Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2019

Όσιος Φαντίνος ο Νέος, ο Θαυματουργός. Ημέρα Μνήμης: 30 Αυγούστου.

Όσιος Φαντίνος ο Νέος, ο Θαυματουργός. Ημέρα Μνήμης: 30 Αυγούστου.



Καὶ γῆν ὑπελθὼν θαυματουργὸς Φαντῖνος,
Ἄνωθεν ἡμῖν μάννα θαυμάτων βρύει.
Φαντῖνος βιότου ἀνεχάζετο ἐν τριακοστῇ.

Εὐλογημένος νὰ εἶναι ὁ Θεός, ποὺ ἀπὸ μεγάλη εὐσπλαγχνία γιὰ τὴν δική μας σωτηρία, μὲ τὴν ἀγαθότητά του καὶ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔστειλε τὸν μονογενῆ Υἱόν του καὶ σωτῆρά μας Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ κατοικήσει ἀπαθῶς μέσα στὴν πάναγνο γαστέρα τῆς ἀειπαρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας. Καὶ ἀφοῦ προσέλαβε ἀπὸ αὐτὴν σάρκα λογικὴ καὶ ἔμψυχη, ἦλθε ἀνάμεσά μας κατὰ τρόπο ἀνέκφραστο καὶ δίχως σύμμειξη, χωρὶς νὰ ὑποστῇ μεταβολή, χωρὶς νὰ ἀλλοιώσει τὴν φύση οὔτε νὰ προκαλέσει στὴν Ἁγία Τριάδα προσθήκη ἢ ἀφαίρεση· ἀλλὰ ἔμεινε αὐτὸ ποὺ ἦταν πρὸ ὅλων τῶν αἰώνων καὶ προσέλαβε αὐτὸ ποὺ δὲν ἦταν, ἀφοῦ διεφύλαξε καὶ αὐτὴν ποὺ τὸν γέννησε ἄφθορο μετὰ τὴν γέννα, ὅπως ἦταν πρὶν τὴν γέννα. Διότι αὐτὸ ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ αὐτὴν ἦταν Θεό, ἂν καὶ προσέλαβε σάρκα· γιὰ αὐτὸ καὶ ὁ τοκετὸς ἦταν παράδοξος.


Ἔπρεπε, βέβαια, ἡ φύσις ποὺ ὑπέπεσε στὴν κατάρα νὰ ἐπιτύχῃ καὶ πάλι τὴν κάθαρση μέσω τοῦ ὁμοίου της καὶ ἔτσι νὰ ἐπανέλθη στὴν πρώτη ἀνοδική της πορεία. Γιὰ αὐτό, σύμφωνα μὲ τὸ ἀνέκφραστο σχέδιό του, καταδέχθηκε τὰ πάντα καὶ δὲν θεώρησε ἀνάξιο νὰ καρφωθῇ ἐπάνω στὸν σταυρό, ἀλλὰ νίκησε ἐπάνω σὲ αὐτὸν τὸν ἄριστο τεχνίτη τῆς κακίας καὶ τὸν κατέστησε νεκρὸ καὶ ἀνίσχυρο. Καὶ σὲ μᾶς ὑπέδειξε ὁδὸ ἄνετη καὶ εὐκολώτατη γιὰ νὰ νικοῦμε χωρὶς κόπο τὶς πολύπλοκες πανουργίες του καὶ νὰ ἀνεβαίνωμε πρὸς ἐκεῖνον τὸν χῶρο ἀπὸ ὅπου αὐτὸς ἔχει πέσει. Ἐκεῖ ἀκριβῶς σπεύδοντας νὰ ἀνέβουν ὅσοι διάλεξαν νὰ εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ Θεό, προτίμησαν νὰ κακουχοῦνται, σύμφωνα μὲ τὸν Ἀπόστολο, ντυμένοι μὲ κατσικίσια δέρματα, μὲ πεῖνα καὶ δίψα, μέσα στὸ κρύο καὶ στὴν γύμνια.

Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι καὶ αὐτὸς ποὺ τώρα ἐμεῖς ἐγκωμιάζομε. Ἂν καὶ τὰ λόγια εἶναι κατώτερα ἀπὸ τὰ μεγάλα κατορθώματά του καὶ ὑπολείπονται ἀπὸ τοὺς ἐπαίνους ποὺ θὰ τοῦ ἄξιζαν, ὅμως δὲν θὰ ἀφήσωμε αὐτὸν γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο χωρὶς ἐγκώμια, ἀλλὰ ἀφοῦ ἐμπιστευθοῦμε στὶς πρεσβεῖές του ὁλόκληρη τὴν ὁμιλία, κάπως ἔτσι θὰ ἀρχίσωμε τὴν σχετικὴ μὲ αὐτὸν διήγηση.

2. Οἱ γονεῖς καὶ ἡ πατρίδα τοῦ Φαντίνου.

Ὁ μεταξὺ τῶν Ἁγίων εὑρισκόμενος πατέρας μας καὶ μέγας Φαντῖνος, ὦ πατέρων συνάθροιση καὶ γνωστικὸ ἀκροατήριο, κατήγετο ἀπὸ γονεῖς πολὺς δικαίους καὶ ἐναρέτους, οἱ ὁποῖοι τόσο πολὺ ξεπερνοῦσαν τοὺς ἄλλους στὰ πλούτη καὶ στὸ καλὸ ὄνομα, ὅσο ὑπερεῖχαν αὐτῶν καὶ μὲ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς του, ποὺ ἦταν σύμφωνος μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ αὐτοὺς ὁ ἕνας ὀνομαζόταν Γεώργιος καὶ ἡ ἄλλη Βρύαινα. Κατήγοντο ἀπὸ τὴν γῆ τῆς Καλαβρίας ποὺ εἶναι μάλιστα πολὺ κοντὰ στὴν Σικελία· ὄχι πολὺ μακριὰ ἀπὸ αὐτὴν εἶναι κτισμένη καὶ ἡ πρεσβυτέρα Ῥώμη. Ἐνῷ ἦταν ἀκόμη ἐντελῶς νήπιο, ἀνετράφη περισσότερο μὲ τὰ ἤθη τῶν γονέων του, τὰ ὁποῖα ἦσαν ἐμποτισμένα ἀπὸ θεῖο πνεῦμα, παρὰ μὲ τὸ γάλα, παραδίνεται στὸ νὰ μάθει τὰ ἱερὰ γράμματα. Ἐπειδὴ ἦταν πάρα πολὺ φιλομαθής, μάζεψε γρηγορώτερα ἀπὸ ὅσο θὰ μποροῦσες νὰ τὸ πῆς τὸ ὠφέλιμο ἀπὸ τὰ συγγράμματα καὶ μὲ αὐτὰ τελειοποίησε τὸν νοῦν του. Ἐπειδὴ διέκρινε τὴν διαφορὰ ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὸν ἕνα καὶ στὸν ἄλλο βίο, προτίμησε περισσότερο νὰ ἀντηλλάξη τὰ μηδαμινὰ καὶ πρόσκαιρα μὲ τὰ αἰώνια καὶ μένοντα, παρὰ τὰ αἰώνια καὶ μόνιμα μὲ τὰ φθαρτὰ καὶ θνητά. Γι᾿ αὐτό, παροτρύνοντας καθημερινά τὸν ἑαυτό του στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀπώθησε μακριὰ τὰ ἐπιπόλαια παιχνίδια τῆς παιδικῆς ἡλικίας καὶ σύχναζε πιὸ πολὺ κοντὰ στοὺς εὐλαβεῖς.

3. Ὁ Φαντῖνος ἀφιερώνεται στὸν Θεό.

Ὁ πατέρας του, λοιπόν, συμπεραίνοντας τὴν ἐσωτερικὴ διάθεση τοῦ παιδιοῦ ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ χαρακτηριστικὰ σημάδια καὶ ἀφοῦ δοκίμασε καὶ τὸν λογισμό του ὄχι μόνο λίγες φορὲς ἀλλὰ πολλές, καὶ αἰσθάνθηκε τὴν ἔμφυτη κατάσταση τὴν ὁποία εἶχε, παίρνει μία πολὺ καλὴ ἀπόφαση, δηλαδὴ τὸ νὰ ἀφιερώσει τὸ παιδὶ σὰν δῶρο στὸν Θεό, ὅπως ἀκριβῶς ἡ Ἄννα. Καὶ χωρὶς νὰ καθυστερήσει τὸ ἀνεκοίνωσε καὶ στὴν σύζυγό του. Αὐτὴ ποὺ ἦταν δοχεῖο γεμάτο ἀπὸ θεῖο πνεῦμα, μόλις ἄκουσε τὰ λόγια αὐτά, γέμισε χαρὰ καὶ ἐνίσχυσε παρά πολὺ τὴν καλὴ πρόθεση τοῦ ἀνδρὸς νὰ ὁλοκληρώσει τὸν σκοπόν, διότι κατὰ τὴν γνώμη της ἦταν καλός. Καὶ πράγματι, μόλις ἔφεξε ἡ ἡμέρα, ὁ πατέρας πῆρε ἀπὸ τὸ ἀριστερὸ χέρι τὸν γιὸ καὶ τοῦ εἶπε: Παιδί μου, ἀγκάλιασε μὲ πόθο τὴν μητέρα σου, γιὰ νὰ εἶναι συνοδοιπόρος σου ἡ εὐχή της. Καὶ αὐτό, ἀφοῦ τὴν κατεφίλησε γιὰ τελευταῖα φορὰ καὶ πῆρε μαζί του τὴν εὐχή της ὡς ἀποτρεπτικὸ τῶν λυπηρῶν ποὺ θὰ τοῦ συνέβαιναν, ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὸ σπίτι του, ἀκολουθώντας τὸν πατέρα ὅπως ὁ Ἰσαὰκ παλαιότερα, ὅταν ὁ πατέρας του Ἀβραὰμ διατάχθηκε νὰ τὸν προσφέρει ὡς ὁλοκαύτωμα πάνω στὴν φωτιά.

4. Στὸ Μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Ἠλία.

Τὸ παιδὶ ἦταν στὸ ὄγδοο ἔτος τῆς ἡλικίας, καὶ μάλιστα εἶχε ἀκούσει πολλὰ γιὰ τὴν φήμη τοῦ ὁσιωτάτου Ἠλία διότι αὐτὸς σὰν ἕνα ἀστέρι φωτεινὸ ἔλαμπε ὑπερβολικὰ μὲ τὶς ἀκτῖνες τῶν θαυμάτων μέχρι αὐτὴν τὴν Ῥώμη. Φθάνει στὸ ἀσκητήριό του ὅπου ὁ μέγας τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος εὑρίσκετο, ὁ ὁποῖος, ἐπειδὴ ἦταν προσηλωμένος στὸν Θεὸ καὶ στὸν ἑαυτό του, δὲν ἐμφανιζόταν ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακή. Καὶ ἀφοῦ κτύπησε τὴν πόρτα καὶ τὸν ὑποδέχθηκαν μὲ εὐχαρίστηση οἱ ἀδελφοὶ ποὺ ἦσαν ἀρκετοί, καὶ τοῦ ζήτησαν νὰ μάθουν τὸν λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο μπῆκε στὸν κόπο νὰ πάει ἐκεῖ, ὁ πατέρας ἐξήγησε ἀκριβῶς τὰ σχετικὰ μὲ τὸ παιδί.

Ὅταν, λοιπόν, ἔφθασε τὸ Σάββατο καὶ ὅλοι ἀπὸ κοινοῦ εἶδαν τὸν μέγα Ἠλία, ὁδηγοῦν αὐτοὺς πρὸς τὸν Ὅσιο. Καὶ αὐτὸς ποὺ εἶχε πλούσιο τὸ προορατικὸ χάρισμα καὶ ποὺ προγνώρισε τὸ μέλλον τοῦ παιδιοῦ, ἐπειδὴ ἦταν προφήτης, τὸν μὲν πατέρα αὐτοῦ τὸν ἐξαπέστειλε στὸ σπίτι. Φώναξε δὲ τὸν πιὸ λόγιο ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς καὶ τοῦ ἐμπιστεύεται τὸ παιδὶ γιὰ νὰ τὸ ἐκπαιδεύη μὲ τὸν πλέον ἄριστο τρόπο· διότι ἐγνώριζε ὅτι αὐτὸ λίγο μετὰ θὰ γίνει σκεῦος ἐκλογῆς γιὰ τὸν Χριστόν.

Καὶ πράγματι, ἐκπαιδευόμενος μὲ σοφία, χάρη στὴν ταχύτητα νὰ μαθαίνει καὶ στὴν μεγάλη ἐξυπνάδα ποὺ ἐκ φύσεως εἶχε, μέσα σὲ πέντε χρόνια ἢ καὶ λίγο περισσότερο, ἀποτύπωσε στὸν ἑαυτό του καὶ τὴν πολυμέρεια καὶ τὴν ποικιλία τῆς ἄκρας ἐπιμέλειας τοῦ διδασκάλου του, καὶ μὲ τὸ μυαλὸ καὶ στὴν πράξη. Καὶ ἐπειδὴ ἀξιώθηκε ἕνα τέτοιο χάρισμα, ἀπὸ ὅλους ἐπαινεῖτο. Διότι ὄχι μόνο ὁ ἀριθμὸς τῶν ἐτῶν καὶ ἡ ἀκμὴ τῆς ἡλικίας ἔπειθαν τοὺς γέροντες νὰ ἐγκωμιάζουν ὑπερβολικὰ τὸν νέο, ἀλλὰ καὶ τὸ γεροντικὸ καὶ σταθερὸ φρόνημα καὶ τὸ καλλιεργημένο ἦθος καὶ ἡ εὐαισθησία τῆς ψυχῆς.

5. Ὁ Ὅσιος Ἠλίας νουθετεῖ τὸν Φαντῖνο.

Ἐνῷ αὐτὸς ἔτσι προόδευε, μία ἡμέρα ὁ μέγας Ἠλίας τὸν κάλεσε κοντά του, καὶ τοῦ εἶπε: Παιδί μου, Φαντῖνε, γιατί, ἐνῷ εἶσαι τόσο νέος, ἀπεφάσισες νὰ καταπονηθῇς πάρα πολὺ μὲ τὸ νὰ μπῆς στὸν κόπο νὰ ἔλθῃς σὲ μᾶς τοὺς τιποτένιους γέροντες; Αὐτὸς ἀπήντησε: Γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὶς ἁμαρτίες μου. Καὶ ὁ μέγας τοῦ εἶπε πάλι: Ἀλλὰ ἡ ὁδὸς πρὸς τὸν Χριστό, παιδί μου, ὅπως αὐτὸς ὁ Ἴδιος εἶπε, εἶναι στενὴ καὶ ὄχι πλατειά, καὶ δύσκολα φθάνει κανεὶς στὸ τέρμα της. Καὶ ὅσοι διαλέγουν νὰ ἔλθουν πρὸς Ἐκεῖνον διὰ μέσου αὐτῆς, καὶ πεινοῦν καὶ διψοῦν καὶ γυμνητεύουν, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ πλέον κοπιάζουν δουλεύοντας μὲ τὰ ἴδια τους τὰ χέρια, γιὰ νὰ δίνουν ὅσα χρειάζονται σὲ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη. Πρόσεχε, λοιπόν, καὶ σὺ ὁ ἴδιος, ποὺ σκοπεύεις νὰ βαδίσεις τὴν στενὴν ὁδό, μὲ τὴν ὁποία ἀντήλλαξες λίγο πιὸ πρὶν τὴν πλατειά, μήπως δὲν βρῆς νὰ σὲ ἀκολουθῇ τὴν ὥρα τοῦ χωρισμοῦ σου τὸ κατάλυμα τῆς ὁδοῦ. Νὰ γνωρίζεις, λοιπόν, ὅτι εἶναι πολλὲς οἱ πανουργίες τοῦ ἐχθροῦ, καὶ γιὰ αὐτὸ πρέπει νὰ στέκεσαι ἀντιμέτωπος στὴν κάθε μιὰ ἀπὸ αὐτὲς μὲ σοφία, ὥστε ἀπὸ καμία νὰ μὴν ὑποσκελισθῇς καὶ γίνεις ἔτσι σὲ ὅλους ποὺ θέλουν νὰ βαδίζουν τὴν ἴδια ὁδὸ ἀφορμὴ νὰ σκανδαλισθοῦν καὶ νὰ λυγίσουν. Διότι γιὰ αὐτὸν εἶπε ὁ Κύριος· Συμφέρει νὰ κρεμασθῇ μιὰ μυλόπετρα γύρω ἀπὸ τὸ λαιμό του παρὰ νὰ σκανδαλίσει ἕναν ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς.

6. Κουρὰ καὶ διακονία στὸ μαγειρεῖο.

Αὐτὰ εἶπε καὶ ἀφοῦ ἔκειρε μοναχὸ αὐτὸν ποὺ ἦταν νεώτατος, ἔπειτα τὸν συγκαταρίθμησε στὴν συνοδεία τῶν μοναχῶν καὶ τοῦ εἶπε τὰ ἑξῆς λόγια: Θέλω, παιδί μου, νὰ ἀναλάβης τὴν διακονία ποὺ ὠφελεῖ ὅλους τοὺς ἀδελφούς, ἤτοι τὴν τοῦ μαγειρείου, ἡ ὁποία γιὰ αὐτοὺς μὲν ποὺ ἔχουν ἄγνοια εἶναι ἡ χειρίστη, γιὰ αὐτοὺς ὅμως ποὺ γνωρίζουν στὴν πράξη τὸ ὕψος της, ἀποβαίνει ἡ πιὸ μεγάλη ἀπὸ ὅλες, καὶ τόσο πολὺ ὥστε, αὐτὸς ποὺ θὰ τὴν ἐξασκήση μὲ θεῖο πόθο καὶ θερμὴ πίστη, σύντομα θὰ ἐφελκύση τὸ βλέμμα τοῦ ἐπουρανίου Βασιλέως.

Καὶ αὐτὸς ἀφοῦ δέχθηκε τὰ λόγια ὡσὰν νὰ βγῆκαν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι ἀνθρώπου, μὲ πολὺ μεγάλη χαρὰ ἀνέλαβε τὸ ἔργο τῆς διακονίας, ἀναλογιζόμενος ἀπὸ τὴν αἰσθητὴ ἐκείνην φωτιὰ τὸ πῦρ ποὺ περιμένει τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τὸ ὁποῖο διαμένει εἰς τοὺς αἰῶνας, καὶ ὅτι μέσα σὲ αὐτὸ θὰ τιμωρηθοῦν αἰωνίως ὅσοι ἔχουν τὴν ψυχή τους γεμάτη ἀπὸ μῖσος. Αὐτὸ συλλογιζόμενος καὶ θρηνώντας, ἀμέσως καρπώθηκε τὸ δῶρο τῆς κατανύξεως. Καὶ ὑπηρετώντας τοὺς ἀδελφοὺς καὶ παραστεκόμενος στὴν κοινὴ τράπεζα καὶ βλέποντας αὐτοὺς ὡς ἀγγέλους, ὅπως θὰ ἔλεγε κανείς, καὶ ὄχι ὡς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἀληθινὰ κρίνοντας μὲ τὸ μυαλό του ὅτι δὲν εἶναι ἄξιος οὔτε νὰ βλέπεται ἀπὸ αὐτούς, εἶχε φθάσει σὲ τόσο μεγάλη ἁπλότητα καὶ καλωσύνη, ὥστε ὅλοι νὰ ἐκπλήσσωνται ἀπὸ τὴν χάρη τῆς προκοπῆς του καὶ νὰ δοξάζουν τὸν Κύριον.

7. Ἀσκητικὰ παλαίσματα-ἐκκλησιάρχης.

Ἐξ ἄλλου, ἐνῷ κάθε ἀδελφὸς ἐγκρατευόταν ἀνάλογα μὲ τὴν δύναμη ἢ τὴν θέληση ποὺ εἶχε, αὐτὸς στὴν ἀρχὴ ἔτρωγε κάθε δύο ἢ τρεῖς ἡμέρες, μετὰ ὅμως ἀπὸ τὸν 2ο χρόνο τῆς κουρᾶς του, στὸ διάστημα μιᾶς ὁλόκληρης ἑβδομάδος ἔτρωγε μόνον μιὰ φορὰ λάχανα ὠμὰ καὶ ὄσπρια. Μερικὲς φορὲς δοκίμαζε καὶ τὴν γεύση ἐλαχιστοτάτου ψωμιοῦ μαζὶ μὲ νερὸ γιὰ τὸν διάπυρο ἔρωτα τῆς ὑπακοῆς. Ἔτσι νίκησε ἐντελῶς τὴν γαστριμαργία ὅσο ἦταν δυνατὸ στὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ κυριάρχησε ἀπόλυτα πάνω στὰ ἄλλα πάθη. Καὶ ἀφοῦ ἐκαθάρισε ἐντελῶς τὴν καρδιά του καὶ ἔφθασε στὴν τελειότητα, ποὺ μέτρο της εἶναι ὁ Χριστός, καὶ ἀπέκτησε γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅλους τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κατὰ τὸν μακάριο Παῦλο, καὶ ἀφοῦ ἀνέλαβε κάθε διακόνημα μὲ τόση ἐπιτυχία ὅσο ποτὲ κανεὶς μόνο ἕνα, ἔλαβε καὶ ἀπὸ τὸν πατέρα καὶ ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς τὴν ὑπευθυνότητα τῆς ἐκκλησίας. Καὶ αὐτὸς τέτοια θεία διακονία ἐτίμησε μὲ θετικὸ τρόπο καὶ ἔδειξε ἔμπρακτα στοὺς μετέπειτα τὶ λογῆς καὶ πόσο σπουδαία εἶναι.

8. Ἡ κοίμησις τοῦ Ὁσίου Ἠλία.

Δὲν μεσολάβησε πολὺς χρόνος, καὶ νὰ ἔφθασε πλέον ὁ καιρὸς κατὰ τὸν ὁποῖο ὁ Ὅσιος Ἠλίας ἔσπευσε πρὸς αὐτὸν ποὺ ποθοῦσε, ἀναχωρώντας ἀπὸ τὸν ἐδῶ κόσμο, ὄντας πλήρης ἡμερῶν καὶ ἀρετῆς. Καὶ λοιπόν, ἀφοῦ φώναξε ὅλους σὲ συνάθροιση καὶ μετέβαλε τὸ σκυνθρωπὸ αὐτοῦ ὕφος σὲ μία χαριτωμένη ἔκφραση, μὲ φωνὴ σταθερὴ καὶ ἤρεμη εἶπε γεμάτος χαρά: Θέλω, παιδιά μου, νὰ γνωρίζετε ὅτι βέβαια ἔφθασε ὁ καιρὸς νὰ φύγω ἀπὸ τὸν κόσμο· ἡ ἡμέρα ἔχει τελειώσει, ἡ πανήγυρη ἐξαφανίσθηκε καὶ οἱ οὐράνιοι Ἄγγελοι, ποὺ θέλουν ὰ πάρουν μαζί τους τὴν ψυχή μου, εἶναι παρόντες. Τώρα ἀποχωρίζομαι ἀπὸ σᾶς ὁριστικά. Ὅμως, φίλοι μου, σᾶς ἀφήνω ὡς ἐφόδιο τούτη τὴν ὑπόσχεση, ὅτι δηλαδὴ ἐὰν τηρήσετε τὶς ἐντολές μου καὶ βαδίζετε ὅπως ἐγὼ σᾶς πρόσταξα καὶ κάνετε κτῆμά σας τὴν ἀγάπη, χωρὶς νὰ ἀπομακρύνεσθε οὔτε γιὰ λιγάκι ἀπὸ τὴν ἐλεημοσύνη, ὄχι μόνον δὲν θὰ εἶμαι ἀχώριστος ἀπὸ σᾶς μετὰ τὴν ἐδῶ ἀποβίωσή μου, ἀλλὰ καὶ θὰ ἀπολογηθῶ ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ Κριτοῦ ἀντὶ γιὰ σᾶς κατὰ τὴν μέλλουσα ὥρα τῆς κρίσεως. Γιὰ αὐτό, ἀσπασθῆτέ με γιὰ τελευταία φορὰ καὶ προσφέρετε μου, σᾶς καθικετεύω, τὴν σιγὴ ἀντὶ γιὰ θρῆνο.

Πρὸς τούτοις ἀφοῦ τοὺς ἐνεθάῤῥύνε καὶ τοὺς ἐνουθέτησε ὅλους καὶ μὲ πολλὰ ἄλλα λόγια, μὲ ἱλαρότητα καὶ προθυμία παρέδωσε τὸ ἅγιον αὐτοῦ πνεῦμα. Ἀρκετὸς λαὸς ἔφθασε γιὰ νὰ τιμήσει τὴν τρισμακαρία καὶ ἀξιΰμνητο αὐτοῦ κοίμηση καὶ ὅλοι ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες χωρὶς σταματημὸ ἔψαλλαν ὕμνους. Ὅσοι δὲ κατείχοντο ἀπὸ ποικίλες ἀῤῥώστιες, ἐπέστρεψαν στὰ σπίτια τους ὑγιεῖς μετὰ τὴν ἐκεῖ ἐπίσκεψή τους.

9. Ὁ Φαντῖνος ἐρημίτης στὰ βουνὰ τῆς Λυκαονίας.

Αὐτὸς ὁ περίφημος καὶ ἔνδοξος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ Φαντῖνος, ἀφοῦ συμπλήρωσε εἴκοσι χρόνια στὴν ὑπακοὴ καὶ δι᾿ αὐτῆς καθοδηγήθηκε στὴν ἀπόκτηση τῆς πνευματικῆς διακρίσεως καὶ στὸ νὰ παρατηρῆ τὶς ἔννοιες τῶν πραγμάτων ἀπαθῶς καὶ τὰ θεῖα ὁράματα μὲ σιγουριά, καὶ στὸ πῶς πρέπει πάντοτε νὰ διευθύνει τὴν κατάσταση τῆς προσευχῆς καὶ πῶς νὰ προσεύχεται, ἀκολουθεῖ τὴν ἐρημιτικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ ζωή. Καὶ βέβαια ἀφοῦ εἶπε στὸν κόσμο καὶ στὰ τοῦ κόσμου ἔχε γειά, χωρὶς νὰ καθυστερήσει, ἀφοῦ πῆρε τὸ μοναδικὸ τριμμένο ζωστικὸ καὶ τὸν μανδύα, τὰ ὁποῖα καὶ φόρεσε, ἐξέρχεται τῆς Μονῆς καὶ ἀνεχώρησε στὰ ὄρη τῆς Λυκαονίας ποὺ τότε ἦσαν ἀπηλλαγμένα ἀπὸ κάθε ἐνόχληση καὶ ἀνθρώπινη διαμονή.

Μόλις ἔφθασε καὶ βρῆκε ἕναν τόπο, ποὺ ταίριαζε λίαν ἐπαρκῶς πρὸς τὸν ὑψηλὸ στόχο ποὺ ποθοῦσε, εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ ὁ ὁποῖος τοῦ ἔβαλε αὐτὴν τὴν σκέψη καὶ εἶπε: Κύριε, σὲ δοξάζω καὶ σὲ ὑμνῶ, διότι μὲ χόρτασες μὲ τὸ θεῖο ποτὸ τῆς κατανύξεως καὶ ἔτσι κατάλαβα ἀληθινὰ τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου τούτου. Καὶ τώρα, εὔσπλαγχνε, ἐνίσχυσέ με νὰ φθάσω στὸ τέρμα αὐτοῦ τοῦ δρόμου, ἀφοῦ ἀγωνισθῶ μέχρι θανάτου. Διότι θέλεις, τὸ γνωρίζω, θέλεις νὰ σωθῇ κάθε ἄνθρωπος καὶ νὰ ἀπολαύσει τὴν δική σου βασιλεία. Μὴν μὲ ἁρπάση, λοιπόν, ὁ ψυχοφθόρος λέων, οὔτε νὰ μὲ πετάξει ἔξω ἀπὸ τὸν σκοπό μου, ἀλλὰ δέξου τὴν ἀθλία προσευχὴ ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα χείλη μου καὶ σπλαγχνίσου τοὺς ῥύακες τῶν ὀφθαλμῶν μου. Διότι γιὰ σένα, τὸν μόνον ἀξιέραστο καὶ αἰώνιο, θεώρησα ὡς μηδαμινὰ ὅλα τὰ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐγκατέλειψα καὶ ὅπως βλέπεις, γυμνὸς καὶ ἄστεγος ἔχω μείνει, γιὰ νὰ μὴν στερηθῶ τὸν δικό σου ἀκόρεστο πόθο.

10. Οἱ μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου.

Ἔτσι προσευχήθηκε μὲ δάκρυα ὄντας γεμάτος ἀπὸ ἀνεκλάλητη ἀγαλλίαση ἀπὸ τὴν θέα τοῦ τόπου. Ὁ διάβολος ὅμως, ὁ ὁποῖος πάντοτε φθονεῖ πάρα πολὺ τοὺς πιστούς, ἐπειδὴ γνώριζε ὅτι τὰ ἐγχειρήματα τοῦ Φαντίνου εἶναι ἀνώτερα ἀπὸ τὶς μεθοδεῖές του, ἀφοῦ ἅπλωσε ὅλα τὰ παλαμάρια τοῦ φθόνου καὶ τοῦ δόλου, πάλευε νὰ τὸν τραβήξει μέσα στὰ δίκτυα του. Καὶ ἄλλοτε μὲν ἀργὰ τὶς νύκτες προσπαθοῦσε νὰ τὸν ἐκφοβίσῃ μὲ κτύπους, ἄλλοτε πάλι μετακινοῦσε πελώρια φίδια καὶ ἐξερεθίζοντας τὴν ἐνέργεια τοῦ καθενὸς ἀνάλογα μὲ τὴν φύση του, τὰ ἔκανε νὰ τρίζουν σιγανὰ τὰ δόντια. Αὐτὸς ὅμως προβάλλοντας σὰν ἀσπίδα τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καθιστοῦσε ἀνωφελῆ τὰ τεχνάσματα τοῦ πλάνου.

Ἄλλοτε πάλι, ὅπως ἀκριβῶς οἱ κατεχόμενοι ἀπὸ μανία, ἀνέκραξαν οἱ διάβολοι δυνατά: Ὤ, τὶ βία ἀπὸ σένα, Φαντῖνε! Νομίζεις ὅτι νικᾶς ἐμᾶς, ποὺ σὲ νικήσαμε παντελῶς, καθὼς εἴμαστε ἀναρίθμητοι; Ὄχι. Πήγαινε, πήγαινε ὅπου θέλεις. Ὅταν, λοιπόν, πάλι βρέθηκαν, ὕστερα ἀπὸ αὐτά, σὲ μεγάλη ἀμηχανία, μιὰ φορὰ ποὺ ὁ Ὅσιος κοιμόταν κάτω ἀπὸ τὸ κοίλωμα μιᾶς πέτρας ποὺ ἤτανε πάρα πολὺ μεγάλη, θρηνώντας δυνατὰ προσπάθησαν νὰ τὴν σπρώξουν στὴν κατηφοριὰ καὶ μὲ αὐτὴν νὰ τὸν πάρουν ὡς λάφυρο, ὅπως νόμιζαν. Ἡ θεία χάρη ὅμως τὴν ἔῤῥιξε πολὺ μακριὰ καὶ ἔτσι διέσωσε τὸν μέγα ἀπὸ τὸ κακοῦργο σχέδιο.

11. Οἱ δαίμονες μὲ τὴν μορφὴ τῶν γονέων του.

Ἄλλοτε πάλι, ἀφοῦ πῆραν τὴν μορφὴ καὶ τὸ παράστημα τοῦ πατέρα καὶ τῆς μητέρας αὐτοῦ, ἔκλαιγαν δυνατὰ μὲ θρήνους, λέγοντας τὰ ἑξῆς: Ὦ γλυκύτατο παιδί μας, τώρα ὅμως ἐγκαταλελειμμένο, ἕως πότε δὲν θὰ λυπᾶσαι τὸν ἑαυτό σου, τρόφιμε τῶν βουνῶν; Ἄραγε, μήπως νομίζεις ὅτι σ᾿ αὐτὴν τὴν ἔρημο θὰ προσελκύσεις τὸν Θεό, ὅπως καὶ ἄλλοι ἐπάνω τους, ἔτσι καὶ σὺ ὄντας ἀρχάριος; Πρόσεχε τέκνον μου, μήπως ἔτσι φρονώντας γίνεις εὔκολη λεία τῶν θηρίων ἢ βγῆς ἀπὸ τὰ μυαλά σου, ἢ ἀποσπάσης ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀναπόφευκτα ἀντὶ γιὰ τὶς ἀμοιβὲς ποὺ ἤλπισες μᾶλλον τὴν αἰώνιαν κόλαση, γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια τῆς ἀνόητης γνώμης σου. Ἄφησε, λοιπόν, τὴν ἔρημο αὐτή, ἐπειδὴ εἶναι ἀνώφελη, καὶ πήγαινε πάλι ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου δραπέτευσες. Παράτησέ την στοὺς ἄγριους δαίμονες καὶ στὰ ἀνήμερα θηρία στὰ ὁποῖα καὶ ἁρμόζει νὰ τὴν κατοικοῦν. Ἀλλὰ αὐτός, ἐπειδὴ κατάλαβε ὅτι αὐτὰ εἶναι φαντάσματα τῶν δαιμόνων καὶ ὄχι τῶν γονέων, ἄρχισε νὰ ψάλλει τό· Ὁ Κύριος εἶναι φῶς μου καὶ σωτηρία μου, καί· Δὲν θὰ φοβηθῶ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μου.

12. Ἡ πειθαρχία τῶν ἀγριοχοίρων.

Μία ἄλλη φορὰ πάλι, καθὼς περπατοῦσε ἔχοντας στὸ στόμα του τὰ λόγια τοῦ Κυρίου, συνήντησε ἀγριογούρουνα, τὰ ὁποῖα ἔτρωγαν πάμπολλα ἀχλάδια κάτω ἀπὸ τὰ δένδρα. Ὁ καιρὸς ἦταν χειμωνιάτικος καὶ πάρα πολὺ τσουχτερός. Βασανιζόταν, λοιπόν, ἀπὸ τὴν παγωνιά, καὶ σφιγγόταν διότι ἦταν γυμνός, ἐπειδὴ τὸ ἔνδυμα ποὺ τὸ σκέπαζε εἶχε ἐντελῶς λειώσει, ἀφοῦ κράτησε μετὰ δυσκολίας ἕνα χρόνο. Ἐπίσης ἔλειωνε ἀπὸ τὴν πεῖνα διότι τρεφόταν μὲ ῥίζες ἀπὸ χόρτα ποὺ τὶς ξέζωνε μὲ τὴν ἄκρη τοῦ ῥαβδιοῦ του ἢ μὲ βλαστάρια δένδρων ἢ καὶ μὲ ὅσα ἡ ἔρημος μποροῦσε νὰ παράγει. Μόλις, λοιπόν, ὅλα τὰ ἀγριογούρουνα εἶδαν ὅτι ὁ Ἅγιος εἶχε ὁρμήσει πρὸς τὰ ἀχλάδια διότι πράγματι ἐκεῖνος, ἀφοῦ δόξασε τὸν Θεό, μὲ ὁρμὴ ἔσπευδε πρὸς τὸ φαγητό-, σπαρταρώντας σύγκορμα καὶ τρίζοντας τὰ δόντια του τὸν κύκλωσαν καὶ τὸν ἔσπρωξαν στὴν μέση. Αὐτὸς ὅμως μένοντας ἤρεμος εἶπε τὰ ἑξῆς στὰ θηρία: Ἐὰν μὲν ὁ Θεός, προνοώντας κάτι μεγαλύτερο, σᾶς ἔδωσε ἐξουσία ἐναντίον μου, ἂς εἶναι ἀνεμπόδιστη ἡ θέλησή σας. Ἐὰν ὅμως παροτρυνθήκατε ἀπὸ δική σας βαναυσότητα καὶ ἀπὸ προσβολὴ τῶν δαιμόνων, νὰ βουβαθῆτε. Διότι σεῖς εἶσθε χωρὶς λογικὸ καὶ συναίσθηση, ἐμένα ὅμως ὁ Θεός, ποὺ μὲ πλαστούργησε, μὲ ἔκανε κατ᾿ εἰκόνα Αὐτοῦ καὶ ὁμοίωση. Καὶ μὲ τὸν λόγο του ἀμέσως ἐσίγησαν καὶ ὑποχώρησαν πρὸς τὸ ἄλλο μέρος, καὶ στὸ ἑξῆς δὲν ἔβγαλαν οὔτε ἕνα γρύξιμο.

13. Λινάρι καὶ ἀρουραῖοι.

Ἄλλοτε πάλι, στὴν διάρκεια παρόμοιου καιροῦ, ὁ μακάριος ὑποφέροντας ἀπὸ τὴν ἔλλειψη θερμότητος, ἄρχισε νὰ τρέχει σὲ ἕναν μακρὺ τόπο, ἀποβλέποντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ στὸ νὰ ζεσταθῇ. Ἐπειδὴ ὅμως μὲ τὸ τρέξιμο προσβαλλόταν πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸ κρύο, στὴν συνέχεια ἔπεσε σὲ ἀπόγνωση καὶ περίμενε τὴν τελευταία του ὥρα. Καὶ λοιπόν, ἐπειδὴ τοῦ ἦλθε στὸ μυαλὸ ὅτι κάποτε ἕνας ἄνδρας κτυποῦσε λινάρι σὲ ἐποχὴ θέρους κοντὰ στὴν θάλασσα, στὸ τρέξιμο πρόσθεσε ἄλλο τρέξιμο, σπεύδοντας νὰ φθάσει ἐκεῖ ὅπου καὶ τὸν ἄνδρα εἶχε ἰδεῖ, ἐνῷ ἔτρεμε ὁλόκληρος, ὅπως ἀκριβῶς στὸ νερό, καὶ κτυποῦσαν τὰ δόντια του. Στὸ τέλος ὅμως ἔφθασε μὲ δυσκολία καὶ ἀφοῦ σήκωσε μὲ τὸ ξύλο τὸ λινάρι πρὸς τὰ ἐδῶ καὶ πρὸς τὰ ἐκεῖ μπῆκε μέσα σὲ αὐτὸ ὅσο μποροῦσε. Ὅμως, ἄλλος πάλι πόλεμος τὸν περίμενε. Ποντικοὶ ἀρουραῖοι ποὺ εἶχαν εἰσδύσει μέσα στὸ λινάρι πρὸ πολλοῦ, μόλις βρῆκαν τὸ σῶμα τοῦ Ὁσίου πάνω στὸ χῶμα καὶ ὡσὰν νὰ ἦταν ἄψυχο, τὸ κατακομμάτιασαν παντελῶς γιὰ νὰ τὸ φᾶνε. Καὶ μόλις μέσα ἀπὸ τὸ λινάρι βγῆκε θερμότητα καὶ ἐπανῆλθε στὸν ἑαυτό του ὅσο γινόταν, ἕνας δριμὺς πόνος ἀπὸ τὰ φαγωμένα μέλη ἄρχισε νὰ ἁπλώνεται σὲ ὁλόκληρο τὸ σῶμα. Αὐτὸς ὅμως χωρὶς καθόλου νὰ ἀγανακτήσει, ἔλεγε: Κύριε, μὲ δοκίμασες καὶ μὲ γνώρισες· σὺ γνωρίζεις, ὅταν κάθομαι καὶ ὅταν σηκώνομαι.

14. Πειρασμοὶ δεκαοχτὼ ἐτῶν στὴν ἔρημο.

Σὲ ποιοὺς καὶ σὲ πόσους πειρασμοὺς περιέπεσε στὴν διάρκεια τῶν 18 ἐτῶν ἀφ᾿ ὅτου ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν Μονή, καὶ κατοίκησε σὲ αὐτὰ τὰ βουνά, ποιός θὰ μποροῦσε νὰ τὰ μετρήσει; Διότι ὄχι μόνον ἐταράσσετο καὶ δυσκολευόταν, κατὰ τὶς τέσσερις ἐποχὲς τοῦ ἔτους, ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ σώματος ποὺ σέρνουμε καὶ ποὺ πάντοτε μᾶς παρασύρει πρὸς τὰ κάτω καὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖο οἱ δαίμονες βρίσκουν κάποιο παραπόρτι καὶ ἀφορμὴ νὰ ὑποκινήσουν μέσα μας τὰ ἐμπαθή τους νοήματα καὶ σοφίσματα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἔχθρα τῶν δαιμόνων τὴν ὁποία ἐκεῖνοι περιβλήθηκαν ἀπὸ τότε ποὺ ἔπεσαν καὶ ἐμεῖς ὑψωθήκαμε· ὡστόσο δὲν ἔκανε ποτὲ τὴν παραμικρὴ ἀνακωχή. Ἀντίθετα πολλὲς φορές, θωρακισμένος μὲ τὴν πανοπλία τοῦ Σταυροῦ καὶ ἐνδεδυμένος τὴν μεγάλη ἐκείνη ταπείνωση καὶ βαστάζοντας σταθερὰ ὡς ἀσπίδα τὴν ὁλονύκτια προσευχή, χωρὶς κόπο συνέτριβε τοὺς δαίμονες καὶ τοὺς ξεγελοῦσε.

15. Κυνηγοὶ ἀναγνωρίζουν τὸν Φαντῖνο. Συνάντηση μὲ τοὺς γονεῖς του.

Ὅταν δὲ εὐδόκησε ὁ Θεός, ὁ μὲν τόπος ἐκεῖνος νὰ ὑψωθῇ σὲ δική του κατοικία, ὁ δὲ Φαντῖνος γιὰ τὴν δὺναμη τῆς μεγαλόψυχης καὶ εἰλικρινοῦς γνώμης καὶ προθυμίας του, νὰ συναθροίσει μία ὁμάδα ἀδελφῶν γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἑλκύση διὰ μέσου ὁμοίου ζήλου πάρα πολλοὺς στὴν ἀπόλαυση τῶν αἰωνίων καὶ ἀναφαιρέτων ἀγαθῶν, καὶ νὰ μὴν κρύψει σὲ γῆ ὀκνηρίας, ὅπως ὁ ἀγνώμων δοῦλος, τὸ τάλαντο ποὺ τοῦ δόθηκε, οὔτε τὸ φῶς νὰ τοποθετήσει κάτω ἀπὸ τὸ δοχεῖο μὲ τὸ ὁποῖο μετροῦν τὸ σιτάρι, ἀλλὰ ἐπάνω στὸν λυχνοστάτη γιὰ νὰ φωτίζει σὲ ὅλα τὰ πέρατα καὶ βλέποντας, νὰ δοξάζουν τὸν Θεὸν ποὺ βρίσκεται στοὺς οὐρανούς τὸν φανερώνει ἀπὸ μακριὰ σὲ κάποιους κυνηγούς. Αὐτοί, ἀναγνώρισαν τὸν Ἅγιο, ὁ ὁποῖος λίγο πρωτύτερα φανέρωσε ἄθελά του σὲ αὐτοὺς ἴχνη καὶ σημάδια θεϊκά, ἐπειδὴ ἦσαν ντόπιοι καὶ γείτονες, καὶ ἐπέστρεψαν πίσω ταχύτατα καὶ φανέρωσαν στοὺς ἴδιους τοὺς γονεῖς μὲ πολλὴ σαφήνεια αὐτὸ τὸ ὁποῖο εἶδαν.

Ἀλλὰ οἱ γονεῖς ἐπειδὴ ἀπέκαμαν νὰ ἀναζητοῦν γιὰ πολὺ χρόνο αὐτόν, πίστεψαν ὅτι αὐτὸ ποὺ τοὺς ἔλεγαν ἦταν ὄνειρο παρὰ ἀλήθεια. Ὅμως, ἐπειδὴ ἕνα κεντρὶ τοὺς τρυποῦσε τὰ σπλάγχνα καὶ σὰν νὰ ξέχασαν τὰ γεράματά τους συναίνεσαν νὰ πάρουν τὰ δίτροχα κάρα τους μαζὶ μὲ τοὺς ἐλαφοκυνηγοὺς καὶ νὰ πᾶνε στὸν χῶρο ποὺ δήλωσαν. Καὶ μάλιστα συχνὰ δακτυλοδεικτώντας στὰ γεροντάκια ἀπὸ μακριὰ τὸν χῶρο, βιάζονταν νὰ φθάσουν στὸν τόπο γρήγορα. Ὅταν ἔφθασαν ἐκεῖ καὶ ἄρχισαν νὰ φωνάζουν κατ᾿ ἐπανάληψη γιὰ νὰ ἰδοῦν τὸν υἱό, ὁ Φαντῖνος βγῆκε ξαφνικὰ καὶ τοὺς συνήντησε. Καὶ ὅλοι τους ἀφοῦ ἔχυσαν ἀπὸ τὰ μάτια τους δάκρυα αὐθόρμητα, ἔπεσεν μπρούμυτα καὶ ἀντήλλαξαν μεταξύ τους τὴν εὐχή.

16. Ὁ Φαντῖνος προτρέπει τοὺς γονεῖς του νὰ ἀρνηθοῦν τὸν κόσμο.

Ἀφοῦ ἔδωσαν καὶ μερικὰ ἄλλα μικρὰ σημάδια ἀναγνωρίσεως, ἔπειτα οἱ γονεῖς μὲ ἐπιμονὴ ῥώτησαν νὰ μάθουν ἀπὸ τὸν Φαντῖνον: Πῶς καὶ πότε καὶ χάριν τίνος ἦλθες σὲ αὐτὰ τὰ ὄρη; Αὐτὸς ἀφοῦ ἀναστέναξε βαθιά, ἀπήντησε: Ἐπειδή, ὦ γονεῖς μου, κατάλαβα τὴν ματαιότητα αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ ὅτι κάθε δόξα αὐτοῦ εἶναι πλάνη καὶ ματαιότης ματαιοτήτων. Διότι γιὰ νὰ ἐκγυμνάση δημιούργησε τὰ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου ὁ Θεός, καὶ ἔθεσε αὐτὰ ἐνώπιόν μας παραγγέλοντας ὅτι· κάθε ἕνας ποὺ θὰ καταφρονήσει αὐτὰ καὶ θὰ προτιμήσει τὴν κακοπάθεια θὰ δώσω σὲ αὐτὸν στὴν ἄλλη ζωὴ τὰ αἰώνια καὶ ποὺ καθόλου δὲν φθείρονται, καὶ θὰ συγκαταριθμήσω αὐτοὺς στοὺς χοροὺς τῶν Ἀγγέλων γιὰ νὰ κατατρυφᾶ ὅσα μάτι δὲν εἶδε καὶ αὐτὶ δὲν ἤκουσε καὶ νοῦς ἀνθρώπου δὲν συνέλαβε. Αὐτὰ πίστεψα καὶ καταφρόνησα καὶ σᾶς καὶ τὰ εὐχάριστα τῆς γῆς καὶ προτίμησα νὰ βαδίζω στὴν ἔρημο ἔτσι γυμνός, καθὼς βλέπετε, καὶ ἄστεγος. Γιὰ αὐτὸ καὶ σεῖς οἱ ἴδιοι, ἐὰν θελήσετε νὰ πεισθῆτε στὶς δικές μου συμβουλές, πηγαίνετε στὸ σπίτι, πωλῆστε ὅλη σας τὴν περιουσία, δῶστε τὰ χρήματα στοὺς πτωχούς, καὶ ἀφοῦ ἀντὶ γιὰ αὐτὰ ἐγκολπωθῆτε, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολή, τὴν ἐλπίδα στὸν Θεό, μὲ σταθερὴ καρδιὰ καὶ εἰλικρινῆ ἀγάπη ξαναγυρίστε σὲ μένα μιμούμενοι τὴν πτωχεία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὁπωσδήποτε αὐτὸς ποὺ τρέφει ἀκόμη καὶ τὰ κοράκια, ἐμᾶς ποὺ εἴμαστε ἄνθρωποι ἐπειδὴ γνωρίζει ἀπὸ ποιὰ ἔχομε ἀνάγκη, ὁ ἴδιος καὶ θὰ μᾶς θρέψει σκεπάζοντας καὶ κατευθύνοντας ἐμᾶς στὸ κάθε τι σύμφωνα μὲ τὸ θεῖο αὐτοῦ θέλημα.

17. Τὸ κτίσιμο τῶν δύο πρώτων Μοναστηριῶν.

Αὐτοὶ συμφώνησαν σὲ ὅλα καὶ μοίρασαν στοὺς πτωχοὺς ὅλα τὰ ὑπάρχοντά τους, ποὺ ἦταν πάρα πολλά. Κράτησαν ἀπὸ αὐτὰ κάτι λίγα καὶ πάρα πολὺ σύντομα ἐπέστρεψαν στὸν Ὅσιο. Ἡ φήμη ὅμως σιγὰ σιγὰ διαδόθηκε καὶ ὁ θεῖος αὐτὸς ζῆλος κατέλαβε πολλοὺς καὶ τοὺς ἔπειθε νὰ κάνουν τὰ ἴδια καὶ νὰ συῤῥέουν στὸ ὄρος. Ὁ Ἅγιος, λοιπόν, ἀμέσως ἔκτισε μοναστήρια, ἕνα γιὰ τὴν μητέρα καὶ τὴν ἀδελφή του σὲ κάποιο ξεχωριστὸ μέρος μακριά καὶ ἕνα πάλι γιὰ τὸν πατέρα καὶ τὰ ἀδέλφια του, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὁ ἕνας λεγόταν Λουκᾶς καὶ ὁ ἄλλος Κοσμᾶς. Καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔκειρε μοναχούς ἐνῷ ἐξομολογοῦντο τὰ ἁμαρτήματά τους μὲ θερμὰ δάκρυα, καὶ ἔβαλε στοὺς ὤμους των τὸν ἐλαφρότατο ζυγὸ τοῦ Χριστοῦ τοὺς γύμνασε μὲ παλαιστικὰ ἀγωνίσματα πρὸς τοὺς πολέμους τῶν ἀοράτων δαιμόνων. Καὶ μποροῦσες νὰ δῆς τοὺς πρὶν πατέρες καὶ ἀδελφούς, νὰ ἔχουν τώρα μεταμορφωθῇ σὲ υἱοὺς διὰ τοῦ Πνεύματος ἀφοῦ ἀλλοιώθηκαν διὰ μιᾶς τὴν καλὴ ἀλλοίωση καὶ μὲ τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ νὰ ἔχουν γίνει ὅμοιοι μὲ ἐνσάρκους Ἀγγέλους. Διότι μὲ τόση ἐγκράτεια πέρασαν τὸν χρόνο τῆς ἀσκήσεώς των, ὥστε καὶ στοὺς δαίμονες νὰ γίνουν φοβεροί.

18. Τὰ βουνὰ γίνονται πόλεις.

Μεσολάβησε λίγος καιρὸς καὶ ὁ Ὅσιος τοὺς γκρεμοὺς τῶν βουνῶν καὶ τοὺς ἀπροσπέλαστους τόπους τοὺς κατέστησε κατοικίες θείων καὶ πνευματικῶν ἀνδρῶν. Κάθε ἕνας ἀπὸ τοὺς πατέρες ποὺ ἤρχοντο, ἀνάλογα μὲ τὴν δύναμη ἢ τὴν προαίρεση ποὺ εἶχε, μὲ τὴν ἄδεια αὐτοῦ ἔπαιρνε τόπους καὶ ἀναδεικνύετο πατὴρ ἁγίων πατέρων. Καὶ τόσο πολὺ πυκνὰ γέμισε αὐτὴ ἡ περιοχή ὅσο πρὶν δικαίως εἶχε τὸ ὄνομα ἔρημος. Σὲ ὅλους δὲ ἕνας ἦταν ὁ κανών· ὅτι φαινόταν καλὸ σὲ ἐκεῖνον, περιττὸ πάλι, κάθε τι ποὺ δὲν φαινόταν καλό. Καὶ ἕνας νέος νόμος ἦταν ἡ κατήχηση αὐτοῦ. Ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ποὺ πολὺ ὑπερεῖχαν στὴν ἀρετή, ἐνικῶντο ἀπὸ τὴν σοφία καὶ τὴν ἀρετὴ τοῦ Φαντίνου περισσότερο ἀπὸ ὅσο νόμιζαν.

19. Ὁ Φαντῖνος πάλι στὴν ἔρημο. Φυλακίζεται ὡς κατάσκοπος.

Ὄντας ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς ἐλυπεῖτο, ὑπέφερε, ἐστενοχωρεῖτο καὶ προτιμοῦσε τὴν μονήρη ζωή, ποὺ εἶχε λίγο πρίν, καὶ τὴν ἐρημιά. Ἀφοῦ βέβαια ἔβαλε οἰκονόμους στὰ κοινόβια καὶ μάλιστα στὸ μεγάλο Μοναστήρι τὸν Λουκᾶ τὸν ἀδελφό του, τὴν νύκτα σηκώθηκε ὅπως ἦταν μὲ γυμνὰ πόδια καὶ μὲ μία προβιὰ ἀπὸ κατσίκι ποὺ προστάτευε τὸ σῶμά του καὶ φεύγει κρυφὰ πηγαίνοντας σὲ ἄλλον τόπο. Ἀλλὰ ὅμως ὁ πονηρός ἀπὸ φθόνο πρὸς αὐτόν, παρότρυνε αὐτοὺς ποὺ κατοικοῦσαν ἐκεῖ καὶ τοῦ ἔδεσαν τὰ πόδια μὲ σιδερένια δεσμά, ὡσὰν νὰ ἦταν κατάσκοπος καὶ τὸν ἔῤῥιξαν σὲ ἕνα σκοτεινὸ ὑπόγειο, ἀφήνοντάς τον γιὰ πολὺ διάστημα παραμελημένο. Ἐπειδὴ ὅμως τὸν κατέτρωγαν Θεέ μου! καὶ τὰ ἔντομα καὶ οἱ ψεῖρες καὶ δὲν ἤξερε τὶ νὰ κάνει, πῆρε σπασμένα κεραμίδια καὶ ἔξυνε μὲ αὐτὰ τὸ σῶμά του ποὺ τὸ εἶχαν σκεπάσει τὰ ζωύφια ποὺ ἀναφέραμε καὶ ποὺ τόσο ἄσχημα τὸν ἐνοχλοῦσαν.

Ἀφοῦ, λοιπόν, ἔμεινε γιὰ πολὺ χρόνο ἔτσι ἔγκλειστος ἔχοντας βοηθὸ τὸν Θεὸν ποὺ ἔσωσε τὸν Ἰσραὴλ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, δὲν καταλάβαινε τοὺς πόνους ἀλλὰ μᾶλλον εὐχαριστεῖτο ὑπερβολικὰ μὲ αὐτούς Ὅταν δὲ ὁ πονηρὸς δαίμων τὸν ἐξερέθιζε νὰ ἀγανακτήσει καὶ ἀποτύγχανε τοῦ ἐγχειρήματος, ἐπειδὴ μὲ αὐτὸ ντροπιαζόταν περισσότερο ὁ τρισκατάρατος, ἔκραζε δυνατά: Μᾶς νίκησες, Φαντῖνε. Καὶ ὅταν, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ποὺ εὐόδωνε ὅλα ὅσα εἶχαν σχέση μὲ αὐτόν, τὸν ἔβγαλαν μὲ δυσκολία ἔξω ἀπὸ τὸν ὑπόγειο λάκκο αὐτοὶ ποὺ τὸν ἔβαλαν, καὶ εἶδαν ὅτι αὐτὸς ἦταν τελείως ἀγνώριστος ἐξ αἰτίας τῶν κακώσεων ποὺ τοῦ προξένησαν τὰ ζωύφια ποὺ εἶχα ἀναφέρει μεταμελήθηκαν διότι τὸν ἔκαναν νὰ πονέσει καὶ ἔπεσαν στὰ πόδια του.

20. Ἐπιστροφὴ στὸ Μοναστήρι.

Αὐτός, ἀφοῦ τοὺς συγχώρησε γιὰ ὅσα ἔκαναν καὶ τοὺς ἔδωσε τὴν εὐχή του, φεύγει ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πάει σὲ μία περιοχὴ ποὺ εἶχε νερὸ ποὺ ἔτρεχε συνεχῶς καὶ ἦταν γεμάτη ἀπὸ βρώσιμα χόρτα καὶ ἐπὶ πλέον εἶχε πολὺ μεγάλη ἡσυχία. Ἐκεῖ ἔζησε ἥσυχα γιὰ ἕνα διάστημα πολὺ μεγάλο. Πάλι ὅμως οἱ φθονεροὶ δὲν ἀνείχοντο νὰ βλέπουν τὸν μέγα· ἐνῷ δηλαδὴ ἡ περιοχὴ πάντοτε ἦταν παντελῶς ἀπροσπέλαστη, γιὰ νὰ τὴν καταστήσουν πολυσύχναστη, ἀμέσως ἔκαναν νὰ περάσει ὁ δημόσιος δρόμος ἀπὸ τὸ μέσον τῆς περιοχῆς ἐκείνης. Καὶ ὅταν τὸ ποτάμι ποὺ χυνόταν ἐκεῖ πλημμύριζε, ὅσοι ἐπρόκειτο νὰ τὸ περάσουν, ἀνέβαιναν ἐπάνω στὸν τόπο ποὺ ἔμενε ὁ Φαντῖνος καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ περνοῦσαν στὸ ἀπέναντι μέρος. Αὐτὸς ὅμως καὶ τοῦτο τὸ ὑπέφερε, ἀλλὰ καὶ ἕνεκα τοῦ θορύβου, καὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἐξασθενήσεως στὴν ἡσυχία καὶ διότι ἔλειπε γιὰ πολὺ διάστημα ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του, ξαναγύρισε στὸ Μοναστήρι.

21. Ἡ αὐστηρὴ ζωὴ τοῦ Φαντίνου μέσα στὸ Μοναστήρι.

Ἀλλὰ οὔτε πάλι ὅταν ἐπέστρεψε σὲ αὐτό, ζοῦσε ζωὴ τρυφηλὴ ἢ ἄλλαζε πλούσια ἐνδύματα, ἀλλὰ συνέχισε ἔτσι ὅπως εἶχε ἀρχίσει. Ἀντὶ γιὰ κρασί, ἔπινε τρεχούμενο νερὸ ποὺ ἀναβρύουν τὰ ποτάμια καὶ οἱ πηγές· ἀντὶ γιὰ καρυκευμένα φαγητά, ἔτρωγε ὠμὰ λάχανα καὶ ὄσπρια· καὶ ἐὰν ποτὲ τύχαινε διὰ τῆς βίας νὰ φάει μαζὶ μὲ ἄλλους, τὸ φαγητό του ἦταν ξερὸ ψωμί. Ἀντὶ γιὰ κρεββάτι, εἶχε χῶμα· μερικὲς φορὲς πλάγιαζε πάνω σὲ ψάθα, διότι τὸ σῶμα τό του ἀπὸ καιρὸ εἶχε λιώσει καὶ εἶχε γίνει σκελετός. Διακόνημά του ἦταν ἡ καλλιγραφία καὶ τὸ νὰ ἀναπέμπη ὕμνους στὸν Θεὸ νύκτα καὶ ἡμέρα.

Μὲ αὐτὰ τὰ μέσα ἀπέκτησε ἀπροσποίητο καὶ ἀπαθῆ χαρακτήρα. Καὶ πράγματι, ἐπειδὴ γεύθηκε τοὺς ἀθανάτους καρποὺς τῆς ἀρετῆς καὶ ἐπληρώθη δίχως κορεσμὸ ἀπὸ θεῖο πνεῦμα, δὲν μποροῦσε νὰ χορτάσει ἀπὸ τὴν γλυκύτατη μέθεξη, ἀλλὰ ὅσο ἔτρωγε τὴν γλυκειὰ ἐκείνη τροφὴ καὶ ἔπινε τὸ θεῖο νέκταρ, τόσο περισσότερο ἔβγαζε φτερά, καὶ ἔτεινε πρὸς τὴν ἐπιθυμία του καὶ ἤθελε νὰ ἀπολαμβάνει κατὰ κόρον τὴν ἀξιαγάπητη θεωρία τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ ὁ νοῦς του καθόλου δὲν σάλευε πρὸς τὰ σωματικά. Ἐπειδὴ ὄντως ἀναδείχθηκε τέτοιος, ἔλαβε ἀπὸ τὸν Χριστό, τὸν Θεό μας, τὴν χάρη ἐναντίον τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων, νὰ ἐκβάλλη αὐτὰ καὶ νὰ θεραπεύει κάθε ἀῤῥώστια καὶ ἀδυναμία.

22. Ἡ ἐπίθεση τοῦ δαιμονισμένου στὴν παραλία.

Κάποτε, ἐνῷ περπατοῦσε κατὰ μῆκος τῆς ἀμμώδους παραλίας, βυθισμένος σὲ σκέψεις καὶ οἱ ἀδελφοὶ ἦταν σὲ πλοιάριο ἀπέναντι ἀπὸ αὐτόν, ξαφνικά, φάνηκε κάποιος ἀπὸ τὰ βουνὰ οὐρλιάζοντας καὶ τρίζοντας τὰ δόντια σὰν τρελός. Αὐτός, ὅταν μὲ βιασύνη ἔφθασε στὸν Ὅσιο, τὸν σήκωσε ψηλά, καὶ ὅρμησε νὰ τὸν ῥίξει μέσα στὴν θάλασσα. Αὐτοὶ ποὺ ἦταν στὸ πλοῖο κατελήφθησαν ἀπὸ φόβο καὶ ἀφοῦ δημιουργήθηκε μεγάλος θόρυβος, ἔσπευσαν νὰ βοηθήσουν τὸν πατέρα, ἀφοῦ γύρισαν τὸ σκάφος. Ἀλλὰ ὁ τρισόλβιος, εἶπε χαριτωμένα: Ἀφῆστε, παιδιά μου, νὰ μὲ πολεμάει αὐτὸς ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μοῦ εἶναι ἀντίδικος. Καὶ πρὶν τελειώσει τὸν λόγο, οἱ δαίμονες ἔῤῥιξαν προύμυτα τὸν ἄνθρωπο, καὶ αὐτὸς ποὺ εἶχε πνοή, ἔγινε νεκρός. Αὐτὸν ὁ Ὅσιος ἀφοῦ τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τοῦ εἶπε μία εὐχή, ἀμέσως τὸν σήκωσε τὸν δαιμονισμένο, τελείως καλά. Μετὰ τὸν ἔκανε μοναχό, καὶ τὸν ἀνέδειξε τέλειο κατοικητήριο τοῦ πνεύματος τοῦ Θεοῦ.

23. Ὁ Φαντῖνος ἰατρὸς ψυχῶν καὶ σωμάτων.

Πάρα πολλοὶ ἔρχονταν σὲ αὐτόν, τοὺς ὁποίους μάλιστα δὲν θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ φαντασθῇ. Καὶ αὐτός, ποὺ δέχτηκε διπλὴ τὴν χάρη ἀπὸ τὸν Κύριο, θεράπευε μὲ διάφορες μορφὲς χαρισμάτων ὅσους ἦταν πιασμένοι ἀπὸ ἀῤῥώστιες. Αὐτοὺς ποὺ χώλαιναν κατὰ διαφορετικὸ τρόπο στὴν ψυχή, καὶ εἶχαν ἀνάγκη ἀπὸ κατάλληλα φάρμακα ποῖος θὰ μποροῦσε νὰ τὰ ἀναφέρει ὅλα γενικῶς; μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ φάρμακα ὁ ἴδιος τοὺς θεράπευε, λίγους μὲν μὲ τὸν λόγο, τοὺς περισσότερους ὅμως μὲ τὰ ἔργα. Καὶ αὐτοὺς ποὺ ταλαιπωροῦσαν τὴν διάνοιά τους μὲ λογισμοὺς ὄχι μόνον τοὺς μετέβαλλε στὸ καλύτερο, ἀλλὰ καὶ κατεκοίμιζε κάθε τι ποὺ ὀρθώνεται μὲ ἀλαζονεία ἐναντίον τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὺς δὲ ποὺ εἶχαν πέσει στὰ βάθη τῆς ἀπελπισίας ἐξ αἰτίας τῆς πικρῆς καὶ ἄλογης ἀπογνώσεως, ἀμέσως τοὺς ξανάφερνε στὴν εὐθυμία μὲ τὴν εὐπρέπεια τῶν συνετῶν λόγων τους. Δηλαδή, γιὰ τοὺς πάντες ἔγινε τὰ πάντα γιὰ νὰ κερδίσει ὅλους ἢ τοὺς περισσότερους. Διότι ἦταν κάτοχος τόσο πολὺ τοῦ πρακτικοῦ λόγου ὅσο καὶ τῆς γνώσεως, καὶ κατεῖχε τόσο καλὰ καὶ τὰ δύο, ὥστε νὰ γνωρίζει ἀκριβῶς, ὅσο ἦταν δυνατόν, ἀκόμη καὶ τὰ βάθη τοῦ πνεύματος ξεπερνώντας τὶς ἀνθρώπινες δυνατότητες.

24. Ἡ ἀρκούδα καὶ οἱ μέλισσες.

Ἐκτὸς αὐτοῦ, ἐπειδὴ τήρησε τὸ κατ᾿ ἐικόνα χωρὶς πτώσεις καὶ ἔγινε ἕνας ἄλλος Ἀδὰμ πρὶν τὴν παρακοή, διέκειτο πρὸς τὰ σαρκοβόρα θηρία καὶ ἐρπετὰ ὡσὰν πρὸς φίλους. Καὶ ὄντως· στὸ Μοναστήρι ὑπῆρχον μελίσσια, ἀλλὰ τὰ καταβρόχθιζε μία ἀρκούδα. Μερικοὶ ἀδελφοὶ ἑτοιμάσθηκαν ἐναντίον της. Ὁ Φαντῖνος, μόλις πληροφορήθηκε αὐτὸ ποὺ πήγαιναν νὰ κάνουν καὶ γνωρίζοντας ὅτι αὐτὴ ἡ ἀρκούδα, ἀργὰ τὴν νύκτα πλησίαζε τὰ μελίσσια, τῆς εἶπε: Σὲ διατάσσω νὰ μὴν ἐγγίσῃς τὰ ἐδῶ πράγματα, καὶ ἐὰν ποτὲ μὲ παρακούσεις, θὰ μάθεις ὅτι προσκάλεσες στὸν ἑαυτό σου τὸν ἔσχατο θάνατο. Αὐτὴ δὲ ὑποχωρώντας ἀμέσως στὸν λόγο του, δὲν συνέχισε πλέον νὰ κάνει ζημιά.

25. Οἱ διψασμένοι μοναχοί.

Ἐπὶ πλέον ὁ μέγας Φαντῖνος χρησιμοποιοῦσε ἐπαρκῶς πρὸς ἐξυπηρέτηση τῶν ἀδελφῶν καὶ διάφορα κατοικίδια ζῶα. καὶ κάποτε ποὺ οἱ ἡμίονοι βόσκοντας ἀπομακρύνθηκαν πολύ, μερικοὶ ἀδελφοὶ πῆγαν νὰ τοὺς βροῦν. Ἀπὸ τὴν κούραση ὅμως δίψασαν καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχαν νερό, ἔπεσαν στὴν ἀπόγνωση. Στὴν συνέχεια, ὁ δοῦλος τοῦ Ὁσίου Κυριακός, ἀφοῦ προχώρησε λίγο, μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ Πατρὸς Φαντίνου ἔκανε νὰ ἀναβλύσει ἀφθονώτατο νερό. Ἤπιε καὶ ἀμέσως συνήλθε, καὶ ἤθελε νὰ δείξει αὐτὸ καὶ στοὺς ἄλλους. Ὅταν αὐτοὶ ἦλθαν γρήγορα ὢ τοῦ θαύματος! τὸ νερὸ ἐξαφανίσθηκε. Ὅλοι τότε διὰ μιᾶς φώναξαν μὲ ὅλη τους τὴν καρδιά: Ἅγιε τοῦ Θεοῦ Φαντῖνε. Παρευθὺς μέσα στὰ στερνά τους ἀνέβλυσε ἄνυδρη δρόσος καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ δροσίσθηκαν ὅπως ἕνας ποὺ πίνει πραγματικὸ νερό. Καὶ ἀνέπεμψαν δόξα στὸν Θεό, ποὺ χάριζε σὲ αὐτὸν τέτοια παράδοξα θαύματα.

26. Προσκύνημα στὸν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ, στὸ ὄρος Γάργανο.

Ἄλλοτε πάλι ὁ Ὅσιος, ἐπειδὴ πάντοτε συνέῤῥεαν πρὸς αὐτὸν σωρηδὸν οἱ ἄνθρωποι, ὅπως ἀκριβῶς ἕνα σμῆνος, καὶ δὲν τὸν ἄφηναν νὰ ἀπολαμβάνει ἀνενόχλητα τὸ καλὸ τῆς ἡσυχίας, τοῦ ἦλθε ἡ ἐπιθυμία νὰ πάει στὸν Ἅγιο Ἄγγελο τῆς πόλεως Σιπενδοῦ, στὸ Προσκύνημα στὸν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ, στὸ ὄρος Γάργανο καὶ μὲ τὰ ἴδια του τὰ μάτια νὰ ἰδῆ σὰν σὲ καθρέπτη τὴν ἔλλαμψη ποὺ ἀκτινοβολεῖ αὐτὸς ἐκεῖ. Γιὰ αὐτό, ἀφοῦ πῆρε μαζί του τὸν προαναφερθέντα Κυριακὸ καὶ δύο ἄλλους, ἀναχώρησε ἀπὸ τὸ Μοναστήρι καὶ βιαζόταν νὰ φθάσει στὸν Ἅγιο Ἄγγελο ποὺ ποθοῦσε.

Ἔφθασε μὲ δυσκολία μέσα σὲ 18 ἡμέρες πεζοπορώντας μέσα στὸ ψύχος καὶ τὴν κάψα καὶ ὄντας παντελῶς χωρὶς τροφὴ καὶ νερό. Ἔπειτα, ἀπὸ τὶς τρεῖς τὸ ἀπόγευμα μέχρι τὴν ἄλλη ἡμέρα ποὺ κοινωνοῦσε τὰ ἅγια καὶ θεῖα μυστήρια, ἀγρυπνοῦσε ὄρθιος. Διότι αὐτὸς εἶχε τὴν συνήθεια ὄχι μόνον στὶς μεγάλες ἑορτές, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλες τὶς Κυριακὲς καὶ στὶς γιορτὲς ὅσων Ἁγίων ἦσαν μεγάλοι, νὰ στέκεται ὄρθιος ἀπὸ τὴν ὥρα αὐτὴ μέχρι τὴν Θεία Λειτουργία. Μερικὲς φορὲς δέ χωνόταν καὶ μέσα σὲ νερό. Αὐτὸ καὶ μέχρι τώρα εἶναι γνωστὸ σὲ ὅλους.

Μία φορὰ λοιπόν, μετὰ τὴν κοινωνία τῶν θείων καὶ ἀχράντων μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ μας, καὶ τὴν θεία εὐχαριστία, ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, λειώνοντας ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ πεῖνα ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν σφοδρὴ δίψα, ζήτησε νερὸ γιὰ νὰ μπορέσει μὲ αὐτὸ μαζὶ καὶ μὲ τὸ θεῖο ἀντίδωρο νὰ βρῆ δίοδο πρὸς τὰ μέσα, ἐπειδὴ ὁ φάρυγγας ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ ἐγκράτεια εἶχε πάθει ἀπόφραξη. Καὶ μόλις ἤπιε τὸ νερὸ τοῦ πρώτου ποτηριοῦ, φάνηκε ἀπὸ μακριά, ἐπάνω ἀντίκρυ στὸ στομάχι του δὲν ξέρω νὰ πῶ τὶ ἔπαθε μία ὑπερμεγέθης πομφόλυγα, κάτω δὲ ἔσπασε ἡ πιμελή (μαλακὸ λῖπος) καὶ ἔγινε θορυβώδης σπασμὸς τῶν ἐντέρων. Ἐπειδή, λοιπόν, ἀπὸ αὐτὰ προκλήθηκαν διαδοχικοὶ πόνοι, ὁ μέγας Φαντῖνος μὲ δυσκολία ἐπανῆλθε στὸ Μοναστήρι του. Μόλις δὲ διαδόθηκε σὲ ὅλους ἡ φήμη ὅτι αὐτὸς ἐπέστρεψε πάλι στὸ Μοναστήρι, πήγαιναν συχνὰ σὲ αὐτόν, καὶ γίνονταν καλὰ ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἀῤῥώστια καὶ ἂν ὑπέφεραν.

27. Θεία ἔκσταση.

Φυσικά, ἐπειδὴ κατεστάθη τοιοῦτος, δὲν στερήθηκε τὴν θεία ὀπτασία καὶ ἀποκάλυψη. Γιὰ παράδειγμα, μία νύκτα, μετὰ τὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας, ἐνῷ ὅλοι μαζὶ οἱ ἀδελφοί, ἀπὸ τὸ κυριακὸ πήγαιναν στὰ διακονήματά τους σύμφωνα μὲ τὸν κανονισμό, αὐτὸς κάθισε ὅπου καὶ στεκόταν. Ἀφοῦ ὕψωσε τὸ βλέμμα καὶ τὰ δύο του χέρια στὸν οὐρανό, αὐτὸς ποὺ εἶχε πνοή, καθόταν ἄπνους μέχρι τὸ ἀπόγευμα.

Ἐπειδὴ μεταξὺ τῶν μαθητῶν του ἔγινε πολὺς λόγος γιὰ τὴν παράδοξη στάση, ἀπὸ τὴν φήμη καὶ τὸν θαυμασμὸ μαζεύτηκαν πάρα πολλοί. Ὅταν ὅμως τελικὰ ἦρθε στὸν ἑαυτό του, ῥώτησε: Τί θόρυβος εἶναι αὐτός, καὶ τί ὥρα εἶναι; Καὶ ὅταν ὅλοι μαζὶ τοῦ εἶπαν ὅτι εἶναι 11 (17:00) καὶ γιὰ ποιὸν λόγο εἶχαν ἔρθει, ἔδωσε ἐντολὴ σὲ αὐτοὺς νὰ κάνουν τὴν ἀκολουθία τοῦ ἑσπερινοῦ.

Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὸν περιστοίχισαν κυκλικά, καὶ τὸν ἐκλιπαροῦσαν ἱκετευτικὰ νὰ πῇ σ᾿ αὐτοὺς ὅσα ἀκριβῶς εἶδε. Ὁ Ὅσιος ἀφοῦ ἀναστέναξε βαθιά, καὶ κατέβρεξε τὶς ἀσκητικὲς ἐκεῖνες παρειὲς μὲ τοὺς χειμάῤῥους τῶν δακρύων, εἶπε ἀποφθεγματικὰ σὲ αὐτούς: Ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες μου, ἐὰν θέλετε νὰ μάθετε ἀπὸ αὐτὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα γνωρίζω, εἶναι παντελῶς ἀνέκφραστα. Πλὴν ἐὰν τελείως πείθεσθε σὲ μένα ποὺ σᾶς συμβουλεύω, ἀφοῦ ἀρνηθῆτε ὁ,τιδήποτε σᾶς ἀνήκει, νὰ ἀναχώρησετε ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο γυμνοί.

28. Γυμνός, ἄποτος καὶ ἄτροφος στὰ ὄρη.

Αὐτὰ εἶπε καὶ ἀφοῦ ἔβγαλε τὸ τριμμένο ζωστικό του, ἀνεχώρησε γυμνὸς στὰ ὄρη. Ἀπὸ ἐκείνη λοιπὸν τὴν στιγμή, μέχρι 20 μέρες ἦταν χωρὶς νερό, χωρὶς τροφή, καὶ χωρὶς κάποιο σκέπασμα. Πίστευε πὼς ὅσα φρικτὰ εἶδε καὶ ἄκουσε ἐκεῖ, ὄχι μόνον στὸν κόσμο ἀλλὰ οὔτε καὶ στὸν ἑαυτό του καθόλου δὲν ἔπρεπε νὰ τὰ διηγηθῆ. Τρεφόταν ἐπὶ τέσσερα χρόνια μὲ ἄγρια χόρτα καὶ μὲ τίποτε ἄλλο. Καὶ ὅταν πάλι τὸν ξαναέβρισκαν οἱ σύντροφοί του καὶ διὰ τῆς βίας τὸν ἔσερναν στὸ Μοναστήρι, ὁ μέγας γρήγορα ξαναγύριζε ἐκεῖ ὅπου καὶ πρῶτα περιφερόταν, νοιώθοντας εὐχαρίστηση περισσότερο μὲ τὰ θηρία παρὰ μὲ τοὺς ἀνθρώπους.

29. Συνάντηση μὲ τὸν Ὅσιο Νεῖλο.

Μετὰ ἀπὸ πολὺν χρόνο ἐπέστρεψε στὸ Μοναστήρι καὶ ἀφοῦ ἔκρυψε τὰ ἐμπρόσθια μέρη τοῦ σώματός του μὲ ἕνα ἱμάτιο ἀπὸ δέρμα, εἶπε στοὺς ἀδελφούς μὲ χαρά: Ξέρετε παιδιά μου, ὅτι ἔρχεται ὁ μέγας Νεῖλος;  Ὄχι, ἀπήντησαν ὅλοι. Καὶ αὐτός: Ναί, πραγματικά, ἔφθασε. Ὅσοι θέλουν λοιπόν, ἂς πᾶμε γρήγορα νὰ τὸν ὑποδεχθοῦμε. Ἐν συνεχείᾳ, ἀφοῦ προχώρησαν λίγο, γεμάτοι ἔκπληξη βλέπουν νὰ ἔρχεται μὲ τὰ πόδια ὁ Νεῖλος, ὁ ὄντως κεκοσμημένος μὲ λόγο καὶ πράξη.

Μόλις λοιπόν, συνῆλθαν ἀπὸ τὴν ἔκπληξη καὶ ἀλληλοενισχύθηκαν μὲ τὴν εὐχή, κυριεύθηκαν ἀπὸ χαρὰ καὶ λύπη. Χαρά μέν, διότι ὁ ἕνας ἀπολάμβανε τὸν ἄλλον· λύπη δέ, γιὰ ὅσα μυστήρια ὁ Φαντῖνος εἶχε μυηθῇ, διότι ἦταν κοινὰ σὲ ὅλους. Καὶ αὐτὰ ἔχουν ὡς ἑξῆς: Ἰδοὺ ἐγώ, ἔχω δώσει στὸ χέρι σου τὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατο· ἰδού, ἐνώπιον τοῦ προσώπου σου ἡ φωτιὰ καὶ τὸ νερὸ· σὲ ὅποιο θέλεις, ἅπλωσε τὸ χέρι σου.

30. Ὀπτασία: ἀστραπηφόροι Ἄγγελοι καὶ τελώνια.

Ἀλλά, πρέπει νὰ γυρίσουμε πάλι τὸν λόγο πρὸς ὅσα ὁ Φαντῖνος συνεσκιασμένα κάπως φανέρωσε στὸν καθηγητὴ Νεῖλο καὶ σὲ μᾶς στὸ τέλος τῆς πρὸς Κύριον ἀναχωρήσεώς του:

Μετὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς κοινῆς προσευχῆς, μὲ πόθο, δίχως δισταγμό, καὶ μὲ φλογερὸ καὶ βαθὺ ἔρωτα ψυχῆς, σήκωσα μὲ εἰλικρίνεια χέρια, νοῦ καὶ μάτια πρὸς τὸν Ὕψιστο, καὶ μοῦ φάνηκε πὼς εἶδα μέσα στὸν νοῦ μου μία ἐλλαμψη παρά πολὺ εὐφρόσυνη. Καὶ ἐνῷ ἐγῶ παρέμεινα σὲ αὐτὴν κατάπληκτος, ἀμέσως παρουσιάσθηκαν δύο ἀστραπηφόροι, ποὺ ἀπὸ τὴν θωριά τους ὑποψιάσθηκα ὅτι εἶναι Ἄγγελοι. Αὐτοὶ μὲ πῆραν γρήγορα καὶ μὲ ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο.

Συνήντησα κάποια ἄγρια σκοῦρα τάγματα ποὺ ἦταν περισσότερα ἀπὸ τὰ σμήνη τῶν μελισσῶν καὶ γέμισα ἀπὸ φόβο καὶ φρίκη. Ὅταν ὑπερπληρώθηκα ἀπὸ φρίκη ἐξ αἰτίας τοῦ θορύβου αὐτῶν, συνήντησα πάλι ἄλλους χειρότερους, παρόμοιους μὲ αὐτούς. Καὶ μέχρις αὐτὲς τὶς πύλες τοῦ οὐρανοῦ, ἔπεφτα πάνω σὲ τέτοιους ὀλεθρίους. Ἀλλὰ αὐτοὶ ποὺ μὲ κρατοῦσαν, μὲ βοηθοῦσαν νὰ περάσω. Ξαφνικά, εἶδα ἕναν χῶρο ποὺ ἄστραφτε ἀπὸ φῶς καὶ ἄκουσα ἕναν ὕμνον ἀνέκφραστο καὶ ἀκατάπαυστο, καὶ ποὺ δὲν χόρταινε κανεὶς νὰ τὸν ἀκούει, καὶ γιὰ αὐτὸ ἔδιωξα τὴν ταραχὴ ποὺ εἶχα. Ἔπειτα, μία φωνὴ βρόντησε δυνατά, καὶ ἀντήχησαν παράδοξες καὶ ὑπερφυσικὲς μελωδίες καὶ ἄστραψε δυνατὰ ἕνα πῦρ ἀλλοιώτικο. Αὐτὰ μὲ κατέστησαν κατ᾿ ἐξοχὴν κατεχόμενο ἀπὸ τὸν Θεόν.

31. Ὀπτασία· τὸ αἰώνιο πῦρ καὶ οἱ κολασμένοι.

Ἀφοῦ μυήθηκα σὲ κάποια ἄῤῥητα μυστήρια, στὸ τέλος ἄκουσα τοῦτο: Πάρτε τον αὐτόν, καὶ δεῖξτέ του ὅτι ἀκριβῶς γιὰ τὸν καθένα ἔχει ἑτοιμασθῇ. Καὶ μὲ τὸν λόγο μὲ πῆραν πάλι αὐτοὶ ποὺ πρωτύτερα μὲ ἔφεραν ἐκεῖ καὶ μὲ τὰ δυό τους χέρια καὶ οἱ δύο μὲ τράβηξαν ἤρεμα πρὸς τὸν ἑαυτό τους καὶ μὲ ὁδήγησαν σὲ κάποιο χῶρο ποὺ ἦταν γεμάτος ἀπὸ δυσώδη καπνό. Καὶ βλέπω ἐκεῖ μία φωτιὰ μεγάλη, ἀσύγκριτη στὸ πλάτος καὶ στὸ μῆκος, ἡ ὁποία ἦταν ἐντελῶς στερημένη ἀπὸ φῶς.

Στὴν μέση αὐτῆς κρεμόταν κάτι σὰν μία κεραία γεμάτη φλόγες. Καὶ τὶς ψυχὲς ποὺ περνοῦσαν ἀπὸ τὸ πῦρ, ἄλλες μὲν ποὺ ἡ κεραία ἔδειχνε τὰ νῶτά τους, ἔκρινε νὰ περάσουν ἀπέναντι, ἄλλες ὅμως προϋπαντώντας τε κατὰ πρόσωπο, τὶς ἐξαπέστελλε στὸ πῦρ. Καὶ ἀνάμεσα στὶς δύο κατηγορίες ὑπῆρχε ὁ ὀξὺς αὐτὸς διαχωρισμός. Ἀλλοίμονό μου! Ὅσοι ἔπεφταν μέσα, ἦταν κατάμεστοι ἀπὸ θρήνους καὶ οἰκτρὰ θρηνοῦσαν γιὰ τὴν συγκομιδὴ τῆς πρωτύτερης ζωῆς τους καὶ θερμοπαρακαλοῦσαν ἀπαρηγόρητα καὶ ἀνώφελα. Καὶ ἄλλοι, παρὰ τὴν θέλησή τους ἐβρυχώντο καὶ ἐκραύγαζαν· Ἀλλοίμονο, ἀλλοίμονο. Ἄλλοι πάλι ἐκ βαθέων ἀναστέναζαν μὲ ἀναρίθμητες δυνατὲς κραυγές· Οὐαί, οὐαί, καὶ κτυποῦσαν τὰ στήθη τους προσθέτοντας· Ὢ, τὶ μᾶς ἔχει βρῆ ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς.

32. Ὀπτασία· συνάντηση μὲ τοὺς γονεῖς του στὸν Παράδεισο.

Καὶ ἐνῷ ἐγὼ κόντευα νὰ λιποθυμήσω ἀπὸ τὰ φοβερὰ ποὺ ἔβλεπα, οἱ προσφιλεῖς μου συνοδοὶ μὲ πῆραν δῆθεν καὶ περάσαμε τὴν φλογίνη κεραία ποὺ προανέφερα καὶ ἡ ὁποία περιστρεφόταν στὴν μέση τῆς ἀπέραντης φωτιᾶς, καὶ γρήγορα μὲ ὁδήγησαν πάλι σὲ ἕναν χῶρο λαμπερὸ καὶ πάρα πολὺ εὐχάριστο, ἀσύγκριτο καὶ αἰώνιο. Καὶ ἐνῷ ἔμενα ὑπερβολικὰ ἔκθαμβος ἀπὸ τὸ παράδοξο αὐτὸ θέαμα καὶ εὐφραινόμουν, νὰ καὶ ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα μου, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἐκεῖ.

Ἐνῷ μὲ κατασπάζονταν, μὲ συμβούλευαν τὰ ἑξῆς: Τέκνον, κοίταξε αὐτοὺς ποὺ εἰλικρινὰ ἐλάτρευσαν τὸν Κύριο μὲ πράξεις ἐνάρετες καὶ τὸν ὑπηρέτησαν μὲ ὅλη τὴν δύναμη μέχρι τέλους καὶ σταθερότητα, ποίων ἐδῶ ἀνεκφράστων καὶ ἀθανάτων ἀγαθῶν καθίστανται αἰωνίως κληρονόμοι ἀπὸ τὸν μόνο καὶ ὄντως ἀγαθὸ Θεό· καὶ δικαίως.

Πάλι ὅμως οἱ συνοδοί, διὰ τῆς βίας μὲ χώρισαν ἀπὸ τοὺς γονεῖς μου, ἐνῷ ἐγὼ γέμισα ἀπὸ πίκρα, ὅπου ἀναπεμπόταν μελωδικὸς ὕμνος, ἀκατάπαυστος καὶ ἀσύγκριτος. Ἐδῶ ἄκουσα νὰ μοῦ λέγουν: Πήγαινε νὰ πῆς στὸν κόσμο ὅσα ἀκριβῶς ἔχεις δεῖ ἐδῶ. Εὐθὺς λοιπόν, μόλις εἰπώθηκαν αὐτά, ἦλθα στὸν ἑαυτό μου, καὶ βλέποντας σὰν σὲ καθρέπτη τὶς ἐκεῖ θεῖες θεωρίες, λειώνω ὁλόκληρος σὰν κερί, καὶ λυποῦμαι σφόδρα καὶ ταράσσομαι. Καὶ ἐνῷ σὲ αὐτοὺς φαίνομαι ὅτι ἀναπνέω, ἔχασα παντελῶς τὸν νοῦν μου, καὶ φοβήθηκα καὶ περιφρόνησα τὰ πράγματα τοῦ κόσμου.

Ὁ Νεῖλος λοιπόν, ἐξεπλάγη ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια, καὶ ἀπὸ ἄλλα ἀκόμη, καὶ κατέχωσε μὲ ἐπιτίμια ὅλους ὅσους κατοικοῦσαν στὸ Μοναστήρι τοῦ Φαντίνου: ἐπειδὴ ἕναν τέτοιον ἄνδρα, ποὺ ἀνέβηκε μέχρι καὶ στὸν τρίτο οὐρανό καὶ ποὺ ἄκουσε κάποια ἀνέκφραστα λόγια, τόσο ἀπερίσκεπτα περιπαίξατε καὶ τὸν νομίσατε γιὰ τρελό.

33. Τελευταία κατήχηση πρὸ τῆς ἀναχωρήσεως γιὰ τὴν Θεσσαλονίκη.

Ἀφοῦ λοιπόν, πέρασε πολὺς χρόνος, μία νύκτα ὁ Ὅσιος πῆρε ἐντολὴν ἀπὸ Ἄγγελο Θεοῦ νὰ ἐγκαταλείψη τὴν πατρίδα του σὰν ἄλλος Ἀβραάμ, καὶ νὰ ἀναχωρήσει ὄχι πλέον σὲ ἔρημη γῆ, ἀλλὰ στὴν πόλη τῶν Θεσσαλονικέων, γιὰ νὰ προσελκύσει ἐκεῖ πολλοὺς πρὸς τὸν θεῖον αὐτοῦ ζῆλο καὶ νὰ τοὺς μεταφέρει στὰ ὕψη τῆς ἀρετῆς. Καὶ ἀφοῦ βεβαιώθηκε ὅτι αὐτὸ εἶναι θεῖο πρόσταγμα, συγκέντρωσε στὸ Κυριακό, ἐνώπιόν του ὅλους καὶ τοὺς εἶπε, τὴν ἑξῆς κατήχηση:

Πατέρες καὶ ἀδελφοὶ καὶ τέκνα μου περιπόθητα, ἕως ὅτου ὑπάρχει ἀκόμη σὲ μᾶς καιρός, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος, ἡ διαγωγή μας ἂς εἶναι κοσμία· ὅσο διαρκεῖ ἡ ἡμέρα, ἂς ἀκολουθήσωμε τὸν ἥλιο. Ἔρχεται ἡ ἀναπόφευκτη νύκτα, ὁπότε κανεὶς στὸ ἑξῆς δὲν μπορεῖ νὰ ἐργάζεται.

Ἂς μὴν ἐμπλακοῦμε στὰ τερπνὰ τοῦ βίου ποὺ γρήγορα παρέρχονται, οὔτε τὸν χρόνο ποὺ μᾶς χαρίσθηκε νὰ τὸν ἀφανίσωμε σὲ αὐτά. Ἂς μὴ μᾶς νικήσει ἡ στοργὴ τῶν γονέων ἢ καὶ κάτι ἄλλο ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, διότι σὰν τὸ ἄνθος τοῦ χορταριοῦ ἀκόμη λίγο καὶ θὰ ἐξαφανισθοῦν. Ἂς μὴν λοιπόν, θάψουμε τὴν ψυχὴ μὲ τὴν γαστριμαργία καὶ τὸν ἐλεύθερο νοῦ μὲ τὴν μέθη. Ἂς μὴν διαφθείρουμε μὲ τὴν φιληδονία καὶ τοὺς αἰσχροὺς λογισμούς τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ, μέσα στὸν ὁποῖον κατοικεῖ ὁ καθαρὸς καὶ ἅγιος νοῦς, ὁ Χριστὸς ὁ Θεός μας, οὔτε τὴν ψυχὴ ποὺ ὑπάρχει σὲ αὐτὸν νὰ την καταστήσουμε ἀντὶ γιὰ καθαρὴ ἀκάθαρτη καὶ ἀντὶ γιὰ φῶς σπήλαιο ληστῶν καὶ σκότους. Διότι, λέγει, ὁ ἄνθρωπος γίνεται δοῦλος ἐκείνου ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔχει νικηθῇ. Οὔτε νὰ μπῆ μετὰ μέσα μας ἡ φιλαργυρία καὶ νὰ μᾶς καταστήσει δούλους ἀντὶ ἐλεύθερους καὶ νὰ μᾶς πείσει, ἀφοῦ μᾶς δέσει μὲ τὶς θηλειές της, νὰ ἐλπίζουμε στὰ μάταια ἀντὶ στὴν οὐράνια κληρονομία.

Ἂς μὴ βρῆ θέση ἀνάμεσάς μας ἡ ὀργὴ ἢ ἡ κραυγή, διὰ τῶν ὁποίων ἔρχεται σὰν ἐπακόλουθο ἡ βλασφημία· διότι μὲ αὐτὰ διώχνουμε τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπισύρουμε τὸ πνεῦμα τοῦ πονηροῦ. Ἂς μὴ σαγηνεύσει τὴν ψυχή μας λύπη σκοτεινὴ καὶ ἄκαρπη καὶ ἔτσι δι᾿ αὐτῆς σκοτισθῇ τὸ καθαρό μας φρόνημα· διότι ὅλες οἱ λύπες δὲν εἶναι ἀληθινές, ἀλλὰ διαφορετικές. Οὔτε ἡ ἀκηδία, ἀφοῦ μᾶς ὑποσκάψη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς μας, μᾶς συγκαταλέξει στὸν ἀριθμὸ τῶν ἐφευρετῶν τῶν παθῶν δαιμόνων.

Καὶ ἡ κενοδοξία ἂς μὴ μᾶς παραδώσει στὸ πονηρὸ πνεῦμα τῆς ὑπερηφανείας, ἤτοι τῆς ὑψηλοφροσύνης, ἀφοῦ μᾶς ἀγοράσει διὰ τῆς ὀλισθηρῆς ἐπάρσεως, μήπως ἡ ἴδια πάλι μᾶς ἀποστείλη στὸν θάνατο. Διότι, ὅπως ἀρχὴ καὶ τέλος τῶν ἀγαθῶν εἶναι ἡ ταπείνωση, ἔτσι ἀρχὴ καὶ τέλος καὶ ῥίζα τῶν παθῶν εἶναι ἡ ὑπερηφάνια. Διότι, αὐτὰ ποὺ ἐξυψώνουν οἱ ἄνθρωποι, ὅπως λέγει και ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τὰ σιχαίνεται· καὶ δὲν εἶναι ἄξιος αὐτὸς ποὺ αὐτοσυστήνεται, σύμφωνα μὲ τὸν Ἀπόστολο, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ τὸν συστήνει ὁ Κύριος.

Γιὰ αὐτό, ἂς βιάσουμε τοὺς ἑαυτούς μας, τέκνα καὶ ἀδελφοί, ἂς τοὺς βιάσουμε, ἂς ἐνισχύσουμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ ἂς νουθετήσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ ἂς τὸν οἰκοδομήσουμε, ἔχοντας τὸν νοῦν μας καὶ λέγοντας: Ἄραγε, τί λογῆς εἶναι τὸ πῦρ τὸ ἐξώτερον, τὸ πῦρ ποὺ δὲν σβήνει ποτέ, ὁ σκώληξ ὁ ἀκοίμητος, τὸ τρίξιμο τῶν ὀδόντων, τὰ δεσμὰ τὰ ἄλυτα, τὰ τάρταρα τῆς κολάσεως, τὸ κλάμα ἐκεῖνο τὸ ἀπαρηγόρητο; Πῶς θὰ τυλιχθῇ στὸ εἰλητάριο ὁ οὐρανός, πῶς θὰ πέσουν στὴν γῆ τὰ ἀστέρια καὶ θὰ σκοτεινιάσει ὁ ἥλιος; Πῶς θὰ ἀνοιχθοῦν οἱ οὐρανοί, καὶ θὰ κατέβει ὁ Κριτής, καὶ οἱ σαλευθεῖσες οὐράνιες δυνάμεις θὰ προστρέξουν καὶ θὰ ἑτοιμασθῇ ὁ φοβερὸς θρόνος καὶ ἡ γῆ θὰ κλονισθῇ περιμένοντας τὴν ἔλευση τοῦ δικαστοῦ; Πῶς θὰ σπεύσουν σὲ προϋπάντηση οἱ Ἅγιοι καὶ θὰ ἀξιωθοῦν νὰ ζήσουν μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, ἐνῷ ὁ νυμφὼν θὰ κλείσει γιὰ τοὺς ἀμελεῖς καὶ θὰ πεταχθοῦν ἔξω στὴν φωτιά;

Γιὰ αὐτὰ παιδιά μου μεριμνώντας, μὴν ξεχνᾶτε τὴν ἐλεημοσύνη. Τὸν πνευματικὸ πατέρα καὶ ἀδελφό, ποὺ ἐγὼ ἐξέλεξα νὰ ἀναλάβει ἐπάξια τὴν προστασία σας, φροντίστε νὰ τὸν ὑπηρετῆτε ὅπως τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, γιὰ νὰ μπορῆ καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ μένα μὲ προθυμία νὰ ἀγρυπνῆ καὶ νὰ προσεύχεται, ἐπειδὴ θὰ δώσουμε, λέγει ὁ Παῦλος, λόγο στὸν Θεὸ γιὰ σᾶς.

ΜΕΡΟΣ Β´.

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ.

Τὸ θαῦμα μὲ τὸ θαλασσινὸ νερό.

Μὲ αὐτὰ καὶ μὲ πολλὰ ἄλλα ἀφοῦ νουθέτησε τοὺς ἀδελφούς, ἀργὰ τὴν νύκτα πῆρε ὡς συνοδοιπόρους καὶ τὸν Βιτάλιο καὶ τὸν Νικηφόρο καὶ μπῆκαν σὲ ἕνα ταχύπλοο πλοῖο ποὺ ἐπρόκειτο νὰ διαβῆ τὰ στενὰ τοῦ Ἰονικοῦ Πελάγους μὲ προορισμὸ τὸν ἀπέναντι κόλπο. Ἐπειδὴ δὲν εἶχε τὸ πλοῖο πόσιμο νερό, γιατὶ οἱ ἐπιβάτες ἦσαν πολλοί, ὅλοι μαζὶ ἔτρεξαν πρὸς τὸν ἀξιύμνητο Φαντῖνο ὡς σὲ ἄλλον Μωϋσῆ. Αὐτὸς ζωηρὰ τοὺς προέτρεψε νὰ γεμίσουν τὰ δοχεῖά τους, ὅσα εἶχαν, μὲ θαλασσινὸ νερό. Ἀφοῦ ἔγινε αὐτὸ μὲ πίστη, προσήλωσε ὁ Ὅσιος τὸ βλέμμα του στὸν οὐρανό, καὶ σταύρωσε μὲ τὸ χέρι τοῦ ὅλα τὰ δοχεῖα, καὶ ἀμέσως ἤπιε πρῶτος ἀπὸ ὅλους. Ἀφοῦ λοιπόν, καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἤπιαν καὶ δροσίσθηκαν, ἐγκωμίασαν τὸ παράδοξο θαῦμα ὅπως ἄξιζε. Μόλις ὅμως ἔφθασαν στὴν ξηρά, τὸ πρὶν θαλασσινὸ νερό, ἐπανῆλθε στὴν δική του φύση.

2. Στὴν Πελοπόννησο, στὴν Κόρινθο καὶ στὴν Ἀθήνα.

Ἀναχώρησε λοιπόν, ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Ὅσιος καὶ ἀποβιβάσθηκε στὴν Πελοπόννησο, ἔπειτα μπῆκε στὴν Κόρινθο καὶ μετὰ στὴν Ἀθήνα. Ἀμέσως ἡ φήμη, καὶ μόνον ποὺ τὸν ἔβλεπαν, τοὺς μάζεψε ὅλους κοντά του· διότι οἱ ἀρετὲς ἀναδίδουν ἄρωμα καὶ εὐωδιάζουν, καὶ ἂν ἀκόμη φαίνεται ὅτι ἡ ταπεινοφροσύνη, σὰν κόλπος στὴν θάλασσα, σκεπάζει αὐτὲς καὶ τὶς κρύβει. Ἐπειδὴ δὲ τὰ λόγια του τὰ σφράγιζε ἡ πράξη, καὶ αὐτὴν πάλι διεύρυναν οἱ λόγοι του, πολλοὺς ὁδήγησε στὴν γνώση καὶ στὴν θεωρία, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἔρχεται τὸ ὕψος τῆς ἀγάπης καὶ γίνεται ἰσχυρή.

Δὲν πέρασε πολὺς καιρός, καὶ μία ἀῤῥώστια τὸν ἔῤῥιξε κάτω. Καὶ ἐπειδὴ ὅλοι ἀνέμεναν μὲ ἀγωνία αὐτὸς νὰ πεθάνει ἀπὸ αὐτήν, καὶ ὁ καθένας θεωροῦσε γιὰ τὸν ἑαυτό του τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὀρφάνια, μὲ ἤρεμη φωνὴ εἶπε πρὸς τοὺς παρόντες: Γιατί ἔτσι πατέρες, χωρὶς διάκριση μὲ ἐξουθενώνετε; Ὁ ταπεινὸς Φαντῖνος στὴν ἐπαρχία τῶν Θεσσαλονικέων, θὰ δῆ τὸ τέλος του.

3. Στὴν Λάρισα. Ἡ φοβερὴ προφητεία.

Αὐτὰ εἶπε καὶ τοὺς ἔστειλε ὅλους στὰ σπίτια, καὶ αὐτοστιγμεὶ ξαναβρῆκε τὴν ὑγεία πέρα ἀπὸ κάθε προσδοκία. Ἀναχωρεῖ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ φθάνει στὴν Λάρισα. Γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ διέμεινε στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλίου καὶ ἔσπερνε τὸν συνηθισμένο σπόρο τῆς διδασκαλίας του.

Μία ἡμέρα ποὺ περνοῦσε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, εἶπε: Ὤ, τὶ ὡραιότατος εἶναι ὁ τόπος αὐτός, ἀλλὰ θὰ παραδοθῇ στοὺς ἐχθρούς. Πάρα πολλοί, μόλις ἄκουσαν τὰ λόγια του εἶπαν: Αὐτὸ Πάτερ, ἔχει συμβῆ. Ἀλλὰ ὁ μέγας εἶπε: Οὐδέποτε ἄλλοτε συνέβει μὲ τρόπο βαρύτατο, ὅπως μέλλει νὰ γίνει τώρα.

ΜΕΡΟΣ Γ´.

ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΒΛΕΠΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ.

Ἄφιξη καὶ ὑποδοχή.

Ἀφοῦ μίλησε ἔτσι καὶ εὐχήθηκε ὅλους ποὺ ἦσαν ἐκεῖ, κατέβηκε στὴν παραλία, μπῆκε σὲ πλοῖο καὶ προσάραξε σὲ αὐτὴν τὴν περίβλεπτη Θεσσαλονίκη. Ἔπειτα εἰσῆλθε στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Μηνᾶ καὶ ἐκεῖ ἀρχικὰ διέμεινε. Ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Φαντῖνος πέρασε τὸ Ἀδριατικὸ πέλαγος, ἡ φήμη τοῦ διαδόθηκε παντοῦ καὶ πῆρε ἔκταση, καὶ μόλις ἔφθασε ὁ ποθούμενος πρὸς τοὺς ποθοῦντας, ὅλους τοὺς ὁδήγησε πρὸς αὐτόν, καὶ βεβαίως αὐτὸν ποὺ κατεῖχε τὸ ὕπατο ἀξίωμα τῆς πόλεως καὶ ἐκεῖνον τὸν ἴδιο ἀρχιερέα.

Καὶ ποιός θὰ ἦταν ἱκανὸς νὰ διηγηθῇ τὰ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα, μὲ πόση δηλαδὴ εὐλογία γέμισε τὸν τόπο, τί ἰατρεῖο δίχως πληρωμὴ εἶχαν πάντες στὴν διάθεσή τους καὶ πρὸ τοῦ θανάτου καὶ μετὰ τὸν θάνατό του; Διότι ἀμέσως, γιὰ ἄλλους ἔγινε λιμάνι ἀσφαλέστατο, γιὰ ἄλλους θαυμάσιος πύργος ἰσχυρὸς ἔναντι τῶν ἰσχυρῶν καὶ ἐκείνων ποὺ φοβέριζαν μὲ ἄδικες ἀπειλές· σὲ ἄλλους ἦταν γλυκύς, πειθήνιος, πρᾷος ὅσο κανεὶς ἄλλος καὶ ταπεινότατος· σὲ κάποιους ἄλλους ὅμως, ποὺ ἦσαν αἰτία νὰ ταλαιπωροῦνται καὶ νὰ στενάζουν οἱ πτωχοί, ἦταν δίκοπο μαχαίρι ποὺ ἔκοβε σύῤῥιζα καὶ ἐξιλέωνε.

Ἄλλους, μὲ τὸν διδασκαλικό του λόγο ἔκανε πρακτικούς, καὶ ἄλλους μὲ τὴν πράξη σταθερούς· καὶ πρὸς τὰ δύο ἔδειχνε εὐχαρίστηση καὶ γιὰ ὅλους ἦταν ἀνακούφιση καὶ παρηγοριά, πλοῦτος ἀσύλητος καὶ ἀξιαγάπητος. Ἀφοῦ λοιπόν, ὁ φημισμένος Φαντῖνος ἔμεινε στὸν ἀναφερθέντα ναΐσκο τοῦ Μάρτυρος Μηνᾶ 4 μῆνες ἢ λίγο λιγότερο, φεύγει πάλι καὶ μεταβαίνει ἐκεῖ ὅπου ἔζησε καὶ ἔφθασε στὸ τέλος τῆς ζωῆς του.

2. Ἡ θεραπεία τοῦ Ἀντίπα καὶ ἡ προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Φιλίππου.

Ἐνῷ καθημερινὰ πάμπολλοι τὸν ἐπισκέπτοντο χάριν ψυχικῆς καὶ σωματικῆς ὠφελείας, μία φορὰ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ εἶχε φοβερὸ πόνο, καὶ στὸ κεφάλι, καὶ στὰ αὐτιά, ἀπὸ πίστη ὅρμησε ξαφνικὰ νὰ ἀσπασθῇ τὸ χέρι τοῦ Ἁγίου. Ὁ Ἅγιος ὅμως, ποὺ μισοῦσε τὴν δόξα, ἀμέσως τὸν τίναξε πέρα καὶ τὸν γέμισε μὲ πόνο πιὸ ὀξὺ ἀπὸ πρίν. Ἀφοῦ λοιπόν, ὁ κουφός, ἐπέστρεψε σπίτι του μὲ δυσκολία καὶ βαριὰ βογγώντας, ἀπελπισμένος ἀποκοιμήθηκε. Καὶ νά, ξαφνικὰ βλέπει τὸν Φαντῖνο νὰ στέκεται κοντά του καὶ νὰ τὸν ῥωτάει νὰ μάθει τὴν αἰτία. Καὶ μόλις ὁ ἄῤῥωστος ἄρχισε νὰ μιλάει, τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Φαντῖνος: Μὴ λοιπόν, λυπᾶσαι, διότι γνωρίζεις τὴν θαυμαστὴ εὐχὴ τοῦ Φιλίππου τοῦ Ἀργυραίου. Καὶ ἀφοῦ εἶπε τὴν εὐχή, ταυτόχρονα μὲ τὶς παλάμες τῶν χεριῶν του πίεσε γλυκύτατα τὸ κρανίο τοῦ πάσχοντος καὶ ἕνας ἐξαίρετος παλμὸς προκλήθηκε στὰ αὐτιὰ τοῦ ἀῤῥώστου.

Μένοντας κατάπληκτος γιὰ αὐτό, καὶ ἐνῷ συλλογιζόταν ἐὰν τοῦτο τοῦ συνέβη τὴν νύκτα στὸ ὄνειρο ἢ στὸ ξύπνιο, ἄρχισαν νὰ τρέχουν τὰ αὐτιά του σὰν βρῦσες πίδακες ἀπὸ πῦον πρὸς τὴν γενειάδα. Μόλις εἶδε αὐτὸ ὁ Ἀντίπας καὶ κατάλαβε ὅτι τὸ ὅραμα ἦταν πραγματικὸ καὶ ὄχι ὄνειρο, νὰ καὶ καταφθάνει ἡ γριὰ μητέρα του ἀπὸ τοὺς γιατρούς, χωρὶς κανένα ὄφελος. Μόλις λοιπόν, καὶ αὐτὴ διεπίστωσε τὸ θαῦμα, μὲ δάκρυα ἀνυμνοῦσε αὐτὸν ποὺ χάρισε τὴν ὑγεία, καὶ τρέχοντας καὶ οἱ δύο πῆγαν στὸν μεγάλο Ὅσιο.

3. Ἡ συνάντησή του Ὁσίου μὲ τοὺς Ὁσίους· Ἀθανάσιο Ἀθωνίτη καὶ Παῦλο τὸν Ξηροποταμινό.

Ἄλλοτε πάλι, ἀφοῦ πῆρε αὐτὸν ποὺ μόλις θεράπευσε, πῆγε στὴν Κασσανδριωτικὴ πύλη καὶ καθόταν σὰν βουβὸς μέχρι τὴν 4η ὥρα (10 π.μ.). Γρήγορα ὅμως κινήθηκε μὲ ὁρμὴ πρὸς τὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Ἀνυσίας καὶ στάθηκε σὲ μία πάροδο κοντὰ στὸν μακρὺ δρόμο ποὺ πήγαινε πρὸς τὰ κάτω. Καὶ νά, δύο μοναχοὶ ἀπὸ τὸ ὄρος τοῦ Ἄθω, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ ἤθελαν νὰ μὴν τοὺς πάρουν εἴδηση, πέρασαν σὰν στὰ κρυφά, μὲ κατεύθυνση τὴν Ἀθήνα.

Ὁ Φαντῖνος, ἀφοῦ ἔπεσε μπρούμυτα στὰ πόδια αὐτῶν, ζήτησε, ὅπως συνηθίζεται εὐχή. Αὐτοὶ ὅμως τὸν προσπέρασαν χωρὶς νὰ σκύψουν, γιατὶ νόμισαν ὅτι ἔκανε λάθος καὶ ὅτι εἶναι ἕνας τυχαῖος. Ὁ δὲ Ἀντίπας συμπέρανε ὅτι εἶναι ὑπερήφανοι. Ὁ μέγας ὅμως τοῦ εἶπε: Μὴ σκέπτεσαι τόσο ἀνάξια· διότι, ὁ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι ὁ μέγας Ἀθανάσιος, καὶ ὁ ἄλλος πάλι, ὁ εὐνοῦχος, εἶναι ὁ ἅγιος Παῦλος, οἱ ὁποῖοι αὐτὴν τὴν στιγμή, σὰν κάποιος πυρσός, καταφωτίζουν τὴν ἔρημο.

Καὶ ὅταν οἱ ἴδιοι οἱ Ἅγιοι ξαναεπέστρεψαν ἀπὸ τὸ ταξίδι τους καὶ πῆγαν στὸν Ὅσιο, τὸν γνώρισαν ὅτι ἦταν αὐτὸς ποὺ συνήντησαν πρὶν λίγο καιρό καὶ ἀπὸ φόβο ἀμέσως ἔδειξαν μετάνοια καὶ δοξολόγησαν μὲ ταπεινοφροσύνη τὸν Θεό, ποὺ ἔδωσε σὲ αὐτὸν τοῦτο τὸ χάρισμα.

4. Ὁ ἄπληστος κριτής, καὶ ἡ τιμωρία του.

Κάποιος κριτής, ποὺ κατήγετο ἀπὸ ἐδῶ καὶ ὁ ὁποῖος εἶχε ἀδράξει τὴν ἐξουσία γιὰ πορισμὸ χρημάτων παρὰ γιὰ νὰ βοηθάει αὐτοὺς ποὺ καταπονοῦντο ἀπὸ ἀδικίες, κατέβαλλε προσπάθειες νὰ συγκεντρώσει γιὰ λογαριασμό του τὰ πάντα ἀνεξαιρέτως. Ὁ δὲ Φαντῖνος, ἀπὸ συμπάθεια πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ καμπτόμενος ἀπὸ τοὺς στεναγμούς των, μὲ γυμνὰ τὰ πόδια, καὶ μέσα στὴν παγωνιά, καὶ μέσα στὸ λιοπύρι, φορώντας μία προβιὰ ἀπὸ κατσίκι καὶ πεζοπορώντας, πήγαινε καὶ ἐλευθέρωνε τοὺς ἀδυνάτους ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἰσχυρῶν καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἅρπαζαν μὲ ἀδικίες τὰ ὑπάρχοντά τους, παρακινώντας τους μὲ λόγια ψυχοσωτήρια καὶ πολὺ ἀποτελεσματικά. Ἔτσι καὶ τὸν προαναφερθέντα κριτή, θερμὰ παρεκάλεσε πολλὲς φορὲς γιὰ κάποια ἀδικία.

Αὐτὸς ὅμως, ἐπειδὴ παγιδεύθηκε ὁ λογισμός του πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν φιλαργυρία, περιφρονοῦσε τοὺς λόγους τοῦ Ἁγίου, χλευάζοντάς τους ὡσὰν νὰ ἦσαν ἀνοησίες. Ὁ δὲ μέγας, ὅταν εἶδε ὅτι αὐτὸς ὑπερηφανευόταν πάρα πολύ, καὶ ὅτι ἡ κακία του ἔβλαπτε ὄχι μόνο τὸν ἑαυτό του ἀλλὰ καὶ τὸ κοινὸ συμφέρον, φώναξε δυνατὰ ἐν μέσῳ ὅλων: Κύριε, σήκω ὀργισμένος καὶ ἐξαφάνισε ὅλα ὅσα ἀνήκουν σὲ αὐτὸν τὸν ἀγνώμονα μέχρι καὶ τὴν τελευταία πέτρα.Καὶ ὁ λόγος ἔργον ἐγένετο, καὶ ὅλοι μαζὶ οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως, ἀπρόσμενα, τοῦ ἅρπαξαν ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του. Καὶ ὁ πρὶν ἀλαζονευόμενος, μὲ δυσκολία περιέσωσε μόνο τὴν ζωή του, μετανοώντας πολὺ ἀργὰ γιὰ ὅλες τὶς πρὶν ἀφροσύνες του.

5. Ὁ παρήκοος δούκας.

Λοιπόν, αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ γεγονὸς συνέβει, βέβαια, καὶ σὲ ἐκεῖνον ποὺ κατεῖχε τὸ ὕπατο ἀξίωμα τῆς πόλεώς μας, στὴν περίπτωση μίας ἐγκαταλελειμμένης χήρας καὶ ἑνὸς ὀρφανοῦ. Ὁ δοῦκας, τὸ αἴτημα τοῦ Φαντίνου δὲν θεώρησε πειστικὸ καὶ εὐλογοφανές, ἀλλὰ μᾶλλον πολὺ ἀνόητο, καὶ γιὰ αὐτὸ ἔδιωξε τὸν μέγα, μὴ πειθόμενος σὲ αὐτὸν ἀλλὰ παρακούοντας. Ἀλλὰ ὁ ἄνδρας αὐτός, ὁ ὄντως συνώνυμος τοῦ φωτὸς καὶ θεῖος, εἶπε:Κύριε, κύριε δούκα, πρόσεχε! Θὰ μετανοήσεις ἀνώφελα.

Ἀφοῦ λοιπόν, μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο χώρισαν οἱ δύο μεταξύ τους, πιάνει αὐτὸν ποὺ πρὶν ὑπερηφανεύετο, ῥίγος καὶ ταραχὴ καὶ σφοδρὸς πυρετός· καὶ γιὰ αὐτὸ ἔστειλε πρὸς τὸν ἁγιώτατο Φαντῖνο ἕναν ἄλλο γιὰ νὰ παρακαλέσει. Ὅταν λοιπόν, μὲ τὶς παρακλήσεις αὐτοῦ ὁ Ἅγιος, γεμάτος ἀνεξικακία, γύρισε ἀμέσως πίσω καὶ εἶδε ὅτι ὁ δούκας ποὺ εἶχε χάσει τὴν μιλιά του, μετενόησε βαθιά, γρηγορότερα ἀπὸ ὅ,τι τὰ λόγια, ἔκανε καλὰ αὐτόν. Τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονός, ἔγινε φανερὸ σὲ ὅλους, καὶ ὅλους τοὺς περιέσφιγξε μὲ φόβο καὶ τοὺς κατέπεισε νὰ ὑπακούσουν σὲ αὐτόν.

6. Ὁ πτωχὸς καὶ οἱ γερανοί.

Κάποιος μοναχός, ἀπὸ τοὺς σπουδαίους καὶ ἐναρέτους μὲ πληροφόρησε καὶ μοῦ ἀνέφερε τὸ ἑξῆς:

Εἶχα πάει στὸν ὁσιώτατο χάριν ψυχικῆς ὠφελείας, καὶ ἕνας πτωχὸς ζητώντας καταφύγιο ἔπεσε στὰ πόδια του, διότι χαιρέκακοι ἄνθρωποι τὸν συκοφάντησαν στὸν ἄνθρωπο. Ἀφοῦ λοιπόν, τὸν παρηγόρησε πάρα πολύ, τοῦ εἶπε: Ἐὰν ἔχεις ἕνα πουλὶ ἥμερο ἢ ἄγριο, πρόσφερε ἕνα ἀπὸ τὰ δύο σὲ αὐτὸν τὸν ἄρχοντα ποὺ τρίζει τὰ δόντια του. Ὁ πτωχὸς ὅμως, που δέχθηκε αὐτὸ περισσότερο σὰν ἕνα κόπο χωρὶς ἀποτέλεσμα, διότι αὐτὸς δὲν κατεῖχε κάτι, ἔλεγε: Παρὰ μόνον νὰ κοπιάζω μὲ τὰ χέρια μου καὶ νὰ τρέφομαι. Ἀμέσως ὁ μέγας, ἀφοῦ τὸν ἔπιασε μὲ τὰ δύο του χέρια, τὸν ὁδήγησε ἔξω πρὸς τὴν πεδιάδα. Καὶ κατὰ συγκυρία, νά, τρεῖς γερανοὶ πέταξαν πρὸς τὰ κάτω καὶ σταμάτησαν γιὰ νὰ βοσκήσουν αὐτὰ ποὺ φύτρωναν στὴν γῆ. Ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ ἄφησε τὸν πτωχό, ἦλθε κοντὰ στοὺς γερανούς, καὶ ἀφοῦ ἔπιασε ἕναν ἀπὸ τοὺς τρεῖς, μὲ χαρὰ τὸν ἔδωσε στὸν πτωχό, λέγοντας: Σὲ κανέναν ἄλλον ἂς μὴν ἀποκαλύψης αὐτό, ἀλλὰ σὰν νὰ βρῆκες ὁ ἴδιος τὸ ζῶο, πήγαινε μὲ θάῤῥος στὸν ἄρχοντα. Αὐτὸς δέ, πραγματοποίησε τὴν προσταγή, καὶ μετέφερε αὐτὸ ποὺ κέρδισε. Καὶ ἀμέσως, ὁ πρὶν διώκτης ἀναδείχθηκε σὲ φίλο καὶ ἀπὸ τότε καὶ μετὰ τοῦ παρεῖχε κάθε διευκόλυνση.

7. Ἡ κακόφθαλμη ὑπηρέτρια.

Κάποιος ἄρχοντας ποὺ εἶχε εἰλικρινῆ πίστη στὸν ἀξιΰμνητο Ὅσιο, τοῦ ἔστελνε μία ἢ δύο φορὲς τὴν ἑβδομάδα ψωμί. Αὐτὸς εἶχε μία ὑπηρέτρια μὲ ἄῤῥωστα μάτια καὶ μία ἡμέρα ἔτυχε αὐτὴ νὰ τοῦ πάει τὸ συνηθισμένο. Μόλις ὁ μέγας εἶδε τὸ βάσανό της καὶ ὅταν ἔμαθε ὅτι αὐτὴ τὸ εἶχε ἀπὸ πάρα πολὺ καιρό, τῆς εἶπε: Αὔριο γυναίκα, ἔλα, καὶ ἐγὼ θὰ σοῦ δώσω μύρο ἀπὸ τὸν Μεγαλομάρτυρα Δημήτριο γιὰ νὰ γιατρευθῇς.

Τὴν ἄλλη ἡμέρα λοιπόν, αὐτὴ πῆγε ξανὰ στὸν Φαντῖνο καὶ ζητοῦσε τὴν θεραπεία τῶν ματιῶν, προτείνοντάς τα γεμάτα ῥυτίδες. Καὶ αὐτός: Τὸ τίμιο μύρο ποὺ σοῦ ὑποσχέθηκα δὲν τὸ πῆρα ἀκόμη. Ἀμέσως ὅμως, πῆρε ἀπὸ τὴν γῆ ἕνα σβῶλο, πασπάλισε μὲ ἐπιμέλεια τὰ μάτια αὐτῆς καὶ τὰ ἔκανε νὰ μὴν βλέπουν καθόλου, καὶ τὴν προέτρεψε νὰ πλύνει τὸ πρόσωπό της. Μόλις ξέπλυνε τὸ πρόσωπο μαζὶ μὲ τὰ μάτια της –καὶ αὐτὸ τὸ ἔκανε μὲ πίστη-, αὐτὴ ποὺ πρὶν ἦταν δύσμορφη, ἀπέκτησε καὶ πάλι καλοὺς ὀφθαλμούς, αὐτὴ ποὺ πρίν, ἐπειδὴ τὴν κορόιδευαν γιὰ τὰ μάτια της, τὰ σκέπαζε μὲ ἕνα κάλυμμα. Ἔτσι λοιπόν, γύρισε στὸ σπίτι χοροπηδώντας ὁλόκληρη καὶ κατέπληξε ὅλους μὲ τὸ θαῦμα ποὺ τῆς συνέβει, καὶ ὅλους τοὺς προέτρεπε νὰ δοξάζουν τὸν Θεόν, ποὺ τελοῦσε διὰ τοῦ Ὁσίου Αὐτοῦ μέγιστα θαύματα.

8. Τὸ ἰαματικὸ ῥάπισμα

Κάποιος ἄλλος, ποὺ εἶχε κεφαλόπονο καὶ ὑπέφερε ἐπίσης ἀπὸ τὰ δόντια, ἐμπιστεύθηκε ὅλες του τὶς ἐλπίδες στοὺς γιατρούς, ἀλλὰ ὁ πόνος αὐξήθηκε περισσότερο. Γιὰ νὰ βρῆ κάποια μικρὴ καλυτέρευση, βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη ἀπὸ τὴν Κασσανδριωτικὴ πύλη, στὸ μέσα μέρος τῆς ὁποίας συνήντησε τὸν ὁσιώτατο.

Μόλις ὅμως ὁ ἄῤῥωστος σκόπευε νὰ τοῦ βάλει μετάνοια, ὅλως ξαφνικὰ ὁ Φαντῖνος τὸν ἐῤῥάπισε καὶ τὸν ἄφησε. Ἀφοῦ λοιπόν, ἀναπάντεχα πλήγωσε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ αὐτὸν ποὺ ὑπέφερε, καὶ ἐκεῖνος ἐξίστατο περιστρέφοντας μέσα του ματαίους λογισμούς, ὢ τοῦ θαύματος, αὐτὸς ποὺ εἶχε τὴν πολύχρονη ἀσθένεια, ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἔγινε ὑγιής, ἐπειδὴ ἡ ἀῤῥώστιά του ἐντελῶς καταπραΰνθηκε.

9. Ὁ ἑτοιμοθάνατος ἄῤῥωστος.

Ἕνας ἄλλος, ποὺ ἦταν κλινήρης ἐπὶ μακρότατο χρονικὸ διάστημα, καὶ ὅλοι ἔλεγαν συνέχεια ὅτι ἔπεσε σὲ ἑτοιμοθάνατο ῥόγχο, ξαφνικά, ἄρχισε νὰ παρακαλῆ αὐτοὺς ποὺ εἶχαν συγκεντρωθῇ, νὰ μπῆ στὸν κόπο ὁ Φαντῖνος νὰ ἔλθει σὲ αὐτόν. Καὶ ἐκεπινος, ὡς φιλεύσπλαγχνος, ἄμεσως ἔφθασε καὶ ὅλους τοὺς ἔπιασε ἀπορία. Καὶ εἶπε: Ἔμπρὸς λοιπόν, μὴν παραζαλίζετε ἀπερίσκεπτα τὸν ἄῤῥωστο, ἀλλὰ προσέχοντας τοὺς ἑαυτούς σας, ἡσυχάσατε στὰ σπίτια σας.

Αὐτὰ εἶπε καὶ ἀφοῦ ἔδωσε στὸν ἀσθενῆ τὸν ἀσπασμὸ τῆς ἀγάπης, μὲ τὰ δύο του χέρια ἀνακούφιζε κάθε σκελετωμένο μέρος αὐτοῦ, ἐνῷ ὁ ἄῤῥωστος καταμουσκευόταν ἀπὸ ἕνα πολὺ εὐεργετικὸ ἱδρῶτα. Σὰν ἐπακόλουθα προστέθηκαν ὁ ὕπνος καὶ ἡ ὄρεξη, καὶ ἔτσι ἡ χάρη τοῦ Φαντίνου μεταμόρφωσε αὐτόν, ποὺ πρὶν ἦταν ξεγραμμένος, σὲ ἕναν ἄλλον, γεμάτο ὑγεία καὶ πολλὴ δύναμη.

10. Ἡ γριὰ κλώστρα καὶ τὸ τέχνασμα τοῦ Ὁσίου.

Ὁ τρισόλβιος, τόση μεγάλη εὐσπλαγχνία καὶ ἀκτημοσύνη εὐτύχησε νὰ ἔχει, ὥστε μία γριὰ κλώστρα, ποὺ χρωστοῦσε σὲ κάποιον πολλὰ χρυσὰ νομίσματα, ἦλθε σὲ αὐτὸν ἐνῷ ἔῤῥιχνε χιόνι καὶ τοῦ παρεπονεῖτο φωνάζοντας γιὰ τὸ χρέος της, διότι ἦταν πλέον καιρὸς αὐτὴ νὰ μπῆ καὶ νὰ λειώνει στὴν φυλακή. Καὶ ἀφοῦ θρήνησε πολύ, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ τὴν βοηθήσει –γιατὶ αὐτὸς ποτὲ δὲν εἶχε χρυσάφι ἢ ὀβολό-, τὴν πῆρε καὶ πῆγαν στοὺς πλουσίους. Ἀλλὰ πρὶν φθάσουν ἔβαλε γύρω ἀπὸ τὸ λαιμό του ἕνα σχοινί, καὶ διέταξε τὴν εὐτελῆ γυναίκα νὰ τὸν τραβάει μὲ βίαιο θάνατο.

Ὅταν ὁ δούκας καὶ οἱ μαζὶ μὲ αὐτὸν παρόντες εἶδαν μὲ κατάπληξη νὰ τὸν ὁδηγοῦν ἔτσι, θέλησαν νὰ μάθουν γιατὶ γινόταν αὐτό. Καὶ ὁ Φαντῖνος ἀπήντησε: Χρωστῶ σὲ αὐτὴν καὶ γιὰ αὐτὸ μέ τραβάει. Ὅταν ὅμως ἔμαθαν ὅτι αὐτὸ εἶναι μία ἅγια ἐνέργεια, ἔδωσαν σὰν δῶρο ἄφθονα τὸ ποσὸ ποὺ ὀφειλόταν, ἀπὸ ὑπερβολικὸ σεβασμὸ πρὸς τὸν Ἅγιο.

11. Ἡ δωρεὰ τοῦ τριβωνίου.

Ἄλλοτε πάλι, ἐνῷ περπατοῦσε μὲ γυμνὰ πόδια πάνω στὸ χιόνι μὲ ἕναν μανδύα μόνον καὶ ἕνα ζωστικό, καὶ σφιγγόταν ἀπὸ τὸ κρύο, νὰ τὸν συναντᾶ μιὰ γριά, γιατὶ νόμιζε ὅτι θὰ πάρει κάποιο κέρμα. Ὁ Ὅσιος, βέβαια, τῆς ἔλεγε ὅτι δὲν εἶχε τίποτε, αὐτὴν ὅμως δὲν σταματοῦσε νὰ λέγει περισσότερα. Καὶ ἐκεῖνος ἀφοῦ τῆς ἔῤῥιξε βιαστικὰ τὸ καλοφτιαγμένο ζωστικὸ ποὺ φοροῦσε καὶ ἔμεινε μόνον μὲ τὸν μανδύα, γύρισε πάλι πίσω.

12. Ἡ ἀπάθεια τοῦ Ἁγίου Φαντίνου.

Σὲ τόση μεγάλη τελειότητα καὶ ἀπάθεια ἔφθασε, ὥστε νὰ μὴν αἰσθάνεται διάφορα ἀνάμεσα σὲ γυναίκα καὶ σὲ ἄνδρα. Καὶ πράγματι, διότι ἦταν μία ποὺ φανερὰ ἐξέδιδε σὲ πορνεία τὴν δικιά της θυγατέρα καὶ ἔλεγε σε αὐτὴν τὴν αἰσχροτάτη νὰ προσποιῆται, μὲ σκοπὸ νὰ παρασύρει σὲ σαρκικὴ ἁμαρτία τὸν Ἅγιο. Ὁ μέγας ὅμως, προσφέροντας ἄφθονα ὅ,τι αὐτὸς εἶχε, σταματοῦσε τὴν ὕπουλη ἐπίθεσή της. Αὐτὴν κάποτε ἕνας ἀδελφὸς πολὺ πνευματικός, τὴν συνέλαβε ξαφνικά νὰ ξεψυρίζει τὸ ζωστικὸ τοῦ Ὁσίου διότι ἦταν γεμάτα, ἐὰν ἔψαχνες, ψεῖρες καὶ τὸν Ἅγιο ἐντελῶς γυμνὸ νὰ νουθετῆ ὄχι μόνον αὐτὴν ἀλλὰ καὶ πολλὲς ἄλλες, ποὺ καθόταν γύρω ἀπὸ αὐτόν. Ὁ μοναχὸς ἀμέσως τραβήχθηκε πίσω, ὅμως ἔπαθε κάτι τὸ ἀνθρώπινο. Ὁ δὲ Φαντῖνος, ἀφοῦ ἀμέσως ἔστειλε αὐτὲς τὰ σπίτια τους καὶ ταυτόχρονα ὁ ἴδιος πῆγε στὸ Κυριακό, φώναξε τὸν ἐν λόγῳ μοναχό, καὶ τοῦ εἶπε μὲ κάποιο ἤρεμο τρόπο: Ξέρω ὅτι σὺ πρὶν λίγο σκανδαλίσθηκες ὡς ἄνθρωπος· ἀλλὰ ὅπως αὐτὴ ἡ κολώνα στέκεται μὲ τὸν ίδιον τρόπο, ὅπως καὶ ἡ ἄλλη, ἔτσι καὶ ἐγὼ μὲ τὴν θεία χάρη παντελῶς ἀψήφησα τὸ πάθος. Αὐτὸς ἔμεινε κατάπληκτος ἀπὸ τὸ διορατικὸ χάρισμα τοῦ Φαντίνου καὶ πολὺ μετενόησε, καὶ ἀμέσως πέτυχε τὴν συγχώρεση.

13. Ἡ προφητεία γιὰ τὴν εἰσβολὴ τῶν Βουλγάρων.

Ἡ φυλὴ τῶν Βουλγάρων πῆρες ξανὰ τὴν κακὴ ἀπόφαση νὰ καταλεηλατήσει τὴν περιοχή μας. Ὁ Πεδιάσιμος ποὺ ἦταν δούκας, ἐκδηλώνοντας ἕναν φοβερὸ φόβο, θέλησε νὰ καταστρέψει ἀμέσως αὐτὰ ποὺ ἦσαν κοντὰ στὰ τείχη ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ πλευρά, ὅσα καὶ ἂν ἦσαν καὶ σὲ ὁποιονδήποτε καὶ ἂν ἀνῆκαν. Ὅταν λοιπὸν ἀπεφάσισε νὰ γίνει αὐτὸ καὶ στὸ δικό μας Μοναστήρι, ἐπειδὴ ἦταν κοντὰ στὴν πόλη, ὁ Φαντῖνος γεμάτος ἀπὸ θεῖο πνεῦμα ἀποκρίθηκε στὸν ἡγεμόνα: Τὸ ὅτι βέβαια, ὁ τυφλωμένος ἀρχηγὸς τοῦ ἔθνους του βιάζεται νὰ ἔλθει μαζὶ μὲ τοὺς ὁμόφυλούς του, καὶ ἐγὼ συμφωνῶ μαζί σου πάνω σὲ αὐτό. Τὸ τὶ ὅμως θὰ καρπωθοῦν ὅταν ἔλθουν, θὰ ἦταν καλύτερο γιὰ αὐτούς, ἐὰν θὰ τὸ μάθαιναν, νὰ βρίσκονται στην πατρίδα τους. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ δούκας πάλι ἀντιτίθετο ἀπὸ ἀμηχανία, διότι δὲν εἶχε στρατὸ γιὰ νὰ παρατάξει, ὁ μέγας τοῦ εἶπε: Μὴ σὲ νοιάζει καθόλου αὐτό· διότι νὰ ξέρεις καλά, ὅτι χωρὶς κόπο σχεδόν, μὲ τὴν θεία δύναμη, τὰ πτώματα αὐτῶν θὰ πέσουν ὅλα μαζὶ στὴν γῆ. Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια, ὁ δούκας γέμισε ἀπὸ αἰσιοδοξία. Ὕστερα ἀπὸ λίγο, φάνηκε ἀναρίθμητο τὸ γένος τῶν Βουλγάρων. Καὶ ξέρω καλά, ὅτι σεῖς γνωρίζετε πὼς ἡ προφητεία τοῦ Ὁσίου δὲν ἀστόχησε.

14. Ἡ συμφιλίωση τῶν δύο ἀδελφῶν.

Κάποια ἀδέλφια ποὺ εἶχαν πολλὴ ἀγάπη μεταξύ τους, ἀπὸ κακὸ φθόνο τοῦ διαβόλου γέμισαν ἀπὸ δηλητήριο καὶ δολιότητα, καὶ τόσο πολὺ ἔβραζαν ἀπὸ μῖσος, Ὥστε, ἐὰν τύχαινε ὁ ἕνας νὰ ἔρχεται ἀπέναντι ἀπὸ τὸν ἄλλον, γρήγορα ἄλλαζε δρόμο.

Ὅταν λοιπόν, ἀπὸ θεία πρόνοια τὸ ἔμαθε αὐτὸ ὁ μακάριος καὶ ὅτι ὁ ἕνας πολὺ σύντομα θὰ ἰδῆ τὸν θάνατο τοῦ ἄλλου, βαθιὰ ἀναστενάζοντας καὶ καταμουσκεύοντας τὶς ἀσκητικὲς ἐκεῖνες παρειὲς μὲ δάκρυα, αἰσθανόταν βδελυγμία γιὰ τὸ ἔργο τοῦ ἐχθροῦ. Κάποιος μοναχός, ὁ ὁποῖος πῆγε σὲ αὐτὸν γιὰ ψυχικὴ ὠφέλεια καὶ εὐχή, πρόσεξε τὰ δάκρυα τοῦ ἀξιύμνητου καὶ τὸν ῥώτησε: Ποιά ἡ αἰτία, Πάτερ; Καὶ ἐκεῖνος: Καὶ πῶς χωρὶς δάκρυα μπορῶ νὰ ὑποφέρω τὸ νέο τέχνασμα τοῦ διαβόλου; Διότι, ἀδέλφια ποὺ ἦσαν πολὺ ἀγαπημένα καὶ ζοῦσαν μαζί, πρὶν λίγο ἔγινα λεία τῆς ἔχθρας. Ἀλλοίμονο, διότι μέχρι τὸ Σάββατο ὁ θάνατος θὰ χωρίσει τὸν ἕναν ἀπὸ τὸν ἄλλον, γεμάτο μνησικακία. Ἀλλὰ ἐπειδὴ αὐτὸ μοῦ ἔγινε φανερὸ ἀπὸ θεία πρόνοια, ἂς σπεύσουμε καὶ οἱ δύο γιὰ νὰ μηνύσουμε σὲ αὐτοὺς τὰ περὶ εἰρήνης. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ καθένας χωριστὰ δὲν ὑπήκουε, ὁ Φαντῖνος μὲ τὶς παραινέσεις του τοὺς ἔκανε νὰ συναντηθοῦν καὶ ὅταν πάλι μυστικὰ τοὺς φανέρωσε τὸ μέλλον τους, μὲ δυσκολία τοὺς ἥνωσε μὲ τὴν ἀγάπη. Ἀπὸ τότε, λοιπόν, καὶ ὕστερα εὐφραίνονταν, ὅπως πρίν, τρώγοντας μαζὶ ψωμὶ καὶ ἁλάτι. Καὶ ὅταν ἦλθε τὸ Σάββατο, σύμφωνα μὲ τὴν προφητεία τοῦ Φαντίνου, ὅ ἕνας ἄφησε γλυκὰ στὰ χέρια τοῦ ἄλλου τὴν πνοή του.

15. Ἡ συμφιλίωση πατέρα καὶ γιοῦ.

Ἕνας ἄλλος πάλι, τσουκαλᾶς στὴν τέχνη, συνέχιζε νὰ ἔχει μέχρι 7 χρόνια ἄσπονδη ἔχθρα πρὸς τὸν γιό του. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ ὀργὴ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἄρχισε νὰ δυναμώνει περισσότερο, ὁ μέγας θεώρησε καλὸ νὰ πάει πρὸς αὐτούς. Καὶ βέβαια, ἐπειδὴ ἦταν πληρέστατος ἀπὸ θεία χάρη, μὲ τὶς συμβουλές του θαῦμα μετέβαλε τοὺς πρὶν ἀδιάλλακτους πάλι σὲ φίλους. Ἀπὸ τότε λοιπόν, πατέρας καὶ παιδὶ μόνοιασαν, καὶ οἱ ἱερεῖς οἱ ὁποῖοι τοὺς ἔδιωχναν ἀπὸο τὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ, γιατὶ αὐτοὶ ἦσαν ἀνάξιοι τῆς μυστικῆς θυσίας, τώρα ἀναπέμποντας εὐχαριστίες τοὺς ἀξίωσαν καὶ τῆς θείας κοινωνίας. Ἔτσι λοιπόν, ἔμειναν γιὰ πολὺ χρονικὸ διάστημα μὲ τὴν χάρη τοῦ Φαντίνου, μέχρις ὅτου ὁ θάνατος χώρισε τὸν γέρο ἀπὸ τὸν γιό.

16. Συνάντηση μὲ τοὺς Ὁσίους Συμεὼν καὶ Φώτιο.

Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος ἀποστρεφόταν τὴν παροῦσα ζωή, γιὰ τὶς θλίψεις ποὺ συνέβαιναν σὲ αὐτὴν καθημερινὰ καὶ θρηνοῦσε, ἐπιθυμοῦσε, ὅπως ὁ Παῦλος, νὰ φύγει ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ νὰ εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Χριστό. Καὶ ἦλθε ὁ καιρὸς κατὰ τὸν ὁποῖο ἐπρόκειτο καὶ αὐτὸς νὰ ἀναχωρήσει πρὸς τὸ ποθούμενο, ἀφοῦ ἔγινε πλήρης ἡμερῶν καὶ ἀρετῆς.

Καὶ λοιπόν, ἐνῷ ἤδη ἦταν ἄῤῥωστος καὶ ἔκειτο στὸ ἔδαφος καὶ θρηνοῦσε, ἡ φήμη συνετέλεσε ὥστε πάρα πολλοὶ νὰ ἔρθουν σὲ αὐτόν, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους καὶ αὐτὸς ὁ ὁποῖος ξεχώριζε ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς γιὰ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν κοσμικὴ παιδεία, ὁ Συμεών, καὶ ὁ Φώτιος. Καὶ ὅταν εἶδαν ὅτι σιγὰ σιγὰ σβήνει καὶ πρόκειται νὰ περάσει τὶς πύλες τοῦ κοινοῦ ταξιδιοῦ, γιὰ νὰ ἐκφρασθῶ ἔτσι, ἄρχισαν οἱ Γέροντες νὰ αἰσθάνονται μία μεγάλη φυσικὴ συγκίνηση καὶ νὰ πονάει ἡ καρδία τους. Τελικά, ὁ ἀναφερθεὶς Συμεών, ὅταν παρατήρησε τὴν ἀτονία καὶ συμπέρανε ὅτι θὰ πεθάνει, μὲ ἤρεμη φωνή, μαζὶ μὲ εὐλαβέστατο τρόπο εἶπε πρὸς αὐτόν: Νομίζω Πάτερ, ὅτι αὔριο πρόκειται νὰ τελειώσεις καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ θὰ δεχθῇς ἐπάξια τὴν κληρονομιὰ τῆς αἰωνίου ζωῆς. Γιὰ αὐτὸ καὶ θέλω νὰ εἶμαι μαζί σου, μέχρις ὅτου θὰ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τοῦτο τὸ σαρκίο καὶ πλήρης εὐφροσύνης, θὰ κατασκηνώσεις στὰ οὐράνια σκηνώματα, τὰ ὁποῖα καὶ ἑτοιμάσθηκαν γιὰ σένα. Αὐτὸς ὅμως, τόσο πολὺ κοντὰ ἦταν στὸν Θεό, καὶ πρὶν τὸν θάνατο καὶ μετὰ τὸν θάνατο, ὥστε ἀμέσως ἀπήντησε πρὸς αὐτὸν μὲ μεγάλη ἑτοιμότητα: Ὄχι, Πάτερ, ὄχι. Ἀντίθετα, ὅπως εἶπε καὶ κάποιος ἀπὸ τοὺς Πατέρες, θὰ παραμείνω ἔτσι ὅπως βλέπετε τὴν ἑβδομάδα αὐτή, καὶ τὸ Σάββατο μετὰ τὴν νυκτερινὴ ἀκολουθία θὰ ἐγκαταλείψω τὸ σῶμα καὶ θὰ ἀπέλθω.

17. Ἡ προφητεία περὶ τοῦ Πέτρου τοῦ σκληροῦ.

Ἔτσι ἀφοῦ μίλησε, καὶ ὅλους τοὺς ἔστειλε στὰ σπίτια τους, ὁ μέγας, σιγοψιθυρίζοντας ἔλεγε στὸν ἑαυτό του: Ἀλλοίμονο, πόσο ἀπαρηγόρητος εἶμαι ἀπὸ τὴν πίεση· ὁ Θεὸς νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὸν μοχθηρὸ ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος πρόκειται νὰ ἔρθει. Αὐτὸς ἀρχίζει νὰ γράφει ἕνα βιβλίο καὶ μὲ αὐτὸ σκέπτεται νὰ μᾶς ληστέψει ὅλους, νομίζοντας ὅτι θὰ ξαναπάρει τὸ κῦρος, ἀλλὰ ἀγνοεῖ ὁ μάταιος τὸ τέλος.

Ἐνῷ αὐτὰ ἐπανελάμβανε συνεχῶς, κάποιος ἀπὸ τοὺς παρόντες εἶπε: Καὶ ποιός ἄραγε, Πάτερ, εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτός, καὶ γιὰ ποιό σκοπὸ ἀρχίζει νὰ γράφει καὶ τὸ βιβλίο; Καὶ αὐτὸς ἀπήντησε μὲ ἑτοιμότητα σὲ αὐτὸν ποὺ ῥώτησε: Πέτρος ὀνομάζεται· καὶ χάρην τίνος θὰ ἔρθει στὰ λεγόμενα, σεῖς οἱ ζωντανοὶ θὰ τὸ μάθετε ἐντὸς ὀλίγου.

Αὐτὸ εἶναι φανερὸ σὲ ὅλους, ἀλλὰ καὶ ἀναμφισβήτητο, ὅτι δηλαδὴ ὁ Πέτρος ὁ Σκληρὸς ἦταν ἐκεῖνος ὁ μάταιος, τὸ δὲ βιβλίο του εἶναι τά· Μελετώμενα, τοῦ ὁποίου καὶ τὴν ἀνταρσία προφήτευσε ὁ ὁσιώτατος πρὶν καιρό, καὶ ὅτι αὐτὰ τὰ ὁποῖα ὁ λόγος τοῦ μακαρίου φανέρωσε, ἂν καὶ παραμελήθηκαν, ἔτσι συνέβησαν.

ΜΕΡΟΣ Δ´.

ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΤΑΞΙΔΙ.

Ἡ ὁσία κοίμηση τοῦ Ἁγίου Φαντίνου.

Αὐτὸς λοιπόν, γνωρίζοντας ὅτι ὁ ἑαυτός του τείνει πρὸς τὴν ἔξοδο καὶ ὅτι τοῦ λοιποῦ πλησιάζει πρὸς τὴν ὕστατη πνοή, κάλεσε κοντά του ὅλους τοὺς συγκεντρωθέντες, καὶ ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς ἰδιαίτερα ἐμένα τὸν ἀνάξιο. Καὶ ἀφοῦ τοὺς κατεφίλησε καὶ τοὺς εὐχήθηκε, ἐναπέθεσε τὸ πνεῦμά του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ διήνυε τὸ 73ο ἔτος τῆς ἡλικίας του. Καὶ ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὴν αἰσθητὴ ζωή, καὶ ὁλόκληρος εἰσέρχεται στὴν ζωὴ ποὺ εἶναι κρυμμένη μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ στὸν Θεό, τὴν ὁποία ἀγαποῦσε καὶ ὅταν ἦταν δεμένος μὲ τὸ σῶμα. Καὶ μεταφέρεται ἐκεῖ ὅπου ὁ χείμαῤῥος τῆς ἀπολαύσεως καὶ ἡ χλόη γιὰ τὴν ὁποία ὁμιλοῦν οἱ Προφῆτες, ὅπου ἡ διαμονὴ τῶν ἐκλεκτῶν, ἡ ἀκατάπαυστος δοξολογία τῶν Ἀγγέλων καὶ ἡ αἰώνια ζωή, καὶ ἀπόλαυση τῶν δικαίων.

2. Ἁγιοπρεπὴς ταφή.

Τέτοιο τέλος εἶχε ὁ Ὅσιος καὶ ἔτσι προγνώρισε τὴν διάβασή του πρὸς τὸν Κύριο καὶ τὸν χωρισμὸ ἀπὸ τὸ σῶμα. Καὶ ἐτάφη μεγαλοπρεπῶς, ὄχι χωρὶς ψαλμωδίες ποὺ πρέπουν στοὺς Ἁγίους, στὸ χῶρο ἀκριβῶς πού, ἐνῷ ἀκόμη ζοῦσε, διάλεξε νὰ ψάλλει κατ᾿ ἰδίαν καὶ νὰ προσεύχεται, καὶ ἐπὶ πλέον νὰ διδάσκει λεπτομερῶς ὅσους τύχαιναν νὰ τὸν πλησιάσουν. Καὶ τὸ ὅτι ἡ ἀρετὴ δὲν γνωρίζει νὰ πάσχει κάποια ζημία καὶ μετὰ τὸν θάνατο, τὸ ἀποδεικνύει αὐτὸς ὁ ἴδιος μὲ τὸ νὰ δέχεται μὲ θεραπεῖες καὶ θαύματα αὐτοὺς ποὺ καταφεύγουν στὸν Κύριο μέσῳ αὐτοῦ.

ΜΕΡΟΣ Ε´.

ΘΑΥΜΑΤΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ.

Ἡ θεραπεία τοῦ παράλυτου χεριοῦ.

Διότι πράγματι, στὰ τρίμερα ἀπὸ τὴν κοίμηση αὐτοῦ, ὅπως εἶναι συνήθεια, προετοιμάσθηκαν ὅλοι νὰ κάνουν τὸ μνημόσυνο ποὺ γίνεται σὲ αὐτοὺς ποὺ ἀπεδήμησαν στὸν Κύριο. Ἀπὸ βραδύς, ἐνῷ βέβαια ἔψαλλαν χωρὶς διακοπὴ στὴν ἀγρυπνία ποὺ εἶχε πολὺ κόσμο, ξαφνικὰ ἀπὸ τὸν τάφο σκορπίσθηκε μία πολὺ παράξενη εὐωδία.

Καὶ ἐνῷ ὅλοι μαζὶ φώναζαν δυνατά: Κύριε ἐλέησον,ἀφοῦ σταμάτησαν τὸ ψάλσιμο, νὰ καὶ καταφθάνει μία γυναικούλα ποὺ εἶχε παράλυτο τὸ χέρι της. Πῆρε λοιπόν, ἡ ταλαίπωρη, γεμάτη ἐλπίδα, λάδι ἀπὸ τὴν καντήλα καὶ ἀφοῦ φώναξε μὲ ὅλη της τὴν ψυχή: Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, ἄλειψε τὸ παράλυτο μέλος της. Καὶ μόλις τὸ ἄλειψε, ἀμέσως τὸ χέρι ἔγινε εὐκολογύριστο.

2. Ὁ μοναχὸς μὲ τὸ κρυφὸ οἴδημα.

Καὶ στὰ ἐννιάμερα κατὰ παρόμοιο τρόπο μείναμε ἄγρυπνοι τὴν νύκτα καὶ ἡ ἴδια εὐωδία δὲν σταματοῦσε. Ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ παρακολουθοῦσαν τὴν ἀγρυπνία, κάποιος μοναχὸς ποὺ εἶχε στὸ στῆθός του ἕνα κρυφὸ πρήξιμο, τὸ ὁποῖο τοῦ προξενοῦσε ἕναν ἔκδηλο πόνο. Αὐτός, ἐπειδὴ πολὺ κουράσθηκε τρέχοντας στοὺς γιατρούς, καὶ δὲν εὕρισκε γιατρειά, ὄντας κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῆς τελείας ἀπελπισίας καὶ τῆς προσμονῆς τοῦ θανάτου, ἔγειρε πάνω στὸν τάφο τοῦ μακαρίου καὶ ἀποκοιμήθηκε πράγματι ἡ λύπη κατὰ κάποιο τρόπο ἑλκύει πρὸς τὸν ἑαυτό της τὸν ὕπνο. Καὶ νά, βλέπει τὸν Ἅγιο νὰ κρατάει ἕνα ξυράφι, νὰ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν καὶ τοῦ λέει: Τί ἔχεις; Γιατί πονᾶς; προσθέτοντας καὶ τὸ ὄνομά του. Αὐτὸς ὅσο μποροῦσε γρηγορώτερα τοῦ διηγήθηκε τὸν ἀῤῥώστιά του, καὶ ὁ Ἅγιος ἀφοῦ πῆρε τὸ ξυράφι ποὺ εἶχε καὶ τοῦ εἶπε: Μὴ φοβᾶσαι ἀπὸ τώρα καὶ μετά, ἔκανε πὼς ἤθελε νὰ τοῦ κόψει τὸ σαπισμένο μέρος. Εὐθὺς ξύπνησε ἀπὸ τὸν φόβο ὁ πλήρης πόνου, καὶ νὰ τὶ βλέπει, ὅτι τάχα ἡ ἀῤῥώστια εἶχε καταπραϋνθῇ σὰν νὰ μὴν ὑπῆρχε ποτέ. Ἀλλὰ ἀκόμη αὐτὴ ὑπῆρχε σὲ αὐτόν· ἄρχισαν ὅμως νὰ ὑποχωροῦν οἱ ὀξεῖς πόνοι. Πάλι ἔπεσε στὸν ἴδιο βαθὺ ὕπνο καὶ κατὰ τὴν διάρκεια αὐτοῦ βεβαιώθηκε γιὰ τὴν τελεία θεραπεία του. Ἐπειδὴ πραγματικὰ ἀξιώθηκε τῆς βοηθείας τοῦ Ἁγίου, στάθηκε στὴν μέση ὅλων γιὰ νὰ τὸν ἄκουν καὶ διεκήρυττε φανερὰ τὴν ὀπτασία.

3. Ὁ δαιμονισμένος μοναχός, καὶ ὁ ἄῤῥωστος μὲ τὴν δυσουρία.

Ἄλλοι ποὺ τοὺς μετέφεραν στὰ χέρια χωρὶς καμία παρηγοριά, γύριζαν πίσω χοροπηδώντας μαζὶ μὲ τὰ στρωσίδια τους. Ἄλλοι, κουφοὶ καὶ γεμάτοι πόνο, ἀφοῦ εὕρισκαν ξαφνικὰ τὴν σωματικὴ καὶ πνευματικὴ ὑγεία, ἀνέπεμπαν εὐχαριστίες στὸν Θεὸ καὶ στὸν Ἅγιο.

Ἕνας δαίμονας ἄγριος, κατὰ παραχώρηση ἀσφαλῶς τοῦ Θεοῦ, κυρίευσε κάποιον μοναχὸ γιὰ μακρότατο χρονικὸ διάστημα. Ὅταν λοιπόν, αὐτὸς χύνοντας δάκρυα, παρέμεινε στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου προσευχόμενος, τοῦ παρουσιάσθηκε ὁ Ἅγιος στὸν ὕπνο καὶ τοῦ εἶπε: Ἀνακάτεψε λάδι καὶ κρασὶ μέσα σὲ μία κανδήλα καὶ ἄναψέ την καὶ πιές το τρεῖς φορές· καὶ θὰ γίνεις καλὰ μὲ τὴν χάρη τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἄῤῥωστος ἤπιε αὐτὸ μὲ καλὲς ἐλπίδες, φανερά, καὶ χωρὶς ντροπή, καὶ γύρισε στὸ σπίτι του θεραπευμένος μὲ τὴν χάρη τοῦ Φαντίνου. Μετὰ πῆγε στὸ Ὄρος τοῦ Ἄθω καὶ ἔγινε κατοικητήριο θείου Πνεύματος.

Σὲ ἕναν ἄλλον ποὺ εἶχε δυσουρία, ἐμφανίσθηκε ὁ μέγας στὸ ὄνειρο καὶ τὸν διέταξε νὰ πιεῖ ἀμέσως μαζὶ μὲ Ἁγίασμα χῶμα ἀπὸ τὸν τάφο. Ὁ ἄῤῥωστος, ἀφοῦ ἤπιε αὐτὸ μὲ πίστη, ἀμέσως τὸ σκληρυμμένο μέρος ποὺ προκαλοῦσε συχνὰ βίους πόνους, τὴν ἴδια ὥρα φαινόταν ἀπ᾿ ἔξω εὐάγωγο. Καὶ αὐτὸς ἀνέπεμψε εὐχαριστία σὲ ἐκεῖνον ποὺ τὸν ἔκανε καλά.

4. Ὁ παράλυτος κεραμοποιός.

Κάποιος, κεραμοποιὸς στὴν τέχνη, ἦταν στὸ κρεβάτι ἀπὸ πολυχρόνια ἀῤῥώστια καὶ κατάντησε σὰν τὸν παράλυτο τοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτόν, καὶ ἡ ὑγεία καὶ ὁ πλοῦτος τὸν ἐγκατέλειψαν, καὶ ἡ γυναίκα αὐτοῦ ἔπρεπε νὰ πεισθῇ νὰ ζητάει ψωμὶ μὲ ἀξιοθρήνητο τρόπο ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι γιὰ νὰ τὸν φέρει στὸν ἄῤῥωστο. Αὐτὴ ὅμως, ἀφενὸς μὲν κοκκίνιζε ἀπὸ ντροπή, ἀφετέρου πάλι λυπόταν τὸν ἄλλοτε τροφοδότη. Καὶ φέρνοντας στὴν μνήμη της μὲ δάκρυα τὴν συμφορά, γινόταν κομμάτια.

Καὶ νά, μία ἡμέρα ὁ ἄῤῥωστος, μὴ μπορώντας πλέον νὰ ὑποφέρει τὴν ἀῤῥώστιά του, ἐπικαλέσθηκε τὸν Ἅγιο μὲ ὅλη του τὴν ψυχή, ἔπεσε νὰ κοιμηθῇ καὶ τὸν πῆρε ὁ ὕπνος. Καὶ ἀμέσως παρουσιάσθηκε σὲ αὐτὸν ὁ ἁγιώτατος καὶ τὸν ῥώτησε νὰ μάθει: Τί ἔχεις ἄνθρωπε; Γιατί θλίβεσαι; Καὶ αὐτὸς τοῦ εἶπε θλιμμένα ἀπὸ τὶ ἔπασχε, γιατὶ δὲν μποροῦσε οὔτε τὴν γλῶσσα καθόλου νὰ κουνήσει. Ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ ἔπιασε τὸ κεφάλι αὐτοῦ καὶ τὸ σταύρωσε, τοῦ λέει: Σὲ θεραπεύει δι᾿ ἐμοῦ ὁ Θεός μου καὶ Κύριος.

Ἀμέσως τότε, ξύπνησε ὁ πρὶν παράλυτος καὶ ἐμπιστεύθηκε τὰ πάντα στὴν σύζυγό του. Καὶ ξαφνικά, ἔσπασαν πίδακες ἀπὸ αἷμα, καὶ ἀπὸ τὰ αὐτιά του καὶ ἀπὸ τὴν μύτη του ταυτοχρόνως, καὶ ἔγιναν μούσκεμα τὸ στῆθός του μαζὶ μὲ τὸ στρῶμα. Ἀφοῦ λοιπόν, πέρασε ἡ ὥρα ποὺ κτυπάει τὸ νυκτερινὸ τάλαντο, κάθισε καὶ ζητοῦσε μὲ μεγάλη ἐπιμονὴ νὰ φάει ψωμί. Ἡ δὲ γυναίκα, μὲ ὅρκο διαβεβαίωνε τὸν ἄντρα της ὅτι δὲν ἔχει οὔτε ἕνα κομματάκι· καὶ ἦταν νύκτα. Ὅμως κάμφθηκε καὶ ἦλθε νὰ ζητήσει, τὸ πῆρε καὶ τὸ ἔφερε πίσω. Μόλις λοιπόν, ἔφθασε ἡ τροφή, τὸ αἷμα σταμάτησε παραδόξως καὶ χόρτασε ἀπὸ αὐτή. Καὶ μάλιστα τὸ πρωί, περπατώντας μὲ τὰ πόδια κατέπληξε ὅλους. Καὶ αὐτοὶ ἀπὸ κοινοῦ ἀνέπεμπαν εὐχαριστίες στὸν Θεὸ καὶ στὸν Ἅγιο.

5. Ὁ ὑδρωπικὸς ζωγράφος τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Ἕνας ἄλλος, ἀπὸ εἰλικρινῆ πίστη πῆγε στὴν Βασιλεύουσα Πόλη καὶ θερμὰ ζητοῦσε ἀπὸ τοὺς ζωγράφους νὰ κάνουν μία εἰκόνα τοῦ Φαντίνου. Ἐπειδὴ ὅμως ὅλοι μαζὶ ἀρνήθηκαν νὰ ζωγραφίσουν μὲ χρώματα σὲ σανίδι αὐτὸν ποὺ ποτὲ δὲν εἶδαν μὲ τὰ μάτια του, ἀλλὰ μόνον ἐξ ἀκοῆς γνώριζαν, ἔστειλαν τὸν παραγγελιοδότη σὲ κάποιον ὑδρωπικὸ ποὺ ἤξερε νὰ ζωγραφίζει. Ὅταν λοιπόν, πῆγε σὲ αὐτὸν καὶ τὸν βρῆκε ἐντελῶς ἀκίνητο ἐδῶ καὶ τρία χρόνια, τοῦ εἶπε ὁ ἄῤῥωστος: Γιατί ἐνοχλήθηκες νὰ ἔλθεις; Καὶ αὐτός, ἀφοῦ ἀναστέναξε, ὅπως ὅταν δὲν μπορῆ κανεὶς νὰ ἐκφρασθῇ, τοῦ ἀποκρίθηκε μὲ στεναγμό: Γιὰ νὰ ζωγραφίσεις σὺ τὴν εἰκόνα αὐτοῦ ποὺ ἔλαμψε πολὺ πρόσφατα μὲ δυνατὸ φῶς στὴν Θεσσαλονίκη. Καὶ αὐτός: Ἀλήθεια, φάνηκε ἐκεῖ ἕνας Ἅγιος καὶ μάλιστα στὶς μέρες αὐτές; Ἐὰν λοιπὸν εἶναι ἀλήθεια, θέλω ὡς προκαταβολὴ ἕνα χρυσὸ νόμισμα, καὶ ὁπωσδήποτε ἡ χάρη του θὰ μοῦ ἐμφανισθῇ ἐὰν βέβαια θέλεις. Αὐτὰ εἶπε καὶ ὁ ἄνθρωπος τοῦ ἔδωσε αὐτὸ ποὺ ζήτησε καὶ ἔφυγε μὲ μεγάλη διάθεση γεμάτος χαρά. Τὴν τρίτη λοιπὸν νύκτα, ὁ ὑπεράγιος καὶ μέγας Φαντῖνος, ἦλθε φανερὰ στὸν ὑδρωπικό, καὶ ἀφοῦ στάθηκε, ὅπως συνήθιζε, στὰ πόδια τοῦ κρεβατιοῦ, βύθισε ὅλως διόλου μέσα στὴν ἔκπληξη τὸν πλαγιασμένο. Ἔπειτα λέει: Σήκω παιδί μου, διότι μὲ τὴν θεία χάρη σὲ ἐπισκέφθηκα, καὶ ζωγράφισε ἀπαράλλακτα τὴν μορφὴ τοῦ Φαντίνου καθὼς μὲ βλέπει νὰ εἶμαι. Αὐτὸς τότε ἀνακάθισε ἀμέσως μὲ μεγάλη γρηγοράδα καὶ βγῆκε πρὸς τὰ ἔξω, ἀφοῦ αἰσθάνθηκε ἕνα κέντημα μέσα στὴν κύστη. Καὶ μὲ τὴν χάρη τοῦ Φαντίνου, βγῆκε ἀπὸ κάτω διὰ μιᾶς δύσοσμο ὑδρωπικὸ ὑγρό, καὶ τὸ πρὶν πρησμένο σῶμα μαζεύθηκε πρὸς τὰ μέσα καὶ ἀνέκτησε ἐξ ὁλοκλήρου τὸ φυσικό του σχῆμα. Ἀμέσως, κοιτάζοντας αὐτὸν ποὺ τοῦ παρουσιάσθηκε, ἄρχισε νὰ τὸν ζωγραφίζει, ἀλλὰ μόλις χτύπησε τὸ νυκτερινὸ τάλαντο, ὁ βλεπόμενος ἔγινε ἄφαντος. Τὴν ἑπομένη πάλι νύκτα, ὁ Ἅγιος καθ᾿ ὅμοιο τρόπο παρουσιάσθηκε καὶ ἔτσι τὸ ἀντίγραφο τῆς μορφῆς αὐτοῦ ἔφθασε αἰσίως στὸ τέλος.

6. Ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ δούλου.

Ἡ φυλὴ τῶν Βουλγάρων συνέλαβε ἕναν δοῦλο κάποιου, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀπὸ παλιὰ μία στερεοτάτη πίστη πρὸς τὸν Ὅσιο. Ἐνῷ ὁ αἰχμάλωτος ἦταν φυλακισμένος μὲ χειροπέδες στὸ κάτρο τοῦ Κολυνδροῦ, ὁ κύριός του δὲν σταματοῦσε νὰ παρακαλῆ ἐπίμονα τὸν Φαντῖνο γιὰ αὐτόν. Καὶ νά, μία νύκτα στὴν ἀναφερθεῖσα πόλη, μέσα στὴν φυλακὴ ὅπου ἦταν κλεισμένος ὁ δοῦλος, παρουσιάσθηκε σὲ αὐτὸν φανερὰ ὁ ὁσιώτατος καὶ τὸν ἐλευθέρωσε ἀμέσως ἀπὸ τὰ δεσμά. Ἔπειτα, κρατώντας τον καὶ μὲ τὰ δύο χέρια τὸν ἔβγαλε ἔξω, ἀφοῦ ξέφυγε ἀπὸ τὴν προσοχὴ ὅλων τῶν φυλάκων καὶ τῶν συναιχμαλώτων του, καὶ τὸν ἔφερε στὸ κάστρο τοῦ Κίτρους. Καὶ ἀφοῦ βρῆκε ἕνα ταχύπλοο πλοῖο, τὸν ἔκρυψε καλὰ μέσα στὴν ἀντλία. Μόλις κτύπησε τὸ νυκτερινὸ τάλαντο, οἱ ναυτικοὶ ἀναχώρησαν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πολὺ πρωὶ ἔφθασαν στὴν Θεσσαλονίκη. Ἕνας ὅμως πῆγε στὴν ἀντλία καὶ βλέπει μέσα νὰ κοιμᾶται ἕνας ἄνθρωπος. Τότε ὅλοι φύρδην - μίγδην τὸν ἔσυραν ἔξω καὶ ῥαπίζοντάς τον, τὸν ῥωτοῦσαν νὰ μάθουν. Αὐτὸς τοὺς ἐξήγησε μὲ σαφήνεια τίνος δοῦλος ἦταν καὶ πῶς ἔγινε λάφυρο: Κάποιος, τὰ μεσάνυχτα, μὲ ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ τὴν φυλακή, καὶ πολὺ γρήγορα μὲ ἔφερε σὲ ἐσᾶς. Ἦταν μοναχός, χονδρὸς στὸ σῶμα, ἡ θωριά του προκαλοῦσε φόβο, τὰ μαλλιά του ἦταν λευκά, ἦταν μεσήλικας, εἶχε τὰ πόδια γυμνά, καὶ ἡ γενειάδα του δὲν ἦταν πολὺ μακριά. Αὐτὰ εἶπε, καὶ ἀφοῦ τοὺς ἄφησε ὅλους ἀνεξαιρέτως κατάπληκτους, ἀνεχώρησε γιὰ τὸ σπίτι του γεμάτος χαρά. Ὁ κύριός του ἀφοῦ τὸν ξαναπῆρε πίσω, τὸν ἔφερε μέσα στὸν ναὸ τοῦ Φαντίνου. Καὶ μόλις εἶδε ὁ πρὶν αἰχμάλωτος τὴν εἰκόνα τοῦ ὁσιωτάτου, ἀμέσως φώναξε δυνατά: Αὐτὸς ἦταν ποὺ μὲ ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὰ ἄλυτα δεσμά.

7. Ἡ μοναχὴ μὲ τὶς χοιράδες.

Μία μοναχή, ἀπὸ τὶς πλέον σώφρονες, ἡ ὁποία εἶχε στὸ λαιμό της χοιράδες, ζητοῦσε τὴν ὑγεία ἀπὸ τὸν Φαντῖνο, ὅταν ἀκόμη βρισκόταν ἐν ζωῇ. Καὶ ἐκεῖνος, ἐπειδὴ λυπήθηκε αὐτὴν ποὺ ἔπεφτε μὲ πίστη στὰ πόδια του, ἀγγίζοντάς την μὲ τὸ χέρι καὶ ἐπικαλούμενος τὸν Χριστό, τὸν Θεό, διὰ μιᾶς ἐξαφάνισε αὐτὲς τελείως.

Μία μέρα ὅμως, ποὺ αὐτὸς ἀναχώρησε ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα πρὸς τὸν Κύριο, οἱ χοιράδες βγῆκαν πάλι στὴν μοναχή, καὶ ἐπειδὴ κράτησαν πολὺ καιρό, τὴν βασάνιζαν μὲ ὀξεῖς πόνους. Αὐτὴ μὴ ξέροντας τὶ νὰ κάνει καὶ ὑποφέροντας ἀπὸ τὶς πυκνὲς ἀναπνοές, φώναξε κλαίγοντας: Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, κοίταξε καὶ τὰ παρόντα ἀπὸ τὴν δόξα ποὺ ἔχεις λάβει καὶ σὲ περιβάλλει, καὶ δὲς τὴν θλίψη μου καὶ δέξου τοὺς στεναγμοὺς καὶ τὰ δάκρυά μου καὶ ἐλέησε ἐμένα ποὺ ἐλπίζω μόνο στὸν Θεὸ καὶ σὲ σένα. Αὐτὰ εἶπε καὶ γιὰ λίγο ἡσύχασε καὶ σβήνοντας ἀπὸ τὴν λύπη, φαινόταν ὅτι κοιμᾶται. Καὶ ἀμέσως βλέπει τὸν Ἅγιο νὰ στέκεται κοντά της καὶ νὰ τὴν ῥωτᾶ νὰ μάθει γιὰ τὸν πόνο της. Αὐτὴ βέβαια, μὲ πολὺ ὀδύνη τοῦ ἀνέφερε τὴν ἀῤῥώστια καὶ ὁ μέγας, ἀφοῦ σφράγισε τὶς χοιράδες μὲ τὰ δύο του χέρια, εἶπε: Σὲ θεραπεύει καὶ τώρα ὁ χορηγὸς τῶν ἰάσεων. Ἡ ἄῤῥωστη ξύπνησε ἀμέσως γεμάτη ἐμπιστοσύνη ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τοῦ μακαρίου καὶ μέχρι τώρα φαίνεται καθαρὰ πολὺ ὑγιής.

8. Τὰ ἀντικείμενα τοῦ Ἁγίου Φαντίνου θαυματουργοῦν.

Πάλι ζαλίζομαι καὶ μένω ἔκθαμβος καὶ φαίνομαι ὅτι μιλάω τολμηρά. Πράγματι, ὅπως τὰ μανδήλια τοῦ Παύλου, τοῦ οἰκουμενικοῦ διδασκάλου, ἔδιωχναν ἀῤῥώστιες καὶ δαιμόνια, ἔτσι καὶ τοῦ μαθητοῦ αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος ἔζησε ἀντάξια τῆς ἀγάπης, γιὰ νὰ μιλήσω ἔτσι, καὶ δίδαξε στὰ χρόνια μας.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Καλαβρίας τὸ κλέος μοναστῶν μέγας ἥλιος, καὶ Θεσσαλονίκης προστάτης, ὤφθης Πάτερ θεόσοφε, λαβὼν γὰρ παιδιόθεν τὸν σταυρόν, Φαντῖνε ἐξεζήτεις τὸν Θεόν, καὶ μακρύνας ἐπλουτίσθης ὑπερφυῶς, ἐν θαυμαστοῖς χαρίσμασι, δόξα τῷ σὲ σφραγίσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ δεδωκότι σε ἡμῖν, μεσίτην καὶ διδάσκαλον.

Κοντάκιον. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐκ κοιλίας Ἅγιε, ἀφιερώθης Κυρίῳ, καὶ Αὐτὸν ὡς πρόδρομος, πρίν σε τεχθῆναι ἀνύμνεις, εἶτα δέ, λιπὼν πατρίδα γονεῖς καὶ φίλους, γέγονας, πλανήτης θεῖος πολλοὺς φωτίσας, ἐν μεγίστῃ σου ἀσκήσει, καὶ θαυμασίοις, Φαντῖνε πανόσιε.

Μεγαλυνάριον.
Ἐκ τῆς Καλαβρίας ὤφθης φυτόν, χάριτος Κυρίου ὦ Φαντῖνε θαυματουργέ, πᾶσαν τὴν Ἑλλάδα, ἀσκήσει ἁγιάσας, καὶ ἐν Θεσσαλονίκῃ, ἀναπαυσάμενος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου