Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2019

Άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ Πακνανάς ο Κηπουρός ο Αθηναίος. Ημέρα Μνήμης: 9 Ιουλίου.

Άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ Πακνανάς ο Κηπουρός ο Αθηναίος. Ημέρα Μνήμης: 9 Ιουλίου.



Οὐ πτοεῖ Μιχαὴλ θεῖον τμῆσις κάρας,
ὑπὲρ Χριστοῦ δέχεται αὐτὴν προθύμως.

Τί κατ’ ὀλίγον λαιμὸν ὦ σπαθηφόρε,
Τέμνεις; Μιχαὴλ οὐ πτοεῖται τὴν σπάθην.
Ἐνάτῃ Μιχαὴλ κείρατο αὐχένα χαλκὸς ἀτειρής.

Μέσα στη μακρόχρονη χριστιανική ιστορία της περιωνύμου και αγιοτόκου πόλεως των Αθηνών έζησαν αγιασμένες μορφές, οι οποίες διακρίθηκαν για το αγωνιστικό τους φρόνημα και την ακλόνητη πίστη τους στον Σωτήρα Χριστό. Ακόμα και κατά τη σκοτεινή περίοδο της Τουρκοκρατίας υπήρξαν φωτεινά παραδείγματα νεομαρτύρων που αποδεικνύουν περίτρανα ότι ο Χριστός ζει και βασιλεύει σε όλους τους αιώνες, ακόμα και σε εποχές που ασθένησε η πίστη και λιγόστεψε η ελπίδα. Ανάμεσα στους νεαρούς αθλητές της πίστεως που έζησαν και μαρτύρησαν μέσα στη ζοφώδη περίοδο της Τουρκοκρατίας, συγκαταλέγεται και ένας αγράμματος, αλλά ευσεβής Αθηναίος κηπουρός, ο Άγιος ένδοξος νεομάρτυς Μιχαήλ ο Πακνανάς ή και Μπακνανάς επονομαζόμενος, ο δι’ αποκεφαλισμού μαρτυρικώς τελειωθείς στους στύλους του Ολυμπίου Διός στις 9 Ιουλίου 1771.


Ο νεαρός και λαμπρός αυτός αθλητής της πίστεως, ο οποίος συναριθμήθη στην ευλογημένη χορεία των αθλοφόρων ομολογητών και μαρτύρων του ονόματος του Κυρίου, γεννήθηκε το 1753 στην Αθήνα και συγκεκριμένα στην ιστορική συνοικία της Βλασσαρούς που βρίσκεται στον χώρο της Αρχαίας Αγοράς των Αθηνών. Οι γονείς του ήταν φτωχοί, αλλά ιδιαίτερα ευσεβείς, κατοικούσε δε σ’ ένα μικρό σπίτι επί της οδού Αστεροσκοπείου, το οποίο συνόρευε στη βόρεια πλευρά του με τον περίφημο βυζαντινό ναό των Αγίων Αποστόλων του Σολάκη που σώζεται μέχρι σήμερα στον χώρο της Αρχαίας Αγοράς. Η μεγάλη ανέχεια των γονέων του δεν του έδωσε την ευκαιρία να μορφωθεί, γι’ αυτό και παρέμεινε αγράμματος. Ήταν όμως απλοϊκός στη συμπεριφορά του και διέθετε μεγάλη πίστη στον Ιησού Χριστό, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τους τακτικούς εκκλησιασμούς του στον ιστορικό Ιερό Ναό της Παναγίας Βλασσαρούς, ο οποίος χρονολογούνταν από τον 17ο αιώνα, αλλά δυστυχώς κατεδαφίσθηκε το 1937 κατά τη διάρκεια των ανασκαφών της Αμερικανικής Αρχαιολογικής Σχολής στον χώρο της Αρχαίας Αγοράς. Μάλιστα από τον ναό αυτό πήρε τη προσωνυμία «Βλασσαρού» η ομώνυμη ιστορική αθηναϊκή συνοικία, στην οποία κατοικούσε ο ευσεβής και ενάρετος Μιχαήλ.

Όταν άρχισε ο Μιχαήλ να μεγαλώνει, ο πατέρας του, ο οποίος ονομαζόταν Αντώνιος, τον πήρε κοντά του στους κήπους, όπου εργαζόταν, για να τον βοηθά. Έτσι ο αγράμματος, αλλά ευσεβής Μιχαήλ έγινε κηπουρός. Είχε μάλιστα και ένα γαϊδουράκι, με το οποίο μετέφερε και πουλούσε διάφορα αγροτικά προϊόντα στα χωριά που βρίσκονταν γύρω από την Αθήνα. Μία ημέρα και ενώ επέστρεφε από τη συνηθισμένη του διαδρομή, σταμάτησε σε μία βρύση για να ξαποστάσει και να πιει νερό. Εκεί συνελήφθη από τους Τούρκους με την ανυπόστατη κατηγορία ότι δήθεν μετέφερε πυρίτιδα για να ενισχύσει τους υποκινούμενους από τους Ρώσους αρματωμένους Έλληνες στα γύρω χωριά και στη Σαλαμίνα και μάλιστα σε μία περίοδο που υπήρχε επαναστατικός αναβρασμός λόγω των Ορλωφικών. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι σύμφωνα με τον συγγραφέα Δημήτριο Σισιλιάνο (1875-1974) και το βιβλίο του «Παλαιαί Αθήναι, 1205-1821», και ο ίδιος ο Μιχαήλ είχε λάβει μέρος στην εξέγερση των Ελλήνων κατά την περίοδο του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1768 -1774).

Μετά τη σύλληψη του, τον οδήγησαν στη φυλακή χτυπώντάς τον, και επί τριάντα ημέρες τον πίεζαν να ασπασθεί τον μουσουλμανισμό, υποβάλλοντάς τον σε φρικτά βασανιστήρια. Μάλιστα τον φοβέριζαν ότι εάν δεν τουρκεύσει, τότε θα τον θανατώσουν. Όμως ο ευσεβής και πάναγνος στην ψυχή Μιχαήλ αγνόησε τις απειλές και τα δελεάσματα των λυσσαλέων Τούρκων και έμεινε σταθερός και ακλόνητος στην πίστη του Ιησού Χριστού, επιδεικνύοντας αξιοθαύμαστη καρτερία και υπέρμετρο σθένος. Στη φυλακή ερχόταν και επισκεπτόταν τον Μιχαήλ ένας θεοσεβής χριστιανός, ονόματι Γεώργιος, ο οποίος μόλις πληροφορήθηκε τη φυλάκισή του, στάθηκε αρωγός στις δύσκολες στιγμές του, εμψυχώνοντάς τον να συνεχίσει με το ίδιο θάρρος και την ίδια δύναμη τον αγώνα του για του Χριστού την πίστη την αγία. Βλέποντας οι βασανιστές το ακμαίο φρόνημα και την αδάμαστη πίστη του νεαρού Μιχαήλ, αποφάσισαν να τον βγάλουν από τη φυλακή, όπου είχε υποβληθεί σε βασανιστήρια επί τριάντα ημέρες, και να τον οδηγήσουν στον Βοεβόδα. Αυτός προσπάθησε με διάφορα δελεάσματα και κολακείες να τον πείσει να αλλαξοπιστήσει και έτσι να αποφύγει τη θανατική καταδίκη. Ο θαρραλέος όμως Μιχαήλ έμεινε και πάλι σταθερός στην πίστη του, στους δε εκφοβισμούς και τις δελεαστικές προτάσεις απαντούσε με τη χαρακτηριστική φράση: «Δεν τουρκεύω». Βλέποντας ο Βοεβόδας την αμετάβλητη στάση του νεαρού αθλητού της πίστεως, τον έστειλε στον ονομαστό Καλοπασσιά από τα Ιωάννινα, ο οποίος τις ημέρες εκείνες βρισκόταν στην Αθήνα. Αυτός προσπάθησε άλλοτε με κολακείες και υποσχέσεις για πλούσια δώρα και πολλά χρήματα και άλλοτε με απειλές ότι θα τον βασανίσει και θα τον θανατώσει, να τον πείσει να γίνει μουσουλμάνος. Αλλά ο γενναίος αθλητής του Χριστού απαντούσε με την απλότητα και την ευγένεια της ψυχής του διαρκώς με δύο λέξεις που δεν ήταν άλλες από το: «Δεν τουρκεύω». Τότε ο Καλοπασσιάς απευθυνόμενος στον νεαρό Μιχαήλ, του πρότεινε να αρνηθεί τη χριστιανική του πίστη προσωρινά για να μπορέσει να γλυτώσει τη ζωή του και κατόπιν ας πάει σε άλλο τόπο και ας ασπασθεί εκεί και πάλι την πίστη του στον Χριστό. Όμως ο λαμπρός και καλλίνικος νεομάρτυς του Χριστού έμεινε σταθερός και ακλόνητος στην πίστη του, ενώ φώναζε ακατάπαυστα: «δεν τουρκεύω, δεν τουρκεύω». Βλέποντας ο Καλοπασσιάς την αλύγιστη πίστη του Μιχαήλ στον Ιησού Χριστό, δόθηκε η εντολή να οδηγηθεί στον κριτή για να τον δικάσει. Αυτός με τη σειρά του προσπάθησε με διάφορους τρόπους να τον προτρέψει να αλλαξοπιστήσει, αλλά και πάλι ο γενναίος ομολογητής της χριστιανικής πίστεως έλεγε διαρκώς τις λέξεις: «Δεν τουρκεύω». Τότε ο κριτής αποφάσισε τη δι’ αποκεφαλισμού θανάτωσή του.



Κατά τη διάρκεια της μετάβασης του μάρτυρος στον τόπο της εκτέλεσης και παρόλο που ήταν δέσμιος και εξουθενωμένος από τα βασανιστήρια, πήγαινε με μεγάλη προθυμία και χαρά προς τον τόπο του μαρτυρίου, ενώ από τους χριστιανούς που έβρισκε στον δρόμο του, τους ζητούσε να τον συγχωρήσουν, ευχόταν δε ο Θεός να συγχωρήσει και αυτούς. Όταν έφτασε ο γενναίος Μιχαήλ στον τόπο της εκτέλεσης, γονάτισε και αφού προσευχήθηκε στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, έσκυψε την κεφαλή του γεμάτος χαρά και ανέμενε ήρεμος και γαλήνιος τον θάνατο, ο οποίος θα τον οδηγούσε στην αιώνια και αληθινή ζωή. Ο δήμιος χτύπησε με την ανάποδη πλευρά του σπαθιού τον λαιμό του μάρτυρος για να τον κάνει να δειλιάσει και έτσι να αρνηθεί τον Χριστό, έστω και την τελευταία στιγμή. Ο Μιχαήλ όμως του απάντησε: «Χτύπα για την πίστη». Στη συνέχεια ο δήμιος γύρισε το σπαθί από την κοφτερή του πλευρά και τον χτύπησε ελαφρά με την κόψη του σπαθιού για να τον κάνει να πονέσει και να αλλαξοπιστήσει. Αλλά και πάλι ο νεαρός αθλητής της πίστεως όχι μόνο δεν δείλιασε, αλλά απεναντίας φώναζε δυνατότερα προς τον δήμιο την ίδια φράση: «Χτύπα για την πίστη». Όμως η θαρραλέα αυτή στάση του Μιχαήλ εξαγρίωσε τον δήμιο σε τέτοιο βαθμό, ώστε επέφερε στη συνέχεια στον μάρτυρα ένα τόσο δυνατό χτύπημα, ώστε αποκόπηκε η τιμία κεφαλή του. Μ’ αυτό τον τρόπο ο δεκαοχτάχρονος Αθηναίος κηπουρός Μιχαήλ ο Πακνανάς έλαβε τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου και προσχώρησε στη θριαμβεύουσα Εκκλησία για να δοξάζεται αιώνια ως γενναίος ομολογητής και ένδοξος μάρτυς του ονόματος του Κυρίου. Η δι’ αποκεφαλισμού μαρτυρική τελείωση του Αγίου ενδόξου νεομάρτυρος Μιχαήλ του Πακνανά έλαβε χώρα στους στύλους του Ολυμπίου Διός στις 9 Ιουλίου 1771, που είναι και η ημέρα εορτασμού της μνήμης του. Ενδεικτικό είναι ότι μέχρι σήμερα σε έναν από τους στύλους του αρχαίου ειδωλολατρικού ναού σώζεται εγχάρακτη επιγραφή που μαρτυρεί και επιβεβαιώνει τον αποκεφαλισμό του Αγίου, και γράφει το ακόλουθο: «1771 Ιουλίου 9, απεκεφαλίσθη ο Πακνανάς Μιχάλης…».

Στις 4 Απριλίου 2003 ο Άγιος νεομάρτυς Μιχαήλ ο Πακνανάς ή και Μπακνανάς όπως ονομάζεται, ανακηρύχθηκε από την Εκκλησία της Ελλάδος προστάτης άγιος των διαιτολόγων και διατροφολόγων, αφού ως κηπουρός συνέστηνε μία διατροφή πλούσια σε φρούτα και λαχανικά. Το όνομά του φέρει τιμητικά σήμερα κεντρικός αθηναϊκός δρόμος στην περιοχή του Ν. Κόσμου, καθώς και παρακείμενη στάση του τραμ. Η πανίερη μνήμη του ενδόξου αυτού Αθηναίου νεομάρτυρος τιμάται στην Αθήνα στους Ιερούς Ναούς Αναλήψεως Κυρίου Ν. Κόσμου και Αγίου Φιλίππου Βλασσαρούς, ενώ από το 2010 τελείται κατ’ έτος στη μνήμη του υπαίθρια Θεία Λειτουργία στον αρχαιολογικό χώρο των στύλων του Ολυμπίου Διός που αποτελεί και τον τόπο του ενδόξου μαρτυρίου του, με πρωτοβουλία του Αρχιμανδρίτου π. Μαξίμου Κάππα, Προϊσταμένου του ιστορικού Ιερού Ναού Αγίας Φωτεινής Ιλισσού. Αξιομνημόνευτη είναι και η ψηφιδωτή εικονογραφική παράσταση του Αγίου στον Ιερό Ναό Αγίου Ανδρέου Δήμου Αγίας Παρασκευής Αττικής, αλλά και η ιστορηθείσα από τον αείμνηστο Φώτη Κόντογλου τοιχογραφία του ενδόξου Αθηναίου νεομάρτυρος στο παρεκκλήσιο της Αγίας Ειρήνης της οικογένειας Πεσμαζόγλου στην Κηφισιά Αττικής. Προς τιμήν του Αγίου έχουν ποιήσει ασματικές ακολουθίες ο αείμνηστος Μέγας Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Γεράσιμος Μοναχός ο Μικραγιαννανίτης, ο οποίος έχει ποιήσει και Παρακλητικό Κανόνα, αλλά και ο Μέγας Υμνογράφος της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας Δρ. Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας, ο οποίος έχει ποιήσει και Χαιρετιστήριους Οίκους στον Αθηναίο νεομάρτυρα του 18ου αιώνα.

Ο Άγιος νεομάρτυς Μιχαήλ ο Αθηναίος κηπουρός, ο και Πακνανάς ή Μπακνανάς επονομαζόμενος, προβάλλει στη σημερινή εποχή μας ως φωταυγής αστέρας και οδοδείκτης στην πνευματική πορεία των Ελλήνων του 21ου αιώνα, αφού διδάσκει και παραδειγματίζει με το ακμαίο αγωνιστικό του φρόνημα και την ακλόνητη πίστη του στον Ιησού Χριστό, ενώ με τη δι’ αποκεφαλισμού μαρτυρική του τελείωση και με το τίμιο αίμα του συνέβαλε αποφασιστικά στην αναζωογόνηση της χλιαρής πίστεως των χριστιανών της εποχής του και στην αποφυγή του πνευματικού αποπροσανατολισμού του ελληνορθοδόξου Γένους μας στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Να σημειώσουμε τέλος, πως μερικοί συναξαριστές, όπως ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, τοποθετούν το μαρτύριο του Αγίου αυτού στα 1770 μ.Χ.

Ο ενταφιασμός του Αγίου πραγματοποιήθηκε στον πέριξ του αρχαίου ναού χώρο, άγνωστο δυστυχώς όμως για εμάς σήμερα.

Από το 2010 και εντεύθεν έχει καθιερωθεί να τελείται υπαίθρια Θεία Λειτουργία ανήμερα της εορτής του Αγίου,στον τόπο του ενδόξου μαρτυρίου του. Την 7η Ιουλίου από 7ης έως 8ης πρωινής είναι δωρεάν η είσοδος στον  αρχαιολογικό χώρο των στύλων του Ολυμπίου Διός διά τους  πιστούς, προκειμένου να συμμετάσχουν στην πανηγυρική Θεία Λειτουργία.


Περπατώντας ανάμεσα στα όρθια και στα πεσμένα μάρμαρα, που έμειναν για να δείχνουνε την τέχνη και τον πολιτισμό των προγόνων μας, μπορεί να βρει κανείς όχι μονάχα πρόσωπα, στολίδια ή χαράγματα, με θέματα ειδωλολατρικά· μα και να διαβάσει γεγονότα χριστιανικά, χαραγμένα από χέρια χριστιανών, πάνω στη σκληρή πέτρα, που είναι ένας λίθινος, μα πολλές φορές ωστόσο, ένας καλός και πιστός χρονογράφος. Έτσι μπορεί να βρει κανείς και σήμερα ακόμη ένα σύντομο και ολιγόλεξο χάραγμα, σ΄ έναν από τους σωζόμενους στύλους του Ολυμπίου Διός, που περιέχει σε συντομία το μαρτύριο ενός Αθηναίου Νεομάρτυρος. Άμα προσέξει πολύ ο ευλαβικός περιηγητής, που δεν θαμπώνεται από τους τεράστιους σπόνδυλους των μαρμάρων, θα δει κάτι τρεμουλιαστά γράμματα, χαραγμένα με πολλή συγκίνηση και ίσως και με πολύν τρόμο από το χέρι κάποιου φιλομάρτυρος χριστιανού: «1771 Ιουλίου 9 αποκεφαλίσθη ο Πακνανάς Μιχάλης». Δηλαδή πριν από δυό αιώνες έγινε το μαρτύριο. Αν θελήσεις να βρεις ύστερα ποιός ήταν αυτός ο «Μιχάλης Πακνανάς», που αποκεφαλίσθη, θα σε πληροφορήσει ο συναξαριστής της Εκκλησίας: «τη αύτη ήμερα ο άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ ο κηπουρός, ο εν Αθήναις μαρτυρήσας, ξίφει τελειουται». Και φαίνεται να έδειξε μεγάλη γενναιότητα και υπομονή στο μαρτύριο, γιατί στο γνωστό δίστιχο σημειώνεται:

Τί καχ’ ολίγον λαιμόν, και σπαθηφόρε, τέμνεις; Μιχαήλ ου πτοείται την σπάθην·

Με οδηγο το «Χρονικον» των Αθηνών και το πολύτιμο «Νέον Μαρτυρολόγιον» του αγίου Νικόδημου του Αγιορείτου, ας γυρίσουμε δυο αιώνες πίσω, για να τιμήσουμε τη μνήμη του Αθηναίου νεομάρτυρος Μιχαήλ.

Ο άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ γεννήθηκε, στην ένδοξη πόλη των Αθηνών από πολύ φτωχούς, μα ευσεβείς γονείς, γύρω στα 1750. Η μεγάλη φτώχεια των γονέων του δεν του επέτρεψε να μάθει γράμματα· κ’ έτσι, αγράμματος κι απλοϊκός, μα με πολύ μεγάλη πίστη στο Χριστο και στην ορθοδοξία, μεγάλωνε ο Μιχαήλ κοντά στους ευλογημένους γονείς του. Σαν άρχισε να μεγαλώνει, ο πατέρας του τον πήρε κοντά του να τον βοηθάει στους κήπους, όπου δούλευε. Δούλεψε κάμποσα χρόνια έτσι, δίπλα στον πατέρα του. Μετά, σαν έχασε τον πατέρα του, αγόρασ’ ένα γαϊδουράκι και μ’ αύτό έβγαινε στα γύρω απ’ την Αθήνα χωριά, και κουβαλούσε κοπριά για τους κήπους, που καλλιεργούσε πρώτα ο πατέρας του. Καμμιά φορά ψώνιζε απ’ την πολιτεία πράγματα που δεν είχαν οι χωρικοί στον τόπο τους, κι όταν πήγαινε στα χωριά τους τα πουλούσε· έτσι περνούσε τη ζωή του ο Μιχαήλ, με πολύν κόπο και ίδρωτα, πότε στους κήπους των πλουσίων Αθηναίων, πότε στα δυσκολοπάτητα τότε χωριά γύρω απ’ την Αθήνα, δοξάζοντας το Θεό που τον φύλαγε πιστό ορθόδοξο χριστιανό, ανάμεσα στους άπιστους αγαρηνούς, στους οποίους τότε ήταν σκλάβοι οί περισσότεροι Έλληνες.

Μια μέρα, όμως, καθώς γυρνούσε από τα χωριά, εκεί κοντά στο έμπα της Αθήνας, απάντησε τους φύλακες της χώρας, που ήταν άνθρωποι του Βοεβόδα, αγαρηνοί κι αυτοί και άπιστοι. Από καιρό τώρα τον είχανε βάλει στο μάτι, και καθώς τον έβλεπαν απλοϊκό κι αγράμματο, νόμιζαν πως θα τον έκαμναν αμέσως ν’ αλλαξοπιστήσει. Και γι’ αυτό έχουν έτοιμες τώρα ένα σωρό συκοφαντίες για το Μιχαήλ· η κυριώτερη ήταν, πως πήγε μπαρούτι στους κλέφτες, τους αρματωμένους Έλληνες, που ήταν πάνω στα βουνά και όπως αναφέρει το «Χρονικόν» των έρχονταν μαζί με άλλους όμοιούς τους καθημερινά και τον ανάγκαζαν με χίλιους δυο τρόπους να «τουρκίση», δηλαδή ν’ αλλάξει την πίστη του. Μα αυτός, παρόλο που δεν ήξερε και πολλά γράμματα, δεν ήθελε ν’ αφήσει το Χριστό και να προσκυνήσει τους ψευδοπροφήτες των απίστων, δεν θα πετούσε το άγιο Ευαγγέλιο, για να πάρει το Κοράνιο. Η ορθοδοξία των πατέρων του είχε χαράξει πολύ βαθιά την πίστη μέσα του, και τίποτα δε θα μπορούσε να την ξεριζώσει.

«Ω, αγιασμένη πίστη του Χριστού μας! Πόσο σοφούς κάνεις εκείνους που σε έχουν ζωντανή μέσα τους, κι ας είναι απλοϊκοί κι αγράμματοι. Και πόσο δυναμώνεις το κορμί και τη ψυχή εκείνων, που αφήνονται με μια τυφλή εμπιστοσύνη στην ευλογημένη θεία δύναμη σου!

Πέρασε κάμποσος καιρός, χωρίς να φέρουνε κανένα αποτέλεσμα οι πιέσεις και τα διάφορα μέσα των αγαρηνών. Όταν πια τελείωσε η υπομονή και η αντοχή τους, άρχισαν να τον φοβερίζουν, πως, αν δεν θελήσει ν’ αλλάξει την πίστη του και να γίνει Τούρκος, έχουν απόφαση και διαταγή να τον θανατώσουν. Αυτή την απόφαση την άκουσε κ’ ένας ζηλωτής ορθόδοξος με τ’ όνομα Γεώργιος, και φοβήθηκε μήπως ο ευλογημένος Μιχαήλ, που ήταν μέσα στα δεκαοχτώ του χρόνια, νέος πολύ για να μη λογαριάζει τη ζωή και τις χαρές της, κλονιστεί στην πίστη του και αλλαξοπιστήσει. Πάει λοιπόν στη φυλακή, δίνει με τρόπο «άσπρα», ήγουν φλουριά, στους φύλακες, για να τον αφήσουνε να δεί τον Μιχαήλ. Τον βρήκε να προσεύχεται γονατιστός, με δάκρυα στα μάτια. Έμειναν οι δυο ώρα πολλή μαζί, πότε κάνοντας προσευχή και πότε ψέλνοντας τροπάρια της Εκκλησίας. Ύστερα άνοιξε το στόμα του «εις λόγους παρηγοριάς». Προσπάθησε, με όση δύναμη έχουν τα λόγια ενός πιστού τέκνου της Ορθοδοξίας, να τον στερεώσει στην πίστη του Χρίστου και να τον ενθαρρύνει στο δρόμο του μαρτυρίου, που ανοίγονταν ήδη μπροστά του. Ύστερα σηκώθηκε, αγκάλιασε το Μιχαήλ, τον ασπάστηκε κ’ έφυγε ψιθυρίζοντας λόγια προσευχής.

Οι δαρμοί και τα βασανιστήρια του Μιχαήλ συνεχιζότανε άπ’ τους αγαρηνούς ασταμάτητα. Όμως, όσο τον βασανίζανε, τόσο εκείνος γίνονταν πιο σταθερός στην άρνηση του: «δεν τουρκίζω, δεν τουρκίζω· είμαι χριστιανός»! Τον βγάζουν απ’ τη φυλακή και τον παρουσιάζουνε μπροστά στο Βοεβόδα, ελπίζοντας πως με τις κολακείες του και τα πολλά ταξίματα (άσπρα, φορέματα, χτήματα, πλούτη- ό,τι ήθελε), θα λύγιζε τον άγιο. Ο Νεομάρτυς έμενε απαρασάλευτος στην πίστη του Χριστού, κι όλο επαναλάβαινε αυτές τις δύο λέξεις: «δεν τουρκίζω, δεν τουρκίζω»! Ο Βοεβόδας τότε άρχισε τις απειλές για τα ερχόμενα μαρτύρια και πως στα τελευταία θα τον θανατώσει αν δεν αλλαξοπιστήσει. Ο Άγιος έλεγε και ξανάλεγε τις δυο εκείνες λέξεις, δίχως να λιποψυχήσει. Τότε ο Βοεβόδας πιάνει και τον στέλνει στον ονομαστό Καλοπασσιά από τα Γιάννενα, που έτυχε να βρίσκεται κείνες τις μέρες στην Αθήνα. Έλπιζε πως εκείνος, φόβος καί τρόμος καθώς ήταν για τα μέσα που χρησιμοποιούσε σ’ όλους τους φυλακωμένους, θα γύριζε τον Μιχαήλ στην πίστη τους. Μα κι ο Καλοπασσιάς, μ’ ό,τι κι αν του ‘ταξε και μ’ όσες απειλές και βάσανα κι αν τον φοβέρισε τον Μιχαήλ, δεν κατάφερε να πάρει άλλη λέξη απ’ το στόμα του, παρά αυτές τις δυο μονάχα: «δεν τουρκίζω»! Σαν είδε ο Καλοπασσιάς πως δεν μπορεί να κάνει τίποτε με τα ταξίματα και τις απειλές, πιάνει το σατανικό όπλο της πονηριάς: Μπρέ λωλέ, του λέγει, άρνήσου κατά το παρόν την πίστη σου, για να γλυτώσεις τη ζωή σου, κ’ ύστερα πήγαινε σ’ άλλον τόπο, κ’ έχε πάλι την πίστη σου. Αλλά ο Μάρτυς δεν έστεργε με κανέναν τρόπο, αλλά φώναζε ακατάπαυστα: «δεν τουρκίζω, δεν τουρκίζω». Βλέποντας λοιπόν τον άγιο Μιχαήλ ο φοβερός Καλοπασσιάς αμετασάλευτο στην πίστη του, τον στέλνει στον κριτή πια για να τον δικάσει. Κ’ εκείνος, βέβαια, πάσχισε να τον αλλαξοπιστήσει με τους δικούς του τρόπους, πριν να τον δικάσει, αλλά είχε κι αυτός το ίδιο αποτέλεσμα: ο Άγιος του πετούσε κατάμουτρα το «δεν τουρκίζω». Τότες θύμωσε κ’ εκείνος, κ’ έβγαλε την απόφαση για να τον αποκεφαλίσουν.



Ο Άγιος ατάραχος άκουσε την καταδίκη του, όπως ατάραχος ακολούθησε και τους οπλισμένους υπηρέτες, που τον πήγαιναν στον τόπο της καταδίκης. Δέσμιος, βασανισμένος κ’ εξουθενωμένος απο τα μαρτύρια, ο Άγιος δεν δείλιαζε ολότελα, παρά έτρεχε με προθυμία στο μαρτύριο. Κι όταν στο δρόμο που περνούσαν απαν-τούσε χριστιανούς, φώναζε παρακλητικά: «συγχωρέστε με, αδέλφια, κι ο Θεός να σας συγχώρεση»! Σαν έφτασε στον ορισμένο τόπο, γονάτισε, έκαμε την προσευχή του στον μεγάλο Πρωτομάρτυρα, το Χριστό, κ’ έσκυψε το κεφάλι του μετά χαράς, σα να περίμενε ζωή απ’ το σπαθί, και όχι θάνατο. Ο άπιστος αγαρηνός τον έπιασε απ’ τα μαλλιά και τον εχτύπησε με το σπαθί στο λαιμό, μα διπλαριστά κι όχι με την κόψη — για να τον κάνει να δειλιάσει και ν’ αρνηθεί το Χριστό. Μα ο άγιος, με πολύ θάρρος, του έλεγε: «Χτύπα διά την πίστιν»! Ο φονιάς τότε γύρισε τη μαχαίρα του από το κοφτερό μέρος, κι άρχισε να του κόβει το λαιμό λίγο-λίγο, για να προλάβει, αν πονέσει, να μετανιώσει και ν’ αλλοξοπιστήσει, αλλά μάταια πρόσμενε ν’ αλλάξει τη γνώμη του και την πίστη του ο άγιος, που ολοένα και δυνατώτερα φώναζε: «κτύπα, διά την πίστιν»! Τότε ο δήμιος θύμωσε πολύ, χτύπησε τον Άγιο με όλη του τη δύναμη κ’ έκοψε την τίμια κεφαλή του, ενώ η ψυχή του, στεφανωμένη και αγνισμένη μέσα στο αίμα του μαρτυρίου, ανέβαινε ν’ αναπαυθεί στους κόλπους του Θεού (στις 6 ή στις 30 Ιουνίου, ή στις 9 Ιουλίου, του 1770 ή 71, όπως αναφέρουν οι διάφορες πηγές).

Ο άγιος νεομάρτυς Μιχαήλ ο κηπουρός, μαζί με το άλλο νέφος των Νεομαρτύρων, που εστερέωσαν την ορθοδοξία μας, όχι με λόγους αλλά με το αίμα του μαρτυρίου τους, κατά τους πικρούς χρόνους της Τουρκοκρατίας, όχι μονάχα βοήθησαν να μην πεθάνει πνευματικά το Γένος, αλλά εθέρμαναν και αναζωογόνησαν την κουρασμένη κι αδυνατισμένη πίστη των χριστιανών. Έπρεπε να γνωρίσει η ορθοδοξία την πικρή δοκιμασία και το βάπτισμα στο αίμα του μαρτυρίου, για ν’ ανανεώσει την πίστη της προς το Χριστό ! Κι όταν ο φόβος του Θεού είχε λιγοστέψει, όταν η πίστη γινόταν όλο και πιο πολύ ασθενική, όταν η κακία μεγάλωνε και το Ευαγγέλιο σκονίζονταν από την απραξία, όταν η αρετή είχε χάσει τ’ όνομά της κ’ η ελπίδα είχε πνιχτεί στο σκοτάδι, τότε ο Θεός μας έστειλε το φωτεινό αυτό νέφος των Νεομαρτύρων, για να γίνει: α) ανακαινισμός όλης της ορθοδόξου πίστεως, κατά την έκφραση του αγίου Νικόδημου, β) να μένουν αναπολόγητοι οι αλλόπιστοι την ήμερα της Κρίσεως και γ) να είναι δόξα μεν και καύχημα για την ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία, έλεγχος δε και καταισχύνη για τους αιρετικούς και τους ετεροδόξους.

Φαίνεται, όμως, πως και σήμερα έχει κρυώσει μέσα μας η πίστη στο Χριστό· και μόνο ο Θεός γνωρίζει πως και πότε θα δοκιμαστεί και η δική μας πίστη «ως χρυσός εν χωνευτηρίω» (Σοφ. Σολ. γ’ 6). Γι’ αυτό και παραδείγματα σαν τον άγιο Μιχαήλ το νεομάρτυρα πρέπει συχνά να έρχονται στη σκέψη μας, γιατί μεγαλώνουν μέσα μας την πίστη, μας πλησιάζουν πιο πολύ με τον ουράνιο Νυμφίο της ψυχής μας, και μας δίνουν τη δύναμη, αν χρειαστεί, να τρέξουμε πρόθυμοι προς το μαρτύριο. Κι ας μην ξεχνούμε την ωραία γνώμη του ιερού Χρυσοστόμου, πως «το μαρτύριον ου τη αποφάσει κρίνεται μόνον, αλλά και τη προθέσει· ουκ επειδάν αποτμηθή ο Μάρτυς, τότε γίνεται Μάρτυς, αλλ’ αφ’ ου αν την πρόθεσιν επιδείξηται Μάρτυς εστί, καν μη πάθη τα μαρτύρια».

Μα, αν ήθελε κανείς να ιδεί πόσο έχουμε στο νου μας και πόσο τιμούμε τους αγίους Νεομάρτυρας, που σ’ αυτούς χρωστούμε όχι μονάχα την ορθοδοξία μας, αλλά και αυτή την εθνική υπόσταση μας (και αυτό δεν είναι απλός λόγος αλλά η πραγματική αλήθεια), ας ζητήσει να ιδεί ένα εκκλησάκι για τον άγιο Μιχαήλ, τον Αθηναίο νεομάρτυρα. Μέσα στον κυκεώνα αυτόν και τον ασίγαστο πυρετό της «λιθομανίας», δε βρέθηκεν άνθρωπος, δεν βρέθηκε τόπος, δεν βρέθηκαν λίγα «άσπρα» να βγάλουν απ’ τη φυλακή της αφάνειας τον άγιο και να τον βάλουν σ’ ένα παρεκκλήσι, με μια εικόνα κ’ ένα καντήλι. Έχουμε καιρό, και τόπο, και χρήματα, για να χτίζουμε πολυκατοικίες και μέγαρα, κινηματογράφους και θέατρα, να δένουμε τη ψυχή μας σε κινητά και σε ακίνητα. Μα για να δείξουμε την ευλάβεια μας σ’ εκείνους, που πρόσφεραν τό αγιασμένο αίμα τους, για να στηρίξουν την πίστη μας, δεν έχουμε.



                      Η οικία του Αγίου Μιχαήλ στη παλιά Αθηναϊκή συνοικία της Βλασσαρούς.

Ίσως δεν ήτανε ποτέ τόσο επίκαιρα τα λόγια του άγιου Νικόδημου, που μας λέγουν πως πρέπει να πολιτευόμαστε για να είναι γερή, σταθερή και ορθόδοξη η πίστη μας. «Δια να έχετε, λέγει, στερεότητα εις την πίστιν, είναι ανάγκη να έχετε καίι ζωήν χριστιανικήν, ακόλουθον της τοιαύτης πίστεως· ήγουν συντροφευμένην με καλά έργα· διατί, καθώς η ορθή και αγία πίστις γέννα και στερεώνει την ορθήν και αγίαν ζωήν, έτσι και αντιστρόφως και η αγία ζωή, γεννά και στερεώνει την αγίαν πίστιν, και ένα του άλλου είναι συστατικόν, κατά τον θείον Χρυσόστομον. Και βλέπομεν με το έργον, ότι όσοι αρνούνται την πίστιν του Χριστού ή πίπτουν εις δόγματα πονηρά, ούτοι είναι πρότερον διεφθαρμένοι από μίαν ζωήν πονηράν, εμπαθή και διεστραμμένην · εάν χριστιανικήν ζωήν έχετε, όχι μόνον εσείς θέλετε φυλάξει την ορθόδοξον πίστιν, όχι μόνον εσείς δεν θέλετε γένει αίτιοι να βλασφημούν οι ασεβείς το άγιον όνομα και την πίστιν του Χριστού, αλλά και τους αλλόπιστους θέλετε παρακινήσει να επιστρέφωσιν εις αυτήν, βλέποντες το φως των καλών έργων σας, ως είπεν ο Κύριος: «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς».

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α'.
Τοῦ δολίου πατήσας εὐθαρσῶς τὰ φρυάγματα ἐν ἐσχάτοις ἔτεσι, μάκαρ, Ἰησοῦν ὡμολόγησας, αἱμάτων σου δὲ ῥείθροις, Μιχαήλ, ἡγίασας τὴν γῆν τῶν Ἀθηνῶν καί ὑπόδειγμα ἐδείχθης ἅπασιν εὐσεβέσι, πίστει κράζουσι· Δόξᾳ τῷ ποιητῇ σου καί Θεῷ, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ποδηγέτην σέ στεῤῥόν ἡμῖν δωρήσαντι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, ὁμολογίᾳ, κατηγλάϊσας, τὴν ἐκκλησίαν, καὶ Ἀθλοφόρων τὴν χορείαν κατηύφρανας, σὺ τῶν ανόμων κατετρόπωσας φάλαγγας, καὶ αριστείας βραβεῖα ἀπείληφας, Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν Μιχαὴλ ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Νεότητι σώματος τὸν παλαμναῖον ἐχθρόν, ἀθλήσας κατέβαλες, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, τμηθεὶς τὸν αὐχένα σου· ὅθεν τῶν Ἀθηναίων ἡ περίδοξος πόλις μέλπει τὴν ἄθλησίν σου, Μιχαὴλ Νεομάρτυς· ἐκ ταύτης γὰρ ὡς ἄνθος εὐῶδες ἐβλάστησας.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπέφανεν σήμερον.
Εὐσεβείας ἤθεσι κεκοσμημένος, μαρτυρίου ἤνυσας, τὸ θεῖον σκάμμα Μιχαήλ, καὶ ἐκ χειρὸς τοῦ Παντάνακτος, τὸν τῆς ἀθλήσεως στέφανον εἴληφας.

Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.
(Μετὰ τὴν α’ στιχολογίαν)
Τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἀσύλητον ὄλβον, κατέχων ἀσφαλῶς, τῆς ψυχῆς τῷ ταμείῳ, ἀθλῆσαι προτετίμηκας, ὑπὲρ ταύτης μακάριε, ὅθεν ἤσχυνας, τὸν ἐπελθόντα ἐχθρόν σοι, καὶ ἠρίθμησαι, ὦ Μιχαὴλ Νεομάρτυς, Μαρτύρων ταῖς τάξεσι.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. α’. Τὸν Συνάναρχον Λόγον.
(Μετὰ τὴν β’ στιχολογίαν)
Εὐσεβείας τοῖς τρόποις καλλωπιζόμενος, καὶ ἁπλότητι Μάρτυς καὶ ἀκακία ψυχῆς, τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν νομίμως ἤνυσας, καὶ ἀνέτειλας ἡμῖν, ὡς ἀστὴρ νεοφανής, εὐφραίνων τῇ σῇ ἀθλήσει, ὦ Μιχαὴλ Νεομάρτυς, τῶν εὐσεβούντων τὰ συστήματα.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
(Μετὰ τὸν Πολυέλεον)
Ἐν ἁπλότητι τρόπων τὸ θεῖον πῦρ, τῆς ἀγάπης Κυρίου ὃ ἐν ψυχῇ, κατεῖχες μακάριε,, ὑπεμφαίνων τρανότατα, ἀκλόνητος ἐδείχθης, ἐχθροῦ ἐπιθέσεσι, μηδόλως καταπτήξας τυράννων φρυάγματα, ὅθεν καὶ τῷ ξίφει, ἐκτμηθεὶς τὸν αὐχένα, Μαρτύρων ἠξίωσαι, τῆς εὐκλείας καὶ χάριτος, Μιχαὴλ ἀξιάγαστε, μεθ’ ὧν ἀεὶ δυσώπει Χριστόν, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην Σου.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὑπῆλθες τὸ στάδιον τοῦ μαρτυρίου στεῤῥῶς, καὶ πλάνην κατήσχυνας τὴν τῶν ἀπίστων ἐχθρῶν, γενναίᾳ ἐνστάσει σου, ὅθεν σε Νεομάρτυς, Μιχαὴλ ὁ Δεσπότης, δόξης τῆς οὐρανίου, κληρονόμον δεικνύει, ὡς κοινωνὸν τοῦ πάθους Αὐτοῦ δι’ ἀθλήσεως.

Ὁ Οἶκος
Βίον ἔχων αὐτουργόν, καὶ ζῶν ἐν εὐσεβείᾳ, καὶ τὸν Θεὸν φοβούμενος, ὡς Ἄβελ ὁ κλεινός, καὶ λατρεύων αὐτῷ ἐν πίστει καὶ ἀληθείᾳ, πρὸς μαρτυρίου ἀνελήλυθας ἀκρότητα, ἀθλητικῶς ἀγωνισάμενος, Μιχαὴλ μακάριε, ὑπὸ τῶν υἱῶν τῆς Ἄγαρ συσχεθείς, καὶ πρὸς ἐξόμοσιν ποικίλως ἐκβιασθείς, ἀμετακίνητος ὤφθης ἐκ τῆς εὐσεβοῦς ὁμολογίας, μὴ δελεασθεὶς δωρεῶν παροχαῖς, μηδὲ πτοηθεὶς βασάνων ἀπειλαῖς, ἀνώτερος πάντων γενόμενος, ἐν τῇ δυνάμει τῆς πρὸς Χριστὸν πίστεως. Καὶ τῶν πάλαι Ἀθλητῶν μιμητὴς ἀναφανείς, εὐτόλμως τὸν αὐχένα τέτμησαι, καὶ ἐκ χειρὸς τοῦ Παντάνακτος τὸν τῆς ἀθλήσεως στέφανον εἴληφας.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἀθηναίων εὖχος σεμνόν, Μιχαὴλ θεόφρον, Νεομάρτυς τοῦ Ἰησοῦ, Ὃν ἀεὶ δυσώπει, ὑπὲρ τῶν ἐκτελούντων, τὴν μνήμην σου τὴν θείαν, καὶ εὐφημούντων σε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου