Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2019

᾿Αγιος Μεσρώπιος (Μεσρὼπ) ᾿Αρμενίας ὁ Μεταφραστὴς καὶ Ἱεραπόστολος. Ημέρα Μνήμης: 19 Φεβρουαρίου.

᾿Αγιος Μεσρώπιος (Μεσρὼπ) ᾿Αρμενίας ὁ Μεταφραστὴς καὶ Ἱεραπόστολος. Ημέρα Μνήμης: 19 Φεβρουαρίου.


Μία σειρὰ ἱστορικῶν μαρτυριῶν (στὰ ἀρμενικά, συριακά, ἑλληνικὰ καὶ λατινικά), ἐπιβεβαιώνουν τὸ γεγονός, ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ μας ἐκήρυξαν στὴν Ἀρμενία οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι Θαδδαῖος καὶ Βαρθολομαῖος, οἱ ὁποῖοι ἐσφράγισαν ἀμφότεροι τὸ κήρυγμά τους μὲ μαρτυρικὸ θάνατο καὶ θεωροῦνται οἱ Ἱδρυτὲς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀρμενίας. Χριστιανικὲς Κοινότητες εἶχαν ἐμφανισθῆ ἤδη ἀπὸ τὸ 40 μ.Χ.

Στὶς ἀρχές τοῦ Δ' αἰ., ἡ Ἀρμενία ἔγινε τὸ πρῶτο Κράτος στὴν ἱστορία, τὸ ὁποῖο υἱοθέτησε τὸν Χριστιανισμὸ ὡς ἐπίσημη θρησκεία. Ὁ Τιριδάτης Γ΄ ὁ Μέγας (250 - 330), πρώην φανατικὸς διώκτης τῶν Χριστιανῶν, μεταστράφηκε στὴν Πίστι χάρι στὰ θαύματα καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Γρηγορίου, Ἐπισκόπου τῆς Μεγάλης Ἀρμενίας († Μνήμη: 30ὴ Σεπτεμβρίου) καὶ ἔγινε ὁ πρῶτος Μονάρχης, ὁ ὁποῖος ἐκχριστιάνισε ἐπισήμως τοὺς ὑπηκόους του, δέκα ἔτη πρὶν ἀπὸ τὴν παῦσι τῶν διωγμῶν τοῦ Γαλερίου (311) καὶ τριάντα χρόνια προτοῦ ὁ Χριστιανισμὸς νὰ γίνη «ἐπιτρεπομένη θρησκεία» στὴν Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία μὲ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο.

Ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ Δ' αἰ. μέχρι τὰ μέσα καὶ πλέον τοῦ Ε' αἰ., ἐκτυλίσσεται μία ἀπὸ τὶς δυσκολώτερες καὶ ἀποφασιστικῆς σημασίας περιόδους τῆς ἱστορίας τοῦ Ἀρμενικοῦ λαοῦ.

Ἡ Χριστιανικὴ Ἀρμενία, ἡ ὁποία ἦταν ὑποτελὴς καὶ σύμμαχος τοῦ Βυζαντίου, καταπατήθηκε κατὰ τοὺς πολέμους μεταξὺ Περσίας καὶ Βυζαντίου. Μετὰ τὴν ἧττα τῶν Βυζαντινῶν, τὸ ἀνατολικό, μεγαλύτερο μέρος τῆς Ἀρμενίας ἔγινε ὑποτελὴς στὴν Περσία, καὶ ἀργότερα, μὲ τὴν κατάρρευσι τοῦ Βασιλείου τῆς Ἀρμενίας τὸ ἔτος 428, ἐνσωματώθηκε στὴν Περσικὴ Αὐτοκρατορία τῶν Σασσανιδῶν, ὡς περσικὴ Ἐπαρχία.

Μετὰ ὅμως τὴν ἀρμενικὴ ἐξέγερσι, ἡ ὁποία κορυφώθηκε στὴν Μάχη τοῦ Βαρτανάντζ τὸ ἔτος 451, οἱ Χριστιανοὶ Ἀρμένιοι διετήρησαν τὴν θρησκευτική τους ἐλευθερία καὶ παραχωρήθηκε στὴν περιοχὴ καθεστὼς αὐτονομίας.

Τὸ δὲ δυτικὸ τμῆμα τοῦ Βασιλείου τῆς
Ἀρμενίας ἐνσωματώθηκε στὴν Βυζαντινὴ
Αὐτοκρατορία καὶ ὠργανώθηκε σὲ τέσσερα Θέματα ἀπὸ τὸν Ἰουστινιανό. Ἂν παρ᾿ ὅλα τὰ γεγονότα αὐτά, διατηρῆται καὶ μάλιστα ἀναπτύσσεται μία βαθειὰ Χριστιανική, ἐθνικὴ αὐτοσυνειδησία, ὡς καὶ μία πολιτιστικὴ προσπάθεια καὶ ἄνθησις, αὐτὸ ὀφείλεται ἐν πολλοῖς στὸ θεόπνευστο ἔργο τῶν Ἁγίων Ἰσαὰκ  († 439, Μνήμη: 5 Σεπτεμβρίου) καὶ Μαθητοῦ αὐτοῦ Μεσρωπίου.

Ὁ Ἅγιος Μεσρώπιος γέννηθηκε τὸ ἔτος 360 (ἢ 362) στὸ Χατσεκὰτς τῆς ἐπαρχίας Ταρών, ἀπὸ πριγκιπικὴ εὐσεβῆ οἰκογένεια τοῦ Βασιλείου τῆς Ἀρμενίας. Ἦταν ἀνηψιὸς τοῦ Καθολικοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Χουσσὶκ († Μνήμη: 30ὴ Σεπτεμβρίου, † 348). Ἔλαβε στὸ ἅγιο Βάπτισμα τὸ ὄνομα Μασδότος (Μασδότζ). Ἔκαμε λαμπρὲς σπουδὲς στὰ συριακὰ καὶ ἑλληνικὰ Γράμματα καὶ ἐν συνεχείᾳ ἠκολούθησε διοικητικὴ σταδιοδρομία ὡς Γραμματεὺς τοῦ Βασιλέως Χοσρὸβ Δ΄ (387 - 389 καὶ 417 - 418), τὰ Διατάγματα τοῦ ὁποίου μετέγραφε σὲ ἑλληνικὴ καὶ συριακὴ γραφή.

Ὁ Μασδότος ἐγκατέλειψε ὅμως συντόμως τὸ ἐπάγγελμα αὐτό, ὑπὸ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ ἐξαδέλφου του Ἁγίου Ἰσαάκ, ὁ ὁποῖος
μόλις εἶχε χειροτονηθῆ Καθολικὸς (387 - 428). Ἀσπάσθηκε τὸν μονήρη βίο στὴν Μονή, τῆς ὁποίας προΐστατο ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ, μετονομασθεὶς Μεσρώπιος, καὶ χειροτονήθηκε Ἱερομόναχος. Ἀνεχώρησε στὴν ἔρημο, ὅπου ἔζησε μία πολὺ αὐστηρὴ ἀσκητικὴ ζωή, «νηστείᾳ, ἀγρυπνίᾳ, προσευχῇ, οὐράνια χαρίσματα λαβών» ἐντρυφῶν στὴν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

Δὲν ἄργησαν νὰ ἔλθουν πλησίον του πολλοὶ μαθητές, ἑλκόμενοι ἀπὸ τὴν ἀκτινοβολία τῆς ἁγιότητός του, οἱ ὁποῖοι τὸν ἔπεισαν ἀργότερα νὰ μεταβῆ νὰ κηρύξη τὸ Εὐαγγέλιο στὴν περιοχὴ Γκογκχθέν, στὸ βόρειο τμῆμα τοῦ Βασιλείου, ὅπου ἡ εἰδωλολατρία ἦταν ἀκόμη εὐρέως διαδεδομένη.

Ὁ Ἅγιος διεπίστωσε τότε, ὅτι ἀκόμη καὶ μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν, μεγάλο μέρος τοῦ λαοῦ δὲν ἦταν πλήρως ἐκχριστιανισμένο. Αὐτὸ ὠφείλετο κυρίως στὸ ὅτι οἱ Χριστιανοὶ τῆς περιοχῆς δὲν κατενόουν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν θεία Λειτουργία, ἐφ᾿ὅσον ἡ ἀρμενικὴ γλῶσσα δὲν διέθετε τότε γραφή, καὶ ὅλες οἱ ἱερὲς Ἀκολουθίες ἐτελοῦντο στὰ ἑλληνικὰ ἢ στὰ συριακά.

Μὲ τὴν ὑποστήριξι τοῦ Ἁγίου Ἰσαὰκ καὶ τοῦ Βασιλέως Βραχμσαπὼρ (389 - 417), ὁ Ἅγιος Μεσρώπιος ἐπεχείρησε νὰ ἐπινοήση μίαν ἀλφάβητο μὲ 36 γράμματα, διατεταγμένα κατὰ τὴν ἑλληνικὴ ἀλφαβητικὴ σειρά. Ὁ Βασιλεὺς μάλιστα ἐνημέρωσε αὐτόν, ὅτι στὸν νότο τῆς Ἀρμενίας, σὲ ἐπαρχίες μὲ μικτὸ ἀρμενο-ασσυριακό πληθυσμό, ἕνας Ἐπίσκοπος μὲ τὸ ὄνομα Δανιὴλ εἶχε «ἀρμενικά γράμματα».

Ὁ Ἅγιος Μεσρώπιος ἐζήτησε νὰ τοῦ φέρουν τὴν «Ἀλφάβητο» τοῦ Δανιήλ, τὴν ὁποία χρησιμοποιήθηκε πειραματικῶς ἀπὸ μία
ὁμάδα εἰδικῶς ἐπιλεγμένων νέων «ἐπὶ δύο ἔτη» (κατὰ τὸν βιογράφο του Ἁγίου, τὸν Κοριούν). Ἀλλὰ ὁ Ἅγιος Μεσρώπιος καὶ οἱ συνεργάτες του ἐπείσθησαν τελικῶς, ὅτι ἦταν ἀδύνατον τὰ γράμματα ἐκεῖνα νὰ ἀντιπροσωπεύσουν τὸ φωνολογικὸ σύστημα τῆς Ἀρμενικῆς, εἴτε τοὺς μεμονωμένους φθόγγους εἴτε τὶς διφθόγγους. Γιὰ μία ἀντιπροσωπευτικὴ Ἀλφάβητο ἔπρεπε νὰ γίνη μία ἐκ βάθρων
νέα ἐργασία.

Μετὰ ἀπὸ πολλὲς ἄκαρπες προσπάθειες, τοῦ ἀποκαλύφθηκε σὲ ὅραμα μία προσφυὴς Ἀλφάβητος (περὶ τὸ 405), τὴν ὁποίαν ἐτελειοποίησε μὲ τὴν βοήθεια τοῦ καλλιγράφου Ρουφίνου καὶ ἄρχισε ἀμέσως τὴν μετάφρασι τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ Λειτουργικῶν Κειμένων.

Ἡ Ἀλφάβητος αὐτὴ ἀποτελεῖτο ἀπὸ 36 χαρακτῆρες, στοὺς ὁποίους προσετέθησαν ἄλλοι δύο μεταξὺ τῶν ΙΑ' καὶ ΙΓ' αἰώνων, στὴν περίοδο τοῦ ἀρμενικοῦ Βασιλείου τῆς Κιλικίας, γιὰ νὰ διευκολυνθῆ ἡ ἀπόδοσις τοῦ ω καὶ τοῦ φ ξένων λέξεων στὴν Ἀρμενική. Ἡ φωνολογικὴ τελειότητά της προκαλεῖ μέχρι σήμερα τὴν κατάπληξι καὶ τὸν θαυμασμὸ ἐπιστημόνων κάθε ἐθνικότητος.

Ἡ πάροδος μιᾶς καὶ ἥμισυ χιλιετηρίδος
καὶ πλέον, οἱ τεράστιες ἀλλαγὲς ποὺ συνετελέσθησαν σὲ κάθε τομέα, δὲν κατέστησαν ἀπαραίτητη ὁποιαδήποτε σοβαρὴ μεταβολὴ στὸ σύστημά της. Ἡ πρώτη μετάφρασις τῆς Ἁγίας Γραφῆς στὴν Ἀρμενικὴ γλῶσσα, ὡλοκληρώθηκε τὸ ἔτος 425.

Ἡ ἐπινόησις τῆς Ἀλφαβήτου καὶ ἡ συντονισμένη μετάδοσις αὐτῆς εὐνόησε τὴν δημιουργία καὶ τὴν γρήγορη ἀνάπτυξι Ἐθνικῆς Λογοτεχνίας.


Ὁ Ἅγιος συνέχισε ταυτοχρόνως τὶς ἀποστολικές του περιοδεῖες σὲ ὅλο τὸ Βασίλειο, ἐγκαινιάζων Σχολεῖα καὶ ἱδρύων Μοναστήρια. Ἐστρατολόγησε παιδιὰ μὲ ἐγρήγορο νοῦν καὶ ἁρμονικὴ φωνή, γιὰ νὰ τὰ ἐκπαιδεύση στὴν νέα προφορὰ τῆς ἀρμενικῆς γλώσσης καὶ στὴν μετάδοσι λειτουργικῶν ὕμνων.

Ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν του αὐξήθηκε, οἱ ὁποῖοι ἐγίνοντο μὲ τὴν σειρά τους διδάσκαλοι καὶ προετοίμαζαν μαθητές. Στὴν ὁμάδα αὐτὴ ἀνῆκαν, μαζὶ μὲ τὸν Βιόγραφό του Κοριούν, ὁ Ἰωάννης τοῦ Ἐγχεγχιὰτς καὶ ὁ Ἰωσὴφ τοῦ Μπάγκιν (οἱ ὁποῖοι μετέβησαν στὴν Κωνσταντινούπολι), ὁ θεολόγος Ἐζνὶκ Κόγμπατσυ, ὁ πρῶτος ἀρμένιος ἱστοριογράγος Μωϋσῆς Χορενάτσυ (410 - 490), ὁ Ἰωάννης Μαντακούνυ, ὁ φιλόσοφος Δαυῒδ ὁ Ἀνίκητος, ὁ ἱστορικὸς Γεγκίσε (Ἐλισαῖος) καὶ ἄλλοι. Ἀκολουθῶν τὸ παράδειγμά τοῦ Ἁγίου, ὁ Κοριοὺν ἐπενόησε μίαν ἀλφάβητο γιὰ τὴν Γεωργιανή. Δημιουργήθηκε ἐπίσης μία ἀλφάβητο γιὰ τοὺς Ἀλβανοὺς (κατοίκους τοῦ σημερινοῦ βορείου Ἀζερμπαϊτζάν).

Μὲ τὸν τρόπο αὐτό, ὁ Ἅγιος Μεσρώπιος καὶ οἱ Μαθηταί αὐτοῦ ἐνίσχυσαν καὶ ἔθρεψαν τὴν χριστιανικὴ ταυτότητα καὶ αὐτοσυνειδησία τῶν τριῶν Λαῶν, οἱ ὁποῖες ἐδοκιμάσθησαν τόσο ὁδυνηρὰ στὴν ἱστορία τους, καὶ ἔμειναν στὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ ἐθνικὴ Παράδοσι ὡς «οἱ Ἅγιοι Μεταφρασταὶ» (Surb Targmanichk), ἡ Σύναξις τῶν ὁποίων ἑορτάζεται (μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἰσαὰκ καὶ ἄλλους μεταγενεστέρους), τὸ Β' Σάββατο τοῦ μηνὸς Ὀκτωβρίου.

Ὅταν συνήφθη εἰρήνη μεταξὺ τοῦ Αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Β' (408 - 430) καὶ τοῦ Βασιλέως τῶν Περσῶν, ἕνα μέρος τῆς Ἀρμενίας ὑπεισῆλθε στὴν βυζαντινὴ κυριαρχία. Ὁ Ἅγιος Μεσρώπιος ἐστάλη τότε στὴν Κωνσταντινούπολι, ὅπου συνήντησε τὸν Αὐτοκράτορα Θεοδόσιο († Μνήμη: 29η Ἰουλίου) καὶ τὸν Πατριάρχη Ἅγιο Ἀττικὸ († Μνήμη: 8η Ἰανουαρίου), προκειμένου νὰ τοὺς ζητήση τὴν ἄδεια νὰ διαδώση τὴν Ἀλφάβητό του καὶ νὰ ἐπεκτείνη τὶς ἱεραποστολικές του περιοδεῖες σὲ ὅλους τοὺς Ἀρμενίους.

Ὁ Ὅσιος Μοναχὸς καὶ ὁ συμμοναστής του Βαρδὰν Μαμικονιὰν ἔτυχαν θερμῆς ὑποδοχῆς καὶ ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἀποστολῆς τους, ὁ Ἀρμένιος Καθολικὸς ἐξουσιοδοτήθηκε νὰ ἱδρύη σχολεῖα μὲ ἔξοδα τοῦ Αὐτοκρατορικοῦ Ταμείου καὶ νὰ ἀσκῆ τὴν ἐκκλησιαστικὴ δικαιοδοσία του στοὺς Ἀρμένιους, οἱ ὁποῖοι ἐζοῦσαν σὲ βυζαντινὸ
ἔδαφος.

Γιὰ τὴν εὐόδωσι τοῦ μεταφραστικοῦ ἔργου, ὁ Ἰσαὰκ καὶ ὁ Μεσρώπιος ἔστειλαν κατ᾿ἀρχὴν στὴν Ἔδεσσα δύο ἀπὸ τοὺς μαθητές τους γιὰ νὰ μεταφράσουν ἐκεῖ ἀπὸ τὰ συριακὰ στὰ ἀρμενικὰ τὰ ἱερὰ Κείμενα. Ἐκεῖνοι ἐπέστρεψαν κατόπιν στὴν Κωνσταντινούπολι, ὅπου τοὺς συνήντησαν σύντομα ὁ Κοριοὺν καὶ ὁ Γκχέβοντ, γιὰ νὰ ὁλοκληρώσουν τὴν φιλολογική τους κατάρτισι στὰ ἑλληνικά. Ἀνεχώρησαν ἀπὸ τὴν Βασιλεύουσα, περὶ τὸ 432, φέρνοντες μαζί τους τὸ ἑλληνικὸ κείμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας. Ἐπιστρέφοντες στὴν πατρίδα τους, παρὰ τὶς δυσκολίες τῆς ἐκκλησιαστικῆς καταστάσεωης, ἄρχισαν
ἐκ νέου τὴν μετάφρασι τῆς Γραφῆς βοηθούμενοι ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸ κείμενο.

Στὴν τελική της μορφή, ἡ ἀρμενικὴ
μετάφρασις τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ ὁποία
ὡνομάσθηκε «ἡ Βασίλισσα τῶν Μεταφράσεων» καὶ χρησιμοποιεῖται ἕως σήμερον, ὡλοκληρώθηκε τὸ ἔτος 434. Μὲ ἀκαταπόνητο ζῆλο, ὁ Μεσρώπιος ἔδρασε ὡς Ἱεραπόστολος καὶ Διευθυντὴς τῆς «Σχολῆς (ἢ Ἀκαδημίας) τῶν Ἁγίων Μεταφραστῶν» καὶ διέτρεχε τὶς πλέον ἀπομακρυσμένες περιοχὲς καὶ συνένωνε τὸν λαὸ στὴν ἁρμονία τῆς Πίστεως, διατηρῶν καὶ εὐνοῶν ταυτοχρόνως τὴν πολιτιστική του ἰδιοπροσωπία. Θεωρεῖται ἐπίσης ὀργανωτὴς τοῦ Ἀρμενικοῦ Μοναχισμοῦ καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς, ἡ ὁποία τὸν καιρὸ ἐκεῖνο ἦταν σὲ πλήρη κοινωνία μὲ τὴν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία.

Τὸ ἔργο του, ὡς καὶ τοῦ Ἁγίου Ἰσαὰκ καὶ τοῦ συνετοῦ καὶ εἰρηνοποιοῦ Βασιλέως Βραχμσαπώρ, ἐγκαινίασε τὸν Χρυσοῦν Αἰῶνα τῆς Ἀρμενικῆς Λογοτεχνίας.

Τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του ἔζησε τὴν ὀδύνη τῆς καθαιρέσεως τοῦ Ἁγίου Ἰσαὰκ (ἀπὸ τὴν Περσικὴ ἐξουσία), τὸν ὁποῖο διεδέχθη στὸν Πατριαρχικὸ Θρόνο ἐπὶ βραχύ τι διάστημα ἕξι μηνῶν, μέχρι τῆς Κοιμήσεως του καὶ τὸν διαμελισμὸ τῆς Ἀρμενικῆς Ἐκκλησίας.

Τὴν στιγμὴ τῆς Κοιμήσεώς του τὴν 19η Φεβρουαρίου 439, μιὰ ἀκτίδα φωτὸς ἐν
εἴδει σταυροῦ ἦλθε νὰ τὸν φωτίση καὶ νὰ βεβαιώση τοὺς Μαθητές του, ὅτι μετέβη στὴν Χώρα τοῦ αἰωνίου Φωτός, γιὰ νὰ γίνη αἰώνιος μέτοχος τῆς θείας Δόξης.

Ὁ Ἅγιος Μεσρώπιος ἐκοιμήθη δώδεκα ἔτη
περίπου πρὸ τῆς Δ' ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὸ ὁρόσημο στὶς σχέσεις τῶν Ἀρμενίων μὲ τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία.


Λέγεται, ὅτι ἡ πρώτη πρότασις, τὴν ὁποία κατέγραψε ὁ Ἅγιος Μεσρώπιος μὲ τὴν θεόσδοτη Ἀλφάβητό του ἦτο ὁ δεύτερος στίχος τῶν Παροιμιῶν: [1 Παροιμίαι Σολομῶντος υἱοῦ Δαυίδ, ὃς ἐβασίλευσεν ἐν ᾿Ισραήλ,] 2 γνῶναι σοφίαν καὶ παιδείαν νοῆσαί τε λόγους φρονήσεως.

Τῷ δὲ ἐν Τριάδι Παναγίῳ Θεῷ, τῷ ἐνδοξαζομένῳ ἐν τοῖς Ἁγίοις Αὐτοῦ, προσκύνησις καὶ εὐχαριστία, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν!

Σημειώσεις

Ὁ τίλος «Καθολικὸς» (γενικός), δίδεται στὸν ἐπὶ κεφαλῆς τῆς Ἀρμενικῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ στὸν Πατριάρχην.

Ἰσαὰκ (Sahak) ὁ Α', ὁ Μέγας. Περίφημος «Καθολικὸς» τῆς Ἀρμενίας, γεννηθεὶς περὶ τὰ μέσα τοῦ Δ΄ αἰ. καὶ ἀποθανὼν πιθανῶς τὴν 7.9.439. Ἦταν υἱὸς τοῦ «Καθολικοῦ» Ναρσὴ τοῦ Μεγάλου, μαθητὴς τοῦ ὁποίου διετέλεσε ὁ Ἅγιος Μεσρώπιος. Κατεβιβάσθη ἀπὸ τὸν Θρόνο του τὸ 420 ὑπὸ τοῦ Πέρσου Αὐτοκράτορος Ἰεσδεγέρδη Α', παραμείνας ὅμως Πνευματικὸς Ἡγέτης τῶν Ἀρμενίων. Ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ θεωρεῖται κυριολεκτικῶς ὡς σωτὴρ τῆς Ἀρμενικῆς Ἐκκλησίας, προσονομασθεὶς «Φωτιστὴς τῆς Γνώσεως» καὶ ἀληθὴς Πατριάρχης τῶν Ἀρμενικῶν Γραμμάτων, γνώστης τῆς ἑλληνικῆς Παιδείας καὶ τῶν ἑλληνικῶν Γραμμάτων. Ἦταν ἀντι-νεστοριανός.

Ἡ λόγια γλῶσσα τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἁγίου Μεσρωπίου, ἡ λεγόμενη Κραπάρ, θὰ
παραμείνη λειτουργικὴ γλῶσσα τῆς ἀρμενικῆς Ἐκκλησίας.

Γράφει ὁ γλωσσολόγος Ἀντουὰν Μεϊγὲ (1866 - 1936): «Εἶναι πασιφανές, ὅτι ἡ ἀρμενικὴ ἀλφάβητος εἶναι ἕνα ἀριστούργημα. Κάθε φθόγγος τοῦ φωνολογικοῦ συστήματος ἀντιπροσωπεύεται μὲ ξεχωριστὸ γράμμα καὶ τὸ σύστημα εἶναι τόσο καλὰ θεμελιωμένο, ποὺ ἔχει δώσει στὸν ἀρμενικὸ λαὸ μία ὁριστικὴ ἀντιπροσώπευση τοῦ φωνολογικοῦ συστήματος, ποὺ ἔχει διασωθῆ μέχρι σήμερα χωρὶς καμμία ἀλλαγὴ καὶ χωρὶς καμμία ἀνάγκη γιὰ ἀλλαγή, γιατὶ ἦταν τέλειο. Ἡ λογοτεχνικὴ γλώσσα ποὺ διαμορφώθηκε μὲ τὸν πλοῦτο καὶ τὴν ἐκφραστικότητά της ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς μετάφρασης τοῦ Εὐαγγελίου ἔχει στηρίξει τὸν ἀρμενικὸ λαό, ποὺ τῆς ἔχει μείνει πιστός».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου