Ὅσιοι Ρωμανὸς καὶ Λουπικῖνος, Κτήτορες τῆς ἐν Ἰούρᾳ Μονῆς Κονταδίσκου. Ήμέρα Μνήμης: 28 Φεβρουαρίου.
῾Ο Ὅσιος Ρωμανὸς γεννήθηκε περὶ τὸ 400 ἀπὸ εὐγενῆ οἰκογένεια τῆς Ἐλευθέρας Κομητείας (σημ. Franche-Comté στὴν Γαλλία), μιᾶς περιοχῆς ὅπου ὁ ἀσκητικὸς βίος ἦταν ἀκόμη ἄγνωστος.
Ἀπαρνούμενος τὸν ἔγγαμο βίο, πῆγε νὰ ζήση γιὰ λίγο σὲ Μονὴ τοῦ Λουγδούνου (σημ. Λυών), πλησίον τοῦ Ἀββᾶ Σαβίνου, ὁ ὁποῖος τοῦ μετέδωσε τὶς στοιχειώδεις γνώσεις τοῦ ἀγγελικοῦ βίου, τὶς ὁποῖες εἶχε ὁ ἴδιος κληρονομήσει ἀπὸ Πατέρες τῆς Ἀνατολῆς καὶ τοὺς Μοναχοὺς τοῦ Λερίνου.
Σὲ ἡλικία τριάντα πέντε ἐτῶν, ὁ Ρωμανὸς ἀνεχώρησε μόνος γιὰ τὰ πυκνὰ δάση ὀροσειρᾶς τοῦ Ἰούρα, παίρνοντας μαζί του μόνο τὴν Ἁγία Γραφή, τὸ Γεροντικὸν καὶ τὶς Κοινοβιακὲς Διατυπώσεις τοῦ Ἁγίου Κασσιανοῦ (τιμάται 29 Φεβρουαρίου) καὶ ἐγκαταστάθηκε σὲ ἕναν ἀπομονωμένο καὶ δυσπρόσιτο τόπο, περίκλειστο ἀπὸ τρία βουνά, στὴν συμβολὴ δύο χειμάρρων, τὸ ὁποῖο ὀνομαζόταν Κονταδίσκο. Γιὰ στέγη εἶχε τὰ ἁπλωμένα κλαδιὰ ἑνὸς μεγάλου ἐλάτου καὶ ἀφιέρωνε ὅλο τὸν χρόνο του στὴν προσευχὴ καὶ τὴν μελέτη, τρεφόμενος μὲ ἄγριους καρπούς. Παρέμεινε ἐκεῖ μόνος ἐπὶ μερικὰ χρόνια, ξεχασμένος ἀπὸ τὸν κόσμο, τὸν ὁποῖο πρῶτος αὐτὸς εἶχε λησμονήσει ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό.
Κάποτε ὁ δευτερότοκος ἀδελφός του, Λουπικῖνος*, ἐλεύθερος, μετὰ ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του καὶ τῆς συζύγου του, ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ γάμου, τὸν ὁποῖο εἶχε συνάψει παρὰ τὴν θέλησί του, ἦλθε πρὸς αὐτὸν κατόπιν ὀπτασίας, στὴν ὁποία εἶδε τὸν Ρωμανὸ νὰ τὸν προσκαλῆ πλησίον του.
Ἑνωμένοι ἀπὸ ἁγία ἀγάπη περισσότερο καὶ ἀπὸ τοὺς δεσμοὺς αἵματος καὶ συναγωνιζόμενοι μὲ διάπυρο ζῆλο στὶς σκληραγωγίες, οἱ δύο ἀδελφοὶ ἀξιώθηκαν νὰ ξεπεράσουν μὲ γνῶσι τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος προσπαθοῦσε νὰ σπείρη διχόνοια μεταξύ τους καὶ σὲ λίγο χρόνο ἡ ὀσμὴ εὐωδίας τῶν ἀρετῶν τους σκόρπισε στὶς γύρω κοιλάδες καὶ προσείλκυε ὅλο καὶ περισσότερους φίλους τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι ἔρχονταν γιὰ νὰ ἀσπασθοῦν τὴν ἀγγελικὴ βιοτή τους.
Ἔφερναν ἐπίσης σ᾿ αὐτοὺς ἀρρώστους καὶ δαιμονισμένους, οἱ ὁποῖοι ὅταν θεραπεύονταν μὲ τὶς προσευχές τους, ζητοῦσαν συχνὰ νὰ παραμείνουν καὶ αὐτοὶ πλησίον τῶν δύο Ἁγίων.
Στὴν ἀρχὴ ἐγκαθιστοῦσαν τοὺς μαθητές τους σὲ ὑποτυπώδεις καλύβες γύρω ἀπὸ τὸ ἔλατο, ἀλλὰ καθὼς ἡ ἀδελφότητα πλήθαινε καὶ ὁ τόπος δὲν τοὺς χωροῦσε, ὁ Ρωμανὸς προχώρησε στὴν ἵδρυσι σὲ κοντινὴ ἀπόστασι ἑνὸς δεύτερου Μοναστηριοῦ, τὸ ὁποῖο ὠνομάσθηκε Μονὴ Λαυκῶννος**.
Ἀπὸ ἐκεῖ οἱ μαθητές τους διασκορπίσθηκαν πέρα τοῦ Ἰούρα στὰ Βόσγια καὶ μέχρι τὴν Γερμανία, ἔτσι ὥστε ἡ ἵδρυση τοῦ Κονταδίσκου θεωρεῖται ἀποφασιστικὸ ὁρόσημο τῆς διάδοσης τοῦ Μοναχισμοῦ ποὺ προῆλθε ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἀνατολῆς.
Ἡ ἀδελφὴ τῶν Ἁγίων Ἰόλα (Yole) ἐτέθη καὶ ἐκείνη ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγησί τους καὶ ἔγινε Ἡγουμένη μιᾶς Μονῆς φωλιασμένης σὲ ψηλὸ βράχο ἄνωθεν τοῦ Λαυκῶννος τῆς Βάλμας, ἡ ὁποία σύντομα ἀριθμοῦσε περισσότερες ἀπὸ ἑκατὸ Μοναχές. Πολλὲς ἀπὸ αὐτὲς ἦταν ἀδελφὲς ἢ συγγενεῖς τῶν Μοναχῶν τῶν δύο ἀνδρώων Μονῶν, ἀλλὰ διατηροῦσαν αὐστηρὰ ἔγκλειστο βίο, θεωρώντας τὸν ἑαυτό τους ἤδη νεκρὸ γιὰ τὸν κόσμο καὶ τοὺς κατὰ σάρκα δεσμούς.
Οἱ δύο Ἅγιοι διοικοῦσαν ἀπὸ κοινοῦ τὶς Μονὲς ἐν θείᾳ ὁμονοίᾳ, παρὰ τοὺς διαφορετικοὺς χαρακτῆρες τους, τοὺς ὁποίους ἡ Θεία Χάρις καθιστοῦσε συμπληρωματικούς. Διότι, ἂν ὁ Ὅσιος Ρωμανὸς ἦταν πολὺ ἐλεήμων ἀπέναντι σὲ ὅλους καὶ διατηροῦσε πάντα μιὰ τέλεια γαλήνη, ὁ ἀδελφός του ἦταν αὐστηρότερος καὶ ἤξερε νὰ διορθώνη μὲ πυγμὴ τὶς παρεκκλίσεις τῶν μαθητῶν τους. Ὁ Ρωμανὸς δὲν ἐπέβαλλε στοὺς ἀδελφοὺς μεγαλύτερες ἀσκήσεις ἀπὸ ἐκεῖνες, τὶς ὁποῖες τοὺς ὑπαγόρευε ἡ βούλησί τους, ὁ δὲ Λουπικῖνος προσέφερε τὸ παράδειγμά του σὲ ὅλους, δείχνοντας πὼς μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ,
«νικᾶται φύσεως τάξις».
Ξεπερνώντας μὲ τὴν αὐστηρότητά του τοὺς Πατέρες τῆς Ἀνατολῆς, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονταν ἐναντίον ἠπιότερων καιρικῶν συνθηκῶν, δὲν φοροῦσε παρὰ ἕναν τρίχινο χιτῶνα ὅλες τὶς ἐποχές, δὲν ἀναπαυόταν ποτὲ σὲ κλίνη, δὲν γευόταν ποτὲ λάδι καὶ κατὰ τὰ ὀκτὼ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του δὲν ἔπινε οὔτε κἂν νερό, ἀρκούμενος ἀντὶ τροφῆς καὶ ποτοῦ σὲ λίγο μουσκεμένο ψωμί.
Ἐνῶ ὁ Λουπικῖνος ἀπαιτοῦσε ἀπὸ ὅλους τὴν ἴδια τελειότητα καὶ δὲν δεχόταν εὔκολα δοκίμους, ὁ Ρωμανὸς ἔκανε δεκτοὺς ὅσους ἐμφανίζονταν, μὲ κίνδυνο ὡρισμένοι ἀπὸ αὐτοὺς νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν Μονή. Ὅταν ἕνας ἀπὸ τοὺς γέροντες τοῦ ἔκανε πικρὰ παράπονα καὶ τοῦ συνέστησε νὰ μὴ δέχεται παρὰ μόνο ὅσους ἔδιναν ἀποδείξεις καλὰ δοκιμασμένης κλήσεως, ὁ Ἅγιος ἀπάντησε, ὅτι ὁ Θεὸς μονάχα γνωρίζει τὸ βάθος τῆς καρδίας καὶ ὅτι ἀκόμη καὶ σὲ ὅσους ἐνέδωσαν στὸ κακό, ὁ σπόρος τῆς ἀρετῆς, ὁ ὁποῖος ἔπεσε κατὰ τὴν διαμονή τους στὴν Μονή, μπορεῖ νὰ ἀποφέρη καρποὺς μιᾶς σωτήριας μετάνοιας.
Ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ ἔφθασε μέχρι τὸν Ἅγιο Ἱλάριο Ἀρελάτης (τιμάται 5 Μαΐου), τὸν ἐπὶ κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γαλατίας, ὁ ὁποῖος τὸν ἐχειροτόνησε Πρεσβύτερο, κατὰ τὴν διάρκεια μιᾶς ἐπισκέψεώς του στὴν Μπεζανσόν, ὥστε νὰ ὑπηρετῆ καλύτερα τὶς λειτουργικὲς ἀνάγκες τῆς Ἀδελφότητος (444). Ἀλλὰ ὁ Ρωμανὸς ἤξερε τόσο καλὰ νὰ παραμένη ταπεινός, ὥστε ἐκτὸς τῆς τελέσεως τῆς Θείας Λειτουργίας, ἦταν δύσκολο νὰ τὸν ξεχωρίσης μεταξὺ τῶν Ἀδελφῶν.
Παρ᾿ ὅλο ποὺ ἦταν ὁ πρωτότοκος, ὁ Ρωμανὸς ἄφηνε συχνὰ στὸν Λουπικῖνο τὴν πρωτοβουλία στὰ διοικητικὰ ζητήματα, ἀλλὰ ὑπερίσχυε μὲ τὴν ἐπιείκεια καὶ τὴν ὑπομονή.
Μία χρονιὰ ποὺ ἡ σοδειὰ ἦταν ἄφθονη, οἱ Μοναχοὶ τοῦ Κονταδίσκου βρῆκαν εὐκαιρία νὰ χαλαρώσουν καὶ ξεσηκώθηκαν μὲ ἀλαζονεία κατὰ τοῦ Ρωμανοῦ, ὁ ὁποῖος βλέποντας ὅτι οἱ ἤπιες ἐπιπλήξεις του δὲν εἶχαν ἀποτέλεσμα, κάλεσε τὸν Λουπικῖνο. Μόλις ἔφθασε ἐκεῖνος στὸ Κονταδίσκο, ζήτησε ἐπίτηδες νὰ σερβίρουν στὸ γεῦμα μία ἄνοστη σούπα, ὅπως συνήθιζε αὐτὸς νὰ τρώη.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ φύγουν ἀμέσως δώδεκα ἀμελεῖς Μοναχοί, οἱ ὁποῖοι δὲν μπόρεσαν νὰ ἀντέξουν τὴν ἐπιστροφὴ αὐτὴ στὴν λιτότητα. Ἐν συνεχείᾳ, ὁ Ἅγιος Ρωμανὸς κατώρθωσε νὰ φέρη πίσω τὰ ἀπολωλότα αὐτὰ πρόβατα μὲ τὰ δάκρυα καὶ τὶς θερμὲς προσευχές του.
Ἐπαγρυπνώντας γιὰ τὴν διαφύλαξι τῆς ἑνότητος τοῦ μοναχικοῦ κινήματος, τὸ ὁποῖο εἶχε ἐκβλαστήση ἀπὸ τὸ Κονταδίσκο, ὁ Ρωμανὸς ἐπισκεπτόταν συχνὰ τὰ ἐξαρτήματά του γιὰ νὰ καταρτίζη τοὺς μαθητές του καὶ νὰ τοὺς ἐνισχύη στὴν προσδοκία τῶν ἀγαθῶν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.
Ὁ Ὅσιος Ὀγένδιος ἢ
Εὐγένδιος (Saint-Oyend).
Ἐπιστρέφοντας ἀπὸ ἕνα προσκύνημα στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου Μαυρικίου καὶ τῶν ἄλλων Μαρτύρων τῆς Θηβαϊκῆς Λεγεώνας στὸ Ἄγαυνον***, σταμάτησε μία ἡμέρα κοντὰ στὴν Γενεύη, σὲ μιὰ καλύβη στὴν ὄχθη τοῦ δρόμου, ὅπου ζοῦσαν δύο λεπροί, τοὺς ὁποίους καὶ θεράπευσε ἀγκαλιάζοντάς τους τρυφερά. Μέσα στὴν χαρά τους αὐτοί, ἔτρεξαν νὰ κοινοποιήσουν τὸ θαῦμα στὴν Γενεύη, ὅπου ὁ Ἅγιος ἔγινε δεκτὸς θριαμβευτικὰ ἀπὸ ὅλο τὸν λαό. Ἐν συνεχείᾳ, ἀφοῦ θεράπευσε τοὺς ἀρρώστους καὶ νουθέτησε τὸν λαὸ νὰ παραμείνη εὐσταθὴς στὴν πίστι, ἔσπευσε νὰ ἐπιστρέψη στὸ Μοναστήρι του.
Ὁ Ἅγιος Ρωμανὸς ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ λίγα χρόνια ἀργότερα, στὶς 28 Φεβρουαρίου 465, στὴν Μονὴ τῆς Βάλμας, προσφέροντας στοὺς Ἀδελφοὺς ποὺ ἦσαν παρόντες τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε διαφυλάξει σὲ ὅλη τὴν ζωή του, χάρις στὴν ἁγνότητα καὶ πραότητα τῆς ψυχῆς του.
Ἐμπιστεύθηκε τὴν καθοδήγησι τῶν δύο Μονῶν στὸν Ἅγιο Λουπικῖνο, ὁ ὁποῖος διαμένοντας συνήθως στὸν Λαυκῶννο τοποθέτησε ἕναν ἐπίτροπο στὸ Κονταδίσκο.
Μὲ τὸ κῦρος τῆς Θείας Χάριτος διοικοῦσε ὅλη ἐκείνη τὴν στρατιὰ τῶν Μοναχῶν τοῦ Ἰούρα, διορθώνοντάς τους μὲ τὸ παράδειγμά του, μὲ λεπτότητα καὶ τρυφερὴ ἀγάπη, καὶ διδάσκοντάς τους τὴν βασιλικὴ ὁδὸ τῆς ἀρετῆς, ἡ ὁποία δὲν παρεκκλίνη οὔτε δεξιά, ἀπὸ ὑπερβολικὴ αὐστηρότητα, οὔτε ἀριστερά, ἀπὸ ὀλέθρια χαλάρωσι τοῦ φρονήματος.
Ὅταν πλέον γέρων καὶ καταβεβλημένος ἀπὸ τὴν ἀρρώστια ἔφθασε στὰ τελευταῖα του, οἱ μαθητές του θέλησαν νὰ τοῦ δώσουν νὰ πιῆ ἕνα ποτήρι νερό, ὅπου εἶχαν διαλύσει λίγο μέλι.
Ὁ Λουπικῖνος τὸ γεύθηκε καὶ ἀμέσως στράφηκε ἀπότομα λέγοντας: «Ἐχθρέ, ἀκόμη καὶ τώρα, στὸ τέλος μου, προσπαθεῖς νὰ διαφθείρης τὴν ταπεινότητά μου μὲ τὸ δέλεαρ μιᾶς μάταιης ἡδονῆς!». Καὶ ἀμέσως ἀπεδήμησε πρὸς τὸν Χριστὸ μὲ περίχαρη σπουδὴ (περὶ τὸ 480). Ἐνταφιάσθηκε στὴν Μονὴ τοῦ Λαυκῶννος, στὴν ὁποία ἐπιτέλεσε κατόπιν πλῆθος θαυμάτων****.
* Στὰ Δυτικὰ Μαρτυρολόγια ὁ Ἅγιος Λουπικῖνος (Lupicinus) μνημονεύεται χωριστὰ στὶς 21 Μαρτίου. Τοπικὰ ὅμως, συνεορτάζονται στὶς 28 Φεβρουαρίου. Βλ.Vies des Pères du Jura, SC 142.
** Τὸ Κονταδίσκο ἐξελίχθηκε σὲ μεγάλη Μονή, ἡ ὁποία πῆρε τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Εὐγενδίου (Saint-Oyend) καὶ ἀπετέλεσε τὸν πυρήνα τῆς πόλεως Σαίν-Κλὼντ (Saint-Claude), ἐνῶ ἡ Μονὴ Λαυκῶννος ἔγινε ἡ Μονὴ Ἁγίου Λουπικίνου (Saint-Lupicin).
*** Εἶναι τὸ σημερινὸ Σαίν-Μωρὶς (Saint-Maurice) στὸ ἑλβετικὸ καντόνιο Βαλαί. Κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς καιρούς, στὴν Γαλατία ὑπῆρξε περίφημος τόπος προσκυνήματος καὶ ἐξελίχθηκε σὲ ὀνομαστὴ Μονὴ (ἱδρύθηκε τὸ 515), ἡ ὁποία στάθηκε ἀφετηρία τῆς μετέπειτα διαδόσεως τῆς μοναχικῆς παραδόσεως ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν Μονὴ τοῦ Λερίνου. Βλ. Μνήμη Ἁγίου Μαυρικίου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ (τιμώνται 27 Δεκεμβρίου).
**** Ἡ μνήμη τοῦ διαδόχου καὶ πιστοῦ μαθητοῦ τῶν Ἁγίων Ρωμανοῦ καὶ Λουπικίνου, Ὁσίου Ὀγενδίου ἢ Εὐγενδίου (†510), ὁ ὁποῖος ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἀρετές του καὶ τὰ πολλὰ θαύματά του ἔδωσε στὰ Μοναστήρια τοῦ Ἰούρα τὴν ὁριστικὴ κοινοβιακή τους τάξι, τιμᾶται τὴν 1η Ἰανουαρίου. Βλ. ἐπίσης τὴν Μνήμη τοῦ Ἁγίου Κλαυδίου τῆς Μπεζανσὸν (τιμάται 6 Ἰουνίου).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου