Κυριακή 4 Απριλίου 2021

Ὅσιος Κολομβανὸς Ἡγούμενος τοῦ Λουξέϊγ. Ήμέρα Μνήμης: 23 Νοεμβρίου.

Ὅσιος Κολομβανὸς Ἡγούμενος τοῦ Λουξέϊγ. Ήμέρα Μνήμης: 23 Νοεμβρίου.


Τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῆς Ἰρλανδίας ἀπὸ τὸν Ἅγιο Πατρίκιο (τιμάται 17 Μαρτίου), κατὰ τὸν 6ο αἰ., ἀκολούθησε πλούσια ἄνθισις τῆς ἁγιότητος. Οἱ Μοναχοὶ συνέρρεαν κατὰ χιλιάδες, γιὰ νὰ προσφερθοῦν ἐθελουσίως στὸ μαρτύριο τῆς συνειδήσεως διὰ τῆς ἀσκήσεως καὶ ἐδημιουργήθησαν μεγάλες Κοινότητες, παρόμοιες μὲ τὶς μεγάλες Μοναστικὲς Κοινότητες τῆς Αἰγύπτου, τῆς Συρίας καὶ τῆς Παλαιστίνης.

Ὁ διακαὴς πόθος τους γιὰ τὸν Θεό, συνδυασμένος μὲ ἕνα φλογερὸ χαρακτῆρα, τοὺς ἔκανε ἱκανοὺς μὲν γιὰ ἀσυνήθιστα ἀσκητικὰ κατορθώματα, προσείλκυσε ὅμως ἔτι περισσότερον ἐπ᾿ αὐτῶν τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δύναμι νὰ πραγματοποιοῦν πλεῖστα θαύματα.

Οἱ γενναῖοι αὐτοὶ Μοναχοὶ ἀπετέλεσαν τὴν καρδιὰ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἰρλανδίας καὶ συνέβαλαν τὰ μέγιστα στὴν διάδοσι καὶ ἐμβάθυνσι τοῦ Χριστιανισμοῦ σὲ ὁλόκληρη τὴν Δύσι κατὰ τὴν περίοδο ἐκείνη.

Μεταξὺ αὐτῶν, μία ἐξαιρετικὴ μορφὴ ἦταν τοῦ Ὁσίου Κολομβανοῦ, τοῦ ἀκαμάτου ζηλωτοῦ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Γεννημένος περὶ τὸ 540 στὴν ἐπαρχία Λέϊνστερ τῆς νοτιοανατολικῆς Ἰρλανδίας, ὁ Κολομβανὸς ἐπέδειξε μεγάλες ἱκανότητες στὶς θύραθεν ἐπιστῆμες, οἱ ὁποῖες ἔχαιραν μεγάλης ὑπολήψεως μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν Ἰρλανδῶν. Βασανιζόμενος ὅμως ἀπὸ τὴν φλόγα τῶν σαρκικῶν πειρασμῶν καὶ ἀναλογιζόμενος τὴν ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων, ἐτέθη ὑπὸ τὴν καθοδήγησι ἑνὸς ἁγίου Γέροντος, τοῦ Σίνελλ, μαθητοῦ τοῦ Ἁγίου Φίννιαν (τιμάται 12η Δεκεμβρίου, 549), ὁ ὁποῖος τὸν εἰσήγαγε στὴν μελέτη τῶν Ἁγίων Γραφῶν καὶ στὴν ἀσκητικὴ πολιτεία.

Ἔγινε κατόπιν Μοναχὸς στὴν περίφημη Μονὴ τοῦ Μπάνγκορ, ἡ ὁποία ἀριθμοῦσε περίπου τριακόσιους Μοναχούς, καὶ ὡλοκλήρωσε τὴν μοναχική του ἀγωγὴ ὑπὸ τὴν καθοδήγησι τοῦ Ἁγίου Κόμγκαλ (τιμάται 10 Μαΐου).

Περὶ τὸ 590, ὁ Κολομβανὸς αἰσθάνθηκε, ὅπως καὶ πολλοὶ ἄλλοι συνασκητές του τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, μία ἰδιαίτερη κλῆσι ὐπὸ τοῦ Θεοῦ νὰ ἐγκαταλείψη τὴν πατρίδα καὶ τοὺς οἰκείους του, γιὰ νὰ ὑποβληθῆ ἐθελουσίως στὴν ξενιτεία καὶ νὰ ἐργασθῆ γιὰ τὴν διάδοσι τοῦ Εὐαγγελίου σὲ ξένους λαούς.

Πῆρε τὸ πλοῖο γιὰ τὴν Γαλατία μὲ δώδεκα Μαθητές, κατὰ μίμησιν τοῦ Κυρίου μας, καὶ μὲ τὴν καθοδήγησι τῆς θείας Προνοίας ἄρχισε νὰ κηρύττη τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν Ὁδὸ τῆς Μετανοίας.

Στὴν περιοδεύουσα αὐτὴ Ἀδελφότητα «ὅλα ἦσαν κοινὰ σὲ ὅλους· τόσο ἰσχυρὰ ἦσαν σὲ αὐτοὺς ἡ δύναμις τῆς ὑπομονῆς, ἡ πραότης καὶ ὁ σύνδεσμος τῆς ἀγάπης, ὥστε ἦταν ἀδύνατον νὰ ἀμφιβάλλη κανείς, ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, μὲ ὅλη τὴν πραότητά Του, κατοικοῦσε ἀνάμεσά τους... Τόση ἄφθονη ἦταν ἡ Χάρις, ἡ ὁποία πλημμύριζε τὸν Ὅσιο, ὥστε ἦταν ἀρκετὸ νὰ φιλοξενηθῆ ἔστω καὶ γιὰ ἐλάχιστο χρόνο στὸν οἶκο κάποιου ἀνθρώπου, γιὰ νὰ προσελκύση κάθε ψυχὴ στὴν λατρεία τοῦ Θεοῦ».

Ἡ φήμη του ἔφθασε καὶ στὸν Βασιλέα τῆς Βουργουνδίας, Γκοντράν, ὁ ὁποῖος ἐκάλεσε αὐτὸν στὰ Βόσγια καὶ τοῦ προσέφερε μία ἔρημη περιοχή, ὅπου ἱδρύθηκε ἡ Μονὴ τοῦ Ἀννεγραί.

Οἱ ἀρετὲς τοῦ Κολομβανοῦ προσείλκυσαν σύντομα πλησίον του πλῆθος μαθητῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦσαν νὰ ἐργασθοῦν καὶ αὐτοὶ γιὰ τὴν σωτηρία τους διὰ τῶν ἀσκητικῶν παλαισμάτων.

Ἀναγκάσθηκε σύντομα νὰ ἱδρύση ἐκεῖ πλησίον ἕνα δεύτερο Μοναστήρι, τὴν Μονὴ τοῦ Λουξέϊγ, καὶ ἀργότερα ἕνα τρίτο, τὴν Μονὴ τῶν Κρηνῶν.

Ἐγκατεστημένος στὸ Λουξέϊγ, ὁ Ὅσιος ἐπέβλεπε τὶς τρεῖς Ἀδελφότητές του, οἱ ὁποῖες ἀριθμοῦσαν πολλὲς ἑκατοντάδες Μοναχούς, στηριζόμενος στὴν διακονία ἑνὸς Ἐπιτρόπου σὲ κάθε Μονή, ἐπιφορτισμένου μὲ τὴν τήρησι τοῦ Κανόνος, τὸν ὁποῖο εἶχε συντάξει ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος.

Διὰ τῆς προσευχῆς του ὅμως, ὁ Κολόμβανος παρέμεινε ὁ πατέρας τοῦ κάθε Μοναχοῦ καὶ ὁ μεσίτης του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὅπως στὶς Λαῦρες τῆς Ἀνατολῆς, ἡ ὀργάνωσις τοῦ Μοναστηρίου ἦταν εὐέλικτη καὶ σύμφωνη πρὸς τὸν χαρισματικὸ χαρακτῆρα τῆς πνευματικῆς πατρότητος. Μεγάλη ἔμφασις ἐδίδετο στὴν σωματικὴ ἄσκησι, τὶς αὐστηρὲς νηστεῖες, τὶς μαστιγώσεις καὶ τὴν παραμονὴ σὲ παγωμένο νερό, γιὰ τὴν καθυπόταξι τῆς φλογερῆς ἰδιοσυγκρασίας τῶν Μοναχῶν.

Τὸ Μοναστήρι, ὡστόσο, δὲν ἦταν μόνον ἕνας τόπος βιαίων ἀγώνων ἐναντίον τῶν παθῶν, ἀλλὰ καὶ μία προτύπωσις τοῦ Οὐρανοῦ καὶ οἱ ἰσάγγελοι Μοναχοὶ τελοῦσαν ἐκεῖ μία ἀσίγητος δοξολογία (laus perennis) πρὸς τὸν Κύριον τῆς Δόξης.

Ὁ Κολομβανὸς εἶχε ὀργανώσει τὸν βίο τῶν τριῶν Ἀδελφοτήτων του μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε οἱ Μοναχοὶ νὰ τελοῦν νυχθημερὸν μία συνεχῆ λατρεία, ἐναλλασσομένοι κατὰ ὁμάδες. Μὲ τὸν τρόπο αὐτό, ἐφάρμοσαν κατὰ λέξι τὴν προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου: «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α'Θεσ. ε' 17).

Μετὰ ἀπὸ εἴκοσι χρόνια ὅμως, ὁ Κολομβανός ἐπέσυρε στὸ πρόσωπό του τὸ ἀσίγαστο μῖσος τῆς μάμης τοῦ Βασιλέως Θεοδωρίχου Β' τῆς Βουργουνδίας (595-613), ὀνόματι Βρουγχίλδης, ἐπειδὴ κατεδίκαζε σθεναρὰ τὶς ἠθικὲς παρεκτροπὲς τοῦ νεαροῦ Ἡγεμόνος. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τοῦ Λουξέϊγ μαζὶ μὲ τοὺς Ἰρλανδοὺς Μαθητές του.

Ὡδηγήθηκε στὴν Νάντη γιὰ νὰ πάρη τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς πρὸς τὴν Ἰρλανδία, ἀλλὰ διὰ θεïκῆς ἐπεμβάσεως τὸ πλοῖο, στὸ ὁποῖο ἐπιβιβάσθηκε, παρασύρθηκε πίσω στὶς ἄκτες τῆς Γαλλίας.

Ὁ ὅσιος Μοναχὸς Κολομβανὸς ἄρχισε ἐκ νέου τὴν ἀποστολική του πορεία διὰ μέσου 
τῆς Νευστρίας καὶ Αὐστρασίας καὶ ἐσημάδευσε μὲ τὴν ἐπιρροή του πλῆθος Μοναχικῶν Ἱδρυμάτων. Πῆρε ἐν συνεχείᾳ τὸν δρόμο γιὰ τὴν Ρώμη μέσῳ Γερμανίας καὶ ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στοὺς βαρβάρους λαούς, οἱ ὁποῖοι κατοικοῦσαν τὶς ὄχθες τῆς λίμνης Κωνσταντίας. Ἀπὸ τὸ Μπρέγκενζ, τόπο διαμονῆς του, δὲν ἔπαυσε νὰ διδάσκη διὰ επιστολῶν τοὺς Μαθητές του στὸ Λουξέϊγ καὶ ἀλλοῦ.

Τὸ 612, τὸ Βασίλειο τῆς Βουργουνδίας προσάρτησε προσωρινὰ τὴν Αὐστρασία καὶ ὁ Ὅσιος, διωκώμενος πάλι ἀπὸ τὴν ἔχθρα τοῦ Θεοδωρίχου Β', ἀναγκάσθηκε νὰ ἀρχίση ἐκ νέου τὴν περιπλάνησί του πρὸς τὴν Ἰταλία, ὅπου ἐγκαταστάθηκε στὴν Μονὴ τοῦ Μπόμπιο, στὰ Ἀπέννινα. Ἐκεῖ διέπρεψε στοὺς ἀγῶνες του κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ μέχρι τῆς μακαρίας ἐκδημίας του, τὸ 615.

Ἂν καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τὶς χῶρες τῶν Φράγκων, οἱ ἄμεσοι Μαθητές του ἵδρυσαν ἐκεῖ περίπου ἑκατὸ Μοναστήρια, διὰ τῶν ὁποίων διαδόθηκε ἡ Ἰρλανδικὴ Μοναχικὴ Παράδοσις στοὺς λαοὺς τῶν φραγκικῶν χωρῶν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου