Άγιος Νέος Ιερομάρτυς Παύλος Σβάικο και η Πρεσβυτέρα του Αγία Ιωάννα. Ημέρα Μνήμης: 28 Αυγούστου.
Γεννήθηκε το 1893 στο χωριό Ζαμπλότσε της επαρχίας Χελμ, από την οικογένεια Σβάϊκοφ. Μετά το πέρας των εγκυκλίων σπουδών του, εισήλθε στην Ιερατική Σχολή της Αικατερινοσλάβ (σημερινή Ρωσσία) και το 1918, όταν αποφοίτησε, επέστρεψε στην γενέτειρά του.
Σε ηλικία 30 ετών νυμφεύθηκε την 24 ετών Ιωάννα Λοτότσκα στο χωριό Γκάγιε Λεβιατίνσκιε, νομού Κρεμιενιέτσκ, στο ναό του Αγίου Νικολάου, απ' όπου δηλαδή κατήγετο και η σύζυγός του. Αυτή ήταν, για κείνον τον καιρό, σχετικώς μορφωμένη, είχε σπουδάσει σε μία σχολή Οικονομικής και Εμπορικής επιχειρήσεως. Εδημιούργησαν, ενωμένοι με το μυστήριο του Γάμου, μία παραδειγματική χριστιανική οικογένεια, μία «κατ' οίκον Εκκλησία» και βάσταζαν τα βάρη της οικογενειακής ζωής, αλληλοβοηθούμενοι.
Μετά το γάμο τους, αφιερώθηκαν στην υπηρεσία της Ορθοδόξου Εκκλησίας. και το 1924 χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος στο ναό του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο Χελμ, υπό του Αρχιεπισκόπου Βαρσοβίας Διονυσίου. Η πρεσβυτέρα του τον ακολουθούσε και τον βοηθούσε στο πνευματικό του έργο. Η πρώτη ενορία του πατρός Παύλου ήταν στην πόλη Ποτόκ Γκούρνι, του νομού Μπιλγκόραϊ.
Κατά τα τέλη του 1927 η προϊσταμένη του αρχή, τον έστειλε στα νοτιώτερα της Πολωνίας, στην επαρχία Λεμκοβστσίζνα. Εκεί συνέχισε με τον ίδιο ζήλο το ποιμαντικό του έργο και πολλούς πρώην Ουνίτες μεταξύ των Λέμκονβ επέστρεψε στην προγονική τους πίστη, την Ορθοδοξία. Στην επαρχία αυτή λειτουργούσε στα χωριά Σβιοτκόβα και Ντεσνίτσα, του νομού Γιάσλο.
Όταν επεκτάθηκε ο διωγμός των Ορθοδόξων στην επαρχία του Χελμ, το 1938, τότε ο πατήρ Παύλος μαζί με την πρεσβυτέρα του - ήταν τότε 44 ετών - εστάλη εκεί και ανέλαβε την ενορία της πόλεως Σιεντλίσκι, του νομού Ζάμοστς. Στους δύσκολους εκείνους καιρούς, όταν οι Ρωμαιοκαθολικοί ανάγκαζαν με κάθε τρόπο τους Ορθοδόξους να προσχωρήσουν στον παπισμό, ο πατήρ Παύλος τους ενίσχυε για να παραμείνουν πιστοί στην Ορθοδοξία.
Κατά τα έτη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, συνέχισε να λειτουργεί στην ίδια επαρχία και εξυπηρετούσε διάφορες ενορίες. τότε κατοικούσε στο χωριό Σνιατίτσε. Το περιβάλλον ήταν εχθρικό προς την Ορθοδοξία και ο ίδιος με την πρεσβυτέρα του υπέστησαν πολλές φορές διωγμούς, δαρμούς, κλοπές των υπαρχόντων τους και απειλές. παρ' όλα αυτά, έμεινε στερεός στην διακονία του.
Τέλος, το 1943, εστάλη υπό της εκκλησιαστικής του αρχής στο χωριό Γκραμπόβιετς της ίδιας επαρχίας, όπου όμως η εχθρότητα των ετεροδόξων έφθασε στο αποκορύφωμά της, λόγω του ενθέου ζήλου του. και έτσι οι παπικοί αντάρτες, την ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, συνέλαβαν τον ίδιο και την πρεσβυτέρα του και τους υπέβαλλαν σε φρικτά βασανιστήρια και τέλος τους εθανάτωσαν, διότι δεν ανέχονταν την σταθερή εμμονή τους στην πατροπαράδοτη πίστη τους.
Γεννήθηκε το 1893 στο χωριό Ζαμπλότσε της επαρχίας Χελμ, από την οικογένεια Σβάϊκοφ. Μετά το πέρας των εγκυκλίων σπουδών του, εισήλθε στην Ιερατική Σχολή της Αικατερινοσλάβ (σημερινή Ρωσσία) και το 1918, όταν αποφοίτησε, επέστρεψε στην γενέτειρά του.
Σε ηλικία 30 ετών νυμφεύθηκε την 24 ετών Ιωάννα Λοτότσκα στο χωριό Γκάγιε Λεβιατίνσκιε, νομού Κρεμιενιέτσκ, στο ναό του Αγίου Νικολάου, απ' όπου δηλαδή κατήγετο και η σύζυγός του. Αυτή ήταν, για κείνον τον καιρό, σχετικώς μορφωμένη, είχε σπουδάσει σε μία σχολή Οικονομικής και Εμπορικής επιχειρήσεως. Εδημιούργησαν, ενωμένοι με το μυστήριο του Γάμου, μία παραδειγματική χριστιανική οικογένεια, μία «κατ' οίκον Εκκλησία» και βάσταζαν τα βάρη της οικογενειακής ζωής, αλληλοβοηθούμενοι.
Μετά το γάμο τους, αφιερώθηκαν στην υπηρεσία της Ορθοδόξου Εκκλησίας. και το 1924 χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος στο ναό του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο Χελμ, υπό του Αρχιεπισκόπου Βαρσοβίας Διονυσίου. Η πρεσβυτέρα του τον ακολουθούσε και τον βοηθούσε στο πνευματικό του έργο. Η πρώτη ενορία του πατρός Παύλου ήταν στην πόλη Ποτόκ Γκούρνι, του νομού Μπιλγκόραϊ.
Κατά τα τέλη του 1927 η προϊσταμένη του αρχή, τον έστειλε στα νοτιώτερα της Πολωνίας, στην επαρχία Λεμκοβστσίζνα. Εκεί συνέχισε με τον ίδιο ζήλο το ποιμαντικό του έργο και πολλούς πρώην Ουνίτες μεταξύ των Λέμκονβ επέστρεψε στην προγονική τους πίστη, την Ορθοδοξία. Στην επαρχία αυτή λειτουργούσε στα χωριά Σβιοτκόβα και Ντεσνίτσα, του νομού Γιάσλο.
Όταν επεκτάθηκε ο διωγμός των Ορθοδόξων στην επαρχία του Χελμ, το 1938, τότε ο πατήρ Παύλος μαζί με την πρεσβυτέρα του - ήταν τότε 44 ετών - εστάλη εκεί και ανέλαβε την ενορία της πόλεως Σιεντλίσκι, του νομού Ζάμοστς. Στους δύσκολους εκείνους καιρούς, όταν οι Ρωμαιοκαθολικοί ανάγκαζαν με κάθε τρόπο τους Ορθοδόξους να προσχωρήσουν στον παπισμό, ο πατήρ Παύλος τους ενίσχυε για να παραμείνουν πιστοί στην Ορθοδοξία.
Κατά τα έτη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, συνέχισε να λειτουργεί στην ίδια επαρχία και εξυπηρετούσε διάφορες ενορίες. τότε κατοικούσε στο χωριό Σνιατίτσε. Το περιβάλλον ήταν εχθρικό προς την Ορθοδοξία και ο ίδιος με την πρεσβυτέρα του υπέστησαν πολλές φορές διωγμούς, δαρμούς, κλοπές των υπαρχόντων τους και απειλές. παρ' όλα αυτά, έμεινε στερεός στην διακονία του.
Τέλος, το 1943, εστάλη υπό της εκκλησιαστικής του αρχής στο χωριό Γκραμπόβιετς της ίδιας επαρχίας, όπου όμως η εχθρότητα των ετεροδόξων έφθασε στο αποκορύφωμά της, λόγω του ενθέου ζήλου του. και έτσι οι παπικοί αντάρτες, την ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, συνέλαβαν τον ίδιο και την πρεσβυτέρα του και τους υπέβαλλαν σε φρικτά βασανιστήρια και τέλος τους εθανάτωσαν, διότι δεν ανέχονταν την σταθερή εμμονή τους στην πατροπαράδοτη πίστη τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου