Άγιος Φαύστος, επίσκοπος Ριέζ. Ημέρα Μνήμης: 28 Σεπτεμβρίου.
Γεννημένος στη Μεγάλη Βρετανία περί το 400, ο Όσιος Φαύστος μετοίκησε με την οικογένειά του στην νότιο Γαλατία στις αρχές του 5ου αιώνα.
Με τις λαμπρές σπουδές του στη φιλοσοφία επεθύμησε να αποκτήσει την αληθινή σοφία, και εκάρη μοναχός στη φημισμένη Μονή του Λερίνου, θέτοντας τον εαυτό του υπό την πνευματική ποδηγέτηση του ιδρυτή της Αγίου Ονωράτου (τιμάται 16 Ιανουαρίου) και του οσιωτάτου Καπρασίου. Η ταπείνωσή του, η υπακοή, η πραότητα και ο ζήλος του για την άσκηση συνετέλεσαν, ώστε σύντομα να να προοδεύσει στις μοναχικές αρετές, και με θαυμασμό να αναγνωρίζουν τα χαρίσματά του ο ηγούμενος Άγιος Μάξιμος (Στη Δυτική Εκκλησία μνημονεύεται στις 27 Νοεμβρίου) και οι αδελφοί. Έτσι, όταν ο Μάξιμος εξελέγη επίσκοπος Ριέζ (Riez) της Προβηγκίας το 434, η αδελφότητα εξέλεξε τον Φαύστο ως διάδοχό του.
Επί είκοσι επτά χρόνια υπό την άγρυπνη εποπτεία του πέτυχε να επικρατεί στο Λερίνο πλήρης ευταξία και να τηρείται με ακρίβεια η παράδοση των Πατέρων της Ανατολής. Με ζήλο υπερασπίσθηκε την αυτονομία της Μονής έναντι των επεμβάσεων του του επισκόπου Φρεγίου (Fréjus) Θεοδώρου, ο οποίος συνεκάλε σύνοδο στην Αρελάτη (σημερινή Αρλ) το 453, με σκοπό να εξετασθεί η τάξη που τηρούσε στη Μονή του ο Όσιος. Αλλά η σύνοδος αποκατέστησε τον Φαύστο στα καθήκοντά του και όρισε ο επίσκοπος του Φρεγίου να αρκείται στη δικαιοδοσία επί της επαρχίας του.
Επιστρέφοντας στο μοναστήρι του ο Όσιος ηγούμενος, όντας ο ίδιος τύπος όλων των αρετών, συνέχισε να καθοδηγεί τους μοναχούς του ως την κοίμηση του Αγίου Μαξίμου το 461. Τότε, παρά τις αρνήσεις του, αναγκάσθηκε να τον διαδεχθεί στον επισκοπικό θρόνο του Ριέζ.
Χωρίς να εγκαταλείψει την μοναχική του άσκηση χάριν της μεγαλοπρέπειας του επισκοπικού αξιώματος, ο νέος επίσκοπος αμιλλόταν στις νηστείες και αγρυπνίες με τους αυστηρότερους αναχωρητές. Εισήγαγε στον Μητροπολιτικό Ναό τα λειτουργικά τυπικά της Μονής του Λερίνου και διετήρησε στενές σχέσεις με όλα τα μοναστήρια της επισκοπής του, στα οποία συχνά αποσυρόταν για ησυχία. Μετά την καθημερινή νυκτερινή προσευχή του, ντυμένος απλά σαν άσημος ιερέας, εξερχόταν από τη Μονή για να βοηθήσει τους ενδεείς, να επισκεφθεί τους φυλακισμένους, να ενταφιάσει τα εγκαταλελειμμένα στους δρόμους πτώματα των φτωχών, μεταφέροντάς τα στους ώμους του. Πράος και καταδεκτικός, ο Φαύστος κέρδισε την αγάπη όλου του λαού, τον οποίο ασταμάτητα προέτρεπε να αποτινάξει τις ειδωλολατρικές συνήθειες και να ζήσει σύμφωνα με τις εντολές του Θεού.
Στη φοβερή πείνα του 474 έγινε «τοις πάσι τα πάντα», προκειμένου να σώσει το ποίμνιό του. Όρισε επί τρεις ημέρες λιτανείες και πάνδημες δεήσεις, μοίρασε στον λαό ό,τι ο ίδιος είχε και παρακάλεσε τον φίλο του Άγιο Πατιέντιο (Στη Δυτική Εκκλησία μνημονεύεται στις 11 Σεπτεμβρίου) να στείλει από το Λουγδούνο (σημερινή Λυών) προμήθειες σιταριού.
Κατά την τριακονταετή επισκοπεία του ο Άγιος Φαύστος κατείχε ηγετική θέση στα εκκλησιαστικά πράγματα της Γαλατίας, θεωρήθηκε η κεφαλή των επισκόπων και ο εξοχότερος ρήτορας των χρόνων του. Αντέκρουσε τους αιρετικούς αρειανούς και μακεδονίους και καταπολέμησε ορισμένους θεολόγους, οι οποίοι στηριγμένοι σρα αυγγράμματα του Αγίου Αυγουστίνου, δέχονταν την διδασκαλία περί απολύτου προορισμού, αρνούμενοι την συνεργασία του αυτεξουσίου του ανθρώπου και της Θείας Χάριτος. Όπως ο Όσιος Κασσιανός (τιμάται 29 Φεβρουαρίου) και οι Έλληνες Πατέρες, ο Άγιος Φαύστος δίδασκε ότι ο άνθρωπος, πλασμένος κατ'εικόνα Θεού, έχει κληθεί να εισέλθει δια της αρετής σε μία ελεύθερη και δυναμική «συνεργία» με τον δημιουργό του, ώστε να εξωραΐσει την εικόνα και να την λαμπρύνει με το «καθ'ομοίωσιν». Η διδασκαλία αυτή έγινε αποδεκτή από τους επισκόπους της Γαλατίας στις συνόδους της Αρελάτης το 473 και του Λουγδούνου το 474.
Όταν ο βασιλιάς των Βησιγότθων Εύρικος εισέβαλε με τα στρατεύματά του στην νοτιοανατολική Γαλατία το 477, ο Άγιος Φαύστος μετέσχε σε επιτροπή τεσσάρων επισκόπων, επιφορτισμένων να διαπραγματευθούν ειρήνη μαζί του. Δεν πρόφθασαν όμως να αναχαιτίσουν την ολέθρια βαρβαρική ορμή. Οι Βησιγότθοι λεηλάτησαν την Προβηγκία και εγκατέσπειραν τον αρειανισμό. Εφορμώντας στον αγώνα με προσευχή και νηστεία, ο Άγιος επίσκοπος συνάθροιζε καθημερινά τον λαό και τον κλήρο του και αδιαφορώντας για τις απειλές του Ευρίκου, τους προέτρεπε να διαφυλάξουν την ορθόδοξη πίστη τους με τίμημα και τη ζωή τους ακόμη αν χρειασθεί. Ο Εύρικος τον εξόρισε και τον φυλάκισε στο Λεμοβίκινο (σημερινή Λιμόζ), αλλά μετά το θάνατο εκείνου το 485 ο Φαύστος επανήλθε στην επισκοπή του. Το ποίμνιό του τον υποδέχθηκε με θριαμβευτικές ιαχές και δάκρυα χαράς, για να απολαύσει επί μία ακόμη δεκαετία τον σοφό του ποιμένα. Εκοιμήθη εν ειρήνη ως επίσκοπος σε ηλικία εκατό περίπου ετών το έτος 495.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος πρώτος, Σεπτέμβριος. Εκδόσεις Ορμύλια, 2001, σελ. 327.
Γεννημένος στη Μεγάλη Βρετανία περί το 400, ο Όσιος Φαύστος μετοίκησε με την οικογένειά του στην νότιο Γαλατία στις αρχές του 5ου αιώνα.
Με τις λαμπρές σπουδές του στη φιλοσοφία επεθύμησε να αποκτήσει την αληθινή σοφία, και εκάρη μοναχός στη φημισμένη Μονή του Λερίνου, θέτοντας τον εαυτό του υπό την πνευματική ποδηγέτηση του ιδρυτή της Αγίου Ονωράτου (τιμάται 16 Ιανουαρίου) και του οσιωτάτου Καπρασίου. Η ταπείνωσή του, η υπακοή, η πραότητα και ο ζήλος του για την άσκηση συνετέλεσαν, ώστε σύντομα να να προοδεύσει στις μοναχικές αρετές, και με θαυμασμό να αναγνωρίζουν τα χαρίσματά του ο ηγούμενος Άγιος Μάξιμος (Στη Δυτική Εκκλησία μνημονεύεται στις 27 Νοεμβρίου) και οι αδελφοί. Έτσι, όταν ο Μάξιμος εξελέγη επίσκοπος Ριέζ (Riez) της Προβηγκίας το 434, η αδελφότητα εξέλεξε τον Φαύστο ως διάδοχό του.
Επί είκοσι επτά χρόνια υπό την άγρυπνη εποπτεία του πέτυχε να επικρατεί στο Λερίνο πλήρης ευταξία και να τηρείται με ακρίβεια η παράδοση των Πατέρων της Ανατολής. Με ζήλο υπερασπίσθηκε την αυτονομία της Μονής έναντι των επεμβάσεων του του επισκόπου Φρεγίου (Fréjus) Θεοδώρου, ο οποίος συνεκάλε σύνοδο στην Αρελάτη (σημερινή Αρλ) το 453, με σκοπό να εξετασθεί η τάξη που τηρούσε στη Μονή του ο Όσιος. Αλλά η σύνοδος αποκατέστησε τον Φαύστο στα καθήκοντά του και όρισε ο επίσκοπος του Φρεγίου να αρκείται στη δικαιοδοσία επί της επαρχίας του.
Επιστρέφοντας στο μοναστήρι του ο Όσιος ηγούμενος, όντας ο ίδιος τύπος όλων των αρετών, συνέχισε να καθοδηγεί τους μοναχούς του ως την κοίμηση του Αγίου Μαξίμου το 461. Τότε, παρά τις αρνήσεις του, αναγκάσθηκε να τον διαδεχθεί στον επισκοπικό θρόνο του Ριέζ.
Χωρίς να εγκαταλείψει την μοναχική του άσκηση χάριν της μεγαλοπρέπειας του επισκοπικού αξιώματος, ο νέος επίσκοπος αμιλλόταν στις νηστείες και αγρυπνίες με τους αυστηρότερους αναχωρητές. Εισήγαγε στον Μητροπολιτικό Ναό τα λειτουργικά τυπικά της Μονής του Λερίνου και διετήρησε στενές σχέσεις με όλα τα μοναστήρια της επισκοπής του, στα οποία συχνά αποσυρόταν για ησυχία. Μετά την καθημερινή νυκτερινή προσευχή του, ντυμένος απλά σαν άσημος ιερέας, εξερχόταν από τη Μονή για να βοηθήσει τους ενδεείς, να επισκεφθεί τους φυλακισμένους, να ενταφιάσει τα εγκαταλελειμμένα στους δρόμους πτώματα των φτωχών, μεταφέροντάς τα στους ώμους του. Πράος και καταδεκτικός, ο Φαύστος κέρδισε την αγάπη όλου του λαού, τον οποίο ασταμάτητα προέτρεπε να αποτινάξει τις ειδωλολατρικές συνήθειες και να ζήσει σύμφωνα με τις εντολές του Θεού.
Στη φοβερή πείνα του 474 έγινε «τοις πάσι τα πάντα», προκειμένου να σώσει το ποίμνιό του. Όρισε επί τρεις ημέρες λιτανείες και πάνδημες δεήσεις, μοίρασε στον λαό ό,τι ο ίδιος είχε και παρακάλεσε τον φίλο του Άγιο Πατιέντιο (Στη Δυτική Εκκλησία μνημονεύεται στις 11 Σεπτεμβρίου) να στείλει από το Λουγδούνο (σημερινή Λυών) προμήθειες σιταριού.
Κατά την τριακονταετή επισκοπεία του ο Άγιος Φαύστος κατείχε ηγετική θέση στα εκκλησιαστικά πράγματα της Γαλατίας, θεωρήθηκε η κεφαλή των επισκόπων και ο εξοχότερος ρήτορας των χρόνων του. Αντέκρουσε τους αιρετικούς αρειανούς και μακεδονίους και καταπολέμησε ορισμένους θεολόγους, οι οποίοι στηριγμένοι σρα αυγγράμματα του Αγίου Αυγουστίνου, δέχονταν την διδασκαλία περί απολύτου προορισμού, αρνούμενοι την συνεργασία του αυτεξουσίου του ανθρώπου και της Θείας Χάριτος. Όπως ο Όσιος Κασσιανός (τιμάται 29 Φεβρουαρίου) και οι Έλληνες Πατέρες, ο Άγιος Φαύστος δίδασκε ότι ο άνθρωπος, πλασμένος κατ'εικόνα Θεού, έχει κληθεί να εισέλθει δια της αρετής σε μία ελεύθερη και δυναμική «συνεργία» με τον δημιουργό του, ώστε να εξωραΐσει την εικόνα και να την λαμπρύνει με το «καθ'ομοίωσιν». Η διδασκαλία αυτή έγινε αποδεκτή από τους επισκόπους της Γαλατίας στις συνόδους της Αρελάτης το 473 και του Λουγδούνου το 474.
Όταν ο βασιλιάς των Βησιγότθων Εύρικος εισέβαλε με τα στρατεύματά του στην νοτιοανατολική Γαλατία το 477, ο Άγιος Φαύστος μετέσχε σε επιτροπή τεσσάρων επισκόπων, επιφορτισμένων να διαπραγματευθούν ειρήνη μαζί του. Δεν πρόφθασαν όμως να αναχαιτίσουν την ολέθρια βαρβαρική ορμή. Οι Βησιγότθοι λεηλάτησαν την Προβηγκία και εγκατέσπειραν τον αρειανισμό. Εφορμώντας στον αγώνα με προσευχή και νηστεία, ο Άγιος επίσκοπος συνάθροιζε καθημερινά τον λαό και τον κλήρο του και αδιαφορώντας για τις απειλές του Ευρίκου, τους προέτρεπε να διαφυλάξουν την ορθόδοξη πίστη τους με τίμημα και τη ζωή τους ακόμη αν χρειασθεί. Ο Εύρικος τον εξόρισε και τον φυλάκισε στο Λεμοβίκινο (σημερινή Λιμόζ), αλλά μετά το θάνατο εκείνου το 485 ο Φαύστος επανήλθε στην επισκοπή του. Το ποίμνιό του τον υποδέχθηκε με θριαμβευτικές ιαχές και δάκρυα χαράς, για να απολαύσει επί μία ακόμη δεκαετία τον σοφό του ποιμένα. Εκοιμήθη εν ειρήνη ως επίσκοπος σε ηλικία εκατό περίπου ετών το έτος 495.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος πρώτος, Σεπτέμβριος. Εκδόσεις Ορμύλια, 2001, σελ. 327.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου