Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2019

Άγιος Νεομάρτυς Νικόδημος εξ Ελβασάν Ηπείρου. Ημέρα Μνήμης: 11 Ιουλίου.

Άγιος Νεομάρτυς Νικόδημος εξ Ελβασάν Ηπείρου. Ημέρα Μνήμης: 11 Ιουλίου.



Ὁ Νικόδημος ῥάβδον ἐν χερσὶν φέρων,
Πλάνην πατάσσει Ἀγαρηνῶν ἀνόμων.

Ο νέος αυτός μάρτυρας του Χριστού Νικόδημος είχε πατρίδα την κωμόπολι Βυθικούκι, που βρίσκεται κοντά στα όρια της Κορυτσάς. Γεννήθηκε από ευσεβείς γονείς, και εγνώριζε την τέχνη του ράπτη. Ήλθε και έμεινε στην πόλι Βεράτιο της σημερινής Αλβανίας, και εργαζόταν την ραπτική του τέχνη. Εκεί παντρεύτηκε, αλλά επειδή πέθανε η γυναίκα του, επήρε δεύτερη, αλλά πέθανε και αυτή και έλαβε τρίτη γυναίκα η οποία και αυτή πέθανε. Σκεπτόταν δε και τέταρτη να πάρη γυναίκα, διότι τέτοια δύναμι έχουν τα πάθη στον άνθρωπο και η κακή συνήθεια, ώστε αχόρταγος γίνεται στα κακά η όρεξίς του. Μόλις λοιπόν σκέφτηκε να κάνη αυτό, έμαθε ότι κάποιος Αγαρηνός άρχοντας έχει κάποια χριστιανή υπηρέτρια ωραία. Ετόλμησε δε και απέστειλε στον άρχοντα εκείνον μεσίτες, για να δώση σε αυτόν αυτήν σε γάμου κοινωνία. Εκείνος δε ο ακάθαρτος, έχοντας προθυμία να μεταδώση την μιαρά του θρησκεία σε Χριστιανό περισσότερο και να αυξήση αυτήν παρά να έχει μόνον την υπηρέτρια, τον πληροφόρησε ότι αυτό είναι εύκολο, εάν αρνηθή τον Χριστό και δεχθή την θρησκεία των Αγαρηνών. Ευρισκόμενος σε μέθη από τον σαρκικό έρωτα, κανένα δεν βρέθηκε εμπόδιο σε αυτόν, αλλά αφού δέχθηκε τον λόγο του Αγαρηνού, αμέσως κατεφρόνησε Θεό και ψυχή, και με θάρρος εφώναξε εκείνη την ελεεινή φωνή στο κριτήριο, το: Αγαρηνός, είμαι από τώρα και όχι Χριστιανός. Κατ' αυτόν τον τρόπο έπεσε πτώσι ελεεινή ένεκα της φιληδονίας. Σε αυτήν την κατάσταση βρισκόταν πολλές ημέρες, ζώντας σαν τον άσωτο υιό μέσα στις ηδονές, χωρίς να συλλογίζεται καθόλου από πιο ύψος θεογνωσίας έχει πέσει σε καταχθόνιο κρημνό αθεΐας.


Και αυτά μεν αυτός έκανε με την συνεργεία του διαβόλου, ο πανάγαθος όμως Θεός που είναι μακρόθυμος και πολυέλεος και δεν θέλει τον θάνατο του αμαρτωλού, αλλά περιμένει την επιστροφή του, για να έχη ζωή και ο Οποίος πάντοτε επιδιώκει και εργάζεται την σωτηρία μας∙ Αυτός, λέγω, δεν άφησε των χεριών Του το πλάσμα να απολεσθή τελείως, αλλά τον εφώτισε με θαυμαστό τρόπο. Διότι κάποια ημέρα, σαν να σηκώθηκε από μέθη, και αφού ήλθε στον εαυτό του και σκεπτόμενος όλα όσα κακώς έπραξε και έπαθεν, αναστέναζε από το βάθος της ψυχής του, εταλάνιζε τον εαυτό του, και θρηνούσε οδυνηρά την απώλεια της ψυχής του και έλεγε αλλοίμονο σε μένα τον άθλιο και ταλαίπωρο, για ποια αιτία άραγε τυφλώθηκα τόσο κατά τον νου ο άμυαλος; Πως σκοτίσθηκα στην διάνοια; Πως προτίμησα το σκοτάδι περισσότερο παρά το φως; Πως χωρίστηκα από την δόξα του Χριστού; Πως θεληματικά απέρριψα τον εαυτό μου από την συναυλία της χριστωνύμου κλήσεως των ευσεβών, και έγινα δούλος και αιχμάλωτος του παμπόνηρου διαβόλου; Αλλοίμονο στο ταλαίπωρο, ποια απολογία πρόκειται να αποδώσω κατά την ημέρα της κρίσεως; Ποιος θα με σώση από την κόλασι που με περιμένει; Σε τι θα μου ωφελήση τότε η μάταιη ηδονή, όταν αποδιωχθώ από προσώπου του φοβερού Βασιλέως και Κριτού; Όταν ακούσω την φρικτή και φοβερή εκείνη απόφαση του δικαίου και απροποσωλήπτου Κριτού Χριστού του Θεού;

Όταν θα μου πη «αποστραφήτω ο ασεβής εις τον Άδην»; Ποιος τότε θα με λυτρώση από εκείνη την ανάγκη; Ώ της δείνης συμφοράς! Ώ των εμών κακών! Αυτά με θερμά δάκρυα έλεγε ελεεινά οδυρόμενος και μετανοώντας για όσα κακώς έπραξε. Γι' αυτό και πάλι έκραζε με αναστεναγμό. Συ Κύριε, που έκλινες ουρανούς και κατέβηκες στην γη, για να σώσης το ανθρώπινο γένος από την τυραννίδα το Άδου. Συ, ο οποίος ήλθες στην γη, για να καλέσης αμαρτωλούς σε μετάνοια, δέξου και εμένα τον ταλαίπωρο μετανοούντα κατά το μέγα σου έλεος.

Έτσι λοιπό μέρα και νύκτα και ώρα δεόμενος, εμελέτησε να φύγη και να έλθη στο αγιώνυμον Όρος το κοινό λιμάνι της σωτηρίας, για να διορθώση το μεγάλο αμάρτημα της αρνήσεως. Πρωτύτερα έστειλε και τον υιό του εκεί, ο οποίος και ντύθηκε το άγιο σχήμα των μοναχών, το οποίον, όταν το έμαθε ο πατέρας του, τόσο πολύ χάρηκε, ώστε με όλη του την ψυχή και καρδιά επεχείρησε την φυγή του. Αφού λογάριασε τα κινητά και ακίνητα της περιουσίας του, αλλά εχάρισε σε πτωχούς υπέρ της ψυχικής του σωτηρίας και με μερικά, που πήρε μαζί του, ανεχώρησε με προθυμία για το Άγιον Όρος. Στο Άγιον Όρος βρήκε τον ενάρετον πνευματικόν π. Σάββα στον οποίον και εξομολογήθηκε όλες του τις αμαρτίες. Έπειτα ανεχώρησε από τον πνευματικό και επήγε στην ιερά Σκήτη της Αγίας Άννης, όπου παρέδωσε τον εαυτό του στον πνευματικό Φιλόθεο, ενάρετο πατέρα της τότε εποχής, ο οποίος είχε την καλύβη του κοντά στο Κυριακό, η οποία και μέχρι σήμερα τιμάται στο όνομα της Αναλήψεως του Χριστού. Σε αυτή την καλύβη έμεινε, και αφού διδάχθηκε κάθε τάξη της μοναχικής ζωής και τους κανόνες, έλαβε και από τον Γέροντα του Φιλόθεο το αγγελικό σχήμα, και από Δέδες που λεγόνταν, μετωνομάσθηκε Νικόδημος μοναχός.

Από τότε, λοιπόν, επιτελούσε ο θείος αυτός Νικόδημος κάθε αρετή. Προσευχόταν συνέχεια, νήστευε και αγρυπνούσε, έχοντας και την μακαρία ταπέινωσι σαν τον τελώνη, με την οποία αξιώθηκε και του ποθουμένου. Κοντά με τα άλλα είχε και την κατάνυξι, επειδή συνέχεια την πτώσι του ενθυμούμενος, θρηνούσε με πικρία. Τροφή και πιοτό ήταν ψωμί και νερό, από τα οποία πολύ λίγο εδοκίμαζε, και με ένα λόγο όλες τις αρετές μετερχόμενος, ξερίζωσε όλες τις κακίες των παθών, διότι δεν ελυπήθη την σάρκα, ούτε κάποια άνεσι δίδοντας σ' αυτήν, και την φιλαυτία δεν ασπάσθηκε, ούτε την κενοδοξία, πώς να μην αποκτήση τις αρετές ο τοιούτος; Διότι γι' αυτό ακριβώς εβασάνιζε τον εαυτό του με νηστείες και αγρυπνίες, με σκληραγωγίες και προσευχές, ώντας με σώμα σαν ασώματος, και αφού είχε υποτάξει όλα τα μέλη και όργανα της σάρκας και έκανε αυτά δούλα στο πνεύμα. Αυτά βλέποντες και οι εκεί αγωνισταί στον θείο αυτόν Νικόδημον, εθαύμαζαν την θεϊκή σε αυτόν μεταβολή και αλλοίωσι, για την οποία έτυχε από το Θεό και της συγχωρήσεως, όπως θα φανερώση ο λόγος στην συνέχεια.

Σε αυτά τα θεάρεστα αγωνίσματα έκανε ο γενναίος πράγματι Νικόδημος τρία ολόκληρα χρόνια και αφού φάνηκε σταθερός, αναγνωρίστηκε ανώτερος από τις διαμονικές προσβολές, και από όλους δεχόταν τον έπαινο. Κατόπιν αφού πρόσθεσε αρετές στις αρετές, τις διπλασίασε αυτές και πολλαπλασίασε τόσο, ώστε βλέποντας τον εαυτό του να είναι έτσι, δεν δίστασε αλλά εζήτησε από τον Θεό και από την αγιωτάτη Μητέρα του Θεού, όπου ορεγόταν η ψυχή του∙ δηλαδή να καταξιωθή να διανύση την ζωή του με τέλος μαρτυρικό, για να ντροπιάση το διάβολο, που ένεκα της φιληδονίας του τον είχε υποσκελίση, και το μεγάλο του αμάρτημα της αρνήσεως, με τα ίδια του αίματα, να ξεπλύνη και έτσι καθαρός στον μόνο Θεό με παρρησία να μπορή να παρουσιασθή. Και αυτά μεν ο Όσιος προσευχόταν παρακαλώντας νύκτα και ημέρα, ο Θεός όμως, που εκπληρώνει το θέλημα των πιστών που τον φοβούνται και σέβονται, και που απαντά στις δεήσεις τους και τους σώζει, σύμφωνα με τον Προφήτη Δαβίδ∙ δεν παρέβλεψε την δέησι του, αλλά άκουσε την δέησι του σαν πολυεύσπλαχνος.

Δι' αυτό κάποια νύκτα που ο Νικόδημος ήταν προσευχόμενος και αγρυπνώντας από την μεγάλη κούρασι αποκοιμήθηκε. Ενώ λοιπόν κοιμόταν τον φαίνεται σε όνειρο η Παντάνασσα Θεοτόκος, η οποία άστραπτε περισσότερο από τον ήλιο, να στέκεται στο μέσο δύο φωτεινών αγγέλων και έχοντας στο δεξί της χέρι κάποιο ποτήρι ωραιότατο από κρύσταλλο, λέγει στον Νικόδημο, γνωρίζεις άραγε ποια είμαι εγώ; Ο δε Νικόδημος αφού έπεσε κάτω με πολύ φόβο και τρόμο προσκύνησε την Παρθενομήτορα λέγοντας∙ ναι Δέσποινα, γνωρίζω ότι συ είσαι η Μητέρα του Κυρίου και Θεού μας Ιησού Χριστού, η προστασία και μεσίτρια του γένους μας. Εκείνη δε είπε προς αυτόν. Να, έχει εισακουσθή η δέησις σου, διότι εγώ αφού παρακάλεσα τον μονογενή Υιόν μου και Θεόν, και αφού ανάγκασα Αυτόν, έχει συγχωρήσει όλες τις αμαρτίες σου∙ γι΄ αυτό αγωνίζου στο εξής με θεάρεστη ζωή, για να επιτύχης και της αιωνίου μακαριότητος. Ο δε Νικόδημος αφού γέμισε από άπειρη χαρά, πάλι προσκύνησε την Θεοτόκο δεόμενος προς αυτήν, για να δεχθή στον μονογενή Υιό Της, ώστε να καταξιωθή μαρτυρικού τέλους μέχρι αίματος, για να γίνη και μιμητής του αχράντου Του πάθους, προς διόρθωσι της αρνήσεως που προηγουμένως έγινε από αυτόν. Η δε Παντάνασσα Θεοτόκος απεκρίθη εις αυτόν∙ ας γίνη σε σένα όπως θέλεις∙ έπειτα πάλι είπε εις αυτόν∙ πήγαινε, λοιπόν όπου αρνήθηκες κακώς προηγουμένως, να ομολογήσης εκεί καλώς, και η χάρις του εξ εμού τεχθέντος να είναι μαζί σου, Μη λοιπόν δειλιάσης τα βάσανα των ασεβών ούτε να διστάσης καθόλου, διότι η χάρις μου θα σε δυναμώση. Και αφού είπε αυτά προσέφερε εις αυτόν το ποτήρι λέγοντας∙ άνοιξε μου το στόμα και δέξου ποτήριο σωτηρίου και του μαρτυρίου εις όνομα του Πατρός και Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Ο δε γευσάμενος αυτό, αισθάνθηκε το πιοτό αυτό πιο δριμύ και από το ξύδι∙ και πάλι η Θεοτόκος λέγεις σε αυτόν∙ το μεν ποτήρι του μαρτυρίου είναι δριμύ προς ώραν, αλλά γλυκειά είναι η αιώνιος απόλαυσις του παραδείσου. Έπειτα ο θείος Νικόδημος αφού προσκύνησε την Θεομήτορα και ευχαριστών την μεγάλη της ευεργεσία και το έλεος, έχαιρε πνευματικά, η δε Θεοτόκος ανέβηκε στους ουρανούς.

Μετά από αυτά δεν εσταμάτησε η πηγή της ευσπλαχνίας Δέσποινα Θεοτόκος μέχρις εδώ μόνον, αλλά ακόμη και σε μεγαλύτερες θεωρίες τον Όσιο καταξίωσε. Ενώ κοιμόταν ακόμη ο μακάριος Νικόδημος, αρπάχτηκε σε οπτασία από άγγελο Θεού, ο οποίος έδειξε σε αυτόν όλους τους βασανιζομένους στον Άδη, ξεχωριστά δε τον αρχηγό της πλάνης των Αγαρηνών, τον ψευδοπροφήτη Μωάμεθ, διότι βρισκόταν αυτός δεμένος με πύρινες αλυσίδες εις την φλόγα της κολάσεως, βασανιζόμενος φοβερά επίσης και όλο το πλήθος των ασεβών, οι οπαδοί δηλαδή αυτού και των λοιπών πρωταρχηγών κάθε ασεβείας και αιρέσεως, όλοι εκεί βασανιζόμενοι. Κατόπιν ωδηγήθηκε και στον παράδεισο από τον ίδιο θείο άγγελο, ο οποίος έδειξε σε αυτόν όλη την τερπνότητα και την δόξα αυτού και την εκεί χαρά και αγγαλίασι των δικαίων.

Αυτά αφού εθεώρησε αρκετά ο θείος Νικόδημος, εξύπνησε δοξάζοντας τον Θεό και την Πανάχραντον Αυτού Μητέρα, και πότε θρηνούσε θερμά, συλλογιζόμενος την απώλειαν των ασεβών και αμαρτωλών, πότε χαιρόταν υπερβολικά για την δόξαν των δικαίων. Δι' αυτό έτρεξε προς τον πνευματικόν του πατέρα Φιλόθεον, και εφανέρωσε σε εκείνον όλα όσα πιο πάνω διηγηθήκαμε. Ο δε ιερός εκείνος πνευματικός πατέρας, όταν άκουσε αυτά, είπε σε αυτόν∙ πρόσεξε καλά, παιδί μου και, γνώρισε ότι το μεν πνεύμα του ανθρώπου είναι πρόθυμον, αλλά η σάρκα ασθενής∙ επειδή ο άνθρωπος βασανιζόμενος δεν πάσχει κατά το πνεύμα, αλλά μόνον κατά το σώμα. Δι' αυτό το μεν πνεύμα χαίρετε σε όλα τα πνευματικά και θεϊκά έργα, το δε σώμα προβλέποντας τις διάφορες κακουχίες, φοβάται και τρέμει και στρέφεται προς τα πίσω∙ πλην πήγαινε με ειρήνη, παιδί μου, βάδιζε τον δρόμο της σωτηρίας σου, όπως σε έχει αποκαλύψει ο Κύριος και σε προσκαλεί στον δρόμο της σωτηρίας έτσι και συ ακολούθησε με προθυμία πίσω από Αυτόν∙ διότι η πληροφορία σου δεν έγινε από τους ανθρώπους, για να διστάζης, αλλά από το Θεό της Μητρός Αυτού Παρθένου, για να απομακρύνη από σένα κάθε δισταγμό και φόβο. Πήγαινε λοιπόν κατά το θεϊκό πρόσταγμα, διότι αυτός ο Θεός θα σε διατηρήση ανώτερον από όλους τους εχθρούς, ορατούς και αοράτους. Αφού είπε αυτά ο Γέροντας στο δικό του τέκνον Νικόδημο, και αφού έκανε κοινή προσευχή με όλους τους πατέρας και αδελφούς στην ιερά Σκήτη της Αγίας Άννης, τον έστειλε με ειρήνη.

Εκκίνησε λοιπόν ο θείος Νικόδημος προς τον δρόμο του μαρτυρίου, εφοδιασμένος πρώτον από τις θεϊκές αποκαλύψεις, δεύτερον από τις ευχές το Γέροντος του και των λοιπών πατέρων στης Σκήτεως, θέλησε να λάβη και τις ευλογίες του μεγάλου ασκητικού πατρός αγίου Ακακίου, που ζούσε τότε στην ιερά Σκήτη των Καυσοκαλιβίων. Διότι η συμβουλή των μεγάλων τέτοιων Αγίων, λεγομένη και μαρτυρουμένη με ζωντανή φωνή, είναι πιο ασφαλέστερη από τις οπτασίες και όλων εκείνων των αδελφών που δεν έχουν μαρτυρημένη αγιότητα. Οι οπτασίες μερικές φορές γίνονται και σφαλερές, αν και ο λόγος δεν αφορά στις θείες οπτασίες του οσίου Νικοδήμου. Αφού επήγε ο θείος Νικόδημος στον Όσιον Ακάκιον, έπεσε στα πόδια του και θρηνούσε ώρα αρκετή. Ο άγιος όμως Ακάκιος τον πήρε από το χέρι και αφού τον κάλεσε με το όνομα του, που ποτέ δεν είδε, τον εσήκωσε και ενεθάρρυνε, και τον ωμίλησε τα αρμόζοντα για την σωτηρία του. Έπειτα τον άφησε εκεί ο Όσιος και απομακρύνθηκε λίγο και προσευχήθηκε νοερά γι' αυτόν. Μερικοί δε τότε που βρέθηκαν εκεί, είδαν φως σε είδος λαμπρού αστεριού, το οποίο αφού κατέβηκε ήλθε προς τον Όσιον αυτόν Ακάκιον που προσευχόταν∙ και αφού έγινε αυτό, το μεν άστρο εκείνο έγινε άφαντο, το δε πρόσωπο του Οσίου έλαμψε σαν ήλιος.

Μετά γύρισε πίσω, πλησίασε στον Νικόδημον και τον είπε κάποιο λόγο μυστικόν και ενώ τον ωμιλούσε αμέσως η μεν λάμψις του προσώπου του έφυγε από τον Όσιο, κατάνυξις δε μεγάλη εισήλθε στην καρδιά του Νικοδήμου, από την οποία κατάνυξι εποτίστηκε και, αφού από θεϊκό ζήλο εμέθυσε, εφώναξε μεγαλόφωνα, σημείο αυτό του υπερβολικού θείου έρωτα, διότι, αφού έπήγε κάτω από το σπήλαιο, έκλαυσε εκφώνως μεγάλο κοπετό και γοερό. Έπειτα επήγε πάλι στον Όσιο, ζητώντας την ευλογία και άδεια δια να απέλθη στον δρόμο του μαρτυρίου. Ο δε Όσιος αφού του ευχήθηκε του έδωσε έπειτα κάποιο ραβδί στα χέρια του, λέγοντας του∙ πήγαινε παιδί μου μαζί με αυτό μπρος στους απίστους κριτές, και με την δύναμι και χάρι του Χριστού θέλεις τελειώσει τον μαρτυρικόν σου αγώνα.

Λαβών λοιπόν ο θείος Νικόδημος το ραβδί εκείνο σαν από το χέρι του Κυρίου, και με τις ευχές του Οσίου Ακακίου ασφαλισθείς, όλος έγινε αιχμάλωτος του μαρτυρίου και ετοιμαζόταν για τη οδοιπορία. Επειδή όμως ήταν αδύνατος από τις μεγάλες του νηστείες για να περπατήση τόσο διάστημα δρόμου, ζήτησε άδεια από τον Όσιο να φάγη κάτι για να μπορέσει να περπατή. Ο Όσιος όμως Ακάκιος είπε σε αυτόν∙ τώρα περισσότερο αδελφέ, έχεις ανάγκη να νηστεύης, διότι μέλλεις να αγωνισθής τον τελευταίον αγώνα υπέρ Χριστού του Θεού. Δι' αυτό όσο υπάρχει σου η δύναμις αυτή της νηστείας, τόσο περπάτα, και ο Δεσπότης μας που είπε: «ούκ επ' άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ' εν παντί ρήματι εκπορευομένω δια στόματος Θεού» (Ματθ. δ' 4). Αυτός θα σε ενδυναμώση να πας χωρίς κόπο όλο τον δρόμο σου. Απαντώντας δε ο Νικόδημος λέγει στον Γέροντα∙ Ο κύριος ημών Ιησούς Χριστός με τις θείες σου ευχές, άγιε πάτερ, να κάνη το έλεός Του σε εμένα, και να με καταξιώση της καλής Του ομολογίας, πλην δειλών τις πανουργίες του διαβόλου. Λέγει σε αυτόν ο Όσιος∙ να έχης θάρρος αδελφέ, και μη φοβηθής τον ανίσχυρο δαίμονα, να φοβείσαι μόνον τον Θεό, να τηρής τις εντολές Του και προς Αυτόν να επιρρίψης τις ελπίδες σου. Και όταν άκουσε αυτά τα τελευταία ο θείος Νικόδημος από το στόμα του Αγίου Ακακίου, έκλαυσε αρκετά, μετά, αφού πήρε από το χέρι του το ραβδί μαζί με την ευχή, και αφού ασπάστηκε αυτού το χέρι και το ραβδί, ανεχώρησε χαρούμενος.

Κατά αυτόν τον τρόπο νηστεύοντας και εγκρατευόμενος ο θείος Νικόδημος όσον μπορούσε, καθόλου δεν ατόνισε αλλά περισσότερο ενδυναμώθηκε με την θεία χάρι του Χριστού, επήγε χωρίς κόπο μέχρι την πατρίδα του. Αλλά κι ο Σωτήρ μας φάνηκε στο δρόμο ενισχύοντας και στηρίζοντας αυτόν∙ διότι έδειξε σε αυτόν τα μέλλοντα, δηλαδή εφανέρωσε σε αυτόν τα όσα έμελλε να πάθη και που, ακόμη δε και αυτόν τον τόπο του μαρτυρίου του, και ότι πρέπει να τελειωθή δια ξίφους. Και ο μεν Κύριος ανέβηκε στους ουρανούς, ο δε θείος Νικόδημος αφού ενδυναμώθηκε πάρα πολύ, δια το τόσο μεγαλείο, που αξιώθηκε από τον Θεό, με χαρά εβάδιζε τον δρόμο προς το μαρτύριο.

Φθάνοντας λοιπόν στην πόλι του Βερατίου, στην οποία προεξώμοσε, έγινε γνωστός σε πολλούς. Πηγαίνοντας όμως στο εργαστήριο του ανάμεσα από τους εκεί ευρισκομένους και τους συντεχνίτας του, μετά των οποίων κάποτε εργαζόταν, πιο πολύ έγινε γνωστός σε όλους, και όλοι για αυτόν μιλούσαν. Για τον λόγον αυτόν βλέποντας του και οι εκεί Αγαρηνοί, άρχισαν να λένε μεταξύ τους∙ δεν είναι αυτός εκείνος που αρνήθηκε το Χριστό προ καιρού σε αυτήν την πόλι; Πως πάλι φρονώντας τα των Χριστιανών, ήλθε προς εμάς, και είναι μαζί μας και φανερός σε όλους παρουσιάζεται; Και ενώ αυτά έλεγαν οι Αγαρηνοί, και το Όσιον δακτυλοδεικτούσαν, λέγει σε αυτούς ο Όσιος∙ για εμένα τα λόγια αυτά λέτε ή για κάποιον άλλον; Εκείνοι δε είπαν για σένα αυτά λέμε και όχι για κάποιον άλλον, εάν πράγματι συ είσαι, εκείνος που δέχτηκες την θρησκεία μας. Προς αυτά ο Όσιος αποκρίθηκε∙ εγώ είμαι βέβαια και όχι άλλος, εκείνος που πλανήθηκα από εσάς ανοήτως, αλλά από τώρα, μη γένοιτο να με θεωρείτε του Χριστού αρνητή, ούτε λατρευτή της μιαράς των Αγαρηνών θρησκείας διότι μέσα στον Χριστό ζω και θα ζήσω, και με Αυτόν και υπέρ Αυτού θα πεθάνω από ευγνωμοσύνη, και γι' αυτό ήδη ευρίσκομαι εμπρός σας.

Όταν άκουσαν εκείνοι αυτά, και μη υποφέροντας το θάρρος του, σηκώθηκαν αμέσως και αφήνοντας τα εργαστήριά τους, έκαμαν συνωμοσία αναμεταξύ τους εναντίον του Οσίου, όπως αυτόν τον παιδεύσουν καθώς τον πρέπει. Γι' αυτό έτρεξαν όλοι μαζί, κατά την συνήθεια τους, και έσυραν αυτόν βίαια στο βήμα του ηγεμόνα. Ο δε Άγιος επήγαινε αγαλλόμενος, διότι έμελλε να πάθη υπέρ του Χριστού, γι' αυτό και είχε φαιδρό το πρόσωπο του. Αφού παραστάθηκε λοιπόν ο θείος Νικόδημος στο παράνομο δικαστήριο του ηγεμόνα, αυτούς είχε και ενάγοντας, αυτούς και μάρτυρας αυτούς και κριτάς, σύμφωνα με την ασεβέστατη συνήθεια των Αγαρηνών.

Ο παράνομος όμως ηγεμόνας, βλέποντας τον μάρτυρα και αφού άκουσε τα εναντίον του, του λέγει, γιατί το έκανες αυτό; Απέβαλες, όπως ακούω το δικό μας σέβας το οποίον παρέλαβες ερχόμενος προς εμάς με τη θέλησί σου, και ήδη προσήλθες πάλιν στον Χριστόν, τον οποίο αρνήθηκες εδώ πριν από λίγο καιρό; Προς αυτά ο Άγιος ανταπάντησε∙ απατήθηκα σαν ανόητος κατά πρώτον από συνεργεία του διαβόλου, απατήθηκα σαν ανόητος από τα απατηλά και βλεσυρά σας λόγια, και έτσι σαν από κάποια μέθη προσήλθα στην πλάνη των ψευδοπροφητών σας∙ αλλ' όμως σε αίσθησι ελθών κατόπιν, τα μεν ιδικά σας σαν ψεύτικα, παραβλέπων και περιφρονήσας, απορρίπτω και αποστρέφομαι σαν από ακαθαρσιών, εις τον δε αληθινόν και μόνον ζώντα Θεόν Ιησού Χριστόν, ολόψυχα πιστεύω και ομολογώ, και γι' Αυτον με προθυμία αποθνήσκω.

Ο δε ηγεμόνας, αφού άκουσε από τον μάρτυρα Θεόν τον Χριστόν κηρυττόμενον, αποκρίθηκε∙ πως συ τον Χριστόν ενώ είναι άνθρωπος, ομολογείς και κηρύττεις Θεόν; Είπε εις αυτόν ο Άγιος∙ Υιόν Θεού, και Θεόν∙ τέλειον Θεόν και τέλειον άνθρωπον πλην της αμαρτίας ομολογώ τον Χριστό, κτίστην και δημιουργόν του παντός, και κριτήν ζώντων και νεκρών με παρρησία κηρύττω Αυτόν. Ο ηγεμόνας πάλι είπε∙ ο τιμώμενος από εμάς προφήτης τι άρα είναι; Ο Άγιος με θάρρος απάντησε∙ πλάνος ήταν, απατεώνας και δεύτερος από τον διάβολον, αυτόν πρόδρομον του αντιχρίστου ομολογώ και ψευδοπροφήτη κηρύττω. Αυτός μεν ευρισκόμενος δεμένος με πύρινες αλυσίδες, και στην φλόγα της κολάσεως δεινώς βασανιζόμενος μαζί με τους ακολούθους του στεκόμενος, θρηνεί και οδύρεται την απώλειά του∙ εσείς δε σαν ανόητοι και πλανεμένοι τον σέβεσθε και τιμάτε, εκείνον που έζησε με το τόξο, το μαχαίρι και κάθε κακία, και ήδη στη φλόγα του Άδου αθάνατα πυρπολούμενον, καθώς Κύριος ο Θεός μου Ιησούς Χριστός με εφανέρωσε γι' αυτόν και όλον το πλανεμένο γένος σας των αθέων Αγαρηνών.

Αφού είπε αυτά ο Άγιος, αμέσως όλοι όσοι ευρέθηκαν εκεί εγέμισαν από θυμό και τρίζοντας εναντίον του τα δόντια τους, τον εχαστούκιζαν και εμαστίγωναν, παρακινούμενοι ο ένας από τον άλλον το να κακοποιήσουν τον Μάρτυρα περισσότερον. Έπειτα αφού έβγαλαν αυτόν από το παλάτι με οργή και θυμό, κατεκρήμνισαν αυτόν από το ύψος στα κάτω, ο οποίος όχι μόνον δεν έπαθε κανένα κακόν, αλλά έπεσε έτσι, ώστε βρέθηκε να στέκεται όρθιος στα πόδια του.

Αυτό το θαυμάσιο όλοι θεωρήσαντες δεν συνήλθαν οι ασύνετοι, αλλά αμέσως τον συνέλαβαν πάλι και αφού τον ετέντωσαν αρκετά τον εμάστιζαν με σκληρά ραβδιά, όπως επρόσταζε ο ασεβής, οι δε υπηρέτες του διαβόλου άρχισαν να ραβδίζουν με σκληρότητα και επίμονα όσο μπορούσαν. Και αυτά μεν εκείνοι έκαμναν, ο δε Άγιος σαν μάρτυρας του Χριστού δεχόταν τις πληγές με γενναιότητα και με σιωπή, ώστε φαινόνταν σε όσους τον έβλεπαν ότι δεν ήταν αυτός που έπασχε άλλα άλλος.

Γι' αυτό με γενναίο και απτόητο φρόνημα νουθετούσε τον εαυτό του και στον αγώνα για τον Χριστό έδιδε θάρρος, ευχόμενος μυστικά και υποψιθυρίζοντας τα εξής έλεγε:Επίβλεψε Κύριε, εξ' αγίου κατοικητηρίου σου, και δος μου μετά παρρησίας να λαλώ τον λόγον σου, και ενίσχυσε με εις το να υπομείνω τα βασάνους και θλίψεις του μαρτυρίου, και κατευόδωσέ με εις τέλος της καλής ομολογίας Σου. Έπειτα γύρισε προς αυτούς που τον τιμωρούσαν και τα εξής τους έλεγε κτυπάτε κατά του σώματος με όση δύναμι έχετε, διότι με αυτόν τον τρόπο γρήγορα θέλετε με στερήσει της ζωής αυτής, και έτσι θέλει με αξιώσει Χριστός ο μόνος Θεός της αιωνίου και μακαρίας ζωής∙ διότι αυτού του Χριστού δούλος είναι εγώ∙ Αυτού οπαδός και ομολογητής και δι' Αυτόν θα πεθάνω, και με Αυτόν θα ζήσω. Ενώ λοιπόν λέγονταν αυτά οργίσθηκαν οι άθεοι και επεχείρησαν γρήγορα να τον μετακινήσουν από κοντά τους∙ δι΄ αυτό τον έπιασαν από τις τρίχες της κεφαλής και τα γένεια, ραβδίζοντες αυτόν και κτυπώντας αυτού το πρόσωπο και όλο το σώμα έκλεισαν στην φυλακή.

Την επόμενη ημέρα, έβγαλαν τον μάρτυρα από την φυλακή και τον παρουσίασαν στο κριτήριο. Και σαν τον βρήκαν στερεόν όπως και προτύτερα, και λέγοντα πάλιν τα ίδια, κατεδίκασε αυτόν ο τύραννος σε ραβδισμούς, και κατόπιν οι μεν δήμιοι, αφού έρριψαν κάτω τον μάρτυρα, ράβδιζαν αυτόν με όση δύναμι είχαν∙ ο δε μάρτυρας εσήκωσε τον νου και τα μάτια στον ουρανό, έτσι πεσμένος και υπέψαλλε∙ ο Θεός εις την βοήθειάν μου πρόσχες κ.τ.λ. Και από με τον σώμα του μάρτυρος καταξεσχιθέν όλο από τις μαστιγώσεις, έτρεχε το αίμα άφθονο, το δε έδαφος της γης έγινε κόκκινο από το αίμα. Βλέποντες λοιπόν οι εχθροί ότι με γενναιότητα ο Άγιος υπέμενε τα βασανιστήρια και ότι ενικήθησαν από αυτόν και μη υποφέροντες την καταισχύνη αυτήν, τον έκλεισαν πάλιν στην φυλακή κακουχούμενο σκληρά.

Τήν τελευταία δε ημέρα έβγαλαν πάλι τον Άγιον από την φυλακή, τον οποίον σαν τον εξέτασαν και τον βρήκαν σταθερόν όπως ήταν στην αρχή τον κατεδίκασαν στον δια ξίφους θάνατον. Τότε ο μεν Άγιος έχαιρε ευφραινόμενος, οι δε δήμιοι έσυραν τον μάρτυρα με βία και θυμό βαδίζοντες προς τον τόπο της καταδίκης, που είχαν διαταχθή. Σύροντες δε τον άγιον μάρτυρα εις θάνατον, τι δεν έλεγαν και τι δεν έκαμναν εναντίον του. Τον κτυπούσαν, τον εξύβριζαν, τον ερράπιζαν και κάθε ένας από αυτούς ότι και αν ήθελε κακό έκαμνε στο μάρτυρα μέχρις, ότου έφθασαν στον τόπο της καταδίκης. Όταν έφθασαν εκεί, έκαμαν νεύμα οι πρώτοι τους σε έναν από τους δήμιους να αποκεφαλίση τον Μάρτυρα∙ εκείνος δε αφού πλησίασε στον μάρτυρα και απέσπασε την μαχαίρα του, απέκοψε την αγία κεφαλή του μάρτυρος την ενδέκατη του μηνός Ιουλίου του έτους 1722. Και το μεν σώμα του Οσιομάρτυρος Νικοδήμου έπεσε ύπτιο στην γη, άγγελοι δε από τον ουρανό κατελθόντες και παραλαβόντες την αγία του ψυχή, με αγαλλίαση και πολλή ευφροσύνη, ωδήγησαν αυτήν στους ουρανούς, όπως και τις ψυχές των πριν από αυτόν μαρτύρων. Και πως δεν ήθελαν να χαρούν οι άγιοι άγγελοι σε τέτοια υπηρεσία; Διότι εκείνοι που χαίρονται για την μετάνοια ενός αμαρτωλού, όπως ο ίδιος ο Κύριος λέγει εις τα Ευαγγέλια, πως δεν ήθελαν να χαρούν δια αυτόν που υπέρ Χριστού μαρτυρικά έπαθε και απέθανε; Βέβαια αληθινά ευφράνθησαν και τον ενισχύσαντα τον μάρτυρα Χριστόν τον Θεόν ύμνησαν και εδόξασαν υπερβολικά. Επίσης και το πλήθος των χριστιανών που παρευρέθηκε εκεί, οι οποίοι αφού έδωσαν αργύρια ικανά στον ηγεμόνα, παρέλαβαν το πολυμακάριστον του μάρτυρος Νικοδήμου λείψανον και ψάλλοντες, έφεραν αυτό και κατέθεσαν σε λάρνακα και ενταφίασαν στον άγιον εκεί ναόν της Θεομήτορος. Το άγιον του οσιομάρτυρος Νικοδήμου λέιψανον, τηρείται από τον Θεόν σώον και ακέραιον, εκτελεί πάντοτε διάφορα θαύματα στους προσερχομένους, σ' αυτό με πίστι, δι' αυτό και την μνήμη του Αγίου κάθε χρόνο εορτάζουν πανηγυρίζοντες.

Πηγή: http://www.impantokratoros.gr/05EF13CB.el.aspx

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου