Ο Άγιος Ιερομάρτυς Βασίλειος γεννήθηκε στην ευλογημένη από τον Θεόν επαρχία της Χελμ, στο χωρίον Τερατίν κατά τα τέλη του 19ου αιώνος. Κατήγετο από την περιφανή ορθόδοξη οικογένεια των Μαρτίς, ο πατέρας του Αλέξανδρος ήταν δικαστής και μετά έγινε ιερεύς. Ο νεαρός Βασίλειος μεγάλωνε σε ορθόδοξη ευλαβική ατμόσφαιρα και μαθήτευσε στην ιερατική Σχολή της Χελμ.
Μετά την αποφοίτησή του, ενυμφεύθη και σε ηλικία 26 ετών εισήλθε στην ιερωσύνη. Κατόπιν εστάλη υπό της εκκλησιαστικής του αρχής ως ιεραπόστολος στην Αλάσκα και εκεί προσέφερε τις ιερατικές του υπηρεσίες, λειτουργών προπαντός στα νησιά Αφογκνάκ και Κόντιακ. Εκτελούσε τα ιερατικά του καθήκοντα με μόχθο και αφοσίωσι, και, διατελών υπό την πνευματική δικαιοδοσία της Ρωσσικής Εκκλησίας, λειτουργούσε κατά διαστήματα στην Πενσυλβανία της Αμερικής και στον Καναδά.
Μετά την επιστροφή του στην πατρίδα του, διορίζεται ως εφημέριος το 1912 στην ορθόδοξη ενορία της πόλεως Σοσνόβιετς (νότια Πολωνία). Όταν άρχισε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, ευρέθηκε σε κατάσταση διωγμού και αναγκάσθηκε να γίνη πρόσφυγας μαζί με την οικογένειά του στην Ρωσσία, όπου τελικώς κατέφυγε στην Μόσχα, στο μοναστήρι του Αγίου Ανδρόνικου. Λειτουργούσε όπου αν τύχαινε, μετά κάπου δε εργαζόταν χειρωνακτικώς για να συντήρηση την οικογένειά του. Μετά το τέλος του πολέμου, επέστρεψε στην πόλι του Σοσνόβιετς και στην ενορία του.
Παραλλήλως με τα ενοριακά του καθήκοντα, προσπάθησε να λάβη άδεια για να εξυπηρετή ως στρατιωτικός Ιερεύς τους ορθοδόξους στρατιώτες του πολωνικού στρατού. Το 1921 κατώρθωσε να αναδειχθή γενικός ιερατικός προϊστάμενος και εξομολόγος του στρατού, έλαβε δε και το αξίωμα του πρωτοπρεσβυτέρου. Σ' αυτήν την θέση ευρισκόμενος, επί δεκαπέντε έτη προσέφερε μετά κόπου και μόχθου τις υπηρεσίες του, επιλύων και υπερβαίνων προβλήματα και δυσκολίες προερχόμενες εκ των ετεροδόξων και των κρατούντων πολιτικών συνθηκών. Συνεργάσθηκε δε μετά των πρώτων Αρχιεπισκόπων Βαρσοβίας και πάσης Πολωνίας, Γεωργίου και Διονυσίου, συμμετέχων και στις διαδικασίες ανακηρύξεως της Πολωνικής Εκκλησίας ως Αυτοκεφάλου το 1924, υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Μετά την συνταξιοδότησή του επέστρεψε στην γενέτειρά του, το Τερατίν, μαζί με την οικογένειά του και εκεί διήλθε τα δύσκολα έτη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, κατά τα οποία επέρασαν από την περιοχή του Χελμ γερμανικά και ανταρτικά-πολωνικά στρατεύματα, βλάπτοντα τον ορθόδοξο προ παντός λαό.
Όταν τελείωσε ο πόλεμος και επήλθε ειρήνη, αυξήθηκε η δράσις των πολωνών ανταρτών και το μίσος τους προς τους ορθοδόξους εντοπίους κατοίκους (εν γνώσει της πολωνικής καθολικής κυβερνήσεως και των λατίνων κληρικών) και τότε ακριβώς άρχισε ο μαρτυρικός Γολγοθάς του πρεσβύτου πατρός Βασιλείου.
Επραγματοποίησαν επιθέσεις στην οικία του, απειλούντες και φοβερίζοντες αυτόν, έως ότου το 1945, την Μεγάλη Παρασκευή, περιεκύκλωσαν την κατοικία του και τον εβασάνισαν, βιάζοντές τον να αρνηθή την ορθοδοξίαν. Αυτός δε παραμείνας στερεός εις την πίστιν του, έλαβε τον στέφανον του μαρτυρίου και παρέδωσε την ζωήν του για την Αγίαν Πίστιν της Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας.
Εκηδεύθηκε εις Τερατίν και το 1963 μετέφεραν τα λείψανά του στην Βαρσοβία σε ορθόδοξο κοιμητήριο και μετά την κατά το 2003 απόφασιν αγιοποιήσεώς του, εγένετο ανακομιδή αυτών και ετοποθετήθησαν σε λάρνακα, εντός του κοιμητηριακού και ενοριακού ναού του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος στην Βαρσοβία.
«Άγιοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Πολωνίας και η αγιοποίησις των Μαρτύρων της Επαρχίας Χελμ, 8 Ιουνίου 2003».
Εκδόσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ» ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ.
Πηγή: https://proskynitis.blogspot.com/2019/07/blog-post_48.html?m=1
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου