Άγιος Μαλαχίας ο νέος Οσιομάρτυς, ο Λίνδιος. Ημέρα Μνήμης: 29 Σεπτεμβρίου.
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Μαλαχίας γεννήθηκε στὴ Λίνδο τῆς Ῥόδου, γύρω στὰ 1500. Ὁ πατέρας του ἦταν Ἱερέας καὶ ὀνομαζόταν Γεώργιος καὶ ἡ μητέρα του Χριστῖνα. Σὲ νεαρὴ ἡλικία, φλεγόμενος ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστό, ἔγινε μοναχός. Ὁ συντάκτης τοῦ μαρτυρίου του ἀναφέρει ὅτι, ὅταν ἦταν 22 ἐτῶν ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ πῆγε κατ᾿ ἀρχὰς στὶς Κολοσσὲς τῆς Φρυγίας. Στὴ συνέχεια ἐπισκέφτηκε τὴν Λάμψακο καὶ ἀκολούθως διάφορα νησιὰ τοῦ Αἰγαίου πελάγους, τὴ Φοινίκη, τὴν Αἴγυπτο, τὴ Λιβύη καὶ τὸ θεοβάδιστο ὄρος Σινᾶ, ἀπ᾿ ὅπου μετέβη στὴν Παλαιστίνη ὡς προσκυνητὴς τῶν Ἁγίων Τόπων. Ἀφοῦ περιόδευσε ὅλα τὰ πανάγια προσκυνήματα, κατέληξε στὴν Ἁγία Πόλη τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ παρέμεινε στὸν Ναὸ τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσεως ὡς διακονητής, ἀγωνιζόμενος τὸν καλὸ ἀγῶνα τῆς ἀσκήσεως μὲ νηστεῖες, ἀγρυπνίες καὶ ἀκατάπαυστες προσευχές.
Κάποια μέρα, ἐνῶ ὁ Ἅγιος περνοῦσε ἀπὸ τὴν ἀγορά, ἕνας μουσουλμάνος τοῦ ἐπιτέθηκε μὲ μανία, τὸν ράπισε στὸ πρόσωπο καὶ ἄρχισε νὰ τὸν συκοφαντεῖ λέγοντας πρὸς τοὺς ὁμοπίστους του ὅτι βλασφήμησε τὸν Μωάμεθ. Ἐκεῖνοι τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν ἡγεμόνα τῆς Ἁγίας Πόλεως, μὲ τὴν καταγγελία ὅτι βλασφήμησε τὴ μουσουλμανικὴ ἀσέβεια. Ὁ ἡγεμόνας κατ᾿ ἀρχὰς προσπάθησε μὲ διάφορες κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις νὰ τὸν πείσει νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἀσπασθεῖ τὴν θρησκεία τῶν Ἀγαρηνῶν. Ὁ Ἅγιος ὅμως ἀρνήθηκε τὶς προτάσεις τοῦ ἡγεμόνα καὶ ὁμολόγησε μὲ παῤῥησία τὸ ὄνομα τοῦ Σωτῆρος. Μάλιστα δὲ πιεζόμενος ἔβγαλε τὸ ὑπόδημά του καὶ τὸ πέταξε στὸ πρόσωπο τοῦ ἡγεμόνα.
Αὐτὸς τότε διέταξε νὰ ξαπλώσουν τὸν μακάριο Μαλαχία κατὰ γῆς καὶ νὰ τὸν μαστιγώσουν ἀνηλεῶς. Ἡ γῆ κοκκίνησε ἀπὸ τὸ αἷμά του Μάρτυρος, ἐνῶ ἐκεῖνος προσευχόταν καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἐνισχύσει γιὰ νὰ μπορέσει νὰ βαδίσει μέχρι τέλους τὸν δρόμο τοῦ μαρτυρίου. Ὅταν οἱ δήμιοι κουράστηκαν νὰ τὸν κτυποῦν καὶ νὰ τὸν ὑβρίζουν, τὸν μετέφεραν στὴ φυλακή. Ἐκεῖ παρέμεινε αἱμόφυρτος καὶ γεμᾶτος πληγές, χωρὶς τροφὴ καὶ νερό, ἀναπέμποντας προσευχὲς καὶ δοξολογίες στὸν Θεό, ὥστε οἱ ἄλλοι κρατούμενοι νὰ θαυμάζουν τὴν πίστη καὶ τὴν ὑπομονή του.
Ἀφοῦ πέρασαν μερικὲς ἡμέρες, ὁ ἡγεμόνας διέταξε νὰ τὸν φέρουν μπροστά του. Μὲ ὕβρεις καὶ ἀπειλὲς προσπάθησε νὰ τὸν μεταπείσει ἀλλὰ καὶ πάλι ὁ Ἅγιος μὲ σθένος καὶ παῤῥησία ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Ἀκούγοντας τὴν ὁμολογία του ὁ ἡγεμόνας ὀργίστηκε καὶ διέταξε νὰ τρυπήσουν τοὺς ἀστραγάλους του, νὰ περάσουν σχοινιά, νὰ τὸν δέσουν πίσω ἀπὸ ἕνα ἄλογο καὶ νὰ τὸν σύρουν στοὺς δρόμους τῆς Ἁγίας Πόλεως. Ἐνῶ συρόταν στοὺς δρόμους, ἄλλοι Ἀγαρηνοὶ τὸν χτυποῦσαν μὲ πέτρες καὶ ξύλα, ἐνῶ ἄλλοι τὸν κεντοῦσαν μὲ αἰχμηρὰ ἀντικείμενα κατακόπτοντας τὶς σάρκες του.
Ὅταν ὁ ἡγεμόνας εἶδε ὅτι μὲ τὰ βασανιστήρια δὲν μποροῦσε νὰ κάμψει τὸ φρόνημα τοῦ Μάρτυρος, διέταξε νὰ τὸν ὁδηγήσουν ἔξω ἀπὸ τὴν Ἁγία Πόλη καὶ νὰ τὸν ἀνασκολοπίσουν. Ὁ Ἅγιος φορτώθηκε πάνω στοὺς ὥμους του τὸν πάσσαλο τῆς καταδίκης του, ὅπως ὁ Κύριος τὸν Σταυρό, καὶ βάδισε πρὸς τὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου. Ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ ἀνασκολοπίστηκε καὶ παρέδωσε τὴν ψυχή του, λέγοντας· «Κύριε, εἰς χεῖράς σου παρατίθημι τὸ πνεῦμά μου».
Τὴν ἑπομένη ἡμέρα οἱ Χριστιανοὶ ἔδωσαν χρήματα στὸν ἡγεμόνα γιὰ νὰ τοὺς ἐπιτρέψει νὰ παραλάβουν τὸ μαρτυρικὸ σῶμα. Τὸ κατέβασαν ἀπὸ τὸν πάσσαλο καὶ μὲ προεξάρχοντα τὸν Πατριάρχη τῶν Ἱεροσολύμων Γερμανὸ τὸ μετέφεραν στὸν ἀγρὸ τοῦ Κεραμέως, ὅπου καὶ τὸ ἐνταφίασαν. Ὁ Πατριάρχης Γερμανὸς ὅρισε νὰ ἑορτάζεται ἡ μνήμη του στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου τὴν 29η Σεπτεμβρίου, ἡμέρα τῆς μαρτυρικῆς τελευτῆς του.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Λινδίων τὸ κλέος, καὶ Ῥοδίων τὸ καύχημα, τὸν θεοστεφῆ Μαλαχίαν, εὐσεβῶς εὐφημήσωμεν· ἀσκήσας γὰρ ὁσίως ἐπὶ γῆς, Μαρτύρων ἀνεδείχθη μιμητής, μεθ᾿ ὧν πάντοτε πρεσβεύει ὑπὲρ ἡμῶν, τῶν πίστει ἀναβοώντων· Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ δωρουμένῳ διὰ σοῦ, πᾶσι τὰ κρείττονα.
Κοντάκιον. Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ε᾿κ τῆς Λίνδου ἔλαμψας, ὡς μυστικὸς ἑωσφόρος, καὶ λαμπρῶς κατηύγασας, τὴν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν· βίον γάρ, τῶν μοναζόντων ἐξησκημένος, ἤθλησας, ὑπὲρ τῆς πίστεως στεῤῥοψύχως· διὰ τοῦτο Μαλαχία, Ὁσιομάρτυς πιστῶς τιμῶμέν σε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ ζηλωτής, καὶ τῶν Ἀθλοφόρων, ὁ ἀήττητος μιμητής· χαίροις ὁ αἰσχύνας, τυράννων τὴν μανίαν, θεόφρον Μαλαχία, Λινδίων καύχημα.
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Μαλαχίας γεννήθηκε στὴ Λίνδο τῆς Ῥόδου, γύρω στὰ 1500. Ὁ πατέρας του ἦταν Ἱερέας καὶ ὀνομαζόταν Γεώργιος καὶ ἡ μητέρα του Χριστῖνα. Σὲ νεαρὴ ἡλικία, φλεγόμενος ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστό, ἔγινε μοναχός. Ὁ συντάκτης τοῦ μαρτυρίου του ἀναφέρει ὅτι, ὅταν ἦταν 22 ἐτῶν ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ πῆγε κατ᾿ ἀρχὰς στὶς Κολοσσὲς τῆς Φρυγίας. Στὴ συνέχεια ἐπισκέφτηκε τὴν Λάμψακο καὶ ἀκολούθως διάφορα νησιὰ τοῦ Αἰγαίου πελάγους, τὴ Φοινίκη, τὴν Αἴγυπτο, τὴ Λιβύη καὶ τὸ θεοβάδιστο ὄρος Σινᾶ, ἀπ᾿ ὅπου μετέβη στὴν Παλαιστίνη ὡς προσκυνητὴς τῶν Ἁγίων Τόπων. Ἀφοῦ περιόδευσε ὅλα τὰ πανάγια προσκυνήματα, κατέληξε στὴν Ἁγία Πόλη τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ παρέμεινε στὸν Ναὸ τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσεως ὡς διακονητής, ἀγωνιζόμενος τὸν καλὸ ἀγῶνα τῆς ἀσκήσεως μὲ νηστεῖες, ἀγρυπνίες καὶ ἀκατάπαυστες προσευχές.
Κάποια μέρα, ἐνῶ ὁ Ἅγιος περνοῦσε ἀπὸ τὴν ἀγορά, ἕνας μουσουλμάνος τοῦ ἐπιτέθηκε μὲ μανία, τὸν ράπισε στὸ πρόσωπο καὶ ἄρχισε νὰ τὸν συκοφαντεῖ λέγοντας πρὸς τοὺς ὁμοπίστους του ὅτι βλασφήμησε τὸν Μωάμεθ. Ἐκεῖνοι τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν ἡγεμόνα τῆς Ἁγίας Πόλεως, μὲ τὴν καταγγελία ὅτι βλασφήμησε τὴ μουσουλμανικὴ ἀσέβεια. Ὁ ἡγεμόνας κατ᾿ ἀρχὰς προσπάθησε μὲ διάφορες κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις νὰ τὸν πείσει νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἀσπασθεῖ τὴν θρησκεία τῶν Ἀγαρηνῶν. Ὁ Ἅγιος ὅμως ἀρνήθηκε τὶς προτάσεις τοῦ ἡγεμόνα καὶ ὁμολόγησε μὲ παῤῥησία τὸ ὄνομα τοῦ Σωτῆρος. Μάλιστα δὲ πιεζόμενος ἔβγαλε τὸ ὑπόδημά του καὶ τὸ πέταξε στὸ πρόσωπο τοῦ ἡγεμόνα.
Αὐτὸς τότε διέταξε νὰ ξαπλώσουν τὸν μακάριο Μαλαχία κατὰ γῆς καὶ νὰ τὸν μαστιγώσουν ἀνηλεῶς. Ἡ γῆ κοκκίνησε ἀπὸ τὸ αἷμά του Μάρτυρος, ἐνῶ ἐκεῖνος προσευχόταν καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἐνισχύσει γιὰ νὰ μπορέσει νὰ βαδίσει μέχρι τέλους τὸν δρόμο τοῦ μαρτυρίου. Ὅταν οἱ δήμιοι κουράστηκαν νὰ τὸν κτυποῦν καὶ νὰ τὸν ὑβρίζουν, τὸν μετέφεραν στὴ φυλακή. Ἐκεῖ παρέμεινε αἱμόφυρτος καὶ γεμᾶτος πληγές, χωρὶς τροφὴ καὶ νερό, ἀναπέμποντας προσευχὲς καὶ δοξολογίες στὸν Θεό, ὥστε οἱ ἄλλοι κρατούμενοι νὰ θαυμάζουν τὴν πίστη καὶ τὴν ὑπομονή του.
Ἀφοῦ πέρασαν μερικὲς ἡμέρες, ὁ ἡγεμόνας διέταξε νὰ τὸν φέρουν μπροστά του. Μὲ ὕβρεις καὶ ἀπειλὲς προσπάθησε νὰ τὸν μεταπείσει ἀλλὰ καὶ πάλι ὁ Ἅγιος μὲ σθένος καὶ παῤῥησία ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Ἀκούγοντας τὴν ὁμολογία του ὁ ἡγεμόνας ὀργίστηκε καὶ διέταξε νὰ τρυπήσουν τοὺς ἀστραγάλους του, νὰ περάσουν σχοινιά, νὰ τὸν δέσουν πίσω ἀπὸ ἕνα ἄλογο καὶ νὰ τὸν σύρουν στοὺς δρόμους τῆς Ἁγίας Πόλεως. Ἐνῶ συρόταν στοὺς δρόμους, ἄλλοι Ἀγαρηνοὶ τὸν χτυποῦσαν μὲ πέτρες καὶ ξύλα, ἐνῶ ἄλλοι τὸν κεντοῦσαν μὲ αἰχμηρὰ ἀντικείμενα κατακόπτοντας τὶς σάρκες του.
Ὅταν ὁ ἡγεμόνας εἶδε ὅτι μὲ τὰ βασανιστήρια δὲν μποροῦσε νὰ κάμψει τὸ φρόνημα τοῦ Μάρτυρος, διέταξε νὰ τὸν ὁδηγήσουν ἔξω ἀπὸ τὴν Ἁγία Πόλη καὶ νὰ τὸν ἀνασκολοπίσουν. Ὁ Ἅγιος φορτώθηκε πάνω στοὺς ὥμους του τὸν πάσσαλο τῆς καταδίκης του, ὅπως ὁ Κύριος τὸν Σταυρό, καὶ βάδισε πρὸς τὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου. Ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ ἀνασκολοπίστηκε καὶ παρέδωσε τὴν ψυχή του, λέγοντας· «Κύριε, εἰς χεῖράς σου παρατίθημι τὸ πνεῦμά μου».
Τὴν ἑπομένη ἡμέρα οἱ Χριστιανοὶ ἔδωσαν χρήματα στὸν ἡγεμόνα γιὰ νὰ τοὺς ἐπιτρέψει νὰ παραλάβουν τὸ μαρτυρικὸ σῶμα. Τὸ κατέβασαν ἀπὸ τὸν πάσσαλο καὶ μὲ προεξάρχοντα τὸν Πατριάρχη τῶν Ἱεροσολύμων Γερμανὸ τὸ μετέφεραν στὸν ἀγρὸ τοῦ Κεραμέως, ὅπου καὶ τὸ ἐνταφίασαν. Ὁ Πατριάρχης Γερμανὸς ὅρισε νὰ ἑορτάζεται ἡ μνήμη του στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου τὴν 29η Σεπτεμβρίου, ἡμέρα τῆς μαρτυρικῆς τελευτῆς του.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Λινδίων τὸ κλέος, καὶ Ῥοδίων τὸ καύχημα, τὸν θεοστεφῆ Μαλαχίαν, εὐσεβῶς εὐφημήσωμεν· ἀσκήσας γὰρ ὁσίως ἐπὶ γῆς, Μαρτύρων ἀνεδείχθη μιμητής, μεθ᾿ ὧν πάντοτε πρεσβεύει ὑπὲρ ἡμῶν, τῶν πίστει ἀναβοώντων· Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ δωρουμένῳ διὰ σοῦ, πᾶσι τὰ κρείττονα.
Κοντάκιον. Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ε᾿κ τῆς Λίνδου ἔλαμψας, ὡς μυστικὸς ἑωσφόρος, καὶ λαμπρῶς κατηύγασας, τὴν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν· βίον γάρ, τῶν μοναζόντων ἐξησκημένος, ἤθλησας, ὑπὲρ τῆς πίστεως στεῤῥοψύχως· διὰ τοῦτο Μαλαχία, Ὁσιομάρτυς πιστῶς τιμῶμέν σε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ ζηλωτής, καὶ τῶν Ἀθλοφόρων, ὁ ἀήττητος μιμητής· χαίροις ὁ αἰσχύνας, τυράννων τὴν μανίαν, θεόφρον Μαλαχία, Λινδίων καύχημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου