Ἅγιος Μάρτυς Λεοδεγάριος (ἢ Λέγερ), Ἐπίσκοπος Ὠτὲν. Ήμέρα Μνήμης: 2 Ὀκτωβρίου.
῾Ο Ἅγιος Λεοδεγάριος (ἢ Λέγερ) ἦταν γόνος ἀρχοντικῆς καὶ ἰσχυρῆς οἰκογενείας Φράγκων τῆς Βουργουνδίας*. Ἀπὸ παιδὶ ἤδη ἔβαλαν αὐτὸν στὸ βασιλικὸ ἀνάκτορο τοῦ Κλοταίρου Β' (584-629) καὶ τὸν ἀνέθρεψαν οἱ γραμματεῖς τοῦ Ἀνακτορικοῦ Σχολείου, τὸ ὁποῖο προετοίμαζε τοὺς υἱοὺς τῶν ἀρχόντων γιὰ τὰ ἀνώτερα ἀξιώματα τοῦ Βασιλείου.
Κατὰ τὴν διάρκεια μιᾶς ἐπισκέψεως στὸν θεῖο του Διδόνα, Ἐπίσκοπο Πικταβίου (σημ. Πουατιέ), ἔνιωσε τὴ θεία κλήση καὶ ἔγινε Ἀρχιδιάκονός του.
Χάρις στὴν καθοδήγηση τοῦ σεπτοῦ Ἱεράρχη, ὁ ὁποῖος τοῦ ἐνεφύτευσε τὶς ἀρχὲς τῶν ἀρετῶν καὶ τὴν ἀγάπη τῆς παρθενίας, ὁ νεαρὸς Διάκονος ἔκανε νὰ λάμψει μέσα του ἡ εἰκόνα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ κατέστησε τὸ σκήνωμά του ζῶντα ναὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ μέριμνα γιὰ τὶς ὑλικὲς ἀνάγκες τῆς Ἐπισκοπῆς, ὁ Λεοδεγάριος συχνὰ ἀντικαθιστοῦσε τὸν θεῖο του στὸ κήρυγμα. Ὅταν ἡ φωνή του ἀντηχοῦσε κάτω ἀπὸ τοὺς θόλους τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ, νόμιζες πὼς ἄκουγες ξανὰ τὸν Ἅγιο Ἱλάριο τὸν Μέγα (τιμάται 13 Ἰανουαρίου), καὶ τὸ ἐκκλησίασμα εὐχαριστοῦσε τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος τοῦ ἔστειλε τέτοιο ἀπόστολο.
Μετὰ τὴν χειροτονία του σὲ Πρεσβύτερο, ἀποσύρθηκε στὸ πτωχὸ καὶ ἐλάχιστα γνωστὸ Μονύδριο τοῦ Ἁγίου Μαξεντίου, ἐλπίζοντας ὅτι θὰ ἀφιέρωνε τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς του στὴν προσευχὴ καὶ στὴ θεωρία τῶν οὐρανίων πραγμάτων. Σύντομα ὅμως προήχθη σὲ Ἡγούμενο καὶ ἐπὶ μία ἑξαετία διοίκησε μὲ σύνεση τὸ Μονύδριο.
Τὸ 663, ἡ Ἁγία βασίλισσα Βατθίλδη (τιμάται 30 Ἰανουαρίου), ἡ ὁποία εἶχε ἀναλάβει τὴν
ἀντιβασιλεία τῶν ἑνωμένων βασιλείων τῆς Νευστρίας καὶ Βουργουνδίας, θέλησε νὰ τὸν κάνει συνεργάτη της στὴν ἀναστήλωση τοῦ βασιλείου καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν Λεοδεγάριο νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἡσυχία τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ νὰ γίνει Ἐπίσκοπος τῆς Ὠτὲν στὴ Βουργουνδία.
Ἀμέσως μετὰ τὴ χειροτονία του, ὁ νέος Ἐπίσκοπος συνεκάλεσε Σύνοδο γιὰ νὰ ἐπαναφέρει τὴν τάξη στὴν διαιρεμένη Ἐπισκοπή του καὶ γιὰ νὰ ἐπανορθώσει τὶς καταχρήσεις ποὺ εἶχαν λάβει χώρα κατὰ τὸ διάστημα ποὺ χήρευε ὁ Ἐπισκοπικός Θρόνος. Καταδίκασε ἐπίσης τὶς αἱρέσεις τοῦ Μανιχαϊσμοῦ καὶ τοῦ Μονοθελητισμοῦ, καὶ ἐπέβαλε τὴν τήρηση τοῦ Κανονισμοῦ τοῦ Ἁγίου Βενεδίκτου στὰ Μοναστήρια. Στὴν συνέχεια, ἀναστήλωσε τὸν Καθεδρικὸ Ναὸ τῆς πόλεως, ἀφιερωμένο στὸν Ἅγιο Ναζάριο, καὶ προέβη σὲ ἀνακομιδὴ τῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου Συμφοριανοῦ τοῦ πολιούχου τῆς Ὠτὲν (τιμάται 22 Αὐγούστου).
Ὁ ζῆλος του γιὰ τὸν ἐξωραϊσμὸ τῶν Ναῶν τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ τὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας δὲν συγκρινόταν παρὰ μὲ τὴν μέριμνά του γιὰ τοὺς πτωχούς, γιὰ τοὺς ὁποίους ἵδρυσε πολλὰ πτωχοκομεῖα, ὅπου γινόταν τακτικὰ διανομὴ συσσιτίου. Τὸν Καθεδρικὸ Ναό, ὅπως καὶ ὅλες τὶς ἄλλες Ἐκκλησίες τῆς πόλεως, τὶς ἐπάνδρωσε μὲ Κληρικοὺς ποὺ ἦταν ὑποχρεωμένοι νὰ διάγουν βίο κοινοβιακό, βασισμένο στὴν ἀκτημοσύνη καὶ στὴν ὑπακοή, καὶ τοὺς ὁποίους ὁ ἴδιος ἐκπαίδευε στὸ κήρυγμα καὶ στὴν διδασκαλία τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος. Ἐπὶ πλέον, ἐπισκεύασε δημόσια κτήρια καθὼς καὶ τὰ τείχη τῆς πόλεως. Μὲ πατρικὴ στοργὴ ἐπαγρυπνοῦσε γιὰ τὶς ὑποθέσεις τῆς πόλεως ὅπως καὶ γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν πολιτῶν.
Μὲ τὶς διοικητικὲς αὐτὲς ἀρετὲς ὁ Λεοδεγάριος ἀπέκτησε μεγάλη ἐπιρροὴ στὴν αὐλὴ τῆς Βουργουνδίας καὶ ἀσκοῦσε ἀποφασιστικὴ ἐπίδραση στὴν Ἁγία Βατθίλδη. Ἡ ἐπιρροὴ αὐτὴ κατέστη ἀκόμη περισσότερο σωτήρια, ὅταν ὁ Ἐβροΐν, αὐλάρχης τοῦ οἴκου τῆς Νευστρίας, ἀπὸ προσωπικὴ φιλοδοξία ὁρμώμενος, ἐπεδίωξε νὰ ἐπιβάλει τὴν ἐξουσία του στὰ δύο βασίλεια τῆς Νευστρίας καὶ τῆς Βουργουνδίας. Γιὰ νὰ ἐπιτύχει τοὺς σκοπούς του, ἀπομάκρυνε τοὺς ἐπισκόπους συμβούλους τῆς Βατθίλδης καὶ ἔβαλε νὰ δολοφονήσουν τὸν Ἐπίσκοπο Παρισίων Σιγοβεράνδο (664)· κατόπιν, ἀνάγκασε τὴν Ἁγία νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἀντιβασιλεία καὶ νὰ ἀποσυρθεῖ στὴ Μονὴ Σέλλες. Ἔμενε μόνον ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Ὠτέν, ὁ ὁποῖος ἀντιστεκόταν στὶς ἡγεμονικὲς βλέψεις του καὶ ὑπερασπιζόταν τὴν ἀνεξαρτησία τῆς Βουργουνδίας.
Ὅταν ὁ Ἐβροῒν θέλησε νὰ ἐνθρονίσει τὸν Τιερρὺ Γ' Ἡγεμόνα καὶ τῶν δύο βασιλείων, οἱ ἄρχοντες τῆς Βουργουνδίας ἐξεγέρθηκαν ἐναντίον του (673). Φοβούμενος γιὰ τὴν ζωή του, ὁ Ἐβροῒν ἱκέτευσε ἔλεος, καὶ μετὰ ἀπὸ μεσολάβηση τοῦ Ἁγίου Λεοδεγαρίου ὑποχρεώθηκε ἁπλῶς νὰ ἐνδυθεῖ τὸ μοναχικὸ Σχῆμα στὸ Ἀββαεῖο τοῦ Λουξέϊγ.
Ὁ νέος Βασιλέας Χιλδέριχος κάλεσε τὸν Ἅγιο Ἐπίσκοπο τῆς Ὠτὲν νὰ συνεργασθεῖ μαζί του γιὰ τὴ συνένωση τῶν τριῶν φραγκικῶν βασιλείων, καὶ ἐκεῖνος χρησιμοποίησε ὅλη του τὴν σοφία καὶ σύνεση γιὰ νὰ ἐξαλείψει τὶς καταστροφικὲς ἐπιπτώσεις τῆς διακυβέρνησης τοῦ Ἐβροΐν. Ὅταν ὅμως ὁ Βασιλέας πῆρε γιὰ σύζυγό του τὴ θυγατέρα τοῦ θείου του, ἀντίθετα πρὸς τοὺς ἱεροὺς κανόνες, ὁ Ἅγιος Ἱεράρχης ἄφοβα τὸν ἐπέπληξε αὐστηρά, καὶ εἰς ἔνδειξιν διαμαρτυρίας ἀπεσύρθη στὴν Ὠτέν.
Οἱ ἐχθροί του ὡστόσο δὲν ἔμειναν ἱκανοποιημένοι μὲ αὐτὴ τὴν ἀπομάκρυνση. Τὸν κατηγόρησαν ὅτι συνωμοτοῦσε κατὰ τοῦ Βασιλέως καὶ τόσο πολὺ συνδαύλισαν τὸ μῖσος τοῦ Χιλδέριχου ἐναντίον του, ὥστε τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, ὁ Βασιλέας, μεθυσμένος ἀπὸ κρασὶ καὶ μανιασμένος ἀπὸ ὀργή, κατευθύνθηκε πρὸς τὸν Καθεδρικὸ Ναὸ γιὰ νὰ θανατώσει τὸν Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἑτοιμαζόταν νὰ βαπτίσει τοὺς κατηχουμένους.
Ἀπαθής, ἀκτινοβολώντας τὴν παρρησία ἐκείνη ποὺ δίνει ὁ Θεὸς στοὺς Μάρτυρες, ὁ Ἐπίσκοπος διόλου δὲν διέκοψε τὴν τελετή. Προχώρησε καὶ στάθηκε μπροστὰ στὸν Βασιλέα, ποὺ φώναζε κουνώντας τὸ σπαθί του. Ξάφνου, μὲ θεία ἐπέμβαση, ὁ Χιλδέριχος ἔχασε τὸ φῶς του, δὲν ἔβλεπε τὸν Ἐπίσκοπο καὶ κατέφυγε στὸ Ἐπισκοπεῖο.
Στὸ τέλος τῆς τελετῆς, καθὼς ὁ Ἅγιος Λεοδεγάριος δὲν κατόρθωσε νὰ διασκεδάσει τὶς ὑποψίες τοῦ ἡγεμόνα καὶ νὰ τὸν φέρει στὰ λογικά του, ἀποφάσισε νὰ φύγει ὥστε νὰ γλυτώσει τὸν Βασιλέα ἀπὸ τὴν εὐθύνη γιὰ ἕνα ἔγκλημα ποὺ θὰ βάραινε ὅλο τὸ βασίλειο. Μὴ μπορώντας νὰ συγκρατήσει τὸν δαιμονικό του θυμό, ὁ Χιλδέριχος ἔστειλε τοὺς στρατιῶτες του νὰ τὸν καταδιώξουν καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν ἐξόριστο στὸ Λουξέϊγ, ὅπου ὁ Λεοδεγάριος συνάντησε ξανὰ τὸν Ἐβροΐν. Κι ἐνῶ ὁ Ἐπίσκοπος χαιρόταν ποὺ ξαναβρῆκε τὴν ἡσυχία τοῦ Μοναστηριοῦ, ὁ Ἐβροῒν νυχθημερὸν σχεδίαζε τὴν ἐκδίκησή του.
Μετὰ ἀπὸ μερικοὺς μῆνες, ὁ Χιλδέριχος, τοῦ ὁποίου τὸ μῖσος ἐναντίον τοῦ Ἐπισκόπου διόλου δὲν εἶχε σβήσει, διέταξε νὰ βγάλουν τὸν Λεοδεγάριο ἀπὸ τὸ Μοναστήρι γιὰ νὰ τὸν θανατώσουν. Ὅμως, οἱ ἀπεστελμένοι τοῦ Βασιλέως δὲν τόλμησαν νὰ τὸν ἀγγίξουν· τόσο πολὺ κατεπλάγησαν ἀπὸ τὴ σεβάσμια καὶ οὐράνια παρουσία τοῦ σεπτοῦ Ἱεράρχη.
Μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ Χιλδέριχου (675), ὁ Ἅγιος ἀπελευθερώθηκε καὶ μπόρεσε νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ὠτέν, ὅπου ἔγινε δεκτὸς μὲ δάκρυα χαρᾶς ἀπὸ τὸ ποίμνιό του, ἐνῶ ὁ Ἐβροῒν δραπέτευσε ἀπὸ τὸ Λουξέϊγ καὶ μάζεψε τοὺς παλιοὺς συντρόφους του, ποὺ ξαναεμφανίσθηκαν ὅπως ξαναβγαίνουν τὰ φίδια ἀπὸ τὶς φωλιές τους τὴν ἄνοιξη. Ὁ Λεοδεγάριος ἔβγαλε τὸν Τιερρὺ ἀπὸ τὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, ὅπου τὸν εἶχαν φυλακίσει, γιὰ νὰ τὸν θέσει ἐπὶκεφαλῆς τῶν δύο βασιλείων. Μόλις ὅμως ὁ Ἐπίσκοπος ἐγκατέλειψε τὴ βασιλικὴ αὐλή, ὁ Ἐβροῒν ἀπομάκρυνε τὸν Βασιλέα καὶ σκότωσε τὸν αὐλάρχη. Τρόμος καὶ καταπίεση ἁπλώθηκε σ᾿ ὅλο τὸ βασίλειο· ὁ Ἐβροῒν θανάτωσε ἐννέα Ἐπισκόπους καθὼς καὶ πλῆθος Ἱερέων καὶ Μοναχῶν. Γι᾿ ἄλλη μιὰ φορά, μόνον ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Ὠτὲν ἀποτελοῦσε ἀπειλὴ γιὰ τὴν τυραννική του δεσποτεία· ὡς ἐκ τούτου, ὁ Ἐβροῒν ἔστειλε στρατὸ νὰ πολιορκήσει τὴν πόλη ἀπαιτώντας νὰ τοῦ παραδώσουν τὸν Ἱεράρχη. Ὁ Ἅγιος Λεοδεγάριος κατάλαβε ὅτι εἶχε φθάσει ἡ ὥρα τῆς ἔσχατης δοκιμασίας· μοίρασε ὅλη τὴν προσωπική του περιουσία στοὺς πτωχοὺς καὶ κήρυξε νηστεία τριῶν ἡμερῶν, κατὰ τὴν ὁποία ὅλος ὁ λαὸς ἱκέτευε τὸν Θεὸ μὲ λιτανεῖες καὶ κοινὲς προσευχές.
Ὅταν συγκεντρώθηκε ὁ λαὸς στὸν Καθεδρικὸ Ναό, ὁ Ἅγιος πῆρε τὸν λόγο καὶ εἶπε· «Ἂν κάποιους ἀπὸ σᾶς πρόσβαλα μὲ λόγια ποὺ πλήγωσαν ἢ ζῆλο ὑπέρμετρο στὶς ἐπιπλήξεις, τοὺς παρακαλῶ νὰ μὲ συγχωρήσουν. Διότι τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ περπατήσω στὴν ὁδὸ τοῦ μαρτυρίου, στὰ ἴχνη τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, πρέπει νὰ ἐνθυμοῦμαι ὅτι μάταια θὰ ὑποστεῖ κανεὶς τὸ μαρτύριο, ἂν ἡ καρδιά του δὲν εἶναι πλήρης θείας ἀγάπης». Ἀμέσως μετά, ἄρχισε μιὰ γενικὴ ἐπίθεση στὴν πόλη ποὺ κράτησε μέχρι τὴ δύση τοῦ ἡλίου.
Τὴν ἑπομένη, στὶς 26 Αὐγούστου, μὴ μπορώντας ν᾿ ἀντέξει τὴν ἰδέα, ὅτι ὁ λαός του θὰ ὑπέφερε ἐξ αἰτίας του, ὁ Ἅγιος Ἱεράρχης παρεδόθη, λέγοντας τὴν ἑξῆς προσευχή· «Σὲ παρακαλῶ, Παντοδύναμε Θεέ, ὅτι δόξης κατηξίωσας σήμερον τὸν δοῦλον σου!». Τὸν ὁδήγησαν στὴν κορυφὴ ἑνὸς λόφου, ἀπέναντι ἀπὸ τὰ τείχη· ὁ Ἅγιος Λεοδεγάριος ἔψαλλε τοὺς ψαλμούς, χωρὶς νὰ ἀφήσει νὰ τοῦ ξεφύγει κραυγὴ πόνου ὅταν τοῦ ἐξόρυξαν τοὺς ὀφθαλμοὺς μὲ αἰχμηρὰ σίδερα.
Τὴ νύκτα ποὺ ἀκολούθησε τὴν πέρασε προσευχόμενος, εὐχαριστῶντας τὸν Θεὸ ποὺ τοῦ στέρησε τοὺς σωματικοὺς ὀφθαλμούς, γιὰ νὰ λάμψει ἐντός του ἀκόμη λαμπρότερο τὸ ἄκτιστο φῶς τῆς θείας Χάριτος.
Τὸν ἔστειλαν πρῶτα σ᾿ ἕνα Μοναστήρι, ὅπου ἔμεινε δύο χρόνια καὶ μετὰ τὸν ἔφεραν ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου ποὺ συγκάλεσε ὁ Ἐβροΐν, μὲ τὴν κατηγορία τῆς ἀπόπειρας κατὰ τῆς ζωῆς τοῦ Βασιλέως Χιλδέριχου.
Ὁ Ἐβροῒν ἔβαλε κατ᾿ ἀρχὴν τὸν Ἅγιο Ἐπίσκοπο νὰ περπατήσει ἀνυπόδητος πάνω σὲ αἰχμηρὲς καὶ κοφτερὲς πέτρες· ὕστερα, διέταξε νὰ τοῦ κόψουν τὰ χείλη, νὰ τοῦ γδάρουν τὸ πρόσωπο καὶ νὰ τοῦ κόψουν τὴ γλώσσα· κατόπιν ἐγύμνωσαν τὸν Ἅγιο καὶ τὸν ἔσυραν στοὺς λασπωμένους δρόμους, πρὶν νὰ τὸν ἐκθέσουν στὴν πλατεία τῆς πόλης, γεμᾶτο αἵματα καὶ λάσπες, ἀλλὰ ἀπαστράπτοντα ἀπὸ τὴν δόξα τοῦ Μαρτυρίου.
Ὅταν τὸν ἐπεσκέφθη στὸ κελλί του ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Συμφοριανοῦ, ὁ Ἅγιος Λεοδεγάριος συνομίλησε εὐκρινῶς μαζί του παρὰ τὴν ἀπώλεια τῶν χειλέων καὶ τῆς γλώσσας. Τὸν δέχθηκαν φιλόξενα οἱ Μοναχοὶ τοῦ Φεκάν, ὅπου πέρασε εἰρηνικὰ δύο χρόνια προσευχόμενος, ἐνθαρρύνοντας καὶ νουθετώντας τοὺς πιστοὺς μὲ τοὺς λόγους του.
Ὁ Ἐβροῒν ὡστόσο, διψοῦσε πάντα γιὰ αἷμα καὶ κατεχόταν ἀπὸ ἄσπονδο μῖσος· ἔφερε τὸν Ἅγιο ἐνώπιον μιᾶς Συνόδου χρηματισμένων ἐπισκόπων. Τὸν καθήρεσαν καὶ τὸν κατεδίκασαν σὲ θάνατο, δίχως νὰ βγεῖ λέξη διαμαρτυρίας ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ Ἱεράρχη, ὁ ὁποῖος παρέμεινε σιωπηλός, ὅπως ὁ Χριστὸς ἐνώπιον τοῦ Πιλάτου.
Στὶς 2 Ὀκτωβρίου 679 (ἢ 680), τέσσερις ἔνοπλοι τὸν πῆραν καὶ τὸν ὁδήγησαν βαθιὰ μέσα στὸ δάσος, τὴν στιγμὴ ὅμως τῆς ἐκτελέσεως οἱ τρεῖς ἀπὸ αὐτοὺς ἔπεσαν στὰ γόνατα μπροστὰ στὸν Ἅγιο ζητώντας του νὰ τοὺς συγχωρέσει.
Μόλις ὁ Λεοδεγάριος ὁλοκλήρωσε τὴν προσευχή του γιὰ τοὺς διῶκτες του, ἔτεινε τὸν αὐχένα καὶ τότε ὁ τέταρτος, τοῦ ὁποίου ἡ καρδιὰ ἦταν σκληρὴ καὶ ἀναίσθητη σὰν πέτρα, τὸν ἀποκεφάλισε. Τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου ἔμεινε ὀρθό· ὁ δήμιος τὸ ἔριξε μὲ μιὰ κλωτσιὰ στὸ χῶμα, ἀλλὰ εὐθὺς ἔχασε τὰ λογικά του καὶ ρίχθηκε στὶς φλόγες.
Λίγο ἀργότερα, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἐβροΐν, ὁ Ἅγιος Λεοδεγάριος ἄρχισε νὰ τιμᾶται ὡς Μάρτυς. Τὸ Λείψανό του μεταφέρθηκε στὴν περιοχὴ τοῦ Πουατού, ὅπου μία βασιλικὴ ἀφιερώθηκε στὴ μνήμη του. Ἔκτοτε ἡ τιμὴ τοῦ Ἁγίου ἁπλώθηκε κυρίως στὴ Γαλλία καὶ στὸ Βέλγιο, ἐνῶ στὴν Ὠτὲν ὁ Ἅγιος δὲν σταμάτησε νὰ δείχνει τὴν πατρική του στοργὴ καὶ ἀγάπη μὲ θαύματα καὶ ἐμφανίσεις.
* Ἡ Φραγκικὴ Γαλατία ἦταν μοιρασμένη μεταξὺ τῆς Νευστρίας πρὸς βορρᾶν, τῆς Αὐστρασίας πρὸς τὰ βορειοανατολικά, καὶ τῆς Βουργουνδίας στὸ κέντρο καὶ στὰ ἀνατολικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου