Αγία Μεγαλομάρτυς και Παρθενομάρτυς Μαρίνα η Θαυματουργή. Ημέρα Μνήμης: 17 Ιουνίου.
Eπιπρέπει σοι, πώς αν είποις, Mαρίνα,
Σων αιμάτων έρευθος, α ξίφει χέεις.
Εβδομάτη δεκάτη Mαρίναν κτάνε φάσγανον οξύ.
Χεὶρ δημίου τέμνει σε Μαρῖνα ξίφει,
Χεὶρ Κυρίου χάριτι θείᾳ δὲ στέφει.
Ἑβδομάτῃ δεκάτῃ Μαρῖνα δειροτομήθη.
Δοξάζομέν σου Χριστέ, την πολλήν ευσπλαγχνίαν και την αγαθότητα, την εις ημάς γενομένην, ότι και γυναίκες κατήργησαν την πλάνην της ειδωλομανίας, δυνάμει του Σταυρού σου φιλάνθρωπε. Τύραννον ουκ επτοήθησαν, τον δόλιον κατεπάτησαν, ίσχυσαν δε οπίσω σου ελθείν, εις οσμήν μύρου σου έδραμον, πρεσβεύουσαι υπέρ των ψυχών ημών.
Μέσα εις το Πάνθεον των μαρτύρων και των ηρώων της Χριστιανικής μας Πίστεως, μίαν εξέχουσαν θέσιν κατέχει η μεγαλομάρτυς Αγία Μαρίνα, η οποία σαν ένα ολοφώτεινο αστέρι στολίζει το ουράνιο στερέωμα, και σαν ένα βαρύτατο διαμάντι πλουτίζει το νοητό στέμμα της αγίας μας Εκκλησίας.
Τέτοιοι ήρωες ποτέ δεν πεθαίνουν, δεν σβύνει η δόξα τους. Δεν μαραίνεται ποτέ το ψυχικό μεγαλείο τους. Ζουν μέσα στις ψυχές των χριστιανών με το φωτεινό παράδειγμά τους, με τους πειρασμούς και τας νίκας των, με τους αγώνας και τα υπερθαύματα τρόπαιά των, με την αήττητον και φλογεράν πίστιν των που μετακινεί όρη και συμπνίγει πάθη και καταισχύνει δαίμονας και κατατροπώνει εχθρούς.
Ζούν δια να προκαλούν τον θαυμασμόν, να συγκινούν και διδάσκουν, να διεγείρουν έθνη και λαούς εις έπαινον και δόξαν και λατρείαν του Βασιλέως του Χριστού. Θέλομεν αποδείξεις ζωντανές και χειροπιαστές της αλήθειας αυτής; Ιδού η πανένδοξος μνήμη της Μεγαλομάρτυρος Αγίας Μαρίνης. Χρόνια περνούν και χρόνια έρχονται. Χιλιάδες χρόνια.
Και ενώ «ου παραμένει ο πλούτος, ου συνοδεύει η δόξα» η Αγία Μαρίνα ίσταται αθάνατος εις την ενθύμησι των πιστών πανθαύμαστος και πολυΰμνητος αθλητής. Γενεαί την ψάλλουν. Ναοί κτίζονται και εορταί λαμπρύνονται. Πανηγύρεις στήνονται εις τιμήν και έπαινός της.
Κατήγετο από την Αντιόχεια της Πισιδίας, από γονείς επιφανείς. Ο πατέρας της Αιδέσιος ήταν επίσημος ιερέας των ειδώλων, γνωστός σε όλους. Η μητέρα της πέθανε λίγες μέρες μετά τη γέννηση της μονάκριβης κόρης της Μαρίνας.
Ο πατέρας αναγκάσθηκε να εμπιστευθεί το βρέφος σε μια γυναίκα που κατοικούσε περί τα τρία χιλιόμετρα έξω από την πόλη, για να το θηλάζει. Τούτο ήταν οικονομία Θεού, γιατί μακρυά από το ειδωλολατρικό περιβάλλον του πατέρα της, καθώς μεγάλωνε άκουγε οι γύρω της να μιλούν για το Χριστό, να διηγούνται τα θαύματά Του, τα παθήματά Του, τον σταυρικό θάνατο που υπέστη και τη θαυμαστή Ανάσταση και Ανάληψή Του στον ουρανό. Η παιδική ψυχή της συγκινείτο από όλα αυτά και ρωτούσε και προσπαθούσε να μάθει όλο και περισσότερα για τη νέα πίστη. Άκουγε ότι οι ειδωλολάτρες κατεδίωκαν τους χριστιανούς και τους βασάνιζαν για να τους αναγκάζουν να θυσιάσουν στα είδωλα, αλλά εκείνοι αντιμετώπιζαν με θάρρος τα μαρτύρια και έμεναν πιστοί στον αληθινό Θεό. Μέσα της άρχισε να αυξάνει ο θαυμασμός της γι' αυτούς τους Μάρτυρες και όταν μεγάλωσε και έφθασε στα 15 της χρόνια, δεν δίσταζε να φανερώνει την πίστη της στον Χριστό και να μιλά για τον αληθινό Θεό, που έγινε άνθρωπος και πέθανε για τη σωτηρία μας. Ο ειδωλολάτρης πατέρας της όταν τα πληροφορήθηκε αυτά, δεν ήθελε καν να αντικρύσει το πρόσωπο της κόρης του και την απεκλήρωσε. Λυπόταν η ευλαβής κόρη το κατάντημα του πατέρα της να υπηρετεί ψεύτικους θεούς και να μη θέλει να ανοίξει τα μάτια του στο αληθινό Φως, στον Χριστό. Με τον καιρό γιγάντωσε ο πόθος της, αν χρειασθεί να μαρτυρήσει κι αυτή για τον Χριστό, όπως τόσοι άλλοι.
Τα μαρτύρια της Αγίας.
Η Μαρίνα ήτο ηλικίας μόλις 15 ετών. Εις την Ανατολήν την εποχή εκείνη έπαρχος ήτο κάποιος Ολύβριος, άγριος και θηριόγνωμος άνθρωπος. Συνέβη ούτος να μεταβή από τα μέρη της Ασίας εις την Αντιόχειαν, και κατά τύχην είδε στο δρόμο την ωραία κόρη Μαρίνα, η οποία πήγαινε εις το πατρικό της ποίμνιον.
Τόση εντύπωση του έκαμε η ομορφιά της, ώστε κατελήφθη από δυνατό σαρκικό έρωτα και έβαλε στο νου του να την κάμη γυναίκα του, ο ασεβής και διατάζει να του την φέρουν εις το κριτήριον. Και καθώς την οδηγούσαν προσηύχετο εις τον δρόμον να της δώση ο Κύριος σοφίαν και δύναμιν να φυλάξη ως τέλος την ευσέειαν, να νικήση τα κολαστήρια, να στεφανωθή με τους αγίους μάρτυρας.
Οταν έφθασαν εις το παλάτι, την ρώτησε ο άρχων το όνομά της και ποιόν Θεό πίστευε. Η δε απαντούσε άφοβα, Μαρίνα με λένε, είμαι ελευθέρων γονέων τέκνον και εύχομαι να γίνω δούλη του Θεού και Σωτήρος μου Ιησού Χριστού. Ολοι οι εκεί παρευρισκόμενοι εθαύμασαν τόσο την ομορφιά της κόρης όσο και το μεγάλο θάρρος της.
Πλην όμως την εφυλάκισαν εως την άλλη μέρα γιατί είχαν μία επίσημη εορτή την άλλη μέρα και επρόκειτο να έλθουν όλοι οι κάτοικοι να προσφέρουν θυσία. Και τότε έφεραν και την Μαρίνα με την ελπίδα ότι θα θυσίαζε και αυτή εις τους ψεύτικους Θεούς όταν θάβλεπε όλους τους άλλους. Αλλά άδικα και ανόητα εσκέφθηκαν.
Εκείνη δεν εκινήθη από την θέσι της ούτε με τις κολακείες του άρχοντος, ούτε με τις παχυλές υποσχέσεις του ότι θα τις χάριζε μεγάλα πλούτη, αλλά ούτε τις απειλές φοβήθηκε ότι θα την βασανίση με χίλια βασανιστήρια. Αντιθέτως του απήντησε με μεγάλο θάρρος.
«Μην ελπίζης άδικα, Ηγεμών, ότι μπορώ να φοβηθώ τα μαρτύρια.
Καμμία θλίψις ή συμφορά ή ξίφος ή πυρ ή βίαιος θάνατος θα μπορεί να με χωρίσει από τον Χριστό μου. Ούτε η λάμψις του χρυσού και του πλούτου μπορούν να με δελεάσουν, γιατί όλα αυτά είναι φθαρτά και πρόσκαιρα, η δε ψυχή είναι αθάνατος και ποθεί τα αιώνια.
Γι’ αυτό εμείς οι χριστιανοί καταφρονούμεν τας απολαύσεις του κόσμου αυτού ως προσκαίρους και υπομένουμε τα λυπηρά και οδυνηρά της μιας ημέρας, για να κερδίσουμε την αθάνατο ζωή και την αιώνιο απόλαυσι. Και αν νομίζης ότι ψεύδομαι, εδώ είμαι, δοκίμασέ με, για να γνωρίσης και συ την αλήθεια από τα έργα.
Δείρε με σφάξε με, κάψε με, πνίξε με, τυράννισε μέ, με χίλια βασανιστήρια και όσο χειρότερα με βασανίζεις, τόσο με δοξάζει ο Χριστός στην μέλλουσα ζωή».
Αυτά και άλλα πολλά αφού άκουσε ο τύραννος, θέριεψε η άγρια καρδιά του από το θυμό, αλλά κρατήθηκε για λίγο ακόμη με την ελπίδα μήπως την δελεάση σαν γυναίκα απλή και απονήρευτη, και εξακολούθησε να την κολακεύη λέγων: Μαρίνα, σε παρακαλώ προσκύνησε τους Θεούς για να γλιτώσης από τα δεινά κολαστήρια και σου υπόσχομαι να σε πάρω για γυναίκα μου, να δοξασθής πιο πολύ από όλες τις γυναίκες της πόλεως και να έχεις πάσαν απόλαυσιν. Αυτά και άλλα παρόμοια εφλυάρει ο αφρονέστατος.
‘Επειτα όταν είδε ότι τον ενέπαιζε η αγία και κατεφρόνει τα λόγια του, δεν μπόρεσε πια να κρύψη την εσωτερική του αγριότητα και διατάζει τους στρατιώτας να την γυμνώσουν και να την δείρουν άσπλαχνα με αγκαθωτά ραβδιά σκληρά, τόσο σκληρά την έδειραν που η γη όλη κοκκίνησε από τα αίματα που έτρεχαν από την σάρκα της που την κατεξέσχιζαν.
Η Μάρτυς υπέφερε ανδρείως τους πόνους και ούτε εστένεξε ούτε δάκρυσε ούτε καν σκυθρώπασε καθόλου. Στεκόταν στερεά και αήττητος κυττάζουσα προς τον ουρανόν, και νοερώς επεκαλείτο την δύναμι και την βοήθεια του Θεού.
Αφού την έδειραν πολλή ώρα, διέταξε ο άρχων ο απάνθρωπος να την φυλακίσουν πάλι όχι από λύπη αλλά για να τη πεθάνη τόσο γρήγορα και να την ξαναβασανίση πάλι.
Και πράγματι την έρριξαν σε ένα σκοτεινό τόπο. Και ύστερα από μερικές μέρες την ξανάφεραν εις το κριτήριον και αφού την κρέμασαν, ξέσχισαν τα πλευρά της με σιδερένια νύχια.
Τόσο δεν την καταξέσχισαν, ώστε παραμορφώθηκε το σώμα της , και όχι μόνο ο λαός λυπήθηκε και συμπόνεσε και έκλαψε γι’ αυτήν, αλλά και αυτό ο θηριώδης Αρχων γύρισε το πρόσωπό του απ’ αυτήν γιατί δεν υπέφερε να βλέπη την ασχημία και την παραμόρφωσι της πρώην ωραιοτάτης και παγκάλου κόρης.
Την ξαναφυλάκισαν στον ίδιο σκοτεινό τόπο και την άφησαν χωρίς τροφή και χωρίς περιποίησι. Αλλ’ όμως όσο και αν το σώμα της παραμορφώθηκε και κουρελιάστηκε, η ψυχή της ανεκαινίσθη και λαμπροτέρα έγινε και ευχαριστούσε τον Κύριον με την προσευχή της που την αξίωσε να βασανιστή για την αγάπη του.
H δράσις του Σατανά.
Οταν είδε ο φθονερός διάβολος ότι ο υπηρέτης του, ο άρχων της πόλεως, δεν κατώρθωσε να νικήσει μία τρυφερή κόρη και να την αναγκάση να προσκυνήση τους Δαίμονας, θέλησε να δοκιμάσει ο ίδιος μήπως την νικήση. Μεταμορφώθηκε σε σχήμα μεγάλου και φοβερού δράκοντος και παρουσιάστηκε μπροστά της.
‘Εβγαζε φωτιά και φλόγες από το στόμα και τα μάτια του, τα δόντια του άσπρα και η γλώσσα κόκκινη σαν αίμα, σφύριζε δυνατά και έκαμνε κινήσεις και σχήματα φοβερώτατα για να τρομάξει τους πάντας.
Η Αγία όμως δεν φοβήθηκε και δεν έπαυσε την προσευχήν από την οποίαν προσπαθούσε να την εμποδίση ο μισόκαλος και παμπόνηρος διάβολος.
Και όταν είδε ότι δεν δειλίασε, αλλά προσηύχετο άφοβα, έτρεξε επάνω της και αφού πλάτυνε το στόμα του και την κοιλία του άρχισε να την καταπίνη.
Η Αγία όταν είδε ότι την κατάπιε εως την μέση προς στιγμήν ετρόμαξε, ευθύς όμως επικαλουμένη το όνομα του Σωτήρος Χριστού έκαμε σταυρό με το δεξί της χέρι στα σπλάχνα του Δράκοντος και ο σταυρός έσχισε την κοιλιά του σαν σπαθί δίστομο.
Και ο μεν δράκων αφού σχίστηκε στη μέση, έγινε άφαντος, η δε Μάρτυς έμεινε αβλαβής και έχαιρε ψάλλουσα προς τον Θεό δοξολογίας και νικητήρια.
Αλλά ο δαίμων δεν ησύχασε και δεν έπαυσε τας μηχανουργίας του και θέλησε να δοκιμάση και με άλλο τρόπο να πολεμήσει την μάρτυρα. Μετασχηματίσθηκε σε άνθρωπο ο μισάνθρωπος, έγινε μαύρος σαν Αιθίοπας και τέλος παρουσιάσθηκε σαν μαύρος σκύλος.
Η Μάρτυς άρπαξε αυτόν από τις τρίχες και με ένα σφυρί, πεταμένο κάπου εκεί, που βρήκε, τον κτύπησε στο κεφάλι και στην ράχι όπου τελείως τον αχρήστευσε.
Εως εδώ ήσαν τα μαρτύρια της Αγίας από το Σατανά τα οποία επέτρεψεν ο Κύριος να δοκιμάση δια να αποδειχθή το μεγαλείον της Αγίας και η μοχθηρότης αλλά και το ανίσχυρον του Διαβόλου.
Νέα μαρτύρια και τα αποτελέσματα των μαρτυρίων της.
Αφού λοιπόν νίκησε τον Σατανά η πάνσεμνος κόρη, ερρίφθη και πάλιν εις την φυλακήν.
Τότε ήλθαν εις την Αγίαν ουρανόθεν τα νικητήρια και ευαγγέλια σωτήρια και χαρμόσυνα, δηλ. Εφάνη Φως Μέγα και έλαμψε όλο το δεσμωτήριο, το οποίο φως εξήρχετο από ένα σταυρό όστις έφθανε από την γην εως τον ουρανό, επάνω δε από τον σταυρό πετούσε μιά άσπρη περιστερά καθαρά και αγνή.
Αυτά μου φαίνεται ότι εφανέρωναν το μυστήριον της Αγίας Τριάδος, το μεν φως εσήμαινε την δόξαν του Πατρός, ο σταυρός τον εσταυρωμένο Χριστό και η περιστερά το Πνεύμα το Αγιον, η οποία περιστερά κατέβηκε εως πλησίον της Αγίας και της λέγει: «Χαίρε Μαρίνα η λογική περιστερά του Θεού, ότι ενίκησας τον πονηρόν, και τον εχθρόν κατήσχυνας, Χαίρε δούλη πιστή και αγαθή του Κυρίου Σου, τον οποίον επόθησας εξ όλης της καρδίας σου, και εμίσησας πάσαν απόλαυσιν πρόσκαιρον. Χαίρε και ευφραίνου ότι έφθασεν η ημέρα να λάβης της νίκης τον στέφανον και να εισέλθης αξιοχρέως εστολισμένη με τας φρονίμους παρθένους εις τον Νυμφώνα του Νυμφίου και Βασιλέως σου.»
Με τα λόγια αυτά που ακούστηκαν από τον ουρανό, ανεκαινίσθη το σαρκίο της με την δροσιά του Αγίου Πνεύματος, και όλες οι πληγές της τελείως εθεραπεύθησαν, ώστε κανένα σημάδι δεν της έμεινε στο σώμα της. Η δε Αγία μέσα στη φυλακή διαρκώς προσηύχετο και ευχαριστούσε τον Παντοδύναμο Θεό.
Την επομένην ο ‘Επαρχος καθίσας εις τον θρόνο του μπροστά σ’ όλο το λαό της πόλεως διέταξε και έφεραν εκεί την Μάρτυρα, την οποία όταν είδε τελείως υγιή και χαρούμενη στο πρόσωπον, εθαύμασε και της λέγει: «Βλέπεις Μαρίνα, πως οι μεγάλοι Θεοί έχουν την φροντίδα σου και σπλαγχνισθέντες εις το κάλλος σου σε γιάτρευσαν; πρέπει και συ να μη φανής αχάριστη στους ευεργέτας σου, αλλά να τους δώσης αξίαν αντάμειψιν να γίνης ιέρειά των, να θυσιάζης εις αυτούς μαζί με τον πατέρα σου».
Η αγία του απαντά: «Εμένα δεν με γιάτρευσαν οι αναίσθητοι θεοί σου και ανίσχυροι, αλλά ο αληθής και ο μόνος Θεός, ‘Οστις θεραπεύει ψυχάς και σώματα, τον οποίον θέλω λατρεύει πάντοτε. Τούτον πρέπει να γνωρίσης και συ, και Αυτόν μόνον να προσκυνής ως αθάνατον, και να μισήσης των ειδώλων την πλάνην και την ματαιότητα».
Τότε διατάζει να την γυμνώσουν και να την κρεμάσουν εις το ξύλον να κατακάψουν με αναμμένας λαμπάδας το στήθος και τας πλευράς της. ‘Αντεξε θαρραλέα επί πολλή ώρα τους πόνους και τας αλγηδόνας ενώ την κατέκαιαν και προσευχόνταν με την καρδία της ευχαριστούσα τον Κύριον.
Υστερα από αυτό έφεραν, διαταγή του απάνθρωπου Αρχοντος, εις το μέσον ένα μεγάλο λέβητα και τον γέμισαν νερό. Ξεκρέμασαν από το ξύλον, της έδεσαν γερά τα χέρια και την βούτηξαν εις τον λέβητα κατακέφαλα για να την πνίξουν μεσ’ το νερό. Αλλά εις μάτην εκοπίασαν οι ανόητοι διότι όταν την βύθισαν μέσα στον λέβητα, εφώναξε λέγουσα: «Κύριε Ιησού Χριστέ, όστις έλυσας τα δεσμά του θανάτου και τους νεκρούς εξανέστησας, Εσύ Παντοδύναμε, επίβλεψον εις την δούλη Σου, και τους δεσμούς μου διάρρηξον, και ας μου γίνη το ύδωρ τούτο εις ζωήν αιώνιον και αναπλήρωσιν τουεπιθυμούμενου μοι βαπτίσματος, ίνα εκδυθώ τον παλαιόν άνθρωπον τον φθειρόμενον και ενδυθώ τον νέον και αθάνατον».
Και ενώ έτσι προσηύχετο η Αγία, αμέσως μεγάλος σεισμός έγινε και φάνηκε πάλι η πρώτη περιστερά επάνω από το νερό και στο στόμα της βαστούσε στέφανο, και καθισμένη επάνω εις τον φωτοφανή σταυρόν που εσχηματίσθηκε την ώρα αυτήν γύρω από την αγία ηκούσθη να λέγη εις επήκοον πάντων: «Ελθέ εις τας άνω μονάς του Παραδείσου, Μαρίνα Θεόνυμφε, να απολαύσης της αφθαρσίας τον στέφανον εις τα αγαπητά του Θεού σκηνώματα, να χαίρεσαι με τους αγίους χορεύουσα και ανεπαυομένη αιώνια».
Αυτήν την θεία φωνή ακούσαντες όλοι οι παριστάμενοι κάτοικοι της πόλεως έφριξαν και επίστευαν ευθύς εις τον Χριστόν, άνδρες και γυναίκες, μαζί πλήθος αμέτρητον και εφώναξαν μεγαλοφώνως, ότι ήσαν έτοιμοι να λάβουν δια τον Χριστόν, τον αληθινό Θεό, θάνατον.
Δεκαπέντε χιλιάδες Μάρτυρες.
Μόλις άκουσε ο Επαρχος ότι πολύς κόσμος ωμολογούσε τον Χριστό, Θεό και βασιλέα και βλασφημούσον και έβριζαν του βασιλείς και τους ψεύτικους Θεούς, διέταξε να θανατώσουν όσους πίστευσαν.
‘Ολοι αυτοί που πίστευσαν στον Χριστό έτρεχαν στην σφαγή σαν πρόβατα άκακα, και σκότωσαν άνδρες δέκα πέντε χιλιάδες (15.000), εκτός τις γυναίκες που δεν τις μέτρησαν και οι μάρτυρες αυτοί βαπτίσθηκαν με το άγιο αίμα τους, χωρίς να χρειαστούν άλλο βάπτισμα γενόμενοι θυσία στο Θεό πήγαν πανευτυχείς και τρισμακάριοι εις την αιώνιον βασιλείαν.
Ο δε αιμοβόρος και απάνθρωπος άρχων Ολύμβριος φοβούμενος μήπως πιστεύσουν και οι υπόλοιποι κάτοικοι της πόλεως αφήνοντας την Αγία ακόμη ζωντανή, έδωκε την διαταγή του να την σκοτώσουν με το ξίφος, και όταν την πήραν οι δήμιοι και την ωδήγησαν εις τον τόπον της εκτελέσεως η Αγία παρακάλεσε τον δήμιον που θα την σκότωνε, να της επιτρέψη λίγη ώρα να μιλήση προς τον συγκεντρωμένο πλήθος ολίγα λόγια, να κάμη και την τελευταία προσευχή της και κατόπι ο δήμιος να εκτελέση το καθήκον του.
Πράγματι τις έκαμε την χάρι και η Μαρίνα στραφίσα προς το πλήθος είπε: «Παρακαλώ σας, αδελφοί και φίλοι μου, ως αναξία δούλη του Υψίστου, ακούσατε προσεκτικά την μικρά μου παραίνεσιν. Ξεύρετε ότι ένας είναι μόνον ο αληθινός Θεός εν Πατρί και Υιώ και αγίω Πνεύματι θεωρούμενος και προσκυνούμενος και όστις πιστεύει εις Αυτόν μόνον σώζεται. Λοιπόν υπερβαίνοντας πάσαν την κτίσιν των ορωμένων και νοουμένων, υψώσατε τον νούν, και γνωρίσατε τον Πατέρα των φώτων, και τον μονογενή Υιόν και Λόγον αυτού, τον Κύριον ημών Ιησού Χριστόν, και το Πανάγιον Πνεύμα. Οτι αυτά τα τρία πρόσωπα είναι ένας Θεός ακατάληπτος και ουδείς σώζεται εις άλλο όνομα».
Τελευταία προσευχή και αποκεφαλισμός της Αγίας.
Αφού μίλησε η μάρτυς προς το πλήθος, σήκωσε κατόπιν τα μάτια της στον ουρανό και έκαμε την προσευχή της: «Αναρχε, αθάνατε άχρονε, ακατάληπτε και ανεξιχνίαστε Κύριε, Θεέ των όλων και Δημιουργέ πάσης Κτίσεως, προνοητά και Σωτήρ όλων, όπου εις Σε ελπίζουσι, ευχαριστώ Σοι, όπου με έφερες εις την ώραν ταύτην και ήγγισα εις τον στέφανον της δικαιοσύνης Σου. Υμνώ και ευλογώ την αναρίθμητον ευσπλαχνίαν και φιλανθρωπίαν Σου, όπου ηθέλησας να με συντάξης με τους εκλεκτούς δούλους Σου. Επίβλεψον και τώρα επ’ εμέ την ταπεινήν, Δέσποτα Θεέ, Κύριε του ελέους, Παντοκράτωρ και παντοδύναμε, επάκουσον της προσευχής μου και πλήρωσον μου τα αιτήματα εις έπαινον. Και τιμήν και δόξαν του υπεραγίου και προσκυνητού Σου ονόματος, χάρισαι την άφεσιν των αμαρτιών όλων εκείνων, όπου θέλουν οικοδομήσει Εκκλησίαν εις το όνομα της δούλης Σου, να λειτουργούν εις αυτήν προσευχόμενοι, ή γράφουσι το μαρτύριον της αθλήσέως μου, και το αναγινώσκουσι μετά πίστεως, μνημονεύοντες το όνομα της δούλης σου, και καρποφορούσιτο κατά δύναμιν όλων αυτών, λέγω όσοι θεραπεύουσι το οικητήριον του σώματός μου, όπου εμαρτύρησα δι’ αγάπην Σου, συγχώρησον τας αμαρτίας κατά το μέτρον της πίστεως αυτών και μη εγγίση χείρ κολαστήριος, ούτε πείνα, ουδέ θανατικόν ή άλλη βλάβη ψυχής ή σώματος και όσοι με θέλουν εορτάσει δοξολογούντες μετά πίστεως και Σου ζητήσουν σωτηρίαν και έλεος διά μέσου μου, χάρισαι τους εις τούτον τον κόσμο τα αγαθά Σου, να πορεύωνται προς αυτάρκειαν και αξίωσον αυτούς και της επουρανίου Βασιλείας Σου. Οτι Συ ει μόνος αγαθός και φιλάνθρωπος, και των αγαθών δοτήρ εις τους αιώνας, Αμήν.».
Και ενώ προσηύχετο τοιουτρόπως η Μάρτυς, έγινε πάλιν σεισμός και έπεσαν κατά γης πολλοί άνθρωποι, ομοίως και ο δήμιος όπου έμελλε να την θανατώση, έπεσεν έντρομος.
Ο δε Κύριος Ιησούς, της παραστάθηκε νοητώς με πλήθος Αγίων Αγγέλων και της λέγει: «Εχε θάρρος Μαρίνα και μη φοβάσαι, τις προσευχές σου άκουσα και όλα όσα ζήτησες τα έκαμα, και θα τα αποτελειώσω κατά καιρόν όπως ζήτησες και τώρα ήλθα να αναλάβω την ψυχήν σου εις τα ουράνια μακαρία εσύ, που για τους αμαρτωλούς παρεκάλεσες, έμενες ενώπιον μου αγνή, και βρήκες χάριν από μένα. Γι’ αυτό πολύς θα είναι ο μισθός σου εις τα ουράνια» .
Τότε η μακαρία ενεπλήσθη χαράς μεγάλης και αγαλλιάσεως, και λέγει εις τον δήμιον. Τελείωσε τώρα και εσύ επάνω μου ότι σε διέταξαν. Αυτός δε έτρεμε και δεν τολμούσε να σηκώση το ξίφος.
Αλλά αυτή τον εθάρρυνε και μετά βίας τον κατέπεισε, και έκοψε την αγία κεφαλή στις 17 Ιουλίου μηνός. Και το μεν Αγιον λείψανον παρέλαβον κρυφίως οι χριστιανοί και το έθαψαν αυτό τιμίως και ευσεβώς ως έπρεπε, η δε μακαρία Αυτής ψυχή απήλθε εις την ουράνιον δόξαν και μακαριότητα, ης γένοιτο πάντα ημάς επιτυχείν. Αμήν.
* * *
«Μέγα το κατόρθωμα τό σόν, μέγα και πανάριστον όντως, σου τό εκνίκημα φύσις γαρ ευπτόητος και ευταπείνωτος, τον αόρατον δράκοντα, το όρος το μέγα, νουν τόν πολυμήχανον, Μαρίνα σύ αληθώς, είλες ευτελές ώς στρουθίον, και καταπατούσα χορεύεις, νυν μετά Αγγέλων αξιάγαστε.»
Μέσα στην ουράνια παστάδα του νυμφίου Χριστού, «νύμφη περικαλλής», «βασίλισσα πεποικιλμένη», «στολισθείσα φαιδρώς» με την πορφύρα που έβαψε το αίμα της και «τόν παρθενίας χιτώνα, τό σώμα κοσμούσα, χρυσέον ώς ύφασμα», «διπλοίς στεφάνοις κοσμουμένη», ξεχωρίζει η «αμνάς του Ιησού» για της οποίας την καταγωγή και την άθληση «ή των Αντιοχέων πόλις έγκαυχάται», η μεγαλομάρτυς αγία Μαρίνα.
Πολλά τα εγκώμια που έχουν γραφτεί για τη χάρη της. Ο βίος της γραμμένος ελληνικά, με αρχή «Ουδέν ούτως ήδύνει και καθιλαρύνει ψυχήν», σώζεται σε δύο αγιορείτικα χειρόγραφα στις ιερές μονές Ιβήρων και Μεγίστης Λαύρας. Στη Μεγίστη Λαύρα σώζεται επίσης και άλλο μαρτύριο της, με αρχή «Ή της Αναστάσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού χάρις». Εξ’ άλλου, στη Μεγίστη Λαύρα και στην ιερά μονή Παντοκράτορος υπάρχει και ο ελληνικός «Λόγος εις την Αγίαν Μαρίναν» με αρχή «Και την Εκκλησίαν αρα, ής ό Χριστός κεφαλή» που έγραψε ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος ο Κύπριος. Επίσης, από τις παλαιότερες συνοπτικές καταγραφές της «αθλήσεως» της, είναι και εκείνες που σώζονται στο «Συναξάριο Κωνσταντινουπόλεως (9ος-10ος αι. μ.Χ.) καθώς και στο περίφημο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου (958-1025) του οποίου η συγγραφή αποδίδεται στον Συμεών τον Μεταφραστή περί τα έτη 961-964 μ.Χ.
Σταχυολογώντας πληροφορίες για την Αγία από τον Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, από το Μηναίο Ιουλίου, από τον Συναξαριστή του αγίου Νικόδημου του Αγιορείτου και από το Μηνολόγιο του Βασιλείου που ξεκινά με την φράση «Ή του Χριστού μάρτυς Μαρίνα», μπορούμε να συνοψίσουμε τον βίο της ως ακολούθως:
Η ένδοξη αγία μεγαλομάρτυς Μαρίνα γεννήθηκε λίγο μετά τα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα, στα σκοτεινά χρόνια των διωγμών, στην Αντιόχεια της Πισιδίας και μαρτύρησε επί Αυγούστου Κλαυδίου Β’ του Γοτθικού (268-270) το έτος 270 μ.Χ.
Η Αντιόχεια της Πισιδίας (αποκαλούμενη σήμερα Yalvac) απλωμένη στις πλαγιές της οροσειράς του Ταύρου, την εποχή εκείνη ήταν μία επιφανής ρωμαϊκή αποικία με μεγάλη εμπορική ανάπτυξη. Έφερε τον τίτλο: «Λαμπρότατη και σεβασμιωτάτη Αντιοχέων Κολωνία, αποικία Ρωμαίων», και οι κάτοικοι της αναγνωρίζονταν ως «Ρωμαίοι πολίτες».
Στην πόλη λατρεύονταν θεότητες ινδικής κυρίως προέλευσης, αλλά και φοινικικής. Στο πισιδικό πάνθεο κυριαρχούσαν η Αστάρτη και ο Δίας, ενώ οι κάτοικοι της Αντιόχειας έτρεφαν ιδιαίτερο σεβασμό στον ψευδοθεό Μην Ασκηνό, που τον θεωρούσαν προστάτη της γονιμότητας και του πολλαπλασιασμού ζώων και φυτών.
Μεταξύ των ετών 45 - 48 μ.Χ. ο απόστολος των εθνών Παύλος, στην διάρκεια της πρώτης αποστολικής περιοδείας του, έχοντας ως βοηθό του τον Βαρνάβα, ήρθαν στην Αντιόχεια της Πισιδίας και ευαγγελίστηκαν τον Λόγο του Κυρίου στην συναγωγή των Ιουδαίων. Οι Ιουδαίοι τους αντιμετώπισαν με δυσπιστία και τότε οι δύο απόστολοι στράφηκαν προς τους ειδωλολάτρες κατοίκους, οι οποίοι τους άκουσαν με ενθουσιασμό. Όταν οι Ιουδαίοι είδαν ότι οι εθνικοί ασπάστηκαν την διδασκαλία του Παύλου και «διεφέρετο ό λόγος του Κυρίου δι’ όλης της χώρας», εξέγειραν τους άρχοντες και κατεδίωξαν τους αποστόλους, βγάζοντας τους από τα σύνορα της πόλης. Τότε οι δύο απόστολοι ακολουθώντας την εντολή του Κυρίου: «Και όσοι εάν μή δέξωνται ύμας μηδέ άκούσωσιν υμών, έκπορευόμενοι εκείθεν εκτινά¬ξατε τόν χουν τόν ύποκάτω τών ποδών υμών εις μαρτύριον αύτοίς• αμήν λέγω ύμϊν, άνεκτότερον έσται Σοδόμοις ή Γο-μόρροις εν ήμερα κρίσεως ή τη πόλει εκείνη»
(Μάρκ. ΣΤ, 11), αποτίναξαν την σκόνη της Αντιόχειας που είχε συσσω-ρευθεί κάτω από τα υποδήματα τους και αναχώρησαν για το Ικόνιο (Πραξ. ΙΓ, 14-52).
Δύο αιώνες αργότερα, την εποχή που έζησε στην Αντιόχεια της Πισιδίας η Αγία Μαρίνα, η ειδωλολατρία επικρατούσε, ενω ο χριστιανισμός είχε γνωρίσει έναν από τους μεγαλύτερους διωγμούς του επί Δεκίου το έτος 250 μ.Χ.
Η Αγία ήταν μοναχοθυγατέρα κάποιου ιερέα των ειδώλων, του Αιδέσιου (ή Αιδέσιμου), και όταν έμεινε ορφανή από μητέρα στα δώδεκα της χρόνια, ο πατέρας της ανέθεσε την ανατροφή της σε κάποια καλή γυναίκα. Εκείνη η παραμάνα, που ήταν μία πιστή κρυπτοχριστιανή, μαζί με τα κανακέματα που αρμόζουν στα μικρά παιδιά και τις ιστορίες που τους λένε, ξεκίνησε να μιλά στη μικρή Μαρίνα και για τον Χριστό. Έτσι σιγά-σιγά η αγία, με τη στοργή και την αγάπη εκείνης της ευλαβικής και μακάριας γυναίκας, κατηχήθηκε στην χριστιανική πίστη. Οι λόγοι του Κυρίου που άκουγε με προσοχή και με δίψα μάθησης, εισχώρησαν στο εύφορο έδαφος της ψυχής της και ρίζωσαν γερά, σαν τον καλό σπόρο του Ευαγγελίου (Μάρκ. Γ’, 8). Σύντομα θα απέδιδαν πλούσιους καρπούς.
Μπορεί κανείς να φανταστεί τι μεγάλο ρήγμα δημιουργήθηκε στην σχέση πατέρα και κόρης, όταν η Μαρίνα ομολόγησε θαρρετά ότι ήταν Χριστιανή.
Ο Αιδέσιος, ο ειδωλολάτρης πατέρας της, όταν έμαθε την ακλόνητη μεταστροφή της στον Χριστιανισμό αμέσως την αποκλήρωσε. Όμως η Αγία δεν πτοήθηκε από το μίσος του γεννήτορα της. «Και έσεσθε μισούμενοι ύπό πάντων διά τό όνομα μου» (Ματθ. 1,22) ήταν οι λόγοι του Κυρίου που την παρηγορούσαν. Γνώριζε ότι ασπαζόμενη την χριστιανική πίστη, την μόνη αληθινή, θα ερχόταν αντιμέτωπη με τον πατέρα της ο οποίος όχι μόνον ήταν ειδωλολάτρης, αλλά και ιερέας των ψευδοθεών. Ο Κύριος είχε πει: «Μή νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γήν ούκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν. Ήλθον γάρ διχάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού και θυγατέρα κατά της μητρός… και εχθροί του άνθρωπου οί οικιακοί αυτού. Ό φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ έμέ ούκ εστι μου άξιος» (Ματθ. I, 34-37). Αυτά ήταν τα λόγια που οδηγούσαν πλέον την ζωή της και φλόγιζαν την επιθυμία της. Πατέρας της πλέον ήταν ο Ουράνιος Πατέρας όλων, και ήθελε αυτό σε όλους να το πει. Ήθελε να ομολογήσει την πίστη της και να μαρτυρήσει για το όνομα του Χριστού, προτρεπόμενη από τους λόγους Του: «Πάς ούν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν τών ανθρώπων, ομολογήσω κάγώ έν αύτώ, έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. I, 32).
Και εκείνη η ημέρα για την οποία ανυπομονούσε, έφθασε. Ήταν πλέον δέκα πέντε ετών η Μαρίνα και για να μπορεί να εξοικονομεί τον επιούσιο άρτο της έβοσκε πρόβατα. Βρισκόταν λοιπόν με το κοπάδι της σε έναν αγρό, όταν την είδε ο έπαρχος της πόλης Ολύμβριος που είχε βγει περίπατο στην εξοχή, θαμπωμένος από την ομορφιά της, που έμοιαζε ανώτερη από όλα τα λουλούδια εκείνου του αγρού, την ερωτεύτηκε αμέσως και πόθησε να την κάνει γυναίκα του. Ζήτησε λοιπόν να την οδηγήσουν στο ανάκτορο του.
Η νεαρή Μαρίνα ακολούθησε ήρεμα τους φρουρούς που την συνόδευαν στον έπαρχο. Καταλάβαινε ότι τα βήματα της δεν την κατεύθυναν προς έναν επίγειο νυμφίο. Ποτέ δεν θα γινόταν σύζυγος του Ολύμβριου. Αντίθετα, η οδός την οποία βάδιζε την οδηγούσε κατευθείαν στον Νυμφίο που ποθούσε η ψυχή της. Στον ουράνιο Νυμφίο Ιησού Χριστό. Επάνω στο Πανάγιο όνομα Του ακουμπούσε όλες τις ελπίδες της και έδιωχνε μακριά κάθε φόβο. «Ούτε ένα σπουργίτι δεν μπορεί να πέσει νεκρό στη γη χωρίς την θέληση του ουράνιου Πατέρα σας. Μη φοβάστε λοιπόν. Έχετε μεγαλύτερη αξία από πολλά σπουργίτια» (Ματθ. I, 29-32) είχε πει ο Κύριος Ιησούς. Εκείνος λοιπόν που φρόντιζε ξεχωριστά για κάθε ένα από τα δημιουργήματα Του, θα φρόντιζε και για εκείνην. Γνώριζε ότι και κάθε τρίχα της κεφαλής της ήταν μετρημένη από τον Κύριο.
Ενισχυμένη λοιπόν από αυτούς τους λόγους, η Μαρίνα βάδιζε άφοβα προς την κατοικία του ηγεμόνα. Ήταν οπλισμένη με την ασπίδα της πίστεως και την μάχαιρα του πνεύματος, τους λόγους δηλαδή του Κυρίου, που γνώριζε ότι θα την έσωζαν από κάθε δυσκολία. Θυμόταν την προτροπή του αποστόλου Παύλου: «Έπί πάσιν άναλαβόντες τόν θυρεόν της πίστεως, εν ώ δυνήσεσθε πάντα τά βέλη του πονηρού τά πεπυρωμένα σβέσαι» (προς Εφεσίους ΣΤ, 16). Δεν σκεφτόταν τι θα πει. Δεν προετοίμαζε στο μυαλό της απολογίες. Γνώριζε ότι με το που θα άνοιγε το στόμα της, το Πνεύμα το άγιο θα μιλούσε για εκείνην. Τι κι αν ήταν ένα αδύναμο κορίτσι; Τι κι αν έπρεπε να αντιμετωπίσει ολόκληρο ηγεμόνα; «Τά ασθενή του κόσμου εξελέξατο ό Θεός ίνα καταισχύνη τά ισχυρά» (Κορινθ. Α, 27) είχε πει ο απόστολος. Και αν δεν ήταν μόνον ο ηγεμόνας αλλά ήταν όλες οι δυνάμεις του πονηρού, και πάλι η Μαρίνα γνώριζε ότι μπορούσε να νικήσει ντυμένη την πανοπλία του Θεού. Ο θείος Παύλος και πάλι την προέτρεπε νοερά με τους λόγους του: «Ένδύσασθε τήν πανοπλίαν του Θεού προς τό δύνασθαι υμάς στήναι προς τάς μεθοδείας του διαβόλου• ότι ούκ εστίν ημίν η πάλη προς αίμα και σάρκα, αλλά πρός τάς αρχάς, πρός τάς εξουσίας, πρός τούς κοσμοκράτορας του σκότους» (Εφεσ. ΣΤ, 11-12).
Υπερασπιστής της στη θλιμμένη οδό που ακολουθούσε, θα ήταν ο ίδιος ο Χριστός. Εκείνος θα ελάφρυνε το βάρος του σταυρού, που η Αγία κουβαλούσε στους εφηβικούς της ώμους, ακολουθώντας τον Νυμφίο της καρδιάς της.
Η Αγία παρουσιάστηκε στον Ολύμβριο με σεμνότητα, και όταν ξεκίνησε η συζήτηση, η Μαρίνα έδωσε την απάντηση της με σύνεση στον έπαρχο, ομολογώντας του με θάρρος: «Της Πισιδίας είμαι γέννημα και θρέμμα, και τό του Κυρίου μου Ιησού Χρίστου επικαλούμαι όνομα». Αυτή η απάντηση άλλαξε αμέσως την διάθεση του Ολύμβριου και τα αισθήματα του απέναντι της. Διέταξε να την κλείσουν φυλακή μέχρι την επόμενη ημέρα που ξημέρωνε γιορτή και είχαν θυσία. Όμως μάταια έλπιζε. Ο ηγεμόνας έμοιαζε με εκείνους που «ήλλαξαν την δόξαν του άφθαρτου Θεού έν όμοιώματι εικόνος φθαρτού άνθρωπου και πετεινών και τετραπόδων και ερπετών, και έσεβάσθησαν και έλάτρευσαν τή κτίσει παρά τόν κτίσαντα» (Ρωμ. Α, 23-25). Η Αγία απεναντίας ως μόνον και μέγα Αρχιερέα στον οίκο του θεού αναγνώριζε τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό ο οποίος «μίαν υπέρ αμαρτιών προσενέγκας θυσίαν εις τό διηνεκές έκάθισεν εν δεξιά τού Θεού» (προς Εβρ. Δ, 14 και I, 12). Μόνο σε Αυτόν μπορούσε να θυσιάσει, και ως θύμα πρόσφερε τον ίδιο τον εαυτό της. Η Μαρίνα με την απολογία της σκόρπισε σαν καπνό κάθε μάταιη ελπίδα του ηγεμόνα. Τον κατατρόπωσε χλευάζοντας τα είδωλα για την ασθένεια και τη ματαιότητα τους, και δεν του άφησε περιθώριο αντιλογίας. Τότε ο Ολύμβριος την παρέδωσε στα χέρια των δημίων.
Την ξάπλωσαν κατά γης και την χτυπούσαν με αγκαθωτά ραβδιά, μέχρι που το αίμα της κοκκίνησε το χώμα. Έπειτα την φυλάκισαν, και λίγες ημέρες αργότερα την περίμενε νέο μαρτύριο. Την κρέμασαν από τα χέρια και ξέσχιζαν για ώρες το σώμα της με σιδερένια νύχια. Η Αγία όμως έδειχνε καρτερία• «ό δέ ύπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται» (Ματθ. I, 22) είχε πει ο Κύριος. Και η Μαρίνα θυμόταν αυτούς τους λόγους που την ενίσχυαν τώρα στις δύσκολες αυτές ώρες του μαρτυρίου. Δεν φοβόταν τους δημίους με τα σιδερένια νύχια που έφθειραν μόνο το χωμάτινο κορμί της, οργώνοντας το με αιμάτινα ρυάκια. Την ψυχή της που ανήκε στον Κύριο τίποτε και κανένας δεν μπορούσε να την βλάψει.
Βλέποντας την Αγία ακλόνητη στην πίστη της την έριξαν πάλι στο κελί της φυλακής. Και εκεί, εκείνο που δεν κατάφερε ο έπαρχος, προσπάθησε να το κατορθώσει, μάταια όμως, ο μισόκαλος διάβολος. Ενώ λοιπόν η αγία προσευχόταν στο δεσμωτήριο «έφάνη αύτη δράκων παμμεγέθης, έχων όφεις περί τόν τράχηλον αύτού, και συρίζων πέριξ της αγίας, ήπείλη καταπιείν αυτήν. Καί κατασφραγισαμένη καί ποιήσασα τόν τύπον του σταυρού, ενέκρωσεν αυτόν». (Μηναίο Βασιλείου). Στον συναξαριστή του αγίου Νικόδημου του αγιορείτου και, με μικρές παραλλαγές, στο μηναίο Ιουλίου αναφέρονται τα εξής: «Έγεινε δέ εκεί σεισμός μέγας, ώστε έσαλεύθη ή φυλακή, καί ιδού έμβηκεν από εν μέρος της φυλακής εις δράκων, ό όποιος έρπων κατά γής έκαμνε φοβερόν συρισμόν, καί έφάνη ότι έχυσε φωτίαν πέριξ τής άγιας. Επειδή δέ ή άγια έφοβήθη πολλά καί έγεινε σύντρομος διά τήν θεωρίαν ταύτην, προσηύχετο εις τόν θεόν όθεν ό φοβερός εκείνος δράκων μεταβληθείς, έφαίνετο ώς μαύρος τις σκύλος. Ή δέ μάρτυς άρπάσασα τούτον άπό τάς τρίχας, καί ευρούσα εκεί εν σφυρίον ερριμένον, εκτύπησεν αυτόν εις τήν κεφαλήν καί εις τήν ράχιν, καί τελείως αυτόν εταπείνωσε». Στο χειρόγραφο της Μεγίστης Λαύρας αναφέρεται ότι ο διάβολος παρουσιάστηκε σαν δράκοντας φοβερός. Από το στόμα και τα μάτια του έβγαιναν καπνοί και φωτιά, τα δόντια του ήταν άσπρα και η γλώσσα του κόκκινη σαν αίμα. Με θόρυβο και σφυρίγματα πλησίασε την αγία, κι εκείνης της φάνηκε ότι την κατάπιε μέχρι τη μέση. Έντρομη, επικαλέστηκε το σωτήριο όνομα του Χριστού και χρησιμοποιώντας ως δίστομη ρομφαία το σημείο του σταυρού, ξέσχισε την κοιλιά του και γλίτωσε. Στη συνέχεια ο δαίμονας της παρουσιάστηκε σαν σκύλος και η αγία χτυπώντας τον με ένα σφυρί, τον εταπείνωσε. Για τρίτη φορά προσπάθησε να την πειράξει ενώ προσευχόταν. Της παρουσιάστηκε σαν ένας τεράστιος μελαμψός άνδρας• την άρπαξε από τα χέρια και τη φοβέριζε ότι θα την σκοτώσει αν δεν σταματούσε τις προσευχές. Τότε αρπάζοντας τον η αγία από τα μαλλιά, τον χτύπησε και τον ανάγκασε να εξαφανιστεί. Αμέσως, όλη η φυλακή έλαμψε από ένα φωτεινό σταυρό που ένωνε γη και ουρανό, και ένα περιστέρι ανάγγειλε στην αγία το επικείμενο τέλος της, συγχαίροντας την ταυτόχρονα για το κατόρθωμα της: «Χαίρε, Μαρίνα, ή λογική περιστερά του Θεού, ότι ένίκησας τόν πονηρόν και τον έχθρόν κατήσχυνας».
Μετά την μεγαλειώδη αυτή νίκη κατά του διαβόλου, η αγία αναπαύθηκε στο σκοτεινό κελί της με την καρδιακή ταραχή που ακολουθεί κάθε μεγάλη μάχη, αλλά και πνευματική ηρεμία ταυτόχρονα, μαζί και ταπείνωση, ενθυμούμενη τους λόγους του Κυρίου: «Ιδού δίδωμι υμίν τήν έξουσίαν του πατείν επάνω όφεων καί σκορπιών και επί πάσαν τήν δύναμιν του εχθρού, καί ουδέν ύμας ου μή άδικήση. Πλήν έν τούτω μή χαίρετε, ότι τά πνεύματα υμίν υποτάσσεται• χαίρεται δέ ότι τά ονόματα υμών έγράφη έν τοις ουρανοίς» (Λουκ. Γ, 19-20).
Την επομένη ημέρα νέα μαρτύρια περίμεναν την Αγία. Την κρέμασαν από τα χέρια και με αναμμένες λαμπάδες έκαιγαν το στήθος και τα πλευρά της. Κι έπειτα, την έριξαν με το κεφάλι προς τα κάτω μέσα σ’ ένα λέβητα γεμάτο νερό για να την πνίξουν. Αμέσως όμως έγινε σεισμός και ο φωτεινός σταυρός μαζί με το περιστέρι φάνηκαν και πάλι. Η Αγία ελευθερώθηκε από τα δεσμά της και με το που αναδύθηκε από το νερό δέχτηκε στο κεφάλι από το περιστέρι, αμάραντο λουλουδένιο στεφάνι. Έτσι, ο λέβητας εκείνος του μαρτυρίου με το νερό, μετατράπηκαν για την Αγία σε κολυμβήθρα αναγεννήσεως, αφού ακόμη δεν είχε προλάβει να δεχτεί το βάπτισμα, που τόσο ποθούσε, στο όνομα της Αγίας Τριάδος. Το πλήθος που παρακολουθούσε το μαρτύριο, βλέποντας το θαύμα πίστεψε στο Χριστό, και αμέσως ο Ολύμβριος διέταξε τον αποκεφαλισμό όλων των πιστών. Ταυτόχρονα, καταδίκασε και την αγία Μαρίνα να αποκεφαλιστεί με ξίφος. «Καί καταλαβούσα η άγια τόν τόπον της τελειώσεως, και επί πολύ προσευξαμένη, έτελειώθη».
Η μαρτυρική σορός της κηδεύτηκε με τιμές από κάποιον πιστό ονόματι Θεότιμο. Και όταν καθιεροοθηκε ο Χριστιανισμός, ανεγέρθηκε στην Αντιόχεια της Πισιδίας μεγαλοπρεπής ναός προς τιμήν της Αγίας Μαρίνας, στον οποίο αποθησαυρίστηκε και το τίμιο λείψανο της σε πολυτελή λειψανοθήκη, αποτελώντας πηγή πλείστων ιαμάτων προς δόξαν του Τριαδικού Θεού, στον οποίο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνησις, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Μαζί με τη Μαρίνα έχασαν τη ζωή τους περισσότεροι από δεκαπέντε χιλιάδες Χριστιανοί της επαρχίας Πισιδίας, των οποίων τη μνήμη εορτάζουμε την 16η Ιουλίου.
Αυτός ήταν ο βίος και το μαρτύριο της Αγίας μεγαλομάρτυρος Μαρίνας που η Εκκλησία μας με λαμπρότητα τιμά την μνήμη της στις 17 Ιουλίου.
* * *
Κατήγετο από την Αντιόχεια της Πισιδίας, από γονείς επιφανείς. Ο πατέρας της Αιδέσιος ήταν επίσημος ιερέας των ειδώλων, γνωστός σε όλους. Η μητέρα της πέθανε λίγες μέρες μετά τη γέννηση της μονάκριβης κόρης της Μαρίνας.
Ο πατέρας αναγκάσθηκε να εμπιστευθεί το βρέφος σε μια γυναίκα που κατοικούσε περί τα τρία χιλιόμετρα έξω από την πόλη, για να το θηλάζει. Τούτο ήταν οικονομία Θεού, γιατί μακρυά από το ειδωλολατρικό περιβάλλον του πατέρα της, καθώς μεγάλωνε άκουγε οι γύρω της να μιλούν για το Χριστό, να διηγούνται τα θαύματά Του, τα παθήματά Του, τον σταυρικό θάνατο που υπέστη και τη θαυμαστή Ανάσταση και Ανάληψή Του στον ουρανό. Η παιδική ψυχή της συγκινείτο από όλα αυτά και ρωτούσε και προσπαθούσε να μάθει όλο και περισσότερα για τη νέα πίστη. Άκουγε ότι οι ειδωλολάτρες κατεδίωκαν τους χριστιανούς και τους βασάνιζαν για να τους αναγκάζουν να θυσιάσουν στα είδωλα, αλλά εκείνοι αντιμετώπιζαν με θάρρος τα μαρτύρια και έμεναν πιστοί στον αληθινό Θεό. Μέσα της άρχισε να αυξάνει ο θαυμασμός της γι' αυτούς τους Μάρτυρες και όταν μεγάλωσε και έφθασε στα 15 της χρόνια, δεν δίσταζε να φανερώνει την πίστη της στον Χριστό και να μιλά για τον αληθινό Θεό, που έγινε άνθρωπος και πέθανε για τη σωτηρία μας. Ο ειδωλολάτρης πατέρας της όταν τα πληροφορήθηκε αυτά, δεν ήθελε καν να αντικρύσει το πρόσωπο της κόρης του και την απεκλήρωσε. Λυπόταν η ευλαβής κόρη το κατάντημα του πατέρα της να υπηρετεί ψεύτικους θεούς και να μη θέλει να ανοίξει τα μάτια του στο αληθινό Φως, στον Χριστό. Με τον καιρό γιγάντωσε ο πόθος της, αν χρειασθεί να μαρτυρήσει κι αυτή για τον Χριστό, όπως τόσοι άλλοι.
Έπαρχος το έτος 270 στα μέρη εκείνα ήταν ο Ολύβριος, που ήταν γνωστός για την αγριότητά του και το μίσος του εναντίον των χριστιανών, που τους θεωρούσε επικίνδυνους για την αυτοκρατορία. Όταν επισκέφθηκε την Αντιόχεια και έμαθε ότι η κόρη του επισήμου ιερέα των ειδώλων ήταν χριστιανή και παρασύρει και άλλους στην πίστη της, διέταξε να την συλλάβουν και να την οδηγήσουν μπροστά του να δικαστεί. Η αγνή κόρη προσευχόταν στο δρόμο να της δώσει ο Κύριος δύναμη και σοφία να κρατήσει την πίστη της μέχρι τέλους και να αντέξει τα βασανιστήρια. Όταν έφθασαν στο παλάτι, ο Έπαρχος τη ρώτησε να ειπεί το όνομά της και ποιον θεόν πιστεύει. Η χριστιανή κόρη με θάρρος του απάντησε: «Μαρίναν με λέγουσιν, της Πισιδίας γέννημα και θρέμμα, ελευθέρων γονέων τέκνον και εύχομαι να γίνω δούλη του Θεού και Σωτήρος μου Ιησού Χριστού, όστις έκαμεν όλον τον κόσμον». Ο Έπαρχος όταν είδε ότι με τις συμβουλές και τις υποσχέσεις δεν μπορούσε να της αλλάξει τις πεποιθήσεις της, άρχισε τις απειλές και τα μαρτύρια.
Επί ημέρες βασάνιζαν την αφοσιωμένη στον Χριστό αγνή κόρη. Κατά τη διάρκεια της ημέρας υπέφερε τα απάνθρωπα βασανιστήρια και τη νύχτα την έκλειναν στη φυλακή χωρίς τροφή. Εκεί στο σκοτεινό κελλί αντιμετώπιζε με θάρρος τις επιθέσεις του σατανά, που επεδίωκε «ως λέων ωρυόμενος» να την εκφοβίσει. Αλλά είχε και την παρηγορία και την ενίσχυση του Τιμίου Σταυρού, που ακτινοβολούσε ουράνιο φως και ιαματική χάρη.
Η Μέρτυς υπέφερε με γενναιότητα τους ραβδισμούς με αγκαθωτά ραβδιά, το ξέσχισμα του σώματός της με σιδερένια νύχια, το κρέμασμα στο ξύλο, τα καψίματα στις πλευρές και στο στήθος της με μεγάλες αναμμένες λαμπάδες, το βούτηγμα στο μεγάλο καζάνι και τόσα άλλα, που μετάτρεψαν το εφηβικό της σώμα σε μια αιμορροούσα πληγή. Πλήθη ανθρώπων παρακολουθούσαν τα μαρτύριά της με ποικίλα αισθήματα. Πού εύρισκε τη δύναμη το δεκαπεντάχρονο αυτό κορίτσι να τα αντιμετωπίζει με τόση ηρεμία και καρτερία όλα αυτά και επί πλέον να ευχαριστεί το Θεό που την αξιώνει για την αγάπη Του να υποφέρει! Την απάντηση την πήραν την τελευταία ημέρα του μαρτυρίου της. Όταν την έφεραν από τη φυλακή και την έστησαν και πάλι μπροστά στον Έπαρχο, δεν πίστευαν στα μάτια τους. Μα είναι αυτή η ίδια που μέχρι την προηγούμενη ημέρα της ξέσχιζαν το πρόσωπό της και ολόκληρο το σώμα της; Πώς δεν βλέπουν ούτε ίχνη από τις πληγές της; Κατάπληκτοι ακούν σε λίγο με παρρησία να αποκαλύπτει στον ηγεμόνα το τι συνέβη. «Μάθε ότι ο αληθινός και μόνος Θεός, που θεραπεύει ψυχές και σώματα, με θεράπευσε». Και σαν επιβεβαίωση των λόγων της, φοβερός σεισμός έσεισε τον τόπο και ακούστηκε φωνή από τον ουρανό, που καλούσε τη μάρτυρα να απολαύσει τον στέφανον της αφθαρσίας στα ουράνια σκηνώματα. Το πλήθος συγκλονίστηκε απ' όσα έβλεπε και άκουγε και πίστεψαν στον Χριστό χιλιάδες, που τον ομολογούσαν ως Θεόν τους και διεκήρυτταν ότι ήσαν και αυτοί έτοιμοι να θυσιαστούν για τον Χριστό.
Ο Έπαρχος πανικοβλήθηκε και πήρε την πιο απάνθρωπη απόφαση. Διέταξε τον στρατόν του να φονεύει χωρίς άλλη διαδικασία όποιον λέγει ότι πιστεύει τον Χριστό ως Θεό και δεν δέχεται να θυσιάζει στα είδωλα. Στον γενικό αυτό διωγμό, στην Επαρχία της Πισιδίας, μαρτύρησαν δέκα πέντε και πλέον χιλιάδες.
Η Εκκλησία μας δέχθηκε το ειδικό αυτό Βάπτισμα του αίματός τους, τους κατέταξε στη χορεία των Αγίων Μαρτύρων και τους εορτάζει την 16ην Ιουλίου, παραμονή της εορτής της Αγίας Μαρίνας.
Επί πλέον, ο Έπαρχος πρόσθεσε και ένα ακόμη κακούργημά του. Από φόβο μήπως αν παραταθεί η ζωή της Μαρίνας αυξηθεί ακόμη περισσότερο ο αριθμός των χριστιανών, έδωσε διαταγή να αποκεφαλισθεί. Έτσι η Μεγαλομάρτυς παρέδωκε την ψυχή της στον Νυμφίον της Χριστόν, το δε μαρτυρικό πάναγνο σώμα της το ενταφίασαν κρυφά οι χριστιανοί με βαθειά ευλάβεια. Αργότερα τα ιερά Λείψανά της μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και εφυλάσσοντο στον ναόν του Χριστού Παντεπόπτου μέχρι την κατάληψη της Πόλης από τους σταυροφόρους.
* *
Η μνήμη ενός Αγίου αποτελεί σημαντικό γεγονός για την Εκκλησία και ιδιαίτερα για την Ενορία, η οποία πανηγυρίζει και δέχεται την τιμή από τον Άγιο, στο όνομα του οποίου εγκαινιάσθηκε ο Ιερός Ναός της, αλλά και αφορμή χαράς, και επικοινωνίας μεταξύ των μελών της. Όπως είναι γνωστόν, ως ημέρα εορτής των αγίων επελέγη από την Εκκλησία η ημέρα της εξόδου τους από τον μάταιο αυτόν κόσμο, επειδή είναι η ημέρα κατά την οποία «γεννώνται» στην αιώνια θεία ζωή, την οποίαν άλλωστε βιώνουν από το ενταύθα. Αυτό δείχνει ότι οι Άγιοι, όπως όλοι οι άνθρωποι, εξακολουθούν να ζουν και μετά την έξοδο της ψυχής τους από το σώμα και αυτό αποδεικνύεται από τα άφθαρτα λείψανά τους, τα οποία ευωδιάζουν και θαυματουργούν. Σε όλη την επίγεια ζωή τους αγωνίσθηκαν να αποκτήσουν υπαρξιακή κοινωνία με τον Άγιο Τριαδικό Θεό και γι’ αυτό νικούν τον διάβολο και διαλύουν τις «μηχανές του» με την δύναμη της Χάριτος του Θεού που ενοικεί μέσα τους. Η αγία Μαρίνα σε κάποιες αγιογραφίες εικονίζεται να κρατά τον διάβολο από τα κέρατα, να τον εμπαίζη και να τον καταισχύνη. Αυτό φανερώνει ότι ο διάβολος είναι ανίσχυρος, αφού μπορούν με την δύναμη του Χριστού να τον νικήσουν και να τον εξευτελίσουν άνθρωποι φαινομενικά αδύναμοι, καθώς και μικρά παιδιά.
Η αγία Μαρίνα γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Πισιδίας στα χρόνια του αυτοκράτορα Κλαυδίου του Β (270 μ. Χ.). Η μητέρα της πέθανε λίγες μέρες μετά την γέννησή της και ο πατέρας της, που ήταν ιερέας των ειδώλων, ανέθεσε την ανατροφή της σε μία εξαιρετική γυναίκα χωρίς, βέβαια, να γνωρίζη ότι ήταν Χριστιανή. Έτσι η αγία Μαρίνα διδάχθηκε την αλήθεια του Ευαγγελίου από τα μικρά της χρόνια, και σε ηλικία δεκαπέντε ετών απεκάλυψε στον πατέρα της ότι είναι Χριστιανή. Εκείνος στην αρχή δοκίμασε έκπληξη και στην συνέχεια θυμό και αγανάκτηση και έπαψε να την θεωρή παιδί του. Ο έπαρχος Ολύμβριος δεν άργησε να πληροφορηθή το γεγονός και διέταξε να την συλλάβουν. Όταν όμως την είδε, θαμπώθηκε από την ομορφιά της και της ζήτησε να γίνη σύζυγός του, αφού πρώτα αρνηθή τον Χριστό. Εκείνη αντέδρασε έντονα και σε κάθε προσπάθειά του να την πείση να αποκηρύξη την πίστη της και να λατρεύση τα είδωλα, απαντούσε θαρραλέα «είμαι Χριστιανή». Τότε διέταξε και την βασάνισαν σκληρά. Της καταξέσχισαν σάρκες με ραβδιά, την κρέμμασαν και την φυλάκισαν και επειδή εξακολουθούσε να παραμένη σταθερή στην πίστη της την έκαψαν με αναμμένες λαμπάδες. Οι πληγές της όμως γιατρεύθηκαν αμέσως, με αποτέλεσμα πολλοί από τους παρευρισκομένους που είδαν το θαύμα να πιστεύσουν στον Χριστό. Τότε ο έπαρχος, τυφλωμένος από το μίσος, διέταξε να την αποκεφαλίσουν και με αυτόν τον τρόπο ετελειώθη και έλαβε τον στέφανο του μαρτυρίου.
Ο βίος και η πολιτεία της αγίας Μαρίνας μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε τα ακόλουθα.
Τα δημιουργήματα του Θεού είναι όλα «καλά λίαν». Το κακό που υπάρχει στον κόσμο δεν είναι δημιούργημα του Θεού, αλλά αποτέλεσμα της αμαρτίας, της παρακοής του ανθρώπου στο θέλημα του Θεού και της αποστασίας του εκ της αιωνίου θείας ζωής.
Οι δαίμονες ήσαν φωτεινοί άγγελοι (το αγγελικό τάγμα του Εωσφόρου), αλλά εξέπεσαν από την Χάρη του Θεού και σκοτίσθηκαν εξ αιτίας της υπερηφανίας τους. Προσπαθούν δε με διάφορους τρόπους και ποικίλα τεχνάσμα να παρασύρουν και τους ανθρώπους μακριά από τον Θεό. Δεν μπορούν όμως να βλάψουν κανέναν, εάν φυσικά δεν παραδοθή σε αυτούς με την θέλησή του, ούτε να αποκτήσουν εξουσία επάνω σε εκείνον ο οποίος αγωνίζεται να ζη σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Βεβαίως, ο Θεός παραχωρεί κατά καιρούς στον διάβολο την εξουσία να πειράζη τους πιστούς, γιατί έτσι δοκιμάζεται η ελευθερία τους, δυναμώνει η πίστη τους, ισχυροποείται η θέλησή τους και επιδίδονται με μεγαλύτερο ζήλο στον πνευματικό αγώνα. Αλλά και μαθαίνουν να προσεύχονται, επειδή στους πειρασμούς ο άνθρωπος συνηθίζει να καταφεύγη στον Θεό, την Παναγία και τους Αγίους και να ζητά την δύναμή τους και την προστασία τους. Δηλαδή ο διάβολος, άθελά του, γίνεται διδάσκαλος προσευχής.
Στις μέρες μας, δυστυχώς, παρατηρείται το λυπηρό φαινόμενο της ενασχόλησης νέων ανθρώπων, ακόμη και παιδιών, με την σατανολατρεία και όλα όσα σχετίζονται με αυτήν, με την μουσική που εξυμνεί τον διάβολο η μεταμφιέζονται σε δαίμονες κ.λ.π. Αλλά και αρκετοί πιστοί, καθώς και Κληρικοί, προτιμούν, όπως αποδεικνύεται από τον γραπτό και τον προφορικό τους λόγο, να ασχολούνται περισσότερο με τον διάβολο και τον αντίχριστο, παρά με τον Χριστό, με αποτέλεσμα να δημιουργήται σύγχυση μεταξύ των ανθρώπων, αλλά και φόβος στα παιδιά και στους ασθενεστέρους στην πίστη.
Το κήρυγμα της Εκκλησίας πρέπει να είναι θετικό, Χριστοκεντρικό, που σημαίνει ότι θα πρέπη να προβάλλη το πρόσωπο του Χριστού, να τονίζη το τι είναι ο Χριστός, αλλά και το πως μπορεί κανείς να αποκτήση υπαρξιακή κοινωνία μαζί Του. Ότι, δηλαδή, δεν είναι απλώς ένας καλός άνθρωπος, η ένας διδάσκαλος η ένας κοινωνικός επαναστάτης, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, αλλά ότι είναι ο Θεάνθρωπος Κύριος, το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, που ενώ είναι τέλειος Θεός, σαρκώθηκε και έγινε και τέλειος άνθρωπος, για να καταργήση τα έργα του διαβόλου και να λυτρώση τον άνθρωπο από την τυραννία της αμαρτίας, του διαβόλου και του θανάτου. Η κοινωνία με τον Χριστό κατορθώνεται μέσα στην Εκκλησία με την υπακοή, την μυστηριακή ζωή και την άσκηση.
Η υπερηφάνια απομακρύνει τον άνθρωπο από την Εκκλησία και την αληθινή λατρεία του Θεού και τον σπρώχνει στο να λατρεύη συνειδητά η ασυνείδητα τον διάβολο. Αντίθετα, δια της ταπεινώσεως επιτυγχάνεται «η κατά των δαιμόνων νίκη» και η σωτηρία.
Ἦχος πλ. α΄. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Τοῦ ἐχθροῦ τάς ἐνέδρας ρύμη διέφυγες, καί αὐτῶ προσπλακεῖσα ὑπερηκόντισας, καί ἐκ Θεοῦ τήν δαψιλή χάριν ἀπείληφας, ἀποσοβεῖν ἐκ τῶν πιστῶν, τάς νόσους τάς λυμαινώδεις, διό πρέσβευε τῷ Κυρίω, ὑπέρ ἠμῶν, Μαρίνα ἔνδοξε.
Ἀπολυτίκιον
Ἀνδρείαν καὶ φρόνησιν, σὺ κεκτημένη σεμνή, ἀνδρείως κατεπάτησας ὄφιν ἀρχέκακον, Μαρίνα πανεύφημε, ἤσχυνας Ὀλυμβρίου τᾶς πικρᾶς τιμωρίας, εὐφρανας Ἀσωμάτων τᾶς χορείας ἀθλοῦσα, διὸ ἀπαύστως πρέσβευε Χριστῷ, εἰς τὸ σωθήναι ἠμᾶς.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Μνηστευθεῖσα τῷ Λόγῳ Μαρίνα ἔνδοξε, τῶν ἐπιγείων τὴν σχέσιν πᾶσαν κατέλιπες, καὶ ἐνήθλησας λαμπρῶς ὡς καλλιπάρθενος· τὸν γὰρ ἀόρατον ἐχθρὸν κατεπάτησας στερρῶς ὀφθέντα σοὶ Ἀθληφόρε. Καὶ νῦν πηγάζεις τῷ κόσμῳ τῶν ἰαμάτων τὰ δωρήματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ἡ ἀμνάς σου Ἰησοῦ, κράζει μεγάλη τῇ φωνῇ. Σὲ Νυμφίε μου ποθῶ, καὶ σὲ ζητοῦσα ἀθλῶ, καὶ συσταυροῦμαι καὶ συνθάπτομαι τῷ βαπτισμῷ σου· καὶ πάσχω διὰ σέ, ὡς βασιλεύσω σὺν σοί, καὶ θνήσκω ὑπὲρ σοῦ, ἵνα καὶ ζήσω ἐν σοί· ἀλλ᾽ ὡς θυσίαν ἄμωμον προσδέχου τὴν μετὰ πόθου τυθεῖσάν σοι. Αὐτῆς πρεσβείαις, ὡς ἐλεήμων, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας κάλλεσι, πεποικιλμένη παρθένε, ἀκηράτοις στέμμασιν, ἐστεφανώθης Mαρίνα, αἵμασι, τοῦ μαρτυρίου δε φοινιχθεῖσα, θαύμασι καταλαμπρύνθης τῶν ἰαμάτων, καὶ τῆς νίκης τὰ βραβεῖα, ἐδέξω Μάρτυς χειρὶ τοῦ Κτίστου σου.
Ὁ Οἶκος
Τῷ νυμφίῳ Χριστῷ, ἔρωτι τῆς καρδίας σου ἀπὸ βρέφους σεμνὴ πυρποληθεῖσα, ἔδραμες, δορκὰς ὡς διψῶσα πηγαῖς ἀειρύτοις, Παρθενομάρτυς, καὶ τῇ ἀθλήσει σεαυτήν συντηρήσασα, ἐν τῷ ἀφθάρτῳ ὄντως τοῦ Κτίστου σου, νύμφη εὐκλεής, θαλάμῳ ἔφθασας ἐστολισμένη, πεποικιλμένη, στεφανηφόρος, νικητὴς λαμπαδηφόρος, εὐθαλής, ἀφθάρτου νυμφῶνος τυχοῦσα, καὶ δεξαμένη ὡς χρυσίον, βραβεῖα νίκης τῆς σῆς ἀθλήσεως.
Μεγαλυνάριον
Την Λαμπάδα πάντες Τη φαεινήν, και της παρθενίας, τον ασύλλητον θυσαυρόν, τη νύμφη Κυρίου, και Άσπιλον Αμνάδα, Μαρίναν την αγίαν, ύμνοις τιμήσωμεν.
Eπιπρέπει σοι, πώς αν είποις, Mαρίνα,
Σων αιμάτων έρευθος, α ξίφει χέεις.
Εβδομάτη δεκάτη Mαρίναν κτάνε φάσγανον οξύ.
Χεὶρ δημίου τέμνει σε Μαρῖνα ξίφει,
Χεὶρ Κυρίου χάριτι θείᾳ δὲ στέφει.
Ἑβδομάτῃ δεκάτῃ Μαρῖνα δειροτομήθη.
Δοξάζομέν σου Χριστέ, την πολλήν ευσπλαγχνίαν και την αγαθότητα, την εις ημάς γενομένην, ότι και γυναίκες κατήργησαν την πλάνην της ειδωλομανίας, δυνάμει του Σταυρού σου φιλάνθρωπε. Τύραννον ουκ επτοήθησαν, τον δόλιον κατεπάτησαν, ίσχυσαν δε οπίσω σου ελθείν, εις οσμήν μύρου σου έδραμον, πρεσβεύουσαι υπέρ των ψυχών ημών.
Μέσα εις το Πάνθεον των μαρτύρων και των ηρώων της Χριστιανικής μας Πίστεως, μίαν εξέχουσαν θέσιν κατέχει η μεγαλομάρτυς Αγία Μαρίνα, η οποία σαν ένα ολοφώτεινο αστέρι στολίζει το ουράνιο στερέωμα, και σαν ένα βαρύτατο διαμάντι πλουτίζει το νοητό στέμμα της αγίας μας Εκκλησίας.
Τέτοιοι ήρωες ποτέ δεν πεθαίνουν, δεν σβύνει η δόξα τους. Δεν μαραίνεται ποτέ το ψυχικό μεγαλείο τους. Ζουν μέσα στις ψυχές των χριστιανών με το φωτεινό παράδειγμά τους, με τους πειρασμούς και τας νίκας των, με τους αγώνας και τα υπερθαύματα τρόπαιά των, με την αήττητον και φλογεράν πίστιν των που μετακινεί όρη και συμπνίγει πάθη και καταισχύνει δαίμονας και κατατροπώνει εχθρούς.
Ζούν δια να προκαλούν τον θαυμασμόν, να συγκινούν και διδάσκουν, να διεγείρουν έθνη και λαούς εις έπαινον και δόξαν και λατρείαν του Βασιλέως του Χριστού. Θέλομεν αποδείξεις ζωντανές και χειροπιαστές της αλήθειας αυτής; Ιδού η πανένδοξος μνήμη της Μεγαλομάρτυρος Αγίας Μαρίνης. Χρόνια περνούν και χρόνια έρχονται. Χιλιάδες χρόνια.
Και ενώ «ου παραμένει ο πλούτος, ου συνοδεύει η δόξα» η Αγία Μαρίνα ίσταται αθάνατος εις την ενθύμησι των πιστών πανθαύμαστος και πολυΰμνητος αθλητής. Γενεαί την ψάλλουν. Ναοί κτίζονται και εορταί λαμπρύνονται. Πανηγύρεις στήνονται εις τιμήν και έπαινός της.
Κατήγετο από την Αντιόχεια της Πισιδίας, από γονείς επιφανείς. Ο πατέρας της Αιδέσιος ήταν επίσημος ιερέας των ειδώλων, γνωστός σε όλους. Η μητέρα της πέθανε λίγες μέρες μετά τη γέννηση της μονάκριβης κόρης της Μαρίνας.
Ο πατέρας αναγκάσθηκε να εμπιστευθεί το βρέφος σε μια γυναίκα που κατοικούσε περί τα τρία χιλιόμετρα έξω από την πόλη, για να το θηλάζει. Τούτο ήταν οικονομία Θεού, γιατί μακρυά από το ειδωλολατρικό περιβάλλον του πατέρα της, καθώς μεγάλωνε άκουγε οι γύρω της να μιλούν για το Χριστό, να διηγούνται τα θαύματά Του, τα παθήματά Του, τον σταυρικό θάνατο που υπέστη και τη θαυμαστή Ανάσταση και Ανάληψή Του στον ουρανό. Η παιδική ψυχή της συγκινείτο από όλα αυτά και ρωτούσε και προσπαθούσε να μάθει όλο και περισσότερα για τη νέα πίστη. Άκουγε ότι οι ειδωλολάτρες κατεδίωκαν τους χριστιανούς και τους βασάνιζαν για να τους αναγκάζουν να θυσιάσουν στα είδωλα, αλλά εκείνοι αντιμετώπιζαν με θάρρος τα μαρτύρια και έμεναν πιστοί στον αληθινό Θεό. Μέσα της άρχισε να αυξάνει ο θαυμασμός της γι' αυτούς τους Μάρτυρες και όταν μεγάλωσε και έφθασε στα 15 της χρόνια, δεν δίσταζε να φανερώνει την πίστη της στον Χριστό και να μιλά για τον αληθινό Θεό, που έγινε άνθρωπος και πέθανε για τη σωτηρία μας. Ο ειδωλολάτρης πατέρας της όταν τα πληροφορήθηκε αυτά, δεν ήθελε καν να αντικρύσει το πρόσωπο της κόρης του και την απεκλήρωσε. Λυπόταν η ευλαβής κόρη το κατάντημα του πατέρα της να υπηρετεί ψεύτικους θεούς και να μη θέλει να ανοίξει τα μάτια του στο αληθινό Φως, στον Χριστό. Με τον καιρό γιγάντωσε ο πόθος της, αν χρειασθεί να μαρτυρήσει κι αυτή για τον Χριστό, όπως τόσοι άλλοι.
Τα μαρτύρια της Αγίας.
Η Μαρίνα ήτο ηλικίας μόλις 15 ετών. Εις την Ανατολήν την εποχή εκείνη έπαρχος ήτο κάποιος Ολύβριος, άγριος και θηριόγνωμος άνθρωπος. Συνέβη ούτος να μεταβή από τα μέρη της Ασίας εις την Αντιόχειαν, και κατά τύχην είδε στο δρόμο την ωραία κόρη Μαρίνα, η οποία πήγαινε εις το πατρικό της ποίμνιον.
Τόση εντύπωση του έκαμε η ομορφιά της, ώστε κατελήφθη από δυνατό σαρκικό έρωτα και έβαλε στο νου του να την κάμη γυναίκα του, ο ασεβής και διατάζει να του την φέρουν εις το κριτήριον. Και καθώς την οδηγούσαν προσηύχετο εις τον δρόμον να της δώση ο Κύριος σοφίαν και δύναμιν να φυλάξη ως τέλος την ευσέειαν, να νικήση τα κολαστήρια, να στεφανωθή με τους αγίους μάρτυρας.
Οταν έφθασαν εις το παλάτι, την ρώτησε ο άρχων το όνομά της και ποιόν Θεό πίστευε. Η δε απαντούσε άφοβα, Μαρίνα με λένε, είμαι ελευθέρων γονέων τέκνον και εύχομαι να γίνω δούλη του Θεού και Σωτήρος μου Ιησού Χριστού. Ολοι οι εκεί παρευρισκόμενοι εθαύμασαν τόσο την ομορφιά της κόρης όσο και το μεγάλο θάρρος της.
Πλην όμως την εφυλάκισαν εως την άλλη μέρα γιατί είχαν μία επίσημη εορτή την άλλη μέρα και επρόκειτο να έλθουν όλοι οι κάτοικοι να προσφέρουν θυσία. Και τότε έφεραν και την Μαρίνα με την ελπίδα ότι θα θυσίαζε και αυτή εις τους ψεύτικους Θεούς όταν θάβλεπε όλους τους άλλους. Αλλά άδικα και ανόητα εσκέφθηκαν.
Εκείνη δεν εκινήθη από την θέσι της ούτε με τις κολακείες του άρχοντος, ούτε με τις παχυλές υποσχέσεις του ότι θα τις χάριζε μεγάλα πλούτη, αλλά ούτε τις απειλές φοβήθηκε ότι θα την βασανίση με χίλια βασανιστήρια. Αντιθέτως του απήντησε με μεγάλο θάρρος.
«Μην ελπίζης άδικα, Ηγεμών, ότι μπορώ να φοβηθώ τα μαρτύρια.
Καμμία θλίψις ή συμφορά ή ξίφος ή πυρ ή βίαιος θάνατος θα μπορεί να με χωρίσει από τον Χριστό μου. Ούτε η λάμψις του χρυσού και του πλούτου μπορούν να με δελεάσουν, γιατί όλα αυτά είναι φθαρτά και πρόσκαιρα, η δε ψυχή είναι αθάνατος και ποθεί τα αιώνια.
Γι’ αυτό εμείς οι χριστιανοί καταφρονούμεν τας απολαύσεις του κόσμου αυτού ως προσκαίρους και υπομένουμε τα λυπηρά και οδυνηρά της μιας ημέρας, για να κερδίσουμε την αθάνατο ζωή και την αιώνιο απόλαυσι. Και αν νομίζης ότι ψεύδομαι, εδώ είμαι, δοκίμασέ με, για να γνωρίσης και συ την αλήθεια από τα έργα.
Δείρε με σφάξε με, κάψε με, πνίξε με, τυράννισε μέ, με χίλια βασανιστήρια και όσο χειρότερα με βασανίζεις, τόσο με δοξάζει ο Χριστός στην μέλλουσα ζωή».
Αυτά και άλλα πολλά αφού άκουσε ο τύραννος, θέριεψε η άγρια καρδιά του από το θυμό, αλλά κρατήθηκε για λίγο ακόμη με την ελπίδα μήπως την δελεάση σαν γυναίκα απλή και απονήρευτη, και εξακολούθησε να την κολακεύη λέγων: Μαρίνα, σε παρακαλώ προσκύνησε τους Θεούς για να γλιτώσης από τα δεινά κολαστήρια και σου υπόσχομαι να σε πάρω για γυναίκα μου, να δοξασθής πιο πολύ από όλες τις γυναίκες της πόλεως και να έχεις πάσαν απόλαυσιν. Αυτά και άλλα παρόμοια εφλυάρει ο αφρονέστατος.
‘Επειτα όταν είδε ότι τον ενέπαιζε η αγία και κατεφρόνει τα λόγια του, δεν μπόρεσε πια να κρύψη την εσωτερική του αγριότητα και διατάζει τους στρατιώτας να την γυμνώσουν και να την δείρουν άσπλαχνα με αγκαθωτά ραβδιά σκληρά, τόσο σκληρά την έδειραν που η γη όλη κοκκίνησε από τα αίματα που έτρεχαν από την σάρκα της που την κατεξέσχιζαν.
Η Μάρτυς υπέφερε ανδρείως τους πόνους και ούτε εστένεξε ούτε δάκρυσε ούτε καν σκυθρώπασε καθόλου. Στεκόταν στερεά και αήττητος κυττάζουσα προς τον ουρανόν, και νοερώς επεκαλείτο την δύναμι και την βοήθεια του Θεού.
Αφού την έδειραν πολλή ώρα, διέταξε ο άρχων ο απάνθρωπος να την φυλακίσουν πάλι όχι από λύπη αλλά για να τη πεθάνη τόσο γρήγορα και να την ξαναβασανίση πάλι.
Και πράγματι την έρριξαν σε ένα σκοτεινό τόπο. Και ύστερα από μερικές μέρες την ξανάφεραν εις το κριτήριον και αφού την κρέμασαν, ξέσχισαν τα πλευρά της με σιδερένια νύχια.
Τόσο δεν την καταξέσχισαν, ώστε παραμορφώθηκε το σώμα της , και όχι μόνο ο λαός λυπήθηκε και συμπόνεσε και έκλαψε γι’ αυτήν, αλλά και αυτό ο θηριώδης Αρχων γύρισε το πρόσωπό του απ’ αυτήν γιατί δεν υπέφερε να βλέπη την ασχημία και την παραμόρφωσι της πρώην ωραιοτάτης και παγκάλου κόρης.
Την ξαναφυλάκισαν στον ίδιο σκοτεινό τόπο και την άφησαν χωρίς τροφή και χωρίς περιποίησι. Αλλ’ όμως όσο και αν το σώμα της παραμορφώθηκε και κουρελιάστηκε, η ψυχή της ανεκαινίσθη και λαμπροτέρα έγινε και ευχαριστούσε τον Κύριον με την προσευχή της που την αξίωσε να βασανιστή για την αγάπη του.
H δράσις του Σατανά.
Οταν είδε ο φθονερός διάβολος ότι ο υπηρέτης του, ο άρχων της πόλεως, δεν κατώρθωσε να νικήσει μία τρυφερή κόρη και να την αναγκάση να προσκυνήση τους Δαίμονας, θέλησε να δοκιμάσει ο ίδιος μήπως την νικήση. Μεταμορφώθηκε σε σχήμα μεγάλου και φοβερού δράκοντος και παρουσιάστηκε μπροστά της.
‘Εβγαζε φωτιά και φλόγες από το στόμα και τα μάτια του, τα δόντια του άσπρα και η γλώσσα κόκκινη σαν αίμα, σφύριζε δυνατά και έκαμνε κινήσεις και σχήματα φοβερώτατα για να τρομάξει τους πάντας.
Η Αγία όμως δεν φοβήθηκε και δεν έπαυσε την προσευχήν από την οποίαν προσπαθούσε να την εμποδίση ο μισόκαλος και παμπόνηρος διάβολος.
Και όταν είδε ότι δεν δειλίασε, αλλά προσηύχετο άφοβα, έτρεξε επάνω της και αφού πλάτυνε το στόμα του και την κοιλία του άρχισε να την καταπίνη.
Η Αγία όταν είδε ότι την κατάπιε εως την μέση προς στιγμήν ετρόμαξε, ευθύς όμως επικαλουμένη το όνομα του Σωτήρος Χριστού έκαμε σταυρό με το δεξί της χέρι στα σπλάχνα του Δράκοντος και ο σταυρός έσχισε την κοιλιά του σαν σπαθί δίστομο.
Και ο μεν δράκων αφού σχίστηκε στη μέση, έγινε άφαντος, η δε Μάρτυς έμεινε αβλαβής και έχαιρε ψάλλουσα προς τον Θεό δοξολογίας και νικητήρια.
Αλλά ο δαίμων δεν ησύχασε και δεν έπαυσε τας μηχανουργίας του και θέλησε να δοκιμάση και με άλλο τρόπο να πολεμήσει την μάρτυρα. Μετασχηματίσθηκε σε άνθρωπο ο μισάνθρωπος, έγινε μαύρος σαν Αιθίοπας και τέλος παρουσιάσθηκε σαν μαύρος σκύλος.
Η Μάρτυς άρπαξε αυτόν από τις τρίχες και με ένα σφυρί, πεταμένο κάπου εκεί, που βρήκε, τον κτύπησε στο κεφάλι και στην ράχι όπου τελείως τον αχρήστευσε.
Εως εδώ ήσαν τα μαρτύρια της Αγίας από το Σατανά τα οποία επέτρεψεν ο Κύριος να δοκιμάση δια να αποδειχθή το μεγαλείον της Αγίας και η μοχθηρότης αλλά και το ανίσχυρον του Διαβόλου.
Νέα μαρτύρια και τα αποτελέσματα των μαρτυρίων της.
Αφού λοιπόν νίκησε τον Σατανά η πάνσεμνος κόρη, ερρίφθη και πάλιν εις την φυλακήν.
Τότε ήλθαν εις την Αγίαν ουρανόθεν τα νικητήρια και ευαγγέλια σωτήρια και χαρμόσυνα, δηλ. Εφάνη Φως Μέγα και έλαμψε όλο το δεσμωτήριο, το οποίο φως εξήρχετο από ένα σταυρό όστις έφθανε από την γην εως τον ουρανό, επάνω δε από τον σταυρό πετούσε μιά άσπρη περιστερά καθαρά και αγνή.
Αυτά μου φαίνεται ότι εφανέρωναν το μυστήριον της Αγίας Τριάδος, το μεν φως εσήμαινε την δόξαν του Πατρός, ο σταυρός τον εσταυρωμένο Χριστό και η περιστερά το Πνεύμα το Αγιον, η οποία περιστερά κατέβηκε εως πλησίον της Αγίας και της λέγει: «Χαίρε Μαρίνα η λογική περιστερά του Θεού, ότι ενίκησας τον πονηρόν, και τον εχθρόν κατήσχυνας, Χαίρε δούλη πιστή και αγαθή του Κυρίου Σου, τον οποίον επόθησας εξ όλης της καρδίας σου, και εμίσησας πάσαν απόλαυσιν πρόσκαιρον. Χαίρε και ευφραίνου ότι έφθασεν η ημέρα να λάβης της νίκης τον στέφανον και να εισέλθης αξιοχρέως εστολισμένη με τας φρονίμους παρθένους εις τον Νυμφώνα του Νυμφίου και Βασιλέως σου.»
Με τα λόγια αυτά που ακούστηκαν από τον ουρανό, ανεκαινίσθη το σαρκίο της με την δροσιά του Αγίου Πνεύματος, και όλες οι πληγές της τελείως εθεραπεύθησαν, ώστε κανένα σημάδι δεν της έμεινε στο σώμα της. Η δε Αγία μέσα στη φυλακή διαρκώς προσηύχετο και ευχαριστούσε τον Παντοδύναμο Θεό.
Την επομένην ο ‘Επαρχος καθίσας εις τον θρόνο του μπροστά σ’ όλο το λαό της πόλεως διέταξε και έφεραν εκεί την Μάρτυρα, την οποία όταν είδε τελείως υγιή και χαρούμενη στο πρόσωπον, εθαύμασε και της λέγει: «Βλέπεις Μαρίνα, πως οι μεγάλοι Θεοί έχουν την φροντίδα σου και σπλαγχνισθέντες εις το κάλλος σου σε γιάτρευσαν; πρέπει και συ να μη φανής αχάριστη στους ευεργέτας σου, αλλά να τους δώσης αξίαν αντάμειψιν να γίνης ιέρειά των, να θυσιάζης εις αυτούς μαζί με τον πατέρα σου».
Η αγία του απαντά: «Εμένα δεν με γιάτρευσαν οι αναίσθητοι θεοί σου και ανίσχυροι, αλλά ο αληθής και ο μόνος Θεός, ‘Οστις θεραπεύει ψυχάς και σώματα, τον οποίον θέλω λατρεύει πάντοτε. Τούτον πρέπει να γνωρίσης και συ, και Αυτόν μόνον να προσκυνής ως αθάνατον, και να μισήσης των ειδώλων την πλάνην και την ματαιότητα».
Τότε διατάζει να την γυμνώσουν και να την κρεμάσουν εις το ξύλον να κατακάψουν με αναμμένας λαμπάδας το στήθος και τας πλευράς της. ‘Αντεξε θαρραλέα επί πολλή ώρα τους πόνους και τας αλγηδόνας ενώ την κατέκαιαν και προσευχόνταν με την καρδία της ευχαριστούσα τον Κύριον.
Υστερα από αυτό έφεραν, διαταγή του απάνθρωπου Αρχοντος, εις το μέσον ένα μεγάλο λέβητα και τον γέμισαν νερό. Ξεκρέμασαν από το ξύλον, της έδεσαν γερά τα χέρια και την βούτηξαν εις τον λέβητα κατακέφαλα για να την πνίξουν μεσ’ το νερό. Αλλά εις μάτην εκοπίασαν οι ανόητοι διότι όταν την βύθισαν μέσα στον λέβητα, εφώναξε λέγουσα: «Κύριε Ιησού Χριστέ, όστις έλυσας τα δεσμά του θανάτου και τους νεκρούς εξανέστησας, Εσύ Παντοδύναμε, επίβλεψον εις την δούλη Σου, και τους δεσμούς μου διάρρηξον, και ας μου γίνη το ύδωρ τούτο εις ζωήν αιώνιον και αναπλήρωσιν τουεπιθυμούμενου μοι βαπτίσματος, ίνα εκδυθώ τον παλαιόν άνθρωπον τον φθειρόμενον και ενδυθώ τον νέον και αθάνατον».
Και ενώ έτσι προσηύχετο η Αγία, αμέσως μεγάλος σεισμός έγινε και φάνηκε πάλι η πρώτη περιστερά επάνω από το νερό και στο στόμα της βαστούσε στέφανο, και καθισμένη επάνω εις τον φωτοφανή σταυρόν που εσχηματίσθηκε την ώρα αυτήν γύρω από την αγία ηκούσθη να λέγη εις επήκοον πάντων: «Ελθέ εις τας άνω μονάς του Παραδείσου, Μαρίνα Θεόνυμφε, να απολαύσης της αφθαρσίας τον στέφανον εις τα αγαπητά του Θεού σκηνώματα, να χαίρεσαι με τους αγίους χορεύουσα και ανεπαυομένη αιώνια».
Αυτήν την θεία φωνή ακούσαντες όλοι οι παριστάμενοι κάτοικοι της πόλεως έφριξαν και επίστευαν ευθύς εις τον Χριστόν, άνδρες και γυναίκες, μαζί πλήθος αμέτρητον και εφώναξαν μεγαλοφώνως, ότι ήσαν έτοιμοι να λάβουν δια τον Χριστόν, τον αληθινό Θεό, θάνατον.
Δεκαπέντε χιλιάδες Μάρτυρες.
Μόλις άκουσε ο Επαρχος ότι πολύς κόσμος ωμολογούσε τον Χριστό, Θεό και βασιλέα και βλασφημούσον και έβριζαν του βασιλείς και τους ψεύτικους Θεούς, διέταξε να θανατώσουν όσους πίστευσαν.
‘Ολοι αυτοί που πίστευσαν στον Χριστό έτρεχαν στην σφαγή σαν πρόβατα άκακα, και σκότωσαν άνδρες δέκα πέντε χιλιάδες (15.000), εκτός τις γυναίκες που δεν τις μέτρησαν και οι μάρτυρες αυτοί βαπτίσθηκαν με το άγιο αίμα τους, χωρίς να χρειαστούν άλλο βάπτισμα γενόμενοι θυσία στο Θεό πήγαν πανευτυχείς και τρισμακάριοι εις την αιώνιον βασιλείαν.
Ο δε αιμοβόρος και απάνθρωπος άρχων Ολύμβριος φοβούμενος μήπως πιστεύσουν και οι υπόλοιποι κάτοικοι της πόλεως αφήνοντας την Αγία ακόμη ζωντανή, έδωκε την διαταγή του να την σκοτώσουν με το ξίφος, και όταν την πήραν οι δήμιοι και την ωδήγησαν εις τον τόπον της εκτελέσεως η Αγία παρακάλεσε τον δήμιον που θα την σκότωνε, να της επιτρέψη λίγη ώρα να μιλήση προς τον συγκεντρωμένο πλήθος ολίγα λόγια, να κάμη και την τελευταία προσευχή της και κατόπι ο δήμιος να εκτελέση το καθήκον του.
Πράγματι τις έκαμε την χάρι και η Μαρίνα στραφίσα προς το πλήθος είπε: «Παρακαλώ σας, αδελφοί και φίλοι μου, ως αναξία δούλη του Υψίστου, ακούσατε προσεκτικά την μικρά μου παραίνεσιν. Ξεύρετε ότι ένας είναι μόνον ο αληθινός Θεός εν Πατρί και Υιώ και αγίω Πνεύματι θεωρούμενος και προσκυνούμενος και όστις πιστεύει εις Αυτόν μόνον σώζεται. Λοιπόν υπερβαίνοντας πάσαν την κτίσιν των ορωμένων και νοουμένων, υψώσατε τον νούν, και γνωρίσατε τον Πατέρα των φώτων, και τον μονογενή Υιόν και Λόγον αυτού, τον Κύριον ημών Ιησού Χριστόν, και το Πανάγιον Πνεύμα. Οτι αυτά τα τρία πρόσωπα είναι ένας Θεός ακατάληπτος και ουδείς σώζεται εις άλλο όνομα».
Τελευταία προσευχή και αποκεφαλισμός της Αγίας.
Αφού μίλησε η μάρτυς προς το πλήθος, σήκωσε κατόπιν τα μάτια της στον ουρανό και έκαμε την προσευχή της: «Αναρχε, αθάνατε άχρονε, ακατάληπτε και ανεξιχνίαστε Κύριε, Θεέ των όλων και Δημιουργέ πάσης Κτίσεως, προνοητά και Σωτήρ όλων, όπου εις Σε ελπίζουσι, ευχαριστώ Σοι, όπου με έφερες εις την ώραν ταύτην και ήγγισα εις τον στέφανον της δικαιοσύνης Σου. Υμνώ και ευλογώ την αναρίθμητον ευσπλαχνίαν και φιλανθρωπίαν Σου, όπου ηθέλησας να με συντάξης με τους εκλεκτούς δούλους Σου. Επίβλεψον και τώρα επ’ εμέ την ταπεινήν, Δέσποτα Θεέ, Κύριε του ελέους, Παντοκράτωρ και παντοδύναμε, επάκουσον της προσευχής μου και πλήρωσον μου τα αιτήματα εις έπαινον. Και τιμήν και δόξαν του υπεραγίου και προσκυνητού Σου ονόματος, χάρισαι την άφεσιν των αμαρτιών όλων εκείνων, όπου θέλουν οικοδομήσει Εκκλησίαν εις το όνομα της δούλης Σου, να λειτουργούν εις αυτήν προσευχόμενοι, ή γράφουσι το μαρτύριον της αθλήσέως μου, και το αναγινώσκουσι μετά πίστεως, μνημονεύοντες το όνομα της δούλης σου, και καρποφορούσιτο κατά δύναμιν όλων αυτών, λέγω όσοι θεραπεύουσι το οικητήριον του σώματός μου, όπου εμαρτύρησα δι’ αγάπην Σου, συγχώρησον τας αμαρτίας κατά το μέτρον της πίστεως αυτών και μη εγγίση χείρ κολαστήριος, ούτε πείνα, ουδέ θανατικόν ή άλλη βλάβη ψυχής ή σώματος και όσοι με θέλουν εορτάσει δοξολογούντες μετά πίστεως και Σου ζητήσουν σωτηρίαν και έλεος διά μέσου μου, χάρισαι τους εις τούτον τον κόσμο τα αγαθά Σου, να πορεύωνται προς αυτάρκειαν και αξίωσον αυτούς και της επουρανίου Βασιλείας Σου. Οτι Συ ει μόνος αγαθός και φιλάνθρωπος, και των αγαθών δοτήρ εις τους αιώνας, Αμήν.».
Και ενώ προσηύχετο τοιουτρόπως η Μάρτυς, έγινε πάλιν σεισμός και έπεσαν κατά γης πολλοί άνθρωποι, ομοίως και ο δήμιος όπου έμελλε να την θανατώση, έπεσεν έντρομος.
Ο δε Κύριος Ιησούς, της παραστάθηκε νοητώς με πλήθος Αγίων Αγγέλων και της λέγει: «Εχε θάρρος Μαρίνα και μη φοβάσαι, τις προσευχές σου άκουσα και όλα όσα ζήτησες τα έκαμα, και θα τα αποτελειώσω κατά καιρόν όπως ζήτησες και τώρα ήλθα να αναλάβω την ψυχήν σου εις τα ουράνια μακαρία εσύ, που για τους αμαρτωλούς παρεκάλεσες, έμενες ενώπιον μου αγνή, και βρήκες χάριν από μένα. Γι’ αυτό πολύς θα είναι ο μισθός σου εις τα ουράνια» .
Τότε η μακαρία ενεπλήσθη χαράς μεγάλης και αγαλλιάσεως, και λέγει εις τον δήμιον. Τελείωσε τώρα και εσύ επάνω μου ότι σε διέταξαν. Αυτός δε έτρεμε και δεν τολμούσε να σηκώση το ξίφος.
Αλλά αυτή τον εθάρρυνε και μετά βίας τον κατέπεισε, και έκοψε την αγία κεφαλή στις 17 Ιουλίου μηνός. Και το μεν Αγιον λείψανον παρέλαβον κρυφίως οι χριστιανοί και το έθαψαν αυτό τιμίως και ευσεβώς ως έπρεπε, η δε μακαρία Αυτής ψυχή απήλθε εις την ουράνιον δόξαν και μακαριότητα, ης γένοιτο πάντα ημάς επιτυχείν. Αμήν.
* * *
«Μέγα το κατόρθωμα τό σόν, μέγα και πανάριστον όντως, σου τό εκνίκημα φύσις γαρ ευπτόητος και ευταπείνωτος, τον αόρατον δράκοντα, το όρος το μέγα, νουν τόν πολυμήχανον, Μαρίνα σύ αληθώς, είλες ευτελές ώς στρουθίον, και καταπατούσα χορεύεις, νυν μετά Αγγέλων αξιάγαστε.»
Μέσα στην ουράνια παστάδα του νυμφίου Χριστού, «νύμφη περικαλλής», «βασίλισσα πεποικιλμένη», «στολισθείσα φαιδρώς» με την πορφύρα που έβαψε το αίμα της και «τόν παρθενίας χιτώνα, τό σώμα κοσμούσα, χρυσέον ώς ύφασμα», «διπλοίς στεφάνοις κοσμουμένη», ξεχωρίζει η «αμνάς του Ιησού» για της οποίας την καταγωγή και την άθληση «ή των Αντιοχέων πόλις έγκαυχάται», η μεγαλομάρτυς αγία Μαρίνα.
Πολλά τα εγκώμια που έχουν γραφτεί για τη χάρη της. Ο βίος της γραμμένος ελληνικά, με αρχή «Ουδέν ούτως ήδύνει και καθιλαρύνει ψυχήν», σώζεται σε δύο αγιορείτικα χειρόγραφα στις ιερές μονές Ιβήρων και Μεγίστης Λαύρας. Στη Μεγίστη Λαύρα σώζεται επίσης και άλλο μαρτύριο της, με αρχή «Ή της Αναστάσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού χάρις». Εξ’ άλλου, στη Μεγίστη Λαύρα και στην ιερά μονή Παντοκράτορος υπάρχει και ο ελληνικός «Λόγος εις την Αγίαν Μαρίναν» με αρχή «Και την Εκκλησίαν αρα, ής ό Χριστός κεφαλή» που έγραψε ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος ο Κύπριος. Επίσης, από τις παλαιότερες συνοπτικές καταγραφές της «αθλήσεως» της, είναι και εκείνες που σώζονται στο «Συναξάριο Κωνσταντινουπόλεως (9ος-10ος αι. μ.Χ.) καθώς και στο περίφημο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου (958-1025) του οποίου η συγγραφή αποδίδεται στον Συμεών τον Μεταφραστή περί τα έτη 961-964 μ.Χ.
Σταχυολογώντας πληροφορίες για την Αγία από τον Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, από το Μηναίο Ιουλίου, από τον Συναξαριστή του αγίου Νικόδημου του Αγιορείτου και από το Μηνολόγιο του Βασιλείου που ξεκινά με την φράση «Ή του Χριστού μάρτυς Μαρίνα», μπορούμε να συνοψίσουμε τον βίο της ως ακολούθως:
Η ένδοξη αγία μεγαλομάρτυς Μαρίνα γεννήθηκε λίγο μετά τα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα, στα σκοτεινά χρόνια των διωγμών, στην Αντιόχεια της Πισιδίας και μαρτύρησε επί Αυγούστου Κλαυδίου Β’ του Γοτθικού (268-270) το έτος 270 μ.Χ.
Η Αντιόχεια της Πισιδίας (αποκαλούμενη σήμερα Yalvac) απλωμένη στις πλαγιές της οροσειράς του Ταύρου, την εποχή εκείνη ήταν μία επιφανής ρωμαϊκή αποικία με μεγάλη εμπορική ανάπτυξη. Έφερε τον τίτλο: «Λαμπρότατη και σεβασμιωτάτη Αντιοχέων Κολωνία, αποικία Ρωμαίων», και οι κάτοικοι της αναγνωρίζονταν ως «Ρωμαίοι πολίτες».
Στην πόλη λατρεύονταν θεότητες ινδικής κυρίως προέλευσης, αλλά και φοινικικής. Στο πισιδικό πάνθεο κυριαρχούσαν η Αστάρτη και ο Δίας, ενώ οι κάτοικοι της Αντιόχειας έτρεφαν ιδιαίτερο σεβασμό στον ψευδοθεό Μην Ασκηνό, που τον θεωρούσαν προστάτη της γονιμότητας και του πολλαπλασιασμού ζώων και φυτών.
Μεταξύ των ετών 45 - 48 μ.Χ. ο απόστολος των εθνών Παύλος, στην διάρκεια της πρώτης αποστολικής περιοδείας του, έχοντας ως βοηθό του τον Βαρνάβα, ήρθαν στην Αντιόχεια της Πισιδίας και ευαγγελίστηκαν τον Λόγο του Κυρίου στην συναγωγή των Ιουδαίων. Οι Ιουδαίοι τους αντιμετώπισαν με δυσπιστία και τότε οι δύο απόστολοι στράφηκαν προς τους ειδωλολάτρες κατοίκους, οι οποίοι τους άκουσαν με ενθουσιασμό. Όταν οι Ιουδαίοι είδαν ότι οι εθνικοί ασπάστηκαν την διδασκαλία του Παύλου και «διεφέρετο ό λόγος του Κυρίου δι’ όλης της χώρας», εξέγειραν τους άρχοντες και κατεδίωξαν τους αποστόλους, βγάζοντας τους από τα σύνορα της πόλης. Τότε οι δύο απόστολοι ακολουθώντας την εντολή του Κυρίου: «Και όσοι εάν μή δέξωνται ύμας μηδέ άκούσωσιν υμών, έκπορευόμενοι εκείθεν εκτινά¬ξατε τόν χουν τόν ύποκάτω τών ποδών υμών εις μαρτύριον αύτοίς• αμήν λέγω ύμϊν, άνεκτότερον έσται Σοδόμοις ή Γο-μόρροις εν ήμερα κρίσεως ή τη πόλει εκείνη»
(Μάρκ. ΣΤ, 11), αποτίναξαν την σκόνη της Αντιόχειας που είχε συσσω-ρευθεί κάτω από τα υποδήματα τους και αναχώρησαν για το Ικόνιο (Πραξ. ΙΓ, 14-52).
Δύο αιώνες αργότερα, την εποχή που έζησε στην Αντιόχεια της Πισιδίας η Αγία Μαρίνα, η ειδωλολατρία επικρατούσε, ενω ο χριστιανισμός είχε γνωρίσει έναν από τους μεγαλύτερους διωγμούς του επί Δεκίου το έτος 250 μ.Χ.
Η Αγία ήταν μοναχοθυγατέρα κάποιου ιερέα των ειδώλων, του Αιδέσιου (ή Αιδέσιμου), και όταν έμεινε ορφανή από μητέρα στα δώδεκα της χρόνια, ο πατέρας της ανέθεσε την ανατροφή της σε κάποια καλή γυναίκα. Εκείνη η παραμάνα, που ήταν μία πιστή κρυπτοχριστιανή, μαζί με τα κανακέματα που αρμόζουν στα μικρά παιδιά και τις ιστορίες που τους λένε, ξεκίνησε να μιλά στη μικρή Μαρίνα και για τον Χριστό. Έτσι σιγά-σιγά η αγία, με τη στοργή και την αγάπη εκείνης της ευλαβικής και μακάριας γυναίκας, κατηχήθηκε στην χριστιανική πίστη. Οι λόγοι του Κυρίου που άκουγε με προσοχή και με δίψα μάθησης, εισχώρησαν στο εύφορο έδαφος της ψυχής της και ρίζωσαν γερά, σαν τον καλό σπόρο του Ευαγγελίου (Μάρκ. Γ’, 8). Σύντομα θα απέδιδαν πλούσιους καρπούς.
Μπορεί κανείς να φανταστεί τι μεγάλο ρήγμα δημιουργήθηκε στην σχέση πατέρα και κόρης, όταν η Μαρίνα ομολόγησε θαρρετά ότι ήταν Χριστιανή.
Ο Αιδέσιος, ο ειδωλολάτρης πατέρας της, όταν έμαθε την ακλόνητη μεταστροφή της στον Χριστιανισμό αμέσως την αποκλήρωσε. Όμως η Αγία δεν πτοήθηκε από το μίσος του γεννήτορα της. «Και έσεσθε μισούμενοι ύπό πάντων διά τό όνομα μου» (Ματθ. 1,22) ήταν οι λόγοι του Κυρίου που την παρηγορούσαν. Γνώριζε ότι ασπαζόμενη την χριστιανική πίστη, την μόνη αληθινή, θα ερχόταν αντιμέτωπη με τον πατέρα της ο οποίος όχι μόνον ήταν ειδωλολάτρης, αλλά και ιερέας των ψευδοθεών. Ο Κύριος είχε πει: «Μή νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γήν ούκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν. Ήλθον γάρ διχάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού και θυγατέρα κατά της μητρός… και εχθροί του άνθρωπου οί οικιακοί αυτού. Ό φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ έμέ ούκ εστι μου άξιος» (Ματθ. I, 34-37). Αυτά ήταν τα λόγια που οδηγούσαν πλέον την ζωή της και φλόγιζαν την επιθυμία της. Πατέρας της πλέον ήταν ο Ουράνιος Πατέρας όλων, και ήθελε αυτό σε όλους να το πει. Ήθελε να ομολογήσει την πίστη της και να μαρτυρήσει για το όνομα του Χριστού, προτρεπόμενη από τους λόγους Του: «Πάς ούν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν τών ανθρώπων, ομολογήσω κάγώ έν αύτώ, έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. I, 32).
Και εκείνη η ημέρα για την οποία ανυπομονούσε, έφθασε. Ήταν πλέον δέκα πέντε ετών η Μαρίνα και για να μπορεί να εξοικονομεί τον επιούσιο άρτο της έβοσκε πρόβατα. Βρισκόταν λοιπόν με το κοπάδι της σε έναν αγρό, όταν την είδε ο έπαρχος της πόλης Ολύμβριος που είχε βγει περίπατο στην εξοχή, θαμπωμένος από την ομορφιά της, που έμοιαζε ανώτερη από όλα τα λουλούδια εκείνου του αγρού, την ερωτεύτηκε αμέσως και πόθησε να την κάνει γυναίκα του. Ζήτησε λοιπόν να την οδηγήσουν στο ανάκτορο του.
Η νεαρή Μαρίνα ακολούθησε ήρεμα τους φρουρούς που την συνόδευαν στον έπαρχο. Καταλάβαινε ότι τα βήματα της δεν την κατεύθυναν προς έναν επίγειο νυμφίο. Ποτέ δεν θα γινόταν σύζυγος του Ολύμβριου. Αντίθετα, η οδός την οποία βάδιζε την οδηγούσε κατευθείαν στον Νυμφίο που ποθούσε η ψυχή της. Στον ουράνιο Νυμφίο Ιησού Χριστό. Επάνω στο Πανάγιο όνομα Του ακουμπούσε όλες τις ελπίδες της και έδιωχνε μακριά κάθε φόβο. «Ούτε ένα σπουργίτι δεν μπορεί να πέσει νεκρό στη γη χωρίς την θέληση του ουράνιου Πατέρα σας. Μη φοβάστε λοιπόν. Έχετε μεγαλύτερη αξία από πολλά σπουργίτια» (Ματθ. I, 29-32) είχε πει ο Κύριος Ιησούς. Εκείνος λοιπόν που φρόντιζε ξεχωριστά για κάθε ένα από τα δημιουργήματα Του, θα φρόντιζε και για εκείνην. Γνώριζε ότι και κάθε τρίχα της κεφαλής της ήταν μετρημένη από τον Κύριο.
Ενισχυμένη λοιπόν από αυτούς τους λόγους, η Μαρίνα βάδιζε άφοβα προς την κατοικία του ηγεμόνα. Ήταν οπλισμένη με την ασπίδα της πίστεως και την μάχαιρα του πνεύματος, τους λόγους δηλαδή του Κυρίου, που γνώριζε ότι θα την έσωζαν από κάθε δυσκολία. Θυμόταν την προτροπή του αποστόλου Παύλου: «Έπί πάσιν άναλαβόντες τόν θυρεόν της πίστεως, εν ώ δυνήσεσθε πάντα τά βέλη του πονηρού τά πεπυρωμένα σβέσαι» (προς Εφεσίους ΣΤ, 16). Δεν σκεφτόταν τι θα πει. Δεν προετοίμαζε στο μυαλό της απολογίες. Γνώριζε ότι με το που θα άνοιγε το στόμα της, το Πνεύμα το άγιο θα μιλούσε για εκείνην. Τι κι αν ήταν ένα αδύναμο κορίτσι; Τι κι αν έπρεπε να αντιμετωπίσει ολόκληρο ηγεμόνα; «Τά ασθενή του κόσμου εξελέξατο ό Θεός ίνα καταισχύνη τά ισχυρά» (Κορινθ. Α, 27) είχε πει ο απόστολος. Και αν δεν ήταν μόνον ο ηγεμόνας αλλά ήταν όλες οι δυνάμεις του πονηρού, και πάλι η Μαρίνα γνώριζε ότι μπορούσε να νικήσει ντυμένη την πανοπλία του Θεού. Ο θείος Παύλος και πάλι την προέτρεπε νοερά με τους λόγους του: «Ένδύσασθε τήν πανοπλίαν του Θεού προς τό δύνασθαι υμάς στήναι προς τάς μεθοδείας του διαβόλου• ότι ούκ εστίν ημίν η πάλη προς αίμα και σάρκα, αλλά πρός τάς αρχάς, πρός τάς εξουσίας, πρός τούς κοσμοκράτορας του σκότους» (Εφεσ. ΣΤ, 11-12).
Υπερασπιστής της στη θλιμμένη οδό που ακολουθούσε, θα ήταν ο ίδιος ο Χριστός. Εκείνος θα ελάφρυνε το βάρος του σταυρού, που η Αγία κουβαλούσε στους εφηβικούς της ώμους, ακολουθώντας τον Νυμφίο της καρδιάς της.
Η Αγία παρουσιάστηκε στον Ολύμβριο με σεμνότητα, και όταν ξεκίνησε η συζήτηση, η Μαρίνα έδωσε την απάντηση της με σύνεση στον έπαρχο, ομολογώντας του με θάρρος: «Της Πισιδίας είμαι γέννημα και θρέμμα, και τό του Κυρίου μου Ιησού Χρίστου επικαλούμαι όνομα». Αυτή η απάντηση άλλαξε αμέσως την διάθεση του Ολύμβριου και τα αισθήματα του απέναντι της. Διέταξε να την κλείσουν φυλακή μέχρι την επόμενη ημέρα που ξημέρωνε γιορτή και είχαν θυσία. Όμως μάταια έλπιζε. Ο ηγεμόνας έμοιαζε με εκείνους που «ήλλαξαν την δόξαν του άφθαρτου Θεού έν όμοιώματι εικόνος φθαρτού άνθρωπου και πετεινών και τετραπόδων και ερπετών, και έσεβάσθησαν και έλάτρευσαν τή κτίσει παρά τόν κτίσαντα» (Ρωμ. Α, 23-25). Η Αγία απεναντίας ως μόνον και μέγα Αρχιερέα στον οίκο του θεού αναγνώριζε τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό ο οποίος «μίαν υπέρ αμαρτιών προσενέγκας θυσίαν εις τό διηνεκές έκάθισεν εν δεξιά τού Θεού» (προς Εβρ. Δ, 14 και I, 12). Μόνο σε Αυτόν μπορούσε να θυσιάσει, και ως θύμα πρόσφερε τον ίδιο τον εαυτό της. Η Μαρίνα με την απολογία της σκόρπισε σαν καπνό κάθε μάταιη ελπίδα του ηγεμόνα. Τον κατατρόπωσε χλευάζοντας τα είδωλα για την ασθένεια και τη ματαιότητα τους, και δεν του άφησε περιθώριο αντιλογίας. Τότε ο Ολύμβριος την παρέδωσε στα χέρια των δημίων.
Την ξάπλωσαν κατά γης και την χτυπούσαν με αγκαθωτά ραβδιά, μέχρι που το αίμα της κοκκίνησε το χώμα. Έπειτα την φυλάκισαν, και λίγες ημέρες αργότερα την περίμενε νέο μαρτύριο. Την κρέμασαν από τα χέρια και ξέσχιζαν για ώρες το σώμα της με σιδερένια νύχια. Η Αγία όμως έδειχνε καρτερία• «ό δέ ύπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται» (Ματθ. I, 22) είχε πει ο Κύριος. Και η Μαρίνα θυμόταν αυτούς τους λόγους που την ενίσχυαν τώρα στις δύσκολες αυτές ώρες του μαρτυρίου. Δεν φοβόταν τους δημίους με τα σιδερένια νύχια που έφθειραν μόνο το χωμάτινο κορμί της, οργώνοντας το με αιμάτινα ρυάκια. Την ψυχή της που ανήκε στον Κύριο τίποτε και κανένας δεν μπορούσε να την βλάψει.
Βλέποντας την Αγία ακλόνητη στην πίστη της την έριξαν πάλι στο κελί της φυλακής. Και εκεί, εκείνο που δεν κατάφερε ο έπαρχος, προσπάθησε να το κατορθώσει, μάταια όμως, ο μισόκαλος διάβολος. Ενώ λοιπόν η αγία προσευχόταν στο δεσμωτήριο «έφάνη αύτη δράκων παμμεγέθης, έχων όφεις περί τόν τράχηλον αύτού, και συρίζων πέριξ της αγίας, ήπείλη καταπιείν αυτήν. Καί κατασφραγισαμένη καί ποιήσασα τόν τύπον του σταυρού, ενέκρωσεν αυτόν». (Μηναίο Βασιλείου). Στον συναξαριστή του αγίου Νικόδημου του αγιορείτου και, με μικρές παραλλαγές, στο μηναίο Ιουλίου αναφέρονται τα εξής: «Έγεινε δέ εκεί σεισμός μέγας, ώστε έσαλεύθη ή φυλακή, καί ιδού έμβηκεν από εν μέρος της φυλακής εις δράκων, ό όποιος έρπων κατά γής έκαμνε φοβερόν συρισμόν, καί έφάνη ότι έχυσε φωτίαν πέριξ τής άγιας. Επειδή δέ ή άγια έφοβήθη πολλά καί έγεινε σύντρομος διά τήν θεωρίαν ταύτην, προσηύχετο εις τόν θεόν όθεν ό φοβερός εκείνος δράκων μεταβληθείς, έφαίνετο ώς μαύρος τις σκύλος. Ή δέ μάρτυς άρπάσασα τούτον άπό τάς τρίχας, καί ευρούσα εκεί εν σφυρίον ερριμένον, εκτύπησεν αυτόν εις τήν κεφαλήν καί εις τήν ράχιν, καί τελείως αυτόν εταπείνωσε». Στο χειρόγραφο της Μεγίστης Λαύρας αναφέρεται ότι ο διάβολος παρουσιάστηκε σαν δράκοντας φοβερός. Από το στόμα και τα μάτια του έβγαιναν καπνοί και φωτιά, τα δόντια του ήταν άσπρα και η γλώσσα του κόκκινη σαν αίμα. Με θόρυβο και σφυρίγματα πλησίασε την αγία, κι εκείνης της φάνηκε ότι την κατάπιε μέχρι τη μέση. Έντρομη, επικαλέστηκε το σωτήριο όνομα του Χριστού και χρησιμοποιώντας ως δίστομη ρομφαία το σημείο του σταυρού, ξέσχισε την κοιλιά του και γλίτωσε. Στη συνέχεια ο δαίμονας της παρουσιάστηκε σαν σκύλος και η αγία χτυπώντας τον με ένα σφυρί, τον εταπείνωσε. Για τρίτη φορά προσπάθησε να την πειράξει ενώ προσευχόταν. Της παρουσιάστηκε σαν ένας τεράστιος μελαμψός άνδρας• την άρπαξε από τα χέρια και τη φοβέριζε ότι θα την σκοτώσει αν δεν σταματούσε τις προσευχές. Τότε αρπάζοντας τον η αγία από τα μαλλιά, τον χτύπησε και τον ανάγκασε να εξαφανιστεί. Αμέσως, όλη η φυλακή έλαμψε από ένα φωτεινό σταυρό που ένωνε γη και ουρανό, και ένα περιστέρι ανάγγειλε στην αγία το επικείμενο τέλος της, συγχαίροντας την ταυτόχρονα για το κατόρθωμα της: «Χαίρε, Μαρίνα, ή λογική περιστερά του Θεού, ότι ένίκησας τόν πονηρόν και τον έχθρόν κατήσχυνας».
Μετά την μεγαλειώδη αυτή νίκη κατά του διαβόλου, η αγία αναπαύθηκε στο σκοτεινό κελί της με την καρδιακή ταραχή που ακολουθεί κάθε μεγάλη μάχη, αλλά και πνευματική ηρεμία ταυτόχρονα, μαζί και ταπείνωση, ενθυμούμενη τους λόγους του Κυρίου: «Ιδού δίδωμι υμίν τήν έξουσίαν του πατείν επάνω όφεων καί σκορπιών και επί πάσαν τήν δύναμιν του εχθρού, καί ουδέν ύμας ου μή άδικήση. Πλήν έν τούτω μή χαίρετε, ότι τά πνεύματα υμίν υποτάσσεται• χαίρεται δέ ότι τά ονόματα υμών έγράφη έν τοις ουρανοίς» (Λουκ. Γ, 19-20).
Την επομένη ημέρα νέα μαρτύρια περίμεναν την Αγία. Την κρέμασαν από τα χέρια και με αναμμένες λαμπάδες έκαιγαν το στήθος και τα πλευρά της. Κι έπειτα, την έριξαν με το κεφάλι προς τα κάτω μέσα σ’ ένα λέβητα γεμάτο νερό για να την πνίξουν. Αμέσως όμως έγινε σεισμός και ο φωτεινός σταυρός μαζί με το περιστέρι φάνηκαν και πάλι. Η Αγία ελευθερώθηκε από τα δεσμά της και με το που αναδύθηκε από το νερό δέχτηκε στο κεφάλι από το περιστέρι, αμάραντο λουλουδένιο στεφάνι. Έτσι, ο λέβητας εκείνος του μαρτυρίου με το νερό, μετατράπηκαν για την Αγία σε κολυμβήθρα αναγεννήσεως, αφού ακόμη δεν είχε προλάβει να δεχτεί το βάπτισμα, που τόσο ποθούσε, στο όνομα της Αγίας Τριάδος. Το πλήθος που παρακολουθούσε το μαρτύριο, βλέποντας το θαύμα πίστεψε στο Χριστό, και αμέσως ο Ολύμβριος διέταξε τον αποκεφαλισμό όλων των πιστών. Ταυτόχρονα, καταδίκασε και την αγία Μαρίνα να αποκεφαλιστεί με ξίφος. «Καί καταλαβούσα η άγια τόν τόπον της τελειώσεως, και επί πολύ προσευξαμένη, έτελειώθη».
Η μαρτυρική σορός της κηδεύτηκε με τιμές από κάποιον πιστό ονόματι Θεότιμο. Και όταν καθιεροοθηκε ο Χριστιανισμός, ανεγέρθηκε στην Αντιόχεια της Πισιδίας μεγαλοπρεπής ναός προς τιμήν της Αγίας Μαρίνας, στον οποίο αποθησαυρίστηκε και το τίμιο λείψανο της σε πολυτελή λειψανοθήκη, αποτελώντας πηγή πλείστων ιαμάτων προς δόξαν του Τριαδικού Θεού, στον οποίο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνησις, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Μαζί με τη Μαρίνα έχασαν τη ζωή τους περισσότεροι από δεκαπέντε χιλιάδες Χριστιανοί της επαρχίας Πισιδίας, των οποίων τη μνήμη εορτάζουμε την 16η Ιουλίου.
Αυτός ήταν ο βίος και το μαρτύριο της Αγίας μεγαλομάρτυρος Μαρίνας που η Εκκλησία μας με λαμπρότητα τιμά την μνήμη της στις 17 Ιουλίου.
* * *
Κατήγετο από την Αντιόχεια της Πισιδίας, από γονείς επιφανείς. Ο πατέρας της Αιδέσιος ήταν επίσημος ιερέας των ειδώλων, γνωστός σε όλους. Η μητέρα της πέθανε λίγες μέρες μετά τη γέννηση της μονάκριβης κόρης της Μαρίνας.
Ο πατέρας αναγκάσθηκε να εμπιστευθεί το βρέφος σε μια γυναίκα που κατοικούσε περί τα τρία χιλιόμετρα έξω από την πόλη, για να το θηλάζει. Τούτο ήταν οικονομία Θεού, γιατί μακρυά από το ειδωλολατρικό περιβάλλον του πατέρα της, καθώς μεγάλωνε άκουγε οι γύρω της να μιλούν για το Χριστό, να διηγούνται τα θαύματά Του, τα παθήματά Του, τον σταυρικό θάνατο που υπέστη και τη θαυμαστή Ανάσταση και Ανάληψή Του στον ουρανό. Η παιδική ψυχή της συγκινείτο από όλα αυτά και ρωτούσε και προσπαθούσε να μάθει όλο και περισσότερα για τη νέα πίστη. Άκουγε ότι οι ειδωλολάτρες κατεδίωκαν τους χριστιανούς και τους βασάνιζαν για να τους αναγκάζουν να θυσιάσουν στα είδωλα, αλλά εκείνοι αντιμετώπιζαν με θάρρος τα μαρτύρια και έμεναν πιστοί στον αληθινό Θεό. Μέσα της άρχισε να αυξάνει ο θαυμασμός της γι' αυτούς τους Μάρτυρες και όταν μεγάλωσε και έφθασε στα 15 της χρόνια, δεν δίσταζε να φανερώνει την πίστη της στον Χριστό και να μιλά για τον αληθινό Θεό, που έγινε άνθρωπος και πέθανε για τη σωτηρία μας. Ο ειδωλολάτρης πατέρας της όταν τα πληροφορήθηκε αυτά, δεν ήθελε καν να αντικρύσει το πρόσωπο της κόρης του και την απεκλήρωσε. Λυπόταν η ευλαβής κόρη το κατάντημα του πατέρα της να υπηρετεί ψεύτικους θεούς και να μη θέλει να ανοίξει τα μάτια του στο αληθινό Φως, στον Χριστό. Με τον καιρό γιγάντωσε ο πόθος της, αν χρειασθεί να μαρτυρήσει κι αυτή για τον Χριστό, όπως τόσοι άλλοι.
Έπαρχος το έτος 270 στα μέρη εκείνα ήταν ο Ολύβριος, που ήταν γνωστός για την αγριότητά του και το μίσος του εναντίον των χριστιανών, που τους θεωρούσε επικίνδυνους για την αυτοκρατορία. Όταν επισκέφθηκε την Αντιόχεια και έμαθε ότι η κόρη του επισήμου ιερέα των ειδώλων ήταν χριστιανή και παρασύρει και άλλους στην πίστη της, διέταξε να την συλλάβουν και να την οδηγήσουν μπροστά του να δικαστεί. Η αγνή κόρη προσευχόταν στο δρόμο να της δώσει ο Κύριος δύναμη και σοφία να κρατήσει την πίστη της μέχρι τέλους και να αντέξει τα βασανιστήρια. Όταν έφθασαν στο παλάτι, ο Έπαρχος τη ρώτησε να ειπεί το όνομά της και ποιον θεόν πιστεύει. Η χριστιανή κόρη με θάρρος του απάντησε: «Μαρίναν με λέγουσιν, της Πισιδίας γέννημα και θρέμμα, ελευθέρων γονέων τέκνον και εύχομαι να γίνω δούλη του Θεού και Σωτήρος μου Ιησού Χριστού, όστις έκαμεν όλον τον κόσμον». Ο Έπαρχος όταν είδε ότι με τις συμβουλές και τις υποσχέσεις δεν μπορούσε να της αλλάξει τις πεποιθήσεις της, άρχισε τις απειλές και τα μαρτύρια.
Επί ημέρες βασάνιζαν την αφοσιωμένη στον Χριστό αγνή κόρη. Κατά τη διάρκεια της ημέρας υπέφερε τα απάνθρωπα βασανιστήρια και τη νύχτα την έκλειναν στη φυλακή χωρίς τροφή. Εκεί στο σκοτεινό κελλί αντιμετώπιζε με θάρρος τις επιθέσεις του σατανά, που επεδίωκε «ως λέων ωρυόμενος» να την εκφοβίσει. Αλλά είχε και την παρηγορία και την ενίσχυση του Τιμίου Σταυρού, που ακτινοβολούσε ουράνιο φως και ιαματική χάρη.
Η Μέρτυς υπέφερε με γενναιότητα τους ραβδισμούς με αγκαθωτά ραβδιά, το ξέσχισμα του σώματός της με σιδερένια νύχια, το κρέμασμα στο ξύλο, τα καψίματα στις πλευρές και στο στήθος της με μεγάλες αναμμένες λαμπάδες, το βούτηγμα στο μεγάλο καζάνι και τόσα άλλα, που μετάτρεψαν το εφηβικό της σώμα σε μια αιμορροούσα πληγή. Πλήθη ανθρώπων παρακολουθούσαν τα μαρτύριά της με ποικίλα αισθήματα. Πού εύρισκε τη δύναμη το δεκαπεντάχρονο αυτό κορίτσι να τα αντιμετωπίζει με τόση ηρεμία και καρτερία όλα αυτά και επί πλέον να ευχαριστεί το Θεό που την αξιώνει για την αγάπη Του να υποφέρει! Την απάντηση την πήραν την τελευταία ημέρα του μαρτυρίου της. Όταν την έφεραν από τη φυλακή και την έστησαν και πάλι μπροστά στον Έπαρχο, δεν πίστευαν στα μάτια τους. Μα είναι αυτή η ίδια που μέχρι την προηγούμενη ημέρα της ξέσχιζαν το πρόσωπό της και ολόκληρο το σώμα της; Πώς δεν βλέπουν ούτε ίχνη από τις πληγές της; Κατάπληκτοι ακούν σε λίγο με παρρησία να αποκαλύπτει στον ηγεμόνα το τι συνέβη. «Μάθε ότι ο αληθινός και μόνος Θεός, που θεραπεύει ψυχές και σώματα, με θεράπευσε». Και σαν επιβεβαίωση των λόγων της, φοβερός σεισμός έσεισε τον τόπο και ακούστηκε φωνή από τον ουρανό, που καλούσε τη μάρτυρα να απολαύσει τον στέφανον της αφθαρσίας στα ουράνια σκηνώματα. Το πλήθος συγκλονίστηκε απ' όσα έβλεπε και άκουγε και πίστεψαν στον Χριστό χιλιάδες, που τον ομολογούσαν ως Θεόν τους και διεκήρυτταν ότι ήσαν και αυτοί έτοιμοι να θυσιαστούν για τον Χριστό.
Ο Έπαρχος πανικοβλήθηκε και πήρε την πιο απάνθρωπη απόφαση. Διέταξε τον στρατόν του να φονεύει χωρίς άλλη διαδικασία όποιον λέγει ότι πιστεύει τον Χριστό ως Θεό και δεν δέχεται να θυσιάζει στα είδωλα. Στον γενικό αυτό διωγμό, στην Επαρχία της Πισιδίας, μαρτύρησαν δέκα πέντε και πλέον χιλιάδες.
Η Εκκλησία μας δέχθηκε το ειδικό αυτό Βάπτισμα του αίματός τους, τους κατέταξε στη χορεία των Αγίων Μαρτύρων και τους εορτάζει την 16ην Ιουλίου, παραμονή της εορτής της Αγίας Μαρίνας.
Επί πλέον, ο Έπαρχος πρόσθεσε και ένα ακόμη κακούργημά του. Από φόβο μήπως αν παραταθεί η ζωή της Μαρίνας αυξηθεί ακόμη περισσότερο ο αριθμός των χριστιανών, έδωσε διαταγή να αποκεφαλισθεί. Έτσι η Μεγαλομάρτυς παρέδωκε την ψυχή της στον Νυμφίον της Χριστόν, το δε μαρτυρικό πάναγνο σώμα της το ενταφίασαν κρυφά οι χριστιανοί με βαθειά ευλάβεια. Αργότερα τα ιερά Λείψανά της μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και εφυλάσσοντο στον ναόν του Χριστού Παντεπόπτου μέχρι την κατάληψη της Πόλης από τους σταυροφόρους.
* *
Η μνήμη ενός Αγίου αποτελεί σημαντικό γεγονός για την Εκκλησία και ιδιαίτερα για την Ενορία, η οποία πανηγυρίζει και δέχεται την τιμή από τον Άγιο, στο όνομα του οποίου εγκαινιάσθηκε ο Ιερός Ναός της, αλλά και αφορμή χαράς, και επικοινωνίας μεταξύ των μελών της. Όπως είναι γνωστόν, ως ημέρα εορτής των αγίων επελέγη από την Εκκλησία η ημέρα της εξόδου τους από τον μάταιο αυτόν κόσμο, επειδή είναι η ημέρα κατά την οποία «γεννώνται» στην αιώνια θεία ζωή, την οποίαν άλλωστε βιώνουν από το ενταύθα. Αυτό δείχνει ότι οι Άγιοι, όπως όλοι οι άνθρωποι, εξακολουθούν να ζουν και μετά την έξοδο της ψυχής τους από το σώμα και αυτό αποδεικνύεται από τα άφθαρτα λείψανά τους, τα οποία ευωδιάζουν και θαυματουργούν. Σε όλη την επίγεια ζωή τους αγωνίσθηκαν να αποκτήσουν υπαρξιακή κοινωνία με τον Άγιο Τριαδικό Θεό και γι’ αυτό νικούν τον διάβολο και διαλύουν τις «μηχανές του» με την δύναμη της Χάριτος του Θεού που ενοικεί μέσα τους. Η αγία Μαρίνα σε κάποιες αγιογραφίες εικονίζεται να κρατά τον διάβολο από τα κέρατα, να τον εμπαίζη και να τον καταισχύνη. Αυτό φανερώνει ότι ο διάβολος είναι ανίσχυρος, αφού μπορούν με την δύναμη του Χριστού να τον νικήσουν και να τον εξευτελίσουν άνθρωποι φαινομενικά αδύναμοι, καθώς και μικρά παιδιά.
Η αγία Μαρίνα γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Πισιδίας στα χρόνια του αυτοκράτορα Κλαυδίου του Β (270 μ. Χ.). Η μητέρα της πέθανε λίγες μέρες μετά την γέννησή της και ο πατέρας της, που ήταν ιερέας των ειδώλων, ανέθεσε την ανατροφή της σε μία εξαιρετική γυναίκα χωρίς, βέβαια, να γνωρίζη ότι ήταν Χριστιανή. Έτσι η αγία Μαρίνα διδάχθηκε την αλήθεια του Ευαγγελίου από τα μικρά της χρόνια, και σε ηλικία δεκαπέντε ετών απεκάλυψε στον πατέρα της ότι είναι Χριστιανή. Εκείνος στην αρχή δοκίμασε έκπληξη και στην συνέχεια θυμό και αγανάκτηση και έπαψε να την θεωρή παιδί του. Ο έπαρχος Ολύμβριος δεν άργησε να πληροφορηθή το γεγονός και διέταξε να την συλλάβουν. Όταν όμως την είδε, θαμπώθηκε από την ομορφιά της και της ζήτησε να γίνη σύζυγός του, αφού πρώτα αρνηθή τον Χριστό. Εκείνη αντέδρασε έντονα και σε κάθε προσπάθειά του να την πείση να αποκηρύξη την πίστη της και να λατρεύση τα είδωλα, απαντούσε θαρραλέα «είμαι Χριστιανή». Τότε διέταξε και την βασάνισαν σκληρά. Της καταξέσχισαν σάρκες με ραβδιά, την κρέμμασαν και την φυλάκισαν και επειδή εξακολουθούσε να παραμένη σταθερή στην πίστη της την έκαψαν με αναμμένες λαμπάδες. Οι πληγές της όμως γιατρεύθηκαν αμέσως, με αποτέλεσμα πολλοί από τους παρευρισκομένους που είδαν το θαύμα να πιστεύσουν στον Χριστό. Τότε ο έπαρχος, τυφλωμένος από το μίσος, διέταξε να την αποκεφαλίσουν και με αυτόν τον τρόπο ετελειώθη και έλαβε τον στέφανο του μαρτυρίου.
Ο βίος και η πολιτεία της αγίας Μαρίνας μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε τα ακόλουθα.
Τα δημιουργήματα του Θεού είναι όλα «καλά λίαν». Το κακό που υπάρχει στον κόσμο δεν είναι δημιούργημα του Θεού, αλλά αποτέλεσμα της αμαρτίας, της παρακοής του ανθρώπου στο θέλημα του Θεού και της αποστασίας του εκ της αιωνίου θείας ζωής.
Οι δαίμονες ήσαν φωτεινοί άγγελοι (το αγγελικό τάγμα του Εωσφόρου), αλλά εξέπεσαν από την Χάρη του Θεού και σκοτίσθηκαν εξ αιτίας της υπερηφανίας τους. Προσπαθούν δε με διάφορους τρόπους και ποικίλα τεχνάσμα να παρασύρουν και τους ανθρώπους μακριά από τον Θεό. Δεν μπορούν όμως να βλάψουν κανέναν, εάν φυσικά δεν παραδοθή σε αυτούς με την θέλησή του, ούτε να αποκτήσουν εξουσία επάνω σε εκείνον ο οποίος αγωνίζεται να ζη σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Βεβαίως, ο Θεός παραχωρεί κατά καιρούς στον διάβολο την εξουσία να πειράζη τους πιστούς, γιατί έτσι δοκιμάζεται η ελευθερία τους, δυναμώνει η πίστη τους, ισχυροποείται η θέλησή τους και επιδίδονται με μεγαλύτερο ζήλο στον πνευματικό αγώνα. Αλλά και μαθαίνουν να προσεύχονται, επειδή στους πειρασμούς ο άνθρωπος συνηθίζει να καταφεύγη στον Θεό, την Παναγία και τους Αγίους και να ζητά την δύναμή τους και την προστασία τους. Δηλαδή ο διάβολος, άθελά του, γίνεται διδάσκαλος προσευχής.
Στις μέρες μας, δυστυχώς, παρατηρείται το λυπηρό φαινόμενο της ενασχόλησης νέων ανθρώπων, ακόμη και παιδιών, με την σατανολατρεία και όλα όσα σχετίζονται με αυτήν, με την μουσική που εξυμνεί τον διάβολο η μεταμφιέζονται σε δαίμονες κ.λ.π. Αλλά και αρκετοί πιστοί, καθώς και Κληρικοί, προτιμούν, όπως αποδεικνύεται από τον γραπτό και τον προφορικό τους λόγο, να ασχολούνται περισσότερο με τον διάβολο και τον αντίχριστο, παρά με τον Χριστό, με αποτέλεσμα να δημιουργήται σύγχυση μεταξύ των ανθρώπων, αλλά και φόβος στα παιδιά και στους ασθενεστέρους στην πίστη.
Το κήρυγμα της Εκκλησίας πρέπει να είναι θετικό, Χριστοκεντρικό, που σημαίνει ότι θα πρέπη να προβάλλη το πρόσωπο του Χριστού, να τονίζη το τι είναι ο Χριστός, αλλά και το πως μπορεί κανείς να αποκτήση υπαρξιακή κοινωνία μαζί Του. Ότι, δηλαδή, δεν είναι απλώς ένας καλός άνθρωπος, η ένας διδάσκαλος η ένας κοινωνικός επαναστάτης, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, αλλά ότι είναι ο Θεάνθρωπος Κύριος, το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, που ενώ είναι τέλειος Θεός, σαρκώθηκε και έγινε και τέλειος άνθρωπος, για να καταργήση τα έργα του διαβόλου και να λυτρώση τον άνθρωπο από την τυραννία της αμαρτίας, του διαβόλου και του θανάτου. Η κοινωνία με τον Χριστό κατορθώνεται μέσα στην Εκκλησία με την υπακοή, την μυστηριακή ζωή και την άσκηση.
Η υπερηφάνια απομακρύνει τον άνθρωπο από την Εκκλησία και την αληθινή λατρεία του Θεού και τον σπρώχνει στο να λατρεύη συνειδητά η ασυνείδητα τον διάβολο. Αντίθετα, δια της ταπεινώσεως επιτυγχάνεται «η κατά των δαιμόνων νίκη» και η σωτηρία.
Ἦχος πλ. α΄. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Τοῦ ἐχθροῦ τάς ἐνέδρας ρύμη διέφυγες, καί αὐτῶ προσπλακεῖσα ὑπερηκόντισας, καί ἐκ Θεοῦ τήν δαψιλή χάριν ἀπείληφας, ἀποσοβεῖν ἐκ τῶν πιστῶν, τάς νόσους τάς λυμαινώδεις, διό πρέσβευε τῷ Κυρίω, ὑπέρ ἠμῶν, Μαρίνα ἔνδοξε.
Ἀπολυτίκιον
Ἀνδρείαν καὶ φρόνησιν, σὺ κεκτημένη σεμνή, ἀνδρείως κατεπάτησας ὄφιν ἀρχέκακον, Μαρίνα πανεύφημε, ἤσχυνας Ὀλυμβρίου τᾶς πικρᾶς τιμωρίας, εὐφρανας Ἀσωμάτων τᾶς χορείας ἀθλοῦσα, διὸ ἀπαύστως πρέσβευε Χριστῷ, εἰς τὸ σωθήναι ἠμᾶς.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Μνηστευθεῖσα τῷ Λόγῳ Μαρίνα ἔνδοξε, τῶν ἐπιγείων τὴν σχέσιν πᾶσαν κατέλιπες, καὶ ἐνήθλησας λαμπρῶς ὡς καλλιπάρθενος· τὸν γὰρ ἀόρατον ἐχθρὸν κατεπάτησας στερρῶς ὀφθέντα σοὶ Ἀθληφόρε. Καὶ νῦν πηγάζεις τῷ κόσμῳ τῶν ἰαμάτων τὰ δωρήματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ἡ ἀμνάς σου Ἰησοῦ, κράζει μεγάλη τῇ φωνῇ. Σὲ Νυμφίε μου ποθῶ, καὶ σὲ ζητοῦσα ἀθλῶ, καὶ συσταυροῦμαι καὶ συνθάπτομαι τῷ βαπτισμῷ σου· καὶ πάσχω διὰ σέ, ὡς βασιλεύσω σὺν σοί, καὶ θνήσκω ὑπὲρ σοῦ, ἵνα καὶ ζήσω ἐν σοί· ἀλλ᾽ ὡς θυσίαν ἄμωμον προσδέχου τὴν μετὰ πόθου τυθεῖσάν σοι. Αὐτῆς πρεσβείαις, ὡς ἐλεήμων, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας κάλλεσι, πεποικιλμένη παρθένε, ἀκηράτοις στέμμασιν, ἐστεφανώθης Mαρίνα, αἵμασι, τοῦ μαρτυρίου δε φοινιχθεῖσα, θαύμασι καταλαμπρύνθης τῶν ἰαμάτων, καὶ τῆς νίκης τὰ βραβεῖα, ἐδέξω Μάρτυς χειρὶ τοῦ Κτίστου σου.
Ὁ Οἶκος
Τῷ νυμφίῳ Χριστῷ, ἔρωτι τῆς καρδίας σου ἀπὸ βρέφους σεμνὴ πυρποληθεῖσα, ἔδραμες, δορκὰς ὡς διψῶσα πηγαῖς ἀειρύτοις, Παρθενομάρτυς, καὶ τῇ ἀθλήσει σεαυτήν συντηρήσασα, ἐν τῷ ἀφθάρτῳ ὄντως τοῦ Κτίστου σου, νύμφη εὐκλεής, θαλάμῳ ἔφθασας ἐστολισμένη, πεποικιλμένη, στεφανηφόρος, νικητὴς λαμπαδηφόρος, εὐθαλής, ἀφθάρτου νυμφῶνος τυχοῦσα, καὶ δεξαμένη ὡς χρυσίον, βραβεῖα νίκης τῆς σῆς ἀθλήσεως.
Μεγαλυνάριον
Την Λαμπάδα πάντες Τη φαεινήν, και της παρθενίας, τον ασύλλητον θυσαυρόν, τη νύμφη Κυρίου, και Άσπιλον Αμνάδα, Μαρίναν την αγίαν, ύμνοις τιμήσωμεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου