Οσία Γερόντισσα Μαγδαληνή η εν Καλύμνω. Ημέρα Μνήμης: 3 Αυγούστου.
Μιὰ ἀπὸ τὶς ἐξέχουσες μορφὲς τοῦ γυναικείου μοναχισμοῦ, ἡ Γερόντισσα Μαγδαληνή, ἀποτελεῖ μιὰ σύγχρονη ἀσκητικὴ φυσιογνωμία ποὺ εὐαρέστησε μὲ τὴν ἰσάγγελη βιοτή της τόσο τὸ Νυμφίο της Χριστό, ὅσο καὶ τοὺς συνανθρώπους μας, τὶς ὑποτακτικές της καὶ τοὺς εὐλογημένους κατοίκους τῆς ἀκριτικῆς καὶ ἄνικμης γεωλογικά, ἀλλὰ πολύκαρπης πνευματικὰ Καλύμνου. Τὸ παράδειγμα τῶν ἀσκητικῶν της κατορθωμάτων καὶ τῶν ἐλεημοσυνῶν της ἀποτελεῖ ἀσφαλῆ ὁδηγὸ γιὰ ἐκεῖνες τὶς ψυχὲς ποὺ θέλουν νὰ ξεπεράσουν τὴ φύση τους καὶ νὰ ἀκολουθήσουν τὸν ὑπερφυσικὸ δρόμο, τὸ δρόμο ποὺ ὑπερβαίνει τὰ ἀνθρώπινα μέτρα. Ἀποτελεῖ πυξίδα ἀλάνθαστη σωτηρίας τῶν ψυχῶν τῶν συνανθρώπων μας «ὑπὲρ ὧν Χριστὸς ἀπέθανε» (Ῥωμ. ιδ΄ 15).
Γιὰ τὴ γερόντισσα Μαγδαληνὴ θὰ μπορούσαμε καὶ ἐμεῖς μαζὶ μὲ τὸ σοφὸ Παροιμιαστὴ νὰ θέσουμε τὸ ἐρώτημα καὶ νὰ ἀπαντήσουμε μὲ βεβαιότητα: ” Γυναῖκα ἀνδρείαν τίς εὑρήσει; Τιμιωτέρα δέ ἐστι λίθων πολυτελῶν ἡ τοιαύτη (Παροιμ. 29 ,10-31). Στὸ ποίημα, αὐτὸ τοῦ Παροιμιαστοῦ εἶναι διάχυτη ἡ ἐκτίμηση καὶ ὁ θαυμασμός του γιὰ τὴ γυναίκα. ῾Ο ὁδοστρωτήρας τοῦ πανδαμάτορα χρόνου δέν ἔφθειρε τὸν ὕμνο αὐτὸ καὶ ἡ λήθη τῶν αἰώνων δὲν τὸν ἀφάνισε. Μὲ διατηρημένη τὴ διαχρονικότητα καὶ ἐπικαιρότητά του προβάλλει σύγχρονος μέσα στοὺς ἱεροὺς κόλπους τῆς ᾿Εκκλησίας μας καὶ προβάλλεται στὰ πρόσωπα σύγχρονων μορφῶν τοῦ ἀσκητισμοῦ, ὅπως τῆς Ὁσίας Γερόντισσας Μαγδαληνῆς, ὁμολογουμένως δὲ ὠχριᾶ μπροστά του κάθε πρόσφατη παραγωγὴ τοῦ φεμινισμοῦ. Ἡ ἁπλὴ καὶ ἐνάρετη Γερόντισσα, ἀπὸ τὴν κοίμηση τῆς ὁποίας ἐφέτος συμπληρώνονται 60 χρόνια, μὲ τὰ ἀνώτερά της ψυχικὰ χαρίσματα, τὴν ψυχική της ἀντοχή, τὴν αὐταπάρνηση τῶν ἐγκοσμίων καὶ τὴν ἀγωνιστική της διάθεση, μὲ τὴν ὁποία ἔμεινε ἀμετακίνητη στὶς ὑγιεῖς ἀρχὲς καὶ πεποιθήσεις της καὶ πιστὴ καὶ ἀκλόνητη στὴν ἀγάπη τοῦ Οὐράνιου νυμφίου της, ἀναδείχθηκε πιὸ πολύτιμη καὶ ἀπὸ τοὺς πολυτελεῖς λίθους.
Τὸ χωριὸ τοῦ Ἄργους βρίσκεται νοτιοδυτικὰ τῆς Χώρας καὶ σὲ μικρὴ ἀπὸ αὐτὴν ἀπόσταση. Εἶναι ἕνα ἐκτεταμένο ὀροπέδιο μὲ ὑψόμετρο 170 μέτρων, ὅπου βρίσκεται καὶ τὸ ἀεροδρόμιο τοῦ νησιοῦ τῆς Καλύμνου. Τὸ ὄνομα τοῦ Ἄργους δόθηκε ἀπὸ τοὺς Ἀργείους τῆς Πελοποννήσου ποὺ ἔμειναν ἐκεῖ μετὰ τὴν ἐπιστροφή τους ἀπὸ τὸν τρωϊκὸ πόλεμο. Τὸ Ἄργος σήμερα εἶναι ἕνας μικρὸς καὶ ἀραιοκατοικημένος οἰκισμός, οἱ κάτοικοι τοῦ ὁποίου ἀσχολοῦνται μὲ τὴν κτηνοτροφία καὶ τὴ γεωργία. Σὲ αὐτὸ συναντᾶμε τὸ βυζαντινὸ Ναὸ τῶν Ἁγίων Δώδεκα Αποστόλων, ποὺ πιθανὸν νὰ κτίστηκε στὴ θέση κάποιου ἀρχαίου Ναοῦ, ὄπως δείχνουν προχριστιανικὰ ἀρχιτεκτονικὰ μέλη. Στὴν ἀνατολικὴ ἄκρη τοῦ Ἄργους φαντάζει σήμερα μὲ τὰ κάτασπρα κτίσματά της ἡ ἀρχαιότερη γυναικεία κοινοβιακὴ Μονὴ τοῦ νησιοῦ, ἡ Εὐαγγελίστρια, κτίσμα τῆς σκαπανέως τοῦ νεώτερου ἀσκητισμοῦ τῆς Καλύμνου, τῆς πρωτοπόρου Ὁσίας Μαγδαληνῆς.
Ἡ κτιτόρισσα τῆς Μονῆς Γερόντισσα Μαγδαληνή, κατὰ κόσμον Μαρία Κουλιᾶ, ἦταν ἡ πρωτότοκη θυγατέρα μιᾶς ὑπερπολύτεκνης οἰκογένειας μὲ πέντε κορίτσια καὶ πέντε ἀγόρια ποὺ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶχαν ζητήσει ἐργασία στὴν ἀχανῆ χώρα τῆς Ρωσίας. Ἡ Μαρία ἀπὸ τὰ παιδικά της χρόνια εἶχε φανεῖ ὅτι ἦταν σκεῦος ἐκλογῆς. Ὁ θεῖος ἔρωτας φλόγιζε τὴν καρδιά της καὶ ἐπιθυμοῦσε διακαῶς νὰ ἐγκαταλείψει κάθε τι τὸ κοσμικὸ καὶ μάταιο καὶ νὰ ἀφερωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὸ Χριστό μας, στὸν οὐράνιο Νυμφίο της.
Σχόλαζε στὴν προσευχὴ καὶ ὧρες ὁλόκληρες συνομιλοῦσε μαζί του καὶ τοῦ ἔλεγε:
- Νά, εἶμαι μπροστά σου, Κύριε! Ἐσὺ γνωρίζεις τοὺς πόθους μου. Ἐσὺ ὡς καρδιογνώστης γνωρίζεις τὰ ἐσώψυχά μου. “Ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου” (Ψαλμ. 68, 10) θέλω νὰ μὲ καταφάγει κατὰ τὰ λόγια τοῦ προφητάνακτος Δαβίδ. Φώτισε, Κύριε, τὴ σκοτισμένη διάνοιά μου. Ἐλευθέρωσέ την ἀπὸ τὰ φιλόσαρκα φρονήματα. Γέμισε τὴν καρδιά μου μὲ τὴν πανευφρόσυνη λύπη σου. Γιατὶ μ᾿ αὐτὴ βρίσκω τὸ μυστικὸ δρόμο ποὺ μὲ φέρνει σὲ Σένα, κι ὄχι μὲ τὶς ἀπατηλὲς σοφίες καὶ τὶς χαρὲς τοῦ κόσμου τούτου. Ὁδήγησέ με σταθερὰ στὴν παστάδα Σου.
Ὁ πόθος μου νὰ μείνω κοντά σου σὲ ὅλη μου τὴ ζωὴ ἂς εἶναι θυμίαμα εὔοσμο, ποὺ ἀνεβαίνει πρὸς τὸν θρόνο σου. Ἂς μοῦ ἀνοίξει τὴν κλεισμένη πύλη, γιὰ νὰ μπεῖ ἡ ψυχή μου στὴ χώρα τῶν μυστηρίων Σου. Καθάρισέ με ἀπὸ κάθε τι τὸ γηϊνο, γιὰ νὰ μπορέσω νὰ δῶ κάποτε τὸ πρόσωπό Σου σύμφωνα μὲ τὸ μακαρισμό σου: “Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται” (Ματθ. ε΄ 8).
Ὅπως ὅλες οἱ ψυχὲς ποὺ θέλουν νὰ ἀφερωθοῦν στὸ Θεό, ἔτσι καὶ ἡ Μαρία δέχθηκε φοβερὲς ἐπιθέσεις ἀπὸ τὸν πονηρό, καὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς γονεῖς της καὶ τὰ ἀδέλφια της, γιὰ νὰ ἐπαληθευθεῖ γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ ἡ Γραφὴ ποὺ λέει ὅτι “ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ” (Ματθ. ι΄ 36). Ἡ ἁπλή, ὅμως, καὶ φωτισμένη κόρη ἐπέδειξε ἀληθινὰ ἀνδρικὸ φρόνημα κατὰ τὰ χρόνια τῆς δοκιμασίας της αὐτῆς. Ὁ νοῦς της ἔτρεχε στὴν Ἁγία Βαρβάρα, στὴν Ἁγία Μαρίνα, στὴν Ἁγία Εἰρήνη καὶ ἔπαιρνε κουράγιο. Πῶς ἐκεῖνες ἄντεξαν στὶς πιέσεις τῶν γονιῶν τους καὶ πῶς μὲ τὴ Θεία Χάρη τὶς ξεπέρασαν; Ἀτένιζε μὲ ἐμπιστοσύνη στὸν παντοδύναμο Χριστό μας καὶ γνώριζε καλά, ὅτι Ἐκεῖνος θὰ τὴν προστατέψει ἀπὸ τὴν ἀγριότητα τῶν δικῶν της ἀνθρώπων καὶ θὰ τῆς ἀνοίξει τὸ δρόμο γιὰ τὴν πραγμάτωση τοῦ θείου πόθου της. Γι’ αὐτὸ καὶ τοῦ ὑποσχόταν διὰ βίου ἀφιέρωση λέγοντά Του:
- Ποιὸς μπορεῖ νὰ μὲ χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη Σου, Κύριε; “Θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα … (Ῥωμ. η΄ 35).
Ἕνα βράδυ στὸ πατρικὸ σπίτι τῆς Μαρίας ὁ πονηρὸς χόρευε. Ὁ πατέρας της, ἀρκετὰ εὐκατάστατος, τῆς συμπεριφερόταν βάναυσα καὶ σὰν ἀνήμερο θηρίο βίαια προσπαθοῦσε νὰ τὴν πείσει νὰ ἔλθει σε γάμο μὲ κάποιο νέο Καλύμνιο. Δὲν ἔμενε δὲ μόνο στὰ λόγια, στοὺς φοβερισμούς, στὶς ὕβρεις. Χρησιμοποιοῦσε μαζὶ μὲ τὴ λεκτικὴ καὶ σωματικὴ βία. Ἡ ἤρεμη, ὅμως, καὶ ἀπαθὴς στάση τῆς κόρης του τὸν ἐκνεύριζε ἀκόμη περισσότερο καὶ ἡ ὀργή του ξεπέρασε τὰ ὄρια της. Σὲ κάποια στιγμὴ τὸ ἀνένδοτο φρόνημά της τὸν τύφλωσε καὶ ὁ πονηρὸς τοῦ ὅπλισε τὸ χέρι μὲ ἕνα τσεκούρι. Τὸ σήκωσε ἀπότομα καὶ τὸ ἔρριξε μὲ μανία ἐναντίον τῆς θεοφρούρητης θυγατέρας του.Ἀλλὰ ἐὰν ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας κανεὶς δὲν μᾶς φοβίζει, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ἀπειλείσει, νὰ μᾶς κάνει κακό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Προφήτης Ἡσαΐας ἔγραφε: “Γνῶτε ἔθνη καὶ ἡττᾶσθε, ὅτι μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός” (Ἡσ. η΄ 9).
Τὸ θαῦμα τότε ἔγινε! Τὸ τσεκούρι ἄλλαξε πορεία καὶ ἀντὶ γιὰ τὴ νύμφη τοῦ Χριστοῦ πῆγε καὶ καρφώθηκε, ὢ τῶν θαυμασίων Σου, Κύριε, στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ. Τὸ θαῦμα αὐτὸ τῆς διασώσεως τῆς νεαρῆς Μαρίας ἦταν ἡ θεία βεβαίωση ὅτι ὁ Χριστός μας θὰ στηρίζε ἀδιάκοπα τὴ νύμφη Του σὲ ὅλη τὴν περαιτέρω πορεία τῆς ζωῆς της.
Τὰ μαρτύρια τῆς ἁγνῆς κόρης δὲν σταμάτησαν, ὅμως, γιὰ νὰ φανεῖ καὶ ἡ δύναμη τῆς πίστεώς της, νὰ δοκιμασθεῖ αὐτὴ “ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ” (Σοφ. Σολομ. γ΄ 6) καὶ νὰ γίνει ἀφορμὴ συνετισμοῦ καὶ καταπραΰνσεως τῆς ὀργῆς ὅλων τῶν οἰκείων της καί, γιατὶ ὄχι, τῆς καλῆς ἀλλοιώσεώς τους. Ἔτσι, μιὰν ἄλλη σκοτεινὴ και βροχερὴ νύχτα ὁ ἄστοργος καὶ σκληρόκαρδος πατέρας πέταξε τὴ Μαρία ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι. Αὐτὴ κατέφυγε κάτω ἀπὸ μιὰ ροδιά, καὶ προσευχόταν ἀσίγητα. Ὁ Θεός μας τότε τὴ ροδιὰ τὴν ἔκανε ὀμπρέλλα, ἀφοῦ ὡς Παντοδύναμος μπορεῖ καὶ ἀπὸ λίθους “ἐγεῖραιτέκνα τῷ Ἀβραάμ” (Λουκ. γ΄ 8). Ἡ μητέρα της, ὅταν ἄκουσε τὶς βροντὲς καὶ εἶδε τὶς ἀστραπὲς ἄρχισε να ἀγωνιᾶ γιὰ τὸ σπλάχνο της. Περίμενε νὰ ἀποκοιμηθεῖ ὁ συζυγός της καὶ κρυφὰ μετὰ βγῆκε στὴν αὐλὴ σὲ ἀναζήτηση τοῦ παιδιοῦ της. Φαντασθεῖτε τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἔκπληξή της, ὅταν ἀντίκρυσε τὴ Μαρία νὰ κάθεται κάτω ἀπὸ τὸ δένδρο, ποὺ σημειωτέον λόγῳ τοῦ χειμῶνος εἶχε ρίξει τὰ φύλλα του, καὶ οὔτε σταγόνα βροχῆς νὰ τὴν ἔχει ἀκουμπήσει. Ὅλη ἡ αὐλὴ ἦταν πλημμυρισμένη ἀπὸ τὰ νερὰ τῆς βροχῆς καὶ ὁ χῶρος τῆς ροδιᾶς μὲ τὴν καθισμένη στὴ ρίζα της Μαρία ἦταν ἐντελῶς στεγνός. Δάκρυα τότε χαρᾶς καὶ εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸ Θεό μας, ποὺ μᾶς προστατεύει ἀπὸ κάθε κίνδυνο, ξεχύθηκαν ἀπὸ τὰ μητρικά της μάτια καθὼς τὴν ὁδηγοῦσε στὸ δωμάτιό της.
Μετὰ ἀπὸ τὰ οἰκογενειακὰ αὐτὰ περιστατικὰ καὶ τὴν ἐμφανῆ προστασία τοῦ Θεοῦ μας πρὸς αὐτὴν ἡ Μαρία πῆρε τὴ μεγάλη ἀπόφαση νὰ τοῦ ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικά. Τὸ ποθοῦσε, ὅπως ὁ διψασμένος τὸ νερό, ὅπως ὁ πεινασμένος τὸ ψωμί, ὅπως ὁ ἀσθενὴς τὴν ὑγειά του. Καὶ ὁ πόθος τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέγει καὶ ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος, ἔσβυσε τὸν πόθο τῶν γονέων καὶ τῶν ἀδελφῶν. Στὸ κοντινὸ νησὶ τῆς Πάτμου, τὸ εὐλογημένο νησὶ τῆς Ἀποκαλύψεως, εἶχε ἀκούσει γιὰ ἕνα γυναικεῖο κοινόβιο, τὸ Μοναστήρι τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, τὸ ὁποῖο εἶχε κτίσει ὁ ὁμολογητὴς Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Παρθένιος Παγκώστας. Ἐκεῖ θὰ μποροῦσε νὰ ζήσει τὴ ζωὴ τῆς ἁγνότητος, τῆς πτωχείας, τῆς μοναδικῆς πολιτείας, αὐτῆς ποὺ στοχεύει στὴν κατάκτηση τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς κληρονομίας τῆ Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Θὰ ἔφευγε κρυφὰ ἀπὸ τὴ μαρτυρικὴ πατρικὴ ἑστία, γιὰ νὰ συγκαταριθμηθεῖ στὶς νύμφες τοῦ Χριστοῦ, τοῦ μόνου ἐπιθυμητοῦ τῆς καρδιᾶς της. Θεώρησε, ὅμως, σκόπιμο καὶ σωστὸ νὰ πάρει εὐλογία γιὰ τὴν ἀπόφασή της αὐτὴ ἀπὸ τὸν τότε Μητροπολίτη τοῦ νησιοῦ Ἰωάννη. Ἐκεῖνος τὴν ἄκουσε μὲ κατανόηση καὶ δοκιμάζοντάς την προσπάθησε νὰ τὴν ἀποτρέψει ἀπὸ τὴν πραγματοποίηση τοῦ σκοποῦ της, ἴσως σκεφτόμενος ὅτι ἡ Κάλυμνος θὰ ἔχανε ἕνα τέτοιο φιλέρημο στρουθίο, μιὰ κόρη, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀναδείξει τὸ νησὶ σὲ τόπο ἁγιασμοῦ ψυχῶν. Ὅταν, ὅμως, πρόσκρουσε στὸ ἀμετάθετο τῆς γνώμης της τὴν παρακάλεσε νὰ παραμείνει γιὰ λίγο ἀκόμη στὸ νησὶ καὶ μὲ πολλὲς προσευχὲς νὰ δεηθεῖ στὸ Θεό, γιὰ νὰ ἀναδείξει Ἐκεῖνος τὸ θέλημά Του. Μετὰ τρεῖς ἡμέρες ὁ Δεσπότης κάλεσε τὸν πατέρα τῆς Μαρίας καὶ τοῦ ἀνακοίνωσε τὴν ἀπόφαση τῆς θυγατέρας του, νὰ φύγει γιὰ τὴν Πάτμο. Τότε ἦταν ποὺ φάνηκε ἡ στροφὴ τοῦ ἄγριου πατέρα, ποὺ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ξεπερνοῦσε τὶς ἀδυναμίες του καὶ μαλακώνοντας τὴ σκληροκαρδία του ἀπάντησε στὸ Δεσπότη, ὅτι εἶχε ἤδη πάρει ὁ ἴδιος τὴν ἀπόφαση νὰ τῆς κτίσει Μοναστήρι στὰ κτήματά του.
Ὁ Γέρο Κουλιᾶς τήρησε τὸ λόγο του. Σὲ ἕνα οἰκογενειακὸ κτῆμα στὸ Ἄργος ἔκτισε μιὰ Ἐκκλησία καὶ ἔνα κελλάκι, γύρω στὰ 1865, ὅταν ἡ πρωτότοκη κόρη του ἦταν στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας της, στὰ δεκαοκτώ της χρόνια. Τὴν ἀπόφαση αὐτὴ μὲ ἀπερίγραπτη χαρὰ δέχθηκε ἡ Μαρία, ποὺ μὲ δοξολογικὴ διάθεση πρὸς τὸν ἀγαπημένο της Ἰησοῦ ἐγκαταστάθηκε στὸ ἐρημικό της ἀσκητήριο. Καὶ ἦταν ἐρημικὸ τότε, γιατὶ ὅλη ἡ γύρω περιοχὴ τοῦ Ἄργους ἦταν ἀκατοίκητη. Μόνο ἡ οἰκογένεια Βρόντου ἔμενε στὸ “κάθισμα” τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Θεολόγου τῆς Πάτμου, σὲ ἀρκετὰ μακρυνὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὸ ἐρημητήριο τῆς Μαρίας τοῦ Κουλιᾶ. Αὐτὴ τὴν ἐνέπνεε ἡ τοποθεσία, γιατὶ στὸ “κάθισμα” τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ποὺ εἶχε κτίσει ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος τὸν ἑνδέκατο αἰῶνα, εἶχαν ἀσκητέψει Ὅσιοι Γέροντες ποὺ ἀγίασαν τὸ μέρος μὲ τὰ δάκρυά τους καὶ εὐαρέστησαν μὲ τὴν ἀσκητικὴ βιοτή τους τὸν Κύριο. Ἄλλωστε καὶ ἡ μορφὴ τῆς Κυρίας τῶν Οὐρανῶν, τῆς Παναγίας τῆς Κυρᾶς, ὁ μονόχωρος καμαροσκεπὴς Ναός της μὲ νάρθηκα μὲ βυζαντινὲς καὶ μεταβυζαντινὲς τοιχογραφίες ἀπὸ τοὺς ἴδιους ἁγιογράφους τῶν Ναῶν τοῦ Μεγάλου Κάστρου καὶ τῆς Μεταμορφώσεως, ποὺ κοσμεῖ τὸ Ἄργος, καὶ τοῦ ὁποίου τὸ Ἱερὸ Βῆμα χωρίζεται ἀπὸ τὸν κυρίως Ναὸ μὲ ξύλινο ζωγραφιστὸ τέμπλο τοῦ 1785, τὴν ἐνίσχυε στὴν προσπάθειά της γιὰ ἀνάβαση τῆς κλίμακας τῶν ἀρετῶν καὶ μάλιστα στὸ καινούριο της σπίτι, τὸ ἀφιερωμένο στὸν Εὐαγγελισμό της. Τὸ ξεκίνημα, λοιπόν, τῶν ἀσκητικῶν κατορθωμάτων τῆς Μαρίας εἶχε τὴν εὐλογία τῆς Παναγίας μας καὶ τὴ στήριξη τῶν παλαιότερων ὁσιακῶν μορφῶν τοῦ ὀροπεδίου τοῦ Ἄργους, ποὺ τὸ πότισαν μὲ τὰ δάκρυα καὶ τοὺς ἱδρῶτες τῶν ἀσκητικῶν τους πόνων.
Ἀσφαλῶς ἡ νεαρὴ κόρη θὰ εἶχε γαλουχηθεῖ πνευματικὰ ἀπὸ τὸ ἀκμαῖο φιλοκαλικὸ πνεῦμα ποὺ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ συντηροῦσε τὸ κολλυβαδικὸ κίνημα. Θὰ εἶχε ἐστερνισθεῖ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, τὴ νήψη καὶ τὴν συνεχῆ Θεία Μετάληψη, ἀπὸ τὰ βιβλία τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καὶ ἀπὸ διδασκαλίες Ἁγιορειτῶν Πατέρων ποὺ γυρνοῦσαν στὰ γύρω νησιὰ καὶ μετέφεραν τὸν πνευματικὴ ἀναγέννηση. Αὐτοὶ μὲ πρῶτο τὸν Ἅγιο Νήφωνα τὸ Χῖο ἔκτιζαν Ναοὺς καὶ μοναστήρια στὴ χάρη τῆς Εὐαγγελίστριας, ὅπως τὴ Σκιάθο, στὴν Ἰκαρία, στὴ Σάμο, καὶ στοὺς γειτονικοὺς Λειψούς.
Γιὰ ἕξη ὁλόκληρα χρόνια ἡ νεαρὴ ἀσκήτρια ἔμεινε ἔγκλειστη στὸ μικρό της κελλάκι, ὁλομόναχη καὶ δεχόταν τὴ λιτὴ τροφή της ἀπὸ ἕνα παραθυράκι. Βίωνε ἔμπρακτα καὶ μάλιστα σὲ πληρότητα τὸ τρίπτυχο τῆς μοναχικῆς πολιτείας, τὴν παρθενία, τὴν πτωχεία καὶ τὴν ὑπακοή, θεωρώντας ὡς ἀξίες ὅσα οἱ κοσμικοὶ ἄνθρωποι θεωροῦν ἀπαξίες. Στόχευε μέσα ἀπὸ τὶς ἀρετὲς αὐτὲς νὰ φθάσει στὸν ἁγιασμό της, τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς της, τὴν πλήρη ἀφοσίωσή της στὸν Οὐράνιο νυμφίο της μέσα ἀπὸ τὴν ὑπακοή, τὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή. Ἐπαναλάμβανε διαρκῶς τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελιστοῦ: “Τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ;” (Ματθ. ιστ΄ 26) καὶ κοπίαζε νύχτα καὶ ἡμέρα μὲ ἐγκράτεια παθῶν, ἀγρυπνία, φιλοπονία καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή, γιὰ τὴν ἄνοδό της ἀπὸ τὸ “κατ’ εἰκόνα” στὸ “καθ’ ὀμοίωσιν” (Γεν. ι΄ 26). Μὲ ἀπαράμιλλη ἀνδρεία κατατρόπωνε τὶς καθημερινὲς μηχανορραφίες τοῦ μισοκάλου, τοῦ “ὡς λέοντος ὠρυομένου περιπατοῦντος” (Α΄ Πέτρ. ε΄ 8). Μιὰ βραδυά, ὅπως παλαιότερα συνέβη στὸν Ὅσιο Ἀντώνιο, ὅπου ἑρπετὰ πλημμύρισαν τὸ χῶρο τῆς προσευχῆς του καὶ πρόσφατα στὸν Ὁσιο Γέροντα Ἰάκωβο, τὸν Τσαλίκη, ποὺ μὲ μορφὴ πλήθους σκορπιῶν τοῦ ἐπιτέθηκαν κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς του στὸ σπήλαιο τοῦ Ὁσίου Δαβίδ, ὁ πονηρὸς καὶ μισόκαλος δαίμονας γέμισε τὸ κελλί τῆς ἀσκήτριας τῆς Καλύμνου μὲ ἰοβόλα ἑρπετά. Ὅμως παρὰ τὴν εὐαισθησία τῆς γυναικείας της φύσεως δὲν φοβήθηκε. Γνώριζε τὰ τεχνάσματα τοῦ πονηροῦ καὶ λέγοντας “συντριβήτωσαν ὑπὸ τὴν σημείωσιν τοῦ τύπου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Σου πᾶσαι αἱ ἐναντίαι δυνάμεις” ἔκανε τὸν ἔχθιστο νὰ ἀπομακρυνθεῖ καταντροπιασμένος.
Στὸν Κύριό μας ἡ νεαρὴ ἐρημήτρια τῆς Καλύμνου μιλοῦσε μὲ παρρησία, ἀλλὰ καὶ μὲ δάκρυα εὐχαριστίας καὶ “ἐν ‘ἀφελότητι καρδίας” τοῦ ἔλεγε:
- “Κύριε, σὲ διψάει ἡ ψυχή μου καὶ σὲ ζητάει! καὶ πῶς νὰ μὴν Σὲ ζητήσει, ἀφοῦ Ἐσὺ πρῶτος τὴ ζήτησες, τὴν ἀνέσυρες ἀπὸ τὸν κόσμο Ἐσὺ ποὺ “ἀπὸ κοπρίας ἀνυψεῖς πένητα” (Ψαλμ. 112, 7). Ἐσὺ πρῶτος τὴ ζήτησες καὶ τῆς ἔδωσες νὰ γευθεῖ τὴ γλυκύτητα τοῦ Ἁγίου Σου Πνεύματος. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ψυχή μου Σὲ ἀγαπᾶ μέχρι τέλους!
Μετὰ τὴν ἑπτάχρονη δοκιμασία της ἡ Μαρία, ποὺ ἐν τῷ μεταξὺ ἔλαβε μὲ τὸ μοναχικὸ σχῆμα τὸ ὄνομα Μαγδαληνή, ἀξιώθηκε νὰ ἀποκτήσει τὴν πρώτη ὑποτακτική της καὶ μάλισμα σύναιμη. Ἦλθε καὶ ἀφιερώθηκε στὸ Χριστό μας μιμούμενη τὸ παράδειγμα της ἡ μικρότερη ἀδελφή της Ἀθανασία. Βλέπετε, καθὼς λέγει ἡ Γραφή “Οὐ καίουσι λύχνον καὶ τιθέασιν ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ’ ἐπὶ τὴν λυχνίαν, καὶ λάμπει πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ (Ματθ. ε΄ 15). Τὸ φῶς τῆς Μαρίας φώτισε τὴν ἀδελφή της καὶ μετὰ τὸ φῶς καὶ τῶν δύο πλῆθος ἄλλων κοριτσιῶν τῆς Καλύμνου, τῶν ὁποίων ταυτόχρονα θέρμανε τὶς ψυχὲς γιὰ τὸ δύσκολο καὶ τραχύ, ἀλλὰ εὐλογημένο δρόμο τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἡ ἀγάπη καὶ τὸ μητρικὸ φιλτρο ποὺ διέθετε ἡ Γερόντισσα Μαγδαληνὴ μὲ τὰ ἄριστα διοικητικὰ προσόντα καὶ τὴν ἄκρα ταπείνωση προσέλκυσε ψυχὲς καὶ τὶς ὁδήγησε μὲ καρτερία καὶ στοργὴ στοὺς οὐράνιους λειμῶνες. Ὑπῆρξε μητέρα στοργικὴ γιὰ ὅλους, φιλόπονη, ἀδιαλείπτως προσευχόμενη καὶ νήφουσα. Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν της τὸ Μοναστήρι τοῦ Ἄργους ἐξελίχθηκε σὲ πνευματικὴ κυψέλη, ὅπου οἱ μέλισσες τρυγοῦσαν ἀπὸ τὰ χείλη τῆς Γερόντισσάς τους καὶ ἔφτιαχναν μέλι ἀρετῆς καὶ ἐν Χριστῷ τελειώσεως. Κάθε μία ἀπὸ τὶς νεοπροσερχόμενες μοναχὲς ἔκτιζε τὸ ἀπέριττο κελλάκι της δίπλα στῆς προηγούμενης καὶ τὸ Μοναστήρι μεγάλωνε μὲ ἄναρχο μὲν οἰκιστικὸ τρόπο, ἀλλὰ μὲ πνευματικὲς ἀρχὲς ἄριστες καὶ θεάρεστες. Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἡ Εὐαγγελιστρια τοῦ Ἄργους ἐξελίχθηκε σὲ πνευματικὴ ὄαση γιὰ τὸ νησὶ τῆς Καλύμνου μὲ ἀποτέλεσμα γύρω του νὰ δημιουργηθεῖ καὶ οἰκισμὸς ἀπὸ πτωχὲς οἰκογένειες βοσκῶν, ποὺ ἔβοσκαν τὰ ποίμνιά της στὰ πλούσια θαμνώδη βοσκοτόπια τῆς γύρω περιοχῆς.
Ὁ διακαὴς πόθος τῆς Γερόντισσας Μαγδαληνῆς νὰ ἐπισκεφθεῖ τοὺς Ἁγίους Τόπους, τὰ χώματα ὅπου ἐβάδισε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς, καὶ τὰ Μοναστήρια τῶν μεγάλων ἀσκητῶν τῆς ἐρήμου πραγματοποιήθηκε. Τί συγκίνηση ἔνοιωσε στὸν Πανάγιο Τάφο, στὸ φρικτὸ Γολγοθᾶ, στὸ σπήλαιο τῆς Γεννήσεως, στὴν Ἁγία Γεθσημανῆ, στὸ φρέαρ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στὴ Ναζαρέτ, στὸν Ἰορδάνη ποταμό! Πόσα δάκρυα ἔχυσε στὴν πλάκα τῆς Ἁγίας Ἀκολαθηλώσεως, στὴ φυλακὴ τοῦ Πραιτωρίου, στὸν κῆπο τῆς προδοσίας! Ἀλλὰ καὶ πόση δύναμη πῆρε καὶ ἄριστη γνώση τῆς καλογερικῆς ἀπὸ τὰ Μοναστήρια τῆς ἐρήμου, τὸν Ἅγιο Σάββα, τὸ Χοζεβᾶ, τὸν Ἅγιο Θεοδόσιο, τὸν Ἅγιο Γεράσιμο. Ὅπου πήγαινε σὰν διψασμένο ἐλάφι ζητοῦσε νὰ πιεῖ νάματα ζωήρρυτα μοναχικῆς πολιτείας, ἀναβάσεως τῆς κλίμακας τῶν ἀρετῶν καὶ πνευματικῆς τελειώσεως.
Ἡ Γερόντισσα, ὅμως, Μαγδαληνὴ δὲν ἔμενε μόνο στὰ πνευματικά της καθήκοντα. Μάθαινε γιὰ τὶς δυσκολίες τῆς πατρίδος μας καὶ δὲν ἔμενε ἀπαθὴς μπροστὰ στὰ ἀναφυόμενα προβλήματα. Ὅπως ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ὅταν τὸ καλοῦσαν οἱ περιστάσεις, ἐγκατέλειπε τὴν ἔρημο τῆς Θηβαΐδας καὶ κατέβαινε στὴν Ἀλεξάνδρεια, γιὰ νὰ ἐνισχύσει μὲ τὰ λόγια του τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καὶ ἡ Γερόντισσα Μαγδαληνή, ὅταν ἀνέκυψε τὸ πρόβλημα τοῦ “Αὐτοκεφάλου” τῆς Ἐκκλησίας τῶν Δωδεκανήσων τὸ 1935, ἐπὶ ἰταλικῆς κατοχῆς, πῆρε σώφρονα θέση κοντὰ στὸ χειμαζόμενο λαό μας. Δὲν πτοθηκε τὴ φασιστικὴ δύναμη καὶ σκληρότητα. Ὑψώνοντας τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ ὡς λάβαρο νίκης πρωτοστάτησε στὴ μεγάλη διαδήλωση τῶν Καλυμνίων, ποὺ ἔμεινε στὴν ἱστορία ὡς “ὁ πετροπόλεμος τοῦ 35”.
Ὁ πετροπόλεμος αὐτὸς δὲν ἦταν τίποτα ἄλλο παρὰ λαϊκὴ ἐξέγερση τῶν Καλυμνίων ἐναντίον τῶν κατακτητῶν τῶν Δωδεκανήσων Ἰταλῶν, ποὺ ἔθεταν σὲ ἐφαρμογὴ σχέδιο ἐξιταλισμοῦ τῶν νησιῶν μὲ τὴν ὑποχρεωτικὴ διδασκαλία τῆς Ἰταλικῆς γλώσσας καὶ τὸν περιορισμὸ τῆς Ἑλληνικῆς. Παράλληλα προχωροῦσαν ὅλο καὶ περισσότερο στὴν ἵδρυση Αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας στὰ Δωδεκάνησα ἀποκομένης ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατραρχεῖο μὲ ἀπώτερο σκοπὸ τὴν ἕνωσή της μὲ τὴν Παπικὴ Ἐκκλησία. Ἡ ἐξέγερση ξεκίνησε ἀπὸ τὶς γυναῖκες τῆς Χώρας καὶ ἁπλώθηκε σὲ ὅλη τὴν Κάλυμνο μὲ τὶς μοναχὲς τῆς Εὐαγγελιστρίας τοῦ Ἄργους καὶ τὴ Γερόντισσά τους νὰ τρέχουσν στὴν πρώτη γραμμὴ τοῦ μετώπου. Ἀξιοσημείωτο παραμένει τὸ γεγονὸς ὅτι στὴ σύγκρουση τους μὲ τὶς ἔνοπλες δυνάμεις κατοχῆς ἔξω ἀπὸ τὸ μητροπολιτικὸ Ναὸ τοῦ Χριστοῦ οἱ Ἰταλοὶ ἐπιστράτευσαν τὴ χυδαιότητα καὶ γυμνώνονταν μπροστὰ στὶς νύμφες τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ τὶς ἀναγκάσουν νὰ ἀπομακρυνθοῦν καὶ νὰ διαλυθοῦν.
Ἡ σύρραξη κατέληξε σὲ πετροπόλεμο. Τὸ μέτωπό της βρισκόταν στὴν κορυφὴ τῆς σκάλας τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ Μαράσι καὶ στόχο εἶχαν τοὺς Ἰταλοὺς στρατιῶτες τοῦ Λιμεναρχείου. Ὁ περαστικὸς ἀπὸ τὸ μετερίζι τῶν ἡρωϊκῶν γυναικῶν νεαρὸς τσοπάνος Μανώλης Καζώνης μὲ τὸν ἐνθουσιασμὸ τῆς νεότητος ἐντάχτηκε ἀμέσως σ’ αὐτόν τὸν ἰδιόμορφο πόλεμο καὶ σημείωνε ἐντυπωσιακές ἐπιδόσεις μὲ τὴ σφενδόνα του, ὡς ἄλλος Δαβίδ. Ἀλλὰ μία σφαίρα Ἰταλοῦ στρατιώτη, ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ Λιμεναρχείου, τὸν βρῆκε στὸ μέτωπο καὶ τὸν ἔρριψε κάτω νεκρό. Τὸ τραγικὸ αὐτὸ συμβὰν ἔδωσε τέλος στὸν ἡρωϊκὸν ἀγώνα τῶν γυναικῶν τῆς Καλύμνου, ποὺ ἔμεινε ἱστορικός, γιὰ νὰ μᾶς θυμίζει τὸ ἀπτότητο φρόνημα τῶν γυναικῶν τῆς παρίδος μας, τοῦ Ζαλόγγου, τῆς Ἀραπίτσας στὴ Νάουσα καὶ τῶν ἠπειρωτισσῶν στὸ ἀλβανικὸ μέτωτο τοῦ β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ἀλλὰ καὶ τῶν μοναζουσῶν τοῦ Ἄργους, ποὺ μαζὶ μὲ τὴν ὁσιακὴ μορφὴ τῆς Γερόντισσάς τους δέχθαν ἀλύπητα κτυπήματα καὶ ποδοπατήθηκαν πρωτοστατώντας στὴν ἐξέγερση γιὰ ἐλευθερία, αὐτὴ ποὺ μόνο ὁ Χριστός μας ἐγγυᾶται. Τὸ σχέδιο τελικὰ τοῦ Αὐτοκεφάλου ναυάγησε.
Σὰν λαίλαπα ξέσπασε ἀργότερα ὁ Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ποὺ ἔφερε τὴν πατρίδα μας στὴν ἐξαθλίωση. Τὸ Μοναστήρι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ μαζὶ μὲ ὅλο τὸ λαὸ τῆς Καλύμνου δοκιμάσθηκε πολύ. Οἱ πόροι συντηρήσεώς του ἦταν πενιχρότατοι. Ἡ σκληρὴ δοκιμασία ἔγινε ἐφιαλτικὴ μὲ πεῖνα καὶ θάνατο. Ἡ ὑποτυπώδης βιοτεχνία τῶν τσεμπεριῶν ποὺ ἔφτιαχναν οἱ καλόγριες δὲν λειτουργοῦσε καὶ γιατὶ δὲν ὑπῆρχαν χρήματα γιὰ νὰ ἀγορασθοῦν οἱ πρῶτες ὗλες, ἀλλὰ καὶ γιατὶ ὁ κόσμος δὲν τὰ ἀγόραζε ἀπὸ ἔλλειψη χρημάτων. Ἡ Γερόντισσα Μαγδαληνὴ πιστὴ στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ δὲν ἀπογοητευόταν. “Γιὰ ὅλους μεριμνᾶ ὁ Θεός μας, δὲν θὰ μεριμνήσει γιὰ τὶς νύμφες του”, ἔλεγε, “γιὰ τὰ πλάσματα ποὺ τοῦ ἀφιερώθηκαν, γιὰ τὰ φιλέρημα πετεινά, ποὺ περιμένουν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τὴν τροφή τους”; Ἔσπευδε στὴν εἰκόνα τῆς Εὐαγγελιστρίας καὶ εὐλαβικὰ τῆς ἀνέθετε τὴ συντήρηση τοῦ Μοναστηριοῦ της λέγοντας: “Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς σὲ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην σου”. Καὶ ἡ Παναγία γνώριζε τὶς ἀνάγκες τῶν μοναστριῶν της καὶ τὶς κάλυπτε μὲ ἀγαθά, πολὺ περισσότερα ἀπὸ ὅσα χρειάζονταν, γιὰ νὰ κάνουν καὶ ἐλεημοσύνες στὸν πεινασμένο καὶ ταλαιπωρημένο λαὸ τοῦ Παιδιοῦ της. Στὴ σύναξη τῶν μοναζουσῶν πρότεινε ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ δοξολογία τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ, τοῦ “ἐμπιμπλῶντος ἐν ἀγαθοῖς τὴν ἐπιθυμίαν” (Ψαλμ. 102, 5) ὅλων αὐτῶν ποὺ δοξάζουν τὸ ὄνομά Του ὄχι μόνο στὶς χαρές, ἀλλὰ καὶ στὶς λύπες καὶ στὶς στερήσεις. Καὶ ὅπως λέει ὁ Ψαλμωδός, ἐκπληρώνει τὶς ἐπιθυμίες μας ὁ Θεὸς μὲ ὅλα τὰ ἀγαθά Του. Ἐκπληρώνει, ὅμως, μόνο τὶς ἀγαθὲς ἐπιθυμίες μας καὶ ὄχι τὶς πονηρὲς καὶ ὑστερόβουλες καὶ καταστροφικές, πολλὲς φορές, γιὰ τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς μας.
Ἡ Πρόνοια, ἡ σκέπη καὶ ἡ προστασία τῆς Παναγίας μας τὰ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια ἦταν ζωντανὴ πρὸς τὸ Μοναστήρι τῆς Γερόντισσας Μαγδαληνῆς, τῆς Γερόντισσας τῆς ἐλεημοσύνης. Καὶ τὸ Μοναστήρι ὄχι μόνο δὲν λιμοκτόνησε, ἀλλὰ σκόρπιζε καὶ σὲ ἐλεημοσύνες πολὺ περισσότερα ἀπὸ ὅσα τοῦ χρειάζονταν στὸν ἐτήσιο διατροφικό του κύκλο. Τὰ λίγα χωράφια ποὺ ἔσπερναν μόνες τους οἱ καλόγριες τὰ εὐλογοῦσε ὁ Θεὸς καὶ ἐπαρκοῦσε ὁ καρπός τους ὄχι μόνο γιὰ τὸ ψωμὶ τοῦ Μοναστηριοῦ, ἀλλὰ καὶ γιὰ πολλῶν φτωχῶν οἰκογενειῶν τοῦ νησιοῦ.
Τὴν ὥρα τοῦ λιχνίσματος τοῦ σταριοῦ στὰ ἁλώνια μαζεύονταν πάνω ἀπὸ τριάντα ἄτομα γύρω ἀπὸ τὸ ἁλώνι τοῦ Μοναστηριοῦ περιμένοντας τὸ μερίδιο τῆς ἀγάπης. Μόλις τελείωνε τὸ λίχνισμα ἡ Ὁσία Γερόντισσα Μαγδαληνὴ ἔδινε ἐντολὴ πρῶτα νὰ μοιράσουν στὸν καθένα, ὅ,τι τὴ φώτιζε ὁ Θεός, καὶ μετὰ νὰ γεμίσουν τὰ δικά τους τσουβάλια. Καὶ ὅσο μοίραζαν ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχοὺς τόσο περισσότερο στάρι ἔμενε γιὰ τὰ δικά τους τσουβάλια. Ἡ ἀγάπη τῆς προσφορᾶς αὔξανε τὶς ποσότητες τοῦ σταριοῦ, ἀφοῦ «ἱλαρὸν δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός» (Β΄ Κορ. θ΄ 7).
Ἡ πόρτα τοῦ Μοναστηριοῦ ὅλο τὸ διάστημα τῆς δοκιμασίας τοῦ λαοῦ μας δὲν ἔκλεινε. Παρέμενε ἀνοικτὴ καὶ περίμενε τοὺς ἐνδεεῖς, γιὰ νὰ τοὺς μοιράσει ὄχι ἀπὸ τὸ περίσσευμα, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ὑστέρημα, τὸ ὁποῖο, ὅμως, ὁ Κύριος ἀμέσως ἀναπλήρωνε, ὅπως τῆς ἐλεήμονος χήρας στὰ Σαρεπτὰ τῆς Σιδωνίας, ποὺ φιλοξενοῦσε τὸν Προφήτη Ἠλία, τὸ δοχεῖο τοῦ ἀλεύρου καὶ τὸν καμψάκη τοῦ ἐλαίου (Γ΄ Βασ. ιζ΄9-16). Ἡ Γερόντισσα Μαγδαληνὴ πάντοτε τόνιζε ὅτι ὁ Χριστός, εὐλογώντας τοὺς «πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας», τοὺς πολλαπλασίασε, ὥστε νὰ φᾶνε καὶ νὰ χορτάσουν «πεντακισχίλιοι ἄνδρες, χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων» (Ματθ. ιδ΄21). Στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ Πατέρα, «οἱ ἄρτοι περισσεύουν» (Λουκ. ιε΄17), ἐνῶ στὴν ἐξορία τῆς ἀποστασίας καὶ τῆς σκληροκαρδίας, τὰ ἀγαθὰ στερεύουν καὶ ὁ ἄνθρωπος λιμοκτονεῖ. Αὺτὴν ἀκριβῶς τὴν ἐμπειρία ἐκφράζει πάντοτε καὶ ἡ Ἐκκλησία, κατὰ τὴν Ἀκολουθία τῆς ἀρτοκλασίας καὶ τῆς εὐλογίας τῶν ἄρτων λέγοντας: «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ».”
Ἡ σημερινὴ προεστῶσα τοῦ Μοναστηριοῦ, ἡ παλιὰ Γερόντισσα Νυμφοδώρα, μοῦ διηγήθηκε ὅτι ἡ Ὁσία Κτιτόρισσα Μαγδαληνὴ ἔβγαινε στὴν πόρτα τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ μοίραζε συκαλάκια καὶ ἀμύγδαλα σὲ ὅλα τὰ πενασμένα παιδιὰ τοῦ Ἄργους, ποὺ καθημερινὰ ἔτρεχαν κόντα της νὰ πάρουν τὸ κέρασμά τους. Μερικὰ πεινασμένα ἔτρεχαν καὶ δεύτερη καὶ τρίτη φορὰ τὴν ἴδια ἡμέρα στὴν πόρτα τοῦ Μοναστηριοῦ της. Ὅταν οἱ μοναχὲς τὴν ἐνημέρωναν ὅτι αὐτὰ ξαναπῆραν ἐκείνη δὲν σταματοῦσε νὰ δίνει, ἀφοῦ ἡ εὐσπλαγχνία της ἦταν πέλαγος ἀχανέστατο καὶ ἀπαντοῦσε στὶς καλογριές της μὲ πλατὺ χαμόγελο: Ὁ Κύριός μας δὲν μᾶς λέει “Τῷ αἰτοῦντί σοι δίδου;” (Ματθ. ε΄ 42). Πῶς ἐγὼ ἡ ἐλάχιστη νὰ παραβλέψω τὴν ἐντολή του; Φοβοῦμαι μήπως ὁ ἐλεήμων Θεός μας μοῦ στερήσει καὶ τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ ἐπουράνια ἀγαθά. Ἡ ἐντολὴ τοῦ Εὐαγγελίου τῆς ἀγάπης πρὸς ὅλους μας εἶναι ἁπλῆ καὶ εὐχάριστη. “Δότε ἐλεημοσύνην” (Λουκ. ιβ΄ 33).
Ἡ λήξη τοῦ πολέμου βρῆκε τὸ Μοναστήρι τοῦ Ἄργους σὲ πνευματικὴ ἄνθηση. Νέες μοναχὲς ἦλθαν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καὶ μάλιστα ἀδελφὲς μεταξύ τους καὶ συγγενεῖς τῆς Γερόντισσας. Αὐτὲς ἔχοντας ἐκπαιδευθεῖ στὴν ὑφαντουργία ὁργάνωσαν τμῆμα ὑφαντικῆς καὶ κατασκεύαζαν τὴν τοπικὴ παραδοσιακὴ στολή, τὸ γνωστὸ Καλύμνικο καβάδι. Ὁ τότε Δήμαρχος Δρόσος Ταυλάριος ἐκτιμώντας τὴν ἐπιμελημένη ἐργασία τῶν μοναζουσῶν ἔκτισε στὴν ἄκρη τοῦ Μοναστηριοῦ ἕνα ἐργαστήριο ὑφαντικῆς καὶ τὸ ἐξόπλισε μὲ ἀργαλειοὺς τῆς ἐποχῆς. Γιὰ τὴν ἀγορὰ ὑλικῶν ἐνδιαφέρθηκε ἄλλος φιλομόναχος εὐεργέτης, ὁ Σόλων Πελεκάνος. Ἡ αἰωνόβιος Γερόντισσα Μαγδαληνὴ θεωροῦσε τὴν ἄνθηση τοῦ Μοναστηριοῦ της εὐλογία τοῦ Θεοῦ στὶς μικρές, ὅπως ἔλεγε, ἐλεημοσύνες της. Ἕνα δίνεις, ἑκατὸ σοῦ δίνει ὁ Θεός, ὁμολογοῦσε μὲ τὴν ἁπλότητα τῶν λόγων της τῶν μεστῶν ἀπὸ Θεία Χάρη. Πλήρης ἡμερῶν σὲ ἡλικία ἑκατὸν πέντε ἐτῶν, στὶς 3 Αὐγούστου τοῦ 1952, ἡ Ὁσία Γερόντισσα κοιμήθηκε τὸν ὕπνο τῶν δικαίων καὶ μετέστη “ἐκ τοῦ θανάτου προὸς τὴν ζωήν”, γιὰ νὰ εὐφραίνεται ἀκατάπαυστα κοντὰ στὸν ἀγαπημένο της Ἰησοῦ, τὸ Θεὸ τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ ἐλέους, Τὸ Μοναστήρι της τότε ἀριθμοῦσε εἰκοσιτέσσαρες μοναχές. Προαισθάνθηκε τὴν ἐκδημία της καὶ ὅρισε Ἡγουμένη τὴν ἀνηψιά της Ἑλένη, ποὺ εἶχε καὶ αὐτὴ πάρει τὸ μοναχικὸ ὄνομα Μαγδαληνή.
Ἐξομολογητικά.
Ὅταν τὸ 1974 βρισκόμουν στὸ Manchester τῆς Ἀγγλίας γιὰ μεταπτυχιακὲς σπουδές, ἔπεσε στὰ χέρια μου ἕνα βιβλίο τοῦ Otto Meinardus μὲ τίτλο ” The Saints of Greece“, printed by the ATHENS DAILY POST τὸ 1970. Σὲ αὐτὸ καὶ στὴν σελίδα 128 ἀναφέρεται τὸ ὄνομα τῆς Γερόντισσας Μαγδαληνῆς μεταξὺ τῶν νεολαμπῶν Ἁγίων τῆς πατρίδος μας. Γράφει ὁ συγγραφεύς: «Magdalene, born in Kalymnos in 1847, joined the monastic life in 1867. Her father who was wealthy built a monastery on which she stayed. This monastery, dedicated to the Evangelistria, is in Argos, Kalymnos, and was consecrated in 1887. She travelled to Jerusalem. She spent her life in the monastery, where she died at the age of 105 in 1952. Magdalene has not been canonized as yet». - «Ἡ Μαγδαληνή, γεννήθηκε στήν Κάλυμνο τό 1847, προσχώρησε στή μοναστική ζωή τό 1867. Ὁ πλούσιος πατέρας της, ἔκτισε ἕνα μοναστήρι, ἀφιερωμένο στήν Εὐαγγελίστρια, βρίσκεται στό Ἄργος τῆς Καλύμνου καί ἀφιερώθηκε τό 1887. Ταξίδεψε στήν Ἱερουσαλήμ. Πέρασε τή ζωή της στό μοναστήρι, ὅπου πέθανε στήν ἡλικία τῶν 105 ἐτῶν τό 1952. Ἡ Μαγδαληνή δέν ἔχει ἀκόμα ἁγιοκαταταχθεῖ.».
Γνωρίζοντας ἀπὸ ἁγιολογία παραξενεύθηκα ποὺ δὲν εἶχα μάθει κάτι γιὰ τὴν Ὁσία Μαγδαληνή. Συντήρησα τὴν ἀπορία μου γιὰ χρόνια, μέχρι ποὺ μοῦ βεβαίωσε τὴν ὕπαρξή της ὁ γνωστός μου καλλικέλαδος μουσικὸς Καλύμνιος καθηγητής κ. Γιῶργος Καραφύλλης σὲ μιὰ ἐκπομπὴ στὸ ραδιοφωνικὸ σταθμὸ τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς τὸ 1992, καὶ ὁ ὁποῖος γιὰ χρόνια δίδαξε στὰ παιδιά μου παραδοσιακὸ σαντούρι, ποὺ ὁ ἴδιος μερίμνησε νὰ ἀγοράσω ἀπὸ κάποιο Καλύμνιο τεχνίτη, τὸν τελευταῖο, ἀπ’ ὅτι ἀργότερα ἔμαθα. Μεγάλη μου, ὅμως, ἦταν ἡ χαρὰ καὶ ἡ συγκίνηση ὅταν ἔμαθα ἀπὸ ἕναν Καλύμνιο Ἁγιορείτη Μοναχό, σήμερα Ἱερομόναχο Σάββα, γιὰ λεπτομέρειες ἀπὸ τὸ βίο της, καθὼς κυρίως περιγράφονται στὸ “Γεροντικὸ τῆς Καλύμνου” τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ρότσο στὴν Κάλυμνο. Ὁ ἴδιος, γιὰ προσωπική του χρήση καὶ ἀπὸ εὐλάβεια πρὸς τὴν Ὁσία Μητέρα μὲ παρότρυνε γιὰ σύνταξη Ἀκολουθίας της. Πρόθυμα τὴν συνέταξα, ἀφοῦ ἐπισύναψα στὸ τέλος της τὸ ἑξῆς σημείωμα, ποὺ γιὰ παρόμοια περίπτωση μοῦ εἶχε ὑπαγορεύσει ὁ πολὺς Μητροπολίτης Κοζάνης κ. κ. Διονύσιος Ψαριανός, ὁ μουσικολογιώτατος.
Ἡ παροῦσα Ἀκολουθία ἀποτελεῖ προϊὸν εὐλαβείας τοῦ ὑμνογράφου πρὸς τὸ ἐξυμνούμενον ἱερὸν πρόσωπον, τὸ λαβὸν τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως διὰ τῶν ἀσκητικῶν του κατορθωμάτων· ἄλλωστε, ἐκ τῆς ἐξυμνήσεως αὐτῆς καὶ ὁ ἴδιος ὁ ποιητὴς ἐνισχύεται καὶ ἐνδυναμοῦται εἰς τὸν ἀγῶνα πρὸς ἀρετῆς τελείωσιν. Συνετέθη ἐξ ἰδίας τοῦ ὑμνογράφου προθέσεως, σκοπεύει μόνον εἰς τὸν ἐμπλουτισμὸν τῆς ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας καί, συνεπῶς, ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ προορίζεται διὰ τὴν δημοσίαν λατρείαν. Δι’ αὐτὴν τὴν χρῆσιν ἡ μόνη ἁρμοδία νὰ ἀποφανθῇ ἐν ἀπωτέρῳ μέλλοντι εἶναι ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἔφερε, ὅμως, πέρυσι καὶ ἐφέτος ὁ καλὸς Θεὸς τὰ βήματά μου στὴν Κάλυμνο, ὅπου προσκύνησα μὲ εὐλάβεια τὴ χάρη της καὶ τὰ λείψανά της στὸ Μοναστήρι τοῦ Ἄργους. Ὄφειλα, λοιπόν, νὰ καταγράψω μὲ λίγα λόγια τὴν θεοφιλὴ πολιτεία τῆς Ὁσίας Γερόντισσας Μαγδαληνῆς, γιὰ νὰ γνωρισθεῖ περισότερο ἡ ἀσκητική της μορφὴ ἀπὸ τὸ Ὀρθόδοξο Χριστεπώνυμο πλήρωμα. Τὴν εὐχή της νὰ ἔχουμε!
Δρ. Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας, Καθηγητὴς ΤΕΙ Πειραιῶς, Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας.
Επιπλέον βιογραφικά στοιχεία.
Στο ανατολικό άκρο του γραφικού οροπέδιου του χωριού Άργος και σε κοντινή απόσταση από το βυζαντινό κάθισμα των Αγίων Αποστόλων (κτίσμα του Οσίου Χριστοδούλου του «Λατρηνού» [21 Οκτ. και 16 Μαρτ.] και Μετόχι σήμερα της ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Πάτμου), βρίσκεται το αρχαιότερο γυναικείο Κοινοβιακό Μοναστήρι της Καλύμνου.
Κτητόρισσα και ιδρύτρια της Μονής υπήρξε η Γερόντισσα Μαγδαληνή. Η Μαρία, αυτό ήταν αρχικά το όνομα που έλαβε κατά το άγιο Βάπτισμα, ήταν το πρωτότοκο από τα δέκα παιδιά (5 αγόρια και 5 κορίτσια) της αγροτικής οικογένειας Κουλιά. Λόγω των δύσκολων συνθηκών της εποχής, τα περισσότερα από τα παιδιά είχαν ξενιτευτεί εργαζόμενα στη Ρωσία. Η νεαρή αγράμματη, αλλά ενάρετη Μαρία, διακρινόταν για την ευσέβεια και τη σεμνότητά της. Από μικρή έδειχνε έντονα την κλίση της για αφιέρωση στον Θεό. Δυστυχώς, όμως, η έφεση αυτή έβρισκε εμπόδια από τον πατέρα και τα μεγαλύτερα αγόρια αδέλφια της.
Με ακλόνητη πίστη στον Χριστό και απεριόριστη υπομονή, εκείνη θεωρούσε την κατάστασή της προσωρινή μέχρι να λάβει άνωθεν το μήνυμα για την έξοδό της από τη ματαιότητα του κόσμου. Η σταθερότητά της αυτή σήμαινε ότι την είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου η θεία Πρόνοια μέχρι την πραγματοποίηση του ιερού της πόθου, αλλά και αργότερα μέχρι τα οσιακά της τέλη.
Δύο είναι τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή της κατά την περίοδο εκείνη:
Κάποιο βράδυ, ο πατέρας της προσπαθούσε να την πείσει να παντρευτεί με κάποιον νέο της αρεσκείας του. Εκείνη αντιστεκόταν σθεναρά δηλώνοντας ξανά και ξανά την απόφασή της για αφιέρωση. Έτσι λοιπόν, μη καταφέρνοντας τίποτα ο οργισμένος πατέρας, οπλισμένος με σατανική δύναμη, άρπαξε ένα τσεκούρι το οποίο με δύναμη εκσφενδόνισε εναντίον της κόρης του. Με τη χάρη του Θεού, εκείνο αστόχησε και καρφώθηκε στην πόρτα.
Άλλη φορά, στα μέσα του χειμώνα και καθώς έβρεχε ασταμάτητα, ο σκληρός και άτεγκτος πατέρας πέταξε την κόρη του έξω από το σπίτι. Η μάνα της, μη μπορώντας να ησυχάσει καθώς άκουγε τις βροντές και τη βουή του νερού που επί ώρες έπεφτε, περίμενε να αποκοιμηθεί ο άντρας της για να βγει έξω μ’ ένα λαδοφάναρο της εποχής προς αναζήτηση της θυγατέρας της. Δόξασε η εμπερίστατη μάνα τ’ όνομα του Θεού, καθώς βρήκε το παιδί της να προσεύχεται κάτω από τη ροδιά του κήπου τους. Θαυματουργικά η κόρη, καθώς και όλος ο χώρος που τη σκέπαζε γύρω από τη ροδιά, ήταν στεγνός και άβρεκτος!
Μπροστά στο ανένδοτο του πατέρα της, η Μαρία αποφάσισε να φύγει κρυφά για την Πάτμο όπου υφίστατο το παλαιό γυναικείο ιδιόρρυθμο Μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής. Άλλη μονή εξάλλου στην Κάλυμνο δεν υπήρχε. Πριν το ταξίδι της, πέρασε από το Επισκοπείο για να ζητήσει την ευχή και ευλογία του τότε μητροπολίτη Ιωάννου. Εκείνος προσπάθησε με πνευματικό τρόπο να της αποδείξει το δύσκολο του μοναχικού βίου και να την πείσει να αλλάξει γνώμη προτού κάνει λάθος επιλογή. Όταν όμως κατάλαβε ότι ήταν αμετάπειστη, της ζήτησε να καθίσει ακόμη λίγες ημέρες στο νησί απομονωμένη με προσευχή, μήπως ο Θεός παρουσιάσει κάτι για να τη βοηθήσει ή για να την αποτρέψει από την απόφασή της. Μετά από τριήμερη νηστεία, ζήτησε συνάντηση με τον πατέρα της στο Επισκοπείο για να του ανακοινώσει την αναχώρηση της κόρης του για την Πάτμο. Εκείνος τότε συγκινημένος απάντησε άκακα: «Δεν την αφήνω να φύγει. Θα της κτίσω εγώ ο ίδιος μοναστήρι εδώ!».
Και, πραγματικά, κατά το 1865 και ενώ η κόρη του ήταν μόλις 18 ετών, της έκτισε μια εκκλησία και ένα μικρό κελλί σ’ ένα οικογενειακό τους κτήμα στο Άγρος. Εκείνη με άφατη αγαλλίαση εγκαταστάθηκε εκεί με μόνο της εφόδιο μέσα στην ερημιά το σημείο του Τιμίου Σταυρού και την ευχή του Αγίου Χριστοδούλου και των απ’ αιώνος ασκησάντων πατέρων στο απομακρισμένο κάθισμα των Αγίων Αποστόλων.
Για έξι ολόκληρα χρόνια προσπαθούσε να καταρτιστεί στα πνευματικά ασκητεύοντας ολομόναχη και έγκλειστη δεχόμενη την τροφή της από θυρίδα. Σκοπός της ήταν να δυναμωθεί στα πνευματικά για να βοηθήσει αργότερα κι άλλες ψυχές να σωθούν στο «λιμανάκι» της Παναγίας της «Ευαγγελίστριας». Με το κομβοσχοίνι και την ευχή πολεμούσε νύχτα και μέρα για να υπερνικά τις παγίδες και τα ευφευρήματα του αρχέκακου διαβόλου, ο οποίος έφριττε βλέποντας την απαλή κόρη να του αντιστέκεται με πίστη στον Χριστό. Έτυχε κάποτε, όπως και στον Μέγα Αντώνιο, την ώρα της προσευχής να γεμίσει το κελλί της από την οροφή και παντού σκορπιούς και ερπετά.
Μπαίνοντας στον έβδομο χρόνο από την τέλεια απομόνωσή της, δέχθηκε με χαρά ως πρώτη υποτακτική της τη μικρότερη αδελφή της Αθανασία. Λίγο αργότερα πλαισιώθηκαν και από άλλες αδελφές που ήθελαν να μοιραστούν τον ένθεο ζήλο τους και να γίνουν μοναχές. Έτσι μπήκε το θεμέλιο για την ανάπτυξη του γυναικείου μοναχισμού στην Κάλυμνο και επομένως η Γερόντισσα Μαγδαληνή θεωρείται αυτοδίδακτη, θεοδίδακτη και πρωτοπόρος στο έργο αυτό.
Η Γερόντισσα, αν και αγράμματη, διέθετε φυσικά διοικητικά χαρίσματα. Με μητρική στοργή αλλά και πυγμή ποίμαινε τις μοναχές της συνοδείας της. Προσπαθούσε με το άγιο παράδειγμα και την υπομονή της να τις στερεώνει στην εφαρμογή των βασικών τριών αρετών της μοναχικής πολιτείας (παρθενίας–υπακοής–προσευχής), αλλά περισσότερο να τις ενώνει με την αγάπη, τον ιερό αυτόν «σύνδεσμο της τελειότητας» (Κολ. 3, 14). «Την αγάπη να τηρείτε μεταξύ σας για να μη χάσετε τον μισθό της ασκήσεώς σας!», τους έλεγε με πνευματικό πόνο.
Όταν κάποτε, λόγω διαφόρων πειρασμών, διασαλευόταν η αγάπη και προέκυπτε φιλονικία μεταξύ των αδελφών, εκείνη σήκωνε τα μάτια της στον ουρανό και έλεγε: «Ξέρω, ξέρω παιδιά μου. Δεν φταίτε εσείς. Εγώ φταίω, δικό μου είναι το λάθος, δικές μου οι αμαρτίες, γι’ αυτό και ο Θεός επέτρεψε να δοκιμαστούμε. Δεν θα φωνάξω Παπά το Σάββατο για να κοινωνήσουμε όλες, μέχρι να αποκαταστηθούμε στην αγάπη!». Χρέωνε το σκάνδαλο μεταξύ των αδελφών μονάχα στον εαυτό της, σαν δική της έλλειψη και αμαρτία.
Για την περαιτέρω κατάρτισή της στα πνευματικά, στα θέματα του κοινοβιακού μοναχισμού, του τυπικού κτλ., κάποτε έλλειψε επί εξάμηνο από το Μοναστήρι στα Ιεροσόλυμα, όπου υπηρέτησε σαν καντηλανάφτισσα στον Πανάγιο Τάφο. Βαπτίσθηκε στον Ιορδάνη και εκάρη μεγαλόσχημη στη ιερά Μονή του Αγίου και Δικαίου Λαζάρου στη Βηθανία. Με ανανεωμένες τις πνευματικές της δυνάμεις και προοπτικές, γύρισε στην Κάλυμνο για να αναδειχθεί σε πραγματική πνευματική μάνα μιας πολυμελούς αδελφότητας, αλλά και των πολυπληθών οικογενειών των ποιμένων που σταδιακά εγκαταστάθηκαν στη γύρω περιοχή.
Ο ζήλος της Γερόντισσας για την Αγία Ορθοδοξία αλλά και για τα Εθνικά θέματα, την έκαναν να εξέλθει της Μονής μαζί με τις αδελφές και να συμμετάσχουν στην αντίσταση του Καλυμνιακού λαού εναντίον της Ιταλικής κατοχής, όταν προέκυψε το σοβαρό εκκλησιαστικό θέμα του «Αυτοκεφάλου», το 1935. Με σταυρούς και με άγια εικονίσματα, κατέβηκαν με τον λαό στο λιμάνι χωρίς καν να φοβηθούν τη σκληρότητα των κατακτητών. Δυστυχώς, προπηλακίστηκαν και χτυπήθηκαν αλύπητα. Μάλιστα, μία εξ αυτών ποδοπατήθηκε με μανία από αρβυλοφόρο στρατιώτη. Παρόλα αυτά, ο κατακτητής πήρε για τα καλά το μήνυμα των Καλυμνίων, οι οποίοι δεν αποδέχθηκαν την απόσχισή τους από τη Μητέρα Εκκλησία!
Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Μονή όπως και όλο το νησί, δοκιμάστηκαν πολύ. Οι αργαλειοί και τα εργαστήρια της Μονής σταμάτησαν να λειτουργούν λόγω ελλείψεως υλικών. Οι αγροτικές καλλιέργειες στις οποίες επιδόθηκαν τότε οι αδελφές, εξασφάλιζαν τα προς το ζην τη Μονή αλλά και τους περιοίκους της. Όταν έφτανε η ώρα του λιχνίσματος, μαζεύονταν γύρω από το αλώνι περί τα 30 άτομα. Τότε η ελεήμων και σπλαχνική Γερόντισσα έδινε στον καθένα ό,τι της φώτιζε η «Νοικοκυρά» της Μονής της, όπως έλεγε την Παναγία, και το υπόλοιπο το έβαζε στους τενεκέδες της Μονής. Με δάκρυα στα μάτια έβλεπε την ώρα της μεγάλης ανάγκης να γεμίζουν θαυματουργικά, ξανά και ξανά, οι τενεκέδες με σιτάρι!
Μεγάλο ενδιαφέρον έδειχνε η Γερόντισσα για την πνευματική πρόοδο των αδελφών. Επειδή όλες ανεξαιρέτως εργάζονταν σκληρά, φρόντιζε να τους προσφέρει ως δώρο το ταξίδι-προσκύνημα προς τα Ιεροσόλυμα. Κι αυτό όχι μόνο μία, αλλά και περισσότερες φορές και, μάλιστα, με συνοδευτικό της γράμμα για να μπορέσουν με χαρά να διακονήσουν στα Πανάγια προσκυνήματα καθ’ όλο τον χρόνο της εκεί παραμονής τους. Φρόντιζε ακόμη οι πιο εγγράμματες να κάνουν κοινή ανάγνωση κατά την ώρα των διακονημάτων και να μαθαίνουν όλες σιγά-σιγά ανάγνωση και γραφή.
Ποίμαινε ακόμη τις ψυχές τους με άκρα συγκατάβαση, συνεργαζόμενη με τους καλύτερους των πνευματικών-εξομολόγων του νησιού. Ιδιαιτέρως ευλαβείτο τον Γέροντα Σάββα της Μονής των Αγίων Πάντων, τον μετέπειτα Άγιο Σάββα [7 Απρ.] (1862–1948), τον μαθητή του Αγίου Νεκταρίου [9 Νοεμ.] (1846–1920) και προστάτη της νήσου. Με τη δική της προτροπή είχε κάνει και τις περισσότερες από τις κουρές των αδελφών. Ήταν η πρώτη εξάλλου που διείδε στο ταπεινό πρόσωπό του τον μετέπειτα μεγάλο άγιο της Εκκλησίας μας. Αν και η ίδια νήστευε αυστηρά, τις αδελφές τις οικονομούσε στο θέμα αυτό. Η Παναγία μας την αξίωσε να δημιουργήσει μια πολυμελή αδελφότητα και ένα αξιόλογο έργο στην περιοχή του Άργους.
Προαισθάνθηκε το τέλος της και σύναξε κοντά της τις αδελφές για την ύστατη νουθεσία. Μόλις τελείωσε τον αποχαιρετισμό, ζητώντας και δίνοντας συγχώρεση σε όλους, φώναξε: «Φέρτε μου τη “Συντρόφισσά” μου!», εννοώντας τη θαυματουργική εικόνα της Παναγίας της «Ευαγγελίστριας». Την εικόνα εκείνη, μπροστά στην οποία αμέτρητες φορές γονάτισε και έκλαψε, ευχαριστώντας την Παναγία για τις δωρεές της, ζητούσε τώρα από Αυτή την προστασία της Μονής της και την ανανέωση των πνευματικών της δυνάμεων.
Αφού προσκύνησε ευλαβικά, σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος και παρέδωσε το πνεύμα της εις χείρας Θεού την 3η Αυγούστου του 1952, σε ηλικία 105 ετών. Ο γράφων, αξιώθηκε όσες φορές υπηρετούσε στην Κάλυμνο, να διακονήσει τη Μονή του Άγρους ως λειτουργός και, μάλιστα, καθ’ όλη τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδος. Στο ευλογημένο αυτό ασκητομονάστηρο είναι εμφανές το ευεργετικό πέρασμα της Γερόντισσας Μαγδαληνής, της κτητόρισσάς του. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι όλες οι αδελφές ανεξαιρέτως μιλούν για την πνευματική τους Μητέρα σε χρόνο ενεστώτα, αν και έχει περάσει πάνω από μισός αιώνας από την οσιακή της κοίμηση. Η στιλπνή και ευωδιάζουσα κάρα της φυλάσσεται με ευλάβεια στο ενσωματωμένο με το Καθολικό Παρεκκλήσιο των Αγίων Αρχαγγέλων, το οποίο ανήγειρε ειδικά γι’ αυτό τον σκοπό η νέα ηγουμένη.
Ιερομονάχου Δημητρίου Καββαδία:
«Μοναζουσών Σύναξις» – Θαυμαστόν γυναικείον Γεροντικόν του 20ου αιώνος» –
Μέρος 1ο, κεφ. 26ο, σελ. 275–280, Εκδοτική Παραγωγή «Επτάλοφος», Αθήναι, Απρίλιος 2005.
Πηγή: Το Ειλητάριον
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου