῞Αγιος Μάρτυς Μιχαὴλ Γκομπρὸν καὶ οἱ σὺν αὐτῷ 133 στρατιῶτες ἐν Γεωργίᾳ. Ήμέρα Μνήμης: 17 Νοεμβρίου.
Στὰ μέσα τοῦ 10ου αἰ., ὁ Ἐμίρης τοῦ Ἀντριμπεζὰν Ἀμπούλ - Κασίμ, κατ᾿ ἐντολὴ τοῦ κατακτητοῦ τῆς Περσίας καὶ ὅλης τῆς Ἀνατολῆς Μουτάφη, ἡγήθηκε μιᾶς ἐκστρατρείας μὲ μερικὲς χιλιάδες Ἀράβων στρατιωτῶν ἐναντίον τοῦ Μπούγ, ἑνὸς αἱμοβόρου Τούρκου στρατηλάτου.
Ὁ Ἀμπούλ - Κασὶμ ἐπιτέθηκε πρῶτα στὴν Ἀρμενία. Ἀφοῦ ἐρείπωσε τὴν πάλαι ποτὲ ἔνδοξο πρωτεύουσά της Ντβίν, ἐσκόρπισε τὸν ὄλεθρο σὲ ὅλη τὴν χώρα.
Ὁ Βασιλεὺς τῆς Ἀρμενίας Σουμπὰτ δὲν κατώρθωσε νὰ προβάλη ἀντίστασι, διότι ἡ ἐπικράτειά του ἦταν χωρισμένη σὲ αὐτοδιοίκητα τμήματα μὲ τυπικὴ μόνο ἐξάρτησι ἀπὸ τὸν Ἡγεμόνα.
Ἔτσι, ἀφοῦ διεπίστωσε τὴν ἀδυναμία του νὰ ἀναχαιτήση τὴν ὁρμὴ τοῦ ἐχθροῦ, κατέφυγε στὰ ὄρη τῆς Ἀμπχαζίας.
Ὁ Ἐμίρης πέρασε διὰ τῆς Ἀλβανίας* στὴν Ἰβηρία (Γεωργία), ἐρήμωσε τὴν Κάρτλη καὶ ἔφθασε στὴν Τιφλίδα. Ἀπὸ τὴν Τιφλίδα εἰσῆλθε στην Καχέτη ὅπου ἔσπειρε πάλιν τὸν ὄλεθρο διὰ πυρὸς καὶ μαχαίρας.
Τέλος, ἀφοῦ ἐλεηλάτησε καὶ ἐπυρπόλησε πόλεις καὶ χῶρες στὶς Ἐπαρχίες Ντζαβαχέτη καὶ Σάμτσχε, ἔφθασε στὸ ὀχυρὸ Κβελιστσίχε, ἐντὸς τοῦ ὁποίου εἶχαν κλεισθῆ οἱ Ἄρχοντες τῆς Καχέτης. Ἕνας ἐξ αὐτῶν, ὁ μακάριος Πρίγκιπας Γκομπρόν**, ὁ ὁποῖος εἶχε λάβει στὸ Ἅγιο Βάπτισμα τὸ ὄνομα Μιχαήλ, διεκρίνετο ἐκ νεότητος γιὰ τὴν ῥώμη, τὴν ἀνδρεία καὶ τὸ θάρρος αὐτοῦ.
Οἱ Ἄραβες ἐπολιόρκησαν τὸ ὀχυρό. Ὁλόκληρη ἡ πέριξ περιοχὴ ἄσπρισε ἀπὸ τὶς σκηνές τους.
Μὲ τὴν πρώτη ἐπίθεσι φάνηκε, ὅτι ἡ ἄμυνα τῶν ὠχυρωμένων Γεωργιανῶν ἦταν σθεναρή. Γιὰ πρώτη φορὰ οἱ ὀπαδοί τοῦ Μωάμεθ συναντοῦσαν τόσο λυσσαλέα ἀντίστασι. Πολλαπλασίασαν τὶς ἐπιθέσεις, κατὰ τὶς ὁποῖες πολλοὶ στρατιῶτες ἔπεσαν νεκροί, τόσον Ἄραβες ὅσον καὶ Γεωργιανοί.
Τελικῶς, ἔπειτα ἀπὸ πολιορκία εἴκοσι ὀκτὼ ἡμερῶν, οἱ ἐχθροὶ κατώρθωσαν νὰ εἰσβάλουν στὸ φρούριο, ἀφοῦ ἐκρήμνισαν τὸ τεῖχος σὲ κάποιο ἀφύλακτο σημεῖο. Ὁ μακάριος Γκομπρόν, μὲ ὅσους στρατιῶτες εἶχαν ἀπομείνει, ὥρμησε τότε ὡς λέων, τοὺς ἔτρεψε εἰς φυγὴν καὶ τοὺς κατεδίωξε σὲ μεγάλη ἀπόστασι.
Ἐν τούτοις, τόσον ὁ γενναῖος ἀρχηγὸς ὅσον καὶ οἱ ἄλλοι πολιορκημένοι κατενόησαν, ὅτι πλέον κάθε νέα ἀντίστασις ἦταν μάταιη: πολὺ ὀλίγοι ἦσαν οἱ ἐπιζήσαντες μαχητὲς καὶ δὲν ὑπῆρχε ἐλπίδα νὰ τοὺς ἔλθη κάποια ἐνίσχυσις.
Ἔστειλαν λοιπὸν πρεσβεία στὸν Ἀμπούλ - Κασὶμ καὶ τοῦ προέτειναν κατάπαυσι τῶν ἐχθροπραξιῶν.
«Ὁ Θεός, οἷς κρίμασι γνωρίζει Ἐκεῖνος, σοῦ ἔδωσε τὴν δύναμι νὰ μᾶς νικήσης», τοῦ ἐμήνυσαν. «Γι᾿ αὐτό, ζητοῦμε τὴν εἰρήνη».
Ὁ Ἐμίρης δέχθηκε τὴν πρότασί τους καὶ συνεφώνησε στὴν σύναψι ἀνακωχῆς.
Οἱ καλόπιστοι Γεωργιανοὶ κατέθεσαν τὰ ὅπλα τους, ἀνύποπτοι γιὰ τὸ τὶ θὰ ἀκολουθοῦσε. Οἱ δὲ Μωαμεθανοί, καταπατοῦντες τὴν συμφωνία, ὥρμησαν δολερῶς καὶ ἀπροσδοκήτως μέσα στὸ φρούριο, ἔσφαξαν πολλοὺς μαχητὲς καὶ αἰχμαλώτισαν τοὺς ὑπολοίπους, τὸν μακάριο Γκομπρὸν καὶ ἑκατὸν τριάντα τρεῖς στρατιῶτες, τοὺς ὁποίους ὡδήγησαν στὸ στρατόπεδό τους.
Ὁ Ἐμίρης, ὁ ὁποῖος εἶχε ακούσει γιὰ τὴν ἐξαιρετικὴ ἀνδρεία τοῦ Γκομπρόν, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν ἐπιτηροῦν μὲν αὐστηρῶς, ἀλλὰ νὰ τὸν μεταχειρίζωνται μὲ σεβασμό.
Ὁ Βασιλεὺς Ἀνταρνασὲ Β' προσεπάθησε νὰ ἐξαγοράση τοὺς αἰχμαλώτους. Ὅσα χρήματα ὅμως καὶ ἂν προσέφερε στοὺς Ἄραβες, δὲν ἠδυνήθη νὰ τοὺς ἐλευθερώση. Οἱ ἄπιστοι ἐπάσχιζαν νὰ κάνουν Μουσουλμάνους τοὺς γενναίους ἀγωνιστὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ πρὸ παντὸς τὸν Γκομπρόν.
Στὶς σχετικὲς προτροπές τους, ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε σταθερά: «Ὄχι μόνο δὲν ἀλλάζω τὴν πίστι μου, ἀλλὰ εἶμαι ἕτοιμος ἀκόμη καὶ νὰ ἀποθάνω γιὰ τὸν Κύριό μου, τὸν ἀληθινὸ Θεό, ἀφοῦ καὶ Ἐκεῖνος καταδέχθηκε νὰ ἀποθάνη γιὰ τὴν σωτηρία μου». Και προσέθετε τὸ ἀποστολικό: «Ἐμοὶ γὰρ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος».
Ἐν τῷ μεταξύ, ἡ προέλασις τῶν ἀραβικῶν στρατευμάτων συνεχιζόταν ἀκάθεκτος, σκορπίζουσα τὸν θάνατο καὶ τὸν θρῆνο. Τὸ αἷμα τῶν Χριστιανῶν ἔτρεχε ποταμηδὸν σὲ κάθε γωνιὰ τῆς Γεωργίας. Ἦταν γιὰ τὴν πολυπαθῆ Ὀρθόδοξη αὐτὴ Χώρα καιρὸς ὀδυνηροτάτης δοκιμασίας.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς ὑποχρεώθηκε νὰ ἀκολουθήση δεδεμένος τὸν στρατὸ τῶν κατακτητῶν, ἕως ὅτου ἔφθασαν στὴν πόλι Ταλίνη τῆς ἐπαρχίας Τριάλστι. Ἐκεῖ ὡδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ Ἐμίρη.
Ὁ Ἄραβας Ἡγεμὼν ἐγνώριζε καλῶς πόσον ἐκτιμοῦσαν καὶ ἐθαύμαζαν οἱ Γεωργιανοὶ τὸν Γκομπρόν. Ἠθέλησε, λοιπόν, νὰ ἐκμεταλλευθῆ τὸ κῦρος τοῦ αἰχμαλώτου του, γιὰ νὰ ἐπιτύχη τὴν ἐπιβολὴ τοῦ Ἰσλὰμ στὴν Γεωργία. Καθοριστικὴ γιὰ τὴν ἐπίτευξι τοῦ σκοποῦ του θὰ ἦταν ἡ μεταστροφὴ τοῦ περιφήμου πολεμάρχου.
Ἔτσι, ὅταν τὸν ἔφεραν ἐνώπιόν του, τοῦ εἶπε: «Λυπᾶμαι τὴν νεότητά σου, Γκομπρόν, θαυμάζω τὴν ἀνδρεία σου καὶ σέβομαι τὴν ἀρχοντική σου καταγωγή. Ἔμαθα, ὅτι εἶσαι ἕνας ἀπὸ τοὺς σπουδαιοτέρους ἄνδρες τῆς Γεωργίας καὶ δὲν θέλω νὰ σὲ θανατώσω πρόωρα, καὶ μάλιστα σκληρῷ τῷ τρόπῳ. Γι᾿ αὐτό, τέκνο ἀγαπητό μου, σὲ συμβουλεύω νὰ ἀφήσης τὴν ἄλογο πίστι σου, ἡ ὁποία εἰς οὐδὲν ὠφέλησε, οὔτε ἐσένα ἕως τώρα οὔτε τοὺς στρατιῶτες σου, καὶ νὰ δεχθῆς τὴν ἰδική μας πίστι, τὴν μόνη ἀληθινή, χάρις στὴν ὁποία εἴμεθα κυρίαρχοι σὲ τόσες χῶρες. Ξέρω, βέβαια πόσο δύσκολο εἶναι αὐτό, τὸ ὁποῖο σοῦ ζητῶ. Τὴν πίστι του δὲν τὴν ἀλλάζει κανεὶς εὐκόλως. Γι᾿ αὐτὸ ὑπόσχομαι, ὅτι θὰ σοῦ δώσω πολλὰ ἀνταλλάγματα. Θὰ σοῦ χαρίσω παλάτιον, ὅπου θὰ ζῆς ὡς ἄρχοντας, ἀναρίθμητες σκηνές, δούλους, καμῆλες, ὅπλα. Καὶ τὸ κυριώτερο, θὰ σὲ κάνω ἀξιωματοῦχο τοῦ κράτους μου καὶ στενὸ συνεργάτη μου».
Ἐνώπιον τῆς σαφοῦς ἀπειλῆς καὶ τῆς δελεαστικῆς προτάσεως τοῦ Ἀμπούλ - Κασίμ, ὁ Γκομπρὸν ἀπήντησε θαρσαλέως: «Τὴν πίστι μου στὸν Χριστό, τὴν πίστι τῶν Πατέρων μου, ἀδύνατὸν εἶναι νὰ τὴν ἀλλάξω. Στὴν πίστι αὐτή εἶμαι ἐρριζωμένος καὶ ἀμετακίνητος, μὲ τὴν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀλλά, γιατί θέλεις νὰ μὲ θανατώσης, ἂν δὲν ὁμολογήσω τὸ ἰσλάμ; Ἔχεις τόσους Χριστιανοὺς στὴν ἐξουσία σου, τοὺς ὁποίους δὲν ὑποχρεώνεις νὰ ἀλλαξοπιστήσουν. Ὅλοι τους ἀναγνωρίζουν τὴν κυριαρχία σου, τὴν ὁποία Σου παρεχώρησε ὁ Θεὸς γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, καὶ ὑποτάσσονται στὴν δεσποτεία σου. Τὸ ἴδιο κάνω καὶ ἐγώ. Μουσουλμᾶνος ὅμως δὲν γίνομαι. Χριστιανὸς ἐγεννήθην καὶ Χριστιανὸς θὰ ἀποθάνω. Οὔτε οἱ ἀπειλές σου θὰ μὲ πείσουν νὰ ἀρνηθῶ τὸν ἠγαπημένο μου Ἰησοῦν οὔτε οἱ ὑποσχέσεις σου. Δὲν ἔχω τίποτα ἄλλο νὰ πῶ».
Ὁ Ἐμίρης ἐστράφη πρὸς τοὺς ὑπηρέτες του.«Δὲν γνωρίζει, ὅπως φαίνεται», τοὺς εἶπε, «πόσο φοβερὸς εἶναι ο θάνατος. Παραλάβετε αὐτὸν ἔξω καὶ σφαγιάσετε ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν του τοὺς συστρατιῶτες του. Ζωντανὸς να μείνη μόνο ὅποιος δεχθῆ τὸν νόμο μας».
Μετ᾿ ὀλίγον ὁ Γκομπρὸν ἴστατο ἐν μέσῳ τῶν στρατιωτῶν του. Οἱ Ἄραβες, κρατοῦντες γυμνὰ τὰ ξίφη τους, ἐρωτοῦσαν ἕνα πρὸς ἕνα, ἂν ἐδέχοντο νὰ ἀσπασθοῦν τὸ Ἰσλάμ. Καὶ στὴν ἀρνητικὴ ἀπάντησί τους, ἀπεκεφάλιζαν αὐτοὺς ἀδιστάκτως. Κανεὶς ἐξ αὐτῶν δὲν πρόδωσε τὸν Σωτῆρα μας. Ἔπεσαν ἡρωϊκῶς καὶ οἱ ἑκατὸν τριάντα τρεῖς, ὁμολογήσαντες τὸν Χριστὸν καὶ ἀναθεματίσαντες τὸν Μωάμεθ.
Ὅταν ὡλοκληρώθηκε ἡ σφαγή, τὸ θέμα ἦτο φρικτόν: κατὰ γῆς ἐσκορπισμένα τὰ σώματα καὶ οἱ κεφαλὲς τῶν ἁγίων Μαρτύρων ἔσταζαν αἷμα. Ἐν μέσῳ αὐτῶν ἴστατο ὁ φιλόθεος Γκομπρόν, μουσκευμένος καὶ αὐτός ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν συντρόφων του, κατακόκκινος ἀπὸ τὸ κεφάλι ὡς τὰ πόδια. Στὰ χείλη του ὅμως ἄνθιζε ἕνα ἀγγελικὸ μειδίαμα ἀπεράντου μακαριότητος. Ὁ μαρτυρικὸς θάνατος τῶν συμπολεμιστῶν του ὄχι μόνο δὲν τὸν εἶχε φοβίσει, ἀλλ᾿ ἀπεναντίας τὸν εἶχε ἐνθουσιάσει καὶ ἐνισχύσει.
Τὸν ὡδήγησαν πάλιν ἐνώπιον τοῦ Ἐμίρη, ὁ ὁποῖος ἄρχισε ἐκ νέου τὶς ὑποσχέσεις καὶ τὶς ἀπειλές του. Βλέπων ὅμως, ὅτι δὲν κατώρθωνε τίποτα μὲ αὐτές, ἐπρόσταξε νὰ τὸν ἐκβάλουν ἔξω καὶ νὰ τὸν κτυπήσουν ἐλαφρῶς μὲ τὸ ξίφος στὸ αὐχένα, πρὸς ἐκφοβισμόν.
Τοῦ ἔδεσαν ὀπίσω τὰ χέρια καὶ τὸν ἔσυραν στὴν αὐλή. Ἀφοῦ τὸν ἠνάγκασαν νὰ γονατίση, τὸν ἐκτύπησαν ἐλαφρῶς μὲ τὸ ξίφος στὸν αὐχένα δύο φορές. Ἀπὸ τὴν πληγή, τὴν ὁποίαν τοῦ προεξένησε ἡ δευτέρα σπαθιά, ἄρχισε νὰ τρέχη αἷμα. Ὁ Μάρτυς κατώρθωσε νὰ ἐλευθερώση τὸ δεξί του χέρι καὶ νὰ τὸ φέρη στὸν αὐχένα του. Ἔλαβε μὲ τὸ δάκτυλο λίγο αἷμα, ἐσχημάτισε μὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στὸ μέτωπό του καὶ ἀνεφώνησε: «Εὐχαριστῶ Σοι, Θεέ μου, διότι μὲ ἀξιώνεις, τὸν ἀνάξιο, νὰ ἀποκτήσω τὸν θησαυρὸν τοῦ μαρτυρίου! Δεῖξον εἰς ἐμέ, Κύριε, τὸ έλεός Σου! Γλυκύτατε Ἰησοῦ, ἡ θηριώδης και πανοῦργος γνώμη τοῦ ἀπίστου τούτου τυράννου δὲν θὰ ἀνακόψη τὴν πορεία μου πρὸς τὸν Οὐρανόν. Ἔρχομαι πλησίον Σου!».
Τοῦ ἔδεσαν καὶ πάλιν τὰ χέρια καὶ τὸν ὡδήγησαν γιὰ τελευταία φορὰ στὸν Ἐμίρη. Τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε ἀπὸ οὐράνια χάρι. Τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ στὸ μέτωπό του ἤστραπτε θαυμαστῶς. Μερικοὶ Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι παρευρίσκοντο ἐκεῖ πλησίον, εἶδαν ἕνα φωτεινὸ στεφάνι ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ καὶ κατενόησαν μὲ αὐτό, ὅτι ὁ Μάρτυς εἶχε ἤδη δικαιωθῆ καὶ δοξασθῆ ἀπὸ τὸν Σωτῆρα μας Χριστό, χάριν τοῦ Ὁποίου ἔχυνε τὸ αἷμα του.
Ὁ Ἐμίρης δὲν τοῦ ἔταξε πλέον τιμὲς καὶ πλούτη, ἀλλὰ τὸν ἀπείλησε αὐστηρῶς: «Ἢ θὰ γίνης μουσουλμᾶνος ἢ θὰ ἀποθάνης!». «Πρᾶξε ὅ,τι θέλεις», ἀποκρίθηκε ὁ Ἅγιος. «Χριστιανὸς εἶμαι καὶ τὸν Χριστόν μου δὲν ἀρνοῦμαι». «Ἡ ὑπομονή μου ἐξαντλήθηκε!», ἐφώναξε ὠργισμένος ὁ Ἀμπούλ -Κασίμ. «Παραλάβετε αὐτὸν καὶ ἀποκόψατε τὴν κεφαλή του».
Οἱ δήμιοι ἔσπευσαν νὰ ἐκτελέσουν τὴν ἐντολή του. Ἔσυραν τὸν Μάρτυρα στὴν αὐλὴ καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν ἐκεῖ, ἐν μέσῳ τῶν αἱματόφυρτων σωμάτων τῶν συστρατιωτῶν καὶ συμμαρτύρων του, τὴν 17ην τοῦ Νοεμβρίου μηνὸς τοῦ ἔτους 914.
Τὰ τίμια Σκηνώματα αὐτῶν ἔθαψαν σὲ τρία μεγάλα κοινοτάφια. Γιὰ ἀρκετὲς νύκτες ἕνα οὐράνιο φῶς ἔλαμπε ἐπὶ τοῦ σημείου τῆς ταφῆς, ὅπου προσήρχοντο κρυφίως πολλοί ἄρρωστοι Χριστιανοὶ καὶ ἐθεραπεύοντο.
Μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, οἱ ἑκατὸν τριάντα τέσσερις φιλόχριστοι Μάρτυρες εἰσῆλθαν στὴν πολυπληθῆ χορεία τῶν Ἁγίων τῆς Γεωργίας.
Ἡ Μνήμη αὐτῶν ἑορτάζεται τὴν 17ην Νοεμβρίου, ἡμέρα τοῦ ἐνδόξου αὐτῶν Μαρτυρίου.
* Ἀλβανία ὠνομάζετο, ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἕως τὴν μεσαιωνικὴ ἐποχή, μία χώρα τοῦ ἀνατολικοῦ Καυκάσου, ἡ ὁποία εὑρίσκετο ἀνάμεσα στὴν Ἀρμενία, τὴν Ἰβηρία (Γεωργία) καὶ τὴν Κασπία Θάλασσα.
** Τὸ ὄνομα Γκομπρὸν ἀποτελεῖ παραφθορὰ τῆς ἀρχαίας ἀραβικῆς λέξεως γιουμπρούτ, ἡ ὁποία σημαίνει γενναῖος, ἀνδρεῖος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου