Άγιος Βονιφάτιος, Απόστολος της Γερμανίας. Ημέρα Μνήμης: 5 Ιουνίου.
Ο Άγιος Πατήρ ημών Βονιφάτιος, ονομαζόμενος αρχικά Ουινφρίδος, γεννήθηκε περί το 672 κοντά στο Εξετερ, στην δυτική εσχατιά του Ουέσεξ, ενός από τα βασίλεια της αγγλοσαξωνικής Επταρχίας. Από νεαρότατη ηλικία έδειξε κλίση προς τον μοναχικό βίο και επτά ετών εισήλθε σε μοναστήρι, αρχικά στο Έξετερ, αργότερα δε στο Νέρσλιγκ, για να διδαχθεί εκεί τόσο τα ιερά όσο και τα θύραθεν γράμματα. Μετά από λαμπρές σπουδές έλαβε τον τίτλο του καθηγητή, αλλά η διδασκαλία της γραμματικής και της ρητορικής άλλον σκοπό δεν είχε γι’ αυτόν παρά την προπαρασκευή της κατανόησης της Αγίας Γραφής. Τέλειος σε όλα μοναχός, φανέρωσε επιπλέον ζωηρό ζήλο για το κήρυγμα και το όνειρο του ήταν να ακολουθήσει το παράδειγμα των αγίων Ιρλανδών μοναχών που είχαν εγκαταλείψει την πατρίδα τους για να περιοδεύουν και να διαδίδουν το Ευαγγέλιο στους ειδωλολάτρες.
Λίγο μετά την χειροτονία του εις πρεσβύτερον (716) εγκατέλειψε την Μονή του Νέρσλιγκ μαζι με τρεις συμμοναστές προκειμένου να συμμετάσχει στην ιεραποστολή του αγίου Ουίλλιμπρορντ (τιμάται 7 Νοεμβρίου) στην Φρισία, η όποια συναντούσε πολλές δυσκολίες, καθώς μπροστά στην ειδωλολατρική αντίδραση που προκλήθηκε από τον θάνατο του Πεπίνου του Χέρισταλ, ο επίσκοπος είχε υποχρεωθεί να αποσυρθεί στο μοναστήρι του. Παρά τον ζήλο τους, οι νέοι ιεραπόστολοι αντιμετώπισαν τις ίδιες δυσκολίες και χρειάστηκε συντομία να επιστρέψουν στο μοναστήρι τους στην Αγγλία, όπου οι αδελφοί δέχθηκαν με θέρμη τον Ουνφρίδο και του πρότειναν να διαδεχθεί τον ηγούμενο που είχε προσφάτως τελευτήσει. Χάρις στην υποστήριξη του επισκόπου του Ουίντσεστερ, ο άγιος μπόρεσε να άποδεσμευθεί από την υποχρέωση αυτή και να προετοιμάσει μία νέα ιεραποστολή, αφού προηγουμένως μετέβη σε προσκύνημα στην Ρώμη (718). Ο πάπας Γρηγόριος Β’ τον δέχθηκε με τιμές και επιθυμώντας να συνεχίσει το ιεραποστολικό έργο του ενδόξου ομωνύμου του Γρηγορίου Α’ (τιμάται 12 Μαρτίου), του ενεχείρισε επιστολή που του έδινε την εξουσία να ευαγγελίσει όλους τους ειδωλολατρικούς λαούς στην Γερμανία, σε εξάρτηση από την ρωμαϊκή έδρα, ενώ ως ένδειξη αφοσιώσεως τον μετονόμασε Βονιφάτιο (719).
Αφού διέσχισε γρήγορα την Βαυαρία και την Θουριγγία, ο άγιος κατευθύνθηκε εκ νέου προς την Φρισία, όπου ο Άγιος Ουίλλιμπρορντ είχε καταφέρει να ανακτήσει την έδρα του της Ουτρέχτης. Επί τρία χρόνια βοήθησε τον Γέροντα να αποκαταστήσει τον Χριστιανισμό στην περιοχή αυτή, όταν όμως ο Άγιος Ουίλλιμπρορντ του πρότεινε να τον χειροτονήσει επίσκοπο για να τον διαδεχθεί, του απάντησε ότι είχε ως αποστολή να ευαγγελίσει όλους τους βάρβαρους λαούς και ήταν πια καιρός να στραφεί προς τις περιοχές της Γερμανίας, που ήσαν ακόμη ελάχιστα εκχριστιανισμένες. Διείσδυσε λοιπόν προς το εσωτερικό των χωρών εκείνων που βρίσκονταν υπό φραγκική κυριαρχία, αλλά ήσαν ως επί το πλείστον ειδωλολατρικές. Στην Έσση ξεκίνησε ιδρύοντας μονή στο Αμενεβούργο, η οποία έγινε πόλος έλξης και εκπαιδευτήριο ιεραποστόλων. Όταν ο πάπας έμαθε τις επιτυχίες του Αγίου Βονιφάτιου τον κάλεσε στην Ρώμη και τον χειροτόνησε επίσκοπο άνευ έδρας, αλλά υπό την άμεση εξουσία της ρωμαϊκής έδρας (722). Επιστρέφοντας στην Έσση, ξανάρχισε τις ιεραποστολικές περιοδείες του και επέτυχε λαμπρή νίκη επί της ειδωλολατρίας καταρρίπτοντας μία δρυ αφιερωμένη στον θεό Θωρ, την όποια οι ειδωλολάτρες τιμούσαν ως στήριγμα του ουράνιου θόλου. Βλέποντας οι ειδωλολάτρες τι πήγαινε να κάνει, όρμησαν εξαγριωμένοι κατεπάνω του, αλλά το δένδρο αίφνης λύγισε κάτω από αόρατο χέρι και ήρθε και τσακίστηκε σε τέσσερα κομμάτια στα πόδια του άγιου. Ο Άγιος Βονιφάτιος χρησιμοποίησε το ιερό δένδρο για να κατασκευάσει μία εκκλησία, κοντά στην οποία ίδρυσε την Μονή Φρίτζλαρ.
Καθώς ο Χριστιανισμός απλωνόταν, ο Άγιος άφησε τους μαθητές του να συνεχίσουν το έργο του κι εκείνος πέρασε στην Θουριγγία (724), όπου άρχισε ξανά την αποστολή του με την ίδρυση μιας ανδρώας μονής στο Όρντουρφ, κοντά στην Γκότα, καθώς και πολλών γυναικείων μονών. Για να οργανώσει τις νέες αυτές κοινότητες πάνω σε παραδοσιακά θεμέλια, κάλεσε μοναχούς και μοναχές από την Αγγλία, οι όποιοι διέδωσαν στις περιοχές αυτές όχι μόνο την χρηστότητα των ευαγγελικών ηθών, αλλά και τα φώτα του πολιτισμού.
Αφού έλαβε από τον πάπα Γρηγόριο Γ’ (731) το αξίωμα του αρχιεπισκόπου και το πάλλιο, ο ακαταπόνητος απόστολος κατηύθυνε τις προσπάθειες του προς την Βαυαρία, την πλέον αχανή περιοχή της Γερμανίας, που είχε ευαγγελισθεί πριν από πολύ καιρό από γενναίους ιεραποστόλους, αλλά στερούνταν ακόμη στερεής εκκλησιαστικής οργάνωσης. Εγκατέστησε εκεί τέσσερεις επισκόπους, στο Σάλτσμπουργκ, στο Φράιζινγκ, στην Ρατισβόννη και στο Πασάου, και επέστρεψε κατόπιν στην Ρώμη για να αναφέρει στον πάπα τα αποτελέσματα της αποστολής του και να ζητήσει οδηγίες. Επιστρέφοντας στην Γερμανία εφοδιασμένος με ιερά λείψανα και συστατικές επιστολές του πάπα, εγκατέστησε επισκόπους στην Έσση και στην Θουριγγία, το εργο αποδείχθηκε δυσχερέστερο άπ’ ο,τι στην Βαυαρία, διότι οι περιοχές αυτές δεν είχαν κληρονομήσει την ρωμαϊκή διοικητική οργάνωση και δεν διέθεταν πραγματικές πόλεις ικανές να χρησιμεύσουν ως επισκοπές (741). Όταν ολοκληρώθηκε η αποστολή αυτή μετά από είκοσι χρόνια μόχθων, μπόρεσε να παρουσιάσει, με την έγκριση του νέου πάπα Ζαχαρία, την οργάνωση της νέας Εκκλησίας. Για να σφραγίσει το έργο αυτό ο άγιος αποφάσισε να ιδρύσει στο κέντρο των τεσσάρων χωρών που είχε ευαγγελίσει, της Φρισίας, της Έσσης, της Θουριγγίας και της Βαυαρίας, μία μεγάλη μονή που συμβόλιζε την ενότητα της Γερμανικής Εκκλησίας και η όποια θα μπορούσε να του χρησιμεύσει ως τόπος διαμονής. Μετά από μακρές έρευνες, ο μαθητής του Στρουμ βρήκε τον προσφυή τόπο, σε ίνα πυκνό δάσος που το διέσχιζε ο ποταμός Φούλντα, ο οποίος και έδωσε το όνομα του στο νέο καθίδρυμα. Κάθε χρόνο ο άγιος Βονιφάτιος ερχόταν εκεί να αναπαυθεί και να διδάξει τις παραδόσεις του μοναχισμού στην αδελφότητα, η οποία έφθασε να αριθμεί τετρακόσιους μονάχους όταν ετελεύτησε ο Άγιος.
Παρά την προχωρημένη ηλικία του και την επιθυμία για ησυχία, ο Άγιος Βονιφάτιος δεν έπαυσε ωστόσο τις δραστηριότητες του. Το 743 έλαβε μέρος σε μία μεγάλη γερμανική Σύνοδο που συγκλήθηκε για πρώτη φορά από τον αυλάρχη Αυστρασίας Καρλομάνο προκειμένου να διευθετηθούν πολλά προβλήματα που είχαν ανακύψει στην Φραγκική Εκκλησία από τις μεταρρυθμίσεις του Καρόλου Μαρτέλου και τους αγώνες μεταξύ των αριστοκρατικών φατριών. οι αναταράξεις αυτές στην εκκλησιαστική οργάνωση είχαν ανοίξει τον δρόμο στην επανεμφάνιση του παγανισμού και στην επιρροή πλήθους απατεώνων που εκμεταλλεύονταν την ευπιστία του λαού. Στην Σύνοδο αυτή επιβεβαιώθηκε η αυθεντία των επισκόπων, οι όποιοι, υπαγόμενοι στον Άγιο Βονιφάτιο, όφειλαν να επαγρυπνούν για την αναμόρφωση του κλήρου τους, την τήρηση των ιερών παραδόσεων και τον αγώνα κατά των δεισιδαιμονιών. Αποδόθηκε μέρος των εκκλησιαστικών αγαθών που είχαν σφετερισθεί οι ευγενείς και καθαιρέθηκαν οι ανάξιοι ιεράρχες. Η μεταρρύθμιση αυτή επεκτάθηκε στο σύνολο της Φραγκικής Εκκλησίας και επικυρώθηκε στην Σύνοδο του Σουασόν, το 744. Ο Άγιος Βονιφάτιος επιθυμούσε να ολοκληρώσει το έργο αυτό της ενοποίησης της Φραγκικής Εκκλησίας εγκαθιστώντας την έδρα του στην Κολωνία, αλλά οι αντιδράσεις ενός μέρους του κλήρου και των Φράγκων πριγκήπων εμπόδισε την πραγματοποίηση του σχεδίου αυτού και έτσι δέχθηκε ως έδρα την Μαγεντία (747), η Αλσατία, η Αλεμανία και η περιοχή των Τρεβήρων παρέμειναν οργανωμένες πάνω σε άλλες αρχές, με μία μεγαλύτερη ανεξαρτησία από την Ρώμη, ενώ η Σαξωνία παρέμενε επίμονα προσηλωμένη στα βαρβαρικά ήθη.
Μετά την παραίτηση του Καρλομάνου για να γίνει μοναχός στο Μόντε Κασσίνο, ο Άγιος Βονιφάτιος έστεψε τον αδελφό του Πεπίνο τον Βραχύ στο Σουασόν, εγκαινιάζοντας έτσι τις αρχές της Καρολίγγειας δυναστείας (751). Παρά την ηλικία του ο αποστολικός του ζήλος δεν είχε σβήσει και σχεδίαζε πάντα να συνεχίσει τον ευαγγελισμό της αντιστεκόμενης Φρισίας. Αφού τοποθέτησε ως διάδοχο του στην Μαγεντία τον προσφιλέστερο του μαθητή Αούλλο, αποχαιρέτησε τούς φίλους του και παίρνοντας προφητικά ε να σάβανο στις αποσκευές του ανέπλευσε στον Ρήνο. Αφού πέρασε τον χειμώνα στην Ουτρέχτη σε ένα μοναστήρι που διοικούσε ένας από τους μαθητές του, ξεκίνησε στις αρχές της άνοιξης για την αποστολή του στις βορειότερες περιοχές της χώρας. Έγινε φιλικά δεκτός από τον πληθυσμό και οι ιεραπόστολοι βάπτισαν αρκετούς ειδωλολάτρες. Στις 5 Ιουνίου 754, όμως, ενώ αυτοί ετοιμάζονταν να λάβουν το χρίσμα, μία ομάδα ένοπλων όρμησε ουρλιάζοντας στον καταυλισμό. οι υπηρέτες και οι σύντροφοι του αγίου προσπάθησαν να πάρουν τα όπλα για να αντισταθούν, αλλά ο Άγιος Βονιφάτιος στάθηκε στην μέση της συμπλοκής και παροτρύνοντας τους ανθρώπους του να μην ανταποδώσουν κακό στο κακό, αναφώνησε: «Έφθασε επιτέλους η πολυπόθητη μέρα. Ο καιρός ο ορισμένος για την επικείμενη λύτρωση μας. Ας παρηγορηθούμε λοιπόν εν Κυρίω, ας δεχθούμε την απόφαση Του ευχαριστώντας Τον, να έχετε εμπιστοσύνη σε Αυτόν. Έχει λυτρώσει ήδη τις ψυχές μας!» Η λύσσα των βαρβάρων έγινε ακόμη μεγαλύτερη. Ένας ανάμεσα τους σήκωσε το ξίφος του και με μία σπαθιά έσχισε το χειρόγραφο που είχε σηκώσει ο Άγιος για να προστατευθεί και κατόπιν το κρανίο του. Έσφαξαν πενήντα δύο από τους συντρόφους του και με ξίφη και τσεκούρια έκαναν κομμάτια λειψανοθήκες και βιβλία που αποτελούσαν τον μόνο θησαυρό των ιεραποστόλων.
Χριστιανοί ήλθαν αργότερα να περισυλλέξουν τα λείψανα τους και το σκήνωμα του Αγίου Βονιφατίου μεταφέρθηκε στην Μαγεντία, από εκεί δε σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε δώσει ο Άγιος στην Μονή Φούλντα, η όποια έγινε κέντρο προσκυνήματος και το σύμβολο της ενότητος της Εκκλησίας στην Γερμανία.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Εκδόσεις Ίνδικτος.
Ο Άγιος Πατήρ ημών Βονιφάτιος, ονομαζόμενος αρχικά Ουινφρίδος, γεννήθηκε περί το 672 κοντά στο Εξετερ, στην δυτική εσχατιά του Ουέσεξ, ενός από τα βασίλεια της αγγλοσαξωνικής Επταρχίας. Από νεαρότατη ηλικία έδειξε κλίση προς τον μοναχικό βίο και επτά ετών εισήλθε σε μοναστήρι, αρχικά στο Έξετερ, αργότερα δε στο Νέρσλιγκ, για να διδαχθεί εκεί τόσο τα ιερά όσο και τα θύραθεν γράμματα. Μετά από λαμπρές σπουδές έλαβε τον τίτλο του καθηγητή, αλλά η διδασκαλία της γραμματικής και της ρητορικής άλλον σκοπό δεν είχε γι’ αυτόν παρά την προπαρασκευή της κατανόησης της Αγίας Γραφής. Τέλειος σε όλα μοναχός, φανέρωσε επιπλέον ζωηρό ζήλο για το κήρυγμα και το όνειρο του ήταν να ακολουθήσει το παράδειγμα των αγίων Ιρλανδών μοναχών που είχαν εγκαταλείψει την πατρίδα τους για να περιοδεύουν και να διαδίδουν το Ευαγγέλιο στους ειδωλολάτρες.
Λίγο μετά την χειροτονία του εις πρεσβύτερον (716) εγκατέλειψε την Μονή του Νέρσλιγκ μαζι με τρεις συμμοναστές προκειμένου να συμμετάσχει στην ιεραποστολή του αγίου Ουίλλιμπρορντ (τιμάται 7 Νοεμβρίου) στην Φρισία, η όποια συναντούσε πολλές δυσκολίες, καθώς μπροστά στην ειδωλολατρική αντίδραση που προκλήθηκε από τον θάνατο του Πεπίνου του Χέρισταλ, ο επίσκοπος είχε υποχρεωθεί να αποσυρθεί στο μοναστήρι του. Παρά τον ζήλο τους, οι νέοι ιεραπόστολοι αντιμετώπισαν τις ίδιες δυσκολίες και χρειάστηκε συντομία να επιστρέψουν στο μοναστήρι τους στην Αγγλία, όπου οι αδελφοί δέχθηκαν με θέρμη τον Ουνφρίδο και του πρότειναν να διαδεχθεί τον ηγούμενο που είχε προσφάτως τελευτήσει. Χάρις στην υποστήριξη του επισκόπου του Ουίντσεστερ, ο άγιος μπόρεσε να άποδεσμευθεί από την υποχρέωση αυτή και να προετοιμάσει μία νέα ιεραποστολή, αφού προηγουμένως μετέβη σε προσκύνημα στην Ρώμη (718). Ο πάπας Γρηγόριος Β’ τον δέχθηκε με τιμές και επιθυμώντας να συνεχίσει το ιεραποστολικό έργο του ενδόξου ομωνύμου του Γρηγορίου Α’ (τιμάται 12 Μαρτίου), του ενεχείρισε επιστολή που του έδινε την εξουσία να ευαγγελίσει όλους τους ειδωλολατρικούς λαούς στην Γερμανία, σε εξάρτηση από την ρωμαϊκή έδρα, ενώ ως ένδειξη αφοσιώσεως τον μετονόμασε Βονιφάτιο (719).
Αφού διέσχισε γρήγορα την Βαυαρία και την Θουριγγία, ο άγιος κατευθύνθηκε εκ νέου προς την Φρισία, όπου ο Άγιος Ουίλλιμπρορντ είχε καταφέρει να ανακτήσει την έδρα του της Ουτρέχτης. Επί τρία χρόνια βοήθησε τον Γέροντα να αποκαταστήσει τον Χριστιανισμό στην περιοχή αυτή, όταν όμως ο Άγιος Ουίλλιμπρορντ του πρότεινε να τον χειροτονήσει επίσκοπο για να τον διαδεχθεί, του απάντησε ότι είχε ως αποστολή να ευαγγελίσει όλους τους βάρβαρους λαούς και ήταν πια καιρός να στραφεί προς τις περιοχές της Γερμανίας, που ήσαν ακόμη ελάχιστα εκχριστιανισμένες. Διείσδυσε λοιπόν προς το εσωτερικό των χωρών εκείνων που βρίσκονταν υπό φραγκική κυριαρχία, αλλά ήσαν ως επί το πλείστον ειδωλολατρικές. Στην Έσση ξεκίνησε ιδρύοντας μονή στο Αμενεβούργο, η οποία έγινε πόλος έλξης και εκπαιδευτήριο ιεραποστόλων. Όταν ο πάπας έμαθε τις επιτυχίες του Αγίου Βονιφάτιου τον κάλεσε στην Ρώμη και τον χειροτόνησε επίσκοπο άνευ έδρας, αλλά υπό την άμεση εξουσία της ρωμαϊκής έδρας (722). Επιστρέφοντας στην Έσση, ξανάρχισε τις ιεραποστολικές περιοδείες του και επέτυχε λαμπρή νίκη επί της ειδωλολατρίας καταρρίπτοντας μία δρυ αφιερωμένη στον θεό Θωρ, την όποια οι ειδωλολάτρες τιμούσαν ως στήριγμα του ουράνιου θόλου. Βλέποντας οι ειδωλολάτρες τι πήγαινε να κάνει, όρμησαν εξαγριωμένοι κατεπάνω του, αλλά το δένδρο αίφνης λύγισε κάτω από αόρατο χέρι και ήρθε και τσακίστηκε σε τέσσερα κομμάτια στα πόδια του άγιου. Ο Άγιος Βονιφάτιος χρησιμοποίησε το ιερό δένδρο για να κατασκευάσει μία εκκλησία, κοντά στην οποία ίδρυσε την Μονή Φρίτζλαρ.
Καθώς ο Χριστιανισμός απλωνόταν, ο Άγιος άφησε τους μαθητές του να συνεχίσουν το έργο του κι εκείνος πέρασε στην Θουριγγία (724), όπου άρχισε ξανά την αποστολή του με την ίδρυση μιας ανδρώας μονής στο Όρντουρφ, κοντά στην Γκότα, καθώς και πολλών γυναικείων μονών. Για να οργανώσει τις νέες αυτές κοινότητες πάνω σε παραδοσιακά θεμέλια, κάλεσε μοναχούς και μοναχές από την Αγγλία, οι όποιοι διέδωσαν στις περιοχές αυτές όχι μόνο την χρηστότητα των ευαγγελικών ηθών, αλλά και τα φώτα του πολιτισμού.
Αφού έλαβε από τον πάπα Γρηγόριο Γ’ (731) το αξίωμα του αρχιεπισκόπου και το πάλλιο, ο ακαταπόνητος απόστολος κατηύθυνε τις προσπάθειες του προς την Βαυαρία, την πλέον αχανή περιοχή της Γερμανίας, που είχε ευαγγελισθεί πριν από πολύ καιρό από γενναίους ιεραποστόλους, αλλά στερούνταν ακόμη στερεής εκκλησιαστικής οργάνωσης. Εγκατέστησε εκεί τέσσερεις επισκόπους, στο Σάλτσμπουργκ, στο Φράιζινγκ, στην Ρατισβόννη και στο Πασάου, και επέστρεψε κατόπιν στην Ρώμη για να αναφέρει στον πάπα τα αποτελέσματα της αποστολής του και να ζητήσει οδηγίες. Επιστρέφοντας στην Γερμανία εφοδιασμένος με ιερά λείψανα και συστατικές επιστολές του πάπα, εγκατέστησε επισκόπους στην Έσση και στην Θουριγγία, το εργο αποδείχθηκε δυσχερέστερο άπ’ ο,τι στην Βαυαρία, διότι οι περιοχές αυτές δεν είχαν κληρονομήσει την ρωμαϊκή διοικητική οργάνωση και δεν διέθεταν πραγματικές πόλεις ικανές να χρησιμεύσουν ως επισκοπές (741). Όταν ολοκληρώθηκε η αποστολή αυτή μετά από είκοσι χρόνια μόχθων, μπόρεσε να παρουσιάσει, με την έγκριση του νέου πάπα Ζαχαρία, την οργάνωση της νέας Εκκλησίας. Για να σφραγίσει το έργο αυτό ο άγιος αποφάσισε να ιδρύσει στο κέντρο των τεσσάρων χωρών που είχε ευαγγελίσει, της Φρισίας, της Έσσης, της Θουριγγίας και της Βαυαρίας, μία μεγάλη μονή που συμβόλιζε την ενότητα της Γερμανικής Εκκλησίας και η όποια θα μπορούσε να του χρησιμεύσει ως τόπος διαμονής. Μετά από μακρές έρευνες, ο μαθητής του Στρουμ βρήκε τον προσφυή τόπο, σε ίνα πυκνό δάσος που το διέσχιζε ο ποταμός Φούλντα, ο οποίος και έδωσε το όνομα του στο νέο καθίδρυμα. Κάθε χρόνο ο άγιος Βονιφάτιος ερχόταν εκεί να αναπαυθεί και να διδάξει τις παραδόσεις του μοναχισμού στην αδελφότητα, η οποία έφθασε να αριθμεί τετρακόσιους μονάχους όταν ετελεύτησε ο Άγιος.
Παρά την προχωρημένη ηλικία του και την επιθυμία για ησυχία, ο Άγιος Βονιφάτιος δεν έπαυσε ωστόσο τις δραστηριότητες του. Το 743 έλαβε μέρος σε μία μεγάλη γερμανική Σύνοδο που συγκλήθηκε για πρώτη φορά από τον αυλάρχη Αυστρασίας Καρλομάνο προκειμένου να διευθετηθούν πολλά προβλήματα που είχαν ανακύψει στην Φραγκική Εκκλησία από τις μεταρρυθμίσεις του Καρόλου Μαρτέλου και τους αγώνες μεταξύ των αριστοκρατικών φατριών. οι αναταράξεις αυτές στην εκκλησιαστική οργάνωση είχαν ανοίξει τον δρόμο στην επανεμφάνιση του παγανισμού και στην επιρροή πλήθους απατεώνων που εκμεταλλεύονταν την ευπιστία του λαού. Στην Σύνοδο αυτή επιβεβαιώθηκε η αυθεντία των επισκόπων, οι όποιοι, υπαγόμενοι στον Άγιο Βονιφάτιο, όφειλαν να επαγρυπνούν για την αναμόρφωση του κλήρου τους, την τήρηση των ιερών παραδόσεων και τον αγώνα κατά των δεισιδαιμονιών. Αποδόθηκε μέρος των εκκλησιαστικών αγαθών που είχαν σφετερισθεί οι ευγενείς και καθαιρέθηκαν οι ανάξιοι ιεράρχες. Η μεταρρύθμιση αυτή επεκτάθηκε στο σύνολο της Φραγκικής Εκκλησίας και επικυρώθηκε στην Σύνοδο του Σουασόν, το 744. Ο Άγιος Βονιφάτιος επιθυμούσε να ολοκληρώσει το έργο αυτό της ενοποίησης της Φραγκικής Εκκλησίας εγκαθιστώντας την έδρα του στην Κολωνία, αλλά οι αντιδράσεις ενός μέρους του κλήρου και των Φράγκων πριγκήπων εμπόδισε την πραγματοποίηση του σχεδίου αυτού και έτσι δέχθηκε ως έδρα την Μαγεντία (747), η Αλσατία, η Αλεμανία και η περιοχή των Τρεβήρων παρέμειναν οργανωμένες πάνω σε άλλες αρχές, με μία μεγαλύτερη ανεξαρτησία από την Ρώμη, ενώ η Σαξωνία παρέμενε επίμονα προσηλωμένη στα βαρβαρικά ήθη.
Μετά την παραίτηση του Καρλομάνου για να γίνει μοναχός στο Μόντε Κασσίνο, ο Άγιος Βονιφάτιος έστεψε τον αδελφό του Πεπίνο τον Βραχύ στο Σουασόν, εγκαινιάζοντας έτσι τις αρχές της Καρολίγγειας δυναστείας (751). Παρά την ηλικία του ο αποστολικός του ζήλος δεν είχε σβήσει και σχεδίαζε πάντα να συνεχίσει τον ευαγγελισμό της αντιστεκόμενης Φρισίας. Αφού τοποθέτησε ως διάδοχο του στην Μαγεντία τον προσφιλέστερο του μαθητή Αούλλο, αποχαιρέτησε τούς φίλους του και παίρνοντας προφητικά ε να σάβανο στις αποσκευές του ανέπλευσε στον Ρήνο. Αφού πέρασε τον χειμώνα στην Ουτρέχτη σε ένα μοναστήρι που διοικούσε ένας από τους μαθητές του, ξεκίνησε στις αρχές της άνοιξης για την αποστολή του στις βορειότερες περιοχές της χώρας. Έγινε φιλικά δεκτός από τον πληθυσμό και οι ιεραπόστολοι βάπτισαν αρκετούς ειδωλολάτρες. Στις 5 Ιουνίου 754, όμως, ενώ αυτοί ετοιμάζονταν να λάβουν το χρίσμα, μία ομάδα ένοπλων όρμησε ουρλιάζοντας στον καταυλισμό. οι υπηρέτες και οι σύντροφοι του αγίου προσπάθησαν να πάρουν τα όπλα για να αντισταθούν, αλλά ο Άγιος Βονιφάτιος στάθηκε στην μέση της συμπλοκής και παροτρύνοντας τους ανθρώπους του να μην ανταποδώσουν κακό στο κακό, αναφώνησε: «Έφθασε επιτέλους η πολυπόθητη μέρα. Ο καιρός ο ορισμένος για την επικείμενη λύτρωση μας. Ας παρηγορηθούμε λοιπόν εν Κυρίω, ας δεχθούμε την απόφαση Του ευχαριστώντας Τον, να έχετε εμπιστοσύνη σε Αυτόν. Έχει λυτρώσει ήδη τις ψυχές μας!» Η λύσσα των βαρβάρων έγινε ακόμη μεγαλύτερη. Ένας ανάμεσα τους σήκωσε το ξίφος του και με μία σπαθιά έσχισε το χειρόγραφο που είχε σηκώσει ο Άγιος για να προστατευθεί και κατόπιν το κρανίο του. Έσφαξαν πενήντα δύο από τους συντρόφους του και με ξίφη και τσεκούρια έκαναν κομμάτια λειψανοθήκες και βιβλία που αποτελούσαν τον μόνο θησαυρό των ιεραποστόλων.
Χριστιανοί ήλθαν αργότερα να περισυλλέξουν τα λείψανα τους και το σκήνωμα του Αγίου Βονιφατίου μεταφέρθηκε στην Μαγεντία, από εκεί δε σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε δώσει ο Άγιος στην Μονή Φούλντα, η όποια έγινε κέντρο προσκυνήματος και το σύμβολο της ενότητος της Εκκλησίας στην Γερμανία.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Εκδόσεις Ίνδικτος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου