και διότι ο φόβος του Θεού με την έννοια του σεβασμού για την Αγιότητα και Μεγαλοσύνη Του άγγιξε βαθιά την καρδιά τους. Όπως είπε κι ο Δαβίδ στους Ψαλμούς, κι εκείνοι που δεν γνωρίζουν το Θεό «θέλουσιν ιδεί πολλοί, και θέλουσι φοβηθή, και θέλουσιν ελπίσει επί Κύριον» (40/4).
Η ορισμένη μέρα για τον αφανισμό των Ιουδαίων, η δέκατη τρίτη μέρα του μήνα Αδάρ, βρήκε τους Ιουδαίους ενωμένους και πανέτοιμους να χτυπήσουν όσους θα δοκίμαζαν να τους βλάψουν. Και πραγματικά κανείς δεν μπόρεσε να τους αντισταθεί, γιατί ο φόβος να χτυπήσουν Ιουδαίους είχε καταλάβει όλους τους λαούς. Πολλοί μάλιστα απ’ τους διοικητές και οικονόμους του βασιλιά και τους σατράπες βοηθούσαν τους Ιουδαίους, αντί να διευκολύνουν ή επιζητούν την εξόντωσή τους, διότι η φήμη του Μαρδοχαίου ως προσώπου με μεγάλη επιρροή στο βασιλιά μεγάλωνε με άλματα και είχε φτάσει και στις πιο απομακρυσμένες επαρχίες. Εκείνη λοιπόν την ημέρα οι Ιουδαίοι εξόντωσαν πολλόυς απ’ αυτούς που τους μισούσαν μόνο στα Σούσα σκοτώθηκαν πεντακόσιοι άντρες αλλά λάφυρα δεν πήραν.
Ο βασιλιάς Ασσουήρης, που είχε ενημερωθεί για τις απώλειες στην πρωτεύουσα χωρίς όμως να γνωρίζει και τις εξελιξεις στις επαρχίες, εξακολουθούσε να ευνοεί την Εσθήρ, τόσο που τη ρώτησε τι άλλο θα ήθελε να της κάνει για να αισθάνεται ικανοποιημένη. Εκείνη τότε ζήτησε να παραταθεί στα Σούσα η άδεια που είχε δοθεί στους Ιουδαίους να υπερασπιστούν τον εαυτό τους κατά των εχθρών τους για μία ακόμα μέρα και να κρεμαστούν οι δέκα γιοι του Αμάν. Ο Ασσουήρης διέταξε να γίνει όντως έτσι οπότε την επομένη, που ήταν η δέκατη τέταρτη ημέρα του Αδάρ, εξοντώθηκαν στα Σούσα και άλλοι τριακόσιοι άντρες από κείνους που ήταν εχθροί των Ιουδαίων. Αλλά και πάλι οι νικητές δεν έβαλαν χέρι στα λάφυρα. Ο απολογισμός των νεκρών απ’ όλες τις επαρχίες οι οποίες επιδίωκαν τον αφανισμό των Ιουδαίων έφτασε τις εβδομήντα πέντε χιλιάδες, ένας εντυπωσιακός αριθμός που πρέπει κανείς να τον λάβει σοβαρά υπόψη του προκειμένου να αξιολογήσει το μέγεθος της ανατροπής των πραγμάτων και της σωτηρίας που χάρισε ο Θεός στους Ιουδαίους οι οποίοι, αλλιώς, θα είχαν ξεκληριστεί.
Και μετά τη μάχη, η ανάπαυση∙ μετά το πένθος και τη λύπη, η χαρά∙ μετά τη νίκη, η ευφορία και η ευχαριστία προς το Θεό για μια τόσο μεγάλη σωτηρία. Έτσι, οι Ιουδαίοι τότε αλλά και σήμερα κάθε χρόνο αυτή τη μέρα γιορτάζουν με μεγάλη γιορτή την ημέρα της σωτηρίας τους και στέλνουν δώρα ο ένας στον άλλο καθώς και στους φτωχούς. Η γιορτή αυτή λέγεται «Πούριμ» ή «Φούριμ», από την εβραϊκή λέξη «πουρ» ή «φουρ» (στον πληθυντικό) που θα πει κλήρος, γιατί με κλήρο διάλεξαν οι εχθροί τους την εξόντωσή τους, η οποία όμως, με την επέμβαση του Θεού που ενήργησε μέσω της δούλης Του Εσθήρ, μετατράπηκε σε σωτηρία.
Επίσης και ο Μαρδοχαίος μόνος του στην αρχή και μαζί με τη βασίλισσα Εσθήρ στη συνέχεια έγραψε σε όλους τους Ιουδαίους που κατοικούσαν στην επικράτεια του Ασσουήρη με ακρίβεια και κύρος το πώς ακριβώς έγιναν όλα αυτά και τους πρόσταξε να τηρούν αυτές τις μέρες (τη δέκατη τέταρτη και δέκατη πέμπτη μέρα του μήνα Αδάρ) και να γιορτάζουν με χαρά και ευγνωμοσύνη τη σωτηρία που τους χαρίστηκε από το Θεό σε κείνη την περίσταση. Αυτή δε την ιστορία να την περάσουν και στις οικογένειές τους και στα παιδία τους και σε όσους μη Ιουδαίους προστεθούν στο λαό τους, ώστε να μην ξεχαστεί ποτέ η εναντίον τους σκευωρία και οι γοερές κραυγές της απελπισίας τους αλλά και η πλήρης ανατροπή της κατάστασης με τη μεσολάβηση της Εσθήρ μετά την επίκληση της βοήθειας του Θεού με προσευχή και νηστεία. Η βασίλισσα Εσθήρ φρόντισε επίσης να γραφτεί το όλο θέμα σε βιβλίο, για να διατηρηθεί στην ιστορική μνήμη αλλά και για να μην μπορεί ποτέ να αμφισβητηθεί. Για τη δόξα του Θεού.
Τόσο ο Μαρδοχαίος όσο κι η Εσθήρ έπραξαν σύμφωνα με την προαιώνια εντολή του Θεού στο λαό Του η οποία ήταν ανέκαθεν η ίδια: να θυμάται τις σωτήριες παρεμβάσεις Του, να τις εξιστορεί στα παιδιά του και να τις γιορτάζει πάντοτε. Προς δόξα του Θεού. Το πιο κλασικό παράδειγμα αυτής της εντολής αφορούσε το Πάσχα των Ιουδαίων, την προστασία δηλαδή που λίγο πριν την έξοδό τους από την Αίγυπτο χάρισε ο Θεός στα πρωτότοκα παιδιά των Ιουδαίων να μην τα πλήξει με θάνατο, όπως θα έκανε με τα παιδιά των Αιγυπτίων, αλλά να τα «προσπεράσει» μ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο. Ήταν δε ο τρόπος αυτός να σημαδέψουν οι Ιουδαίοι τις πόρτες των σπιτιών τους με το αίμα αρνιού που θα είχαν σφάξει την προηγουμένη, ώστε ο εξολοθρευτής άγγελος να «προσπεράσει» αυτά τα σπίτια (η λέξη «Πάσχα» στα εβραϊκά σημαίνει ακριβώς αυτό, «προσπέρασμα»). Στη συνέχεια ο Θεός παράγγειλε τα εξής στο λαό Του σχετικά με την τήρηση της ανάμνησης αυτής της θαυμαστής και σωτήριας παρέμβασης: «η ημέρα αύτη θέλει είσθαι εις εσάς εις μνημόσυνον∙ και θέλετε εορτάσει αυτήν εις τον Κύριον εις τας γενεάς σας∙ κατά νόμον παντοτινόν θέλετε εορτάζει αυτήν» (Έξοδος 12/14).
Έκτοτε και μέχρι σήμερα αυτή ακριβώς την ιστορική μνήμη τιμούν οι Εβραίοι τη γιορτή του Πάσχα τους.
Την ίδια παραγγελία έδωσε κι ο Χριστός στους μαθητές Του το βράδυ της νύχτας που θα παραδινόταν στις αρχές για να σταυρωθεί στη θέση του αμαρτωλού ανθρώπου, έτσι ώστε οι πιστεύοντες σ’Αυτόν να σωθούν μέσα απο το Αίμα Του, να «προσπεραστούν» από το θάνατο τη συνέπεια και το τίμημα της αμαρτίας, να έχουν «Πάσχα» σωτηρίας. Έκοψε ο Ιησούς το ψωμί, το οποίο παριστάνει το σώμα Του που προσφέρθηκε στη θέση του αμαρτωλού ανθρώπου και για χάρη του, και τους το μοίρασε λέγοντας: «Τούτο κάμνετε εις την ανάμνησίν μου». Πήρε και το ποτήρι που παριστάνει το Αίμα Του, που χύθηκε αντί για το δικό μας, του καθενός μας ξεχωριστά, και επίσης τους το μοίρασε λέγοντας: «τούτο κάμνετε, οσάκις πίνητε, εις την ανάμνησίν μου» (Α΄ Κορινθίους 11/25).
Η παρέμβαση του Θεού στη ζωή του ανθρώπου για να τον σώσει από τους φυσικούς του εχθρούς ή, το κυριότερο, από τον αιώνιο εχθρό της ψυχής, το θάνατο είναι αποκλειστικά αποτέλεσμα της Χάρης και του Ελέους Του. Ο άνθρωπος μετά την Πτώση δεν έχει κανένα χαρτί στα χέρια του για να εξασφαλίσει αυτή την παρέμβαση. Ξεκινάει αποκλειστικά από την αγάπη του Θεού για τον αμαρτωλό άνθρωπο που η φύση της είναι τέτοια ώστε να μας κάνει ν’αναρωτιόμαστε, «από πού προέρχεται τέτοια αγάπη», «από ποια χώρα είναι»; (κυριολεκτικά ‘ποταπή’, όπως την ονομάζει ο Ιωάννης στην Α΄επιστολή του 1/1). Είναι σαν το σκήπτρο που τείνει ο βασιλιάς στην Εσθήρ και της σώζει τη ζωή κι ας έχει εκείνη παραβεί το νόμο του κι ας μη δικαιούται τέτοια εύνοια. Έχει όμως παρουσιαστεί μπροστά του με ταπεινή καρδιά κι όταν της χαρίζεται η θαυμαστή αυτή εύνοια, εκείνη την αποδέχεται με ευγνωμοσύνη και τη βιώνει και δρα και ενεργεί μέσα σ’ αυτήν.
Και είναι εντολή του Θεού να τηρεί ο άνθρωπος μνημόσυνο των διαφόρων σωτηριακών παρεμβάσεών Του και φυσικά, και της κατ’εξοχήν θεϊκής παρέμβασης για τη σωτηρία του ανθρώπου εν τω Χριστώ και να τις μεταδίδει και σε άλλους, έτσι ώστε να διατηρείται διά μέσου των αιώνων η ανάμνηση της Μεγάλης Αλήθειας, αλλά και η ελπίδα, ακόμα και τις σκοτεινότερες ώρες της ανθρώπινης απόγνωσης και αδυναμίας, ότι ο Θεός είναι πιστός στις υποσχέσεις Του.
Στην Παλαιά Διαθήκη βρίσκουμε κατ’επανάληψη αυτή τη διαβεβαίωση με διάφορες παραλλαγές της χαρακτηριστικής περιγραφής της στο Δευτερονόμιο (7/9): «Γνώρισον λοιπόν, ότι Κύριος ο Θεός σου αυτός είναι ο Θεός, ο Θεός ο πιστός, ο φυλάττων την διαθήκην και το έλεος προς τους αγαπώντας αυτόν και φυλάττοντας τας εντολάς αυτού εις χιλίας γενεάς».
Και στην Καινή Διαθήκη, που η πιστότητα του Θεού είναι συνυφασμένη με το λυτρωτικό έργο της ψυχής που έκανε ο Μεσσίας στο Σταυρό, διαβάζουμε αναφορικά με την πιστότητα του Θεού χωρία σαν αυτό: «Πιστός ο Θεός, διά του οποίου προσεκλήθητε εις το να ήσθε συγκοινωνοί του Υιού αυτού Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών» (Α΄ Κορινθίους 1/9).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου