Άγιοι Μικρασιάτες Νεομάρτυρες κληρικοί και λαϊκοί που σφαγιάσθηκαν κατά την Μικρασιατική Καταστροφή. Ημέρα Μνήμης: Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.
Ιερεύς Μελέτιος του ναού της Ευαγγελιστρίας, σταυρώθηκε στον κορμό ενός πεύκου.
Ιεροδιάκονος Γρηγόριος του Μητροπολιτικού Ναού Αγίας Άννης στο Κορδελιό, εκάη ζωντανός.
Ιερομάρτυς πατήρ Γεώργιος Καρασταμάτης από την Αγία Παρασκευή της Κρήνης (Τσεσμές), έγγαμος υπέργηρος κληρικός, εφημέριος του Ιερού Ναού Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, βρίσκει μαρτυρικό θάνατο από τους Τούρκους Τσέτες που εισέβαλαν στο ναό την ώρα της τέλεσης της Θείας Λειτουργίας. Ο ιερομάρτυρας βρέθηκε κείμενος στην Ωραία Πύλη με ανοιγμένο το κρανίο.
Γρηγόριος Μητροπολίτης Κυδωνιών, τον έθαψαν ζωντανό και μαζί του ένα πλήθος κληρικών και λαϊκών της περιοχής του.
Αμβρόσιος Μητροπολίτης Μοσχονησίων, του πετάλωσαν τα πόδια και τον κατατεμάχισαν. Μαζί του 11 ιερείς και 2 αγνώστων στοιχείων μοναχούς τους έσφαξαν άγρια.
Ευθύμιος επίσκοπος Ζήλων, από τα Παράκοιλα της Καλλονής Λέσβου, πέθανε στη φυλακή μετά από βασανιστήρια.
Οι Μικρασιάτισσες γυναίκες, μαζί με τα παιδία τους, έπεσαν θυσιαζόμενες από τους βράχους των Πετρωτών Σμύρνης στη θάλασσα, για να μην ατιμωθούν από τους Τσέτες το 1922 (Η αληθινή μαρτυρία του Αλέξη Αλεξίου που έφτασε πρόσφυγας στην Ελλάδα το 1922: Γεννήθηκα στη Σμύρνη το 1910, στη συνοικία Αγίας Αικατερίνης, κοντά στον κινηματογράφο «Φοίνικα» απέναντι στο μπακάλικο του Πανανού του Μπιτσακτσή. Ο πατέρας μου ήταν μανιφατουριέρης, που λένε εδώ, είχε εμπορικό, κοντά στον Άη Γιώργη, ο δε παππούλης μου ήταν ο περίφημος παιχνιδάτορας, που έπαιζε βιολί, ο Γιάγκος ο Βλάχος. Για να μάθω γράμματα στην αρχή με στείλαν οι γονείς μου στο σχολείο του Νεστορίδη και συνέχεια στου Πασχάλη. Θυμούμαι που μας μαθαίνανε και τραγουδούσαμε τον εθνικό μας ύμνο μ’ ελληνικά λόγια, αλλά στη μελωδία του αγγλικού ύμνου: «ο Θεός σώζει τον βασιλέα». Κάναμε γιορτές κάθε 25 Μαρτίου∙ ντυνόμασταν τσολιάδες και με άλλες εθνικές ενδυμασίες τα κορίτσια. Αφού βέβαια ο διευθυντής της Σχολής Νεστορίδη έβαζε φύλακες όξω από το σχολείο. Δύο Μαίου του 1919 έγινε η ελληνική Κατοχή. Πήγα στο «Quai» με τους γονείς μου. Όλη η Σμύρνη γιόρταζε, ήταν σαν Πάσχα, ακούγονταν κανονιές από τα καράβια, παντού κυμάτιζε η γαλανόλευκη. Όλοι φορούσαμε στο στήθος μας εθνικές κονκάρδες. Όλοι τρέχαν στην προκυμαία κοπάδια, κοπάδια∙ ξεφώνιζαν και τραγουδούσαν. Όλοι βιάζονταν να δούνε τα ευζωνάκια, τον ελληνικό στρατό, τα ελληνικά καράβια: τον «Αβέρωφ», τον «Ατρόμητο», το «Λέοντα».
Έζησα τις αξέχαστες στιγμιές της λευτεριάς. Εμείς δεν πήραμε είδηση τη μάχη που δόθηκε, γιατί δεν ήμασταν προς το κονάκι αλλ΄ αντίθετα μετά από το θέατρο Σμύρνης, προς την Πούντα. Αργότερα μάθαμε ότι η φάλαγγα των ευζώνων έμπαινε στην πλατεία του διοικητηρίου και την χτύπησαν από το αρχηγείο της χωροφυλακής, από τις φυλακές, από την τουρκική συνοικία. Χτυπήθηκαν δέκα ευζωνάκια∙ τα δύο πέθαναν και πάρα πολύς κόσμος πνίγηκε στη θάλασσα από το σπρώξιμο που κάναν, γιατί θέλαν να φύγουν γρήγορα να σώσουν τη ζωή τους. Τα τάγματα ευζώνων σταμάτησαν την αντίσταση. Κοντά στο σπίτι μας βρισκόταν το γήπεδο του αθλητικού ομίλου Απόλλων Σμύρνης∙ εκεί είχε στραποδεύσει ελληνικός στρατός. Η μητέρα μου από ενθουσιασμό κι αγάπη για τα νέα παλικάρια μου έδινε και τους πήγαινα, μαζί με άλλα παιδιά, διάφορα εκλεκτά τρόφιμα.
Τα πρώτα μηνύματα της Καταστροφής μας ήρθαν με την οπισθοχώρηση του στρατού μας. Είδα αξιωματικούς στο δρόμο που ξύλωναν και πετούσαν τα γαλόνια και τα παράσημα τους, κι εγώ ζητούσα ο ανόητος από τους γονείς μου να μου βρούνε τέτοια γαλόνια κι εκείνοι αγανακτισμένοι με ξυλοφόρτωσαν. Τα σημάδια της Καταστροφής ήταν ακόμα πιο έντονα, όταν φθάσαν από τα Θείρα συγγενείς μας κατατρεγμένοι και τους φιλοξενήσαμε. Μετά από λίγες μέρες κάναν την εμφάνιση τους τα ταγκαλάκια (Ταγκαλάκια ονομάζανε τους Τούρκους χωρικούς με κοντά βρακιά και γκέτες που είχε επιστρατέψει ο Κεμάλ). Ο κόσμος τρομοκρατήθηκε. Πότε-πότε ακούγονταν και μακρινές κανονιές. Είπαν οι δικοί μου πως ο Πλαστήρας πολεμά στην περιοχή του Τσεσμέ. Εκεί στις συζητήσεις των μεγάλων άκουα για τους Τσέτες∙ όσο περνούσαν οι μέρες καταλάβαινα ότι κάτι μεγάλο κακό ήταν να γίνει, γιατί κάθε βράδυ οι γονείς μου έπαιρναν εμένα, τον αδερφό μου και την αδερφή μου που ήταν λεχούδι και πηγαιναμε και κοιμόμασταν σε μια φράγκικη οικογένεια στο φαρδύ της Καθεδράλης, γιατί η κυρία του σπιτιού ήταν φιλενάδα της μητέρας μου. Μέναμε στο δώμα και κάθε πρωί που ηπηγαίναμε πίσω στο σπίτι μας ήταν αδύνατο να μη δούμε στους δρόμους ανθρώπους με τα νυχτικά τους, τους οποίους χτυπούσαν με τους υποκόπανους και τους παίρναν τα ταγκαλάκια.
Ένα μεσημέρι έγινε μεγάλη φασαρία και κακό, μαθεύτηκε ότι οι Τούρκοι βάλαν φωτιά στην συνοικία της Αρμενίας. Είχα ένα προαίσθημα. Μια κατάθλιψη μου βάραινε τη ψυχή και δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Δεν αργήσαμε να δούμε τους πρώτους καπνούς της φωτιάς. Δεν θυμούμαι αν την ίδια μέρα ή έπειτα από μερικές μέρες ο κόσμος άρχισε να φεύγει από τη Σμύρνη, γιατί η φωτιά όλο μεγάλωνε. Από κει φύγαμε∙ πήγαμε και μείναμε στο σπίτι της αδελφής της νενές μου που ήταν στην Πούντα, γιατί εκείνη ήταν παντρεμένη με έναν Ιταλό και βέβαια η οικογένεια της σαν ιταλική που ήταν, ήταν εξασφαλισμένη. Δε θυμούμαι ούτε τους λόγους, ούτε την αιτία που ύστερα από λίγες μέρες μας πήρε ο πατέρας μου όλους, εκτός από τον παππού και τη νενέ, και ξεκινήσαμε προς την παραλία της Πούντας, όπου ήταν διάφορα κέντρα. Προχωρήσαμε ακόμη πιο πολύ∙ περάσαμε το νεκροταφείο της Σμύρνης και το γήπεδο του αθλητικού ομίλου Πανιωνίου Σμύρνης. Από κει και πέρα άρχισε να μαζεύεται χιλιάδες κόσμος σε μια πορεία στο δρόμο που ήταν κοντά στην παραλία, με κατεύθυνση προς το Μπαργιακλί.
Από το δρόμο προς τη θάλασσα ήταν διάφορα παραλιακά κέντρα. Σε ένα από αυτά είδα κάτι, που όσο ζω δεν θα το ξεχάσω∙ θα έχω τη φοβερή εικόνα, που αντίκρισα μπροστά μου. Λίγο αριστερά από το δρόμο κι έξω από ένα κέντρο είδα ένα πτώμα ανάσκελα, αποκεφαλισμένο, ντυμένο μόνο μ’ ένα πουκάμισο και μαύρο πανταλόνι∙ το κεφάλι, λίγο πιο πέρα από το σώμα, το τσιμπολογούσαν οι κότες που βόσκαν αδέσποτες. Μια άλλη κότα ήταν ανεβασμένη στο στήθος του πτώματος και τσιμπολογούσε τον κομμένο λαιμό. Σε κάτι τραπέζια, που ήταν πάρα κάτω, ήταν πεταμένα δύο ή τρία πτώματα. Όλος αυτός οκόσμος, ο χιλιάδες κόσμος, προχωρούσε προς το Κορδελιό, γιατί διαδίδονταν πως στο Κορδελιό αράζουν διάφορα βαποράκια και σώνουν τον κόσμο.
Κατά το απογευματάκι φτάξαμε στο Μπαργιακλί που κι αυτό είχε εκκενωθεί από τους κατοίκους του. Οι δρόμοι και η πλατεία του χωριού με τα πλατάνια ήταν γεμάτα από κόσμο, που κάθισε να ξαποστάσει. Ο πατέρας μου βρήκε ένα ωραίο άδειο σπίτι και πήγαμε εκεί μαζί με άλλους να περάσουμε τη νύχτα. Αφού μας άφησε, βγήκε όξω να ζητιανέψει τρόφιμα∙ θυμούμαι που μας έφερε σατσόπιτες που του δώσαν άλλοι χριστιανοί. Φαίνεται πως κάπου βρήκαν λίγο αλέυρι, κάναν όπως-όπως λίγο ζυμάρι και το ψήσαν πάνω σε λαμαρίνα με κουκουνάρες που πέφταν από τα πεύκα. Νερά είχε τρεχούμενα. Όταν έπεσε η νύχτα, ήθελα να πάω κάπου, πριν να κοιμηθούμε. Όλα γύρω πίσσα, σκοτάδι, μέσα κι όξω. Ανάβαμε σπίρτα κι άλλο σπίρτο στο σκοτάδι, βρήκε το αποχωρητήριο και με φώναξε να πάω. Ξεκινώ να πάω εγώ εκεί που έβλεπα τη φλόγα του σπίρτου. Το σπίρτο έσβησε, αλλά συγχρόνως σκουντούφλησα σε κάτι μαλακό∙ μπάζω τις φωνές. Ο πατέρας μου άναψε κι άλλο σπίρτο και προχωρούσε προς εμένα. Στο τρεμάμενο φως του σπίρτου είδαμε με φρίκη ότι είχα σκουντουφλήσει σ’ ένα κομμένο χέρι και λίγο πάρα κάτω είδα φευγαλέα ένα πτώμα γυναικείο. Είχε γίνει μέσα εκεί μακελειό. Ο πατέρας μου είπε να μην πω τίποτα απ’ αυτά που είδαμε στη μητέρα. Όταν έφεξε η μέρα, άρχισε ο κόσμος να φεύγει από το Μπαϊρακλί με κατεύθυνση προς το Κορδελιό κι έτσι τους ακολουθούσαμε κι εμείς∙ όπως πηγαίναμε όμως, στ’ αριστερά του παραλιακού δρόμου, είδαμε να έρχεται από το Κορδελιό προς τη Σμύρνη τούρκικη καβαλαρία, οπλισμένη με σπαθιά. Κρατούσαν ακόμη στο δεξί τους χέρι ένα ακόντιο μ’ ένα σημαιάκι στην κορφή. Στήριζαν το ακόντιο στον αναβατήρα. Πιο πίσω ακολουθούσαν Τσέτες. Τότε μας βρήκαν τα χειρότερα∙ οι Τσέτες πέσαν απάνω στον κόσμο και κάναν όλων των ειδών τα εγκλήματα. Χτυπούσαν τους άντρες και τους ζητούσαν παράδες, και μαλαματικά από τις γυναίκες. Αρπούσαν όποια κοπέλα τους σφαντούσε (σφαντώ=κάνω εντύπωση, φαντάζω) και την ντρόπιαζαν∙ και την ντρόπιαζαν∙ φόβος και τρόμος μας έπιασε όλους.
Οι καβαλαραίοι μόνο που μας τρόμαξαν, αλλά οι Τσέτες κάναν τα εγκλήματα. Ωστόσο, όπως πηγαίναμε, ένας από τους καβαλαραίους ξέκοψε από τη σειρά του, στάθηκε μπροστά στη μητέρα μου και της είπε σε καθαρά ελληνικά: «τσερά, δώσε μου τα δαχτυλίδια σου». Ο πατέρας κρατούσε αγκαλίά την αδερφή μου κι ένα μπόγο∙ ό,τι άρπαξε φεύγοντας από το σπίτι. Η μητέρα μου από το ένα χέρι κρατούσε τον αδερφό μου, ενώ στο δεξί της χέρι βαστούσε ένα μπόγο στηρίζοντας τον στην πλάτη της, κι εγώ ένα μπόγο∙ πήγαινα κοντά στη μητέρα μου για να μη χαθούμε. Έτσι σφάνταζαν τα δαχτυλίδια της μητέρας. Σταθήκαμε και η μητέρα προσπαθούσε να βγάλει τα δαχτυλίδια. Από την ταραχή της όμως και το φόβο της δεν μπορούσε να βγάλει τα δαχτυλίδια. Τότε ο Τούρκος καβαλάρης, επειδή έχασε τη σειρά της, βιαζόταν κι ετοιμάστηκε να κόψει το δάχτυλο της μητέρας με την κάμα του. Ο πατέρας τότε σάλιωσε το δάχτυλο της κι έτσι έβγαλε τα δαχτυλίδια και τα δώσε στον εξαγριωμένο Τούρκο. Ήταν ο κόσμος θάλασσα, χιλιάδες κόσμος, που έκλαιε και βογγούσε.
Προχωρούσαμε όπου προχωρούσαν όλοι, προς το Κορδελιό∙ από κει θα σωθούμε. Αλίμονο σ’ εμάς! Η ελπίδα να σωθούμε από κει, από τη θάλασσα του Κορδελιού, χάθηκε. -Θεέ μου, λυπήσου μας, έλεγε η μητέρα κι έκλαιγε. Ο κόσμος τα ‘χασε πια, απελπίστηκε τελείως. Άλλοι κλαίγαν, άλλοι χτυπιούνταν καοι μοιρολογούσαν κι άλλοι σέρναν τα πόδια τους και σώπαιναν.
Ο βόγγος, ο θρήνος έγιναν ένα δυνατό βουητό. Σε μια στιγμή δεν πιστεύαμε τα μάτια μας∙ γυναίκες πολλές, μια σειρά ατελείωτη από το μπουλούκι που ερχόνταν από το Κορδελιό, σπρώχνοντας η μία την άλλη και σκύφτοντας, τραβούσαν κατά τους ψηλούς βράχους, εκεί στα Πετρωτά. Ώσπου να καλοκαταλάβεις, πηδούσαν και χάνονταν μέσα στη θάλασσα. Πολλές κρατούσαν αγκαλιά και τα μωράκια τους. Πλάι τους, πάνω από τα κεφάλια τους, ήταν οι Τσέτες, έτοιμοι να τις ντροπιάσουν, και ήθελαν να γλυτώσουν από τα χέρια τους, να πέσουν όσο πιο γρήγορα γινόταν στο γκρεμό, να χαθούνε. Η εικόνα αυτή ύστερα από τόσα χρόνια ούτε έσβησε, ούτε θα σβήσει από τη μνήμη μου, όσο ζω. Την παράστησα στους φίλους μου, αργότερα στη γυναίκα μου και στα παιδιά μου.
Γυρίσαμε με τις χιλιάδες κόσμο στο Μπαργιακλί.Μέναμε στο ύπαιθρο∙ τη μέρα φοβούμασταν, ενώ τη νύχτα τρέμαμε τους ανήμερους Τσέτες. Μια μέρα ήρθε κι άραξε ένα μικρό βαποράκι με ιταλική σημαία∙ βγήκε ο συγγενής μας ο Ιταλός,- φαίνεται πως μαθεύτηκαν τα νέα του Κορδελιού- μας πήρε και μας πήγε στη Σμύρνη, στο σπίτι του. Τη μέρα του Σταυρού 14 Σεπτεμβρίου, μέρα σημαδιακιά, μας πήρε ο πατέρας, περπατήσαμε κάμποσο και μπήκαμε στο μπουλούκι για να μπαρκάρουμε. Μόλις περάσαμε τα συρματοπλέγματα –ήταν μαζί μας τούτη τη φορά η νενέ και ο παππούλης- οι Τούρκοι χώριζαν τα γυναικόπαιδα από τους άνδρες. Στο σημείο αυτό ήταν και στρατιωτικοί ξένης υπηκοότητας, όχι Τούρκοι. Πιάσαν τον μπαμπά μου και τον παππούλη μου και τους χώρισαν από μας. Έγινα έξαλλος, αγανάκτησα και τράβηξα τον πατέρα μου να τον φέρω μαζί μας. Εκεί ένας Αμερικάνος ναύτης – τους γνώριζα από το καπελάκι που φορούσαν- δεν πρόκανα και μου ‘δωσε μιά στο λαιμό μ’ ένα σιδερένιο μπαστούνι που κρατούσε, από κείνα που χρησίμευαν για ν’ αλλάζουν τις ράγες των τραμ. Τελικά ο πατέρας μου κι ο παππούλης μείναν, κι εμείς τα παιδιά με τη μητέρα μας και τη νενέ μας μπήκαμε στο βαπόρι «Ισμίντι». Μόλις ξεκίνησε το βαπόρι, η μητέρα από την απελπισία της ήθελε να πέσει στη θάλασσα και την συγκράτησαν οι άλλοι πρόσφυγες. Εμένα πρήστηκε ο λαιμός μου και πονούσα αβάσταχτα∙ και μ’ όλα αυτά έβλεπα τη φλεγόμενη Σμύρνη μέσα από το καράβι που σιγά-σιγά απομακρύνονταν. Το καράβι μας έβγαλε στη Μυτιλήνη∙ εκεί μας φιλοξένησε η οικογένεια του αδερφού του παππούλη μου, έξι μήνες περίπου. Δεν πέρασε ούτε μήνας που ήρθε ο πατέρας μου και ο παππούλης μου. Καταφέρανε να φύγουνε από τη Σμύρνη, γιατί ο παππούλης μου ήταν παιχνιδιάτορας και ήταν γνωστός και αγαπητός στους Τούρκους και βρέθηκε κάποιος που τον γνώριζε και τον γλύτωσε. Το ίδιο έγινε και με τον πατέρα μου∙ ένας Τούρκος βρέθηκε που του πουλούσε υφάσματα για το χαρέμι του και τον μπάρκαρε. Η χαρά όλων μας δεν περιγράφεται∙ ήταν σαν νεκρανάσταση, τους λογαριάζαμε για σκοτωμένους. Εγώ είχα πάντα το βάσανο μου∙ ο λαιμός μου πονούσε και ήταν πρησμένος. Οι γονείς μου ανησυχούσαν και αναγκάστηκαν να με στείλουν με μια πρώτη εξαδέρφη του πατέρα μου εδώ στον Ευαγγελισμό. Μου έκαναν εγχείρηση∙ θαρρώ πως μου αφαίρεσαν τον αδένα. Έμεινα πολλές μέρες στο νοσοκομείο. Έχω ακόμη ένα μεγάλο σημάδι στο αριστερό μέρος του λαιμού μου. Έτσι που να μη ξεχνώ ούτε μια μέρα τα βάσανα που περάσαμε. Μετά την Ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924 μας δώσανε, όπως και σε όλους τους πρόσφυγες, από ένα δωμάτιο σ’ ένα τούρκικο ανταλλάξιμο σπίτι στην Απάνω Σκάλα της Μυτιλήνης. Ο πατέρας πήρε δάνειο κι άνοιξε πάλι μανιφατουριέρικο, δυστυχώς όμως μετά από λιγο η κυβέρνηση έκοψε τα χρήματα κι ο πατέρας μου έχασε την περιουσία του και σ συνεχίστηκε η πείνα, η γύμνια, η φτώχεια. Τελείωσα το σχολείο στη Μυτιλήνη. Το 1926 ήρθαμε εδώ στον Πειραιά, μπήκα στη Σχολή Ναυτικών Μηχανικών, ο Προμηθεύς. Πήρα το δίπλωμα μηχανικού το 1934. Εργάστηκα σε διάφορες υπηρεσίες και τώρα είμαι συνταξιούχος.
Πηγή: Η Έξοδος, Τόμος Α’, Μαρτυρίες από τις επαρχίες των Δυτικών παραλίων της Μικρασίας, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα 1980. Η μαρτυρία δημοσιεύτηκε με τον τίτλο: “Το κεφάλι λίγο πιό πέρα το τσιμπολογούσαν οι αδέσποτες κότες”, σελ. 5-11).
Ο έμπορος Κοσμάς Τουμανόγλου, εξ Ικονίου, μαρτύρησε από Τούρκους (πιθανώς από άτακτους Τσέτες) προ της Μικρασιατικής Καταστροφής, ξημερώματα, διερχόμενος τα πέριξ χωριά του Ικονίου με το γαϊδουράκι του όπου πωλούσε προϊόντα. Δεν βρέθηκε ποτέ το λείψανό του και το γαϊδουράκι επέστρεψε μόνο του την επόμενη ημέρα πίσω στην πόλη του Ικονίου μαρτυρώντας το μαρτύριο…
Ο πατήρ Ξενοφών Ραπτάκης, εφημέριος της πόλεως Αϊδινίου, μαρτύρησε από τους Τούρκους μπροστά στα παιδιά του.
Στά Βουρλά όπου ζούσαν 35.000 Ρωμιοί, μερικοί νέοι αντιστάθηκαν μέ τά όπλα πού πήραν από τούς στρατιώτες μας πού έτρεχαν στά Αλάτσατα καί απο εκεί στόν Τσεσμέ. Ολοι σχεδόν οι άντρες κατακρεουργήθηκαν. Οι Τούρκοι έκαψαν τήν πόλη ολοσχερώς καί ξέσπασαν τή μανία τους πάνω στά γυναικόπαιδα. Πολλές Βουρλιώτισσες έπεφταν στά πηγάδια ή από τά μπαλκόνια των σπιτιών τους σέ ένα νέο χορό του Ζαλόγγου. Σύμφωνα μέ τή μαρτυρία του Ιωάννη Μιχαηλίδη στό μεγάλο πηγάδι πού υπήρχε στό κήπο του σπιτιού του, ρίχτηκαν η αδελφή του η Αργυρώ, δύο ξαδέλφες του, η υπηρέτρια Γλυκερία ενώ άλλη αδελφή του λούστηκε μέ πετρέλαιο καί αυτοπυρπολήθηκε. Στή Μαρία Τόπογλου πού αρνήθηκε νά πάει μέ Τούρκο, της έκοψαν πρώτα τά δάκτυλα, μετά τή μύτη καί τέλος τούς μαστούς. Τόν αρχιμανδρίτη Νεόφυτο τόν πετάλωσαν, ενώ τόν Α. Μυτιληνιό τόν τύφλωσαν. Στά τσιγκέλια των κρεοπωλείων κρέμονταν ανθρώπινα κορμιά.
Στό Αξάρι (πόλη με πάνω από 10.000 Ρωμιούς κατοίκους), μέ τήν είσοδό του ο τουρκικός στρατός κατέγραψε τούς άρρενες, περίπου 7.000, γιά νά τούς οδηγήσει σέ στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αντί γιά τά στρατόπεδα τούς οδήγησαν σέ μία χαράδρα στό Κιρτίκ Ντερέ όπου τούς κατέσφαξαν. Οσες γυναίκες δέν ήθελαν νά δωθούν στούς Τούρκους αυτοκτόνησαν. Σύμφωνα με τήν Στέλλα Επιφανείου – Πετράκη, η Ερασμία Κάρπου έπεσε από τό μπαλκόνι του σπιτιού της μαζί μέ τό παιδί της, οι τρείς αδελφές Στάμου καί η Ευθαλία Κασάμπογλου ήπιαν δηλητήριο, οι αδελφές Παναβόγλου κρεμάστηκαν, η Δέσποινα καί Σοφία Βουτσαόγλου έπεσαν σέ γκρεμό, η Στυλιανή Λουΐζου έπεσε μέ τά παιδιά της σέ πηγάδι.
Ο Ισαάκ Γιαβρόγλου τον οποίον οι Τούρκοι απαγχόνισαν έξω από το Δημαρχείο της Καισαρείας. Ο Νικόλαος Μπουτζαλής που μαζί με άλλους 6 Σμυρναίους σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους στο κατώφλι του σπιτιού του.
Ο ιερομάρτυς Ευμένιος ο Βατοπεδινός (κατά κόσμον Ελευθέριος Σακαλής): γεννήθηκε στο Υψηλομέτωπο Λέσβου το 1983. Προσήλθε στην Μονή Βατοπεδίου το 1910 και το 1912 εκάρη μοναχός και χειροτονήθηκε Διάκονος. Το 1923 »κατακρεουργηθείς υπό των Τούρκων εν Μικρασία», κατά το λακωνικό Βατοπεδινό Μοναχολόγιο, έστεψε τους μοναχικούς αγώνες με το μαρτύριο του αίματος.
Ἔχουν καταγραφεῖ τά φρικώδη μαρτύρια στόν Βουτζᾶ τριῶν ἐκ τῶν ἐπιφανεστέρων κληρικῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σμύρνης.
Τοῦ Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου Ἀρχιμανδρίτου Ἰακώβου Ἀρχατζικάκη «ὃν οἱ Τοῦρκοι προσέδεσαν ἐπὶ στασιδίου τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου καὶ καρφώσαντες διὰ λεπτῶν ἥλων ἐπὶ τοῦ μετώπου του ἡμισέληνον ἐκ λευκοσιδήρου, ἀφῆκαν καὶ ἀπέθανεν ἐκ τῶν φρικτῶν ἀλγηδόνων».
Τοῦ Προϊσταμένου τῆς κάτω συνοικίας τῆς Σμύρνης Ἀρχιμανδρίτου Ἀθανασίου Νικολόπουλου «ὃν ἐπετάλωσαν εἰς τοὺς πόδας καὶ τὸ στῆθος».
Τοῦ Προϊσταμένου τῆς Ἁγίας Τριάδος, Οἰκονόμου Μιχαήλ Κυριακοπούλου «ὃν ἀπογυμνώσας (Τοῦρκος ἀξιωματικός) τελείως προσέδεσεν ἀπὸ τοῦ λαιμοῦ διὰ σχοινίου εἰς τὴν οὐρὰν τοῦ ἵππου του καὶ καλπάζων ἔσυρεν πρὸς τὸ Κορδελιό. Ἀμερικανὸς ναύτης ἐκ τῶν φρουρούντων τὴν ἀποθήκην τῶν πετρελαίων τῆς Standard Oil Cy τοσοῦτον ἐξωργίσθη ὥστε ἐπυροβόλησε καὶ ἐφόνευσε τὸν ἀξιωματικόν, καὶ ἀπαλλάξας τὸν ἀτυχῆ ἱερέα ἐπεβίβασεν ἐπὶ ἀμερικανικοῦ πλοίου καὶ ἔστειλεν αὐτὸν εἰς Ἀθήνας» (Μητροπολίτου Ἐφέσου, Χρυσοστόμου Χατζησταύρου. Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος, Οἱ κατά τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Ἐκπαιδεύσεως τῆς Μικρᾶς Ἀσίας τελευταῖοι διωγμοί τῶν Τούρκων, ἐκδ. Ἱ.Μ. Καισαριανῆς, Καισαριανή 2010 σ. 30).
Στίς 15 Σεπτεμβρίου 1922 σφαγιάσθηκε στήν ὁμαδική σφαγή τῶν ἐκ Μοσχονησίων Χριστιανῶν ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἰωάννης Εὐστρατίου, καθηγητής τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τῆς Ἱερᾶς Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης. Στίς 30 Σεπτεμβρίου 1922 σφαγιάσθηκαν ὅλοι οἱ Ἱερεῖς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κυδωνιῶν.
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΑΓΙΩΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΩΝ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΩΝ.
Ήχος δ΄Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ
Η πενταυγής Αρχιερέων χορεία, τη των αγώνων νοητή δαδουχία, την Μικρασίαν άπασαν αυγάζει νοητώς, ο σοφός Χρυσόστομος, Γρηγορίω τω θείω, Αμβρόσιος, Προκόπιος και Ευθύμιος άμα, ούς ευφημούμεν είπωμεν πιστοί, χαίροις Μαρτύρων, πεντάριθμε σύλλογε.
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΑΓΙΩΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΩΝ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΩΝ.
Ήχος δ΄Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ
Η πενταυγής Αρχιερέων χορεία, τη των αγώνων νοητή δαδουχία, την Μικρασίαν άπασαν αυγάζει νοητώς, ο σοφός Χρυσόστομος, Γρηγορίω τω θείω, Αμβρόσιος, Προκόπιος και Ευθύμιος άμα, ούς ευφημούμεν είπωμεν πιστοί, χαίροις Μαρτύρων, πεντάριθμε σύλλογε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου