Μοναχός Άγιος Αγάθων ένας απο τους κρυφούς ασκητές του Αγίου Όρους. Σε μια σπάνια φωτογραφία κατα την κάθοδο του στην Αγία Άννα για να κοινωνήσει το 1925 μετά που βγήκε πάλι στον Άθωνα κάνεις δεν τον ξαναείδε ποτέ.
Σπάνια έτρωγε φαγητό, ντυνόταν μονο με κομμάτια από δέρματα ζώων. Ποτέ δεν άφησε απο το μυαλό του την νοερά προσευχή, πάντα κοιτούσε κάτω με κλειστά τα μάτια και ποτέ δεν κοίταζε τον συνάνθρωπο του στο πρόσωπο, γιατι έλεγε οτι δεν είμαι άξιος να δω ούτε τον ΧΡΙΣΤΟ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ, ούτε το δημιούργημα ΤΟΥ ΘΕΟΥ που ειναι ο συνάνθρωπος.
Από μακριά εξέπεμπε μια αύρα αγιοσύνης και όλοι που τον έβλεπαν για λίγο πήγαιναν κοντά του σαν τις διψασμένες μέλισσες να πιούν πνευματικό νερό από την πηγή με τα λιγοστά πνευματικά λόγια, που έλεγε, γιάτρευε.
Ο Αγάθων - που δεν μπόρεσα να εξακριβώσω άν ήταν κανονικός κεκαρμένος μοναχός ή απλός λαϊκός, απ´ αυτό το όνομα γνωριζόμενος καί αποκαλούμενος απλούς και απο αγάπη οικονομημένος από τούς πατέρες - ζούσε ασκητικότατα κατά τις δεκαετίες 1920 και 1930 σε προχειροπαραπήγματα ή σε εγκαταλειμμένες ξεροκαλύβες.
Καθώς φρόντιζε κανείς να μη μπορεί να τον επισκεφθεί στα ιδιαίτερα αυτά ενδιαιτήματα-καταφύγιά του, παρέμενε άγνωστος ό τρόπος της προσευχής και του πνευματικού του «κατά μάνας» (Ψαλμ, 140,10) αγώνας, καθώς και το πώς επεβίωνε, αφού μαγειρεμένο φαγητό έτρωγε μόνο όταν του το προσέφεραν συνασκηταί από φιλανθρωπία ή και για μικροεκδουλεύσεις. Ενώ κανείς δεν τον ήκουε ή τον έβλεπε ασκόπως περιφερόμενο και αργολογούντα, ποτέ δεν τον σημείωσε απόντα απλούς' τις τακτικές και τις έκτακτες παγκοινιές και απλούς τις εορτές ακολουθίες και αγρυπνίες του Κυριακού.
Τα καλοκαίρια διήγε ξεσκούφωτος, μονοχίτων και ανυπόδητος. Τα τσουχτερά όμως κρύα και τις χιονοπαγωνιές τις αντιμετώπιζε με σύνεση, προνοητικότητα και σοφία.
Με τα πρώτα «γυρίσματα» του καιρού απεκδυόταν το παλιοζωστικό και επιστράτευε την χειμωνιάτικη χοντρή και βαριά «στολή» του, πού - για να την περιγράψουμε λεπτομερέστερα - την απάρτιζαν: σκούφια καλογερική στην πλουσιότριχη κεφαλή του, Αγιαννανίτικη σκληρή χοντροφανέλλα φορεμένη κατάσαρκα, περισκελίδες δικής του επινοήσεως, κοπτικής και ραπτικής - με πρώτη ύλη τα χόρτα - τσούβαλα -, τσαρούχια πού τα κατασκεύαζε επίσης ό ίδιος από γουρουνοτόμαρο πού του το προμήθευαν κυνηγοί, και επανωφόρι συναρμολογημένο από προβατοπροβιές, που, για ευνόητους λόγους, αρεσκόταν να το αποκαλεί «μηλωτή» (Βασιλειών 3, 19, 13)· αλλά ό νους όσων έτσι τον έβλεπαν πήγαινε περισσότερο σε βορειοπολικό Έσκιμώο και πολύ λιγότερο στον Θεσβίτη προφήτη Ηλία.
Δεν κακούσε, δεν έχανε την υπομονή και την ψυχραιμία του και ούτε διεμαρτύρετο ποτέ, για το ότι αρκετοί αδελφοί, επισκεφθεί ευκαιρία παρουσίας του στον Κυριακό ή σε καλύβα για πρόθυμη παροχή βοηθείας, χάριν δοκιμασίας ή αστεϊσμού τον πείραζαν ύπερμέτρως. Μια τέτοια συνδιαγωγή του προσπάθησαν να απαθανατίσουν φωτογραφικός Καυσοκαλυβίτες πατέρες.
Θέλω να νομίζω ότι ο σχεδιασμός και η πραγμάτωσης ήταν της πρωτοβουλίας της κατά πάντα οργανωμένης και ακμαζούσης τότε εξ αγιογράφων συνοδείας των Ιωασαφαίων. Όταν κατάλαβε τί «πήγαιναν» να του «σκαρώσουν», εξέφερε αντιρρήσεις, αντέτεινε και δυστρόπησε ζωηρώς, αλλά τελικώς άκων και συρόμενος - και παρά ταύτα άνεξικάκως χαμογελών - υπέστη την «σκευωρία».
Πηγή: Πρόσωπα και Δρώμενα στον Άθωνα. Επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου