Άγιος Νεομάρτυς Θεόδωρος των Δαρδανελλίων. Ημέρα Μνήμης: 2 Αυγούστου.
Μαρτύρησε στα Δαρδανέλλια στις 2 Αυγούστου 1690.
Ο Άγιος γεννήθηκε στο Ερένκιοϊ από ευσεβείς γονείς, τον Γεώργιο και την Κυριακή. Όταν μεγάλωσε λίγο,πήγε στα Δαρδανέλλια (Τσανάκ Καλέ) όπου και έμαθε την τέχνη της επεξεργασίας του σουσαμιού κοντά σε ένα σαμολαδά και σε ηλικία είκοσι ετών είχε ανοίξει ήδη δικό του εργαστήριο.
Παρά την νεαρή του ηλικία ήταν χαριτωμένος πνευματικά, στολισμένος με πολλές αρετές. Έτσι άναψε τον φθόνο του μισόκαλου διαβόλου, ο οποίος εκίνησε κάποιο πλούσιο Τούρκο της περιοχής να προσπαθήσει να φέρει τον φρόνιμο και χαριτωμένο αυτό νέο στον μωαμεθανισμό. Άρχισε να προσπαθεί λοιπόν, με κάθε τρόπο,να τον τραβήξει στη θρησκεία του και του υποσχόταν να τον παντρέψει με τη μοναχοκόρη του και φυσικά να τον κάνει μοναδικό του κληρονόμο.
Κάποια μέρα που ο Άγιος ήταν άρρωστος με πυρετό τον επισκέφθηκε και του είπε : Θεόδωρε, δος μου την υπόσχεση ότι θα γίνεις Τούρκος κι εγώ θα σε θεραπεύσω, επειδή σε αγαπώ και θέλω να σε κάνω γαμπρό μου και κληρονόμο μου.
Μη γένοιτο, του απάντησε ο Άγιος, ν’ αρνηθώ την πίστη μου και ας είμαι άρρωστος έως ότου θέλει ο Θεός. Ο ασεβής όμως εκείνος μωαμεθανός δεν έπαυε να τον ενοχλεί : Υποσχέσου μου ότι θα γίνεις Τούρκος και εγώ θα σου δώσω δυο φύλλα ελιάς,πάνω στα οποία έχω κάτι γραμμένο, να καπνιστείς και θα γίνεις καλά. Ο Άγιος,σταθερός στη πίστη του,του απάντησε : Φύγε από κοντά μου, γιατί εγώ είμαι από μικρό παιδί Χριστιανός, από γονείς και προγόνους Χριστιανούς και τούρκος δεν γίνομαι, ούτε περιουσία θέλω ούτε παντρειά ούτε θεραπεία από σένα. Ο Χριστός τον οποίο προσκυνούμε εμείς οι Χριστιανοί είναι Θεός παντοδύναμος και μπορεί να με θεραπεύσει, όπως και η Υπεραγία Θεοτόκος και Αειπάρθενος Μαρία, εάν αυτό είναι για το συμφέρον της ψυχής μου.
Ενώ συνεχιζόταν η ασθένεια του Αγίου και βρισκόταν σε κατάσταση υψηλού πυρετού, πήγε ο τούρκος και τον κάπνισε με τα φύλλα της ελιάς, όπου ήσαν γραμμένα τα σατανικά και μαγικά γράμματα.
Τότε, σατανική συνεργεία ή και θεϊκή προνοία, για να δοθεί η αφορμή της ομολογίας, ο πυρετός έπαυσε.
Είδες, του λέει ο Τούρκος, ότι σ’ έκανα καλά; Τώρα πρέπει να γίνεις τούρκος, σύμφωνα με την απόφασή σου.
Εγώ τούρκος δεν γίνομαι, απάντησε ο Άγιος, ούτε τέτοια υπόσχεση έδωσα ούτε και θα δώσω. Άφησέ με ήσυχο λοιπόν.
Βλέποντας ότι δεν πετυχαίνει τίποτα ο Τούρκος πήγε, ως άλλος Ιούδας, και ψευδομαρτύρησε στο δικαστήριο της πόλης λέγοντας ότι : Αυτός όταν ήταν άρρωστος, υποσχέθηκε πως,αν τον θεραπεύσω, θα δεχτεί την πίστη μας. Τον θεράπευσα και τώρα δεν θέλει να τουρκέψει.
Ο δικαστής ζήτησε μάρτυρα. Ο τούρκος αμέσως βρήκε μάρτυρα που ήταν τάχα παρών και άκουσε την υπόσχεση.
Τότε ο δικαστής διέταξε να οδηγήσουν τον Θεόδωρο μπροστά του. Στις ερωτήσεις του δικαστή απάντησε με θάρρος : Ναι, ήμουν άρρωστος και θεραπεύθηκα αλλά υπόσχεση πως θα τουρκέψω δεν έδωσα ποτέ.
Ο δικαστής του είπε : Από τις μαρτυρίες αυτών των τίμιων ανθρώπων είναι φανερό ότι υποσχέθηκες. Αλλά και αφού η δική μας πίστη είναι καλύτερη από τη δική σας, γιατί δεν γίνεσαι τούρκος, να παντρευτείς και την κόρη αυτού του ανθρώπου και να τον κληρονομήσεις; Να ξέρεις δε ότι εάν παρακούσεις τα λόγια μου θα βασανιστείς και τελικά θα θανατωθείς.
Τα ίδια έλεγαν και οι άλλοι παρόντες Τούρκοι.
Ο Άγιος απάντησε : Εγώ είμαι Χριστιανός από τους γονείς μου και Χριστιανός θέλω να πεθάνω. Τούρκος δεν γίνομαι και ούτε πλούτο θέλω ούτε γυναίκα.
Εκείνοι επέμεναν φορτικά,οπότε ο Άγιος με δυνατή φωνή : Σας είπα και πάλι σας το λέω, Χριστιανός, Χριστιανός, Χριστιανός ήμουν και είμαι, τον Ιησού μου Χριστό δεν αρνούμαι, τη μιαρή θρησκεία σας δεν την παραδέχομαι και κάντε μου ό,τι θέλετε.
Ο δικαστής διέταξε να τον κλείσουν στη φυλακή νηστικό και χωρίς να τον επισκέπτεται κανένας συγγενής του ή άλλος Χριστιανός. Μόνο Τούρκοι τον επισκέπτονταν συνεχώς και προσπαθούσαν να τον τουρκέψουν και επειδή περιφρονούσε τα λόγια τους, τον χτυπούσαν, του έσκιζαν το δέρμα του με ξυράφι ρίχνοντας αλάτι στις πληγές και του έβγαλαν τα νύχια των χεριών και των ποδιών του.
Εκείνος τα υπέμενε όλα δοξάζοντας και ευχαριστώντας τον Θεό.
Κάποιος ευλαβής εφημέριος της πόλης εκείνης κατάφερε και μπήκε στη φυλακή, τον παρηγόρησε και τον στερέωσε στην πίστη με τον λόγο του. Τον ρώτησε αν του δίνουν ψωμί και νερό. Όχι, του απάντησε ο μάρτυρας, ούτε ψωμί ούτε νερό ούτε φως. Όμως κάθε μέρα μια λάμψη φωτίζει με θαυμαστό τρόπο την φυλακή, συγχρόνως δε, χωρίς να δω άνθρωπο, μου δίνεται ένα πρόσφορο και τρώω και μια δροσιά έρχεται από πάνω και πίνω. Έτσι δεν έχω ανάγκη από ψωμί και νερό.
Ο ιερέας,αφού τον εξομολόγησε,τον κοινώνησε, τον παρακίνησε και πάλι να μείνει σταθερός στην πίστη του Χριστού μέχρι τέλους και έφυγε.
Βλέποντας οι Τούρκοι το απαρασάλευτο της γνώμης του μάρτυρος,τον έριξαν για τρεις μέρες σ’ ένα λάκκο με ασβέστη. Κατόπιν τον έβγαλαν και τον ανέβασαν σ’ ένα άλογο χωρίς σαμάρι και τον διαπόμπεψαν σ’ ολόκληρη την πόλη. Άλλοι τον χτυπούσαν με ραβδιά, άλλοι τον τρυπούσαν με σούβλες,άλλοι τον πρόσβαλλαν.
Όπως όμως τον περνούσαν από μια εκκλησία,λύθηκαν τα δεσμά του, κατέβηκε από το άλογο, προσκύνησε και είπε : Μία είναι η πίστη, των ευσεβών και ορθοδόξων Χριστιανών.
Όλη αυτή την καταισχύνη μη υποφέροντας οι ασεβείς αποφάσισαν να τον αποκεφαλίσουν.
Τον έφεραν κοντά στη θάλασσα, εκεί που είναι τα προξενεία και τα ναυπηγεία. Ο δήμιος θέλησε να τον δέσει και να του καλύψει τα μάτια. Ο Άγιος αρνήθηκε λέγοντάς του : Εγώ θεληματικά θανατώνομαι για τον Χριστό μου. Γιατί να με δέσεις; Μόνο άφησέ με λίγο να προσευχηθώ. Και αφού προσευχήθηκε, στραμμένος προς ανατολάς, έσκυψε με γελαστό πρόσωπο το κεφάλι του και δέχθηκε τον θάνατο. Έτρεξαν τότε Ορθόδοξοι, Φράγκοι και Αρμένηδες και μάζευαν από το μαρτυρικό αίμα του Αγίου, χωρίς να φοβηθούν κανένα. Τη νύχτα λαμπρότατο ουράνιο φως κάλυπτε το Άγιο λείψανο.
Οι Χριστιανοί με την άδεια του δικαστή έθαψαν τον Άγιο μάρτυρα στην αυλή της Εκκλησίας Μετά από χρόνια έκαναν ανακομιδή των ιερών λειψάνων του, τα οποία ευωδίαζαν με άρρητη ευωδία.
Από την πρώτη στιγμή γίνονταν καταπληκτικά θαύματα. Οι δε συκοφάντες του Αγίου παιδεύτηκαν αρκετά και στην παρούσα ζωή. Σάπισαν τα πόδια τους από τα γόνατα και κάτω και για σαράντα περίπου χρόνια,μετά τον θάνατο του Αγίου, περπατούσαν με ξύλινα πόδια ζητώντας ελεημοσύνη και λέγοντας : Μας βρήκε το κρίμα του μάρτυρα.
Με την ανταλλαγή του πληθυσμού το 1922 η τιμία κάρα του μάρτυρος μεταφέρθηκε από ευλαβείς Χριστιανούς στον Ι. Ναό Οσίας Ξένης Νίκαιας Πειραιώς, όπου και τιμάται ιδιαίτερα η μνήμη του.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ὀφρυνίου θεῖος βλαστός, καὶ Δαρδανελλίων ἐγκαλλώπισμα ἱερόν, ἐν αὐτῇ γὰρ χαίρων, Θεόδωρε ἀθλήσας, πλουσίων δωρημάτων, θεόθεν ἔτυχες.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἄνθος τῆς νεότητος παριδών, καὶ τῶν παρανόμων χορηγίας καὶ ἀπειλῆς, Θεόδωρε μάκαρ, μηδόλως δειλιάσας, ὑπῆλθες μαρτυρίου χαίρων τὸ στάδιον.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις Νεομάρτυς τοῦ Ἰησοῦ, Θεόδωρε μάκαρ, ὁ ἀθλήσας γνώμῃ στεῤῥᾷ, ἔνθεν ὥσπερ θῦμα, προσενεχθεὶς Κυρίῳ, ἀξίως ἐδοξάσθης, δόξῃ τῇ κρείττονι.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἔχων παῤῥησίαν πρὸς τὸν Χριστόν, Θεόδωρε Μάρτυς, καθικέτευε ἐκτενῶς, ὑπὲρ τῶν τιμώντων, τὴν πάνσεπτόν σου μνήμην, καὶ πίστει προσκυνούντων, τὴν θείαν κάραν σου.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίρων ἀπετμήθης τὴν κεφαλήν, ἣν ὁ Ἀθλοθέτης ἐστεφάνωσεν Ἀθλητά, ἡμεῖς ὡς θεῖον δῶρον, αὐτὴν πλουτοῦντες θεῖον, Θεόδωρε τιμῶμεν, τὴν θείαν μνήμην σου.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἤνεγκας ῥαβδίσματα καὶ πληγάς, καὶ πικρὰς ὀδύνας ὡς ἀσώματος Ἀθλητά, καὶ τῆς ἀνομίας, τὸ κράτος κατασχύνας, Θεόδωρε ἐδέξω, νίκης τὸν στέφανον.
Μαρτύρησε στα Δαρδανέλλια στις 2 Αυγούστου 1690.
Ο Άγιος γεννήθηκε στο Ερένκιοϊ από ευσεβείς γονείς, τον Γεώργιο και την Κυριακή. Όταν μεγάλωσε λίγο,πήγε στα Δαρδανέλλια (Τσανάκ Καλέ) όπου και έμαθε την τέχνη της επεξεργασίας του σουσαμιού κοντά σε ένα σαμολαδά και σε ηλικία είκοσι ετών είχε ανοίξει ήδη δικό του εργαστήριο.
Παρά την νεαρή του ηλικία ήταν χαριτωμένος πνευματικά, στολισμένος με πολλές αρετές. Έτσι άναψε τον φθόνο του μισόκαλου διαβόλου, ο οποίος εκίνησε κάποιο πλούσιο Τούρκο της περιοχής να προσπαθήσει να φέρει τον φρόνιμο και χαριτωμένο αυτό νέο στον μωαμεθανισμό. Άρχισε να προσπαθεί λοιπόν, με κάθε τρόπο,να τον τραβήξει στη θρησκεία του και του υποσχόταν να τον παντρέψει με τη μοναχοκόρη του και φυσικά να τον κάνει μοναδικό του κληρονόμο.
Κάποια μέρα που ο Άγιος ήταν άρρωστος με πυρετό τον επισκέφθηκε και του είπε : Θεόδωρε, δος μου την υπόσχεση ότι θα γίνεις Τούρκος κι εγώ θα σε θεραπεύσω, επειδή σε αγαπώ και θέλω να σε κάνω γαμπρό μου και κληρονόμο μου.
Μη γένοιτο, του απάντησε ο Άγιος, ν’ αρνηθώ την πίστη μου και ας είμαι άρρωστος έως ότου θέλει ο Θεός. Ο ασεβής όμως εκείνος μωαμεθανός δεν έπαυε να τον ενοχλεί : Υποσχέσου μου ότι θα γίνεις Τούρκος και εγώ θα σου δώσω δυο φύλλα ελιάς,πάνω στα οποία έχω κάτι γραμμένο, να καπνιστείς και θα γίνεις καλά. Ο Άγιος,σταθερός στη πίστη του,του απάντησε : Φύγε από κοντά μου, γιατί εγώ είμαι από μικρό παιδί Χριστιανός, από γονείς και προγόνους Χριστιανούς και τούρκος δεν γίνομαι, ούτε περιουσία θέλω ούτε παντρειά ούτε θεραπεία από σένα. Ο Χριστός τον οποίο προσκυνούμε εμείς οι Χριστιανοί είναι Θεός παντοδύναμος και μπορεί να με θεραπεύσει, όπως και η Υπεραγία Θεοτόκος και Αειπάρθενος Μαρία, εάν αυτό είναι για το συμφέρον της ψυχής μου.
Ενώ συνεχιζόταν η ασθένεια του Αγίου και βρισκόταν σε κατάσταση υψηλού πυρετού, πήγε ο τούρκος και τον κάπνισε με τα φύλλα της ελιάς, όπου ήσαν γραμμένα τα σατανικά και μαγικά γράμματα.
Τότε, σατανική συνεργεία ή και θεϊκή προνοία, για να δοθεί η αφορμή της ομολογίας, ο πυρετός έπαυσε.
Είδες, του λέει ο Τούρκος, ότι σ’ έκανα καλά; Τώρα πρέπει να γίνεις τούρκος, σύμφωνα με την απόφασή σου.
Εγώ τούρκος δεν γίνομαι, απάντησε ο Άγιος, ούτε τέτοια υπόσχεση έδωσα ούτε και θα δώσω. Άφησέ με ήσυχο λοιπόν.
Βλέποντας ότι δεν πετυχαίνει τίποτα ο Τούρκος πήγε, ως άλλος Ιούδας, και ψευδομαρτύρησε στο δικαστήριο της πόλης λέγοντας ότι : Αυτός όταν ήταν άρρωστος, υποσχέθηκε πως,αν τον θεραπεύσω, θα δεχτεί την πίστη μας. Τον θεράπευσα και τώρα δεν θέλει να τουρκέψει.
Ο δικαστής ζήτησε μάρτυρα. Ο τούρκος αμέσως βρήκε μάρτυρα που ήταν τάχα παρών και άκουσε την υπόσχεση.
Τότε ο δικαστής διέταξε να οδηγήσουν τον Θεόδωρο μπροστά του. Στις ερωτήσεις του δικαστή απάντησε με θάρρος : Ναι, ήμουν άρρωστος και θεραπεύθηκα αλλά υπόσχεση πως θα τουρκέψω δεν έδωσα ποτέ.
Ο δικαστής του είπε : Από τις μαρτυρίες αυτών των τίμιων ανθρώπων είναι φανερό ότι υποσχέθηκες. Αλλά και αφού η δική μας πίστη είναι καλύτερη από τη δική σας, γιατί δεν γίνεσαι τούρκος, να παντρευτείς και την κόρη αυτού του ανθρώπου και να τον κληρονομήσεις; Να ξέρεις δε ότι εάν παρακούσεις τα λόγια μου θα βασανιστείς και τελικά θα θανατωθείς.
Τα ίδια έλεγαν και οι άλλοι παρόντες Τούρκοι.
Ο Άγιος απάντησε : Εγώ είμαι Χριστιανός από τους γονείς μου και Χριστιανός θέλω να πεθάνω. Τούρκος δεν γίνομαι και ούτε πλούτο θέλω ούτε γυναίκα.
Εκείνοι επέμεναν φορτικά,οπότε ο Άγιος με δυνατή φωνή : Σας είπα και πάλι σας το λέω, Χριστιανός, Χριστιανός, Χριστιανός ήμουν και είμαι, τον Ιησού μου Χριστό δεν αρνούμαι, τη μιαρή θρησκεία σας δεν την παραδέχομαι και κάντε μου ό,τι θέλετε.
Ο δικαστής διέταξε να τον κλείσουν στη φυλακή νηστικό και χωρίς να τον επισκέπτεται κανένας συγγενής του ή άλλος Χριστιανός. Μόνο Τούρκοι τον επισκέπτονταν συνεχώς και προσπαθούσαν να τον τουρκέψουν και επειδή περιφρονούσε τα λόγια τους, τον χτυπούσαν, του έσκιζαν το δέρμα του με ξυράφι ρίχνοντας αλάτι στις πληγές και του έβγαλαν τα νύχια των χεριών και των ποδιών του.
Εκείνος τα υπέμενε όλα δοξάζοντας και ευχαριστώντας τον Θεό.
Κάποιος ευλαβής εφημέριος της πόλης εκείνης κατάφερε και μπήκε στη φυλακή, τον παρηγόρησε και τον στερέωσε στην πίστη με τον λόγο του. Τον ρώτησε αν του δίνουν ψωμί και νερό. Όχι, του απάντησε ο μάρτυρας, ούτε ψωμί ούτε νερό ούτε φως. Όμως κάθε μέρα μια λάμψη φωτίζει με θαυμαστό τρόπο την φυλακή, συγχρόνως δε, χωρίς να δω άνθρωπο, μου δίνεται ένα πρόσφορο και τρώω και μια δροσιά έρχεται από πάνω και πίνω. Έτσι δεν έχω ανάγκη από ψωμί και νερό.
Ο ιερέας,αφού τον εξομολόγησε,τον κοινώνησε, τον παρακίνησε και πάλι να μείνει σταθερός στην πίστη του Χριστού μέχρι τέλους και έφυγε.
Βλέποντας οι Τούρκοι το απαρασάλευτο της γνώμης του μάρτυρος,τον έριξαν για τρεις μέρες σ’ ένα λάκκο με ασβέστη. Κατόπιν τον έβγαλαν και τον ανέβασαν σ’ ένα άλογο χωρίς σαμάρι και τον διαπόμπεψαν σ’ ολόκληρη την πόλη. Άλλοι τον χτυπούσαν με ραβδιά, άλλοι τον τρυπούσαν με σούβλες,άλλοι τον πρόσβαλλαν.
Όπως όμως τον περνούσαν από μια εκκλησία,λύθηκαν τα δεσμά του, κατέβηκε από το άλογο, προσκύνησε και είπε : Μία είναι η πίστη, των ευσεβών και ορθοδόξων Χριστιανών.
Όλη αυτή την καταισχύνη μη υποφέροντας οι ασεβείς αποφάσισαν να τον αποκεφαλίσουν.
Τον έφεραν κοντά στη θάλασσα, εκεί που είναι τα προξενεία και τα ναυπηγεία. Ο δήμιος θέλησε να τον δέσει και να του καλύψει τα μάτια. Ο Άγιος αρνήθηκε λέγοντάς του : Εγώ θεληματικά θανατώνομαι για τον Χριστό μου. Γιατί να με δέσεις; Μόνο άφησέ με λίγο να προσευχηθώ. Και αφού προσευχήθηκε, στραμμένος προς ανατολάς, έσκυψε με γελαστό πρόσωπο το κεφάλι του και δέχθηκε τον θάνατο. Έτρεξαν τότε Ορθόδοξοι, Φράγκοι και Αρμένηδες και μάζευαν από το μαρτυρικό αίμα του Αγίου, χωρίς να φοβηθούν κανένα. Τη νύχτα λαμπρότατο ουράνιο φως κάλυπτε το Άγιο λείψανο.
Οι Χριστιανοί με την άδεια του δικαστή έθαψαν τον Άγιο μάρτυρα στην αυλή της Εκκλησίας Μετά από χρόνια έκαναν ανακομιδή των ιερών λειψάνων του, τα οποία ευωδίαζαν με άρρητη ευωδία.
Από την πρώτη στιγμή γίνονταν καταπληκτικά θαύματα. Οι δε συκοφάντες του Αγίου παιδεύτηκαν αρκετά και στην παρούσα ζωή. Σάπισαν τα πόδια τους από τα γόνατα και κάτω και για σαράντα περίπου χρόνια,μετά τον θάνατο του Αγίου, περπατούσαν με ξύλινα πόδια ζητώντας ελεημοσύνη και λέγοντας : Μας βρήκε το κρίμα του μάρτυρα.
Με την ανταλλαγή του πληθυσμού το 1922 η τιμία κάρα του μάρτυρος μεταφέρθηκε από ευλαβείς Χριστιανούς στον Ι. Ναό Οσίας Ξένης Νίκαιας Πειραιώς, όπου και τιμάται ιδιαίτερα η μνήμη του.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ὀφρυνίου θεῖος βλαστός, καὶ Δαρδανελλίων ἐγκαλλώπισμα ἱερόν, ἐν αὐτῇ γὰρ χαίρων, Θεόδωρε ἀθλήσας, πλουσίων δωρημάτων, θεόθεν ἔτυχες.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἄνθος τῆς νεότητος παριδών, καὶ τῶν παρανόμων χορηγίας καὶ ἀπειλῆς, Θεόδωρε μάκαρ, μηδόλως δειλιάσας, ὑπῆλθες μαρτυρίου χαίρων τὸ στάδιον.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις Νεομάρτυς τοῦ Ἰησοῦ, Θεόδωρε μάκαρ, ὁ ἀθλήσας γνώμῃ στεῤῥᾷ, ἔνθεν ὥσπερ θῦμα, προσενεχθεὶς Κυρίῳ, ἀξίως ἐδοξάσθης, δόξῃ τῇ κρείττονι.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἔχων παῤῥησίαν πρὸς τὸν Χριστόν, Θεόδωρε Μάρτυς, καθικέτευε ἐκτενῶς, ὑπὲρ τῶν τιμώντων, τὴν πάνσεπτόν σου μνήμην, καὶ πίστει προσκυνούντων, τὴν θείαν κάραν σου.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίρων ἀπετμήθης τὴν κεφαλήν, ἣν ὁ Ἀθλοθέτης ἐστεφάνωσεν Ἀθλητά, ἡμεῖς ὡς θεῖον δῶρον, αὐτὴν πλουτοῦντες θεῖον, Θεόδωρε τιμῶμεν, τὴν θείαν μνήμην σου.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἤνεγκας ῥαβδίσματα καὶ πληγάς, καὶ πικρὰς ὀδύνας ὡς ἀσώματος Ἀθλητά, καὶ τῆς ἀνομίας, τὸ κράτος κατασχύνας, Θεόδωρε ἐδέξω, νίκης τὸν στέφανον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου