Ὅσιος Γιλδάσιος ὁ Σοφός, τοῦ Ρουῒς ἐν Βρετάνῃ. Ήμέρα Μνήμης: 29 Ἰανουαρίου.
῾Ο Ὅσιος Γιλδάσιος γεννήθηκε τὸ 497 στὸ Ἄλτσγουϊθ, στὴν νοτιοδυτικὴ Σκωτία, στὶς ὄχθες τοῦ Κλάϊντ. Ἦταν ὁ νεώτερος υἱὸς πριγκιπικῆς οἰκογενείας. Τρεῖς ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του καὶ μιὰ ἀδελφή του ἐγκαταβίωναν ἤδη ὡς Ἐρημῖτες.
Σὲ ἡλικία ἑπτὰ ἐτῶν βαπτίσθηκε καὶ εἰσῆλθε στὴν Μονὴ Λάντγουϊτ, στὴν νότια Οὐαλλία, γιὰ νὰ λάβη τὴν ἐγκύκλιο παιδεία καὶ νὰ διδαχθῆ τὸν Νόμο τοῦ Εὐαγγελίου, ὑπὸ τὴν καθοδήγησι τοῦ Ἁγίου Ἰλτούδου (τιμάται 6 Νοεμβρίου), ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε πνευματικὸς Πατέρας τοῦ Ἁγίου Μαλό (τιμάται 15 Νοεμβρίου), τοῦ Ἁγίου Σαμσὼν (τιμάται 28 Ἰουλίου), τοῦ Ἁγίου Παύλου τῆς Λεὸν (τιμάται 12 Μαρτίου) καὶ ἄλλων βρετόνων Ἁγίων.
Στὴν Μονὴ ἐπιδόθηκε μὲ θερμὸ ζῆλο στὴν πνευματικὴ ζωή, τὴν ἄσκησι καὶ τὴν νοερὰ ἐργασία. Περατώνοντας τὶς σπουδές του, ὁ Ὅσιος Γιλδάσιος θέλησε νὰ ἐνδυναμωθῆ στὴν ἄσκησι μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Ἔτρωγε μόνον τρεῖς ἡμέρες τὴν ἑβδομάδα λίγο φαγητό.
Χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος (περὶ τὸ 518), καὶ ἀποφάσισε νὰ μεταβῆ καὶ νὰ στηρίξη μὲ τὸ κήρυγμά του τοὺς χριστιανικοὺς πληθυσμοὺς στὰ βόρεια τῆς Μεγάλης Βρετανίας. Μετέβη κατόπιν στὴν Ἰρλανδία, συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν Ἅγιο Κάντο καὶ τὸν Ἅγιο Δαβίδ (τιμάται 1η Μαρτίου), γιὰ νὰ συμβάλη στὴν ἵδρυσι Μονῶν καὶ στὴν κατήχησι τοῦ λαοῦ, καθὼς ἀπειλοῦνταν ἡ πίστις καὶ ἡ ἁγνότητα τῶν ἠθῶν μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἁγίου Πατρικίου (τιμάται 17η Μαρτίου).
Διατηροῦσε φιλικὲς σχέσεις μὲ τὴν Ἁγία Μπριγκίτα τοῦ Κιλνταὶρ (τιμάται 1η Φεβρουαρίου) καὶ λέγεται, ὅτι τῆς κατεσκεύασε μία λάρνακα καὶ μία καμπάνα.
Στὸ Ἀρμὰ ἵδρυσε (523) μοναστηριακὴ Σχολή, ἡ ὁποία κατέστη ὀνομαστὴ στὴν Ἰρλανδία καὶ ὡδήγησε πολλοὺς στὴν πίστι χάρις στὰ ἐντυπωσιακὰ θαύματα ποὺ ἐπιβεβαίωναν τὴν ἀλήθεια τοῦ κηρύγματός του.
Κατόπιν ἀνεχώρησε γιὰ προσκύνημα στὴν Pώμη, γιὰ νὰ προσευχηθῆ στοὺς Τάφους τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου. Στὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, φθάνοντας στὴν Γαλατία, ἀπεφάσισε νὰ ζήση ὡς Ἐρημίτης στὴν Ἀρμορικὴ καὶ ἐγκαταστάθηκε στὸ νησάκι Οὐάτ, μεταξὺ τῆς νήσου Μπέλ-Ἰλ καὶ τῆς πόλης Βάνν.
Μακριὰ ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη παρηγορία καὶ μὲ μοναδικὴ ἀπασχόλησι τὴν μελέτη τῶν ἱερῶν Γραφῶν καὶ τὴν προσευχή, ἔλαβε ἄφθονη τὴν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ ἀκτινοβολία τῆς ἀρετῆς του προσείλκυσε σύντομα μερικοὺς ψαράδες ποὺ ἔτρεξαν νὰ πληροφορήσουν τοὺς κατοίκους τῆς ἀκτῆς, ὅτι ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ εὑρίσκεται ἀνάμεσά τους. Ὅλο καὶ περισσότεροι μαθητὲς ἄρχισαν νὰ συγκεντρώνωνται γύρω του, ἐπιθυμώντας νὰ μοιρασθοῦν μαζί του τὴν ἀγγελικὴ βιοτή, καὶ τὸν ἔπεισαν νὰ ἱδρύση Μονὴ στὴν χερσόνησο Pούϊς, βοηθούμενος στὸ ἐγχείρημα ἀπὸ ἕναν ἄρχοντα τῶν περιχώρων τῆς Βάνν.
Ὠργάνωσε τὴν Ἀδελφότητα κατὰ τὸν κοινοβιακὸ τρόπο, μὲ βάσι τὶς εὐαγγελικὲς ἀρετὲς τῆς ἀκτημοσύνης, τῆς μετανοίας καὶ τῆς ταπεινοφροσύνης, καὶ κατόπιν ἀποσύρθηκε σὲ ἕνα ἐρημητήριο στὶς ὄχθες τοῦ Μπλαβέ, πλησίον τοῦ Καστεννέκ· ἐπισκεπτόταν ὅμως τακτικὰ τὴν Οὐάτ.
Μὲ τὴν μεσιτεία τοῦ Ἁγίου, τῆς διδαχῆς καὶ τῆς προσευχῆς του μὲ τὰ θαυματουργὰ ἀποτελέσματα, ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἦταν ὄντως παρὼν ἐν δυνάμει στὴν περιοχὴ ἐκείνη.
Πολλοὶ ἄρρωστοι εὕρισκαν διὰ τοῦ Ἁγίου τὴν σωματικὴ καὶ ψυχική τους ὑγεία, ἐνῶ ἡ Μονὴ τοῦ Pούϊς ἀπέβη κέντρο γιὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸ ὅλης τῆς χώρας.
Ὁ Ὅσιος διδάσκαλος συνέθεσε τότε τὸ ἔργο του «Ἡ πτώση καὶ ἡ ἅλωση τῆς Βρετανίας»
(De excidio et conquestu Britanniae)*, συνοψίζοντας τὴν ἱστορία τῆς Μεγάλης Βρετανίας ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς ρωμαϊκῆς κατάκτησης ἕως τὴν ἐποχή του· τὸ ἔργο ἦταν ταυτόχρονα μιὰ εὔγλωττη παρότρυνση νὰ ἀσπασθῆ ὁ λαὸς τὴν χριστιανικὴ πίστι, ὥστε νὰ ἀποφύγη τὰ δεινὰ ποὺ τὸν ἀπειλοῦσαν: ἐμφύλιο πόλεμο καὶ ἐπιδρομὴ ἀλλοφύλων.
Ἐκτος ἀπὸ τὴν φήμη ποὺ ἀπέκτησε μὲ τὸ κήρυγμά του, μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἔργο τοῦ ἔδωσαν τὴν ἐπωνυμία Γιλδάσιος ὁ Σοφός.
Στὸ δεύτερο μέρος τοῦ βιβλίου του στηλίτευσε θαρραλέα τοὺς πέντε Βρετόνους Βασιλεῖς. Αὐτὸς ὁ ἔλεγχος ἐκίνησε ἐναντίον του τὸ μένος τῶν Βασιλέων, οἱ ὁποῖοι ἔστειλαν τέσσερις ἄνδρες μεταμφιεσμένους σὲ μοναχοὺς γιὰ νὰ τὸν ἀπαγάγουν. Αὐτοὶ πέταξαν τὸν Ὅσιο στὴν θάλασσα, ἀλλὰ ὁ Γιλδάσιος κατώρθωσε κολυμπώντας νὰ φθάση στὴν νῆσο Οὐὰτ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Μοναστήρι του.
Τὸ 565, ἐκλήθη στὴν Ἰρλανδία ἀπὸ τὸν Βασιλέα Ἄϊνμιρ γιὰ νὰ ἀποκαταστήση τὴν εἰρήνη στὸ Βασίλειο καὶ τὴν ὀρθὴ τάξι σὲ μιὰ Μονή. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ χρονολογοῦνται οἱ Κανόνες ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καὶ ἕνα Ἐξομολογητάριον.
Μετὰ τὴν ἐπάνοδό του στὴν νῆσο Οὐάτ, ὁ Κύριος τὸν πληροφόρησε, ὅτι τοῦ ἀπομένουν ὀκτὼ ἡμέρες ἐπίγειας ζωῆς.
Ὁ Ὅσιος Γιλδάσιος κληροδότησε στοὺς Μοναχούς του ἐν εἴδει πνευματικῆς διαθήκης ἕναν Ὕμνο, ὁ ὁποῖος εἶχε τὴν δύναμι νὰ ἀποτρέπη τοὺς δαίμονες. Κατόπιν ἔδωσε ἐντολὴ μετὰ τὸν θάνατό του, τὸ σῶμα του νὰ τοποθετηθῆ σὲ βάρκα καὶ νὰ ἀφεθῆ στὴν τύχη τῶν κυμάτων. Ἀκούγοντας τὸ «Ἀμὴν» τῆς ἀποκρίσεώς τους παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Κύριο, στὶς 29 Ἰανουαρίου 570.
Οἱ Μοναχοὶ τοῦ Pούϊς ἐπέβαλαν τρεῖς ἡμέρες νηστείας καὶ προσευχῆς μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ βροῦν τὸ Σκήνωμά του, καὶ τότε σὲ ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς ἀποκαλύφθηκε, ὅτι τὸ Λείψανο εἶχε ἐκβρασθῆ πλησίον τοῦ Ναϋδρίου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ποὺ εἶχε ἀνεγείρει ὁ Ἅγιος. Μετέφεραν τὰ τίμια Λείψανα στὸ Pούϊς, στὶς 11 Μαΐου, ὅπου τιμῶνται ἕως τὶς ἡμέρες μας.
(*) Σύμφωνα μὲ ὁρισμένους ἱστορικούς, ὁ Γιλδάσιος ὁ Σοφός, συγγραφέας τοῦ ἔργου «De excidio et conquestu Britanniae» καὶ τοῦ «Ἐξομολογηταρίου» εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γιλδάσιο τοῦ Pούϊς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου